|
Η επί της λεωφόρου Βασιλίσσης Σοφίας 4 γερμανική πρεσβεία στην Αθήνα την ημέρα που εισήλθαν στην Αθήνα οι Γερμανοί. Σημειωτέον ότι στο ίδιο κτίριο στεγαζόταν και η πρεσβεία των Ηνωμένων Πολιτειών μέχρι τον Δεκέμβριο 1941, οπότε ενεπλάκησαν στον παγκόσμιο πόλεμο.
|
Του Δημοσθένη Κούκουνα
Στις παραμονές της γερμανικής επίθεσης (6 Απριλίου 1941), ο Γερμανός πρεσβευτής στην Αθήνα πρίγκιπαςΈρμπαχ, έχοντας ήδη εμπειρία από τη θέση στην οποία βρέθηκε η ιταλική παροικία λίγους μήνες νωριτερα κατά την έναρξη του ελληνοϊταλικού πολέμου, οπότε τα μέλη της εγκλείσθηκαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης ή υπό περιορισμό σε άλλα οικήματα, ενδιαφέρθηκε προληπτικά για την τύχη των συμπατριωτών του και ζήτησε οδηγίες από το Βερολίνο:
«Αθήνα, 2 Απριλίου 1941
Η θέση της γερμανικής παροικίας, λόγω της ολοένα αυξανόμενης παρουσίας αγγλικών στρατιωτικών δυνάμεων, γίνεται ιδιαίτερα επικίνδυνη. Υπάρχει κυρίως ο κίνδυνος να εγκλεισθούν σε στρατόπεδο συγκέντρωσης όλοι οι ευρισκόμενοι σε στρατεύσιμη ηλικία. Η μέχρι τώρα εμπειρία δείχνει ότι οι Γερμανοί πολίτες, που έμειναν εδώ, είναι ανάγκη, προκειμένου να επιστρέψουν στη Γερμανία, να έχουν πλήρεις διαβεβαιώσεις για την προστασία τους και να τους καταβληθούν τα έξοδα του ταξιδιού τους. Λαμβάνοντας υπ’ όψη τα ανωτέρω, παρακαλείσθε να μας στείλετε οδηγίες: α) Αν ισχύουν ακόμη οι πολιτικοί λόγοι που υπήρχαν μέχρι σήμερα εναντίον της μετακίνησης όλων των πολιτών που ανήκουν στο Τρίτο Ράιχ. β) Αν πρέπει να διαταχθεί η άμεση αναχώρησή τους. γ) Αν εκεί [στο Βερολίνο] υπάρχουν λόγοι αμφιβολίας για την επιστροφή τους μέσω Σερβίας.
Μέχρι τώρα δεν ήταν δυνατόν, ύστερα από διαταγές της ελληνικής κυβέρνησης για στρατιωτικούς λόγους, να ταξιδεύουν Γερμανοί πολίτες μέσω Ανατολικής Μακεδονίας προς Βουλγαρία ή Τουρκία. Παρακαλώ να δοθούν εντολές επ’ αυτών διότι είναι πολυάριθμες οι εδώ γερμανικές οικογένειες – με πολλά και μικρά παιδιά – όπως και το προσωπικό της πρεσβείας».
Η απάντηση από το Βερολίνο είναι ολιγόλογη, αλλά αρκετά σαφής. Μπορεί να επισημάνει κανείς ότι για τη γερμανική παροικία της Αθήνας δεν έχει υπάρξει καμιά πρόνοια και αφήνεται στην τύχη της:
«Λόγω της ιδιαίτερα ανώμαλης κατάστασης, δεν μπορεί πλέον να ληφθεί μέριμνα για την ομαδική αναχώρηση και επιστροφή της γερμανικής παροικίας».
Τελικά, στις 5 Απριλίου έφθανε στα χέρια του Γερμανού πρεσβευτή στην Αθήνα πρίγκιπα Έρμπαχ το ακόλουθο τηλεγράφημα του Ρίμπεντροπ:
«Παρακαλείσθε όπως την Κυριακή 6 Απριλίου και ώρα 5.20 θερινή Γερμανίας, ειδοποιήσετε τον εκεί υπουργό Εξωτερικών ότι έχετε να του ανακοινώσετε κάτι απολύτως επείγον και είναι ανάγκη να τον συναντήσετε αμέσως. Παρακαλείσθε να ανακοινώσετε στον υπουργό Εξωτερικών τα εξής:
Αυτή την ώρα παραδίδεται στον Έλληνα πρεσβευτή στο Βερολίνο από τον υπουργό Εξωτερικών του Ράιχ διακοίνωση, καθώς και συνημμένο υπόμνημα.
Στα έγγραφα αυτά θα αναπτύσσεται ότι, επειδή δεν τηρήθηκε αυστηρή ουδετερότητα εκ μέρους της ελληνικής κυβέρνησης, από τις αρχές του πολέμου, και ύστερα από την ανεύρεση σε έγγραφα του Γαλλικού Στρατηγείου, που βρίσκονται στα χέρια της γερμανικής κυβέρνησης, πολλών θετικών στοιχείων και αποδείξεων γι’ αυτό, αποδεικνύονται τα εξής.
Δεν μπορεί πλέον η γερμανική κυβέρνηση να παρακολουθεί απαθώς την ανώμαλη κατάσταση που δημιουργήθηκε εκ μέρους της ελληνικής κυβέρνησης, ύστερα από την είσοδο ισχυρών αγγλικών στρατιωτικών δυνάμεων στο έδαφός της. Κατόπιν αυτού, η γερμανική κυβέρνηση διέταξε τα στρατεύματά της να εκδιώξουν από το ελληνικό έδαφος τις αγγλικές στρατιωτικές δυνάμεις. Κάθε αντίσταση κατά των γερμανικών πολεμικών δυνάμεων θα παταχθεί χωρίς διάκριση. Στο υπόμνημα τονίζεται ότι τα γερμανικά στρατεύματα δεν έρχονται ως εχθρός του ελληνικού λαού και ότι ο γερμανικός λαός δεν επιθυμεί να πολεμήσει τον ελληνικό λαό και να τον καταστρέψει εντελώς. Το κτύπημα που αναγκάζεται να δώσει η Γερμανία επί ελληνικού εδάφους αφορά κυρίως την Αγγλία. Παρακαλείσθε να μην αποφύγετε να κάνετε οποιαδήποτε διευκρίνιση για την ανακοίνωση αυτή. Υπόθεση της ελληνικής κυβέρνησης είναι να φροντίσει για την ασφάλεια του προσωπικού της πρεσβείας. Πρέπει αμέσως να βεβαιωθεί η λήψη του τηλεγραφήματος αυτού, καθώς επίσης είναι ανάγκη να καταστραφεί όλο το απόρρητο υλικό που υπάρχει. Η συσκευή ασυρμάτου να αχρηστευθεί, εκτός αν μπορεί να αποκρυβεί».
Με χαρακτηριστική για Γερμανό διπλωμάτη ευσυνειδησία ο πρίγκιπας Έρμπαχ εκτέλεσε την εντολή που είχε. Επισκέφθηκε το πρωί της 6ης Απριλίου 1941 τον πρωθυπουργό Αλ. Κοριζή και του επέδωσε το γερμανικό τελεσίγραφο που αποτελούσε κήρυξη πολέμου. Ήταν μια κίνηση αναμενόμενη και η κοινή γνώμη δεν εξεπλάγη. Ο δημοσιογράφος και εκδότης της «Καθημερινής» Γεώργιος Βλάχος είχε δημοσιεύσει προ μηνός την περίφημη «ανοικτή επιστολή προς την Α.Ε. τον κ. Αδόλφον Χίτλερ, αρχικαγκελάριον του γερμανικού κράτους», αφού από την 1η Μαρτίου γερμανικά στρατεύματα είχαν ουσιαστικά καταλάβει τη Βουλγαρία και η ίδια είχε προσχωρήσει την ίδια ημέρα στον Άξονα, εκθέτοντας πώς και γιατί η Ελλάδα ήταν αποφασισμένη να αντισταθεί στη γερμανική επίθεση. Επρόκειτο για θέμα ηθικής τάξεως, εν γνώσει του γεγονότος ότι αυτή τη φορά δεν υπήρχε ελπίδα να επαναληφθεί το Έπος της Αλβανίας. Το γερμανικό επιτελείο είχε μελετήσει με ακρίβεια τις απαραίτητες κινήσεις και είχε συγκεντρωθεί στα ελληνοβουλγαρικά σύνορα πολύς στρατός εμπειροπόλεμος και με τεράστια ισχύ σε τεχνικά μέσα.
Ο Ιω. Μεταξάς εγκαίρως είχε ενδιαφερθεί για την οχύρωση της ελληνοβουλγαρικής μεθορίου, οργανώνοντας την ομώνυμη αμυντική γραμμή που αποδείχθηκε επιτυχής, έστω και αν δεν προέβλεπε την αντιμετώπιση του γερμανικού στρατού όταν ανεγειρόταν. Ωστόσο, για πολιτικούς λόγους, δεν είχε προβλεφθεί η επέκταση της «γραμμής Μεταξά» και στην ελληνογιουγκοσλαβική μεθόριο, από το κενό της οποίας πραγματοποιήθηκε η γερμανική εισβολή.
Η είσοδος των Γερμανών στη Γιουγκοσλαβία υπήρξε σχεδόν ανεμπόδιστη, ώστε μέσα σε ένα 48ωρο οι γερμανικές δυνάμεις να έχουν περάσει το γιουγκοσλαβικό έδαφος και να βρίσκονται έξω από τη Θεσσαλονίκη. Υπό καθεστώς πανικού είχαν αντιμετωπίσει οι γείτονές μας, των οποίων η κυβέρνηση μόλις προ ελαχίστων ημερών είχε αποδεχθεί τη γερμανική παραχώρηση της Θεσσαλονίκης και ευθύς μετά είχε ανατραπεί, τη γερμανική επίθεση. Υπάρχουν πολλά δραματικά περιστατικά εκείνου του πανικού, που έφθανε μέχρι τα ανώτερα κλιμάκια. Είναι αξιοσημείωτο να αναφερθεί ότι το αρχικό σχέδιο «Μαρίτα», ιδίως όπως διαμορφώθηκε όταν οι Γερμανοί επέτυχαν την πρόσκαιρη προσχώρηση της Γιουγκοσλαβίας στο Τριμερές, προέβλεπε ότι η προσβολή του ελληνικού εδάφους θα γινόταν μόνο μέσω της ελληνοβουλγαρικής μεθορίου. Η υπαναχώρηση των Γιουγκοσλάβων άλλαξε τα δεδομένα και έτσι οι Γερμανοί χρησιμοποίησαν το γιουγκοσλαβικό έδαφος για να καταλάβουν τη Μακεδονία και τη Θράκη, που διαφορετικά θα είχαν να καταβάλουν πολύ κοπιώδη και χρονοβόρο προσπάθεια για να το επιτύχουν. Από το στοιχείο αυτό θα μπορούσε κανείς να εκτιμήσει ότι τελικά το πραξικόπημα Σίμοβιτς ωφέλησε αποκλειστικά και μόνο τη Γερμανία.
Η γερμανική εισβολή στην Ελλάδα υπήρξε γρήγορη, αφού υπερφαλαγγίσθηκε η ηρωική αντίσταση των οχυρών της Γραμμής Μεταξά, το νέο Έπος που προκάλεσε τον θαυμασμό εχθρών και φίλων. Από τις 9 Απριλίου είχε παραδοθεί η Θεσσαλονίκη, ενώ τρεις μέρες αργότερα επιτεύχθηκε η επαφή των γερμανικών στρατευμάτων με τα ιταλικά. Την ίδια ημέρα (12 Απριλίου) οι Γερμανοί εισέρχονταν στο Βελιγράδι, το οποίο ήδη είχε πληγεί σκληρά με αεροπορικούς βομβαρδισμούς και πολλές χιλιάδες θυμάτων.
Η περίπτωση να καταληφθεί από τους Γερμανούς ολόκληρη η Ελλάδα ήταν πλέον απολύτως ορατή. Γινόταν κατανοητό ότι δεν υπήρχε δυνατότητα να προβληθεί ελληνική αντίσταση ανάλογη με εκείνη που προβλήθηκε στα αλβανικά βουνά. Ο Γεώργιος Β΄ κάλεσε τον Βρετανό πρεσβευτή Πάλαιρετ και του ζήτησε να διαβιβάσει στην κυβέρνησή του τα ακόλουθα τρία αιτήματα, προκειμένου η Ελλάδα να είναι σε θέση να συνεχίσει τον πόλεμο στο εξωτερικό: α) Ο ελληνικός στόλος να καταφύγει στην Αλεξάνδρεια. β) Να μεταφερθούν οι 40.000 Έλληνες στρατιώτες, που βρίσκονταν υπό εκγύμναση στην Πελοπόννησο, στην Κύπρο ώστε να αποτελέσουν τον πυρήνα του νέου ελληνικού στρατού. γ) Να θεωρηθεί, έστω και προσωρινά, ως ελληνικό έδαφος ένα τμήμα της Κύπρου, ώστε να εγκατασταθεί εκεί ο Βασιλεύς και η κυβέρνηση. Το ζήτημα της μεταφοράς της έδρας του ελληνικού κράτους στην Κύπρο είχε τεθεί προς την αγγλική πλευρά και λίγες μέρες πριν από τη γερμανική επίθεση, στις 31 Μαρτίου, όταν ο υπουργός Εξωτερικών Ήντεν βρισκόταν και πάλι στην Αθήνα.
Η βρετανική απάντηση ήταν θετική ως προς το πρώτο αίτημα, ενώ θα εξεταζόταν το δεύτερο. Για το τρίτο δεν δινόταν θετική απάντηση, ως προς την παραχώρηση κυπριακού εδάφους, με την υπόμνηση ότι η ελληνική κυβέρνηση θα μπορούσε ενδεχομένως να εγκατασταθεί στην Κύπρο υπό καθεστώς ετεροδικίας και με άσκηση πλήρους εξουσίας, όπως συνέβαινε ήδη με τις εξόριστες στο Λονδίνο κυβερνήσεις Πολωνίας, Ολλανδίας, Νορβηγίας κ.ά. Η ελληνική κυβέρνηση επανήλθε στο ίδιο θέμα και πάλι τις επόμενες μέρες, ακόμη και από την Κρήτη όπου βρισκόταν, αλλά της δόθηκε η ίδια απάντηση. Η Αγγλία δεν είχε την παραμικρή διάθεση να αποποιηθεί των δικαιωμάτων της τη στιγμή εκείνη, ίσως διότι δεν μπορούσε να γνωρίζει ότι, αν και νικήτρια, θα ήταν ο μεγάλος ηττημένος του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου από εδαφικής πλευράς.
…Μετά τις 6 Απριλίου 1941 τα μέλη της γερμανικής πρεσβείας είχαν παραμείνει στην Αθήνα και λόγω της ραγδαίας εξελίξεως των γεγονότων δεν είχε καταστεί δυνατή η απομάκρυνσή τους εκτός των ελληνικών συνόρων, όπως αντίστοιχα είχε συμβεί με τους Ιταλούς διπλωμάτες. Ο Άγγλος πρεσβευτής Πάλαιρετ πίεσε την ελληνική κυβέρνηση να συλλάβει τους Γερμανούς διπλωμάτες και να τους μεταφέρει δίκην αιχμαλώτων πολέμου στην Κρήτη, όπου θα ήταν η νέα έδρα της, καταργουμένης όμως έτσι της διπλωματικής ασυλίας τους. Δύο 24ωρα πριν από την αναχώρηση της κυβέρνησης για την Κρήτη, το απόγευμα της 21ης Απριλίου, ο ανώτερος διπλωματικός υπάλληλος Γάφος επισκέφθηκε τον Γερμανό πρεσβευτή Έρμπαχ και του ζήτησε να ετοιμασθεί μαζί με το προσωπικό του για αναχώρηση. Στην αρχή ο Έρμπαχ δέχθηκε, αφού πριν ζήτησε η μεταφορά του να είναι ασφαλής.
Αργότερα όμως έστειλε στον πρωθυπουργό και υπουργό Εξωτερικών Τσουδερό τον πρεσβευτή της Σουηδίας, που μετά την 6η Απριλίου είχε αναλάβει την προστασία των γερμανικών συμφερόντων στην Ελλάδα, ο οποίος διαβίβασε τη δήλωση του Έρμπαχ ότι μόνο με τη χρησιμοποίηση βίας θα άφηνε την πρεσβεία του.
Ύστερα απ’ αυτή την αιφνίδια εξέλιξη έγινε σύσκεψη μεταξύ Βασιλέως, πρωθυπουργού και Άγγλου πρεσβευτή, ο οποίος όμως επέμενε φορτικά, προτείνοντας επί πλέον την παροχή βρετανικής στρατιωτικής βοήθειας για την εκτέλεση του σχεδίου. Κλήθηκε ο Σουηδός πρεσβευτής, ο οποίος άρχισε διαπραγματεύσεις, πηγαινοερχόμενος μεταξύ υπουργείου Εξωτερικών και γερμανικής πρεσβείας, ενώ ένοπλοι αστυφύλακες κύκλωσαν το κτίριο της πρεσβείας, έτοιμοι να εισβάλουν και να συλλάβουν πρεσβευτή και διπλωμάτες.
Στο σημείο αυτό παρενέβη μια επιτροπή που εκπροσωπούσε το σύνολο σχεδόν των Ελλήνων διπλωματών, με επικεφαλής τον γενικό διευθυντή Α. Δελμούζο, και αντέδρασε στην κυβερνητική απόφαση, απειλώντας ότι αν εφαρμοζόταν θα υπέβαλαν ομαδικά την παραίτησή τους. Αυτό ήταν αφορμή για να ματαιωθεί η αιχμαλωσία των Γερμανών διπλωματών, που ήταν αντίθετη στο διεθνές δίκαιο και που εγκυμονούσε τον προφανή κίνδυνο εφαρμογής αντιποίνων στους Έλληνες διπλωμάτες (τρεις πρεσβευτές και 150 υπάλληλοι) που βρίσκονταν στη Γερμανία.
Σε σημείωμα αρμόδιας υπηρεσίας του γερμανικού υπουργείου Εξωτερικών με ημερομηνία 25 Απριλίου αναφέρεται μεταξύ άλλων για την τύχη των Ελλήνων διπλωματικών:
«…Το προσωπικό της ελληνικής πρεσβείας στη Γερμανία και στις κατεχόμενες χώρες βρίσκεται ακόμη στο Φρίντριχσχάφεν, στο ξενοδοχείο “Κουργκάρτεν”. Ανέρχεται συνολικά σε 63 άτομα. Επίσης πρέπει να προστεθεί η ευρισκόμενη στο σανατόριο Βάλντχαους στο Γκρούνεβαλντ σοβαρά ασθενής κόρη του Έλληνα πρεσβευτή με τον σύζυγό της (Σ.Σ. πρόκειται περί του μεταπολεμικά γνωστού αεροδιαστημικού Γιάννη Αργύρη) και τη μητέρα της. Επίσης δώδεκα άτομα της πρώην ελληνικής πρεσβείας στο Βελιγράδι και ο άλλοτε γενικός πρόξενος στα Σκόπια, που βρίσκονται αυτή τη στιγμή καθ’ οδόν προς Φρίντριχσχάφεν».
Για την τύχη στην Ελλάδα των Γερμανών διπλωματών και των μελών της γερμανικής παροικίας (περίπου 650 ατόμων), στις 18 Απριλίου αναμεταδίδεται από τον Γερμανό πρεσβευτή στη Στοκχόλμη το ακόλουθο τηλεγράφημα του Σουηδού πρεσβευτή στην Αθήνα:
«Οι Γερμανοί πρόξενοι Καλαμάτας και Πάτρας βρίσκονται στην οικία του Γερμανού πάστορα της Αθήνας, ο πρόξενος Κέρκυρας είναι προφανώς καθ’ οδόν προς την Αθήνα, ενώ ο πρόξενος Βόλου με την οικογένειά του επιθυμεί να παραμείνει εκεί. Το προξενείο Χανίων και το προσωπικό του προξενείου Σάμου θα μεταφερθούν απευθείας στην Τουρκία. Ο προϊστάμενος του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου, σύμφωνα με την επιθυμία που εξέφρασε, παραμένει με την υπόλοιπη γερμανική παροικία. Από το προσωπικό της πρεσβείας, ο πρεσβευτής, ο σύμβουλος του πρεσβευτή, δύο γραμματείς και οι στρατιωτικοί ακόλουθοι με τις οικογένειές τους, αποτελώντας μοναδική εξαίρεση, διαμένουν από την έκρηξη του πολέμου στην ιδιωτική κατοικία του πρεσβευτή ή στις δικές τους κατοικίες. Ένας βοηθός του στρατιωτικού ακολούθου, δύο ακόλουθοι Τύπου, ο ακόλουθος επί των πολιτιστικών σχέσεων και ο σύμβουλος πρεσβείας Χες μαζί με τις οικογένειές τους εγκαταστάθηκαν, εν αγνοία μου για λόγους ασφαλείας στην πρεσβεία. Η σύζυγος και τα τέκνα του συμβούλου της πρεσβείας, του εμπορικού ακολούθου, ένας ακόλουθος Τύπου και ένας πολιτιστικών σχέσεων, με τις οικογένειές τους, επανήλθαν στις κατοικίες τους. Οι υπόλοιποι προτιμούν να παραμείνουν στην πρεσβεία, όπου οι αστυνομικές αρχές, για να μην προδοθούν, απαγόρευσαν το ηλεκτρικό φως. Παρά τα διαβήματά μου, χορηγήθηκε ηλεκτρικό ρεύμα μόνο στην κατοικία του πρεσβευτή. Το μεγαλύτερο μέρος του βοηθητικού προσωπικού μεταφέρθηκε από τις αρχές στα γραφεία της γερμανικής πρεσβείας. Μικρός αριθμός βρίσκεται στην κατοικία του πρεσβευτή, καθώς και στις κατοικίες όπου έχει περιορισθεί η γερμανική παροικία. Όλοι οι ανωτέρω είναι υγιείς».
Ανακεφαλαιώνοντας, μετά την είσοδο των γερμανικών στρατευμάτων στην Αθήνα, ο πρεσβευτής της Γερμανίας Έρμπαχ ενημερώνει το Βερολίνο με τηλεγράφημά του (28 Απριλίου):
«Από την κήρυξη του πολέμου μέχρι την άφιξη των γερμανικών στρατευμάτων, όλοι οι εδώ Γερμανοί, ιδίως οι ανήκοντες στην παροικία, τελούσαν υπό περιορισμό σε τρεις τόπους διαμονής που επιλέξαμε, στην πρεσβευτική κατοικία, στις κατοικίες μερικών από τους διπλωματικούς μας υπαλλήλους και στο κτίριο της πρεσβείας. Η χρησιμοποίηση του κτιρίου της πρεσβείας, που δεν την είχαμε προβλέψει, διατάχθηκε από την αστυνομία, η οποία επέβαλε την εκκένωση των κατοικιών όλων των Γερμανών διπλωματών πλην της δικής μου. Οι οικίες αυτές υποβλήθηκαν σε έρευνα, ενώ σε μια περίπτωση σημειώθηκε βίαιη είσοδος.
Εκτός από το τυχαίο αυτό περιστατικό, η συμπεριφορά της Αστυνομίας υπήρξε ως επί το πλείστον άψογη και ευγενική.
Οι Πρόξενοι Καλαμάτας, Κορίνθου και Πάτρας ήταν επίσης έγκλειστοι. Ο Πρόξενος Βόλου θέλησε να παραμείνει εκεί. Ο Πρόξενος Σάμου δεν μπόρεσε να φθάσει στην Αθήνα. Πρέπει να ομολογηθεί ότι οι Έλληνες υποβλήθηκαν πράγματι σε μεγάλους κόπους στην προσπάθεια να πραγματοποιηθεί η μεταφορά του προσωπικού της πρεσβείας στην Κωνσταντινούπολη, δεν υπήρξε όμως από την αρχή η κατάλληλη προετοιμασία γι’ αυτό. Στις 22 Απριλίου μας δηλώθηκε ότι ήταν ανάγκη να ακολουθήσουμε την κυβέρνηση στη νέα της έδρα, σ’ αυτό όμως το σημείο τελικά υπαναχώρησαν. Ως εκπρόσωπος της χώρας που ανέλαβε την προστασία των συμφερόντων μας ορίσθηκε ο σύμβουλος της σουηδικής πρεσβείας Άλλαρντ, ο οποίος αποδείχθηκε εξαιρετικός χάρη στην ενεργητικότητα και τις άοκνες προσπάθειες που κατέβαλε. Οι ανώτεροι υπάλληλοι του υπουργείου Εξωτερικών, στην προσπάθειά τους να με εξυπηρετήσουν, βρέθηκαν στις 22 Απριλίου σε δύσκολη θέση απέναντι στον πανίσχυρο υπουργό Ασφαλείας Μανιαδάκη, οι μηχανορραφίες του οποίου τελικά δεν καρποφόρησαν».
Αυτά έλεγε ο Γερμανός πρεσβευτής στην Αθήνα 'Ερμπαχ την επομένη της κατάληψης της ελληνικής πρωτεύουσας από τους Γερμανούς. Σε προσωπικό επίπεδο, ήδη βρισκόταν υπό δυσμένεια και ανακλήθηκε, χωρίς να του ανατεθεί άλλο πόστο. Τις πρώτες κατοχικές μέρες εμφανίστηκε με ειδική αποστολή ο Γερμανός διπλωμάτης Φέλιξ Μπέντσλερ, ενώ αμέσως μετά τοποθετήθηκε ως ειδικός πληρεξούσιος του Φύρερ για την Ελλάδα ο Γκύντερ Άλτενμπουργκ, ο ουσιαστικός πολιτικός διοικητής της κατεχόμενης χώρας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου