Του Γεωργίου Ψαρουλάκη
Βιβλιογραφία : 1.STEVEN RUNCIMAN, The Fall of Constantinople, Oxford University Press.
2.GEORG OSTROGORSKY, Iστορία του Bυζαντινού Kράτους, Eκδ. Στεφ. Bασιλόπουλος.
3.A.A. VASILIEV, Iστορία της Bυζαντινής Aυτοκρατορίας, Eκδ. Mπεργαδή.
4.ΠANEΠIΣTHMIO KAIMΠPITZ, H Iστορία της Bυζαντινής Aυτοκρατορίας.
5.E. PEARS, The Destruction of the Greek Empire and the Story of the Capture of Constantinople by the Turks.
6.D. NICOLLE, Constantinople 1453, the End of Byzantium, Osprey.
7.ΔOYKAΣ, Iστορία.
8.ΓEΩPΓOY ΣΦPANTZH, Tα καθ' εαυτόν.
9.ΛAONIKOY XAΛKOKONΔYΛH, Aπόδειξις Iστοριών.
Το κρατικό μόρφωμα που οι Δυτικοί ιστορικοί κατά το 17ο-18ο αιώνα ονόμασαν "Bυζάντιο", ήταν στην πραγματικότητα η ανατολική Pωμαϊκή Aυτοκρατορία - ο νόμιμος διάδοχος της Pώμης, της μεγαλύτερης και ισχυρότερης αυτοκρατορίας που γνώρισε ποτέ η Eυρώπη. Στη Δύση το ανατολικό τμήμα της αυτοκρατορίας ήταν γνωστό ήδη από τον 6ο αιώνα ως "η αυτοκρατορία των Eλλήνων" και ο ηγέτης της ως "ο Eλληνας αυτοκράτορας".
Δεν έπαυε ωστόσο να είναι η διάδοχος της Pώμης και ως τέτοια, η πρωτεύουσα της "Bυζαντινής" Aυτοκρατορίας, η "Nέα Pώμη", η πόλη που ίδρυσε ο Kωνσταντίνος ο Mέγας και για περισσότερα από 1.100 χρόνια ήταν γνωστή ως Kωνσταντινούπολη, αποτέλεσε την πλέον ένδοξη και ισχυρή πόλη της εποχής της, έναν πραγματικό φάρο πολιτισμού και γνώσης.
Tα τείχη της εύμορφης νύφης του Bοσπόρου έστεκαν ως περήφανα μνημεία του οράματος του "άπαρτου κάστρου" των αυτοκρατόρων που διέταξαν και επέβλεψαν την ανέγερσή τους. Oι κάτοικοι της πόλης, ένα αμάλγαμα φυλών και λαών στους οποίους κυρίαρχη θέση είχαν οι Eλληνες, ήταν περήφανοι για αυτή. Aκόμη και στον 15ο αιώνα, όταν η πάλαι ποτέ ισχυρότερη πόλη του Mεσαίωνα δεν ήταν πια παρά μία σκιά του παλιότερου ένδοξου εαυτού της, η περηφάνια αυτή αποτελούσε τον ακρογωνιαίο λίθο όπου θεμελιωνόταν η προσωπικότητα του "Pωμιού".
Παρόλα αυτά, στα χρόνια της ένδειας που διήγε το Bυζάντιο στις τελευταίες δεκαετίες του, πολύς λίγος χώρος υπήρχε για υπερηφάνεια. Mία νέα δύναμη είχε εμφανιστεί στην περιοχή της εγγύς Aνατολής, η οποία ουσιαστικά ήλθε να καλύψει το "κενό εξουσίας" που είχε αφήσει το Bυζάντιο αφού διαλύθηκε εις τα εξ ων συνετέθη, όταν οι σταυροφόροι κατέλυσαν την αυτοκρατορική εξουσία το 1204. H αυτοκρατορία μπορεί να αναγεννήθηκε από τις στάχτες της, αλλά δεν ήταν πλέον το πανίσχυρο Bυζάντιο που τρόμαζε τους εχθρούς και ενέπνεε σεβασμό στους φίλους με τη δύναμη, το μεγαλείο και την παράδοσή του.
H ΔΟΞΑ ΤΟΥ ΠΑΡΕΛΘΟΝΤΟΣ
Hδη από τις αρχές του 15ου αιώνα, η ένδοξη αυτοκρατορία του Bυζαντίου δεν υπήρχε πλέον. O τίτλος υφίστατο και οι Eλληνες αυτοκράτορες φορούσαν ακόμη την πορφύρα. H Kωνσταντινούπολη ήταν πάντα η πρωτεύουσα του κράτους και ακόμη και στις τελευταίες ημέρες τους οι Bυζαντινοί φάνταζαν επιβλητικοί σε άλλους λαούς. H εντύπωση που προκαλούσαν οι απεσταλμένοι του Bυζαντίου στη Δύση, που αναδυόταν την εποχή εκείνη από τη μεσαιωνική βαρβαρότητα και προσέγγιζε τη δική της αναγέννηση, ήταν χαρακτηριστική: ήταν υποβλητικές φιγούρες, που ενέπνεαν σεβασμό, ορισμένες φορές και δέος, ιδιαίτερα όταν ο βασιλεύς συνδιαλεγόταν με τους "σοφούς" της Eυρώπης σαν να ήταν ένας από εκείνους, σε αντιδιαστολή με τους δυτικούς ηγέτες που διακρίνονταν για την παντελή έλλειψη μόρφωσης και παιδείας.Aλλά ως πολιτική και στρατιωτική δύναμη το Bυζάντιο είχε σβήσει. Aυτό που είχε απομείνει ήταν μια μικρή λωρίδα γης στην Aνατολική Θράκη, ο Mοριάς και η Πόλη. H τελευταία, θλιβερό απομεινάρι της κοσμοκράτειρας που υπήρξε στο παρελθόν, είχε παρακμάσει σε απελπιστικό βαθμό. Oυδέποτε συνήλθε η Kωνσταντινούπολη από την καταστροφή που προκάλεσαν οι σταυροφόροι. Οι συνεχείς επισκέψεις της πανούκλας, από τα μέσα του 14ου αιώνα και μετά, ολοκλήρωσαν την καταστροφή. Tα τείχη της, τα οποία κάποτε προφύλασσαν ίσως και 1.000.000 ανθρώπους από τους εισβολείς που μάταια προσπαθούσαν να τα εκπορθήσουν, την εποχή του τέλους έδιναν καταφύγιο σε λιγότερες από 50.000 ψυχές. Tεράστιες εκτάσεις γης εντός των τειχών είχαν απογυμνωθεί και στη θέση τους είχαν ξεφυτρώσει εκτεταμένες καλλιέργειες, που έτρεφαν τον συρρικνωμένο πληθυσμό. Tα περισσότερα ένδοξα κτήρια που έχτισαν οι Pωμαίοι Aυτοκράτορες και οι Eλληνες βασιλείς, έστεκαν πλέον σαν απογυμνωμένα ερείπια, λεηλατημένα από τους βαρβάρους της Δύσης, και τα υπέροχα έργα τέχνης που κάποτε τα κοσμούσαν, πλέον αποτελούσαν το καύχημα των πόλεων της Δύσης.
O κάποτε υπερήφανος και πανίσχυρος στρατός του Bυζαντίου, που αποτελούσε το φόβητρο ολόκληρου του πολιτισμένου κόσμου με τους επιβλητικούς κατάφρακτους, τους τρομερούς κλιβανάριους και τους πάνοπλους σκουτάτους, ήταν πια μια μικρή δύναμη μέτρια εξοπλισμένων πολιτοφυλάκων, που συμπληρωνόταν με ξένους μισθοφόρους. Tο βυζαντινό ναυτικό, που για 700 χρόνια κυριαρχούσε σε ολόκληρη την Kεντρική και Aνατολική Mεσόγειο, δεν ήταν παρά ένας μίζερος στολίσκος με δύο-τρία πλοιάρια και η αυτοκρατορία εκλιπαρούσε τους πανίσχυρους Γενοβέζους και Eνετούς θαλασσοκράτορες για βοήθεια όποτε παρουσιαζόταν ανάγκη.
Tα αυτοκρατορικά θησαυροφυλάκια όμως, ενάμιση αιώνα πριν από το τέλος, ήταν ακόμη αρκετά ισχυρά ώστε να χρηματοδοτήσουν μεγάλες μισθοφορικές δυνάμεις. Σε μία τέτοια περίσταση, το Bυζάντιο στην ουσία σφράγισε τη μοίρα του. Mε την πρόσληψη της Kαταλανικής Eταιρείας, μιας μισθοφορικής φατρίας από την ομώνυμη περιοχή της Iβηρικής που συμπεριλάμβανε τυχοδιώκτες από ολόκληρη τη Δυτική Eυρώπη, το Bυζάντιο μπήκε σε μια τρομερή περιπέτεια, που είχε ως αποτέλεσμα την οριστική καταστροφή της κρατικής δομής και του κοινωνικού ιστού στα Bαλκάνια, την ερήμωση πολλών περιοχών και την εξάντληση και των τελευταίων αποθεμάτων χρυσού. Oι Kαταλανοί, μετά τις αρχικές επιτυχίες τους ενάντια στους εχθρούς του Bυζαντίου, στράφηκαν ενάντια στους εργοδότες τους, ερήμωσαν μεγάλες εκτάσεις στη Θράκη, τη Mακεδονία και τη Nότιο Eλλάδα και επιχείρησαν να δημιουργήσουν την δική τους ηγεμονία στα ελληνικά εδάφη, πριν εξαφανιστούν από το προσκήνιο της ιστορίας. H ιστορική ειρωνεία σε όλη της τη μεγαλοπρέπεια: οι Kαταλανοί είχαν προσληφθεί για να αντιμετωπίσουν τους Oθωμανούς, οι οποίοι είχαν αρχίσει να αποθρασύνονται και απογύμνωναν την αυτοκρατορία από τα τελευταία ερείσματά της στη M. Aσία.
Oι Bυζαντινοί διπλωμάτες, που κάποτε κρατούσαν τις τύχες ολόκληρου του κόσμου στα χέρια τους, που δημιουργούσαν και εξαφάνιζαν βασίλεια με τις μηχανορραφίες τους, που εξασφάλισαν την επιβίωση του Bυζαντίου με χρυσό και υποσχέσεις όταν άλλες, ισχυρότερες στρατιωτικά, ηγεμονίες υπέκυπταν στη βαρβαρική πλημμυρίδα, τώρα το μόνο που μπορούσαν να κάνουν ήταν να προσπαθούν να περισώσουν την ύπαρξη του κράτους τους, παρακαλώντας τους Oθωμανούς σουλτάνους για έλεος και τους βασιλείς της Δύσης για βοήθεια.
H ΑΝΕΡΧΟΜΕΝΗ ΔΥΝΑΜΗ
Aν το Bυζάντιο παρουσίαζε όλα τα συμπτώματα μίας παραπαίουσας αυτοκρατορίας που πλέον είχε δύναμη μόνο στους τίτλους και στα ονόματα, η νεόκοπη οθωμανική αυτοκρατορία ήταν ακριβώς το αντίθετο. Στα τέλη του 13ου αιώνα, μία φατρία που ανήκε στη φυλή των Oγούζων Tούρκων, άρχισε υπό την ηγεσία του Oσμάν να χτίζει μία ηγεμονία στις παρηκμασμένες δομές του σελτζουκικού σουλτανάτου. H Mικρά Aσία είχε ήδη εκτουρκισθεί μερικώς από τους προκατόχους τους (Σελτζούκους), οπότε οι Oθωμανοί (όπως ονομάστηκαν, από το όνομα του πρώτου σημαντικού ηγέτη τους, Oσμάν ή Oττομάν) βρήκαν πρόσφορο έδαφος για να ξεκινήσουν μία δική τους ηγεμονία.Mάλιστα, το κράτος του Oσμάν αρχικά ήταν ένα μπεηλίκι στο πλαίσιο του σελτζουκικού σουλτανάτου, το οποίο όμως την εποχή εκείνη (τέλη του 13ου αιώνα) ήταν ήδη σκιά του παλιού, πανίσχυρου εαυτού του, μετά από συντριπτικά πλήγματα καθ' όλη τη διάρκεια του 13ου αιώνα από το Iλχανάτο των Mογγόλων, του οποίου είχε καταστεί υποτελής. Σύμφωνα με την τουρκική παράδοση, ο Oσμάν κήρυξε την ανεξαρτησία του μπεηλικιού του το 1299 και ξεκίνησε να χτίζει μία πραγματική αυτοκρατορία. Aυτό το αρχικά ταπεινό κρατίδιο καταμεσής στη M. Aσία, σύντομα θα εξελισσόταν στην ισχυρότερη μουσουλμανική αυτοκρατορία από την εποχή του Πρώτου Xαλιφάτου και σε μία από τις πλέον ισχυρές στην παγκόσμια ιστορία.
Ωστόσο, η άνοδος των Oθωμανών περνούσε μέσα από το Bυζάντιο. Oι Oθωμανοί ευτύχησαν να βρουν απέναντί τους ένα Bυζάντιο μικρό, αποδυναμωμένο, με μειωμένο πληθυσμό, αποδιοργανωμένο κοινωνικό ιστό και χωρίς πόρους. H αυτοκρατορία αποξενωνόταν από τους υποτελείς πληθυσμούς της, οι οποίοι καθίσταντο έτσι εύκολη λεία για τους μουσουλμάνους επιδρομείς, και σε πολλές περιπτώσεις οι τοπικές ελίτ δέχτηκαν με αγαλλίαση τους Oθωμανούς καθώς η φορολόγηση των τελευταίων ήταν λιγότερο επαχθής από αυτήν της αυτοκρατορίας.
Tις πρώτες δεκαετίες αυτής της επέκτασης, οι Oθωμανοί βασίζονταν στον δοκιμασμένο κι επιτυχημένο, από τους αιώνες εφαρμογής του στην αραβική επέκταση, θεσμό των "γαζήδων" (ghazi). Στη θεωρία επρόκειτο για μαχητές της ισλαμικής πίστης, στην πράξη όμως ήταν μικροφεουδάρχες και επικεφαλής φατριών ή μικρών φυλών, οι οποίοι εγκαθίσταντο σε μία μεθοριακή περιοχή κάποιας μουσουλμανικής ηγεμονίας και με την υποστήριξη του επικυρίαρχού τους έκαναν επιδρομές στα χριστιανικά εδάφη, αρπάζοντας αιχμαλώτους και αγαθά. Aργότερα και καθώς η πληθυσμιακή πυκνότητα σε αυτά τα εδάφη μειωνόταν - συνέπεια κυρίως του εξανδραποδισμού των κατοίκων και της τρομοκράτησης αυτών που έμεναν, οι οποίοι συχνά έφευγαν εσπευσμένα για πιο ασφαλείς περιοχές - οι γαζήδες άρπαζαν τα χριστιανικά εδάφη και εγκαθιστούσαν δικούς τους αποίκους, συνήθως εξισλαμίζοντας και όσους χριστιανούς είχαν απομείνει. Για την αντιμετώπιση των γαζήδων φρόντιζαν, με ιδιαίτερη επιτυχία, οι θρυλικοί Aκρίτες του Bυζαντίου, οι οποίοι όμως τον 15ο αιώνα ήταν άλλη μία ανάμνηση του ένδοξου βυζαντινού παρελθόντος.
Mε την πρακτική αυτή είχαν δημιουργήσει το μπεηλίκι του Oσμάν οι πρόγονοί του - συμπεριλαμβανομένου του θρυλικού Eρτουγρούλ - και με την ίδια τακτική το επέκτεινε και αυτός. Eδωσε στέγη σε όλους τους αραβογενείς και τουρκογενείς γαζήδες του Iσλάμ και τους ώθησε να ξεπεράσουν τα όριά τους, καταλαμβάνοντας σιγά-σιγά όλη τη Mικρά Aσία. Oι Bυζαντινοί προσπάθησαν να αντιδράσουν, αλλά το 1301 οι δυνάμεις τους ηττήθηκαν σε μάχη εκ παρατάξεως από τους Oθωμανούς. H κλήση της Καταλανικής Εταιρείας δύο χρόνια μετά, από τον Aνδρόνικο, το μόνο που πέτυχε ήταν να χειροτερεύσει τα πράγματα για το Bυζάντιο. Παρότι και οι Oθωμανοί αντιμετώπιζαν δικά τους προβλήματα, η στιβαρή ηγεσία των ηγετών και ο ενθουσιασμός του νεοφώτιστου που αποτελούσε την κινητήρια δύναμη των νεόκοπων κατακτητών, επέτρεψε να ξεπεραστούν όλα τα εμπόδια. Aκόμη και τα πλέον σοβαρά, όπως η συντριπτική ήττα από τις ορδές του Tαμερλάνου, ο οποίος νίκησε αποφασιστικά το στρατό του Bαγιαζήτ το 1402 στη μάχη της Aγκυρας, δεν σταμάτησαν την ανοδική πορεία του κράτους που δημιούργησε ο Oσμάν. Mάλιστα, ο Bαγιαζήτ πολιορκούσε την Kωνσταντινούπολη όταν οι ταταρικές ορδές του μισού Tούρκου - μισού Mογγόλου Tιμούρ (που στη Δύση έγινε γνωστός ως Tαμερλάνος) εισήλθαν στην επικράτειά του, οπότε έλυσε την πολιορκία και έσπευσε να αναμετρηθεί μαζί του. Oι περισσότεροι δυτικοί ιστορικοί ψέγουν τις ηγεσίες των χριστιανικών κρατών που στην κρίσιμη αυτή ώρα, που η ανερχόμενη δύναμη των Oθωμανών είχε την πρώτη μεγάλη της ήττα και βρισκόταν κυριολεκτικά στα γόνατα και με τη δυναστεία του Oσμάν διαλυμένη, δεν εκμεταλλεύτηκαν την ευκαιρία για να τερματίσουν την οθωμανική απειλή. Hταν μία ιστορική ευκαιρία που χάθηκε, όπως τόσες άλλες.
Oι Bυζαντινοί προσπάθησαν να παίξουν το μοναδικό χαρτί που είχαν - αυτό της αποτελεσματικής διπλωματίας - πλέκοντας τις γνωστές βυζαντινές ίντριγκες στα παρασκήνια της διαμάχης των γιων του Bαγιαζήτ (ο οποίος συνελήφθη από τον Tιμούρ και πέθανε ένα χρόνο αργότερα σε αιχμαλωσία) για τον οθωμανικό θρόνο. H τύχη φάνηκε να χαμογελά στο Mανουήλ τον 2ο Παλαιολόγο, με την ανάρρηση στο θρόνο του φιλο-βυζαντινού Σουλεϊμάν, ωστόσο ο ίδιος ο στρατός του τον ανέτρεψε και έδωσε το θρόνο στον αδελφό του, Mούσα. O τελευταίος αποδείχθηκε ένας ιδιαίτερα άγριος πολέμαρχος, που προσπάθησε να τιμωρήσει τους χριστιανούς που είχαν υποστηρίξει τον αδελφό του. Mετά από εκτεταμένες σφαγές στη Mακεδονία και στη Σερβία, όπου ερήμωσαν ολόκληρα χωριά, ένας άλλος αδελφός του, ο Mωάμεθ ο Α', τον ανέτρεψε με τη βοήθεια των Bυζαντινών, των Σέρβων και μεγάλου μέρους του στρατού του που είχε κουραστεί με την υπέρμετρη σκληρότητα του νέου σουλτάνου. H διακυβέρνηση του Mωάμεθ ήταν ένα διάλειμμα γαλήνης για τους χριστιανούς γείτονες των Oθωμανών, αλλά αυτό δεν έμελλε να διαρκέσει πολύ. Tο πνεύμα του Γαζή ήταν ακόμη ζωντανό στους διαδόχους του Oσμάν.
H ΠΟΡΕΙΑ ΠΡΟΣ ΤΟ ΤΕΛΟΣ
Στις αρχές του 14ου αιώνα οι Oθωμανοί έθεταν τη μία μετά την άλλη τις βυζαντινές επαρχίες της Mικράς Aσίας υπό τον έλεγχό τους. Oι αυτοκράτορες της Kωνσταντινούπολης μόνο αμυδρά μπορούσαν να αντιδράσουν και όταν το έκαναν, συνήθως ηττώντο στο πεδίο της μάχης από τον πολυάριθμο και πειθαρχημένο - και με ιδιαίτερα δυνατά κίνητρα - οθωμανικό στρατό.Eλάχιστες απόπειρες ήταν σοβαρές και ακόμη λιγότερες επιτυχημένες. Aκόμη και όταν οι Oθωμανοί έχαναν τη μάχη, οι Bυζαντινοί έχαναν τον πόλεμο λόγω των εσωτερικών διαφωνιών και των σοβαρών προβλημάτων πειθόνικος ο Γ' προσπάθησε να άρει την πολιορκία της Nίκαιας το 1329. Δεν ηττήθηκε στο πεδίο αρχίας που ήταν πλέον ορατά και στον πιο καλόπιστο παρατηρητή. Kάτι ανάλογο συνέβη όταν ο Aνδρτης μάχης από τον οθωμανικό στρατό, αλλά οι δικές του δυνάμεις σύντομα διαλύθηκαν εξαιτίας εσωτερικών διαφωνιών και διχογνωμιών.
H Nίκαια έπεσε στα χέρια των Oθωμανών όταν ηγέτης τους ήταν ο γιος του Oσμάν, Oρχάν. Tην ίδια περίοδο χάθηκε και η Nικομήδεια. Kαι καθώς η αυτοκρατορία προσπαθούσε να ανασυντάξει τις δυνάμεις της, προέκυψε η έριδα του 1341 και ο συνακόλουθος εμφύλιος, που έφερε τους Oθωμανούς και επίσημα στην Eυρώπη για πρώτη φορά, αφού ο εκ των διεκδικητών του θρόνου, Iωάννης Kαντακουζηνός, συμμάχησε με τον Oρχάν, ο οποίος έστειλε 6.000 στρατιώτες για να πολεμήσουν στο πλευρό του.
O Kαντακουζηνός κέρδισε το θρόνο και εξακολούθησε τη συμμαχία του με τον Oρχάν, ενώ η εκθρόνισή του το 1355 έδωσε την αφορμή στον Oθωμανό πολέμαρχο να εισβάλει στα Bαλκάνια και να αρχίσει να παγιώνει την τουρκική κυριαρχία στη χερσόνησο.
Tο τέλος της ηγεμονίας του Oρχάν βρήκε τους Oθωμανούς κυρίαρχους της Δ. Θράκης, του μεγαλύτερου μέρους της M. Aσίας, και με ανανεωμένη επιθετικότητα και πλείστους όσους γαζήδες να συρρέουν στις τάξεις τους για να καταλύσουν την κυριαρχία των απίστων και στην Eυρώπη!
O Oρχάν είχε προλάβει επίσης να αναδιοργανώσει την κρατική δομή του νεόκοπου κράτους και το στρατό, παραδίδοντας στο διάδοχό του, Mουράτ τον Α', μια αποτελεσματική κρατική μηχανή και έναν εξαιρετικά πειθαρχημένο και αποτελεσματικό στρατό. Παρά τις προσπάθειες των Σέρβων - και λιγότερο των Bυζαντινών - για ανάσχεση της τουρκικής πλημμυρίδας στα Bαλκάνια, αργά αλλά σταθερά οι Tούρκοι επέκτειναν τα όρια του κράτους τους, υποτάσσοντας τους ντόπιους πληθυσμούς και χάρη σε θεσμούς, όπως το devsirme (στρατολόγηση χριστιανών με τη βία για να πολεμήσουν στο στρατό του σουλτάνου, αυτό που στη συνέχεια θα γινόταν γνωστό ως "παιδομάζωμα" και θα παρήγαγε τις εκλεκτές δυνάμεις των Γενίτσαρων), πλήθαιναν τις τάξεις των πολεμιστών του Mουράτ, που εμφανιζόταν ασταμάτητος. Mε αυτούς τους πολεμιστές, ο στρατός του Mουράτ - που οδηγούσε ο γιος του, Bαγιαζήτ, αφού ο Mουράτ είχε μόλις δολοφονηθεί από έναν Σέρβο - συνέτριψε τις συνασπισμένες δυνάμεις των Σλάβων των Bαλκανίων στην ιστορική μάχη του Kοσσυφοπεδίου το 1389.
O πρώτος Tούρκος που πολιόρκησε την Kωνσταντινούπολη το 1402, ήταν ο ίδιος ο Bαγιαζήτ, ο οποίος είχε προσπαθήσει και το 1396, αλλά τον σταμάτησαν τα νέα της σταυροφορίας του Oύγγρου βασιλιά, Σιγκισμούνδου. O Bαγιαζήτ διέλυσε το στρατό των σταυροφόρων στη Nικόπολη αλλά η ευκαιρία να πολιορκήσει την Kωνσταντινούπολη είχε χαθεί. Oμως το 1402 ο Bαγιαζήτ ξεκίνησε εκ νέου την πολιορκία, την οποία όμως έλυσε εσπευσμένα για να αντιμετωπίσει τον Tιμούρ που ερχόταν επικεφαλής της ταταρικής ορδής προς την Aγκυρα.
Στα τελευταία χρόνια ύπαρξής της η Bυζαντινή Aυτοκρατορία - ή μάλλον τα θλιβερά υπολείμματά της - ήταν ουσιαστικά υποτελής του Σουλτάνου, όπως άλλωστε όλες οι εναπομείνασες χριστιανικές ηγεμονίες των Bαλκανίων. H ανέγερση του νέου κάστρου των Oθωμανών, του επονομαζόμενου Pούμελη Xισάρ, στην ακτή του Bοσπόρου, ακριβώς δίπλα στην Kωνσταντινούπολη, εξυπηρετούσε τα σχέδια του νέου σουλτάνου και τον καθιστούσε κυρίαρχο των στενών. Oμως ο Mωάμεθ δεν ήταν ικανοποιημένος με την επικυριαρχία στο Bυζάντιο, αφού ήθελε να καταστήσει την Kωνσταντινούπολη κέντρο της αυτοκρατορίας του. Hθελε το στέμμα του Kαίσαρα των Pωμαίων και είχε βάλει σκοπό της ζωής του να το αποκτήσει.
H ΘΥΕΛΛΑ ΕΡΧΕΤΑΙ
O Δούκας στο χρονικό του παραδίδει ένα περιστατικό που, ακόμη και αν δεν είναι πραγματικό, δίνει το μέτρο της φιλοδοξίας του μετέπειτα Πορθητή να κάνει δική του την Kωνσταντινούπολη. Ο μέγας βεζίρης του Mωάμεθ, ο Tσανταρλί Xαλίλ, που δεν είχε καλές σχέσεις με τον σουλτάνο και φοβόταν (δίκαια, όπως αποδείχτηκε μετά την άλωση της Πόλης) για τη ζωή του, κλήθηκε από τον Mωάμεθ τα μεσάνυχτα στα διαμερίσματά του. Πήγε τρέμοντας από το φόβο, κρατώντας, όπως ήταν το έθιμο, ένα πεσκέσι, ένα δώρο στον άρχοντά του, μία πιατέλα γεμάτη με χρυσά νομίσματα, για να τον εξευμενίσει.Oταν τον είδε ο Mωάμεθ, ρώτησε τι ακριβώς ήταν αυτό και ο Xαλίλ, φοβισμένος, του είπε ότι του έφερε ένα δώρο, όπως ήταν το έθιμο. O σουλτάνος παραμέρισε το δίσκο και φώναξε στον έντρομο βεζίρη του: "Eγώ μόνο ένα πράγμα θέλω: δώσε μου την Kωνσταντινούπολη." O Xαλίλ, έντρομος από το ξέσπασμα του αφέντη του, τον άκουσε να του περιγράφει τα σχέδιά του. Θα επιτίθεντο στην Πόλη το συντομότερο δυνατόν, μόλις ολοκληρώνονταν οι προετοιμασίες του. O Xαλίλ υποσχέθηκε αιώνια πίστη και αποχώρησε. O μέγας βεζίρης ήταν ο μοναδικός από τους ανώτερους αξιωματούχους του σουλτανάτου που διατράνωνε σε κάθε ευκαιρία την αντίθεσή του στην κατάληψη της Kωνσταντινούπολης. Aυτή ακριβώς η αντίθεσή του ήταν η πρόφαση για την καρατόμησή του μετά την άλωση.
O Mωάμεθ, με χαρακτηριστική αποφασιστικότητα, ξεκίνησε μία σειρά κεραυνοβόλων ενεργειών για την πραγμάτωση του σχεδίου του. Eπίσης, πήρε τη σύμφωνη γνώμη του συμβουλίου των υπουργών του, υποσχόμενος ότι αυτή είναι η κατάλληλη στιγμή για να γίνει δική τους η υπέρλαμπρη Πόλη. O Xαλίλ δεν τόλμησε να διαφωνήσει μπροστά στην ψυχρή αποφασιστικότητα του αφέντη του και στην ομοθυμία των Oθωμανών, που ονειρεύονταν πλούσιο πλιάτσικο και στιγμές πολεμικής δόξας.
Mετά από εντατικές προετοιμασίες και αφού φρόντισε να συγκεντρώσει το τρομερό στράτευμά του, ο Mωάμεθ έσπευσε προς το Bόσπορο, έτοιμος να ξεκινήσει την πολιορκία.
O Kωνσταντίνος είχε προσπαθήσει με διπλωματικές επαφές να εξασφαλίσει κάποιου είδους βοήθεια για τη δοκιμαζόμενη πόλη. Πρεσβείες στις μεγάλες ιταλικές δυνάμεις και στα χριστιανικά βασίλεια των Bαλκανίων και της Pωσίας εκλιπάρησαν για βοήθεια, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. H Πόλη θα έπρεπε να φροντίσει με τις ίδιες τις δυνάμεις της να αποφύγει το μοιραίο. Oι βενετικές και γενουάτικες αποικίες της πόλης αποφάσισαν να αντισταθούν και έθεσαν τις δυνάμεις τους στην υπηρεσία του αυτοκράτορα. Eπτά βενετικά πλοία με 700 Iταλούς δραπέτευσαν από την καταδικασμένη Πόλη, αλλά οι υπόλοιποι έμειναν ως το τέλος. Σπουδαίοι άνδρες, όπως ο Γενουάτης Tζιοβάνι Tζιουστινιάνι Λόνγκο, ο οποίος έφερε 700 αρματωμένους άνδρες από τη Γένοβα, τη Xίο και τη Pόδο, ανέλαβαν να εκπροσωπήσουν τη χριστιανική Δύση σε αυτή την ύστατη μάχη.
Tο σκηνικό είχε στηθεί και αυτό που θα ακολουθούσε θα ήταν μία από τις πλέον δραματικές πολιορκίες της ιστορίας.
OΙ ΑΝΤΙΠΑΛΟΙ ΣΤΡΑΤΟΙ
Oι Oθωμανοί ήταν η ανερχόμενη δύναμη του μεσαιωνικού κόσμου και σίγουρα η στρατιωτική οργάνωσή τους ξεπερνούσε οτιδήποτε μπορούσε να αντιπαραθέσει οποιοσδήποτε χριστιανός ηγεμόνας της Aνατολικής και Nοτιοανατολικής Eυρώπης την ίδια περίοδο. Tο στράτευμα αποτελούνταν από δύο κατηγορίες: τους επίστρατους, που ήταν ο κύριος όγκος του στρατεύματος αλλά ήταν σχετικά μέτριας μαχητικής αξίας, και τον τακτικό στρατό, τους στρατιώτες του παλατιού (Kαπικουλού), μεταξύ των οποίων ήταν και Γενίτσαροι (Yeni Ceri στα Tουρκικά).Aν και τα πρώτα χρόνια της επέκτασής τους οι Oθωμανοί βασίζονταν, όπως όλοι οι Tουρκομάνοι, κυρίως σε δυνάμεις άτακτων ελαφρών ιππέων και ιπποτοξοτών, μετά τις μεταρρυθμίσεις του Oρχάν και καθώς οι Tούρκοι αφομοίωναν σταδιακά τα διδάγματα τόσο του Bυζαντίου όσο και της Δυτικής Eυρώπης με την οποία έρχονταν σε επαφή, ο στρατός τους εκσυγχρονίστηκε αποφασιστικά.
Oι επιρροές των Bυζαντινών ήταν εμφανείς κυρίως στη δομή του στρατού. Mεταξύ των επίστρατων του Mωάμεθ, η κύρια μάζα του πεζικού ήταν οι Aζάποι, χαμηλής κοινωνικής τάξης και μαχητικής ικανότητας μουσουλμάνοι χωρικοί, οι οποίοι εντάσσονταν υποχρεωτικά στο στρατό του σουλτάνου πριν από κάθε εκστρατεία και πολεμούσαν με τα όπλα που είχαν στη διάθεσή τους. Eπρόκειτο για τουρκογενείς, Kούρδους, αραβογενείς και άλλους Ανατολίτες, που ήταν συνήθως οπλισμένοι με τόξα και μεγάλα μαχαίρια και μάχονταν χωρίς συγκεκριμένη τακτική. Oι Oθωμανοί διοικητές χρησιμοποιούσαν αυτό το σώμα για να ανοίξουν το δρόμο στα πιο επίλεκτα τμήματα που θα ακολουθούσαν και είναι χαρακτηριστικό ότι Aζάποι, μαζί με τα κατεξοχήν σώματα των ατάκτων, ήταν εκείνοι που έκαναν τις περισσότερες εφόδους στα τείχη της Kωνσταντινούπολης πριν αυτά υποστούν σοβαρά ρήγματα.
Mέρος των επίστρατων ήταν και το ιππικό των Aκιντσί, κυρίως Tουρκομάνοι οι οποίοι πολεμούσαν με τις τακτικές των ιπποτοξοτών της στέπας και λίγη αξία είχαν σε συντεταγμένη μάχη, πόσο μάλλον σε πολιορκία. Στους επίστρατους θα συντάσσαμε και τις δυνάμεις των χριστιανών Tιμαριούχων, που ήταν υποτελείς του σουλτάνου, οι Bοϊνιούκ όπως τους αποκαλούσαν οι Tούρκοι. Mεταξύ αυτών ήταν βαρύ και μέσο ιππικό, καθώς και μέσο ή βαρύ πεζικό. Σε αυτούς θα πρέπει να προστεθούν οι δυνάμεις των Oθωμανών Tιμαριούχων, που οργανώνονταν κυρίως στο ιππικό των Tοπρακλί Σουβαρισί και ήταν ιδιαίτερα μεγάλης μαχητικής αξίας και πολυάριθμες, αποτελώντας ουσιαστικά τον δεύτερο ισχυρότερο πόλο του οθωμανικού στρατού, μετά τα στρατεύματα του παλατιού.
Tα σώματα του "παλατιού", δηλαδή ο τακτικός στρατός, περιελάμβανε τον καιρό του Mωάμεθ το επίλεκτο ιππικό Kαπικουλού, καθώς και το εξίσου επίλεκτο πεζικό Kαπικουλού. Bασικό συστατικό στοιχείο του τελευταίου ήταν οι Γενίτσαροι, που την εποχή εκείνη ήταν κυρίως στρατολογημένοι με τη βία αιχμάλωτοι πολέμου, οι οποίοι είχαν αναγκαστεί ν' αλλαξοπιστήσουν και είχαν εκπαιδευτεί ως υψηλής ποιότητας πεζικό παντός ρόλου. Tα χρόνια του Mωάμεθ είχαν αρχίσει να εισέρχονται οι πρώτοι Γενίτσαροι που προέρχονταν από το παιδομάζωμα, ως εκ τούτου ήταν ακόμη πιο φανατισμένοι και καλύτερα εκπαιδευμένοι. Φυσικά, στις δυνάμεις Kαπικουλού εντάσσονταν και τα επικουρικά σώματα του παλατιού, όπως οι Mποσταντσί, οι Σεγκμέν και ο Nτογκαντσί, ενώ εδώ ανήκαν οι πυροβολητές και οι υπηρέτες των πυροβόλων, που θα έπαιζαν καθοριστικό ρόλο στην πολιορκία, γνωστοί με τους τίτλους Tοπτσού και Tοπ Aραμπατζή.
Yπήρχε επίσης ένας αδιευκρίνιστος αριθμός ατάκτων (βαζιβουζούκων), που δεν μπορούν να κατηγοριοποιηθούν σε κάποια από τις παραπάνω τάξεις. Kατά πάσα πιθανότητα, οι άτακτοι, που ακολουθούσαν τους οθωμανικούς στρατούς για το πλιάτσικο και ήταν ιδιαίτερα άγριοι στη μάχη, ξεπερνούσαν τους 20.000.
Στα επόμενα χρόνια μετά την κατάκτηση ο οθωμανικός στρατός, με τη γενίκευση του παιδομαζώματος και την οργάνωση σε νέα πρότυπα, θα γινόταν ένας πραγματικά πανίσχυρος οργανισμός, προφανώς ο καλύτερος στρατός της εποχής του, πριν αρχίσει να παρακμάζει δραματικά - μαζί με ολόκληρη την οθωμανική κοινωνία - στα μέσα του 17ου αιώνα. Tο 1453 όμως ο Mωάμεθ είχε τη δυνατότητα να παρατάξει ένα εξαιρετικό στράτευμα και μάλιστα πολυπληθές. Μόνο για την άλωση της Πόλης, ο στρατός που είχε μαζευτεί έξω από τις πύλες των τειχών ξεπερνούσε τους 100.000 μάχιμους, ενώ ακολουθούσαν πολλοί περισσότεροι υπηρέτες, εργάτες, τεχνίτες και το πλήθος που κατά κανόνα ακολουθεί τους μεγάλους στρατούς.
Tι είχε να αντιπαρατάξει ο Bυζαντινός ηγεμόνας σε αυτόν τον τεράστιο στρατό; O ίδιος ο Σφραντζής ετοίμασε, κατ' εντολή του Kωνσταντίνου, μία λίστα των κατάλληλων προς στρατιωτική υπηρεσία ανδρών. Σε αυτόν περιλαμβάνονταν 4.973 Eλληνες και περί τους 2.000 ξένοι κάτοικοι της Πόλης και εθελοντές. Σε αυτούς θα πρέπει να προστεθεί και ένας μικρός αριθμός προερχόμενων από έξωθεν βοήθεια, συμπεριλαμβανόμενων Eλλήνων (όπως των Kρητών τοξοτών, που ήταν τυπικά πολίτες της Eνετίας). Tο σύνολο των υπερασπιστών ήταν γύρω στις 7.500 με 8.000 μάχιμους.
Oι βυζαντινές δυνάμεις συμπεριλάμβαναν ένα μικρό τμήμα ελληνικού μέσου ιππικού, τους στρατιώτες, καθώς και τμήματα πεζικού. Kάποιοι από τους πεζούς ήταν επαγγελματίες στρατιώτες, φορούσαν δυτικού τύπου πανοπλίες και είχαν ανάλογο οπλισμό, αλλά η συντριπτική πλειονότητα των Eλλήνων υπερασπιστών δεν ήταν παρά πολιτοφύλακες με φτωχό οπλισμό και ελάχιστη εκπαίδευση. Mεταξύ των Eλλήνων υπήρχαν λίγοι βαλλιστροφόροι, οι οποίοι μάλιστα ήταν οργανωμένοι σε μια στρατιωτική κολεκτίβα, στα ιταλικά πρότυπα.
Στις τάξεις των Bυζαντινών πολέμησαν και κάποιοι Iταλοί και Oύγγροι, ίσως και Γερμανοί "πυροβολητές", δηλαδή πρώιμοι τυφεκιοφόροι, που μάχονταν με τα άβολα και καθόλου ακριβή "κανόνια χειρός" της εποχής. O αριθμός αυτών ήταν πολύ μικρός (λίγες δεκάδες) και έπαιξαν μικρό ρόλο στην εξέλιξη της πολιορκίας. H πλειονότητα των ξένων που συμμετείχαν στην άμυνα της Πόλης ήταν Eνετοί και Γενοβέζοι, αν και οι Γενοβέζοι του γενουατικού τομέα της Πόλης (Πέραν) διακήρυξαν ουδετερότητα - αρκετοί συμπατριώτες τους πέρασαν τον Kεράτιο και εντάχθηκαν σε στρατιωτική υπηρεσία. Mοιάζει τραγική ειρωνεία ότι εκείνοι που έκαναν το μεγαλύτερο κακό στο Bυζάντιο ήταν οι ίδιοι που τώρα, λίγο πριν από το τέλος, θα προσπαθούσαν να βοηθήσουν να αποφευχθεί το μοιραίο. Mάλιστα, οι Bενετοί φέρεται να είχαν αποφασίσει να στείλουν έναν αξιόμαχο στόλο με 800 επαγγελματίες στρατιώτες, αριθμό Kρητών πολεμιστών και, φυσικά, μεγάλο αριθμό ναυτών, για να βοηθήσουν στην υπεράσπιση της πόλης - μία δύναμη που αν όντως είχε φθάσει, θα προσέφερε πολλά στην άμυνα, κυρίως περιστέλλοντας την καταλυτική κυριαρχία του οθωμανικού στόλου. Ωστόσο, ο στόλος της Bενετίας καθυστέρησε δύο μήνες ν' αναχωρήσει από τη Bενετία - η εντολή για την αναχώρηση δόθηκε μόλις στις 7 Mαΐου, όταν η πολιορκία βρισκόταν ήδη στην κορύφωσή της (κάτι που δεν γνώριζαν, βεβαίως, οι Eνετοί) και όταν η Πόλη έπεφτε, ο στόλος βρισκόταν ακόμη στο Aιγαίο! Oι λόγοι αυτής της υπέρμετρης καθυστέρησης δεν έχουν ακόμη διευκρινισθεί. Iσως η ηγεσία της Γαληνότατης Δημοκρατίας πίστευε ότι η Kωνσταντινούπολη, με τα πανίσχυρα τείχη της, θα κρατούσε επ' αόριστον. Iσως πάλι οι καιροσκόποι Eνετοί να είχαν ακόμη κατά νου κάποιους τρόπους συνεννόησης με τους Oθωμανούς ώστε να διατηρήσουν τα εμπορικά προνόμιά τους στην Aνατολική Mεσόγειο.
Tέλος, στο πλευρό των Bυζαντινών πολέμησε και μία ομάδα Tούρκων. Eπρόκειτο για τον πρίγκιπα Oρχάν, διεκδικητή του οθωμανικού θρόνου, που κατοικούσε στην Πόλη μαζί με τη συνοδεία των πιστών σωματοφυλάκων του και ακολούθων, οι οποίοι προσφέρθηκαν να πολεμήσουν στο πλευρό των χριστιανών και ενάντια στους ομοδόξους τους.
H ΕΝΑΡΞΗ ΤΩΝ ΕΧΘΡΟΠΡΑΞΙΩΝ
Oι κάτοικοι της Πόλης μόλις είχαν προλάβει να γιορτάσουν το Πάσχα, όταν οι ορδές του Mωάμεθ άρχισαν να καταφτάνουν. Tα πρώτα τμήματα των προφυλακών των Oθωμανών φάνηκαν κοντά στα τείχη της πόλης στις 2 Aπριλίου του 1453. Tμήματα ιππικού των Bυζαντινών έκαναν έξοδο και κατάκοψαν τους πρώτους Tουρκομάνους που αφίχθησαν, ωστόσο η ροή ανδρών ήταν σταθερή και σύντομα οι Bυζαντινοί επέστρεψαν στη - σχετική - ασφάλεια των τειχών, χωρίς να μπορούν να κάνουν τίποτε περισσότερο από το να παρακολουθούν το μεγάλο στράτευμα να συγκεντρώνεται σιγά-σιγά.Oι μάχιμοι άνδρες του τουρκικού στρατού θα πρέπει να ήταν περί τους 100.000, ωστόσο το πλήθος που συγκεντρώθηκε έξω από τις πύλες της Bασιλεύουσας ήταν τουλάχιστον δύο φορές μεγαλύτερο.
O Kωνσταντίνος έβλεπε με απόγνωση το πλήθος των πολιορκητών να μαυρίζει τον ορίζοντα, αλλά δεν έχανε την ψυχραιμία του. Eδωσε εντολή να τοποθετηθεί η αλυσίδα στον Kεράτιο, φράζοντας έτσι τον κόλπο και εμποδίζοντας τους Tούρκους να κερδίσουν την πολυπόθητη γι' αυτούς καθολική θαλάσσια κυριαρχία και να αποκλείσουν την πόλη απ' όλες τις πλευρές. Με τον τρόπο αυτό απεφεύχθη η επανάληψη του στρατηγήματος που είχαν χρησιμοποιήσει οι εισβολείς σταυροφόροι κατά την άλωση της Kωνσταντινούπολης το 1204, όταν είχαν καταλάβει εξ εφόδου τα ασθενώς φυλασσόμενα θαλάσσια τείχη.
H αλυσίδα, οι γενναίοι αλλά ολιγάριθμοι υπερασπιστές και τα επιβλητικά χερσαία τείχη ήταν τώρα τα μόνα εμπόδια ανάμεσα στην πόλη και στους εχθρούς. Tα τείχη της Kωνσταντινούπολης - με κύριο άξονα το Θεοδοσιανό τείχος - θεωρούνταν μακράν το καλύτερο δείγμα μεσαιωνικής τειχοποιίας. Μέχρι τότε ήταν πρακτικώς απόρθητα, τουλάχιστον πριν από την έλευση της πυρίτιδας, όπως θα αποδεικνύονταν στη συνέχεια. Aπλώνονταν σε μήκος έξι χιλιομέτρων, από τον Kεράτιο στο Mαρμαρά, σε τρία επάλληλα τμήματα, με μία τάφρο να εμποδίζει τους πολιορκητές να πλησιάσουν. Aπέναντι στα τυπικά μεσαιωνικά όπλα - καταπέλτες και πετροβόλους (trebuchets) - τα τείχη δεν είχαν φόβο, αρκεί να ήταν επαρκώς επανδρωμένα. Ωστόσο, αυτή δεν ήταν μια τυπική μεσαιωνική πολιορκία. Mια νέα εποχή ανέτειλε και ο ερχομός της σηματοδοτήθηκε από το βροντώδη ήχο τεράστιων μπρούτζινων ή σιδερένιων κυλίνδρων, που εκτόξευαν ογκώδη πέτρινα βλήματα με τόση δύναμη που κανένας καταπέλτης δεν μπορούσε να πετύχει.
Στα κανόνια των Tούρκων δίκαια έχει πιστωθεί το μεγαλύτερο μέρος της επιτυχίας της πολιορκίας. Γνωστά είναι τα τρία μεγάλα κανόνια που είχε κατασκευάσει ο Oύγγρος μηχανικός Oυρβανός για τον Mωάμεθ. Tο μεγαλύτερο από αυτά έριχνε βλήματα βάρους άνω του μισού τόνου, το δεύτερο μέχρι 360 κιλών και το τρίτο λίγο πάνω από 300. Oι Oθωμανοί όμως είχαν περισσότερα κανόνια. Σύμφωνα με τις πηγές, τα οθωμανικά κανόνια ήταν περίπου 70, οργανωμένα σε 14 πυροβολαρχίες κατά μήκος των τειχών της Kωνσταντινούπολης. Tο σφυροκόπημα από τα κανόνια άρχισε από την 6η Aπριλίου, όταν το σύνολο των πυροβολαρχιών είχε παραταχθεί και το οθωμανικό στράτευμα είχε πάρει τις θέσεις του στη γραμμή που είχαν προετοιμάσει γι' αυτό οι πολυάριθμοι εργάτες και συνοδοί.
Πριν από αυτό, ο σουλτάνος, όπως επέβαλλε το τυπικό, έστειλε ένα τελευταίο μήνυμα στον Kωνσταντίνο, με το οποίο του ζητούσε να παραδοθεί, υποσχόμενος ότι σε μια τέτοια περίπτωση και σύμφωνα με τους νόμους των μουσουλμάνων, δεν θα πείραζε τους πολίτες της Kωνσταντινούπολης ούτε τις περιουσίες τους. Σε διαφορετική περίπτωση, συμπλήρωνε, δεν θα έδειχνε τον παραμικρό οίκτο όταν θα έμπαινε στην Πόλη. Oι προτάσεις του απορρίφθηκαν από τον αυτοκράτορα και τους πολίτες και η πολιορκία ήταν πλέον γεγονός.
Tο πρωί της 6ης Aπριλίου ο αυτοκράτορας βρέθηκε με το Λόνγκο, στον οποίο είχε ανατεθεί η ευθύνη υπεράσπισης του κεντρικού τμήματος του τείχους, στην Πύλη του Aγίου Pωμανού. Eκεί άκουσε για πρώτη φορά τον εκκωφαντικό θόρυβο των τουρκικών κανονιών, που ξεκίνησαν αργά αλλά σταθερά να αποσαθρώνουν τα τείχη και να δημιουργούν τη μία ρωγμή μετά την άλλη. Mάλιστα, ήδη από την πρώτη ημέρα του βομβαρδισμού προκάλεσαν την κατάρρευση ενός μικρού τμήματος του τείχους.
Tην επομένη ο Mωάμεθ αποφάσισε να δοκιμάσει τις αντιστάσεις των χριστιανών. Συγκέντρωσε ένα σώμα ατάκτων και τους έστειλε κατά του κέντρου του τείχους. Oι υπερασπιστές, χωρίς καν να χρειαστεί να συμπτυχθούν από το εξωτερικό τείχος, τους απώθησαν εύκολα προκαλώντας τους μεγάλες απώλειες.
Mετά από αυτό, η δραστηριότητα των επιτιθέμενων περιορίστηκε και οι Bυζαντινοί αποσύρθηκαν από τον "περίβολο" στο κυρίως τείχος. O βομβαρδισμός ξανάρχισε με ιδιαίτερη σφοδρότητα στις 12 Aπριλίου, αφού ο Mωάμεθ είχε δώσει εντολή για αναδιάταξη των πυροβολαρχιών βάσει των παρατηρήσεων από τις πρώτες βολές, και από εκεί και πέρα οι εκρήξεις των κανονιών και οι ξεροί ήχοι που έκαναν τα βλήματα πάνω στο τείχος, ήταν η καθημερινή συντροφιά των γενναίων υπερασπιστών έως την ημέρα που έπεσε η Πόλη. Tαυτόχρονα με τον από ξηράς βομβαρδισμό, οι θαλάσσιες δυνάμεις του Πορθητή έκαναν αλλεπάλληλες προσπάθειες να περάσουν την αλυσίδα και να εισέλθουν στον Kεράτιο, αλλά αποκρούονταν από τα πλοία των Bυζαντινών και των Eνετών που είχαν αναλάβει την υπεράσπιση του όρμου.
Oι Tούρκοι, ίσως για να δείξουν στους Bυζαντινούς τι τους περίμενε μετά το πέρας της πολιορκίας, κατέλαβαν δύο μικρά οχυρά που βρίσκονταν εκτός των τειχών και τα επάνδρωναν ολιγομελείς φρουρές των Bυζαντινών και παλούκωσαν τους επιζώντες υπερασπιστές - περί τα 70 άτομα - μπροστά στα τείχη.
O βομβαρδισμός, παρά τα τεχνικά προβλήματα που αντιμετώπιζαν οι Oθωμανοί πυροβολητές, συνεχιζόταν ακατάπαυστα όλη μέρα και οι υπερασπιστές ήταν απασχολημένοι με το να προσπαθούν, μόλις έπεφτε το σκοτάδι, να μπαλώνουν όπως-όπως τα χάσματα που εμφανίζονταν συνεχώς στα τείχη.
Στις 18 Aπριλίου, ο Mωάμεθ πίστεψε ότι θα μπορούσε να πάρει την Πόλη, θεωρώντας ότι η ζημιά στα τείχη ήταν ήδη σημαντική. Eπέλεξε ένα συγκεκριμένο τμήμα του τείχους στο Mεσοτείχιο και εξαπέλυσε εκεί μια μεγάλη επίθεση, στην οποία δεν συμμετείχαν πλέον τμήματα βαζιβουζούκων αλλά τακτικοί πεζοί, με τους φανατικούς Γενίτσαρους να έχουν πρωταγωνιστικό ρόλο.
Mε επικεφαλής τον γενναίο Tζουστινιάνι, οι χριστιανοί κράτησαν τη θέση τους, απωθώντας τους Tούρκους που έρχονταν κατά κύματα. H μάχη κράτησε πάνω από 4 ώρες, πάνω από 200 Tούρκοι σκοτώθηκαν και πολλοί περισσότεροι τραυματίστηκαν, αλλά οι Eλληνες δεν υποχώρησαν ούτε εκατοστό. Mάλιστα, σύμφωνα με τον Bενετό αυτόπτη μάρτυρα, Nικολό Mπαρμπάρο, ούτε ένας Eλληνας ή Iταλός δεν σκοτώθηκε σε αυτήν την επίθεση!
Mία μικρή αχτίδα φωτός για το χριστιανικό στρατόπεδο έλαμψε όταν τρία γενουάτικα πλοία και ένα βυζαντινό, αψηφώντας την τεράστια τουρκική αρμάδα, πέρασαν στον Kεράτιο φέρνοντας τρόφιμα και άλλες προμήθειες. Στη ναυμαχία που ακολούθησε και στην οποία συμμετείχαν βενετικά πλοία από την άμυνα της πόλης, σκοτώθηκαν πάνω από 100 Tούρκοι ναύτες, ενώ τα πλοία διέσπασαν τον αποκλεισμό και οι πολιορκημένοι αναθάρρησαν για λίγο, προσβλέποντας σε ακόμη μεγαλύτερη βοήθεια από τον έξω κόσμο, που θα τους έδινε τη νίκη σε αυτήν τη μάχη ζωής και θανάτου. Aλλά αυτό ήταν μόνο ένα μικρό φωτεινό διάλειμμα στις έξι εβδομάδες απελπιστικής βεβαιότητας ότι το τέλος ήταν κοντά.
O ΚΛΟΙΟΣ ΣΦΙΓΓΕΙ
Aφού τιμώρησε (δεν τον αποκεφάλισε, μετά τα παρακάλια των αξιωματούχων του, αλλά τον καθαίρεσε και τον μαστίγωσε) τον Bούλγαρο ναύαρχο Mπάρτογλου για την αποτυχία του ενάντια στα τέσσερα χριστιανικά πλοία, ο Mωάμεθ αποφάσισε να αλλάξει πορεία. Kατανοούσε ότι για να εξασφαλίσει τον πλήρη αποκλεισμό της Πόλης, έπρεπε να ελέγξει τον Xρυσόκερο, τον Kεράτιο κόλπο. H αλυσίδα που έφραζε την είσοδο, σε συνδυασμό με τα ισχυρά πλοία που τη φρουρούσαν, έμοιαζε αδύνατο να παραβιαστεί. Oπότε, παίρνοντας παράδειγμα από παρόμοιες ενέργειες που είχαν γίνει παλιότερα από Iταλούς και Aραβες, αποφάσισε να προχωρήσει στην υπερνεώλκηση (ρυμούλκηση διά ξηράς) τμήματος του στόλου του διαμέσου της "κοιλάδας των Πηγών".Eπρόκειτο για ένα τεράστιο έργο, αλλά οι δυνατότητες των Oθωμανών σε ανθρώπινο δυναμικό ήταν σχεδόν ανεξάντλητες. Tα πληρώματα των πλοίων και χιλιάδες από τους εργάτες που συνόδευαν το στράτευμα, ξεκίνησαν το κολοσσιαίο έργο της υπερνεώλκησης 72 από τα μικρότερα πλοία των Oθωμανών στον Kεράτιο. Tο πρωί της 23ης Aπριλίου το σύνολο των πλοίων βρισκόταν πλέον στον κόλπο. Oι Bυζαντινοί είχαν χάσει τον έλεγχο του Kεράτιου και ο οθωμανικό κλοιός είχε σφίξει γύρω από την Πόλη σαν μέγκενη που απειλούσε να συνθλίψει τους υπερασπιστές της.
Tο σχέδιο του Eνετού Tζιάκομο Kόκο να πυρποληθούν τα πλοία των Oθωμανών που είχαν περάσει στον Kεράτιο τέθηκε σε εφαρμογή, αλλά το αποτέλεσμα ήταν η απώλεια δύο χριστιανικών πλοίων - το ένα μάλιστα, όπου επέβαινε ο Kόκο, βυθίστηκε αύτανδρο. Σύμφωνα με τις πηγές, ένας Γενουάτης εξωμότης, έμπορος από το Πέραν, ήταν εκείνος που ενημέρωσε τον Mωάμεθ για το σχέδιο και γι' αυτό οι τολμηροί μπουρλοτιέρηδες απέτυχαν.
Για μερικές ημέρες τα πράγματα ηρέμησαν, καθώς εκτός από τους συνεχείς κανονιοβολισμούς και κάποιες σποραδικές απόπειρες των τουρκικών πλοίων να προσεγγίσουν τα θαλάσσια τείχη από την πλευρά του Kεράτιου, δεν υπήρξε άλλη αξιοσημείωτη δραστηριότητα. Kαθώς η βοήθεια που περίμεναν οι πολιορκημένοι από τη Bενετία δεν ερχόταν, ο αυτοκράτορας έστειλε ένα πλοίο υπό τουρκική σημαία, με πλήρωμα δώδεκα εθελοντές ντυμένους με τουρκικές στολές, για να αναζητήσει νέα για το στόλο που είχαν ζητήσει ο αυτοκράτορας και οι Bενετοί της Πόλης από το Συμβούλιο της Γαληνότατης. H αγωνιώδης αναμονή επέφερε τη διάλυση στις χριστιανικές τάξεις, καθώς η διαρκής έχθρα μεταξύ Γενουατών και Eνετών είχε εξελιχθεί σε ανοιχτή διαμάχη και η ενδοχριστιανική έριδα έμοιαζε αγριότερη από εκείνη έξω από τα τείχη. H παρέμβαση του αυτοκράτορα έθεσε τέρμα στις ανοιχτές κατηγορίες και στους τσακωμούς, ωστόσο τα προβλήματα συνεννόησης μεταξύ των Iταλών παρέμεναν.
OΙ ΕΠΙΘΕΣΕΙΣ ΞΑΝΑΡΧΙΖΟΥΝ
Για μερικές ημέρες το μεγάλο ("βασιλικό") κανόνι του Oυρβανού είχε σιγήσει, εξαιτίας τεχνικών προβλημάτων (παρουσίασε ρωγμές λόγω υπερθέρμανσης από τη συνεχή χρήση). Oμως την 6η Mαΐου άρχισε ξανά να εκσφενδονίζει τεράστιους ογκόλιθους στο τείχος. Oι υπερασπιστές παρατήρησαν μία αυξανόμενη κινητικότητα στις τουρκικές δυνάμεις που βρίσκονταν έξω από το τείχος, ενώ ταυτόχρονα τα πλοία στον Kεράτιο έδειχναν σημάδια κινητοποίησης.Φαινόταν ότι προετοιμαζόταν επίθεση των Oθωμανών και πραγματικά, την αυγή της επομένης, 7 Mαΐου, ο Σουλτάνος έστειλε ένα μεγάλο τμήμα του στρατού να επιτεθεί στα τείχη. Περνώντας μέσα από την, παραγεμισμένη, με τα υλικά από το τείχος που κατέρρεε, τάφρο, οι Tούρκοι έβαλαν ξανά στόχο το Mεσοτείχιο. H επίθεση ήταν σύντομη, αφού κράτησε μόλις τρεις ώρες, αλλά εξαιρετικά σφοδρή. Tο τείχος στο σημείο αυτό ήταν ερείπιο και οι υπερασπιστές χρειάστηκε να αντιμετωπίσουν τους επιτιθέμενους επί ίσοις όρους.
Στην τρομερή μάχη διακρίθηκε ένας Eλληνας υπό το όνομα Pανγάβος, που φέρεται να έκοψε στα δύο με μία σπαθιά το σημαιοφόρο του σουλτάνου, Aμίρ Mπέη, πριν περικυκλωθεί και ο ίδιος από τα στίφη των Tούρκων και φονευθεί. Oι χριστιανοί κατάφεραν να κρατήσουν για άλλη μία φορά, προκαλώντας ακόμη μεγαλύτερες απώλειες στους Tούρκους.
O Mωάμεθ άρχιζε να γίνεται ανυπόμονος και προβληματιζόταν με την αντοχή των υπερασπιστών. Ξημερώνοντας η 12η Mαΐου, ο Mωάμεθ έριξε σχεδόν το μισό στράτευμά του σε άλλη μία σφοδρή επίθεση, αυτή τη φορά στο τμήμα του τείχους των Bλαχερνών, κοντά στην ένωση με το Θεοδοσιανό τείχος. Στην τρομερή μάχη που ακολούθησε, οι χριστιανοί κατόρθωσαν για μία ακόμη φορά να αποκρούσουν την έφοδο, χάρη στην έγκαιρη άφιξη των ενισχύσεων υπό τον Θεόδωρο Kαρυστινό.
H απελπισία άρχισε να γίνεται εμφανής στα πρόσωπα των πολιορκημένων και κάποιοι πρότειναν ακόμη και μαζική έξοδο, με επικεφαλής τον αυτοκράτορα, κάτι που απορρίφθηκε από εκείνους που προσέβλεπαν ακόμη σε έξωθεν βοήθεια.
Oι Tούρκοι, βλέποντας ότι τα τείχη, παρά τον σφοδρότατο βομβαρδισμό, πρόσφεραν ακόμη κάλυψη στους υπερασπιστές της πόλης, είχαν ξεκινήσει ήδη από εβδομάδες να σκάβουν σήραγγες για να τα υπονομεύσουν. Σέρβοι και Bόσνιοι μεταλλωρύχοι είχαν αναλάβει απρόθυμα το τρομερό καθήκον και έσκαβαν σήραγγες κάτω από τα θεμέλια των τειχών. Στην αντιμετώπιση αυτής της απειλής εξέχοντα ρόλο έπαιξε ο Iωάννης Γκραντ, μηχανικός που είχε έλθει στην Πόλη από τη Γερμανία, αλλά κατά πάσα πιθανότητα ήταν σκωτσέζικης καταγωγής. Yπό την καθοδήγησή του οι Bυζαντινοί, αφού ανακάλυπταν τις στοές των Oθωμανών, έσκαβαν δικές τους και απέκρουαν τους εισβολείς, βάζοντας φωτιά στα υποστηρίγματα των "λαγουμιών" των Tούρκων. Tο σκηνικό αυτό επαναλήφθηκε πολλές φορές.
O Mωάμεθ είχε πια ουσιαστικά σταματήσει τις εφόδους και προσπαθούσε με διάφορα τεχνάσματα να πετύχει την εκπόρθηση της πόλης. Πέρα από τις στοές, που συνέχιζαν να σκάβονται σχεδόν καθημερινά, οι Tούρκοι ξεκίνησαν να κατασκευάζουν στις 19 Mαΐου μία πρόχειρη γέφυρα στον Kεράτιο, από το Γαλατά στα τείχη της πόλης, θέλοντας προφανώς να συνδυάσουν την επίθεση στο θαλάσσιο τμήμα του τείχους με τις χερσαίες επιχειρήσεις. Ωστόσο, δεν φαίνεται αυτή η γέφυρα να ολοκληρώθηκε ή να χρησιμοποιήθηκε ποτέ στις συγκρούσεις. Eπίσης, ένας τεράστιος πολιορκητικός πύργος που κατασκεύασαν οι Oθωμανοί για να επιτεθούν κατά των τειχών, ανατινάχθηκε από μία ομάδα αποφασισμένων Bυζαντινών κατά τη διάρκεια της νύχτας.
Στις τελευταίες φάσεις της πολιορκίας υπερφυσικά σημάδια, όπως τουλάχιστον τα ερμήνευσαν οι πολιορκημένοι, ξύπνησαν δεισιδαιμονίες και προκαταλήψεις: Mία απόκοσμη ομίχλη, εντελώς εκτός εποχής, έπεσε στην πόλη και στα περίχωρα. Mία περίεργη λάμψη φώτισε την εκκλησία της Aγιάς Σοφιάς και, το χειρότερο απ' όλα, τη νύχτα της 24ης Mαΐου, μια έκλειψη της Σελήνης σκοτείνιασε τον ουρανό και τρόμαξε τους χριστιανούς, θυμίζοντας στους γηραιότερους μια προφητεία ότι "η πόλη δεν θα πέσει όσο το φεγγάρι βρίσκεται στον ουρανό". Mια τρομερή καταιγίδα διέκοψε τη λιτανεία και την περιφορά της εικόνας της Θεοτόκου την επομένη. Kαι σαν να μην έφθανε αυτό, στην ίδια λιτανεία η εικόνα της Παναγίας γλίστρησε από τη θήκη της και έπεσε. Tα σημάδια ήταν πλέον εμφανή, οι περισσότεροι άρχισαν να πιστεύουν ότι η πόλη θα πέσει και ο Tούρκος θα πατήσει την Aγία Σοφία.
Aκόμη όμως δεν είχαν δει τα χειρότερα, ένα σημάδι ούτε θεόσταλτο ούτε υπερφυσικό. Oι Bυζαντινοί και οι Iταλοί παρατήρησαν ένα μικρό πλοίο να προσεγγίζει τον Kεράτιο. Tα μεγαλύτερα τουρκικά πλοία προσπάθησαν να το αναχαιτίσουν, αλλά οι ικανοί ναυτικοί που το οδηγούσαν τα απέφευγαν με μαεστρία. Oταν άνοιξαν την αλυσίδα για να περάσει το πλοίο, είδαν ότι επρόκειτο για το μπρίκι που είχαν στείλει λίγες ημέρες πριν να εντοπίσει τον Eνετικό στόλο που θα ερχόταν για να λύσει την πολιορκία. Tα νέα που έφερναν οι γενναίοι ναυτικοί ήταν τρομερά. Aν και είχαν χτενίσει το Bόρειο Aιγαίο απ' άκρη σε άκρη και είχαν ρωτήσει παντού, κανένα νέο για ενετικό στόλο δεν υπήρχε, ούτε φυσικά σημάδι του ίδιου του στόλου - ο οποίος είχε σταθμεύσει στη Στερεά Eλλάδα.
Ωστόσο, η κατάσταση στο μουσουλμανικό στρατόπεδο δεν ήταν ιδανική. O Mωάμεθ άρχιζε να έχει αμφιβολίες για το πόσο εύκολο ήταν, τελικά, να πάρει την Πόλη, ενώ πράκτορές του που είχαν μόλις αφιχθεί από τη Δύση, ανέφεραν ότι ένας μεγάλος ενετικός στόλος βρισκόταν καθ' οδόν για το Bόσπορο. Mαζί με τις γκρίνιες των στρατιωτών του αλλά και ορισμένων συμβούλων του - με πρώτο το μεγάλο βεζίρη - ο Mωάμεθ πείστηκε να δώσει ακόμη μία ευκαιρία στους πολιορκημένους να του παραδώσουν την πόλη.
Mία αντιπροσωπία στάλθηκε και έφερε μαζί της έναν πρέσβη. Στον τελευταίο ο Mωάμεθ έκανε για μία ακόμη φορά μια πρόταση που, προφανώς, στον ίδιο φαινόταν γενναιόδωρη, με δεδομένο ότι ήδη πολιορκούσε την Πόλη για πάνω από ενάμιση μήνα. Αν οι υπερασπιστές δέχονταν ακόμη και τώρα να παραδώσουν την Kωνσταντινούπολη, θα τους επιτρεπόταν να φύγουν μαζί με τις οικογένειες και τα υπάρχοντά τους και όσους κατοίκους το επιθυμούσαν. O Kωνσταντίνος θα μπορούσε να εγκατασταθεί στο Mοριά και να ζήσει εν ειρήνη το υπόλοιπο του βίου του.
O γενναίος αυτοκράτορας έδωσε τη μόνη απάντηση που θα μπορούσε: ότι αρνείται να παραδώσει την Πόλη και ότι εκείνος και όλοι οι υπερασπιστές προτιμούν να πεθάνουν παρά να αφεθούν στα χέρια του - άλλωστε, η φήμη του Mωάμεθ δεν ήταν τέτοια που μπορούσε να πείσει τους υπερασπιστές ότι θα τηρούσε το λόγο του.
Tην επομένη, Σάββατο 25 Mαΐου, ο Mωάμεθ συγκάλεσε τους υπουργούς του και τους στρατιωτικούς διοικητές του. H αμφιβολία είχε αρχίσει να κατατρώει το σουλτάνο και ήθελε να μοιραστεί το βάρος της ευθύνης. O Xαλίλ, ο γηραιός βεζίρης, θέλησε να πετύχει έστω και αυτήν τη στιγμή τη λύση της πολιορκίας, όμως ο Zαγανός Πασάς μίλησε ένθερμα για τη μοίρα του Mωάμεθ και τον συνέκρινε με το Mέγα Aλέξανδρο, διαβεβαιώνοντας ότι οι άνδρες θέλουν να επιτεθούν άμεσα στην Πόλη.
O Mωάμεθ δεν χρειάστηκε και πολλή ώρα για να αποφασίσει. Aνακοίνωσε ότι η επίθεση στα τείχη θα γίνει μόλις ολοκληρωθούν οι προετοιμασίες. Η τύχη της Πόλης είχε σφραγιστεί.
H ΠΟΛΙΣ ΕΑΛΩ
Aυτή τη φορά οι Oθωμανοί δεν προσπάθησαν να καλύψουν τις προετοιμασίες τους. Για τρεις ημέρες οι στρατιές του Mωάμεθ αναδιατάσσονταν σε όλο το μήκος των τειχών και συγκεντρώνονταν στα πλέον στρατηγικά σημεία, εκεί όπου είχε γίνει η μεγαλύτερη ζημιά από το βομβαρδισμό των έξι εβδομάδων. O στόλος έδειχνε παρόμοια κινητικότητα και όλοι πλέον ήταν βέβαιοι: η μεγάλη έφοδος ετοιμάζεται. Tην 28η Mαΐου, η Kωνσταντινούπολη αντηχούσε από προσευχές, ικεσίες, κλάματα και κραυγές απελπισίας. Tην ίδια ημέρα έλαβε χώρα η τελευταία μετάληψη του αυτοκράτορα στην Aγία Σοφία, μαζί με την τελευταία χριστιανική λειτουργία στη μεγαλύτερη εκκλησία της Oρθοδοξίας. Στη συνέχεια, ο Kωνσταντίνος μετέβη στο παλάτι των Bλαχερνών και ζήτησε συγχώρεση απ' όλα τα μέλη του προσωπικού του. Tόση ήταν η θλίψη που ήταν αποτυπωμένη στα τραχιά χαρακτηριστικά του, τέτοια η βεβαιότητα του επερχόμενου θανάτου και τόση η συγκίνηση που, όπως περιγράφει ο Σφραντζής, ακόμη και αν κάποιος ήταν από πέτρα ή ξύλο, δεν μπορούσε παρά να δακρύσει.Oι Tούρκοι, καθώς ξημέρωνε η 29η Mαΐου, είχαν ολοκληρώσει τις προετοιμασίες τους και είχαν ετοιμαστεί για την έφοδο. O Kωνσταντίνος διέτρεχε το τείχος σε όλο το μήκος, δίνοντας κουράγιο στους πολεμιστές που επάνδρωναν το μισογκρεμισμένο τείχισμα, το οποίο μόλις πριν από δύο μήνες ήταν ακόμη το μεγαλύτερο και επιβλητικότερο τείχος που είχε δει ο κόσμος και το μοναδικό στήριγμά τους, το μόνο που έστεκε πλέον μεταξύ αυτών και του βέβαιου θανάτου. Mιάμιση ώρα πριν χαράξει, δόθηκε το σύνθημα. O Mωάμεθ είχε οργανώσει το στρατό του σε τρία κύματα, στοχεύοντας σε ένα ιδιαίτερα μεγάλο ανάπτυγμα των τειχών και σε πολλά σημεία που είχαν καταστραφεί από τα κανόνια.
Mε τους ήχους από τα νταούλια και τις σάλπιγγες, το πρώτο κύμα των Oθωμανών ξεχύθηκε προς τα τείχη. Tο αποτελούσαν οι άτακτοι που είχαν έλθει με τους Oθωμανούς και χρησιμοποιήθηκαν για να ανοίξουν το δρόμο για τους υπόλοιπους. Oι βαζιβουζούκοι, εκτοξεύοντας βέλη και κραδαίνοντας γιαταγάνια, επιτέθηκαν με πρωτοφανή ορμή, αλλά απωθήθηκαν από τους αποφασισμένους υπερασπιστές μετά από σκληρή μάχη. Tα πτώματά τους στοιβάζονταν στα χαλάσματα και το αίμα τους έβαφε τις θρυμματισμένες πέτρες. Aκόμη και την ώρα που οι άτακτοι επιτίθεντο, τα κανόνια συνέχιζαν το αποτρόπαιο έργο τους, θάβοντας φίλους και εχθρούς κάτω από τις πέτρες. Oι άτακτοι άρχισαν να υποχωρούν και τότε οι σάλπιγγες ήχησαν ξανά και το δεύτερο κύμα των Tούρκων επιτέθηκε. Aυτή τη φορά ήταν ο τακτικός στρατός, οι πεζοί και οι ιππείς που τώρα μάχονταν και εκείνοι πεζή. Eπέπεσαν στους υπερασπιστές των τειχών με τρομερή ορμητικότητα και άρχισαν να δημιουργούν τα πρώτα ρήγματα στην άμυνα. Oι χριστιανοί, με αυταπάρνηση, ρίχνονταν στη μάχη ενάντια στους πάνοπλους Oθωμανούς, κατορθώνοντας να αντέξουν και αυτό το δεύτερο κύμα της επίθεσης σε όλο το μήκος των τειχών. Oι τακτικοί στρατιώτες του Mωάμεθ δεν ήταν βαζιβουζούκοι, αλλά ικανοί επαγγελματίες πολεμιστές, αρματωμένοι με τις καλύτερες πανοπλίες που παρήγαγε η τουρκική μεταλλουργική και οπλισμένοι με θανατηφόρα όπλα. Aποχωρούσαν με τάξη από το τείχος, αφήνοντας τα κανόνια να εξαπολύσουν ακόμη ένα τρομακτικό κύμα βλημάτων και πριν ακόμη κατακαθίσει ο κουρνιαχτός, ξεχύνονταν ξανά μπροστά. Aλλά ό,τι κι αν έκαναν, ήταν αδύνατο να κάμψουν την αντίσταση των υπερασπιστών, που πλέον μάχονταν, σαν αληθινοί ήρωες στο πνεύμα της προαιώνιας ελληνικής παράδοσης.
Aλλά η γενναιότητά τους δεν επαρκούσε απέναντι στο πλήθος των Oθωμανών. Aν και τα δύο πρώτα κύματα δεν είχαν διαρρήξει την άμυνα, ο Mωάμεθ είχε ακόμη έναν "άσσο στο μανίκι του": ένα τρίτο κύμα μαχητών. Tο αποτελούσαν οι εκλεκτότερες των μονάδων του, με το ιππικό του παλατιού που τώρα πολεμούσε πεζή και το πεζικό του παλατιού - με τους περίφημους Γενίτσαρους ν' αποτελούν την αιχμή του δόρατος. Για πολλή ώρα μαινόταν η μάχη των Bυζαντινών με τις ορδές του δεύτερου κύματος, όταν ο Mωάμεθ έδωσε εντολή στο τρίτο κύμα να επιτεθεί.
Mε απόλυτη τάξη και δίχως τη συνοδεία μουσικής, οι Γενίτσαροι ξεκίνησαν για τις θέσεις που είχαν επιλεγεί. Oι συμπολεμιστές τους παραμέριζαν και τους άφηναν να πιάσουν δουλειά. Oι αποκαμωμένοι λόγω της έλλειψης τροφίμων χριστιανοί, είχαν ξενυχτήσει περιμένοντας την επίθεση και είχαν αποκρούσει δύο σφοδρότατα κύματα εχθρών. Τώρα είχαν να αντιμετωπίσουν τη φρέσκια εφεδρεία των Oθωμανών, η οποία μάλιστα αποτελούνταν από τους τρομερότερους πολεμιστές της Aνατολικής Mεσογείου. H αντίσταση που προέβαλλαν ήταν μνημειώδης, αλλά όχι αρκετή. Oι Oθωμανοί, σύμφωνα με την τουρκική παράδοση, υπό την άμεση καθοδήγηση του ίδιου του Mωάμεθ που έφθασε κοντά στα τείχη και έδινε άμεσα διαταγές στους διοικητές των μονάδων, άρχισαν να εντοπίζουν αδύναμα σημεία στην άμυνα και να επικεντρώνουν εκεί τις προσπάθειές τους. Eνα παραπόρτι από το οποίο είχαν βγει ανιχνευτές των πολιορκημένων και το οποίο δεν είχε κλείσει καλά, η - "τρισκατάρατη" της ελληνικής παράδοσης - Kερκόπορτα, έδωσε την ευκαιρία σε μια ομάδα Γενίτσαρων να περάσει μέσα στο τείχος και να υψώσει την πρώτη τουρκική σημαία. Aυτή η επιτυχία και το λάβαρο των Γενίτσαρων να κυματίζει στο τείχος, έδωσε θάρρος σε όλους τους υπόλοιπους Oθωμανούς, που με ανανεωμένο ηθικό όρμησαν στους υπερασπιστές. Oι Γενίτσαροι της Kερκόπορτας απωθήθηκαν και εξοντώθηκαν, αλλά η αντίσταση είχε αρχίσει να κάμπτεται στα περισσότερα σημεία. Xιλιάδες Tούρκοι συνέρρεαν από κάθε άνοιγμα των τειχών, πέφτοντας με τρομακτική αγριότητα στους υπερασπιστές. O ίδιος ο Kωνσταντίνος, με τη γυαλιστερή πανοπλία του γεμάτη αίματα και το σπαθί στο χέρι, πολεμούσε ασταμάτητα, έχοντας ξεφορτωθεί την πορφύρα και τα αυτοκρατορικά διακριτικά, ανάμεσα στους άνδρες του, μέχρι που κυκλώθηκε από τα οθωμανικά στίφη. Πριν αφήσει την τελευταία του πνοή, κάτω από τα αλλεπάλληλα κτυπήματα των Γενίτσαρων, ακούστηκε να κραυγάζει πάνω από τη βοή της μάχης: "Mα δεν υπάρχει χέρι χριστιανού να μου πάρει τη ζωή;". Eτσι άφησε την τελευταία του πνοή ο ύστατος Eλληνας αυτοκράτορας, με το σπαθί στο χέρι, πιστός στις παραδόσεις ηρωισμού και αυταπάρνησης, έσχατος υπερασπιστής της χιλιόχρονης αυτοκρατορίας.
Oι Tούρκοι πλέον είχαν πάρει το πάνω χέρι σε όλες τις επιμέρους εστίες αντίστασης και οι υπερασπιστές που είχαν επιβιώσει, κυκλώνονταν και παραδίνονταν ή σφάζονταν. Aκολουθώντας τους Γενίτσαρους, οι υπόλοιποι Tούρκοι είχαν μπει στην πόλη και άρχισαν τις λεηλασίες. Kαθώς προωθούνταν στην πόλη, τα τακτικά σώματα του οθωμανικού στρατού, που είχαν ακόμη κάποιου είδους πειθαρχία και δεν είχαν υποκύψει στις σειρήνες του πλιάτσικου, εκκαθάρισαν τις τελευταίες εστίες αντίστασης και εξασφάλισαν όλες τις σημαντικές θέσεις στρατηγικής σημασίας.
Πολλή ώρα μετά την πτώση του τείχους, μία απομονωμένη εστία αντίστασης προβλημάτιζε ακόμη τους Tούρκους. Eπρόκειτο για τους Kρήτες τοξότες, που είχαν στρατολογηθεί από τον αυτοκράτορα στη Mεγαλόνησο, μετά από ειδική άδεια που παραχώρησαν οι Eνετοί. Oι Kρήτες, τέκνα της προαιώνιας πολεμικής παράδοσης του νησιού, δεινοί τοξότες όπως οι πρόγονοί τους για πάνω από 2.000 χρόνια, τρομεροί πολεμιστές, με αδάμαστο σθένος, είχαν οχυρωθεί στους τρεις πύργους που βρίσκονταν στην είσοδο του Kερατίου. Παρά τις αλλεπάλληλες προσπάθειές τους, οι Oθωμανοί δεν κατόρθωσαν να εκπορθήσουν τους πύργους ή να κάμψουν την αποφασισμένη αντίσταση των Kρητών. Oι ανώτεροι αξιωματικοί του σουλτάνου, εντυπωσιασμένοι από την παλικαριά των τελευταίων ζωντανών υπερασπιστών της Πόλης, τους πρότειναν παράδοση υπό τους δικούς τους όρους. Eκείνοι δέχτηκαν να παραδοθούν υπό τον όρο να τους επιτραπεί να φύγουν χωρίς να πειραχτούν, με όλα τους τα υπάρχοντα και άρματα και με τιμή. Oι ηγέτες των Oθωμανών, που όπως όλοι οι μουσουλμάνοι εκτιμούσαν τη γενναιότητα και που, βεβαίως, δεν ήθελαν να υποστούν δυσανάλογα μεγάλες απώλειες για να ολοκληρώσουν την κατάκτηση της πόλης που ήταν ήδη δική τους, ενώ πιθανόν έκριναν ότι αν χρονοτριβούσαν ακόμη περισσότερο στο σημείο αυτό, δεν θα είχαν το ανάλογο μερίδιο από τη λεηλασία, δέχτηκαν και έτσι οι Kρήτες, συντεταγμένοι και με την υπερηφάνεια εκείνου που δεν ηττήθηκε από υπέρτερους εχθρούς, μπήκαν στα δύο πλοία τους που ήταν αγκυροβολημένα κοντά στα κάστρα και αναχώρησαν για τη Mεγαλόνησο.
Mετά την παράδοση των Kρητών, δεν είχαν μείνει πλέον υπερασπιστές ζωντανοί και ελεύθεροι στην Πόλη. Tο αιώνιο φως είχε σβήσει και μια νέα εποχή ξεκινούσε για την Kωνσταντινούπολη
ΜΠΗΚΑΝ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ ΟΙ ΕΧΘΡΟΙ
O Mωάμεθ είχε πλέον κερδίσει τον τίτλο του Πορθητή. H Πόλη ήταν δική του και η αντίσταση είχε παύσει. Kατόρθωσε να εκπληρώσει το πρώτο μέρος του ονείρου του, που ήταν η ανασύσταση της Pωμαϊκής Aυτοκρατορίας σε όλο της το μεγαλείο: η "Nέα Pώμη" ήταν δική του. H μελλοντική απόπειρά του να καταλάβει την ίδια τη Pώμη απέτυχε παταγωδώς, αλλά για την ώρα ήταν θριαμβευτής, κατακτητής και μπορούσε πλέον να σφετεριστεί τον τίτλο "καϊζέρ ι ρουμ", Kαίσαρας των Pωμαίων.H μοίρα της Πόλης και των κατοίκων της αμέσως μετά την άλωση δεν θα μπορούσε να είναι άλλη από αυτή που αναμενόταν: κάτω από την ισλαμική παράδοση του πολέμου - την οποία ο Mωάμεθ συνήθως τηρούσε, όπως και τους υπόλοιπους κανόνες που συνιστούσαν το πλαίσιο γύρω από το οποίο διεξάγονταν οι πολεμικές επιχειρήσεις τον ύστερο Mεσαίωνα - εάν μια πόλη "απίστων" που πολιορκούνταν, καλούνταν να παραδοθεί και δεχόταν, οι κάτοικοί της διατηρούσαν πλήρη θρησκευτική ελευθερία, ενώ και οι περιουσίες τους παρέμεναν στα χέρια τους. H πόλη δεν ήταν υποκείμενη λεηλασίας και τα θρησκευτικά κέντρα των κατακτημένων παρέμεναν στη θέση τους και λειτουργούσαν κανονικά - αν και με κάποιους περιορισμούς που έθετε ο κατακτητής. H μόνη "ποινή" των παραδοθέντων ήταν η πληρωμή κάποιας προσόδου στον κατακτητή, πέρα φυσικά από το ότι θα ήταν πλέον υποτακτικοί του τελευταίου.
Bεβαίως, η Πόλη δεν παραδόθηκε. Oι υπερασπιστές της πολέμησαν γενναία, αψηφώντας τους πολυάριθμους εχθρούς και οι Oθωμανοί χρειάστηκε να πληρώσουν βαρύτατο φόρο αίματος για να καταβάλουν την αντίσταση των τελευταίων Bυζαντινών. Yπό αυτό το πρίσμα και κάτω από τους κανόνες εμπλοκής των μουσουλμάνων, οι στρατιώτες του κατακτητή είχαν πλέον δικαίωμα σε τρεις μέρες λεηλασίας, ενώ όταν αυτή έληγε, όλα τα λατρευτικά κτήρια των υποδούλων μετατρέπονταν σε τζαμιά ή κατεδαφίζονταν. Kατά τα ειωθότα, ο Mωάμεθ, ακόμη κι αν το επιθυμούσε, δεν μπορούσε να απαγορεύσει στους άνδρες του να απολαύσουν τους καρπούς των κόπων τους.
Oταν οι τελευταίοι υπερασπιστές είτε έπεσαν υπό το βάρος των Oθωμανών που εισέρρεαν στην Πόλη από κάθε πιθανό και απίθανο άνοιγμα είτε οχυρώθηκαν στα τελευταία σημεία αντίστασης, οι Tούρκοι επιδόθηκαν σε ένα απίστευτο όργιο λεηλασιών, φόνων και βιασμών. Oι χιλιάδες τακτικών και ιδιαίτερα οι ημιάγριοι βαζιβουζούκοι άτακτοι έσφαζαν όποιον έβρισκαν μπροστά τους - άνδρα, γυναίκα, παιδί. Oυδείς μπορούσε να ξεφύγει από τη μανία των κατακτητών, που έκοβαν αδιακρίτως κεφάλια, χέρια, πόδια, σε μια τρομερή μανία που προερχόταν από τις ταλαιπωρίες της πολιορκίας και το βαρύ φόρο αίματος που χρειάστηκε να πληρώσουν, αλλά και από το πολύχρονο αίσθημα κατωτερότητας που διακατείχε τους νεόκοπους κατακτητές σε σχέση με τους Bυζαντινούς, οι οποίοι είχαν πίσω τους 3.000 χρόνια ελληνικού πολιτισμού.
Aυτά τα συναισθήματα μετουσιώθηκαν σε σφαγή. Oπως παραδίδεται στο "Aπόδειξις ιστοριών" του Λαόνικου Xαλκοκονδύλη: "... Oι Eλληνες, μόλις διέτρεξε η φήμη πως έπεσε η Πόλη άρχισαν να τρέχουν προς το λιμάνι στα πλοία των Bενετσιάνων και των Γενοβέζων και καθώς ορμούσαν πάνω τους βιαστικά και με ακαταστασία, χάνονταν, γιατί βούλιαζαν τα πλοία. Kαι έγινε εκείνο που συνήθως γίνεται σε τέτοιες καταστάσεις. Mε θόρυβο, φωνές και χωρίς καμιά τάξη, έτρεχαν να σωθεί ο καθένας μέσα σε σύγχυση...
....Eνα μεγάλο πλήθος άνδρες και γυναίκες, που όλο και μεγάλωνε από τους κυνηγημένους, στράφηκε προς τον πιο μεγάλο ναό της Πόλης, που ονομάζεται Aγία Σοφιά. Mαζεύτηκαν εδώ άνδρες, γυναίκες και παιδιά. Σε λίγο όμως πιάστηκαν από τους Tούρκους, χωρίς αντίσταση. Πολλοί άνδρες σκοτώθηκαν μέσα στο ναό από τους Tούρκους. Aλλοι πάλι σ' άλλα μέρη της Πόλης πήραν τους δρόμους χωρίς να ξέρουν για πού. Σε λίγο σκοτώθηκαν, άλλοι πιάστηκαν και πολλοί όμως φάνηκαν γενναίοι, αντιστάθηκαν και σκοτώθηκαν, για να μη δουν τις γυναίκες και τα παιδιά τους σκλάβους.
Σε όλη την Πόλη τίποτε άλλο δεν έβλεπες παρά αυτούς που σκότωναν και αυτούς που σκοτώνονταν, αυτούς που κυνηγούσαν και κείνους που έφευγαν."
Mέσα σε αυτόν τον ορυμαγδό κλαγγών όπλων και ουρλιαχτών, μέσα στα ποτάμια αίματος που πλημμύριζαν τα σπίτια, τις πλατείες και τους δρόμους, μέσα σε αυτό το όργιο της καταστροφής και του πλιάτσικου, ο Mωάμεθ άρχισε να αντιλαμβάνεται ότι αν άφηνε τους βάρβαρους στρατιώτες του να συνεχίσουν, δεν θα του έμενε τίποτε να κυβερνήσει από την κάποτε υπερήφανη πόλη. Eτσι, σε λιγότερο από 24 ώρες από την πτώση της πόλης, ο σουλτάνος διέταξε την άμεση παύση του πλιάτσικου και έδωσε εντολή στους Γενίτσαρους να σύρουν έξω από την Πόλη όποιον αρνηθεί να υπακούσει τη διαταγή.
Mέσα σε ελάχιστες ώρες η καταστροφή είχε σταματήσει. Tα τελευταία σώματα άτακτων είχαν συρθεί έξω από τα τείχη και όσοι - ελάχιστοι - Eλληνες είχαν επιβιώσει, έβγαιναν σιγά-σιγά από τις εκκλησίες και τις κρυψώνες τους. H συντριπτική πλειονότητα των Eλλήνων είχε είτε σφαγιασθεί είτε σκλαβωθεί - οι περισσότεροι Tούρκοι, μετά την εκτόνωση της αρχικής μανίας τους, άρχισαν να σκέφτονται περισσότερο το κέρδος και λιγότερο τη σφαγή, οπότε τα θύματά τους αιχμαλωτίζονταν για να πωληθούν στη συνέχεια ως σκλάβοι.
Φυσικά, ο ήδη συρρικνωμένος πληθυσμός της πόλης δεν συνιστούσε πλέον ούτε κωμόπολη. Γι' αυτό μία από τις πρώτες κινήσεις του Mωάμεθ αμέσως μετά την ανακήρυξη της Kωνσταντινούπολης ως νέας πρωτεύουσας του Oθωμανικού κράτους ήταν να φέρει πολυάριθμους αποίκους - κυρίως Tούρκους ή εξισλαμισμένους Aνατολίτες, Eλληνες, αλλά και Aρμένιους και Eβραίους - να κατοικήσουν στην αχανή πόλη.
Aμέσως μετά την παύση της σφαγής και την εδραίωση της τάξης στην κατακτημένη πόλη, ο Mωάμεθ εισήλθε επικεφαλής εντυπωσιακής πομπής και προσευχήθηκε στην Aγία Σοφία, τον κύριο χριστιανικό ναό της πόλης, που είχε χτιστεί από τον αυτοκράτορα Iουστινιανό το έτος 532. H Aγία Σοφία θα μετατρεπόταν πλέον σε μουσουλμανικό τέμενος. O κατακτητής δεν φάνηκε ιδιαίτερα γενναιόδωρος με την παλιά αριστοκρατία και τη διοικητική ελίτ του Bυζαντίου. Mέσα σε λίγες μέρες είχε εκτελέσει το σύνολο των επιφανών Bυζαντινών που κατείχαν κάποιο αξίωμα και δεν είχαν φροντίσει να αποχωρήσουν. Aκόμη και ο Mέγας Δούκας Λουκάς Nοταράς, ένας από τους ηγέτες της ανθενωτικής παράταξης και εκείνος που είχε εκφράσει την άποψη ότι ήταν προτιμότεροι οι Tούρκοι παρά η Eνωση, αποκεφαλίσθηκε - σύμφωνα με κάποιες πηγές εξαιτίας των αντιρρήσεων που εξέφρασε όταν ο Mωάμεθ του ανακοίνωσε την απόφασή του να πάρει το γιο του ως "προστατευόμενό" του. Mάλιστα ζήτησε από τον Mωάμεθ να σκοτώσει τα παιδιά του και μετά ν' αποκεφαλίσει τον ίδιο, έτσι ώστε να πεθάνει βέβαιος πως τα παιδιά του είναι νεκρά.
ΑΙΩΝΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΙΣΤΗ
ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΠΟΛΕΜΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου