Παρασκευή 18 Οκτωβρίου 2024

ΕΠΟΣ ΤΟΥ ''40 : ΘΕΙΕΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΕΣ...ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΤΙΣ ΒΟΜΒΕΣ - ''ΕΚΕΙΝΕΣ ΤΙΣ ΜΕΡΕΣ ΠΕΡΠΑΤΗΣΕ Ο ΘΕΟΣ ΑΝΑΜΕΣΑ ΜΑΣ''

Στρατιωτικός ιερέας ευλογεί τους οπλίτες πριν από τη μάχη
Από το νεανικό περιοδικό Προς τη Νίκη

Περίοπτη θέση μέσα στην πολλαπλή προσφορά της Εκκλησίας στον Αγώνα του ‘ 40 κατέχει ή δράση τών στρατιωτικών ιερέων στο μέτωπο. Δεκάδες ιερείς φορώντας το χακί διέσχισαν τη γραμμή του πυρός, παρηγορώντας τους τραυματίες και σκορπώντας τόν ενθουσιασμό μέ τά φλογερά τους κηρύγματα. Εξομολογούσαν πολλές φορές ολόκληρο τό στράτευμα και τόνωναν τήν πίστη τών στρατιωτών. Και λειτουργώντας αδιάκοπα, πολλές φορές και σέ ώρα βομβαρδισμού, χάριζαν ώρες πνευματικής ανάτασης στους γενναίους πολεμιστές μας.

Άπό τις μαρτυρίες πού υπάρχουν, ξεχωρίζουμε δύο, χαρακτηριστικές γιά τήν ατμόσφαιρα στό μέτωπο.

*Γράφει ό στρατιωτικός ιερέας Αρχιμανδρίτης π. Χρυσόστομος Δεληγιαννόπουλος1 ότι κατά τήν Εαρινή επίθεση του Μουσολίνι, τό Σύνταγμα όπου υπηρετούσε βαλλόταν άπό οβίδες. Ό συνταγματάρχης απελπισμένος του είπε ότι δεν έπρεπε νά γίνει Θεία Λειτουργία, γιατί ήταν επικίνδυνο. Εκείνος όμως του απάντησε ότι γι’ αυτόν ακριβώς τό λόγο έπρεπε νά γίνει! Καί πράγματι έγινε. Στή διάρκεια της Λειτουργίας ό τόπος αυλακωνόταν άπό τις οβίδες. Μιά οβίδα έγλειψε τόν τοίχο του μικρού δωματίου πού τους χρησίμευε ώς ναός, αλλά δεν έσκασε. Μιά άλλη είχε βυθισθεί πιό πέρα στό χώμα, χωρίς κι αυτή νά κάνει ζημιά. Μιά τρίτη όμως έσκασε λίγο πιό κάτω άπ’ τό δωμάτιο, μέσα σ’ ένα αμπρί2. Καί αύτη σκότωσε τέσσερις άνδρες καί τραυμάτισε άλλους τρεις, πού πήγαν εκεί νά φυλαχθοΰν καί δεν έμειναν στή Θεία Λειτουργία… Τό απόγευμα τους διάβασε τή νεκρώσιμη ακολουθία.

Τήν ίδια εκείνη μέρα ό ιερέας έγραψε μέ συγκίνηση στό ημερολόγιο του: «Τά αεροπλάνα νά μουγγρίζουν… καί ατάραχοι νά τελούμε τήν Θείαν Λειτουργίαν. Ποιον θάρρος μας έδινες, Κύριε, τότε!».

Ό Ανθυπολοχαγός του Πυροβολικού Γεώργιος Παυλίδη ς3 καταθέτει καί τή δική του μαρτυρία γιά τή δράση του ίδιου ιερέα:
«Πρό της εοπιθπέσεως τών Ιταλών της 9ης Μαρτίου 1941 είχαμε καταυλισθεί λίγο πιό κάτω άττ’ τό χωριό Τόσκεσι… Κάναμε τεχνητή άπόκρυψη τών σκηνών καί τών πυροβόλων μέ κλαδιά δέντρων. Μιά βραδιά είχε βρέξει καί δεν ρίξαμε κλαδιά στή σκηνή μας. Τό πρωί ερχόταν ένα αναγνωριστικό (ιταλικό) αεροπλάνο… έπαιρνε φωτογραφί&ς… καί αν άνακά-
λυπταν παραλλαγή του χώρου, έρχονταν και βομβάρδιζαν. Έτσι και τήν ήμερα εκείνη ήλθε, βρήκε τή σκηνή χωρίς καμουφλάζ, τή φωτογράφισε και μετά μιάμιση ώρα… ήλθαν 15-20 στούκας, που κατέβηκαν στά 3Ο-35 μ. χαμηλά… και άρχισαν νά σπέρνουν βόμβες.

…Τρέξαμε νά κρυφτούμε… Έγώ χώθηκα σε ένα σωρό από τσουβάλια… Οι κρότοι ήταν εκκωφαντικοί… Είχε καλυφθεί από καπνούς όλος ο καταυλισμός…

Όπως ήμουνα ξαπλωμένος (ανάσκελα), έβλεπα καθαρά τό αεροπλάνο, τόν αεροπόρο… τά χέρια τον, τις βόμβες. Είπα μέσα μον: Τώρα πιά, «νυν άπολύεις τόν Δουλον σου, Δέσποτα». Επιτέλους, κάποτε …τά αεροπλάνα εφυγαν…
Με δισταγμό σηκώθηκα… Δεν ακουγόταν κανένας θόρυβος. Ησυχία θανάτου. Μονολόγησα: «Έγώ μόνο ζώ». “Ομως, σιγά σιγά έβλεπα νά σηκώνονται μερικά κουρέλια… Λίγο λίγο γέμισε ο τόπος…
Ζητωκραυγές, σταυροκοπήματα παντού. Ό Διοικητής διατάσσει προσκλητήριο. Και τό θαύμα: Μέσα σ΄αυτή τή φωτιά του σιδήρου δέν είχαμε ούτε ενα στρατιώτη… νεκρό ούτε και πληγωμένο…
Ό Διοικητής… δέχθηκε τήν πρόταση μου νά κάνονμε μιά ευχαριστήρια Θεία Λειτουργία. Κοντά μας ήταν ο στρατιωτικός Ιερέας… Συγκεντρωθήκαμε και αποφασίσαμε νά γίνει πρώτα εξομολόγηση… Πράγματι… εξομολογήθηκαν αξιωματικοί και οπλίτες και τό πρωί σε μιά μεγάλη σπηλιά ο π. Χρυσόστομος λειτούργησε. Πρίν άπό τή Θεία Λειτουργία μας μίλησε… Και στό «Μετά φόβου Θεού»… κοινωνήσαμε όλοι.

Δέν θά λησμονήσω εκείνη τή Θεία Λειτουργία. Καθώς προσέρχονταν οί στρατιώτες γιά νά κοινωνήσουν, έκλαιγαν. Και τά δάκρυα τους έπεφταν στην άγια λαβίδα. Ετσι τό Σώμα και τό Αίμα του Χρίστου αναμειγνυόταν μέ τά δάκρυα των στρατιωτών… “Εκείνες τις μέρες περπάτησε ο Θεός ανάμεσα μας…».

Στόν πόλεμο του ’40 μέ ενθουσιασμό προχώρησαν οί φαντάροι μας στή μεγαλειώδη τους επέλαση. Ούτε οι βόμβες και η φρίκη τού πολέμου, ούτε οί στερήσεις ή τό κρύο μπόρεσαν νά τους ανακόψουν. Γιατί οί ιερείς τής Εκκλησίας μας τους κάλυπταν μέ τό τιμημένο ράσο τους. Ζέσταιναν τά παγωμένα τους κορμιά. Καί τόνωναν τίς φοβισμένες τους καρδιές, σταλάζοντας μέσα τους πίστη και θάρρος.



1. Μετέπειτα Μητροπολίτης Αργολίδος
2. Υπόγειο χαράκωμα γιά στρατιώτες της πρώτης γραμμής
3. Μετέπειτα Μητροπολίτης Νικαίας
Πηγή
Ί. Μ. Χατζηφώτη, Ή Εκκλησία στόν αγώνα τοΰ Σαράντα, Έκδ. «Ατλαντίς», Αθήναι, σ. 98-99,154-155.


ΑΙΩΝΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΙΣΤΗ  
ΑΝΤΕΧΟΥΜΕ



ΕΠΟΣ ΤΟΥ '40 : Η ΗΠΕΙΡΟΣ ΠΡΟΜΑΧΟΥΣΑ : ΗΘΙΚΗ ΠΡΟΠΑΡΑΣΚΕΥΗ - ΤΟ ΗΘΙΚΟΝ ΤΩΝ ΣΤΡΑΤΕΥΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΥΙΙΙ ΜΕΡΑΡΧΙΑΣ.

Χαράλαμπος Κατσιμήτρος
Πηγή: Αντιστρατήγου ε.α. Κατσημήτρου Χαραλάμπου, Η ΗΠΕΙΡΟΣ ΠΡΟΜΑΧΟΥΣΑ, Αθήνα 1954, σελ. 54-57

Είναι γνωστόν ότι κατά τας πολεμικάς επιχειρήσεις πρυτανεύει και δεσπόζει όλων των λοιπών παραγόντων, ο παράγων «ηθικαί δυνάμεις».
Τούτο επιβεβαιούται πάντοτε διά μέσου των αιώνων κατά τους διαφόρους πολέμους, καθ’ ούς στρατοί εμπνεόμενοι και εμφορούμενοι υπό ακμαίων ηθικών δυνάμεων, αντιμετώπισαν νικηφόρως ισχυροτέρους και πολυαριθμοτέρους αντιπάλους.
Ιδιαιτέρως διά την ημετέραν μακράν και ένδοξον πολεμικήν ιστορίαν μας, κυραρχεί πάντοτε κατά τους αγώνας του Έθνους ο πρωταρχικός ούτος παράγων «ΗΘΙΚΑΙ ΔΥΝΑΜΕΙΣ» όστις έστεψε με νίκας τα όπλα μας, καίτοι κατά κανόνα ηγωνίσθημεν εναντίον ισχυροτέρων αντιπάλων.
Ο παλαιότερος «Κανονισμός εκπαιδεύσεως του πεζικού διά τον αγώνα», αναγράφει τη πρώτη αυτού σελίδι και ως πρωμετωπίδα του όλου περιεχομένου τα εξής, όσον αφορά τας ηθικάς του στρατεύματος αρετάς:
«Αι ηθικαί δυνάμεις εμψυχούσι την χρήσιν των υλικών μέσων επί του πεδίου της μάχης, κυριαρχούσι των αποφάσεων του ηγήτορος και εμπνέουσι τας ενδοξωτέρας και ευγενεστέρας πράξεις αυταπαρνήσεως και αυτοθυσίας».
Το δόγμα τούτο θα ισχύει πάντοτε και εις τους μελλοντικούς αγώνας, οιανδήποτε εξέλιξιν και αν έχη ο οπλισμός και οιαιδήποτε και αν είναι αι μέθοδοι του αγώνος, αίτινες μεταβάλλονται με την πρόοδον των εφευρέσεων και τεχνικών τελοιοποιήσεων.
Υπάρχουσιν όμως αρχαί τινές του πολέμου, αι οποίαι παρέμειναν σταθεραί και αναλλοίωτοι δια μέσου των αιώνων και θα παραμείνουν αμετάβλητοι και εις το μέλλον, αρχαί βασικαί και ακατάλυτοι, αι οποίαι πάντοτε θα ρυθμίζωσι τας αποφάσεις των ηγητόρων και θα ενασκώσι τυραννικήν ούτως ειπείν επίδρασιν επί των σκέψεων των εν τη λήψει των αποφάσεων.

Ταύτα πάντα έχων υπόψη του και υπό των σκέψεων τούτων αγόμενος ο υπεύθυνος Διοικητής της Μεραρχίας, κατέβαλε πάσαν προσπάθειαν και ειργάσθη πάση δυνάμει, δια την διατήρησιν και εξύψωσιν των ηθικών δυνάμεων των υπό τας διαταγάς του μαχητών, οίτινες επρόκειτο να αγωνισθώσιν ένα αγώνα άνισον, εναντίον υπερτέρου υλικώς και αριθμητικώς αντιπάλου, αλλά τον ευγενέστερον και υψηλότερον αγώνα «υπέρ βωμών και εστιών».
Εξέδωκεν επανειλημμένως διαταγάς προς τας μονάδας, τονίζων την ουσιώδη σημασίαν του παράγοντος των ηθικών δυνάμεων και την καλλιέργειαν και ανάπτυξιν αυτού.
Αλλ’ επειδή αι διαταγαί κατά κανόνα αποτελούσιν άψυχον και νεκρόν γράμμα, μη δυνάμεναι να επιδράσωσιν αμέσως εις την ψυχήν των ανδρών, ο Διοικητής της Μεραρχίας έχων εξ ιδιοσυγκρασίας, εκτός υπηρεσιακής υποχρεώσεως, την έξιν να συναναστρέφηται όσον το δυνατόν συχνότερον μετά των ανδρών των μονάδων και να συνομιλή απ’ ευθείας μετ’ αυτών, δια να γνωρίση, να μελετήση, να επικοινωνήση με τας ψυχάς αυτών, να διαγνώση τας μυχίας αυτών σκέψεις και να ακούση τον πατριωτικόν παλμόν της καρδίας των, επισκέπτετο συχνάκις τας μονάδας και αυτοπροσώπως ωμίλει προς τους άνδρας, δια την ανάπτυξιν του επιθετικού αυτών πνεύματος και την ενίσχυσιν των ηθικών αυτών δυνάμεων.
Ανέφερε εις τας ομιλίας του ταύτας τα ένδοξα κατορθώματα των προγόνων μας από των αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι των καθ’ ημάς και εκάλει αυτούς να φανώσι αντάξιοι αυτών, αγωνιζόμενοι και ούτοι υπέρ της ελευθερίας της Πατρίδος.
Ιδιαιτέρως δε εις τους εξ’ Ηπείρου καταγομένους οπλίτας, οι οποίοι απετέλουν τα 4/5 της δυνάμεως της Μεραρχίας, υπέμνησεν ότι ο αγών τον οποίον πρόκειται να διεξαγάγωμεν και όστις δι’ όλους είναι «Αγών υπέρ βωμών και εστιών» δι’ αυτούς ειδικώς αποτελεί ουχί σχήμα λόγου αλλά κυριολεξίαν.
Διότι πράγματι θα αγωνισθώσιν διά τα χωρία των, δια τα κτήματά των, διά τας οικίας των, δια τους γονείς και τα τέκνα των και τας οικογενείας των εν γένει.
Κατέστησε σαφώς γνωστόν εις αυτούς, ότι δεν πρέπει να πτοούμεθα ούτε να ανησυχώμεν σοβαρώς από την ισχυράν εχθρικήν αεροπορίαν, διότι τα εδάφη επί των οποίων θα αγωνισθώμεν, είνε ορεινά και κεκαλυμμένα κατά το πλείστον υπό πυκνών δασών και θάμνων, τα οποία θα μας καλύπτωσιν εν πλήρει ασφαλεία.
Αφ’ ετέρου έχομεν κατασκευάσει ασφαλή σκέπαστρα επί της γραμμής μάχης, ένθα θα ευρισκώμεθα εν απολύτω ασφαλεία, κατά τον βομβαρδισμόν των αεροπλάνων και την βολήν του πυροβολικού του εχθρού.
Διά τα άρματα μάχης του εχθρού εξήγησε λεπτομερώς και σαφώς εις τους άνδρας ότι ταύτα μόνον εις πεδινόν έδαφος είναι δυνατόν να δράσωσιν, ημείς όμως θα ευρισκόμεθα εις ορεινάς θέσεις κατά το πλείστον απροσίτους εις αυτά.
Όπου δε υπάρχουσι πεδιναί διαβάσεις, έχομεν υπονομεύσει το έδαφος, έχομεν ανεγείρει ανυπέρβλητα φράγματα και έχομεν κατασκευάσει βαθείας και πλατείας τάφρους αδιαβάτους εις αυτά.
Έχομεν συγκεντρώσει εις τας υποχρεωτικάς ταύτας διαβάσεις, το πυρ πολλών πυροβόλων πεδινών, ορειβατικών και αντιαρματικών ως και βαρέων πυροβόλων, τα οποία θα δημιουργήσωσιν εκεί αδιάβατον «ζώνην θανάτου».
Είναι δε τα άρματα μάχης δυσκίνητα εκτός των οδών, και έχουσιν λίαν περιωρισμένον πεδίον ορατότητος και βολής.
Επομένως δεν πρέπει να τα θεωρούμεν ως επικίνδυνον και αήττητον όπλον του εχθρού, ούτε να πτοούμεθα και να ανησυχώμεν εξ αυτού υπερβαλλόντως.
Ούτε την βολήν του εχθρικού πυροβολικού, ελαφρού και βαρέος δεν πρέπει να υπολογίζομεν σοβαρώς, δι’ άπαντας τους ανωτέρω λόγους (ορεινού, δασώδους και κεκαλυμμένου και ασφαλών σκεπάστρων).
Εκ παραλλήλου προς τα ανωτέρω, ο Διοικητής της Μεραρχίας κατά τας επιθεωρήσεις του ταύτας, επέβλεπεν επιμελώς δια την τήρησην των μέτρων υγείας και καλής διαβιώσεως των ανδρών από απόψεως εγκαταστάσεως αυτών εις τους καταυλισμούς και κατασκηνώσεις.
Όλως ιδιαιτέρως επέμενεν εις το ζήτημα της καλής ενδύσεως και υποδήσεως των ανδρών, ίνα διατηρείται αύτη επιμελώς και εις καλήν κατάστασιν, παρεχομένων εις τας μονάδας υπό της Μεραρχίας όλων των απαιτουμένων μέσων και υλικών.
Το ζήτημα της καλής διατροφής των ανδρών ήτο εκ των κυριοτέρων μελημάτων του Διοικητού της Μεραρχίας κατά τας επιθεωρήσεις του ταύτας.
Παρείχοντο όλα τα μέσα• και το συσσίτιον, όπως διεπίστωνεν εκάστοτε, ήτο λίαν επαρκές και κατάλληλον• όπου δε παρετηρούντο παραλείψεις και αμέλειαι, ευτυχώς ελάχισται, ο Διοικητής της Μεραρχίας υπήρξεν αμείλικτος και λίαν αυστηρός.
Η εκπαίδευσις απετέλει επίσης σοβαρόν μέλημα της Διοικήσεως, ιδία δε εις νυκτερινάς ασκήσεις και επιθετικάς ενεργείας, ώστε να διατηρείται πάντοτε το επιθετικόν πνεύμα.
Δια τη ψυχαγωγίαν των ανδρών ελήφθησαν όλα τα δυνατά μέτρα και κατηρτίσθησαν κατά μονάδα υπαίθρια κέντρα (καντίναι, καφφενεία κλπ.) δια τας ανάγκας αυτών, η δε μουσική της Μεραρχίας εκ περιτροπής περιήρχετο τας μονάδας κατά τας ώρας της αναπαύσεως των ανδρών, οπότε διωργανούντο χοροί, άσματα και διασκεδάσεις.
Πολλάκις ο Διοικητής της Μεραρχίας επεδίωξεν να παρευρεθή κατά τας ώρας ταύτας της ψυχαγωγίας των ανδρών, να γευματίσει και διασκεδάση μετ’ αυτών και να απολαύση την ωραίαν εκείνην εικόνα, καθ’ ήν αντικατωπτρίζετω εις το διαυγές βλέμμα των ανδρών, η αδάμαστος θεληματικότης, η σταθερά αποφασιστικότης και η ακατάβλητος ηθική ισχύς αυτών.
Και απήρχετο εκείθεν λίαν ικανοποιημένος και έμπλεως ψυχικών και ηθικών δυνάμεων τας οποίας, μετέδωκαν εις αυτόν οι άνδρες εκείνοι, ανταποδίδοντες τα όσα ούτος έπραξεν υπέρ αυτών.
«Εις τον πόλεμον», λέγει ο διακεκριμμένος Γάλλος Στρατηγός ΝΤΕΜΠΕΝΑΙ, «το στράτευμα αποδίδει εις τον ηγήτορα αυτού έν μέρος του ρευστού το οποίον έλαβε παρ’ αυτού, δίδει ούτως εις αυτόν το αίσθημα της δυνάμεώς του και του τι δύναται να τολμήση. Τίποτε δεν τονώνει περισσότερον τον ηγήτορα, όσον η ενθάρρυνσις, ήν δέχεται εκ των στρατευμάτων του, τίποτε δεν έχει μεγαλυτέραν σημασίαν όσον το να έρχεται συχνάκις εις επαφήν με αυτά, δια να αισθανθή τους παλμούς της καρδιάς των, και να διαπιστώση την κατάστασιν του ηθικού των».
Και τας ωραίας εκείνας εικόνας ενθυμείται και σήμερον και θα ενθυμείται πάντοτε μετ’ ιδιαιτέρας συγκινήσεως ο γράφων τας γραμμάς ταύτας, διότι αποτελούσι τας ωραιωτέρας και καλλιτέρας αναμνήσεις της μακράς του στρατιωτικής ζωής καθ’ ήν μετέσχε 5 πολέμων και έλαβε μέρος εις πολλάς μάχας.
Και ταύτα μεν όσον αφορά το μέτωπον και το ηθικόν των στρατευμάτων της ΥΙΙΙ Μεραρχίας, τα οποία επρόκειτο να αντιμετωπίσει την εχθρικήν εισβολήν.



ΑΒΕΡΩΦ
ΑΙΩΝΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΙΣΤΗ


''ΕΠΟΣ ΤΟΥ 40'' : Η ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΤΩΝ ΕΥΕΛΠΙΔΩΝ ΣΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ ΤΟΥ 1940 ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΕΘΝΙΚΗ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ

Νικόλαος Ιατρούλης (πηγή για τη φωτογραφία:
Οικογένεια Αποστόλου Ζαρκάδα – Βόλος)

Του Ιωάννη Β. Αθανασόπουλου ιστορικού

Όταν κάνουμε λόγο για τον πόλεμο του 1940 και την Εθνική Αντίσταση που ουσιαστικά αποτέλεσε την συνέχειά του, το μυαλό μας πάει συνήθως στον Μεταξά, στον Παπάγο και στις κυριώτερες εθνικές αντιστασιακές οργανώσεις. Όμως η αντίσταση κατά των δυνάμεων του Άξονα είχε και άλλους πρωταγωνιστές που συμμετείχαν εξίσου αποφασιστικά και πρόσφεραν εξίσου σημαντικά.

Το γιατί αυτοί οι πρωταγωνιστές πολλές φορές δεν αναφέρονται καν είναι ένα σημαντικό ερώτημα που σηκώνει μεγάλη συζήτηση. Η αντίσταση του Ιερού Λόχου, της ΙΙΙης Ορεινής Ταξιαρχίας του Ρίμινι, των Ευελπίδων –για τους οποίους θα μιλήσουμε σήμερα- αλλά και του πρώτου ουσιαστικά αντιστασιακού, Ιωάννη Μεταξά αποσιωπάται σα να μην συνέβη ποτέ.

Πως φτάσαμε όμως στον πόλεμο του 1940; Στις 7 Απριλίου του 1939 η Ιταλία αποβιβάζει στρατεύματά της στην Αλβανία χωρίς ουσιαστικά να δεχτεί την παραμικρή αντίσταση. Άλλωστε η Αλβανία ήδη από το 1925 είχε δεσμούς εξάρτησης με την Ιταλία του Μουσολίνι σε τέτοιο βαθμό που σύντομα κατάντησε ιταλικό προτεκτοράτο. Η Αλβανία όμως για τους Ιταλούς ήταν η πύλη για την Ελλάδα. 18 μήνες αργότερα θα ξεκινήσει ο ελληνοιταλικός πόλεμος. Η προετοιμασία των Ιταλών για τον πόλεμο ήταν πρόχειρη όπως πρόχειρη ήταν και η προετοιμασία για την απόβαση στην Αλβανία. Όπως είπε και ο Τσιάνο: «Ακόμη και μία μόνο καλά εξοπλισμένη πυροσβεστική υπηρεσία να είχαν στη διάθεσή τους οι Αλβανοί, θα μας είχαν στείλει πάλι πίσω στην Αδριατική».

Ο πόλεμος κατά της Ελλάδας θεωρήθηκε από τον Μουσολίνι και τους στρατηγούς του ως ένας υγιεινός στρατιωτικός περίπατος καθότι οι σύμβουλοί του τον είχαν πείσει –σε αντίθεση με τις εκθέσεις και τις αναφορές του Γκράτσι από την Αθήνα- πως οι Έλληνες ήταν ένας λαός που δεν του άρεσε να μάχεται και πως το ηθικό του ήταν χαμηλό. Οι αυταπάτες των Ιταλών συνεχίζονταν λέγοντας πως η όλη η επιχείρηση κατάληψης της Ηπείρου θα ολοκληρωνόταν το πολύ μέσα σε 10-15 ημέρες.

Ποια ήταν όμως η αντίδραση των Ευέλπιδων όταν έμαθαν το φθινοπωρινό πρωινό της 28ης Οκτωβρίου την κήρυξη του ελληνοιταλικού πολέμου; Σύμφωνα με τις πηγές ο ενθουσιασμός για τη συμμετοχή τους σε μάχη κατά εισβολέων που εποφθαλμιούσαν εδάφη της πατρίδας ήταν έκδηλος καθότι θα αποτελούσε για αυτούς το βάπτισμα του πυρός. Την περίοδο εκείνη, φοιτούσαν στη Σχολή οι πρωτοετείς Ευέλπιδες που είχαν εισαχθεί στις 2 Οκτωβρίου και αποτελούσαν την Ιη Τάξη. Μαζί τους υπήρχαν οι Ευέλπιδες της ΙΙης Τάξης, που είχαν εισαχθεί στη Σχολή στις 29 Οκτωβρίου 1939 και οι Ευέλπιδες της ΙΙΙης Τάξης που είχαν εισαχθεί την 5η Νοεμβρίου του 1938. Διοικητής της Σχολής Ευελπίδων τη στιγμή εκείνη ήταν ο υποστράτηγος Ναπολέων Μπατάς.

υποστράτηγος Ναπολέων Μπατάς

Με την κήρυξη του πολέμου οι Ευέλπιδες της ΙΙης Τάξης ονομάστηκαν ανθυπασπιστές και έλαβαν φύλλα πορείας για το μέτωπο. Ομοίως ακολούθησαν και οι Ευέλπιδες της ΙΙΙης Τάξης που ονομάστηκαν ανθυπολοχαγοί και από την 29η Οκτωβρίου αποτέλεσαν την Τάξη του 1940 Β’. Οι Ευέλπιδες της Ιης Τάξης, με εξαίρεση τους εξ ιδιωτών προερχομένους, παρέμειναν στη Σχολή και εκπαιδεύονταν εντατικά μέχρι την εισβολή των Γερμανών τον Απρίλιο του 1941. Λίγες μέρες μετά στις 8 Νοεμβρίου ο διοικητής της Σχολής υποστράτηγος Μπατάς λαμβάνει φύλλο πορείας για το μέτωπο και τη θέση του στη σχολή παίρνει ο συνταγματάρχης Πεζικού Αθανάσιος Στυμφαλιάδης.

Οι νικηφόρες μάχες του Ελληνικού Στρατού κατά των Ιταλών συνεχίζονταν μέχρι την εμπλοκή των Γερμανών στον πόλεμο. Η πρώτη σύγκρουση μεταξύ Ελλήνων και Γερμανών γίνεται στις 6 Απριλίου 1941 στη γραμμή Μεταξά. Αν και ο Ελληνικός Στρατός αντιστεκόταν σθεναρά απέναντι σε υπέρτερες γερμανικές δυνάμεις την πρώτη μέρα των συγκρούσεων έχασε δύο από τα οχυρά και στις 9 Απριλίου οι εκεί μαχόμενες ελληνικές δυνάμεις αναγκάστηκαν να παραδοθούν. Οι Γερμανοί συνέχισαν την ίδια ημέρα και κατέλαβαν την Θεσσαλονίκη. Η υποχώρηση των ελληνικών και συμμαχικών στρατευμάτων είχε ξεκινήσει. Στις 15 Απριλίου η γραμμή άμυνας του Ελληνικού Στρατού βρισκόταν στις Θερμοπύλες.

Μέσα στη σύγχυση που επικράτησε από την κατάρρευση του μετώπου και την προέλαση των Γερμανών, η Σχολή Ευελπίδων είχε ξεχαστεί και δεν είχε λάβει διαταγές. Οι Ευέλπιδες ζήτησαν να μεταβούν στις Θερμοπύλες και να ενισχύσουν τις εκεί δυνάμεις αλλά το αίτημά τους απορρίφθηκε από την ηγεσία της Σχολής. Μια ομάδα 9 Ευέλπιδων, με επικεφαλής τον έφεδρο εκ μονίμων υπολοχαγό Μηχανικού Νικόλαο Λυγιδάκη, ζήτησε να επιτραπεί στους πρωτοτετείς Ευέλπιδες να φύγουν από την Αθήνα και να πολεμήσουν μαζί με τον Στρατό. Οι αιτήσεις τους προς τους στρατιωτικούς ακόλουθους της Αγγλικής και Αμερικανικής πρεσβείας δεν έγιναν δεκτές.

Άλλωστε η απόφαση της Στρατιωτικής Διοίκησης Αθηνών ήδη από το βράδυ της 22ας Απριλίου 1941 ήταν οι Ευέλπιδες να χρησιμοποιηθούν για την τήρηση της τάξης στην πρωτεύουσα. Η διαταγή που εξεδόθη την επομένη δεν έγινε δεκτή από τους Ευέλπιδες. Η στάση τους έγινε περισσότερο αποφασιστική μετά το διάγγελμα του Βασιλέως που ανέφερε πως ο ίδιος και η Κυβέρνηση του θα μεταφέρονταν στη Κρήτη για να συνεχιστεί εκεί ο αγώνας. Τότε οι Ευέλπιδες αποφάσισαν να μεταβούν και αυτοί στη Μεγαλόνησο με οποιαδήποτε τρόπο και μέσο, παρά να μείνουν στην Αθήνα. Η ανυπακοή των πρωτοετών ευέλπιδων ανάγκασε τον υπηρεσιακό διοικητή της Σχολής αντισυνταγματάρχη Ευστάθιο Καμαρινό –που αντικαθιστούσε για λίγες μέρες τον συνταγματάρχη Στυμφαλιάδη- να επιχειρήσει ανεπιτυχώς να συλλάβει τον αρχηγό των Ευέλπιδων υπολογαχό Λυγιδάκη. Η ενέργεια αυτή ανάγκασε τους Ευέλπιδες να προβούν σε κατάληψη των πυλών του στρατοπέδου και στην εγκατάσταση ένοπλης φρουράς, ενώ παράλληλα συνέχιζαν τις προετοιμασίες για την αναχώρησή τους.

Για να μεταπείσει τους στασιαστές ευέλπιδες έφτασε στη Σχολή ο Επιτελάρχης της Στρατιωτικής Διοικήσεως Αθηνών συνταγματάρχης Πεζικού Θωμάς Πεντζόπουλος, που στα χρόνια της κατοχής διετέλεσε για μικρό χρονικό διάστημα διοικητής του Αρχηγείου των Εθνικών Ομάδων του ΕΔΕΣ στη Θεσσαλία. Παρά τις πολύωρες διαπραγματεύσεις οι Ευέλπιδες δεν άλλαξαν άποψη και το αίτημά τους έγινε αναγκαστικά αποδεκτό, με το αιτιολογικό πως δεν κανένας δεν έχει το δικαίωμα να στερήσει από τους νεαρούς πρωτοετείς την επιθυμία τους να υπερασπιστούν την πατρίδα τους.

Ξημερώματα της 24ης Απριλίου οι Ευέλπιδες ξεκίνησαν το ταξίδι τους. Για τη μεταφορά τους προχώρησαν σε επίταξη 20 αυτοκινήτων ιδιωτών αλλά και αυτοκινήτων του Ερυθρού Σταυρού. Μαζί τους πήραν και τον ατομικό οπλισμό τους που αποτελούνταν από όπλα Μάουζερ, 3.000 φυσίγγια, 5 οπλοπολυβόλα Λεμπέλ και 200 χειροβομβίδες Μιλς. Η φάλαγγα των αυτοκινήτων που μετέφεραν τους 300 νεαρούς Ευέλπιδες ακολούθησε το δημόσιο δρόμο Αθήνα-Κόρινθος-Τρίπολη. Στις 7 το πρωί έγιναν αντιληπτά από την Γερμανική αεροπορία και βομβαρδίστηκαν στην περιοχή μεταξύ Χιλιμοδίου και Νεμέας, ευτυχώς χωρίς να υπάρξουν απώλειες. Μετά από το δυσάρεστο αυτό γεγονός, αποφασίζουν να μετακινούνται μόνο νύχτα. Έτσι φτάνουν στο Γύθειο το βράδυ της 25ης προς 26ης Απριλίου. Εκεί οι ντόπιοι τους προμηθεύουν με διάφορα φαγώσιμα είδη. Ακολούθως επιβιβάζονται στα καίκια και ξεκινούν το περιπετειώδες ταξίδι για την Κρήτη.

Το πρωί της 27ης Απριλίου το μεγάλο καίκι που μετέφερε 250 Ευέλπιδες έφτασε στα Κύθηρα ενώ το μικρότερο καίκι έφτασε στη δυτική πλευρά του Ακρωτηρίου Μαλέας λόγω του ότι βομβαρδίσθηκε από τα αεροπλάνα των Γερμανών. Την επομένη προσέγγισε και αυτό τα Κύθηρα και ακολούθως και τα δύο μαζί έφτασαν στη Κρήτη. Οι Γερμανοί ανακοίνωσαν ψευδώς μέσω του Ραδιοφωνικού Σταθμού των Αθηνών ότι τα δύο πλοιάρια καταστράφηκαν ολοσχερώς. Ιδιαίτερη σημασία είχε η ανακοίνωση του ραδιοφωνικού σταθμού της Μόσχας για την μετάβαση των Ευέλπιδων στη Κρήτη. Στις 2 Μαίου ο σοβιετικός ανταποκριτής ανέφερε: « Η ψυχή των ηρώων της αρχαίας Ελλάδος δεν έλειψε και από τους σύγχρονους Έλληνες. Μετά την Αλβανία και τα οχυρά, η Κρήτη θα δώση το τελευταίο χτύπημα εις τους Ναζήδες του Χίτλερ. Τα παλληκάρια της, εκείνα που φθάνουν καθημερινά από την Ελλάδα στην Κρήτη, θα πολεμήσουν αποφασιστικά, αν ο Χίτλερ τολμήση να κτυπήση εκεί… 300 Ευέλπιδες πέρασαν από την Ελλάδα στην Κρήτη με την απόφαση να θυσιασθούν, αλλά να μην αφήσουν να περάσει ο εχθρός στη στερνή ελεύθερη γή».

Στις 29 Απριλίου μετά από πολλές ώρες ταλαιπωρίας και κινδύνουν φτάνουν οι ευέλπιδες στη βορειοδυτική Κρήτη και συγκεκριμένα στο μικρό θαλλάσιο χωριό Κολυμπάρι που βρίσκεται 24 χιλιόμετρα δυτικά από την πόλη των Χανίων. Στρατωνίζονται στην Ιερά Μονή της Παναγιάς της Οδηγήτριας συνολικά 300 ευέλπιδες και 10 αξιωματικοί. Στο μοναστήρι οι ευέλπιδες συγκροτήθηκαν σε Τάγμα 2 λόχων και ξεκίνησαν εντατική εκπαίδευση σε αντικείμενα κυρίως πεζικού μέχρι την 16η Μαίου. Ακολούθησαν εξετάσεις και είχε προγραμματισθεί την 20η Μαίου να ορκιστούν και να λάβουν φύλλα πορείας ώστε να παρουσιαστούν την ίδια ημέρα στα 8 Συντάγματα Πεζικού του νησιού.

Από το πρωί της 20ης Μαίου ωστόσο, οι Γερμανοί ξεκίνησαν τις πρώτες επιθέσεις τους. Η μάχη της Κρήτης μόλις ξεκινούσε. Μετά από έντονο βομβαρδισμό των αεροπλάνων της Λουφτβάφε Γερμανοί αλεξιπτωτιστές της 7ης Αεροκίνητης Μεραρχίας ρίχνονται στα αεροδρόμια Μάλεμε, Χανίων, Ρεθύμνου και Ηρακλείου. Γενικά οι δυνάμεις των Γερμανών ήταν συντριπτικά υπέρτερες σε σχέση με αυτές των Ελλήνων και των συμμάχων. Για να αντιληφθούμε την διαφορά μόνο στα εναέρια μέσα οι σύμμαχοι διέθεταν μόνο 36 αεροσκάφη ενώ οι επιτιθέντες Γερμανοί διέθεταν 300 βομβαρδιστικά μεγάλης εμβέλειας, 200 με 300 βομβαρδιστικά καθέτου εφορμήσεως και περισσότερα από 300 μαχητικά.

Παρόλα αυτά, οι επιθέσεις της πρώτης μέρας είχαν τεράστιες απώλειες για τους Γερμανούς. Στα Χανιά ρίφθηκαν από τα αεροσκάφη της Λουφτβάφε περίπου 2.000 αλεξιπτωτιστές που υπέστησαν σοβαρές απώλειες γεγονός που οδήγησε σε αποτυχία τις προσπάθειες του εχθρού να καταλάβει την πόλη των Χανίων καθώς και τον έλεγχο των δρόμων που οδηγούσαν στη Σούδα. Παρόμοια αρνητικά αποτελέσματα είχαν οι επιθέσεις των Γερμανών σε Ρέθυμνο και Ηράκλειο. Μονο στο Μάλεμε κατόρθωσαν να καταλάβουν την ανυπεράσπιστη δυτική πλευρά του αεροδρομίου.

Οι Ευέλπιδες την πρώτη μέρα των επιθέσεων των Γερμανών βρίσκονταν στο Κολυμπάρι. Με τον βομβαρδισμόοι 2 λόχοι των Ευέλπιδων εγκαταστάθηκαν αμυντικά στα νοτιοδυτικά υψώματα της Χερσονήσου Ροδοπού. Εναντίον τους κινήθηκε ένα εμπειροπόλεμο τμήμα αλεξιπτωτιστών, το οποίο ήρθε σε επαφή με τους αμυνόμενους ευέλπιδες στα υψώματα της Μονής Γωνιάς. Αυτή η μάχη αποτέλεσε το βάπτισμα του πυρός για τους Ευέλπιδες. Ο πρώτος νεκρός των ευέλπιδων ήταν ο Νικόλαος Ιατρούλης, εύελπις Ιης Τάξης που ανήκε στον 1ο λόχο. Με την επίθεση των υπέρτερων γερμανικών δυνάμεων, μπήκε στο μάχη και ο 2ος λόχος των Ευέλπιδων, που λίγες ώρες μετά έδωσε τον δεύτερο νεκρό της Σχολής, τον εύελπι Ιης Τάξης Γεώργιο Κουβελίδη.

Το απόγευμα της ίδιας μέρας οι Ευέλπιδες βρίσκονταν σε δυσχερή θέση καθώς αφενός είχαν έλλειψη πυρομαχικών και αφετέρου είχαν περικυκλωθεί από τον εχθρό. Για να αποφύγουν την αιχμαλωσία και τον θάνατο, αποφασίστηκε να αποχωρήσουν αθόρυβα την ίδια νύχτα. Με τη βοήθεια των κατοίκων της περιοχής ο διοικητής του λόχου κατορθώνει να περάσει τους Ευέλπιδες μέσα από τις γραμμές του εχθρού με κίνηση προς τα Λευκά Όρη. Έτσι τα ξημερώματα της 21ης Μαίου οι Ευέλπιδες εγκαταστάθηκαν στο χωριό Δελιανά.

Στόχος των Ευέλπιδων ήταν να φτάσουν στη πόλη των Χανίων. Το βράδυ της 28ης Μαίου φτάνουν με κόπο στα Σφακιά. Εκεί ο διοικητής της Σχολής αντισυνταγματάρχης Λουκάς Κίτσος ενημερώνει τους στρατιώτες του πως σύμφωνα με διαταγή της Κυβέρνησης η Σχολή διαλύεται ενώ δόθηκαν διαταγές σε όσους ευέλπιδες το επιθυμούσαν να αναπτύξουν αντάρτικη δράση στα βουνά της Κρήτης. Όσοι επέζησαν επέστρεψαν στην Ελλάδα και συμμετείχαν στην αντίσταση, ενώ από τους πρωτοετείς ευέλπιδες 12 μόνο κατόρθωσαν να διαφύγουν στη Μέση Ανατολή με επικεφαλής τον ανθυπολοχαγού Πεζικού Κωνσταντίνο Πρασσά. Εκεί δημιούργησαν τον θρυλικό Ιερό Λόχο με διοικητή τον συνταγματάρχη Χριστόδουλο Τσιγάντε και συμμετείχαν μεταξύ άλλων σε καταδρομικές επιδρομές που ελευθέρωσαν τα νησιά του Αιγαίου, ενώ κάποιοι έφτασαν στο Ρίμινι της Ιταλίας και πολέμησαν τους Γερμανούς.

Στην Ελλάδα, οι ευέλπιδες εντάχθηκαν μαζικά στην αντίσταση. Άλλοι εντάχθηκαν στον ΕΛΑΣ και άλλοι στις Εθνικές Ομάδες του ΕΔΕΣ καθώς και στο 5/42 Σύνταγμα Ευζώνων της ΕΚΚΑ. Επίσης ευέλπιδες ενετάχθησαν στην ΠΑΟ για όσο αυτή επέζησε αλλά και στις Εθνικές Ομάδες Αντίστασης στην Πελοπόννησο, καθώς και στις οργανώσεις Βρεττάκου και Γιαννακόπουλου μετά τη διάλυση των Ομάδων από τον ΕΛΑΣ.

Επίσης πολλοί ευέλπιδες παρέμειναν στην πρωτεύουσα και εντάχθηκαν στις αστικές οργανώσεις. Οι περισσότεροι συμμετείχαν στην «Χ» του Γεωργίου Γρίβα αλλά και στην οργάνωση Ρωμυλία, Αυλών και Νήσοι, γνωστότερη με τα αρχικά της ΡΑΝ, επικεφαλής της οποίας ήταν ο συνταγματάρχης Κωνσταντίνος Βεντήρης. Λιγότεροι ευέλπιδες πρόσφεραν υπηρεσίες στους συμμάχους για λογαριασμό είτε της Ιντέλιτζενς Σέρβις είτε της SOE, αναλαμβάνοντες αποστολές κατασκοπίας και δολιοφθορών κατά των κατακτητών. Συνολικά εντάχθηκαν στην Εθνική Αντίσταση 268 Ευέλπιδες ενώ διέφυγαν στη Μέση Ανατολή 154.

Στις αρχές του 1944 κάποιοι αναγκάστηκαν να ενταχθούν στα Τάγματα Ασφαλείας καθώς το τότε κατοχικό Υπουργείο Εθνικής Άμυνας υπερψήφισε αναγκαστικό νόμο που υποχρέωνε τους ευέλπιδες να στρατολογηθούν στα Τάγματα. Επιπλέον, σύμφωνα με Νομοθετικό Διάταγμα της κατοχικής κυβέρνησης Ράλλη, όσοι ευέλπιδες συμμετείχαν στην Αντίσταση διαγράφονταν από τα Μητρώα του Υπουργείου Εθνικής Αμύνης και δημεύονταν η περιουσία τους. Σκοπός του εν λόγω νομοθετήματος ήταν να περιορίσει τη συμμετοχή των ευέλπιδων στην αντίσταση κατά του άξονα. Τα διατάγματα αυτά ωστόσο ακυρώθηκαν μεταπελευθερωτικά από την πρώτη ελεύθερη κυβέρνηση.

Παράλληλα ιδιαίτερα σημαντική ήταν η παρουσία των Ευέλπιδων στη Μέση Ανατολή, με αποκορύφωμα τη συμμετοχή τους σε όλες τις επιχειρήσεις του Βασιλικού Ελληνικού Στρατού Μέσης Ανατολής στο πλευρό των Συμμάχων στις πολεμικές επιχειρήσεις στη Βόρεια Αφρική με την Ιη Ελληνική Ταξιαρχία στο Ελ Αλαμέιν το φθινόπωρο του 1942, στην Ιταλία με την 3η Ορεινή Ταξιαρχία του Ρίμινι το φθινόπωρο του 1944 καθώς και στα νησιά του Αιγαίου, με τον Ιερό Λόχο το φθινόπωρο του 1943 και στις επιχειρήσεις του 1944. Οι συνολικές απουσίες των Ευέλπιδων στη Μέση Ανατολή ήταν μόλις 3 νεκροί.

Κατά την απελευθέρωση τον Οκτώβριο του 1944 και την αποχώρηση των Γερμανών δυνάμεις του ΕΛΑΣ κατέλαβαν τα κενά κτίρια της Στρατιωτικής Σχολής Ευελπίδων. Η ενέργεια αυτή προκάλεσε τις έντονες αντιδράσεις του διοικητή της Στρατιωτικής Διοικήσεως Αθηνών υποστράτηγου Παναγιώτη Σπηλιωτόπουλου καθώς και μελών της εξόριστης Ελληνικής Κυβερνήσεως του Γεωργίου Παπανδρέου. Οι αντιδράσεις οδήγησαν στην αποχώρηση των συνταγμάτων του ΕΛΑΣ και από τις 14 Οκτωβρίου η Στρατιωτική Διοίκηση Αθηνών εξέδωσε επείγουσα διαταγή επαναλειτουργίας της Σχολής ώστε να συνεχιστεί η φοίτηση των ευέλπιδων της Ιης και ΙΙης Τάξεως που είχε διακοπεί λόγω της επιθέσεως των Ιταλών. Νέος διοικητής της Σχολής τοποθετήθηκε ο συνταγματάρχης Πυροβολικού Δημήτριος Σαρακατσάνης.

Έτσι από τις 19 Οκτωβρίου η λειτουργία της Σχολής συνεχίστηκε ύστερα από 3,5 χρόνια. Λόγω της συμμετοχής όμως πολλών ευέλπιδων στον Ιερό Λόχο, στη 3η Ορεινή Ταξιαρχία Ρίμινι καθώς και στις αντιστασιακές οργανώσεις, παρουσιάστηκαν στην επαναλειτουργία της Σχολής μόνο 117 Ευέλπιδες της ΙΙης Τάξης σε σύνολο 322 και 139 ευέλπιδες της Ιης Τάξης σε σύνολο 326.

Η εύρυθμη λειτουργία της Σχολής ωστόσο κράτησε λιγότερο από δύο μήνες. Στις 7 Δεκεμβρίου 1944 και ενώ είχαν ξεκινήσει οι ένοπλες συγκρούσεις στην πρωτεύουσα, ο ΕΛΑΣ επιτέθηκε εναντίον της απομονωμένης Σχολής. Οι αμυνόμενοι ευέλπιδες που είχαν την ενίσχυση ανδρών της Βασιλικής Χωροφυλακής αλλά και μιας Βρετανικής μονάδας αρμάτων που στρατωνίζονταν τότε στη Σχολή, προέβαλαν αντίσταση. Υπήρχαν 17 τραυματίες και 2 νεκροί, ο υπολοχαγός Πεζικού Αθανάσιος Ράντος και ο εύελπις Ιης Τάξης Δημήτριος Πούλος.

Το πρωί της 11ης Δεκεμβρίου, κατόπιν διαταγής του στρατηγού Σκόμπυ, το προσωπικό της Σχολής εκκένωσε τις εγκαταστάσεις και με τη βοήθεια ενός αγγλικού λόχου μεταφέρθηκε στα Παλαιά Ανάκτορα. Οι εγκαταστάσεις καταλήφθηκαν από τμήματα του ΕΛΑΣ τα οποία προξένησαν σοβαρές ζημιές, με κυριότερη την καταστροφή του ιστορικού αρχείου της Σχολής.

Στα τέλη του μήνα εξεδόθη Βασιλικό Διάταγμα και νόμος της Κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας που καθόριζε την προαγωγή 166 Ανθυπασπιστών της ΙΙης Τάξης σε Ανθυπολοχαγούς και την προαγωγή 146 μαθητών της Ιης Τάξης σε Ανθυπασπιστές Πεζικού. Μετά από αυτές τις ενέργειες οι μαθητές της Σχολής διατέθηκαν στα Τάγματα Εθνοφυλακής και σε Κέντρα Εκπαίδευσης.

Έτσι μέχρι τα μέσα του Φεβρουαρίου 1945 η Σχολή συνέχιζε να υπολειτουργεί ενώ σταδιακά επέστρεφαν στην Ελλάδα παλαιοί μαθητές της που συμμμετείχαν στον Ιερό Λόχο και στην 3η Ορεινή Ταξιαρχία, και τοποθετούνταν σαν Αξιωματικοί πλέον σε ανάγκες της Σχολής. Επιπλέον, η έδρα της Σχολής επέστρεψε στις μόνιμες εγκαταστάσεις της σε κτίρια του Πεδίον του Άρεως ξεκινώντας παράλληλα την αποκατάσταση των ζημιών που είχαν διαπράξει τα τμήματα του ΕΛΑΣ κατά το δεκεμβριανό κίνημα. Τη φρούρηση του στρατοπέδου της Σχολής Ευελπίδων καθόλη τη διάρκεια του 45 είχε αναλάβει αρχικά η Χωροφυλακή και ακολούθως η Εθνοφυλακή.

Εν κατακλείδι, από την κήρυξη του ελληνοιταλικού πολέμου την 28η Οκτωβρίου 1940 μέχρι και την λήξη των επιχειρήσεων του Ιερού Λόχου την 9η Μαίου 1945, οι απώλειες των Ευέλπιδων ήταν σοβαρές καθώς συνολικά υπήρξαν 55 νεκροί και αγνοούμενοι. Ενώ στάλθηκαν ως όμηροι τουλάχιστον 7 ευέλπιδες σε διάφορα Στρατόπεδα Συγκέντρωσης του Άξονα.






Τετάρτη 16 Οκτωβρίου 2024

ΕΠΟΣ ΤΟΥ '40 : Η ΗΠΕΙΡΟΣ ΠΡΟΜΑΧΟΥΣΑ, ΗΘΙΚΗ ΠΡΟΠΑΡΑΣΚΕΥΗ - «ΑΙ ΗΘΙΚΑΙ ΔΥΝΑΜΕΙΣ» ΩΣ ΠΑΡΑΜΕΤΡΟΣ ΤΟΥ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΕΝΟΥ ΡΙΣΚΟΥ ΤΟΥ ΣΤΡΑΤΗΓΟΥ ΚΑΤΣΙΜΗΤΡΟΥ

Χαράλαμπος Κατσιμήτρος
Πηγή: Αντιστρατήγου ε.α. Κατσιμήτρου Χαραλάμπου, Η ΗΠΕΙΡΟΣ ΠΡΟΜΑΧΟΥΣΑ, Αθήνα 1954, σελ. 58-59

Ήδη ας εμβαθύνωμεν εις τας σκέψεις και αποφάσεις των τότε αρμοδίων και υπευθύνων δια την Κυβέρνησιν της χώρας και της Ανωτάτης ηγεσίας των ενόπλων δυνάμεων.
Το Γενικόν Επιτελείον Στρατού επί τη βάσει των σταθμητών παραγόντων, εκτιμήσαν καλώς την όλην κατάστασιν και εν γνώσει των ευθυνών αυτού, απεφάσισε να θυσιάση εν μέρος του εθνικού εδάφους (εν ανάγκη) δια το συμφέρον του συνόλου.
Θα μεταφέρωμεν ενταύθα την σχετικήν περικοπήν εκ του εκδοθέντος βιβλίου «Η ΕΛΛΑΣ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟΝ 1940-41» υπό του Αρχιστρατήγου κ.ΠΑΠΑΓΟΥ ΑΛ.
Ούτω εν τη σελίδι 219 του βιβλίου τούτου αναγράφεται:

«Προθέσεις της Ανωτάτης Στρατ. Διοικήσεως
Αι δυνάμεις της Ηπείρου είχον ως αποστολήν την κάλυψιν της Θεσσαλίας από κατευθύνσεως Ιωάννινα – Ζυγός Μετσόβου (κυρία αποστολή) και από Ηπείρου προς Αιτωλοακαρνανίαν (δευτερεύουσα αποστολή)
Αι δυνάμεις όθεν της Ηπείρου είχον ελαστική αποστολήν, ίνα μη αι προσπάθειαι αυτών εις την τοποθεσίαν ΕΛΑΙΑΣ – ΚΑΛΑΜΑ φθείρωσι αυτάς και καταστή προβληματική η ανωτέρω βασική αποστολή.
Η απώλεια εθνικού εδάφους δεν θα είχε τόσην σημασίαν, όσην θα είχεν η αποκοπή δυνάμεων Ηπείρου από των προς Θεσσαλίαν συγκοινωνιών των».
Αλλ’ η VIII Μεραρχία αντί της ελαστικής αποστολής συνεπαγομένης πολλούς κινδύνους και απρόοπτα, προτίμησε την σταθεράν άμυναν, έστω και εναντίον των διαταγών του Γενικού Επιτελείου.
Τα επακολουθήσαντα γεγονότα, εδικαίωσαν τας προβλέψεις του υπευθύνου Διοικητού της Μεραρχίας όστις υπό προσωπικήν αυτού ευθύνην, έσχε την τολμηράν αυτήν πρωτοβουλίαν.
Ο τότε Πρόεδρος της Κυβερνήσεως ΙΩΑΝΝΗΣ ΜΕΤΑΞΑΣ, διαπρεπής κατά πάντα στρατιωτικός, ήτο μάλλον αισιόδοξος, διότι ελάμβανεν υπόψη του και τον αστάθμητον παράγοντα «ηθικαί δυνάμεις». Ούτος κατά τας παραμονάς του πολέμου είπεν εν συνεδριάσει του Υπουργικού Συμβουλίου τα εξής:
«Αν καταφέρωμεν να κρατηθώμεν τας πρώτας δέκα πέντε ημέρας του πολέμου, θα νικήσωμεν».
Κρίνων από γενικωτέρας απόψεως, ο παλαίμαχος ούτος και διακεκριμένος επιτελικός αξιωματικός την όλην κατάστασιν, προέβλεπεν ότι αν αι πρώται μάχαι αποβώσιν ευνοϊκαί υπέρ ημών, θα νικήσωμεν τελικώς, υπονοών δια τούτων την επιτυχή συγκράτησιν του εισβολέως υπό των μονάδων προκαλύψεως κατά τας πρώτας 15 ημέρας, μέχρι ου καταφθάσωσιν εις το μέτωπον αι επιστρατευόμενοι μονάδες του στρατού, οπότε θα ήτο δυνατόν να αναληφθώσιν επιθετικαί επιχειρήσεις νικηφόροι.
Επομένως το προέχων ζήτημα ήτο αν θα αντείχον επαρκώς αι μονάδες προκαλύψεως, μέχρις ού περατωθή η επιστράτευσις και η στρατηγική συγκέντρωσις.
Τούτο άλλως τε εδήλωσεν ούτος βραδύτερον, ως θα ιδώμεν κατωτέρω, την 22 Ν/βρίου, οπότε εξήρε την σθεναράν αντίστασιν των δυνάμεων της Ηπείρου, (VIII Μεραρχίας) ήτις εκάλυψε την συγκέντρωσιν και επιστράτευσιν των δυνάμεων της χώρας.
Ο τότε Αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Ναυτικού Ναύαρχος κ. ΣΑΚΕΛΛΑΡΙΟΥ ΑΛ. γράφει εν τη εκθέσει του τότε, περί της επικρατούσης και εν τω Ναυτικώ ανησυχίας, ως προς την έκβασιν του αγώνος τα εξής:
«Η αγωνία μας επιτείνεται και από το περιωρισμένον των δυνατοτήτων, που είχον αι υφιστάμεναι την επίθεσιν μονάδες του μετώπου, όπως συγκρατήσουν τον εχθρόν μέχρις ότου φθάσωσιν εκεί, αι επιστρατευόμεναι δυνάμεις μας».


ΑΒΕΡΩΦ
ΑΙΩΝΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΙΣΤΗ

ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΕΚΜΑΘΗΣΗΣ ΑΛΒΑΝΙΚΩΝ ΦΙΛΟΞΕΝΕΙ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΣΤΟ ΞΥΛΟΚΑΣΤΡΟ


Σχολείο στο Ξυλόκαστρο εντάσσει την εκμάθηση αλβανικών στο εξωσχολικό πρόγραμμα δραστηριοτήτων.

Μια ενδιαφέρουσα πρωτοβουλία υλοποιείται σε Δημοτικό του Ξυλοκάστρου όπου γονείς και μαθητές καλούνται να μάθουν να μιλάνε αλβανικά. Στο πλαίσιο των ενδοσχολικών δραστηριοτήτων εκτός του σχολικού ωραρίου, το 1ο Δημοτικό Σχολείο Ξυλοκάστρου θα φιλοξενήσει δωρεάν μαθήματα εκμάθησης της αλβανικής γλώσσας. 

Η εν λόγω δράση υλοποιείται από το Δήμο Ξυλοκάστρου Ευρωστίνης που στην ανακοίνωσή του αναφέρει ότι «Με χαρά ανακοινώνουμε τη συνεργασία μας με την Ένωση Αλβανών Εκπαιδευτικών στην Ελλάδα και την έναρξη των δωρεάν μαθημάτων αλβανικής γλώσσας στον Δήμο μας. Η Ένωση Αλβανών Εκπαιδευτικών στην Ελλάδα έχει σαν σκοπό την ενσωμάτωση και την συνύπαρξη των μελών στην ελληνική και ευρωπαϊκή κοινωνία, διατηρώντας παράλληλα την ταυτότητά τους. Τα μαθήματα πραγματοποιούνται εθελοντικά από την δασκάλα, μέλος της Ένωσης, κα Ilira Ndrio Bakali, η οποία προσφέρει τις υπηρεσίες της αφιλοκερδώς, συμβάλλοντας ουσιαστικά στην εκπαιδευτική διαδικασία.»

Τα μαθήματα θα διεξάγονται κάθε Κυριακή πρωί στο 1ο Δημοτικό Σχολείο Ξυλοκάστρου

Όπως διαβάζουμε στην σχετική πρόσκληση, το πρώτο κάλεσμα για τα μαθήματα και τη γνωριμία με την εκπαιδευτικό που θα αναλάβει τη διδασκαλία είναι προγραμματισμένο για την Κυριακή 20 Οκτωβρίου στις 11 το πρωί στο σχολείο. Η επιλογή της εκμάθησης αλβανικών διόλου τυχαία δεν έγινε καθώς όπως τονίζεται και στην ανακοίνωση «Ξεκινήστε να μαθαίνετε Αλβανικά Τα αλβανικά ανήκουν στην οικογένεια των ινδοευρωπαικών γλωσσών και έχουν δανειστεί λέξεις από άλλες γλώσσες,όπως τα ιταλικά, τα τούρκικα και τα σλαβικά. Η γλωσσική δομή είναι ξεχωριστή όπως πολύπλοκη είναι και η γραμματική.»

Το κάλεσμα λοιπόν για όσους επιθυμούν να γνωρίσουν και να μυηθούν στην αλβανική γλώσσα είναι την προσεχή Κυριακή όπου θα γίνει η πρώτη συνάντηση μάθημα με την δασκάλα που ανήκει στην Ένωση Αλβανών Εκπαιδευτικών Ελλάδος. 


 

 https://www.dnews.gr/eidhseis/paideia/494413/mathimata-ekmathisis-alvanikon-diorganonei-dimotiko-sxoleio-sto-ksylokastro?fbclid=IwY2xjawF8bxlleHRuA2FlbQIxMAABHTKIHVcdW6m0rKjqMdt1N8nKlVsI8AXdUofCHKnDkDbCsWLDo4nzCvjPXg_aem_IMb6Jli8J4aFNRUheFJQxQ

Κυριακή 13 Οκτωβρίου 2024

ΠΑΥΛΟΣ ΜΕΛΑΣ...ΑΘΑΝΑΤΟΣ - Η ΘΥΣΙΑ ΤΟΥ ΝΕΑΡΟΥ ΑΥΤΟΥ ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΥ ΑΠΟΤΕΛΕΙ ΣΥΜΒΟΛΟ ΤΟΥ ΑΓΩΝΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΣΩΤΗΡΙΑ ΤΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ (13 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1904)

ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ… 13/10/1904. Θάνατος του Παύλου Μελά .

Ο γενικός αρχηγός των ανταρτικών σωμάτων της Δυτικής Μακεδονίας, Ανθυπολοχαγός Παύλος Μελάς (Μίκης Ζέζας), μετά από πιθανή προδοσία από το Βουλγαρικό Κομιτάτο, κυκλώνεται από τουρκικό απόσπασμα στο χωριό Στάτιστα (Μελάς) Κορεστίων. Μετά από σκληρή μάχη τραυματίζεται σοβαρά και πεθαίνει, ενώ επτά από τους άνδρες του συλλαμβάνονται αιχμάλωτοι. Η θυσία του νεαρού αυτού αξιωματικού αποτελεί από τότε σύμβολο του αγώνα για τη σωτηρία της Μακεδονίας.






ΠΑΥΛΟΣ ΜΕΛΑΣ Η Ζωή και τό Εργο του

Παύλος Μελάς: Δεν υπήκουσα παρά εις μίαν ιδέαν, να φανώ χρήσιμος εις τον πλησίον και τον τόπον μου
Ο Παύλος Μελάς γεννήθηκε στις 29 Μαρτίου 1870 στην Μασσαλία της Γαλλίας. Πατέρας του ήταν Μιχαήλ Γ. Μελάς (1833-1897) και μητέρα του η Ελένη, το γένος Βουτσινά, κόρη γνωστού Κεφαλλονίτη εμπόρου από την Οδησσό.
Ο Παύλος Μελάς κατάγεται από τη μεγάλη και ιστορική οικογένεια των Μελάδων της Ηπείρου, με ρίζες που φθάνουν ως την Κωνσταντινούπολη (πριν την Άλωση), ανάμεσα στις πιο ισχυρές στρατιωτικές και πολιτικές οικογένειες του Βυζαντίου, των Κεφαλάδων ή κατά άλλους των Μελανιάδων (λόγω του χαρακτηριστικού μελαμψού χρώματος του προσώπου τους), ενώ κατά άλλους των Στρατηγόπουλων 1.
Ο πατέρας του Παύλου, στη Μασσαλία, ασχολήθηκε με το εμπόριο και απόκτησε σημαντική περιουσία μεγάλο μέρος της οποίας, σύμφωνα με την παράδοση της οικογένειάς του, διέθεσε για εθνικούς και για κοινωνικούς σκοπούς. Δραστήρια κοινωνικά και εθνικά ήταν και η μητέρα του Παύλου.
Το 1874 η οικογένεια Μελά έρχεται για να εγκατασταθεί μόνιμα στην Αθήνα και κατοικούν στο κτίριο της οδού Πανεπιστημίου όπου βρίσκεται η Αθηναϊκή Λέσχη. Εκεί μεγαλώνει ο Παύλος με τα έξι αδέλφια του, το όμορφο, ψηλό και μελαχρινό αγόρι. Τα καλοκαίρια τους τα περνούν πότε στην Οδησσό και πότε στο Φάληρο, αλλά πιο συχνά στην Κηφισιά όπου ο πατέρας του κτίζει το εξοχικό τους σπίτι. Η μητέρα του, μεριμνά για όλους και για όλα, επιβλέπει και κατευθύνει το υπηρετικό προσωπικό, ράβει και πλέκει η ίδια για τα παιδιά της, φροντίζει για τους φτωχούς και γενικά, προσπαθεί να τους ικανοποιήσει όλους. Τα βράδυα με τον σύζυγο της, ομορφοντυμένη, παραβρίσκεται στις χοροεσπερίδες της κοσμικής – τότε – Αθήνας. Πολλές φορές, με ένα λαντώ (αμαξίδιο της εποχής) παίρνει τα παιδιά της να παίξουν στις εξοχές της Κηφισιάς, του Φαλήρου, του Ελαιώνα ή του Βασιλικού – τότε, Εθνικού σήμερα – Κήπου.
«… Το περιβάλλον του σπιτού του, η εθνική δράσις του πατέρα του, η παρακολούθηση των εθνικών εορτών και τελετών, ενασκούν τεράστια ψυχολογική επίδραση επ” αυτού [του νεαρού τότε Παύλου]. Το τυχαίον αντίκρυσμα πολλών όπλων φυλασσομένων κρυφά εις τα υπόγεια του σπιτιού του και προοριζομένων διά την Κρήτην, αι συζητήσεις περί των εθνικών θεμάτων που ήκουε συχνά εις το σπίτι του την εποχήν εκείνη, μετά τον Ρωσσοτουρκικόν Πόλεμον και την Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου (1878), του επροξένησαν μεγάλη εντύπωσιν. Έκτοτε ήδη ωνειροπόλει να καταταγή εις τον Στρατόν, όταν μγαλώσει, ώστε και αυτός να αγωνισθή διά την επανόρθωσιν των αδικιών …» 2.
Μεγαλώνοντας ο Παύλος αρχίζει να ξεχωρίζει από τα υπόλοιπα αδέρφια του για την προθυμία του, την υποχωρητικότητά του και κυρίως για την καλοσύνη του και το ενδιαφέρον του προς τα μικρότερα παιδιά ή τα ζώα και γενικότερα τους αδυνάτους. Στο σχολείο υποστηρίζει τα μικρότερα και τ” αδύνατα παιδιά όταν τα ενοχλούσαν τα μεγαλύτερα και αργότερα, παλικάρι πια, φροντίζει μια άρρωστη φτωχή δασκάλα, ενώ συνεισφέρει και ενισχύει πρόθυμα, μυστικά, κάθε εθνική και φιλανθρωπική δράση.
Ο Παύλος Μελάς αγαπά με πάθος οτιδήποτε έχει σχέση με την Ελλάδα! Στον πατέρα του οφείλεται το ότι δεν ξεχνάει την γιαννιώτική του καταγωγή και ο μεγάλος πόθος του να ελευθερωθούν τα Γιάννενα. Ακούει με έντονο ενδιαφέρον τις ιστορίες που του λέει ο πατέρας του για τις οικογενειακές περιπέτειες του 1821 και η αγάπη του για την πατρίδα γίνετα όλο και πιο δυνατή. Ο εορτασμός της 25ης Μαρτίου για τον Παύλο είναι μεγάλη ημέρα και συμμετέχει με ιδιαίτερη χαρά και συγκίνηση.
Αυτή η εποχή, που μεγαλώνει ο Παύλος, είναι μια εποχή ιδιαίτερης αναταραχής για τα Βαλκάνια και τους βαλκανικούς λαούς. Από την Κρήτη μέχρι την Βοσνία [οφείλουμε να σημειώσουμε εδώ ότι "Βόσνιοι" ονομάζονται οι εξισλαμισμένοι Σέρβοι!] έχουν ξεσηκωθει με επαναστάσεις ενάντια στον Τούρκο Σουλτάνο και την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η Κρήτη, η Θεσσαλία, η Μακεδονία και η Ήπειρος βρίσκονται ξεσηκωμένες και επαναστατικά αντάρτικα σώματα ξεπηδούν από παντού ζητώντας ελευθερία από τον τουρκικό ζυγό και την ένωση με την «Μητέρα Ελλάδα». Τα σώματα αυτά ενισχύονται διαρκώς από εθελοντές, λαϊκοί και κληρικοί, στρατιωτικοί, χωροφύλακες, φοιτητές, μέχρι παιδιά-μαθητές και γέροι τρέχουν να ποσφέρουν βοήθεια στους υπόδουλους αδελφούς τους. Εθελοντές και βοήθεια με την μορφή εράνων φθάνουν από την Κύπρο, από το εξωτερικό, από παντού! Ταυτόχρονα, μεγάλα συλλαλητήρια ξεσπούν στην Ελλάδα κι ο λαός απαιτεί να κηρύξει η Ελλάδα πόλεμο κατά της Τουρκίας στο πλευρό της Ρωσσίας (έχει ήδη ξεσπάσει ο Ρωσσοτουρκικός πόλεμος). Και ενώ ξεκινάει η επιστράτευση, ο Ρωσσοτουρκικός πόλεμος τελειώνει και υπογραφεται ανακωχή μεταξύ Ρωσίας και Τουρκίας (1878). Ο Ελληνικός Στρατός τελικά βρίσκεται συγκεντρωμένος στη Λαμία, χωρίς να προλάβει να πάρει μέρος στον πόλεμο. Το ώφελος της Ελλάδας από αυτά τα γεγονότα ήταν να επιτύχει αμνηστία για τους αγωνιστές- επαναστάτες της Κρήτης, Θεσσαλίας, Ηπείρου και Μακεδονίας και την αποστολή Χριστιανού Διοικητή στην Κρήτη, και κάποιες αόριστες υποσχέσεις για το μέλλον…
Ο οκτάχρονος – τότε – Παύλος Μελάς πολύ λίγα καταλαβαίνει από τα γεγονότα αυτά, ζει όμως μέσα σ” αυτή την ατμόσφαιρα κι ανυπομονεί να μεγαλώσει για να πολεμήσει κι αυτός. Κάποτε, ψάχνοντας να βρει τον πατέρα του, κατέβηκε στο υπόγειο του σπιτιού τους και με έκπληξή του αντίκρυσε ξύλινες κάσες γεμάτες με όπλα. Ο μικρός Παύλος διακατέχεται από έντονη επιθυμία να τα δει από κοντά, να τ” αγγίξει. Το ίδιο ξαφνιάστηκε και ο πατέρας του που τον βρήκε εκεί. Του εξήγησε ότι αυτά τα όπλα βρισκόταν εκεί για να συγκεντρωθούν και να σταλούν κρυφά στους επαναστάτες της Κρήτης και ότι δεν πρέπει να το συζητήσει με κανέναν αυτό και να το κρατήσει μυστικό. Κι ο μικρός Παύλος φυλάει γερά το μυστικό βαθιά στην καρδιά του αλλά το μυαλό του γυρίζει διαρκώς εκεί, στον αγώνα για την λευτεριά της πατρίδας.
Το 1881 ελευθερώνονται και προσαρτούνται στο Ελληνικό Κράτος η Θεσσαλία και η Άρτα, ενώ το 1885, σαν τελειόφοιτος του Γυμνασίου, ζει έντονα τα γεγονότα της προσάρτησης της Ανατολικής Ρωμυλίας από την Βουλγαρία και την αναταραχή που τα ακολούθησε. Τα πατριωτικά του αισθήματα πληγώνονται και υποφέρει σε μεγάλο βαθμό. Σχεδιάζει να καταταγεί εθελοντής στο Στρατό ή να βγει «αντάρτης» στα ελληνο-τουρκικά σύνορα, να πολεμήσει, αλλά ένα σπάσιμο του ποδιού του τον κρατά τελικά καθηλωμένο στην Αθήνα. Την επόμενη χρονιά (1886), του δίνεται η ευκαιρία να δώσει εξετάσεις για την εισαγωγή του στην Στρατιωτική Σχολή των Ευελπίδων (ΣΣΕ).
Η εισαγωγή του Παύλου Μελά στη Σχολή Ευελπίδων
Η συνειδητή αυτή επιλογή του συμφωνεί απόλυτα με τα ευγενή και υψηλά ανθρωπιστικά του αισθήματα αλλά και τους υψηλούς και ανιδιοτελείς εθνικούς του σκοπούς. Από τις σημειώσεις στο προσωπικό του ημερολόγιο, τρεις μέρες πριν από τις εισιτήριες εξετάσεις στην ΣΣΕ (Αύγουστος 1886) διαβάζουμε:» … Επιλέγων το στάδιο αυτό, δεν υπήκουσα παρά εις μίαν ιδέαν, να φανώ χρήσιμος εις τον πλησίον και εις τον τόπον μου … Αυτή είναι όλη μου η φιλοδοξία και, όπως κάθε καλός στρατιώτης, θέλω να υπηρετήσω την Πατρίδα μου και δι” αυτήν να αποθάνω. Καμιά δυσκολία δεν θα με σταματήσει … Δεν θα υποχωρήσω ποτέ προ των εμποδίων. Προς το παρόν, άλλωστε, δεν θα υποστώ εις την Στρατιωτικήν Σχολήν, παρά πειθαρχίαν, ολίγον σκληράν, και μερικές στερήσεις …» 3.
Τον Σεπτέμβριο του 1886 ο Παύλος γίνεται δεκτός στην ΣΣΕ και ένα πρωινό του ιδίου μήνα, με ανάμικτα συναισθήματα χαράς και λύπης, αποχαιρετά του γονείς και διαβαίνει την πύλη της Σχολής, που εκείνη την εποχή στεγάζεται στον Πειραιά. Ταραγμένος νιώθει ακόμη την παράξενη συγκίνηση με την οποία, πριν να φύγει, είχε φιλήσει το χέρι των γονιών του και στ΄αυτιά του αντηχούν η βραχνη φωνή του πατέρα του που τον συμβουλεύει: «… υποταγή στο καθήκον… “Ετσι θα πάρωμε τα Γιάννενα…», και ο τρυφερός αποχαιρετισμός της μητέρας του: «…ο Θεός μαζί σου, γιέ μου …».
Από τις πρώτες κιόλας μέρες της εισόδου του στην ΣΣΕ, αναγκάζεται -όπως κι οι υπόλοιποι Ευέλπιδες- να προσαρμοστεί, τόσο στο πρόγραμμα όσο και στο πνεύμα της Σχολής. Η ζωή του αλλάζει από τα καθιερωμένα. Το ντύσιμό του, τώρα, είναι το γαλαζόμαυρο αμπέχωνο με τις κίτρινες επωμίδες, το μακρύ παντελόνι και το πηλήκιο της στολής. Το πρωινό εγερτήριο είναι στις 4:30 το πρωί το καλοκαίρι και στις 5 το πρωί τον χειμώνα. Μαθήματα, μελέτη, σκληρά γυμνάσια, κρύο φαγητό, μικρή ψυχαγωγία και σιωπητήριο στις 9.30 μ.μ. Ανάμεσα όμως σ΄αυτά, που αποτελούν το καθημερινό πρόγραμμα του εύελπι, υπάρχουν και τα καψόνια από τους ανωτέρους, που συχνά του φέρνουν δάκρυα στα μάτια, όχι από τον πόνο αλλά από την προσβολή και την οργή που νιώθει, γιατί δεν μπορεί ν΄αντιδράσει. Μόνο να τα εγκαταλείψει όλα μπορεί, αλλά δεν το κάνει, γιατί θα φανεί δειλός και άλλωστε μόνος του αποφάσισε να γίνει στρατιωτικός. Και σφίγγει τα δόντια και υπομένει και ξαφνικά γίνεται άντρας και μαθαίνει να ξεπερνά τις δυσκολίες και να επιμένει στο σκοπό του. Δε λείπουν επίσης και οι επιπλήξεις για τα σφάλματα συμπεριφοράς και οι ποινές – οι καμπάνες – για ό,τι προβλέπει ή και δεν προβλέπει ο κανονισμός. Κρατήσεις, στερήσεις εξόδου, φυλακίσεις και παρουσίαση στο Διοικητή την ώρα της αναφοράς κρίνονται αναγκαία, για να συνηθίσουν το νέο σ΄έναν αυστηρό και πειθαρχημένο τρόπο ζωής γιατί έτσι θα πρέπει να ζει στο εξής. Ευχάριστα διαλείμματα στην αυστηρά προγραμματισμένη ζωή του αποτελούν οι ολιγόωρες εξόδοι της Κυριακής και η άδεια, μια φορά το μήνα, με ή χωρίς διανυκτέρευση.
Στις αρχές Οκτωβρίου 1886 ορκίζεται πρωτοετής Εύελπις.
Η επιστολή που στέλνει στον πατέρα του, μετά την ορκωμοσία του, αντανακλά έντονα τις ιδέες και τα συναισθήματα που κατακλύζουν τον νεαρό Εύελπη, τις μελλοντικές προσδοκίες και τα όνειρά του, αλλά και της αίσθησης της ευθύνης που αναλαμβάνει, παρά το νεαρόν της ηλικίας του. Γράφει λοιπόν:» … Σεβαστέ μου πατέρα … Προχθές το πρωί έδωσα τον νενομισμένον όρκον … Σας βεβαιώ ότι ορκίσθην έχων πλήρη συναίσθησιν των υπό του όρκου επιβαλλομένων καθηκόντων, σταθεράν δεν απόφαση να τα εκτελέσω. Διά τούτο και εκ βάθους καρδίας ωρκίσθην υπακοήν εις τους νόμους της Πατρίδος, σέβας, πίστιν και αφοσίωσιν εις τον Βασιλέα μου, και ότι θέλω υπερασπίσει μέχρι τελευταίας πνοής την σημαίαν και την Πατρίδαν … Πριν τελειώσω την επιστολή μου σας παρακαλώ, Σεβαστέ μου πατέρα, να μ” ευχηθείτε όπως ο Θεός με βοηθήσει να τηρήσω εντίμως τον όρκον μου, μέχρι τελευταίας στιγμής της ζωής μου …» 4.
Με αγωνία περιμένει τον Παύλο η μητέρα του σε κάθε άδειά του κι ενώ τον περιποιείται, προσπαθεί με τρόπο να καταλάβει πώς περνά. Αλλά και ο Παύλος νιώθει μισή τη χαρά της άδειας, αν δεν κατορθώσει να περάσει κάποια ώρα το απόγευμα με τον πατέρα του συζητώντας μακριά από τους άλλους για τα όσα συμβαίνουν γύρω τους. Αλληλογραφεί συχνά με την οικογένειά του και ιδίως με τη μητέρα του και κυρίως, όταν για κάποια απειθαρχία του, χάνει την άδειά του.
Και φθάνει ο πέμπτος και τελευταίος χρόνος. Και ο Παύλος, αφού μαθαίνει τα αποτελέσματα των εξετάσεων, σβήνει με το μολύβι την τελευταία ημέρα στο ημερολόγιό του, ενώ ταυτόχρονα περνούν από μπροστά του τα όσα πέρασε στα πέντε χρόνια των σπουδών του, πού όμως δεν θα ήθελε να ξαναζήσει, έστω και αν τα θυμάται με αγάπη.
Η αποφοίτησή του από την ΣΣΕ και ο γάμος του με την Ναταλία Δραγούμη
Τον Αύγουστο του 1891 και μετά από 5ετή φοίτηση στην ΣΣΕ, ο Παύλος Μελάς αποφοίτησε σαν Ανθυπολοχαγός του Πυροβολικού (ΠΒ). Για τρεις μήνες όμως υπηρετεί σαν απλός στρατιώτης στην αρχή και ως υπαξιωματικός στη συνέχεια, στους στάβλους και στους θαλάμους του Α” Συντάγματος Πυροβολικού.
Για να διοικήσεις αργότερα σωστά, πρέπει να γνωρίζεις και συ αλλά και ο τελευταίος στρατιώτης σου ότι είσαι ικανός για όλα (να περιποιείσαι τα άλογα, να κοιμάσαι σε σανίδες κ.λ.π.). Και κάθε μέρα με τον ίδιο ενθουσιασμό κάνει πρωί και απόγευμα την υπηρεσία του: γυμνάσια, επιθεώρηση, εκπαίδευση ανδρών, θεωρία, βολή. Τους άνδρες του τους γνωρίζει καλά έναν-έναν, τους αγαπάει. Κι αυτοί τον εμπιστεύονται, του φανερώνουν τις στενοχώριες τους, τις σκέψεις τους και τον αποκαλούν πατέρα. Και είναι ακόμη τόσο νέος και είναι η αρχή!
Το ίδιο καλοκαίρι του 1891 που τελειώνει τη Σχολή, γνωρίζει και τη Ναταλία Δραγούμη, που την παντρεύεται τον επόμενο χρόνο, τον Οκτώβριο του 1892. Είναι σε ηλικία 22 μόλις χρονών. Πεθερός του είναι ο Στέφανος Δραγούμης, που ασχολείται με την πολιτική, αλλά και με αρχαιολογικές και γλωσσολογικές μελέτες. Αδερφός της Ναταλίας είναι ο Ίωνας Δραγούμης. Η οικογένεια Δραγούμη κατάγεται απο το Βογατσικό της Μακεδονίας και είναι ένθερμοι πατριώτες, περήφανοι για την καταγωγή τους. Ο γάμος του αυτός, με την Ναταλία, υπήρξε καθοριστικός για τον Παύλο, τόσο για την αποκρυστάλλωση των πατριωτικών του αισθημάτων και πεποιθήσεων προς την Μακεδονία, όσο και για την μετέπειπα σύντομη ζωή του.
Αυτό ομολογεί κι ο ίδιος σε επιστολή του που σώζεται προς τη σύζυγό του, στα οποία μεταξύ άλλων της γράφει: » … τα πολυάριθμα παραδείγματα πατριωτισμού και θάρρους φυσικού, αλλ” ιδίως ηθικού, τα οποία συνάντησα εις την αγαπητήν, την αγία σου οικογένεια μ” εβοήθησαν …»5.
Ο Παύλος συμφωνεί απόλυτα με τη γυναίκα του στις ιδέες, γιατί έχουν υποστεί και οι δύο τον ίδιο τρόπο της πατριαρχικής ανατροφής με τα πολλά και χαρούμενα αδέλφια. Η νέα οικογένεια του Παύλου δεν τον ξεχωρίζει από τα παιδιά της και τα αδέλφια της γυναίκας του λατρεύουν αυτόν τον ψηλό αξιωματικό, το γλυκομίλητο, με το ωραίο πρόσωπο και το λιγερό παράστημα και που στα μάτια τους φαντάζει σαν Εκτορας ή Μάρκος Μπότσαρης ή Αθανάσιος Διάκος. Και η ζωή του κυλά ήρεμα και όμορφα ανάμεσα στην καθημερινή του υπηρεσία στο στρατώνα, στο σπίτι του, στις εκδρομές, στους χορούς και στις συναναστροφές.
Στα μέσα του 1894 γεννιέται το πρώτο του παιδί, ο Μιχαήλ, που τον φωνάζουν χαϊδευτικά Μίκη.
Τη χαρά όμως που νιώθει από τη γέννηση και το μεγάλωμά του γιου του, του τη μειώνει η γενική κατάσταση της πατρίδας του, που δεν είναι καθόλου ικανοποιητική. Η Μακεδονία υπονομεύεται από τη Βουλγαρία, η Κρήτη σιγοβράζει επικίνδυνα κάτω πάλι από Τούρκο επίτροπο, η Κρητική επανάσταση του 1889 μένει αβοήθητη από τον Ελληνικό Στρατό και η οικονομία της χώρας πηγαίνει από το κακό στο χειρότερο. Οταν όμως το 1895 με έξοδα του ηπειρώτη Αβέρωφ αρχίζει να γίνεται το Παναθηναϊκό Στάδιο για τους Ολυμπιακούς Αγώνες που θα γίνονταν το 1896 στην Αθήνα, ο ελληνισμός για λίγο ανασαίνει. Κι όταν ο Μαρουσιώτης Σπύρος Λούης, ανάμεσα σε τόσους ξένους αθλητές έρχεται πρώτος στο Μαραθώνιο δρόμο, ο ελληνισμός μεθάει από τη νίκη και καμαρώνει ξεχνώντας για λίγο τα προβλήματά του!
Το Μαΐο του 1896 ξεσπά καινούρια επανάσταση στην Κρήτη και η αδράνεια του Ελληνικού Στόλου ενοχλεί και στενοχωρεί τον Παύλο, που με τη Χαρτογραφική Υπηρεσία του Στρατού βρίσκεται εκείνη την εποχή στους Μύλους του “Αργους. Στα τέλη του Αυγούστου 1896, η Τουρκία φοβισμένη από τη διακοίνωση των Μεγάλων Δυνάμεων για τις σφαγές των Αρμενίων στην Κων/πολη, παραχωρεί στην Κρήτη ένα είδος αυτονομίας και οι Κρήτες ησυχάζουν. Οταν όμως στο τέλος του Οκτωβρίου 1896 δεν εφαρμόζεται σωστά ο νέος οργανισμός, αρχίζουν καινούριες ταραχές. Η Κρήτη ξεσηκώνεται και στις 25 Ιανουαρίου 1897 η επαναστατική κυβέρνηση κηρύσσει στη Χαλέπα την ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα. Η συμπαράσταση τότε του ελληνικού στόλου είναι άμεση και κατεβαίνει στην Κρήτη, για να εμποδίσει την απόβαση τουρκικού στρατού στις ακτές του νησιού. Ο Παύλος που τον απασχολούν ιδιαίτερα τα εθνικά θέματα, παρακολουθεί με ενδιαφέρον τα γεγονότα της Κρήτης, ενώ ταυτόχρονα ανησυχεί πολύ για τη Μακεδονία, που υποφέρει και από τους Τούρκους και από τους Βουλγάρους. Η ίδρυση της Εθνικής Εταιρείας – 12 Νοεμβρίου 1894 – της μυστικής δηλαδή οργάνωσης – που έχει σαν σκοπό της να βοηθήσει στην επίλυση των εθνικών προβλημάτων με τη στρατιωτική προετοιμασία της χώρας και την ηθική της ανύψωση, τον ανακουφίζει και τον κάνει να ελπίζει για το καλύτερο.
Το «βάπτισμα του πυρός» του Ανθυπολοχαγού (ΠΒ) Παύλου Μελά και η συμμετοχή του στον «άτυχο» πόλεμο του 1897
Ο Παύλος υπηρετεί ως αρχιφύλακας στο Πανεπιστήμιο, όταν τα ξημερώματα της 31ης Ιανουαρίου του 1897 διατάσσεται να επιστρέψει με τους άνδρες του στο στρατώνα του πυροβολικού, γιατί το μεσημέρι της επόμενης ημέρας αναχωρεί στρατός, για να καταλάβει την Κρήτη.

Απογοητευμένος γιατί η δική του μονάδα δε μετέχει σ΄αυτή την επιχείρηση, επιστρέφει στο σπίτι του και ενημερώνει τους δικούς του. Και παρά την πίκρα του, παίρνοντας μέρος στη γενική χαρά γράφει στο σημειωματάριό του «…με κόπο συγκρατω τά δάκρυά μου… Θεέ μου, κάμε να σωθή αυτός ο δυστυχής τόπος… δέν έζησα παρά μέ αυτήν καί δι΄αυτήν την ιδέαν. Και σήμερα ήλθεν επί τέλους η ποθητή στιγμή…».

 

Στο σιδηροδρομικό σταθμό, όπου ο Παύλος κατευοδώνει μια στρατιωτική φάλαγγα, μαθαίνει με χαρά ότι η πεδινή πυροβολαρχία του πρίγκιπα Νικολάου στην οποία υπηρετεί, διατάσσεται ν΄αναχωρήσει το γρηγορότερο για τη Λάρισα. Πετώντας σχεδόν επιστρέφει στο στρατώνα του για να καταλήξει σπίτι του και να παίξει με το γιο του. Πρώτη φορά δεν αισθάνεται λύπη που θα αφήσει τους δικούς του. Μετά τρεις ημέρες επιβιβαζόμενοι σε πλοία στον Πειραιά αναχωρούν και μέσω Χαλκίδας φθάνουν στο Βόλο, απ΄όπου σιδηροδρομικώς καταλήγουν στη Λάρισα, όπου η υποδοχή που τους γίνεται αγγίζει τα όρια της παραφροσύνης. «… Είμαι ευτυχής μόνον μέ τήν ιδέαν ότι είμεθα εδώ διά νά υπερασπίσωμεν την πατρίδα…» γράφει στη γυναίκα του περιμένοντας την έναρξη των πολεμικών επιχειρήσεων, «… από στιγμής εις στιγμήν αναμένομεν να φύγωμεν. Ο Θεός να δώση…».
Στις 5 Απριλίου 1897 αρχίζουν οι εχθροπραξίες. Το τηλεγράφημα του Παύλου που φθάνει στην Αθήνα φανερώνει τον ενθουσιασμό του για το ξεκίνημα του πολέμου «… Ευχηθητε υπέρ πατρίδος μόνον. Ασπάζομαι πάντας. Εύχομαι Μίκης αισθανθή ποτε καί αυτός χαράν μου…»
Ενθουσιασμένος κατά την έναρξη των επιχειρήσεων, πολύ σύντομα και σε λίγες μόνο μέρες γίνεται αφάνταστα πικραμένος, λόγω της τροπής που πήρε για την Ελλάδα ο πόλεμος εκείνος. Μέσα από τα επόμενα γράμματά προς τη γυναίκα του, γραμμένα τα περισσότερα βιαστικά με μολύβι, περνούν τα δυσάρεστα γεγονότα αλλά και τα όσα νιώθει ο ίδιος αυτές τις τριάντα (30) οδυνηρές ημέρες του 1897. Ετσι ο αρχικός του ενθουσιασμός : «… εις ολίγα λεπτά φεύγομεν διά το Μπουγάζι (αριστερά του Τυρνάβου)… Περιττόν να σου ειπω τήν χαράν, την ευτυχία μου….», μετατρέπεται γρήγορα σε απογοήτευση: «… Δεν σου περιγράφω την κατάσταση αυτήν, διότι παραφρονώ όταν την συλλογίζωμαι … 32.000 άνδρες το έκοψαν λάσπη στο άκουσμα πώς έρχονται οι Τούρκοι…». Ύστερα, και πάλι σε καινούρια ελπίδα με τη διαταγή του Διαδόχου : «… ότι θέλομεν υπερασπισθή το έδαφος του Δομοκου …», για να καταλήξει σε λίγο πάλι σε απόγνωση και απελπισία : «.. ήρχισεν η νυκτερινή αυτή υποχώρησις. Φοβερωτέρας ώρας ουδέποτε διηλθον…». Σε άλλο του γράμμα πάλι, καταλήγει: «… Σκέπτομαι αδιάκοπα τα αγαπημένα μου πρόσωπα και παρακαλώ τον Θεόν να μου επιτρέψει να τα ξαναδώ, μόνον αφού σβύσωμεν την φιβεράν ατιμίαν του δυστυχισμένου τόπου μας …» 6.
Τέλος, το τηλεγράφημα του πατέρα του, που έρχεται από την Αθήνα με τα λόγια: «… Απεφασίσθη ανακωχή…» (6η Μαΐου 1897), είναι για τον Παύλο ο ταπεινωτικός επίλογος μιας εκστρατείας, από την οποία περίμενε πολλά!
Κουρασμένος τότε περισσότερο ψυχικά – «… κατόπιν της εκ Δομοκού γενναίας φυγής μας …» – παρά σωματικά, αρρωσταίνει με υψηλό πυρετό. Ανήσυχος ο γιατρός του Συντάγματος τον στέλνει στη Λαμία, όπου στο πλωτό νοσοκομείο «Θεσσαλία» συναντά τη γυναίκα του Ναταλία, η οποία υπηρετεί εκεί ως νοσοκόμος. Τρομαγμένη αντικρίζει τον αδύνατο και εξαντλημένο άνδρα της και σιωπηλή και ξάγρυπνη κάθεται όλη τη νύκτα στο πλάι του, ενώ εκείνος παραδέρνει σε ύπνο ταραγμένο. Φθάνοντας στη συνέχεια στην Αθήνα βρίσκει παρηγοριά στην οικογενειακή θαλπωρή. Δεν μένει όμως πολύ. Σε μία εβδομάδα ζητάει να μετατεθεί στη Λαμία, στις προφυλακές. Κι ενώ υπηρετεί χωρίς απρόοπτα στην πυροβολαρχία του, ένα μήνυμα για την αρρώστια του πατέρα του τον ταράζει. Κατεβαίνει αμέσως στην Αθήνα και τον προλαβαίνει ζωντανό. Σε δυο όμως ημέρες, ο πατέρας του πεθαίνει. Ο θάνατος αυτός, που τον συγκλονίζει, είναι γι΄αυτόν το συμπλήρωμα της εθνικής καταστροφής!
Μετά το θάνατο του πατέρα του ξαναγυρίζει απαρηγόρητος στη Λαμία. Η συγκατοίκησή του με δύο αγαπητούς του συναδέλφους μετριάζει τη βαθιά του λύπη. Χωρίς αυτούς θα είχε παραιτηθεί και θα είχε επιστρέψει στο σπίτι του. Τότε μάλιστα περνά την πιο δύσκολη περίοδο της ζωής του. “Οπως ομολογεί και ο ίδιος «… πότε ειμαι ευχαριστημένος … διότι ελπίζω να διορθωθη αυτή η κατάστασις πότε πάλιν αηδιάζω και απογοητεύομαι καί δέν θέλω ν΄ακούω και να σκέπτωμαι τίποτε …». Παντού όμως και πάντα θυμάται τον πατέρα του, που κοντά του «… ελησμονούσα όλας τάς στεναχωρίας μου …».
Κι ενώ τον πνίγει η μονοτονία της Λαμίας, στις 5 Μαΐου 1898 (έναν χρόνο μετά την ανακωχή του 1897) αρχίζει η εκκένωση του θεσσαλικού κάμπου από τους Τούρκους. Ο Παύλος, έφιππος, επισκέπτεται το χώρο που μόλις έχουν εγκαταλείψει οι Τούρκοι και μεταξύ άλλων γράφει σθγκινημένος στους δικούς του. «… ειναι αδύνατον να σας ειπώ τι αισθάνεται ένας άνθρωπος, όταν επαναβλέπει μέρη και πράγματα παρά τα οποία ησθάνθη συγκινήσεις διά βίου αλησμονήτους …» .
Η 1η αποστολή του Παύλου Μελά στην Μακεδονία
Όπως ήδη αναφέραμε παραπάνω, η πρώτη αποστολή του Παύλου Μελά στην Μακεδονία, ήταν σαν μέλος μιας τετραμελούς ομάδας Αξιωματικών και έγινε με Κυβερνητική εντολή. Οι άδειες που τους δόθηκαν από το Υπουργείο Στρατιωτικών αφορούν τις μετακινήσεις τους μέσα στα όρια του ελληνικού κράτους (αντικειμενικός στόχος τους είναι η περιοχή μεταξύ Μοναστηρίου και Καστοριάς όπου δραστηροποιούνται κύρια οι Βούλγαροι κομιτατζήδες), και τα διαβατήριά τους εκδόθηκαν με ψευδώνυμα. Το ψευδώνυμο που διάλεξε ο Παύλος είναι ΜΙΚΗΣ ΖΕΖΑΣ.
Μίκης, από το όνομα του γιου του Μιχαήλ, που φωνάζουν χαϊδευτικά Μίκη και Ζέζας, από το όνομα της κόρης του Ζωής, που φωνάζουν χαϊδευτικά Ζέζα!
Ο Παύλος ετοιμάζεται με ιδιαίτερη χαρά να εκτελέσει αυτή την αποστολή. Όπως γράφει στο σημειωματάριό του, στις 24 Φεβρουαρίου 1904, «… Σήμερον επί τέλους εκπληρούται ο πόθος μου…». Πριν αναχωρήσει, επισκέπτεται τον τάφο του πατέρα του, που λάτρευε τη Μακεδονία και θυμάται ότι πάνω στο φέρετρό του είχε ορκισθεί και να πεθάνει αν χρειαστεί, γι΄αυτήν. Επιστρέφει στη συνέχεια ήρεμος στο σπίτι του, περνά μερικές ώρες με τους δικούς του κι ενώ τους αποχαιρετά με τα λόγια «Ζήτω η Μακεδονία», ξεκινά συγκινημένος για την επικίνδυνη αποστολή του.
Φθάνοντας στον προορισμό του, μετά από ταξίδι μερικών ημερών, αρχίζει το έργο του. Ενημερώνεται, ζει σε άθλιες συνθήκες, συμπάσχει, παρηγορεί και εμψυχώνει τους τυραννισμένους Έλληνες από χωριό σε χωριό. Συνεχίζει απτόητος και ακούραστος την εκτέλεση της αποστολής του μέχρις ότου κρυπτογραφική επιστολή του “Ιωνα Δραγούμη τον πληροφορεί για την πρόθεση της Αθήνας, ότι «… Η τουρκική πρεσβεία, μαθούσα την παρουσίαν των κ.κ. Μελά και Κοντούλη εις τα πέριξ της Καστορίας, προέβη εις παραστάσεις. Οπως διασκεδασθώσιν αι υποψίαι των Τούρκων εκρίναμεν αναγκαίον νά επιστρέψη προσωρινώς ο κ. Μελάς τουλάχιστον…».
Ο Παύλος αντιδρά βίαια, αρνείται να υπακούσει. Μάταια ένα ημερονύκτιο ο Κοντούλης προσπαθεί να τον μεταπείσει. Μόνον όταν του θυμίζει ότι σαν Αξιωματικός έχει ορκισθεί υπακοή και του τονίζει ότι εξαιτίας του ίσως και να αποτύχει ολόκληρη η αποστολή τους, πείθεται με βαριά καρδιά, να επιστρέψει στην Ελλάδα.
Στις 29 Μαρτίου 1904, Δευτέρα του Πάσχα, ο Παύλος ξαναβρίσκεται επιτέλους με την οικογένειά του στην Αθήνα.
Ο θάνατος του Παύλου Μελά και η σημασία του για τον αγώνα στην Μακεδονία
Ακαταπόνητος συνεχίζει τον αγώνα του και με αγωνία περιμένει όπλα από τις αθηναϊκές πατριωτικές οργανώσεις, για να εξοπλίσει όλα τα χωριά της περιοχής του. Στο μεταξύ, με όσα διαθέτει και παρά τις εναντίον του βουλγαρικές απειλές, οργανώνει την άμυνα τεσσάρων χωριών και προειδοποιεί ότι θα κάψει τα σπίτια εκείνων που θα συμπράξουν με τους βούλγαρους κομιτατζήδες.
Παράλληλα, εξακολουθώντας να εμπιστεύεται στα γράμματά του τις σκέψεις και τα συναισθήματά του σημειώνει. «… Δεν φαντάζεσαι την κατάστασίν μου την ψυχικήν. Θέλω και πρέπει να μείνω εδώ αλλ΄ ο πολυτάραχος και σχεδόν άγριος βίος μου με κάμνει να νοσταλγώ τον ήσυχον και γλυκύν οικογενειακόν βίον. Και εδώ έχω τας ικανοποιήσεις μου και εκεί την ευτυχίαν μου. Αλλ΄εδώ με κρατεί επί πλέον το καθήκον και πρό πάντων αι υποχρεώσεις ας ανέλαβα. Αισθάνομαι ότι θυσιάζομαι, αλλά τουλάχιστον θα κατορθώσω τίποτε; ΄Η θα χανδακώσω την ιεράν αυτήν υπόθεσιν; Αισθανόμενος το μέγεθος της ευθύνης, πότε τρέμω και πότε ενθουσιώ…».
Στο μεταξύ το σώμα του ενισχύεται και με ντόπιους και φθάνει τώρα τα 50 άτομα και έτσι οι χωρικοί νιώθουν πιο ασφαλείς γνωρίζοντας την παρουσία του. Κι ενώ βαδίζει για να συναντηθεί με άλλο σώμα Ελλήνων ανταρτών, για να συναποφασίσουν γενικότερη κατά των βουλγαρικών συμμοριών επίθεση, σταματά στο χωριό Στάτιστα, (ή και Σιάτιστα) για να ξεκουράσει τους άνδρες του. Στις αντιρρήσεις που εκφράζει για αυτή τη στάση τους ο φίλος και υπαρχηγός του Νίκος Πύρζας, επειδή στο χωριό κατά τις πληροφορίες τους υπάρχει τουρκικό στρατιωτικό απόσπασμα, ο Παύλος απαντά: «… Ειναι αμαρτία, τά παιδιά κουρασμένα, βρεγμένα ας μείνωμεν εις το χωριό νά στεγνώσουν ολίγον …».
Αυτή η απόφαση του θα είναι τελικά γι΄αυτόν μοιραία, γιατί οι Τούρκοι ειδοποιημένοι και οδηγημένοι από τον κομιτατζή Μήτρο Βλάχο για την εκεί παρουσία τους, επιτίθενται και κατά τη συμπλοκή ο Παύλος τραματίζεται σοβαρά, «… στη μέση με πήρε, παιδιά …». Κι ενώ οι άντρες του τρέχουν να τον βοηθήσουν μπαίνει μόνος του στο σπίτι, κάθεται και απευθυνόμενος στο Νίκο Πύρζα του λέει: «… Το σταυρό να τον δώσεις στη γυναίκα μου και το τουφέκι του Μίκη και να τους πης ότι το καθήκον μου έκαμα …».
Στη συνέχεια βγάζει το πορτοφόλι του με τις φωτογραφίες των παιδιών του κι επειδή αρχίζει να πονά, παρακαλεί να τον σκοτώσουν και να μην τον αφήσουν ζωντανό στα χέρια των Τούρκων. Ολοι γύρω του λυπημένοι και ανήμποροι να βοηθήσουν παρακολουθούν τις τελευταίες στιγμές του παλικαριού που ψιθυρίζει πότε «… πονώ!», πότε «… σκοτώστε με!» και πότε τα ονόματα των παιδιών του «… Μίκη, Ζωή!». Και αφού με δυνατούς πόνους παιδεύεται μισή περίπου ώρα, με τη λέξη «… πονώ!» αφήνει την τελευταία του πνοή επάνω στη διψασμένη για αίμα ηρώων Ελληνική γη..
Η τραγική είδηση φθάνει στο Υπουργείο Εξωτερικών στην Αθήνα με τηλεγράφημα του Προξένου του Μοναστηρίου που αναφέρει τα εξής : «… Παρελθούσαν Τετάρτην, 13 τρέχοντος (Οκτωβρίου) ημετέρων ευρεθέντων εν χωρίω Στάτιστα και περί ώραν 5 μ.μ. ήρξατο πυρός κατά των ημετέρων. Ημέτεροι απήντησαν γενναίως, μετά δίωρον δε ανταλλαγήν πυροβολισμών, απεφάσισαν επιχειρήσωσιν έξοδον. Παύλος Μελάς ώρμησε πρώτος επί κεφαλής αυτών, οπότε σφαίρα τουρκική πλήξασα αυτόν κατά την οσφυακήν χώραν, ετραυμάτισε θανασίμως. Σύντροφοί του τον… εναπέθεσαν παρακειμένω οικίσκω, ένθα, μετά ημίσειαν ώραν, διαρκούσης πάντοτε συμπλοκής, εθνικός ήρως ησύχασε …» !
Ο θάνατός του αιφνιδιάζει και θλίβει τους Μακεδόνες, γιατί σ΄αυτόν είχαν στηρίξει όλες τους τις ελπίδες για τη σωτηρία τους. Και μολονότι δεν έχουν ακόμη συνειδητοποιήσει το οδυνηρό γεγονός, αρχίζει η δυσάρεστη διαδικασία του ενταφιασμού. Από γράμμα που στέλνει ο ελληνοδιδάσκαλος και υπάλληλος του προξενείου Μοναστηρίου Βασίλειος Αγοραστός στον “Ιωνα Δραγούμη, γυναικάδελφο του Παύλου, έχουμε τις λεπτομέρειες του ενταφιασμού. Σύμφωνα με αυτές, ο ίδιος ο Αγοραστός εκτελώντας εντολή του προξενείου φθάνει στο Πισοδέρι, για να μεριμνήσει για την ταφή του ήρωα. Επειδή εκεί πληροφορείται ότι οι κάτοικοι της Στάτιστας τον έχουν ήδη ενταφιάσει σε ασφαλές μέρος, προχωρεί στο Ζέλοβο απ΄όπου στέλνει άνδρα του σώματος του Παύλου μεταμφιεσμένο στη Στάτιτσα, για να παραλάβει κρυφά και να μεταφέρει στο Ζέλοβο το σώμα του γενναίου αρχηγού του.
Κι ενώ έχει αρχίσει η εκταφή του νεκρού, αναγγέλλεται ότι ισχυρό τουρκικό απόσπασμα κατευθύνεται στο χωριό. Για ν΄αποφύγουν τότε την αυτόφωρη σύλληψη, κόβουν την κεφαλή του παλικαριού και θάβουν ξανά το σώμα του. Και τη στιγμή που ο Τούρκος αποσπασματάρχης έχει συγκαλέσει τους χωρικούς στην πλατεία και με απειλές, αλλά χωρίς αποτέλεσμα, τους ζητά τον τόπο της ταφής, ο απεσταλμένος κατορθώνει να διαφύγει έχοντας στο σακίδιό του το κεφάλι του άτυχου αρχηγού του και να φθάσει στο Ζέλοβο. Εκεί ως πιο κατάλληλο για την ταφή του επιλέγουν το παρεκκλήσι της Αγ. Παρασκευής στο Πισοδέρι, όπου και ενταφιάζεται στον προ της Ωραίας Πύλης χώρο στις 18 Οκτωβρίου 1904.



http://computer.gr/melas/  
ΑΙΩΝΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΙΣΤΗ


ΤΙ ΕΣΤΙ ΕΘΝΟΣ

Το ΕΘΝΟΣ σχηματιζεται απο δυο βασικους παραγοντες,την ΦΥΛΗ και την ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ.Λεγοντας <φυλη>,εννοουμε την<καταγωγη>-οτι πρεπει δηλ.τα ατομα του Εθνους να εχουν κοινη καταγωγη.Δεν αρκει να εχουν αυτα<συνειδηση>
περι κοινης καταγωγης.Δεν αρκει δηλ.να πιστευουν στην κοινη τους καταγωγη,αλλα να εχουν πραγματι κοινη καταγωγη.Διοτι ΜΟΝΟΝ η κοινη καταγωγη-η κοινη<φυλετικη υπαγωγη>-συνεπαγεται ΚΟΙΝΟΥΣ κληρονομικους χαρακτηρες,αρα κοινα πνευματικα στοιχεια.Οταν υπαρχει κοινη καταγωγη,τοτε υπαρχουν κατα το μαλλον η ηττον κοινη γλωσσα,κοινος πολιτισμος,κοινη θρησκεια,κοινα ηθη,κοινη ιστορια.Αυτα τα δευτερογενη στοιχεια δεν αποτελουν,το καθενα ξεχωριστα,απαραιτητο στοιχειο συγκροτησεως Εθνους.Εν τουτοις ολα αυτα,οταν συνυπαρχουν,συντελουν στην συνοχη της κοινοτητος,στην δημιουργια δηλ.ΕΝΙΑΙΑΣ ΣΥΝΕΙΔΗΣΕΩΣ-του δευτερου παραγοντος συγκροτησεως του ΕΘΝΟΥΣ.ΕΘΝΟΣ ειναι επομενως ο ομοειδης φυλετικως λαος,που εχει συνειδηση της υπαρξεως του.
''Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ''

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΔΗΜΟΠΟΥΛΟΣ

Η ΣΗΜΑΙΑ ΜΑΣ

Αυτή η σημαία στα μάτια τα δικά μας συμβολίζει τους Αγώνες όσων πολέμησαν, εργάστηκαν,θυσιάστηκαν, δολοφονήθηκαν, σκοτώθηκαν και έζησαν με πρώτιστες αξίες εκείνες της Ελευθερίας, της Δικαιοσύνης και της Πατρίδας. Αυτούς που έβαλαν το δικό τους λιθαράκι στην αιώνιο πανύψηλο φρούριο του Ελληνικού Πολιτισμού. Δεν είναι ικανή καμία βουλή, κανένα κράτος και κανένας πολιτικός ή κεφάλαιο να την ξεφτιλίζει και να την ξεπουλάει καθημερινά. Οι δειλοί τη βλέπουν με φόβο. Οι προδότες σαν πανί. Οι αστοί σαν ύφασμα. Οι άνανδροι την καίνε. Μα εμείς τη βλέπουμε σαν τη Μάνα που καρτερεί να μας δεί να εκπληρώνουμε τα όνειρα μας. Τα δικά μας,τα δικά της, του Γένους.

ΛΟΓΙΑ ΙΩΝΟΣ ΔΡΑΓΟΥΜΗ




















"Από στενός πατριώτης, γίνομαι εθνικιστής, με τη συνείδηση του έθνους μου και όλων των άλλων εθνών, γιατί οι διαφορές των εθνών πάντα θα υπάρχουν, και έχω τη συνείδησή τους και χαίρομαι που υπάρχουν αυτές οι διαφορές, που με τις αντιθέσεις τους, με τις αντιλήψεις τους, υψώνουν την ανθρώπινη συνείδηση και ενέργεια. Από άτομο γίνομαι άνθρωπος." (ΙΩΝ ΔΡΑΓΟΥΜΗΣ. ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ 18-3-1919)

ΕΘΝΙΚΟ ΠΕΙΣΜΑ

ΙΩΝ ΔΡΑΓΟΥΜΗΣ

''Δεν θελω να πεθανει το Εθνος μου,το Εθνος αυτο, που τοσα εκαμε στην ζωη του, το εξυπνο,το τοσο ανθρωπινο. Για να το φυλαξω απο τον θανατο πρεπει τωρα να το καμω πεισματαρικο στην ΕΘΝΙΚΗ ΠΙΣΤΗ,στον ΕΘΝΙΣΜΟ, ας ειναι και υπερβολικο το αισθημα που θελω να δωσω στους Ελληνες. Μονον ετσι θα ζησει το ΕΘΝΟΣ.''

''Σε οποιους με κατηγορουν η με περιγελουν, γιατι τους κεντρω το Εθνικο τους αισθημα και τους μιλω αποκλειστικα,θα λεγω:Λοιπον θελετε να πεθανει το Εθνος σας;Αν το θελετε,πεστε το καθαρα,μην κρυβοσαστε''

ΙΩΝ ΔΡΑΓΟΥΜΗΣ

Η ΡΗΣΗ ΠΟΥ ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΔΕΝ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΞΕΧΝΑΜΕ



πισταμνους πρς εδτας τι δκαια μν ν τ
νθρωπείῳ λγ π τς σης νγκης κρνεται, δυνατ δ
ο
προχοντες πρσσουσι κα ο σθενες ξυγχωροσιν.

κατά την συζήτησιν των ανθρωπίνων πραγμάτων το επιχείρημα του δικαίου αξίαν έχει, όπου ίση υπάρχει δύναμις προς επιβολήν αυτού, ότι όμως ο ισχυρός επιβάλλει ό,τι του επιτρέπει η δύναμίς του και ο ασθενής παραχωρεί ό,τι του επιβάλλει η αδυναμία του"

ΘΟΥΚΥΔΙΔΟΥ ΙΣΤΟΡΙΑΙ Ε89

Μετάφραση Ελ. Βενιζέλου


28η ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1940 - ΔΙΑΓΓΕΛΜΑ Ι. ΜΕΤΑΞΑ

https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEi9AYAjQboFh1_5M3bFMvoiwdv6qY5bDyiuBuwvPV3Yjtp1ZG3BAXNnY5CWdpxeWu7FvNRIyWEpe_RHBqBZHx93XDCYKW4LJe3j_4jgmwduvaKGVqaTsCSNu7bWjJSewd6rxVoBPh5kloo/s400/%CE%99%CE%A9%CE%91%CE%9D%CE%9D%CE%97%CE%A3+%CE%9C%CE%95%CE%A4%CE%91%CE%9E%CE%91%CE%A3.jpg

“Η στιγμή επέστη που θα αγωνισθώμεν διά την ανεξαρτησίαν της Ελλάδος, την ακεραιότητα και την τιμήν της.
Μολονότι ετηρήσαμεν την πλέον αυστηράν ουδετερότητα και ίσην προς όλους, η Ιταλία μη αναγνωρίζουσα εις ημάς να ζήσωμεν ως ελεύθεροι Έλληνες, μου εζήτησε σήμερον την 3ην πρωινήν ώραν την παράδοσιν τμημάτων του Εθνικού εδάφους κατά την ιδίαν αυτής βούλησιν και ότι προς κατάληψιν αυτών η κίνησις των στρατευμάτων της θα ήρχιζε την 6ην πρωινήν. Απήντησα εις τον Ιταλόν Πρεσβευτήν ότι θεωρώ και το αίτημα αυτό καθ’ εαυτό και τον τρόπον με τον οποίον γίνεται τούτο ως κήρυξιν πολέμου της Ιταλίας κατά της Ελλάδος.
Έλληνες
Τώρα θα αποδείξωμεν εάν πράγματι είμεθα άξιοι των προγόνων μας και της ελευθερίας την οποίαν μας εξησφάλισαν οι προπάτορές μας. Όλον το Έθνος θα εγερθή σύσσωμον. Αγωνισθήτε διά την Πατρίδα, τας γυναίκας, τα παιδιά μας και τας ιεράς μας παραδόσεις. Νυν υπέρ πάντων ο αγών.


Η ΕΞΟΝΤΩΣΗ ΕΝΟΣ ΕΘΝΟΥΣ

Το πρώτο βήμα για να εξοντώσεις ένα έθνος
είναι να διαγράψεις τη μνήμη του.
Να καταστρέψεις τα βιβλία του,
την κουλτούρα του, την ιστορία του.
Μετά να βάλεις κάποιον να γράψει νέα βιβλία,
να κατασκευάσει μια νέα παιδεία,
να επινοήσει μια νέα ιστορία.
Δεν θα χρειαστεί πολύς καιρός
για να αρχίσει αυτό το έθνος
να ξεχνά ποιο είναι και ποιο ήταν.
Ο υπόλοιπος κόσμος γύρω του
θα το ξεχάσει ακόμα πιο γρήγορα.


Μ. Κούντερα

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΣΕ 10 ΛΕΠΤΑ

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΕΛΑΣΓΟΣ: 26 ΧΡΟΝΙΑ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗΣ ΣΥΝΕΙΣΦΟΡΑΣ ΣΤΗΝ ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ.

free counters