Θράκης ανάμεσα σε τρείς χώρες:
• στην Τουρκία που έχει το ανατολικό τμήμα (23.764 τ.χλμ) και τη μεγαλύτερη πόλη της περιοχής, την Κωνσταντινούπολη,
• στη Βουλγαρία που έχει το βόρειο τμήμα και
• στην Ελλάδα που έχει το νοτιο-δυτικό τμήμα που είναι και το μικρότερο (8.580 τ.χλμ).
Η συγκεκριμένη διανομή αντικατόπτριζε τις πολιτικές και στρατιωτικές εξελίξεις της περιόδου μεταξύ 1912-1923.
Η συνοριακή γραμμή μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας στη Θράκη εκτείνεται σε μήκος 203 χιλιομέτρων. Στο μεγαλύτερο τμήμα του ταυτίζεται με τον ρου των ποταμών Άρδα και Έβρου,εκτός από μία έκταση έντεκα χιλιομέτρων στο ύψος της Αδριανουπόλεως όπου το σύνορο μετατοπίζεται δυτικά του ποταμού. Αποτελεί το μοναδικό χερσαίο σύνορο μεταξύ των δύο κρατών.
Υπήρξε αντικείμενο έντονων διαπραγματεύσεων κατά τη διάρκεια της συνδιασκέψεως της Λωζάννης διότι σχετιζόταν με το ευρύτερο εδαφικό καθεστώς της δυτικής Θράκης. Μετά τη χάραξή της μεθορίου το 1926 συνέχισε να δημιουργεί κατά καιρούς προβλήματα που σχετίζονταν κυρίως με την μετατόπιση της κοίτης του ποταμού.
1. Το ελληνοτουρκικό σύνορο στη συνδιάσκεψη της Λωζάννης
Στα Μουδανιά τον Οκτώβριο του 1922 αποφασίσθηκε η σύγκληση συνδιασκέψεως ειρήνης για την
ελβετική πόλη της Λωζάννης. Η συνδιάσκεψη, που ξεκίνησε τις εργασίες την 7/20 Νοεμβρίου
1922, ήταν το τελευταίο κεφάλαιο της διαδικασίας ειρηνεύσεως που συνδεόταν με τις ανακατατάξεις του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Ακριβώς τέσσερα χρόνια μετά την ταπεινωτική για την Οθωμανική Αυτοκρατορία ανακωχή του Μούδρου, η νέα εθνικιστική Τουρκία, επαναδιαπραγματευόταν τους όρους της Συνθήκης των Σεβρών από θέσεως στρατιωτικής ισχύος.
Το εδαφικό ζήτημα μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας ήταν το πρώτο που απασχόλησε τη Συνδιάσκεψη. Τα πράγματα ήσαν ουσιαστικά προκαθορισμένα ως προς τις περιοχές της Μικράς Ασίας και της Ανατολικής Θράκης λόγω της ήττας του ελληνικού στρατού, της βίαιης εξόδου εκατοντάδων χιλιάδων Ελλήνων και της Συμβάσεως Ανακωχής των Μουδανιών. Η τουρκική αντιπροσωπεία έθεσε όμως θέμα για το καθεστώς της Δυτικής Θράκης.
Πιο συγκεκριμένα, καθ’ όλη τη διάρκεια της Συνδιασκέψεως η τουρκική αντιπροσωπεία είχε ως σταθερό σημείο αναφοράς το λεγόμενο «Εθνικό Συμβόλαιο» (Misak-ı Millî) που είχε υιοθετηθεί το 1920 από το τελευταίο οθωμανικό κοινοβούλιο. Στο «Εθνικό Συμβόλαιο» περιλαμβάνονταν όλες οι διεκδικήσεις του αναδυόμενου εθνικιστικού κινήματος της οθωμανικής αυτοκρατορίας.
Το Εθνικό Συμβόλαιο ήταν ένα κείμενο ρεαλιστικό. Δεν διεκδικούντο ούτε οι αραβικές περιοχές ούτε οι περιοχές των Βαλκανίων. Οι άμεσες τουρκικές διεκδικήσεις εξαντλούνταν αποκλειστικώς στα εδάφη που ελέγχονταν από τον οθωμανικό στρατό κατά την υπογραφή της ανακωχής του Μούδρου, αμέσως μετά το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Αυτό περιελάμβανε και την περιοχή της ανατολικής Θράκης μαζί με την Αδριανούπολη.
Οι περιοχές εκτός των ορίων της ανακωχής θα μπορούσαν να περιληφθούν στο τουρκικό κράτος
μόνον εάν ο ντόπιος πληθυσμός εξεδήλωνε σχετική επιθυμία κατόπιν δημοψηφίσματος. Ως τέτοιες
περιοχές αναφέρονταν οι αραβικές περιοχές, το Κάρς, το Αρνταχάν και το Αρτβίν (στα σημερινά
σύνορα Τουρκίας με Αρμενία και Γεωργία) και η δυτική Θράκη. Ειδικότερα, στο σημείο 3 του
Εθνικού Συμβολαίου αναφερόταν ότι: «Το νομικό καθεστώς της Δυτικής Θράκης που πρόκειται να
καθορισθεί με τη συνθήκη Ειρήνης, θα αποφασισθεί από την ελεύθερη ψήφο των κατοίκων της» [δηλ.με δημοψήφισμα].
Κινούμενη εντός του πλαισίου που όριζε το Εθνικό Συμβόλαιο, η τουρκική αντιπροσωπεία διεκδίκησε μετ’ επιτάσεως τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος ανάμεσα στους κατοίκους της περιοχής για το τελικό καθεστώς της Δυτικής Θράκης, δηλαδή της περιοχής ανάμεσα στους ποταμούς Έβρο και Νέστο. Ο λόγος της τουρκικής επιμονής οφειλόταν στο ότι πριν το 1922 το οθωμανικό στοιχείο υπερτερούσε του ελληνικού στη δυτική Θράκη εν αντιθέσει προς την ανατολική Θράκη όπου οι Έλληνες είχαν σχετική πλειοψηφία. Τα επιχειρήματα του αρχηγού της τουρκικής αντιπροσωπείας, Ισμέτ Πασά ήταν ότι το δημοψήφισμα (και η προσκύρωση της δυτικής Θράκης στην Τουρκία) ήταν απαιραίτητο για την ασφάλεια των μουσουλμάνων κατοίκων της περιοχής και την άμυνα της ανατολικής Θράκης
β. Η απόρριψη των τουρκικών διεκδικήσεων δυτικά του Έβρου
είχαν χαραχθεί στη Θράκη μετά το τέλος του Β’ Βαλκανικού Πολέμου με τη Συνθήκη της Κωνσταντινουπόλεως (1/14 Οκτωβρίου 1913). Με βάση τα σύνορα του 1913 η Τουρκία διεκδικούσε περιοχές που βρίσκονταν δυτικά του Έβρου και πιο συγκεκριμένα την περιοχή του Κάραγατς (Ορεστιάδα) και του Διδυμοτείχου. Με αυτό τον τρόπο θα αποκτούσε και τον έλεγχο της σιδηροδρομικής γραμμής μεταξύ Κάραγατς και Πυθίου (Κιουρελί-Μπουργκάς). Πρόβλημα στους τουρκικούς σχεδιασμούς αποτελούσε το γεγονός ότι η ίδια η Οθωμανική Αυτοκρατορία είχε αποδεχθεί με συνθήκες την εκχώρηση της δυτικής Θράκης το 1913 και των συγκεκριμένων παραποτάμιων περιοχών το 1915.
Η ελληνική πλευρά δια του Ελευθερίου Βενιζέλου επεσήμανε ότι αντικείμενο της συνδιασκέψεως στη Λωζάννη ήταν η επαναδιαπραγμάτευση της συνθήκης των Σεβρών και όχι προηγούμενες συνθήκες. Αντιστοίχως, η αποδοχή της εκκενώσεως της ανατολικής Θράκης χωρίς σοβαρές αντιδράσεις εκ μέρους της Ελλάδος έγινε με την πεποίθηση ότι οι Σύμμαχοι δεν θα απαιτούσαν νέες παραχωρήσεις εδαφών. Τέλος, η εθνολογική σύσταση της δυτικής Θράκης είχε ριζικά αλλάξει υπέρ της Ελλάδος μετά την είσοδο εκατοντάδων χιλιάδων προσφύγων από την Ανατοική Θράκη.1
Οι τουρκικές προτάσεις δεν έγιναν δεκτές στη συνδιάσκεψη από τους Συμμάχους, περιλαμβανόμενης της Ρουμανίας και του Σερβο-κροατο-σλοβενικού κράτους. Τα βασικά επιχειρήματα που χρησιμοποιήθηκαν ήσαν ότι
• η Δυτική Θράκη είχε ήδη περιέλθει στην Ελλάδα από τη Βουλγαρία με το άρθρο 48 της συνθήκης του Νεϊγύ το 1919,
• η τουρκική πλευρά δεν είχε προηγουμένως εγείρει διεκδικήσεις εδαφών στη δυτική πλευρά του Έβρου και
• η επίλυση εδαφικών ζητημάτων των δύο χωρών μέσω δημοψηφισμάτων δεν είχε υιοθετηθεί σε άλλες αντίστοιχες περιπτώσεις.
Πιο συγκεκριμένα, με το Πρωτόκολλον περί του Κάραγατς ως και των νήσων Ίμβρου και Τενέδου
επιβλήθηκε η τουρκική κυριαρχία σε τρεις αυτές περιοχές που κατοικούνταν σχεδόν κατ’ αποκλειστικότητα από Έλληνες. Το Κάραγατς (Ορεστιάδα) βρίσκεται στη δυτική όχθη του ποταμού Έβρου. Το 1922 ήταν προάστιο της Αδριανουπόλεως με περίπου 5.000 κατοίκους, όλους Έλληνες, η οποία βρίσκεται στην ανατολική όχθη του ποταμού. Την εποχή εκείνη το Κάραγατς είχε ιδιαίτερη σημασία διότι εκεί βρισκόταν ο σιδηροδρομικός σταθμός της Αδριανουπόλεως.2 Οι ελληνικές πολιτικές και στρατιωτικές αρχές της Αδριανουπόλεως που είχαν φύγει από την Αδριανούπολη ανατολικά του ποταμού Έβρου, είχαν μετεγκατασταθεί στο Κάραγατς μαζί με πλήθος προσφύγων.
Στη Συνδιάσκεψη της Λωζάνης το θέμα του Κάραγατς συνδέθηκε με αυτό των πολεμικών αποζημιώσεων. Η εμπειρία από προηγούμενες πολεμικές αποζημιώσεις, ιδίως της Γερμανίας
σύμφωνα με τη συνθήκη των Βερσαλλιών, έδειχνε ότι τα οφειλόμενα ποσά μπορούσαν να είναι εξοντωτικά για ένα κράτος. Πριν τη Συνδιάσκεψη της Λωζάνης η Τουρκία εμφανιζόταν να διεκδικεί από την Ελλάδα ποσόν 4 δισεκατομμυρίων χρυσών φράγκων και το ήμισυ του στόλου. Η Ελλάδα ήταν σε αυτό το θέμα πρακτικώς μόνη της. Οι τρεις Σύμμαχοι είχαν συμφωνήσει με την Τουρκία να παραιτηθούν αμοιβαίως από τις απαιτήσεις που είχε η κάθε πλευρά. Κατά τη Συνδιάσκεψη ο Ισμέτ Πασάς επέμεινε στην καταβολή αποζημιώσεων για τις ζημιές που είχαν προκληθεί κατά τη διάρκεια της ελληνικής κατοχής στη Μικρά Ασία. Ο Βενιζέλος διευκρίνησε ότι η οικονομική κατάσταση της Ελλάδος δεν επέτρεπε την καταβολή οποιουδήποτε ποσού. Το θέμα της καταβολής αποζημιώσεως παρέμεινε εκκρεμές και στη δεύτερη φάση της Συνδιασκέψεως.
Τον Μάιο του 1923 η εκκρεμότητα με τις απαιτήσεις περί ελληνικής αποζημιώσεως συνεχιζόταν. Η ελληνική πλευρά έδειξε την απόφασή της να αποχωρήσει από τις διαπραγματεύσεις, να καταγγείλει τη Σύμβαση Ανακωχής των Μουδανιών και να ξαναρχίσει τις εχθροπραξίες. Η ελληνική Στρατιά του Έβρου απετέλεσε σοβαρό διαπραγματευτικό πλεονέκτημα για την ελληνικήπλευρά. Σε εκείνη την κρίσιμη φάση των διαπραγματεύσεων, η βρετανική πλευρά πρότεινε να παραιτηθεί η Τουρκία της καταβολής αποζημιώσεως εφ’ όσον η Ελλάδα της παραχωρούσε το Κάραγατς.
Κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων στη Λωζάννη, το βασικό όπλο πιέσεως της αδιάλλακτης
τουρκικής αντιπροσωπείας ήταν η απειλή επανενάρξεως του ελληνοτουρκικού πολέμου με θέατρο
επιχειρήσεων, αυτή τη φορά, την ανατολική Θράκη. Η επαναστατική επιτροπή που είχε αναλάβει
την εξουσία στην Ελλάδα, και κυρίως ο στρατηγός Θεόδωρος Πάγκαλος, είχαν αναδιοργανώσει
μεταξύ Δεκεμβρίου 1922 και Απριλίου 1923 τη στρατιά του Έβρου που αποτελείτο από τουλάχιστον 100.000 άνδρες. Στην απέναντι πλευρά υπήρχαν 45.000-50.000 άνδρες της τουρκικής χωροφυλακής χωρίς ισχυρή δύναμη πυρός. Ήταν η μόνη τουρκική στρατιωτική δύναμη στην ανατολική Θράκη, διότι οι σύμμαχοι δεν είχαν επιτρέψει στον Κεμάλ να στείλει στρατεύματα από τη Μικρά Ασία.
της συνθήκης του Νεϊγύ, Βουλγαρία.
ε. Η έξοδος της Βουλγαρίας στο Αιγαίο
Πολύ καλύτερα από οποιοδήποτε τεχνητό σύνορο το οποίο θα μπορούσε να δημιουργηθεί. Εξ απόψεως στρατιωτικής ασφαλείας, ο συγκεκριμένος ποταμός αποτελεί το βέλτιστο δυνατό σύνορο”.9
Εξαίρεση στον ρου του ποταμού απετέλεσε η περιοχή του τριγώνου του Κάραγατς, που όπως προαναφέρθηκε, δόθηκε από την Ελλάδα ως αντάλλαγμα για την αποφυγή καταβολής πολεμικής
αποζημιώσεως. Σύμφωνα με την υιοθετηθείσα τελική διατύπωση:
2ον Μετά της Ελλάδος:
Εκείθεν μέχρι της συμβολής του Άρδα και του Έβρου: ο ρους του Έβρου·
Εκείθεν προς τα άνω του Άρδα μέχρι σημείο επί του ποταμού τούτου ορισθησομένου επί του εδάφους εγγύτατα προς το χωρίον Τσουρέκ-κιοϊ: ο ρους του Άρδα·
Εκείθεν Νοτιοανατολικώς μέχρι σημείου επί του Έβρου εις απόστασιν ενός χιλιομέτρου προς τα κάτω του Βόσνα κιοϊ: γραμμή αισθητώς ευθεία αφίνουσα εν Τουρκία το χωρίον Βόσνα-κιοϊ. Το χωρίονΤσουρέκ-κιοϊ θα παραχωρηθή εις την Ελλάδα ή εις την Τουρκίαν, καθ”όσον η πλειονότης του
πληθυσμού ήθελεν αναγνωρισθή ελληνική ή τουρκική υπό της εν τω άρθρω 5 προβλεπομένης επιτροπής, μη συνυπολογιζομένων των μεταναστευσάντων εις το χωρίον τούτο μετά την 11 ην Οκτωβρίου 1922.
Εκείθεν μέχρι του Αιγαίου: ο ρους του Έβρου.
ζ. Η αποστρατιωτικοποίηση του συνόρου
αποστρατιωτικοποίηση των συνόρων μεταξύ Τουρκίας-Βουλγαρίας-Ελλάδος σε βάθος περίπου 30
χιλιομέτρων.10 Η σχετική υποχρέωση περιελήφθη στη Σύμβαση περί της Μεθορίου της Θράκης (άρθρο 1). 11 Πιο συγκεκριμένα, μετά το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου ο θεσμός των αποστρατικοποιημένων ζωνών κατά μήκος συνόρων απετέλεσε συνήθη πρακτική. Η αποστρατικοποίηση εμποδίζει την άμεση επαφή μεταξύ των στρατευμάτων αντίπαλων δυνάμεων,
που μπορεί να προκαλέσει συνοριακά επεισόδια, και διευκολύνει την εποπτεία της συνοριακής
γραμμής. Η αποστρατικοποίηση σημαίνει περιορισμό στο δικαίωμα ενός κράτους να ασκήσει πλήρως την κυριαρχία του επί της επικράτειάς του. Ο περιορισμός αυτός είναι σοβαρότερος, καθώς
ρυθμίζει θέματα όπως η εθνική άμυνα και η ασφάλεια. Είναι όμως αποδεκτό ότι παρόμοιοι περιορισμοί, όταν επιβάλλονται από διεθνείς συνθήκες, δεν επηρεάζουν το κύρος του τίτλου
κυριαρχίας.
Στο πλαίσιο αυτό αποφασίσθηκε με τη Σύμβαση περί της Μεθορίου της Θράκης όπως όλα
τα οχυρωματικά έργα που βρίσκονταν στην περιοχή να αφοπλισθούν και κατεδαφισθούν. Νέα έργα
απαγορευόταν να εκτελεσθούν. Επιτρεπόταν η παραμονή στην περιοχή περιορισμένης δυνάμεως
χωροφυλακής, αστυνομίας και τελωνείων που δεν έπρεπε να ξεπερνά τους 2.500 άνδρες για την
Ελλάδα και τη Βουλγαρία και τους 5.000 για την Τουρκία. Αποκλείσθηκε η παρουσία πυροβολικού από την περιοχή. Τέλος απαγορεύθηκε η υπέρπτηση αεροσκαφών στην αποστρατικοποιημένη
ζώνη. Στην αποστρατιωτικοποιημένη ζώνη των 30 χλμ. είχε περιληφθεί ολόκληρη η σιδηροδρομική
γραμμή που διερχόταν κατά μήκος του ποταμού Έβρου από την Αλεξανδρούπολη προς την Αδριανούπολη και ακολούθως προς τη Βουλγαρία. Λόγω της ανυπαρξίας μεγάλων οδικών αξόνων,
η σιδηροδρομική γραμμή αποτελούσε το μοναδικό μέσο γρήγορης μεταφοράς στρατευμάτων. Η
αποστρατιωτικοποίησή της είχε μεγάλη σημασία.
Πρόβλημα προέκυψε όταν μία διεθνής επιτροπή στην οποία συμμετείχαν και εκπρόσωποι
της Ελλάδος, της Τουρκίας και της Βουλγαρίας ανέλαβε να καθορίσει την ουδετεροποιημένη ζώνη
κατά μήκος των συνόρων των τριών χωρών.12 Η επιτροπή άρχισε τις εργασίες της αλλά το έργο
της δεν προχώρησε με ευκολία. Ο εκπρόσωπος της Τουρκίας έθετε προσκόμματα στην συμπερίληψη συγκεκριμένων περιοχών στη ζώνη. Πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα ήταν η προσπάθεια να εξαιρεθεί η πόλη της Κεσσάνης στην ανατολική Θράκη. Η Κεσάνη απείχε 27χιλιόμετρα από τον Έβρο.13 Επομένως βρισκόταν εντός της ζώνης των 30 χιλιομέτρων που ανέφερε η Λωζάννη. Τελικώς το τουρκικό αίτημα δεν έγινε δεκτό από την επιτροπή.
Λωζάννη την 24 Ιουλίου 1923»
2. Πρόβλημα στη χάραξη του ελληνοτουρκικού συνόρου στο δέλτα του Έβρου
α. Οι δύο βραχίονες του ποταμού Έβρου
ανέλαβε να χαράξει το σύνορο Ελλάδος-Τουρκίας επί του εδάφους. Πρόβλημα εμφανίσθηκε με τη
χάραξη του ορίου στις εκβολές του ποταμού Έβρου. Οι εκβολές του Έβρου στο Αιγαίο είναι μία
μεγάλη περιοχή προσχώσεων όπου ο κύριος αύλακας του ποταμού σπάει σε επιμέρους βραχίονες
σχηματίζοντας ένα μεγάλο δέλτα. Δύο από τους επιμέρους βραχίονες είναι οι μεγαλύτεροι. Ο ένας
βρίσκεται στην ανατολική πλευρά του ποταμού και ο δεύτερος στη δυτική πλευρά. Η περιοχή
ανάμεσά τους γνωστή ως “γκιαούρ αντά” [νησί του γκιαούρη] ανέρχεται σε 84 τετραγωνικά χλμ.
Η περιοχή αυτή είχε παραχωρηθεί από την Τουρκία στη Βουλγαρία με τη συμφωνία του 1915.
β. Ελληνικές θέσεις
της Λωζάννης. Απέρριπτε την τουρκική επιδίωξη για τους ακόλουθους λόγους:
• Στον συνημμένο στη συνθήκη της Λωζάννης χάρτη ήταν σαφές ότι ο ανατολικός βραχίονας είναι ο μεγαλύτερος του ποταμού και αποκαλείται Maritza (Έβρος) διότι αυτό αποτελεί την κύρια αύλακα του. Γι’ αυτό το λόγο στον επισυναφθέντα στον χάρτη είναι σημειωμένο το όνομα Maritza ανατολικά του βραχίονα. Αντιθέτως, ο δυτικός βραχίονας του ποταμού αποκαλείται «Μικρή Μαρίτσα» [ή «κιουτσούκ Μαρίτσα» στην τουρκική γλώσσα].
Επιπλέον, αν και ο επισυναφθείς στη συνθήκη της Λωζάννης χάρτης είναι μεγάλης κλίμακας, η απόσταση μεταξύ του ανατολικού και μεγαλύτερου βραχίονα και του δυτικού και μικρότερου παραμένει σημαντική. Εάν η πρόθεση των συντακτών της συνθήκης ήταν διαφορετική, είχαν το περιθώριο επί χάρτου να τοποθετήσουν το σύνορο δυτικότερα και να σημειώσουν τον όρο Maritza σε άλλο σημείο.
• Το σύνορο που διεκδικούσε η Τουρκία στο δέλτα του Έβρου με τον δυτικό βραχίονα του ποταμού, ήταν αυτό που είχε συμφωνηθεί μεταξύ Βουλγαρίας και Οθωμανικής Αυτοκρατορίας το 1913. Το 1915, όμως, οι Οθωμανοί είχαν εκχωρήσει αυτό το τμήμα στη Βουλγαρία. Η θέση του Ισμέτ Πασά για επιστροφή στη σύνορο Βουλγαρίας-Οθωμανικής Αυτοκρατορίας του 191317 είχε ρητώς απορριφθεί κατά τη συνδιάσκεψη της Λωζάννης.
Ακολούθως ο Ισμέτ Πασάς είχε διορθώσει την πρότασή του λέγοντας ότι η πρόθεσή της Τουρκίας ήταν να είναι δυνατή η χρήση του ποταμού και από τις δύο χώρες. Κατ’ακολουθίαν το όριο θα έπρεπε να ακολουθεί το thalweg18 του ποταμού.
• Λόγω της συμφωνίας Βουλγαρίας-Τουρκίας του 1915, η περιοχή που βρίσκεται δυτικά του ανατολικού βραχίονα ήταν τμήμα της Βουλγαρίας. Αμέσως μετά το τέλος του Α΄Παγκοσμίου Πολέμου έγινε τμήμα της Διασυμμαχικής Θράκης (Thrace Interalliée). Αυτό αποδεικνύεται και από τις πράξεις των αρχών της Διασυμμαχικής Θράκης που, μεταξύ άλλων, είχαν εκχωρήσει σε κατοίκους της περιοχής το δικαιώμα ψαρέματος στην επίμαχη περιοχή.19 Η τύχη της Διασυμμαχικής Θράκης καθορίσθηκε από τη συνθήκη του Νειγύ. Σύμφωνα με τις θέσεις των Συμμάχων, όπως διατυπώθηκαν στη συνδιάσκεψη της Λωζάννης, δεν υπήρχε πρόθεση να ανοίξουν θέματα που είχαν ρυθμισθεί με τη συνθήκη του Νειγύ. Η Τουρκία ουσιαστικά διεκδικούσε μία περιοχή που είχε απωλεσθεί για την Οθωμανική Αυτοκρατορία από το 1915.
• Τέλος, η περιοχή του δέλτα του Έβρου που διεκδικούσε η Τουρκία (το γκιαούρ αντά) ανερχόταν σε 84 τετραγωνικά χλμ. Ήταν δηλαδή μεγαλύτερη κατά τρεις και πλέον φορές από το τρίγωνο του Κάραγατς για την παραχώρηση του οποίου είχε συμφωνηθεί ειδικό πρωτόκολλο κατά τη συνδιάσκεψη της Λωζάννης. Εάν ήταν αυτή η πρόθεση των συνέδρων στη συνδιάσκεψη, θα είχε υπάρξει ρητή αναφορά στο τελικό κείμενο της συνθήκης λόγω της μεγάλης επιφανείας της περιοχής.
Για όλους αυτούς τους λόγους η Ελλάδα θεωρούσε ότι ειχε δημιουργηθεί μία διεθνής διαφορά που
σχετιζόταν με την ερμηνεία της συνθήκης της Λωζάννης. Συνεπώς, έπρεπε να γνωμοδοτήσει ως προς την ερμηνεία της συνθήκης της Λωζάννης το Διεθνές Δικαστήριο.
γ. Τουρκικές θέσεις
κείμενον».
Άρθρο 5: «Επιτροπή οροθετήσεως θέλει επιφορτισθή να χάραξη επί του εδάφους τα εν τω άρθρω 2 εδ. 2 περιγραφόμενα σύνορα. Η Επιτροπή αυτή θα αποτελεσθή εξ ενός αντιπροσώπου της Ελλάδος, ενός αντιπροσώπου της Τουρκίας και ενός Προέδρου εκλεγομένου υπ” αυτών μεταξύ των υπηκόων τρίτης Δυνάμεως. Η Επιτροπή θέλει, κατά πάσας τας περιπτώσεις, καταβάλει προσπάθειαν όπως ακόλουθη, όσον ένεστι ακριβέστερον, τους εν τη παρούση Συνθήκη ορισμούς, λαμβάνουσα υπ” όψιν κατά το δυνατόν τα διοικητικά όρια και τα τοπικά οικονομικά συμφέροντα. Αι αποφάσεις της Επιτροπής θα λαμβάνωνται κατά πλειοψηφίαν και θα ώσιν υποχρεωτικοί δια τα ενδιαφερόμενα Μέρη».
Άρθρο 6: «Όσον αφορά εις τα καθοριζόμενα υπό του ρου ποταμού και ουχί υπό των οχθών αυτού σύνορα, οι όροι “ρους” ή “αύλαξ” ων γίνεται χρήσις εν τη παρούση Συνθήκη,σημαίνουσι δια μεν τους μη πλωτούς ποταμούς την μέσην γραμμήν αυτών ή του κυρίου αυτών βραχίονος, δια δε τους πλωτούς ποταμούς την μέσην γραμμήν της κυρίας αύλακος ναυσιπλοΐας.
Εν τούτοις, εναπόκειται εις την Επιτροπήν να καθορίση ειδικότερον, εάν η συνοριακή γραμμή θα ακολουθήση, εις τας ενδεχομένας αυτής μετατοπίσεις, τον ούτω προσδιορισθέντα ρουν ή την “αύλακα, ή εάν θα καθορισθή οριστικώς εκ της θέσεως του ρου ή της αύλακος κατά την έναρξιν
της ισχύος της παρούσης Συνθήκης»
Η Τουρκία θεώρησε ότι υπήρχε διαφορά μεταξύ του κειμένου της συνθήκης της Λωζάννης και του
συνημμένου σε αυτήν χάρτη. Η χάραξη του συνόρου στον συνημμένο στη συνθήκη της Λωζάννης
χάρτη ήταν απλώς ενδεικτική. Κατά συνέπεια θα έπρεπε να εφαρμοσθεί το άρθρο 6 της συνθήκης
και η επιτροπή να μετρήσει ποιός από τους δύο βραχίονες του ποταμού είναι μεγαλύτερος και πλέον
κατάλληλος για ναυσιπλοΐα, δεδομένου ότι ο Έβρος είναι πλωτός με μικρά σκάφη. Ακολούθως,
αυτός ο βραχίονας του ποταμού θα έπρεπε να θεωρηθεί ότι συνεχίζει τον κύριο ρου του Έβρου και
σε αυτόν τον βραχίονα θα έπρεπε να χαραχθεί το σύνορο μεταξύ των δύο χωρών. Τη σχετική αρμοδιότητα να επιλύσει το θέμα είχε η επιτροπή του άρθρου 5 η οποία αποφάσιζε κατά πλειοψηφία.
Παράλληλα η Τουρκία έθεσε ενώπιον του Συμβούλιου της Κοινωνίας των Εθνών ένα προκαταρκτικό θέμα. Θεώρησε ότι δεν υπήρχε διαφορά μεταξύ των δύο χωρών. Ο έλληνας εκπρόσωπος στην τριμελή επιτροπή χαράξεως των συνόρων είχε θέσει ένα ζήτημα επί του οποίου δεν είχε αποφανθεί ακόμη η επιτροπή. Επομένως, έπρεπε πρώτα να επιληφθεί του θέματος. Η δε Τουρκία ήταν πρόθυμη να αποδεχθεί οποιαδήποτε απόφαση υιοθετούσε η πλειοψηφία της επιτροπής.
δ. Η απόφαση του Συμβουλίου
ad hoc ομάδα νομικών21 η οποία επιλήφθηκε των ζητημάτων που είχαν εγερθεί. Το πρώτο ερώτημα
που εξετάσθηκε ήταν εάν μπορούσε το Συμβούλιο να επιληφθεί της διαφωνίας για την οριοθέτηση,
αφ’ ής στιγμής ένα άλλο διεθνές όργανο, η τριμελής επιτροπή χαράξεως των ελληνοτουρκικών συνόρων, ήταν ήδη επιφορτισμένο με αυτή την αρμοδιότητα. Η ομάδα των νομικών κατέληξε στα
ακόλουθα συμπεράσματα:
• Η επιτροπή διαχαράξεως έπρεπε να καθορίσει το σύνορο σύμφωνα με όσα αναφέρονταν στη συνθήκη της Λωζάννης. Προς το σκοπό αυτό έπρεπε να λάβει υπ’ όψιν της όλες τις πληροφορίες που θα προέρχονταν από τις δύο ενδιαφερόμενες χώρες και να διερευνήσει ποιά ήταν η πραγματική πρόθεση των συντακτών της συνθήκης.
• Ο συνημμένος στη συνθήκη χάρτης ήταν εξαιρετικής σημασίας, όπως είχε παρατηρήσει σε σχετική γνωμοδότησή του το Διεθνές Δικαστήριο.22 Παρ’ όλα αυτά δεν εθεωρείτο ως πλήρες αποδεικτικό στοιχείο ανεξάρτητο του κειμένου της συνθήκης. Επί του θέματος μπορούσε να αποφασίσει η επιτροπή διαχαράξεως με απλή πλειοψηφία.
• Εαν η επιτροπή ή κάποιο από τα μέλη της επιθυμούσαν, θα μπορούσαν να ζητήσουν κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους τη γνώμη εμπειρογνωμόνων για επι μέρους θέματα της διαχαράξεως που θα μπορούσαν να τεθούν.
• Οι δύο ενδιαφερόμενες χώρες θα είχαν δικαίωμα επιχειρήσουν να καταλήξουν σε μεταξύ τους συμφωνία κατά το διεθνές δίκαιο μόνον στην περίπτωση που η επιτροπή διαχαράξεως είχε εξανλήσει όλες αυτές τις πηγές πληροφορίων και είχε ανακοινώσει ότι η διερεύνηση του θέματος της είχε δημιουργήσει σοβαρές αμφιβολίες ώστε δεν μπορούσε να αποφασίσει ή ότι είχε καταφανώς υπερβεί τις αρμοδιότητές της. 23
Κατόπιν αυτής της γνώμης, το Συμβούλιο της Κοινωνίας των Εθνών θεώρησε ότι δεν είχε αρμοδιότητα να επιληφθεί του θέματος.24
τελευταία αφού έκανε επιτόπιους ελέγχους επιβεβαίωσε ότι ο μεγαλύτερος βραχίονας του ποταμού
είναι ο ανατολικός και χάραξε εκεί το σύνορο. Κατ’ αυτόν τον τρόπο έληξε το θέμα που είχε δημιουργηθεί με την ελληνική προσφυγή στην Κοινωνία των Εθνών.
Η επιτροπή διαχαράξεως υιοθέτησε επίσης κάποιες αρχές που έκτοτε καθορίζουν το σύνορο Ελλάδος-Τουρκίας. Οι πιο σημαντικές είναι οι ακόλουθες:
• Η επιτροπή διαχαράξεως δεν έλαβε υπ’ όψιν τις αμμώδεις εκτάσεις του ποταμού.Προχώρησε στη χάραξη ακολουθώντας τον μέσον ρου του ποταμού ή τον κύριο βραχίονά τους. Βασίσθηκε σε σταθερά σημεία, όπως αυτά ήσαν κατά τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο. Μετά τη χάραξή της η συνοριακή γραμμή αποφασίσθηκε να παραμείνει σταθερή και να μην ακολουθεί τον ρου του ποταμού. Αυτή η πρόβλεψη υπήρχε και στο άρθρο 6 της συνθήκης της Λωζάννης. Είναι ιδιατέρως σημαντική για τον Έβρο η κοίτη του οποίου συχνά μετατοπίζεται κατά τη διάρκεια πλημμυρών.
• Για την εύκολη διαπίστωση του ορίου κατασκευάσθηκε μία σειρά από σταθερά σημεία υπό
μορφή συνοριακών πυραμίδων καθ’ όλο το μήκος των ελληνοτουρκικών συνόρων
• Η κυριαρχία κάθε κράτους εκτείνεται μέχρι το μέσον των γεφυρών που ενώνουν κάθε χώρα.
• Πέραν του Έβρου η επιτροπή προχώρησε στη χάραξη του συνόρου μεταξύ των δύο χωρών και σε απόσταση τριών μιλίων από τις ακτές.
Τα συμπεράσματα της επιτροπής διαχαράξεως των ελληνοτουρκικών συνόρων περιελήφθησαν σε
πρωτόκολλο που υπεγράφη στην Αθήνα την 3η Νοεμβρίου 1926.25
3. Προβλήματα με το ελληνοτουρκικό σύνορο κατά τα μετέπειτα χρόνια
επί Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και ανήκε στους υπό γαλλική ιδιοκτησία “Ανατολικούς Σιδηροδρόμους” (Chemins de fer Orientaux).26 Επρόκειτο για τη γραμμή Αλεξανδρουπόλεως-
Σβίλεγκραντ που βάσει των εδαφικών αλλαγών του 1923 συνέδεε την Τουρκία με τη Βουλγαρία
δια μέσου του ελληνικού εδάφους. Πιο συγκεκριμένα η σιδηροδρομική γραμμή μετά το Σβίλεγκραντ εγκατέλειπε το βουλγαρικό έδαφος και εισερχόταν σε ελληνικό έδαφος (Ορμένιο).
Ακολούθως μετά από 25 χλμ. εξερχόταν του ελληνικού εδάφους στην περιοχή του Κάραγατς και
μετά από 7 χλμ. επανεισερχόταν εκ νέου στην Ελλάδα απ’ όπου εγκατέλειπε το ελληνικό έδαφος στην περιοχή του Πυθίου, 25 χλμ νοτιώτερα. Για να αντιμετωπισθούν πιθανά προβλήματα που θα
δημιουργούσε η ιδιόρρυθμη πορεία της σιδηροδρομικής γραμμής, είχε υπάρξει ειδική πρόβλεψη στη συνθήκη της Λωζάννης. Σύμφωνα με το άρθρο 107:
“οι εκ της Τουρκίας ή της Ελλάδος προερχόμενοι ή εις αυτάς κατευθυνόμενοι ταξειδιώται και εμπορεύματα, κατά την διέλευσιν ή διαμετακόμισιν δια των τριών τμημάτων των Ανατολικών Σιδηροδρόμων των περιλαμβανομένων μεταξύ της ελληνοβουλγαρικής και της ελληνοτουρκικής μεθορίου παρά του Κούλελη-Μπουργάζ, δεν θα υπεβάλλοντο λόγω της τοιαύτης διελεύσεως ή διαμετακομίσεως εις ουδέν τέλος ή δασμόν ουδ’ εις διατύπωσιν τινά εξελέγξεως διαβατηρίων ή τελωνειακού ελέγχου.”
διατάξεων του άρθρου 107 της Συνθήκης της Λωζάννης». Τα προβλήματα από την παράλληλη
χρήση ελληνικού και τουρκικού εδάφους ήσαν όμως αρκετά. Ενδεικτικά αναφέρεται περιγραφή
επεισοδίου το 1927:
“Αι ελληνικαί αρχαί παρεκώλυσαν την διάβασιν σημαιοστολίστου τουρκικής αμαξοστοιχίας μεταφερούσης εις Αδριανούπολιν τουρκικήν επιτροπήν εξ Αγκύρας δια να παραστή κατά τας
εορτάς της επετείου της ανακαταλήψεώς της υπό της Τουρκίας. Ο έλλην στρατιωτικός διοικητής
εις Κούλελι-Μπουργκάς εζήτησεν απλώς να καταβιβασθούν αι τουρκικαί σημαίαι των βαγονιών
κατά τη δι’ ελληνικού εδάφους διαδρομήν της αμαξοστοιχίας και τούτου μη γενομένου απηγόρευσε την διάβασιν των σημαιοστολίστων βαγονιών”27
Το 1938 υιοθετήθηκε νέοτερος κανονισμός που μετρίασε τα προβλήματα. 28 Παράλληλα τα καθήκοντα του Επιτροπού ανατέθηκαν σε μία ελληνοτουρκική επιτροπή. Τελικώς, το 1971 Τουρκία και Βουλγαρία εγκαινίασαν νέο τμήμα σιδηροδρομικών γραμμών μήκους 80 χλμ. Το τμήμα αυτό συνέδεε την Αδριανούπολη απ’ ευθείας με την Τουρκία χωρίς είσοδο στο ελληνικό έδαφος και συνέχιζε επί τουρκικού εδάφους μέχρι τη Βουλγαρία. Το 1975 η Ελλάδα εγκαινίασε τη σιδηροδρομική γραμμή Νέας Βύσσας-Μαρασίων με σκοπό να αποφεύγει την είσοδο των ελληνικών τραίνων σε τουρκικό έδαφος. Έκτοτε το τμήμα της γραμμής Νέας Βύσσας-Κάραγατς-Μαρασίων εγκαταλείφθηκε και έπαυσαν και τα διμερή προβλήματα.
β. Η μετατόπιση της κοίτης του ποταμού
αρχή ότι η Ελλάδα θα κατέχει τη δυτική πλευρά και η Τουρκία την ανατολική. Οι συχνές πλημμύρες
των δύο ποταμών και ιδίως του Έβρου απέδειξε τη σχετικότητα αυτής της ρυθμίσεως. Πιο συγκεκριμένα, είναι συνήθης η μετατόπιση της κοίτης του ποταμού μετά από πλημμύρες. Αυτό είχε
ως αποτέλεσμα με το πέρασμα των ετών, μεγάλες εκτάσεις που ανήκαν στην Ελλάδα να προσκολληθούν στην ανατολική πλευρά του Έβρου. Αντιστοίχως, τουρκικές εκτάσεις
προσκολλήθηκαν στη δυτική πλευρά. Την κατάσταση συχνά επιδείνωνε η δημιουργία αυθαίρετων
τεχνικών έργων, κυρίως προβόλων, με τις οποίες επιχειρείτο άλλοτε η ανάδυση και άλλοτε η προσκόλληση ποτάμιων νησίδων στην ξηρά καθώς και η διάβρωση της απέναντι όχθης με
αντίστοιχη πρόσχωση στην όχθη που κατασκευάσθηκε ο πρόβολος. Επίσης, οι πλημμύρες είχαν ως
αποτέλεσμα πολλά από τα ορόσημα της οριοθετήσεως του 1926 να καταστραφούν. Αυτό οδήγησε
σε συχνές αμφισβητήσεις και προβλήματα, που λύνονταν μεν σε τοπικό επίπεδο αλλά δεν έπαυαν
να δημιουργούν εντάσεις.
γ. Το σχέδιο για ανταλλαγή εδαφών
«Χάρτζα» [Harza] τη σύνταξη μελέτης για την αντιπλημμυρική προστασία των παραποτάμιων
περιοχών και τη διευθέτηση των υδάτων του Έβρου. Απώτερος στόχος ήταν να μετατραπεί ο Έβρος
σε πλωτό ποταμό που θα μπορούσε να εξυπηρετήσει Ελλάδα, Τουρκία έως τη Βουλγαρία. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο Έβρος έχει μέσο βάθος 2-3 μέτρα και δεν έχει καταρράκτες. Κατά τις θερινές περιόδους, όμως, και ιδίως σε έτη ανομβρίας δημιουργούνται αβαθή περάσματα.
και Αίνου. Κατά συνέπεια, θα έπρεπε να καθορισθεί νέο σύνορο μεταξύ των δύο χωρών με εκατέρωθεν ανταλλαγή εδαφών.
για αυτοδιάθεση-ένωση τον Απρίλιο του 1955 εμπόδισε την πλήρη υλοποίηση της συμφωνίας. Οι
κοινές εργασίες εγκαταλείφθηκαν πλήρως και κάθε χώρα συνέχισε μόνη της κάποιες ενέργειες αντιπλημμυρικού χαρακτήρα. Το 1956, μία μεικτή ελληνοτουρκική επιτροπή συμφώνησε να εξετασθεί η πιθανότητα επανοριοθετήσεως κατά μήκος διωρύγων που θα δημιουργούνταν από τις
τομές στον Έβρο.31 Το 1959 σε νέα σύνοδο της μεικτής επιτροπής εξετάσθηκαν τα προβλήματα σε
περιοχές όπου το ελληνοτουρκικό σύνορο δεν συνέπιπτε με τον υδάτινο ρου του ποταμού.32
Αποφασίσθηκε η εκ νέου σήμανση της οριογραμμής βάσει της Συνθήκης της Λωζάννης, η οποία
πραγματοποιήθηκε μάλλον πρόχειρα το 1960 με πασσάλους και αποψιλώσεις. Η πρόχειρη σήμανση
σύντομα καταστράφηκε σε μεγάλο τμήμα της λόγω των πλημμυρών του ποταμού. Παρά την τοποθέτηση νέων πασσάλων σε κάποια σημεία, το πρόβλημα παρέμεινε με αποτέλεσμα να
δημιουργούνται εκατερωθεν αμφισβητήσεις για την ακριβή πορεία του συνόρου.33
Στην περίοδο μεταξύ 1969-1971 υπεγράφησαν μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας τέσσερα πρωτόκολλα
και μία συμφωνία που αφορούσαν στη μεθοριακή ζώνη του ποταμού Έβρου. Πιο συγκεκριμένα
λόγω των συχνών μεταβολών στις κοίτες των ποταμών Έβρου και Άρδα και των δημιουργούμενων
μεθοριακών διαφωνιών αποφασίσθηκε από Ελλάδα και Τουρκία η αποκατάσταση και οριοθέτηση
της μεθορίου βάσει του πρωτοκόλλου του 1926 και των παραρτημάτων του. Σε τέσσερις συναντήσεις σε Αθήνα και Άγκυρα την περίοδο 1969-71 υπεγράφησαν τα ακόλουθα κείμενα:
i. Βασικό πρωτόκολλο (17 Νοεμβρίου 1969): Περιέχει τα γενικά σημεία επί των οποίων συμφώνησαν τα ενδιαφερόμενα μέρη. Το πιο σημαντικό σημείο είναι οι δύο πλευρές αποδέχθηκαν
απολύτως τη συνοριακή διευθέτηση του 1926 ως βάση για οποιαδήποτε συζήτηση. Τα σύνορα του
1926 παραμένουν σταθερά κι δεν επηρεάζονται από τις μεταγενέστερες μεταβολές του ρου του
ποταμού. Επίσης αποφάσισαν να σχηματίσουν μία «κοινή επιτροπή οριοθετήσεως ελληνοτουρκικής μεθοριακής γραμμής» που θα προχωρούσε σε χαρτογράφηση όλου του συνόρου και θα έλυνε τυχόν αναφυείσες διαφορές.
ii. Διοικητικό πρωτόκολλο (4 Ιανουαρίου 1970): Ρυθμίζει τα θέματα που σχετίζονται με τη διέλευση της ελληνοτουρκικής μεθορίου από το προσωπικό που μετέχει στις εργασίες οριοθετήσεως καθώς και τη δραστηριότητα και προσωρινή παραμονή στο έδαφος του άλλου μέρους.
iii. Τεχνικό πρωτόκολλο (4 Ιανουαρίου 1970): Περιλαμβάνει τους βασικούς όρους των προς εκτέλεση εργασιών (κατάρτιση τριγωνομετρικού δικτύου, καθορισμός τρόπου οριοθετήσεως οροσήμων, σύνταξη μεθοριακών χαρτών-συγκρότηση τεχνικών ομάδων κ.λ.π.)
iv. Πρωτόκολλο περί συντηρήσεως οροσήμων (7 Δεκεμβρίου 1971): Ρυθμίζει τα σχετικά με τον τρόπο διαφυλάξεως, ελέγχου συντηρήσεως και αποκαταστάσεως των οροσήμων επί της ελληνοτουρκικής μεθορίου
v. Συμφωνία περί προλήψεως και διευθετήσεως των μεθοριακών επεισοδίων (7 Δεκεμβρίου 1971): Το συγκεκριμένο κείμενο αναφέρεται σε όλα τα καθημερινά μικρά και μεγάλα προβλήματα που είχαν παρατηρηθεί στη μεθοριακή γραμμή Ελλάδος-Τουρκίας. Σε αυτά περιλαμβάνονται η καταστροφή των οροσήμων, διάβαση της μεθορίου χωρίς άδεια, βολές ή βλήματα που διέρχονταν
τη μεθόριο, παραβιάσεις της μεθορίου από εναέρια μέσα, «ομιλίαι, χειρονομίαι, ύβρεις, προκλήσεις
ή απειλαί εκ της μίας πλευράς προς την άλλη εκ μέρους ατόμων ευρισκομένων επί εκατέρας των πλευρών της μεθορίου», φωτογραφήσεις, λαθρεμπόριο και λαθραλιεία. Τρείς διαφορετικές επιτροπές (Μεικτή Ελληνοτουρκική Επιτροπή Μεθοριακού Τομέα, Μεικτή Ελληνοτουρκική Επιτροπή Μεθοριακής Περιοχής, Ανώτατη Ελληνοτουρκική Μεθοριακή Επιτροπή) ανελάμβαναν να λύσουν τα προβλήματα αναλόγως της σπουδαιότητάς τους.
τουλάχιστον επεισόδια με νεκρούς.35 Επίσης, κατά καιρούς έγιναν τεχνικής φύσεως εργασίες όπως
αποψιλώσεις και επισκευή συνοριακών πυραμίδων. Σε εκκρεμότητα παρέμεινε μέχρι προσφάτως
μία πολύ μικρή περιοχή στο δάσος των Καστανιών μεταξύ των συνοριακών πυραμίδων 1 και 2
λόγω εγέρσεως αμφισβητήσεων από πλευράς Τουρκίας.
4. Ως επίλογος: Η ελληνοτουρκική μεθόριος σήμερα
Στη δεύτερη δεκαετία του 21ου αιώνα δύο είναι τα μεγάλα θέματα που σχετίζονται με την ελληνοτουρκική μεθόριο στον Έβρο: Οι πλημμύρες και η λαθρομετανάστευση.
• Παρά τις κατά καιρούς υπογραφείσες συμφωνίες για την αντιπλημμυρική προστασία,κυρίαρχο παραμένει το θέμα της τιθασεύσεως του Έβρου. Ενενήντα χρόνια μετά την υπογραφή της συνθήκης της Λωζάννης ο ποταμός εξακολουθεί να πλημμυρίζει μεγάλες εκτάσεις στις παρόχθιες περιοχές. Η αντιμετώπισή του απαιτεί συντονισμένη δράση Ελλάδος, Τουρκίας και Βουλγαρίας. Βάσει των σημερινών δεδομένων περιβαλλοντικής προστασίας αποτελεί μάλλον ευτυχές γεγονός ότι για πολιτικούς λόγους δεν εφαρμόσθηκε πλήρως η μελέτη της αμερικανικής εταιρείας «Χάρτζα». Οι τομές και οι διώρυγες που προβλέπονταν, θα οδηγούσαν σε μεγάλη αύξηση της ταχύτητας των υδάτων του ποταμού με συνέπεια τη γρήγορη διάβρωση του εδάφους στην περιοχή του δέλτα του Έβρου. Η περιοχή του δέλτα σήμερα θεωρείται υγροβιότοπος διεθνούς οικολογικής σημασίας με
συνολική έκταση 95.000 στρεμμάτων (80.000 χερσαία και 15.000 στρ. υδάτινη επιφάνεια).
Περιλαμβάνεται στον κατάλογο των προστατευόμενων περιοχών της Διεθνούς Σύμβασης Ραμσάρ (1971), έχει χαρακτηρισθεί Ζώνη Ειδικής Προστασίας και προτείνεται ως Τόπος Κοινοτικού Ενδιαφέροντος στο Δίκτυο Natura 2000.36
• Η σχετική αποκατάσταση των ελληνοτουρκικών σχέσεων μετά το 1999 συνέβαλε στην ελάττωση των επεισοδίων στην περιοχή της ελληνοτουρκικής μεθορίου στον Έβρο. Στα νέα προβλήματα που ανεφύησαν πιο σοβαρό είναι αυτό της λαθρομεταναστεύσεως. Η περιοχή του τριγώνου του Κάραγατς μετά το 2006 κατέστη η κύρια πύλη εισόδου παρανόμων μεταναστών στην Ελλάδα. Η κατάσταση συνεχίσθηκε μέχρι το 2012 οπότε και τοποθετήθηκε στην περιοχή από ελληνικής πλευράς φράχτης από συρματόπλεγμα ενώ παράλληλα διανοίχθηκε αντιαρματική τάφρος κατά μήκος των ελληνοτουρκικών συνόρων εντός ελληνικού εδάφους. Αυτά τα μέτρα σε συνδυασμό με την αυστηρή αστυνόμευση της περιοχής οδήγησαν στον σχεδόν απόλυτο αποκλεισμό εισόδου παρανόμων μεταναστών από το συγκεκριμένο τμήμα της ελληνοτουρκικής μεθορίου.
Το πιο σημαντικό, όμως, συμπέρασμα που προκύπτει από τη μελέτη του καθεστώτος των ελληνοτουρκικών συνόρων είναι άλλο. Οι προβλέψεις της συνθήκης της Λωζάννης για το καθεστώς
ήσαν ουσιαστικά τρείς: α) η αποστρατιωτικοποίηση της περιοχής, β) η οριοθέτηση επί του εδάφους
του ελληνοτουρκικού συνόρου και γ) η διευθέτηση της σιδηροδρομικής διασυνδέσεως της περιοχής. Θεωρητικώς οι προβλέψεις της συνθήκης ήσαν αρκούντως λεπτομερείς για να μη δημιουργηθούν προβλήματα. Στην πράξη, όμως, η εφαρμογή των σχετικών διατάξεων υπήρξε δυσχερής και στις τρείς περιπτώσεις με πλέον σημαντική αυτή της οριοθετήσεως επί του εδάφους του ελληνοτουρκικού συνόρου. Ειδικώς, η συγκεκριμένη οριοθέτηση θα έπρεπε να είναι θέμα δευτερεύουσας σημασίας με εντελώς τεχνικά χαρακτηριστικά. Η πραγματικότητα αυτή αποδεικνύει πως όσο ακριβή και λεπτομερή και να είναι τα κείμενα διεθνών συμβάσεων, εφ’ όσον μεταξύ των ενδιαφερομένων πλευρών επικρατεί δυσπιστία ή κακή πίστη, θα βρεθεί έδαφος για να δημιουργηθούν προβλήματα. Υπ’ αυτό το πρίσμα τα όσα συνέβησαν με την οριοθέτηση του ελληνοτουρκικού συνόρου αποτελούν μικρογραφία των όσων συμβαίνουν επί χρόνια μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας με τα θαλάσσια όρια στο Αιγαίο.
Νοεμβρίου 1922.
6 Βλ. άρθρα 100-108 της συνθήκης Ειρήνης των Βερσαλλιών.
Βουλγαρίας-το ζήτημα της βουλγαρικής οικονομικής διεξόδου στο Αιγαίο (1919-1920), εκδόσεις Gutemberg, Αθήνα, 1997, σελ. 209-252.
8 Βλ. XVII Πρωτόκολλον σχετικόν προς την εν Σέβραις συναφθείσαν Συνθήκην την 10ην Αυγούστου 1920 μεταξύ των Προεχουσών Συμμάχων Δυνάμεων και της Ελλάδος περί προστασίας των εν Ελλάδι
Μειονοτήτων και προς την υπό την αυτήν χρονολογίαν συναφθείσαν συνθήκην μεταξύ των αυτών
δυνάμεων εν σχέσει προς την Θράκην.
9 Βλ. παρατήρηση Nintchitch, Συνδιάσκεψη της Λωζάννης, απογευματινή σύνοδος της 22ας Νοεμβρίου 1922.
ελληνοτουρκική μεθόριο του Έβρου», Η αποστρατικοποίηση των Ελληνοτουρκικών Συνόρων, επιμ.
Μανωλοπούλου-Βαρβιτσιώτη, Κ., Ροζάκης, Χ., Πάντειος Ανώτατη Σχολή Πολιτικών Επιστημών, Αθήνα,1977.
11 Η ελληνική μετάφραση της Συμβάσεως περί της Μεθορίου της Θράκης χρησιμοποιεί τον όρο
ουδετεροποίηση (neutralization) αντί του ορθού αποστρατιωτικοποίηση (demilitarization) που αναφέρεται και στο πρωτότυπο κείμενο. Η ουδετεροποίηση μίας περιοχής ή η ουδέτερη ζώνη αναφέρεται στο εδάφους ενός κράτους, όπου δεν επιτρέπεται η είσοδος στρατιωτών ή η δημιουργία στρατιωτικών εγκαταστάσεων.
Ουδέτερη ζώνη συγκροτείται για να προσφέρει προστασία σε άμαχο πληθυσμό κατά τη διάρκεια
πολεμικών γεγονότων.
13 Βλ. ενδεικτικά βρετανικά αρχεία FO 286/913, Disclosure No 2 in Constantinople despatch No 785 of 1924, 17 Οκτωβρίου 1924.
14 Βλ. “Σύμφωνο μη επιθέσεως μεταξύ της Βουλγαρίας και των κρατών της βαλκανικής συμμαχίας», Θεσσαλονίκη, 31 Ιουλίου 1938.
16 League of Nations Official Journal, τόμος 7, Απρίλιος 1926, σελ. 511-516, «Delimitation of the frontier between Greece and Turkey: question of the Maritza». Βλ. επίσης προσφυγή της Ελλάδος στο Συμβούλιο League of Nations, Document C100.1926.VII.
18 Πρόκειται για γερμανικό όρο ο οποίος προσδιορίζει είτε (α) τον δίαυλο που ακολουθεί τα πιο βαθιά σημεία ενός ποταμού είτε (β) τη γραμμή πλεύσεως του ποταμού είτε (γ) τη μέση γραμμή του πλωτού διαύλου του ποταμού. Για περισσότερα βλ. Δίπλα, Χ., Η χάραξη των συνόρων στους διεθνείς ποταμούς και λίμνες, εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή, 1990, σελ. 33-42.
19 Επρόκειτο για συμφωνία των αρχών της διασυμμαχικής Θράκης με τον Κυριάκο Παπαθανασίου την 19η Φεβρουαρίου 1920. Περιλαμβάνεται στον φάκελο που τηρείται στην Κοινωνία των Εθνών υπό τα στοιχεία Delimitation of the Frontier between Greece and Turkey, Question of the Maritza., αρ. 8.
23 Delimitation of the Frontier between Greece and Turkey, Question of the Maritza, League of Nations Official Journal, Τόμος 7, 529 (1926), Exhibit-LE 13/12. Βλ. επίσης σχετ. παρατηρήσεις Νικολάου Πολίτη στο Συμβούλιο της Κοινωνίας των Εθνών, 28 Σεπτεμβρίου 1927, League of Nations Official Journal, Vol. 8, October 1927, σελ. 1469. Η απόφαση του Συμβουλίου στην υπόθεση της διαχαράξεως των ελληντουρκικών συνόρων στον Έβρο χρησιμοποιήθηκε προσφάτως στη διαιτησία μεταξύ της κυβερνήσεως του Σουδάν και του Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού του Σουδάν, βλ. Μνημόνιο του Λαϊκού Στρατού, 18 Δεκεμβρίου 2008, παρ. 768.
24 Για τον σχολιασμό της αποφάσεως του Συμβουλίου της ΚτΕ βλ. Tenekides, C., “Le conflit de frontières entre la Grèce et la Turquie”, Bulletin de l'Institut Intermediaire International, Τόμος 18, 1928, σελ. 9-18.
26 Το 1929 οι μετοχές των «Ανατολικών Σιδηροδρόμων» μεταβιβάσθηκαν στην επίσης γαλλικής
ιδιοκτησίας «Γαλλοελληνική Εταιρεία Σιδηροδρόμων» για να εξαγορασθούν το 1954 από την ελληνική κυβέρνηση.Ν.Δ. 3023/1954, Περί κυρώσεως της από 7 Μαρτίου 1954 συμβάσεως μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου και της Γαλλοελληνικής εταιρείας Σιδηροδρόμων (Σ.Γ.Ε.) και περί εκχωρήσεως της εκμεταλλεύσεως του Σιδηροδρόμου Αλεξανδρουπόλεως-Σβίλεγκραντ εις τους Σιδηροδρόμους Ελληνικούς Κράτους (ΣΕΚ), ΦΕΚ Α΄ 228/1954.
28 Κυρώθηκε με τον Α.Ν. 1525/1938, ΦΕΚ Α΄ 482/1938.
30 Συμφωνητικόν υπουργών Δημοσίων Έργων Ελλάδος και Τουρκίας δια την κατασκευήν των
αντιπλημμυρικών έργων του ποταμού Έβρου, Κωνσταντινούπολη, 19 Φεβρουαρίου 1955. Συνημμένα στο συμφωνητικό ήσαν (α) Κανονισμός του τρόπου του αμοιβαίου ελέγχου κατασκευής των αντιπλημμυρικών έργων του ποταμού Έβρου και (β) πρόγραμμα κατασκευής αντιπλημμυρικών έργων.
μεταξύ των δύο κυβερνήσεων.
32 Οι περιοχές που εξετάσθηκαν ήσαν α) η περιοχή έναντι του χωριού Πόρος, β) η περιοχή της ποτάμιας νησίδας Αμορίου, γ) η περιοχή Λουλού-Πραγκίου, δ) η ποτάμια νησίδα Δοϊράνη, ε) η (πρώην) ποτάμια νησίδα Νιαζήμ-μπέη στ) η περιοχή που είναι γνωστή ως τσιφλίκι (ή φάρμα) του Νιαζήμ-μπεη ζ) η ποτάμια νησίδα Τσιμπλάκ-αντά και η) το δάσος των Καστανιών.
33 Οι τουρκικές αμφισβητήσεις εντοπίζονται α) στην ποτάμια νησίδα Νιαζήμ-μπέη β) στο τσιφλίκι του Νιαζήμ-μπεη και γ) στο δάσος των Καστανιών που έχει έκταση 150 στρεμμάτων. Στο δασος των
Καστανιών το πρόβλημα δημιουργήθηκε με τη μετακίνηση του ποταμού Άρδα. Η περιοχή όπου
ακολούθως φύτρωσε το δάσος αποσπάσθηκε από τη δυτική πλευρά και προσκολλήθηκε στην ανατολική.
Κατά καιρούς οι κάτοικοι του χωριού Καστανιές ξυλεύουν το δάσος, όπου, όμως υπάρχουν περίπολοι και από τις δύο χώρες. Τα δένδρα τουλάχιστον μέχρι τις αρχές του 2000 ήσαν σημειωμένα με κόκκινους ή μπλέ δακτυλίους.
34 Κυρώθηκε με το νόμο 4334/1963, ΦΕΚ Α΄ 173/1963. Βλ. επίσης πράξη 122 της 2ας Αυγούστου 1963 ΦΕΚ Α’, 124, 17 Aυγούστου 1963, σημείο 11, σελ. 1087
αγελάδες που προέρχονταν από την Τουρκία και είχαν εισέλθει σε ελληνική νησίδα της περιοχής
περνώντας από τα αβαθή. Το αυτοκίνητο στο οποίο επέβαιναν έπεσε σε αρδευτικό χαντάκι με αποτέλεσμα τον θάνατο ενός ατόμου. Το δεύτερο επεισόδιο έγινε την 19η Δεκεμβρίου 1986. Κατόπιν ανταλλαγής πυροβολισμών σκοτώθηκαν ένας έλληνας και δύο τούρκοι στρατιώτες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου