Του Γιάννη Αλεξανδρόπουλου
Ιστορικού συνεργάτη
Πολλά έχουν ειπωθεί
στην χώρα μας απο το 2010, όπου ήρθε και στην χώρα μας η οικονομική
κρίση, για τα αίτια στα οποία οδήγησαν την χώρα μας σε αυτήν την
κατάσταση. Πολλοί οικονομικοί ειδικοί – σωτήρες «γεννήθηκαν», νέα
κόμματα και πολιτικοί σχηματισμοί δημιουργήθηκαν ή αναδημιουργήθηκαν και
κυρίως, πολλοί νέοι φύγανε. Οι κατάσταση όμως που ζούμε οι περισσότεροι
χειροτέρεψε. Στην αρχή έφταιγαν οι… τεμπέληδες Έλληνες, στην συνέχεια
οι… προδότες πολιτικοί και η Μέρκελ, μετά, ο λαός που κοιμάται,
ακολούθησαν όσοι έχουν λεφτά και τα βγάζουν στο εξωτερικό.
Στο παρακάτω κείμενο,
θα προσπαθήσω να απαντήσω στο ερώτημα που πιστεύω πως ταλανίζει πολλούς
απο εμάς και είναι ίδιο με αυτό που διατύπωσε πριν δύο περίπου αιώνες ο
Χαρόλαος Τρικούπης: «Τις πταίει», με μια ίσως ιδιαίτερη και αιρετική
απάντηση.
Κατα την άποψη του
γράφοντα, κυριότερη αιτία της ελληνικής κακοδαιμονίας, διαχρονικά,
βρίσκεται στον θάνατο του πρώτου κυβερνήτη της Ελλάδας του Ιωάννη
Καποδίστρια καθώς με την δολοφονία του αλλα και την μετέπειτα πολιτική
κατάσταση που επιβλήθηκε στην χώρα, δεν έγινε δυνατό να γεννηθεί μια
αστική τάξη και να αναπτυχθεί αστικό κράτος εφάμιλλο με αυτό των άλλων
ευρωπαϊκών – δυτικών κρατών.
Στην αρχή, θα γίνει
μια μικρή ιστορική αναφορά του περιβάλλοντος στο οποίο κινήθηκε ο
Ιωάννης Καποδίστριας και του τι έκανε στην Ελλάδα και στην συνέχεια θα
γίνει αναφορά στην δολοφονία του και στα αίτια της και στο πως αυτή
επηρεάζει το σήμερα.
Η εκλογή του Καποδίστρια και η κατάσταση της τότε Ελλάδας
Την
ιδέα να κληθεί ο Καποδίστριας ως κυβερνήτης της Ελλάδος την είχε
διατυπώσει πρώτος ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος στην από 27-10-1821
επιστολή του προς τον Δημήτριο Υψηλάντη. Ο Υψηλάντης επίσης υπέγραψε
πρόσκληση του Καποδίστρια το 1822 και ο Πετρόμπεης το 1824. Τελικά, στις
30 Μαρτίου 1827, στην Γ΄ εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας, εκλέχθηκε ο
Καποδίστριας κυβερνήτης της Ελλάδας με θητεία επτά ετών. Σύμφωνα με τις
αποφάσεις της συνέλευσης, ο κυβερνήτης θα δεσμευόταν από το σύνταγμα της
Επιδαύρου, έτσι όπως θα αναθεωρείτο από τη συνέλευση.
Σημαντικό
ρόλο στην κλήση του Καποδίστρια στην Ελλάδα διαδραμάτισε και ο Θεόδωρος
Κολοκοτρώνης, αρχηγός του Αγγλικού κόμματος τότε, αν και αρχικά ήταν
κατά της εκλογής του. Άλλαξε όμως γνώμη στη συνέχεια και ήταν αυτός που
υφήρπασε την έγκριση του Άγγλου μοιράρχου Χάμιλτον, που είχε και τη
σύμφωνη γνώμη του Στράτφορντ Κάνινγκ. Παρά ταύτα η εκλογή του θεωρήθηκε
ως ήττα της Αγγλικής εξωτερικής πολιτικής και νίκη της Ρωσίας. Και είναι
γεγονός ότι μεταξύ Καποδίστρια και Αγγλίας υπήρχε αμοιβαία δυσπιστία.
Πριν δεχθεί την πρόταση που του έγινε, επισκέφθηκε την Πετρούπολη
προκειμένου να αποδεσμευθεί επισήμως από την υπηρεσία του Τσάρου.
Στη
συνέχεια κατευθύνθηκε προς το Λονδίνο, όπου έφτασε σε ατυχή συγκυρία,
δεδομένου ότι την επομένη της άφιξής του κηδευόταν ο Τζωρτζ Κάνινγκ. Η
υποδοχή που του έγινε εκεί ήταν ψυχρή Ύστερα από σύντομη
παραμονή στο Παρίσι, όπου έγινε θερμά δεκτός, αναχώρησε για την Ελλάδα.
Στις 18 Ιανουαρίου 1828 έφτασε στο Ναύπλιο επί του αγγλικού πολεμικού Warspite,
όπου έτυχε ενθουσιώδους υποδοχής και τέσσερις μέρες αργότερα στην
Αίγινα, πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους.Λίγο αργότερα αποφασίστηκε το
Ναύπλιο να ξαναγίνει πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους.
Για την κατάσταση του τότε ελληνικού κράτους και του χάους που επικρατούσε μας περιγράφει γλαφυρά η έκθεση του Υπουργού επί των εξωτερικών Α. Λόντου: «Εις
την Ελλάδα δεν υπάρχουσιν ούτε εμπόριον, ούτε τέχναι, ούτε βιομηχανία,
ούτε γεωργία. Οι χωρικοί δεν σπείρουσι πλέον, διότι δεν έχουσι
πεποίθησιν ότι θέλουσι θερίσει, και αν θερίσωσι, δεν ελπίζουσι να
φυλάξωσι τους καρπούς των από τον στρατιώτην. Ο έμπορος δεν είναι
ασφαλής εις τάς πόλεις τρέμει δ’ από τον φόβον των πειρατών, οι οποίοι
έχουσιν ανοικτά τα όμματα και περιμένουσι τα πλοία εις την διάβασίν των
να τα προσβάλωσιν. Η δολοφονία καλύπτει την κλοπήν με την μυστικότητα ο
τεχνίτης δεν είναι βέβαιος ότι θα πληρωθή διά την εργασίαν του. Το
δικαίωμα του ισχυροτέρου είναι το μόνον όπου υπάρχει πραγματικώς. Οι
κοινωνικοί δεσμοί παρελύθησαν. Ο πολίτης δεν απολαύει του νόμου την
υπεράσπισιν. Μόνη του λαού η ακένωτος μακροθυμία εμπόδισε τού να φθάσωσι
τα πράγματα εις φρικωδεστέραν κατάστασιν».
Χαρακτηριστική είναι και η περιγραφή του Φρίντριχ Φον Τιρς: «Η
χώρα όση είχε απελευθερωθεί ως εκείνη τη στιγμή, έμοιαζε μ’ ένα σωρό
ερείπια που καπνίζουν ύστερα από μια καταστρεπτική πυρκαϊά. Στη στεριά
επικρατούσε το δίκαιο της αρπακτικότητας του τοπάρχη κοτζάμπαση και στη
θάλασσα η πειρατεία. Ο Μοριάς ήταν ρημαδιό. Κάθε μεγαλοκαπετάνιος που
κρατούσε ένα κάστρο (Μονεμβασιά ο Πετρόμπεης, Ακροκόρινθο ο Κίτσος
Τζαβέλλας, Παλαμήδι οι Γρίβας και Στράτος) τυραννούσε σαν κατακτητής το
γυμνό και άστεγο πληθυσμό. Παραγωγή δεν υπήρχε, ούτε χέρια να επιδοθούν
στην καλλιέργεια της γης λόγω της ανασφάλειας. Ο πληθυσμός είχε
καταφύγει στα βουνά και τις σπηλιές. Εικοσιπέντε χιλιάδες μαχητές
περιπλανιόνταν χωρίς καμμιά μισθοτροφοδοσία ή ενίσχυση, ενώ οι μοναδικές
δημόσιες πρόσοδοι (δεκάτη και τελωνειακές εισπράξεις του Αναπλιού) δεν
λειτουργούσαν. Κράτος, δηλαδή, και στην πιο υποτυπώδη του έννοια δεν
υπήρχε».
Η κατάσταση ήταν
αποκαρδιωτική και τα οικονομικά του κράτους ανύπαρκτα, όπως ανέφερε ο
Γραμματέας των Οικονομικών Π.Ν. Λιδωρίκης: «Εξοχώτατε, όχι μόνον χρήματα δεν υπάρχουσιν εν τω ταμείω, αλλ’ ούτε ταμείον υπάρχει διότι δεν υπήρξε ποτέ» ούτε
τα χρήματα της επισκευής της κυβερνητικής κατοικίας δεν είχαν να
πληρώσουν «…Το λέγω με εντροπήν, δεν ήμην εις θέσιν να πληρώσω εις τους
κτίστας και τους ξυλουργούς τα έξοδα των επισκευών, αίτινες έγιναν εις
το οίκημα το οποίον κατέχει η Υψηλότης σας και παρακαλώ αυτήν να λάβη
οίκτον των ανθρώπων τούτων, οίτινες απαιτούσι τα ημερομίσθια των…».
Ο ίδιος ο Καποδίστριας περιέγραψε την υποδοχή που του έγινε: «…Είδα
πολλά εις την ζωήν μου, αλλά σαν το θέαμα όταν έφθασα εδώ εις την
Αίγινα, δεν είδα τι παρόμοιο ποτέ, και άλλος να μην το ειδεί …(Ζήτω ο
Κυβερνήτης, ο σωτήρας μας,ο ελευθερωτής μας), εφώναζαν γυναίκες
αναμαλλιάρες, άνδρες με λαβωματιές πολέμου, ορφανά γδυτά, κατεβασμένα
από τες σπηλιές. Δεν ήταν το συναπάντημα μου φωνή χαράς, αλλά θρήνος: Η
γη εβρέχετο από δάκρυα εβρέχετο η μερτιά και η δάφνη του στολισμένου
δρόμου από το γιαλό εις την Εκκλησία.Ανατρίχιαζα, μου έτρεμαν τα γόνατα,
η φωνή του λαού έσχιζε την καρδιά μου. Μαυροφορεμένες, γέροντες, μου
εζητούσαν να αναστήσω τους αποθαμένους τους, μανάδες μου έδειχναν εις το
βυζί τα παιδιά τους, και μου έλεγαν να τα ζήσω και ότι δεν τους
απέμειναν παρά εκείνα και εγώ.Και με δίκαιο μου εζητούσαν όλα αυτά,
διότι εγώ ήλθα και εσείς με προσκαλέσατε να οικοδομήσω, να θεμελιώσω
….».
Αλλού ανάφερε:
«Από Καλαμάτας μέχρι Ναυπλίου, ούτε χωρίον υπάρχει εν, ούτε κώμη, ούτε
πόλις , με στέγασμα το παραμικρόν. Εκτεταμένοι αμπελώνες
αποκεχερσωμένοι, κοιλάδες πολύωροι, άλλοτε μεν σιτοπληθείς, σήμερον δε
άφοροι και καταλελιμνασμέναι υπό της πλημμύρας των ποταμών, χιλιάδες
οικογενειών αναζητούσιν τας εαυτών εστίας ανά μέσον των ερήμων και των
συντριμμάτων..».
Λίγα λόγια για το έργο του
Στο
εσωτερικό της χώρας ο Καποδίστριας είχε να αντιμετωπίσει την πειρατεία,
τους ανύπαρκτους θεσμούς, τη διάλυση του στρατού, καθώς και την κακή
οικονομική κατάσταση της χώρας. Μια από τις βασικές προϋποθέσεις που
έθεσε για να αναλάβει την ηγεσία του νεοσύστατου ελληνικού κράτους ήταν η
αναστολή του συντάγματος και η διάλυση της βουλής, όροι που τελικώς
έγιναν αποδεκτοί. Στη θέση της βουλής δημιούργησε το «Πανελλήνιον», ένα
γνωμοδοτικό όργανο αποτελούμενο από 27 μέλη με καθαρά διακοσμητικό
χαρακτήρα, ενώ τη διακυβέρνηση ανέλαβε η κεντρική γραμματεία, ένα είδος
υπουργικού συμβουλίου, διοικούμενο από τον ίδιο. Επίσης, χώρισε τη χώρα
σε διοικητικές περιφέρειες. Αρχικά είχε δεσμευθεί για τη διενέργεια
εκλογών τον Απρίλιο του 1828, στη συνέχεια όμως προχώρησε στην αναβολή
αυτών λόγω της χαώδους κατάστασης που επικρατούσε στο εσωτερικό. Όταν
αυτές διεξήχθησαν, διατυπώθηκαν βάσιμες κατηγορίες για νοθεία. Αν και
κυβερνήτης, ο Καποδίστριας εξελέγη σε 36 περιφέρειες, γεγονός που
προκάλεσε την οργή των συνεργατών του, ένας εκ των οποίων, ο Σπυρίδων
Τρικούπης, παραιτήθηκε για τον λόγο αυτό από πληρεξούσιος και αναχώρησε
για την Ύδρα.Ιδιαίτερη μέριμνα επέδειξε και για τη δημιουργία
δικαστηρίων θεσπίζοντας και κώδικα πολιτικής δικονομίας.
Μία
από τις πρώτες του κινήσεις ήταν η καταστολή της πειρατείας, έργο το
οποίο ανέλαβε με επιτυχία ο Ανδρέας Μιαούλης. Παράλληλα, προχώρησε στην
αναδιοργάνωση των ενόπλων δυνάμεων, μετατρέποντας βαθμιαία τα άτακτα
στρατεύματα σε τακτικό στρατό, και υπάγοντας τον στόλο στην ουσιαστική
δικαιοδοσία της κυβέρνησης, δεδομένου ότι μέχρι τότε τα πλοία ήταν
ιδιοκτησία των καραβοκυραίων. Με αυτόν τον τρόπο προσπάθησε να
προστατέψει τα σύνορα και να μειώσει την επιρροή των μέχρι τότε τοπαρχών
«μίαν ευχήν διαβιβάζουσί μοι αι επαρχίαι, την διά παντός απαλλαγήν αυτών από της τυραννίας των προυχόντων και των οπλαρχηγών».
Στην προσπάθεια αναδιοργάνωσης του στρατού περιλαμβάνεται και η ίδρυση
της Στρατιωτικής Σχολής Ευελπίδων. Ίδρυσε Εθνικό Νομισματοκοπείο και
καθιέρωσε τον φοίνικα ως εθνικό νόμισμα, αντικαθιστώντας το Τουρκικό
γρόσι.
Όσον
αφορά στην εκπαίδευση κατασκεύασε νέα σχολεία, εισήγαγε τη μέθοδο του
αλληλοδιδακτικού σχολείου, ίδρυσε εκκλησιαστική σχολή στον Πόρο, καθώς
και το Ορφανοτροφείο Αίγινας σε μια προσπάθεια να οργανώσει το σχεδόν
ανύπαρκτο εκπαιδευτικό σύστημα. Δεν ίδρυσε όμως πανεπιστήμιο, καθώς
θεωρούσε ότι έπρεπε να υπάρξουν πρώτα απόφοιτοι μέσης εκπαίδευσης. Στο
πρόβλημα της διανομής της εθνικής γης ο Καποδίστριας δεν κατάφερε να
βρει λύση κι έτσι εκατομμύρια στρέμματα παρέμειναν στους
μεγαλοϊδιοκτήτες (κοτζαμπάσηδες και Εκκλησία). Μερίμνησε επίσης για την
ανοικοδόμηση του Μεσολογγίου και των Πατρών, όπου έστειλε τον Κερκυραίο
αρχιτέκτονα Σταμάτη Βούλγαρη.
Σημαντική
ήταν και η συμβολή του στο εμπόριο με την παραχώρηση δανείων στους
νησιώτες για την αγορά πλοίων και την κατασκευή ναυπηγείων στον Πόρο και
το Ναύπλιο. Τον Οκτώβριο του 1829 ίδρυσε το πρώτο αρχαιολογικό μουσείο
στην Αίγινα.
Όσον
αφορά στην ελληνική οικονομία, ο Καποδίστριας επέδειξε ιδιαίτερο
ενδιαφέρον για τη γεωργία, βασική πηγή πλούτου της Ελλάδας. Ίδρυσε τη
Γεωργική Σχολή της Τίρυνθας και έγινε η πρώτη απόπειρα για την
καλλιέργεια πατάτας. Στον Καποδίστρια αποδίδεται ένας τρόπος για την
εισαγωγή της καλλιέργεια της πατάτας, ο οποίος αποδίδεται επίσης και
στον Φρειδερίκο το Μεγάλο της Πρωσσίας το 1774, κάτι που παραμένει
περίφημο ανέκδοτο σήμερα: Παραγγέλλοντας ένα φορτίο πατάτες, πρώτα
διέταξε ότι πρέπει να προσφερθούν σε όποιον θα ενδιαφερόταν. Όμως οι
πατάτες αντιμετωπίστηκαν με αδιαφορία από τον πληθυσμό και ολόκληρο το
σχέδιο φάνηκε να αποτυχαίνει.
Όμως
ο Καποδίστριας, έχοντας γνώση των ελληνικών συνηθειών, διέταξε ολόκληρη
η αποστολή των πατατών να ξεφορτώνεται σε δημόσια επίδειξη στις
αποβάθρες του Ναυπλίου, αλλά να φυλάσσονται από φαινομενικά αυστηρές
φρουρές. Σύντομα, κυκλοφόρησαν φήμες για τις πατάτες, ότι, αφού τόσο
καλά φρουρούνταν, έπρεπε να είναι μεγάλης σπουδαιότητας Και αφού ήταν
έτσι, κάποιοι δοκίμαζαν να τις κλέψουν. Οι φρουρές είχαν διαταχθεί εκ
των προτέρων να κάνουν με τρόπο τα στραβά μάτια και να επιτρέπουν
ουσιαστικά την κλοπή. Έτσι, αναφέρει η ιστορία -αστικός μύθος- σύντομα
όλες οι πατάτες του φορτίου είχαν κλαπεί και το σχέδιο του Καποδίστρια
να τις εισαγάγει στην Ελλάδα είχε πετύχει.
Προσπαθώντας
να ενισχύσει την ελληνική οικονομία ίδρυσε την «Εθνική Χρηματιστική
Τράπεζα», η οποία όμως απέτυχε, καθώς το δημόσιο εκμεταλλευόταν χωρίς
όρους τα χρήματα των καταθέσεων.
Αν
και δημιούργησε ελληνικό και γαλλικό τυπογραφείο στην Αίγινα,
πραγματοποίησε διώξεις εναντίον του Τύπου. Χαρακτηριστικά παραδείγματα
είναι οι περιπτώσεις των εφημερίδων Ανεξάρτητος, Ηώς και Απόλλων,
που είτε έκλεισαν λόγω αντικυβερνητικών θέσεων είτε οι εκδότες τους
διώχθηκαν. Σφοδρή κριτική υπήρξε και για την τοποθέτηση των δύο αδερφών
του, Βιάρου και Αυγουστίνου, στις δύο κορυφαίες θέσεις του αρχιναυάρχου
και αρχιστράτηγου αντίστοιχα. Κατά γενική ομολογία, και οι δύο θεωρούντο
ακατάλληλοι για τις θέσεις αυτές, ενώ κάποιοι ιστορικοί φτάνουν στο
σημείο να θεωρούν ότι έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην πτώση του κυβερνήτη.
Ερχόμενος
στην Ελλάδα, ο Καποδίστριας δεν ήταν καθόλου ευχαριστημένος με το
πρωτόκολλο της 18ης Νοεμβρίου 1828 που έθετε το Μοριά και τις Κυκλάδες
υπό την προσωρινή εγγύηση των συμμάχων. Με τον φόβο ότι οι Άγγλοι θα
περιόριζαν την Ελλάδα σε αυτά τα σύνορα, οργάνωσε τακτικό στρατό
συνεχίζοντας τον πόλεμο με την Οθωμανική Αυτοκρατορία Όσον αφορά στην
επιλογή του ηγεμόνα, ο Καποδίστριας πρότεινε τον Λεοπόλδο του
Saxe-Coburg, ο οποίος όμως παραιτήθηκε από τη διεκδίκηση του θρόνου λόγω
διαφωνιών για τα σύνορα. Αρκετοί ιστορικοί θεωρούν ότι ο Καποδίστριας
επίτηδες απομάκρυνε τον Λεοπόλδο από τον θρόνο, ενώ άλλοι υποστηρίζουν
ότι δεν αντιτάχθηκε στον ερχομό του. Γεγονός όμως είναι ότι όσοι
ζητούσαν να έλθει ο Λεοπόλδος αντιμετώπισαν έντονη κυβερνητική
δυσμένεια.
Παράλληλα
οι ελληνικές επιχειρήσεις στη Στερεά Ελλάδα συνεχίζονταν, καθώς και η
προέλαση των Ρώσων προς την Κωνσταντινούπολη Ανήσυχη από τις επιτυχίες
της Ελλάδας και της Ρωσίας η Μεγάλη Βρετανία έσπευσε να συμφωνήσει στη
συνοριακή γραμμή Άρτας – Βόλου. Μετά από διαπραγματεύσεις υπογράφηκε το
πρωτόκολλο του Λονδίνου, με το οποίο αναγνωριζόταν η ανεξαρτησία της
Ελλάδας, η οποία θα επεκτεινόταν νότια της συνοριακής γραμμής που όριζαν
οι ποταμοί Αχελώος και Σπερχειός.
Η δολοφονία του Καποδίστρια
Προκειμένου
να διαχειρισθεί αποτελεσματικά την τραγική οικονομική και κοινωνική
κατάσταση του νέου κράτους, ο Καποδίστριας προέκρινε ένα συγκεντρωτικό
μοντέλο εξουσίας, ώστε να διατηρήσει άμεσα τον πολιτικό έλεγχο. Την
αντιπολίτευση κατά του Καποδίστρια απάρτιζαν οι παραμερισμένοι από την
εξουσία κοτζαμπάσηδες και πλοιοκτήτες. Ο συγκεντρωτισμός που επέδειξε ο
Καποδίστριας παραμερίζοντας τις τοπικές αρχές και διορίζοντας σε θέσεις
κλειδιά τα δύο αδέρφια του, Αυγουστίνο και Βιάρο Καποδίστρια, τον
οδήγησαν σε σύγκρουση με τις προαναφερθείσες ομάδες συμφερόντων. Το
κέντρο του αντικαποδιστριακού αγώνα έγινε η Ύδρα, έδρα των πλοιοκτητών
και πιο συγκεκριμένα της οικογένειας Κουντουριώτη που είχε με το μέρος
της τους αγωνιστές Μιαούλη, Σαχτούρη, Τομπάζη, Κριεζήδες.
Βασικός
λόγος για την αντίδραση των Υδραίων πλοικτητών ήταν η απαίτηση τους για
την «άνευ αναβολής» καταβολή αποζημιώσεων για τις μεγάλες ζημιές και
απώλειες των πλοίων τους κατά τη διάρκεια της Επανάστασης.
Αναγνώριζοντας αμέσως το δίκαιο αίτημα, ο Κάποδίστριας υποσχέθηκε ότι
μόλις θα βελτιώνονταν τα οικονομικά της χώρας, η Ύδρα θα έπαιρνε «το
μερίδιόν της καθ’ όσον το δίκαιον απαιτούσε». Οι Υδραίοι, όμως,
απαιτούσαν την καταβολή αυτών των αποζημιώσεων άμεσα, πράγμα που ήταν
αδύνατον λόγω της οικτρής οικονομικής κατάστασης του κράτους.
Στην
Ύδρα, επιπλέον, κατέφυγαν ο ηγέτης του Αγγλικού κόμματος Αλέξανδρος
Μαυροκορδάτος και οι Σπυρίδων Τρικούπης, Αναστάσιος Πολυζωίδης και
Αλέξανδρος Σούτσος, έχοντας την ηθική συμπαράσταση του φιλογάλλου Κοραή.
Όργανο της αντιπολιτευτικής αυτής ομάδας ήταν η εφημερίδα Απόλλων
του Πολυζωίδη. Η Γαλλία και η Αγγλία, θεωρώντας τον Καποδίστρια ως φίλα
προσκείμενο στη Ρωσία, ενθάρρυναν τους αντιπολιτευόμενους.
Την
14η Ιουλίου 1831, οι Μιαούλης και Κριεζής με 200 Υδραίους στρατιώτες
κατέλαβαν τον ναύσταθμο στον Πόρο επειδή έμαθαν ότι ο στόλος ήταν
έτοιμος να κινηθεί κατά της Ύδρας.[44]
Αμέσως έσπευσαν οι αντιπρέσβεις των τριών μεγάλων δυνάμεων προκειμένου
να διαπραγματευθούν. Οι Άγγλοι και οι Γάλλοι αιφνιδιάζοντας τους
εξεγερμένους τάχθηκαν υπέρ της νόμιμης κυβέρνησης και απαίτησαν την
παράδοση των επαναστατών. Έτσι, ο αγγλικός, ο γαλλικός και ο ρωσικός
στόλος είχαν αποκλείσει τα λιμάνια του Πόρου και της Ύδρας ώστε να μην
επιτραπεί η ένωση των στόλων των επαναστατών.
Ο
ελλιμενισμένος εθνικός στόλος στον Πόρο ήταν υπό την αρχηγία πλέον του
Μιαούλη ενώ μια μικρή μοίρα, υπό την αρχηγία του Κανάρη, δεν δεχόταν να
υπακούσει στους επαναστάτες. Ενώ ο Άγγλος και ο Γάλλος ναύαρχος,
κωλυσιεργώντας, έπλευσαν προς το Ναύπλιο για να συσκεφθούν με τους
αντιπρέσβεις, ο Ρώσος ναύαρχος Ρίκορντ ανέλαβε να εφαρμόσει, μόνος
αυτός, τις οδηγίες του Καποδίστρια. Απέκλεισε τους αντάρτες, ήρθε σε
προστριβές μαζί τους, τίναξε στον αέρα τη «Νήσο των Σπετσών»,
αιχμαλώτισε ένα ακόμη πλοίο και τελικά εξώθησε τον Μιαούλη στο
«Μεγαλουργόν έγκλημα». Το πρωί της 1ης Αυγούστου 1831 ο Μιαούλης, όπως
είχε προειδοποιήσει τον Ρίκορντ, ανατίναξε δύο από τα πιο σύγχρονα τότε
πλοία του ελληνικού ναυτικού, την φρεγάτα «Ελλάς» και την κορβέτα
«Ύδρα».
Ο
Δ. Χοϊδάς, σε επιστολή του προς τον Αυγουστίνο Καποδίστρια, από την
Τρίπολη, στις 10 Αυγούστου 1831, ανάμεσα σε πολλές άλλες σημαντικές
πληροφορίες για την τραγική κατάσταση που επικρατούσε σε όλη τη χώρα,
έγραφε πως οι Υδραίοι έλεγαν ότι «την φρεγάδαν (Ελλάς) την έκαυσαν δι ‘ αδείας του πρέσβεως της Αγγλίας, όστις τους υπεσχέθη ότι τους δίδει άλλην» και η αστυνομία του Ναυπλίου είχε πληροφορίες «ότι
οι δύο πρέσβεις (Αγγλίας και Γαλλίας) έλαβαν μέρος με τους Υδραίους και
ότι έγραψαν εις τον Ρίκορδ να παύσει από τας κατ’ αυτών εχθροπραξίας
του έως ότου να έλθει ο παρά των τριών δυνάμεων απεστελλόμενος
πληρεξούσιος, όστις είναι ο ναύαρχος Άγγλος, της μοίρας του Αιγαίου
πελάγους…». Και πρόσθετε ότι στην ‘Υδρα είχαν καταφθάσει «δύο
πλοία γαλλικόν και αγγλικόν… και οι δύο ναύαρχοι (ο Άγγλος και ο Γάλλος)
με τρόπον προσφέρουσι βοηθήματα εις την Ύδραν και τους λέγουσι να
επιμένουν εις τον σκοπόν των και να μη φοβώνται διόλου, διότι
επιτυγχάνουσι το ποθούμενον…».
Ο
ίδιος ο Καποδίστριας είχε γνώση για τους σχεδιασμούς των συγκεκριμένων
ξένων δυνάμεων εναντίον του. Στις 31 Ιουλίου 1831, σε επιστολή του προς
τον Γάλλο ναύαρχο Lalande, που υπηρετούσε στην Ελλάδα, του αποκάλυψε ότι
γνώριζε όλες τις δολοπλοκίες των Άγγλων και των Γάλλων, με τρόπο που
καταπλήσσει: «Εγώ δε, και τις δολοπλοκίες όλων σας τις εγνώριζα, αλλά
έκρινα ότι δεν έπρεπε με κανένα τρόπο να κόψω το νήμα της συνεργασίας
μαζί σας, γιατί έδινα προτεραιότητα στην ανόρθωση και στην ανασυγκρότηση
της Ελλάδος. Αν έκοβα τις σχέσεις με τις λεγόμενες «προστάτιδες»
Δυνάμεις, τούτο θα ήταν εις βάρος της Ελλάδος και δεν ήθελα με κανένα
τρόπο να προσθέσω βάρος και στη συνείδησή μου. Και άφησα τα πράγματα να
λαλήσουν μόνα τους…»
Στις
14 Σεπτεμβρίου 1831, έστειλε στον Έλληνα πρέσβυ στο Παρίσι πρίγκηπα Α.
Σούτσο επιστολή με την οποία, με εθνική αγανάκτηση, διαμαρτύρεται και
του ζητά να προβεί σε σχετικά διαβήματα στη γαλλική κυβέρνηση, για την
πρωτοφανή και ανεπίτρεπτη ανάμιξη των Γάλλων και των Άγγλων αξιωματικών
στις φοβερές αντικυβερνητικές ενέργειες της Ύδρας και της Μάνης και για
την απροκάλυπτη σύμπραξη και τη βοήθειά τους προς τους ταραχοποιούς.
Ήδη,
από το το προηγούμενο έτος 1830 είχε ξεσπάσει ανταρσία στη Μάνη υπό την
ηγεσία του Τζανή Μαυρομιχάλη, αδελφού του Πετρόμπεη. Ο τελευταίος ετέθη
σε περιορισμό στο Ναύπλιο, ζήτησε να πάει στη Μάνη για να την ησυχάσει,
το αίτημά του δεν έγινε δεκτό, αποπειράθηκε να διαφύγει με αγγλικό
πλοίο, συνελήφθη και φυλακίστηκε. Βαρέως φέροντες τη μεταχείριση αυτή
του αρχηγού της οικογενείας τους, και μέσα στο τεταμένο και από τα
γεγονότα του Πόρου κλίμα, οι Κωνσταντίνος και Γεώργιος Μαυρομιχάλης,
αδερφός και γιος του Πετρόμπεη αντίστοιχα, εφάρμοσαν το μανιάτικο έθιμο
της βεντέτας.
Έτσι,
το πρωϊ της Κυριακής της 27ης Σεπτεμβρίου 1831, ενώ ο Καποδίστριας
μετέβαινε στο ναό του Αγίου Σπυρίδωνος για να παρακολουθήσει τον Όρθρο
και τη Θεία Λειτουργία, συνάντησε τους Γεώργιο και Κωνσταντίνο
Μαυρομιχάλη, οι οποίοι, αφού τον χαιρέτησαν, τον προσπέρασαν και
στάθηκαν δεξιά και αριστερά της στενής εισόδου του Ιερού Ναού.
Εισερχόμενος στην Εκκλησία ο Ιωάννης Καποδίστριας, δέχθηκε πυροβολισμούς
και από τους δύο δολοφόνους.Τον
Καποδίστρια συνόδευε ο Κρητικός μονόχειρας σωματοφύλακας του Γεώργιος
Κοκκώνης, ο οποίος πυροβόλησε τον Κωνσταντίνο Μαυρομιχάλη. Τον τελευταίο
τον αποτελείωσε ο όχλος, το δε πτώμα του πετάχτηκε στο λιμάνι.
Ο
Γεώργιος Μαυρομιχάλης κατέφυγε στη γαλλική πρεσβεία, από όπου και
παραδόθηκε στις αρχές για να δικαστεί ύστερα από την επιμονή του πλήθους
που είχε συγκεντρωθεί και απειλούσε να κάψει την πρεσβεία. Τελικώς
καταδικάστηκε σε θάνατο και τουφεκίστηκε λίγες μέρες αργότερα. Ο
τραγικός θάνατος του Καποδίστρια βύθισε σε θλίψη τον γεωργικό πληθυσμό,
ενώ αντίθετα στην Ύδρα δέχτηκαν την είδηση με πανηγυρισμούς.
Υποστηρίζεται
ότι καταλυτικό ρόλο στην δολοφονία του διαδραμάτισαν οι ξένες δυνάμεις.
Είναι δε χαρακτηριστικό, ότι παρά την παρέλευση τόσο μεγάλου χρονικού
διαστήματος, ο φάκελος για τη δολοφονία του Καποδίστρια στα βρετανικά
αρχεία παραμένει ακόμη απόρρητος. Στο σχεδιασμό της συνομωσίας φαίνεται
πως πρωτοστάτησε ο Γάλλος στρατηγός Gerard, διοικητής τότε του τακτικού
στρατού που επιχείρησε να οργανώσει ο ίδιος ο Καποδίστριας. Δύο
ολόκληρους μήνες πριν από τη δολοφονία, οι αξιωματικοί του γαλλικού
εκστρατευτικού σώματος στην Πελοπόννησο στις μεταξύ τους συζητήσεις δεν
αμφέβαλλαν καθόλου, ότι πλησίαζε η ημέρα της δολοφονίας, ή απλώς της
ανατροπής, του Κυβερνήτη
Από
τους δολοφόνους αδελφούς, ο Κωνσταντίνος Μαυρομιχάλης λίγο πριν πεθάνει
από την πιστολιά του φρουρού του Καποδίστρια, ζητώντας έλεος είπε στους
αστυνομικούς : »Δεν φταίω εγώ στρατιώται, άλλοι με έβαλαν». Προς
τη κατεύθυνση της εμπλοκής της Γαλλίας συναινεί και η μαρτυρία που
μεταφέρει ο ιστορικός και αγωνιστής Νικόλαος Κασομούλης, ότι ο έτερος
εκτελεστής του Κυβερνήτη Γεώργιος Μαυρομιχάλης κατέφυγε στο σπίτι του
πρέσβυ της Γαλλίας βαρώνου Ρουάν, δηλώνοντάς του: «Σκοτώσαμε τον τύραννο. Μπιστευόμαστε την τιμή της Γαλλίας. Να τα άρματά μας».
Η
απόφαση του Γάλλου πρέσβυ Ρουάν να παράσχει άσυλο στον Γεώργιο
Μαυρομιχάλη και η αρχική άρνησή του να τον παραδώσει με προφάσεις (όπως
την επίδειξη εντάλματος σύλληψης) απετέλεσε χαρακτηριστική και
απροκάλυπτη παροχή πολιτικής προστασίας και κάλυψης του εγκλήματος.
Πάντως, παρά την προσπάθεια κωλυσιεργίας, υπό την απειλή του εξεγερμένου
λαού που είχε περικυκλώσει την πρεσβεία, ο Ρουάν αναγκάστηκε να
παραδώσει τον Γεώργιο Μαυρομιχάλη στις αρχές. Οι αντιπρόσωποι της
Γαλλίας συνέχισαν να παρέχουν υποστήριξη προς τους δολοφόνους του
Κυβερνήτη, ακόμη και κατά τη διάρκεια της δίκης που ακολούθησε.
Αξιοσημείωτη και αποκαλυπτική είναι, επίσης, και η στάση του πρέσβυ της
Αγγλίας, ο οποίος αμέσως μετά την δολοφονία του Καποδίστρια, ζήτησε να
ληφθούν αυστηρά μέτρα κατά του εξεγερμένου λαού, ακόμη και καταστολή με
τη χρήση όπλων, απειλώντας την τριμελή προσωρινή Διοικητική επιτροπή
(που απαρτιζόταν από τους Αυγουστίνο Καποδίστρια, Θεόδωρο Κολοκοτρώνη
και Ιωάννη Κωλέττη), ακόμη και με αποχώρηση και διακοπή των διπλωματικών
σχέσεων. Αρκετά αργότερα, το 1840 ο ίδιος ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης,
ακούγοντας κάποιον να κατηγορεί τον Καποδίστρια, φέρεται να είπε τούτα
τα λόγια: «’Δεν μετράς καλά φιλόσοφε… Ανάθεμα στους Αγγλογάλλους
που ήσαν η αιτία κι εγώ έχασα τους δικούς μου, και το Έθνος έναν άνθρωπο
που δε θα τονε ματαβρεί, και το αίμα του με παιδεύει ως τώρα…’»’ Για την δολοφονία του Καποδίστρια ο Ελβετός φιλέλληνας Ι.Γ. Εϋνάρδος είπε: «Όστις
δολοφόνησε τον Καποδίστρια, δολοφόνησε την πατρίδα του. Ο θάνατός του
είναι συμφορά για την Ελλάδα και δυστύχημα ευρωπαϊκόν.»
Τα αποτελέσματα της δολοφονιας – Μια αιρετική άποψη
Αυτή
ήταν η ζωή και το έργο του Ιωάννη Καποδίστρια στην Ελλάδα. Το έγκλημα
των Μαυρομιχαλαίων, ακούσιο ή εκούσιο, είχε ένα πιο κρίσιμο αποτέλεσμα.
Την καταστροφή της μοναδικής ολοκληρωμένης και κεντρικά σχεδιασμένης
προσπάθειας για την δημιουργία ελληνικής αστικής τάξης ευρωπαϊκού τύπου
αλλα και γενικότερα ενός ελληνικού αστικού κράτους..
Όταν
λέμε την αποτροπή δημιουργίας αστικής τάξης εννοώ μιας οικονομικής
τάξης. Όχι μόνο μιας κλίκας πλουσίων επιχειρηματιών, όπως έχει υπάρξει
στην Ελλάδα, αλλά, μιας οικονομικής τάξης που θα δίνει προτεραιότητα
στον δευτερογενή και τριτογενή τομέα οικονομικής παραγωγής.
Όποια
πολιτική προσπάθησε να εφαρμοστεί στην Ελλάδα πάνω στην δημιουργία μιας
συγκροτημένης αστικής τάξης ήταν σπασμοδική και χωρίς κάποια ιδιαίτρη
δυναμική. Η όποια αστική τάξη δημιουργήθηκε στην Ελλάδα μέχρι σήμερα
ήταν χωρίς κάποιο μακρόπνοο οικονομικο σχεδιασμό με μόνο σκοπό, το
γρήγορο κέρδος και πάντα με κάποιας μορφής αλληλεξάρτησης με το δημόσιο.
Άλλο
ένα αποτέλεσμα της δολοφονίας του Καποδίστρια, αυτή την φορά είναι
κάπως πιο ηθική – μεταφυσική. Είναι το άγος που έχει αυτού του είδους η
δολοφονία.
Άγος στην αρχαιότητα σήμαινε μίασμα, κατάρα, οργή Θεού, έχοντας την σημερινή έννοια της αμαρτίας, σε αντιδιαστολή με το δασύτονο άγος
που σήμαινε «άξιο τιμής και σεβασμού». Οι αρχαίοι Έλληνες πίστευαν πως
το άγος προερχόταν από έγκλημα που ακολουθούσε στη συνέχεια το δράστη, ο
οποίος έτσι καθίστατο «εναγής» δηλαδή όπως λέμε σήμερα καταραμένος.
Σε
άγος υποκείμενα δεν ήταν μόνο τα άτομα (δράστες, εγκληματίες) αλλά
ακόμη και πόλεις και κράτη ολόκληρα στα οποία συνέβαινε ή είχε συμβεί να
«μιανθούν» από σοβαρό έγκλημα πολίτη ή ομάδας πολιτών ή και των Αρχών.
Έτσι
ακολουθούσε «κάθαρσις» ή «εξαγνισμός» με μεγάλες θυσίες, εκτεταμένες
ιεροτελεστίες, καύση συγκεκριμένων αντικειμένων των οποίων ο καπνός
θεωρούνταν πως είχε καθαρτήρια ιδιότητα (όπως συμβαίνει σήμερα με το
λιβάνι). Παράλληλα επιβαλλόταν τιμωρία των ενόχων, συνηθέστερα εξορία ή
άλλων προσφερομένων αντ΄ αυτών προκειμένου να γίνουν έτσι εξιλαστήρια
θύματα.
Ο
Ιωάννης Καποδίστριας όδευε εκείνη το μοιραίο για τον ίδιο πρωινό
Κυριακής προς την εκκλησία για να εκκλησιαστεί καθώς όπως έχει
αποδειχθεί ήταν αρκετά πιστός και θεοσεβείς., Στον δρόμο συναντήθηκε με
τους δολοφόνους του, χωρίς να διαπλικτιστούν και μετά απο λίγο
χωρίστηκαν. Οι δολοφόνοι του έστησαν ενέδρα έξω απο την εκκλησία και
λίγο πριν μπει τον σκότωσαν.
Το
άγος της δολοφονίας του είναι ακριβώς εδώ, στο ότι οι δολοφόνοι του δεν
επέτρεψαν σε έναν πιστό χριστιανό να λειτουργηθεί πρώτα και μετά να τον
σκοτώσουν. Πολλοί μπορεί να θεωρήσουν το πιθανό άγος της δολοφονίας
Καποδίστρια αμελητέο θέμα ακόμα και ότι πλέον είναι ένα ιστορικό
ξεχασμένο θέμα, όμως το θέμα είναι μήπως το άγος υπάρχει όντως και ότι
τελικά η βασική αιτία της ελληνικής κακοδαιμονίας του ελληνικού κράτους
είναι ότι οι κάτοικοι αυτού του κράτους σκότωσαν τον μοναδικό ίσως
σύγχρονο ηγέτη της που την σκέφτηκε και πως αυτοί οι κάτοικοι έχουν
ήσυχη την συνείδησή τους σε αυτό προκαλώντας έτσι την Θεία Δίκη; Μήπως;
ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ