Του Βασιλείου Στ.Πορπόρη
Φοιτητή ΔΙ.ΠΑ.Ε.
Δημοσεύθηκε στην Ελεύθερη Ώρα
Κατά τα τελευταία χρόνια της λεγόμενης οικονομικής κρίσης, παρατηρείται στην πατρίδα μας το φαινόμενο μιας γενικότερης αποστροφής και απέχθειας προς το πολιτικό σύστημα και τους κύριους εκπροσώπους του, γεγονός που επιβεβαιώνεται και από τα μεγάλα ποσοστά αποχής κατά τις εκάστοτε εκλογικές αναμετρήσεις. Πράγματι, η λαϊκή αυτή αντίδραση είναι δικαιολογημένη, αν αναλογιστεί κανείς τα δυσβάσταχτα μέτρα που έχει να αντιμετωπίσει ο κάθε φορολογούμενος πολίτης, του οποίου ο μισθός και η σύνταξη ολοένα και μειώνονται αντιστρόφως ανάλογα των οικονομικών του υποχρεώσεων.
Συν τοις άλλοις, ένα ακόμη επιχείρημα μιας σημαντικής μερίδας του ελληνικού πληθυσμού (συμπεριλαμβανομένου και εμού) είναι το ότι η πλειοψηφία των πολιτικών προσώπων που πλαισίωσαν την πολιτική σκηνή της Ελλάδος κατά τα τελευταία χρόνια, αντιμετώπισε το όλο έργο της όχι ως λειτούργημα, αλλά ως επάγγελμα, κληροδοτώντας μάλιστα σε αρκετές περιπτώσεις την επικερδή αυτή εργασία στους βιολογικούς της απογόνους. Ζωντανό είναι το παράδειγμα του σημερινού πρωθυπουργού της χώρας μας Κυριάκου Μητσοτάκη, αρκετά μέλη εκ της οικογενείας του οποίου (ξεκινώντας από τον πατέρα του Κων/νο Μητσοτάκη, την αδελφή του Ντόρα Μπακογιάννη, καθώς και τον ανιψιό του και νυν δήμαρχο Αθηναίων Κ. Μπακογιάννη) έχουν ασχοληθεί ενεργά με την πολιτική καταλαμβάνοντας κατά τις τελευταίες δεκαετίες διάφορες θέσεις εξουσίας.
Παρόμοιες περιπτώσεις αποτελούν και οι οικογένειες Παπανδρέου, Καραμανλή κτλ, οι οποίες κυβέρνησαν την Ελλάδα από πάππου προς πάππου φέρνοντάς την ολοένα και πιο κοντά στον πάτο του εθνικού, πολιτικού, κοινωνικού και οικονομικού της πηγαδιού. Τι σχέση έχει βέβαια η πολιτική οικογενειοκρατία με την εξαθλίωση που βιώνουμε σήμερα;
Προσωπικά πιστεύω, ότι κανένας άνθρωπος όσο έξυπνος και ικανός κι αν είναι δεν θα μπορέσει να κατανοήσει ποτέ τις απαιτήσεις και τις ανάγκες των λαϊκών στρωμάτων, εάν δεν βιώσει στην καθημερινότητά του τα δικά τους προβλήματα και τις δικές τους υποχρεώσεις. Ως εκ τούτου δεν θα πρέπει να μας εκπλήσσει η ευκολία με την οποία οι πολιτικοί μας λαμβάνουν τόσο σκληρά μέτρα εις βάρος του πληθυσμού, διότι πολύ απλά υπερασπίζονται τα συμφέροντα του εαυτού τους και των κομμάτων τους, όπως ακριβώς υπερασπίζεται και ένας έμπορος ή ένας βιομήχανος τα συμφέροντα της επιχείρησής του και στην τελική της τσέπης του.
Άνθρωποι δηλαδή που στην ουσία έχοντας ως κίνητρο την πολιτική δόξα και τα χρήματα, θέτουν την πατρίδα και τον λαό σε δεύτερη μοίρα, μη διστάζοντας να συμφωνήσουν τα πάντα με τα ξένα κέντρα εξουσίας προκειμένου να διαιωνίσουν το διάστημα παραμονής τους στην εξουσία, όπως για παράδειγμα η υπογραφή της κατάπτυστης συμφωνίας των Πρεσπών τον Ιούνιο του 2018 και το δημοψήφισμα του 2015, όπου το “ΟΧΙ” εκ στόματος του λαού μετατράπηκε σε “ΝΑΙ” εκ στόματος των κυβερνώντων.
Την διαφορά σε όλο αυτό το σκηνικό έρχεται να μας θυμίσει η σημερινή ημερομηνία, κατά την οποία συμπληρώνονται 53 ολόκληρα χρόνια από την ημέρα που μια ομάδα αξιωματικών του ελληνικού στρατού υπό την ηγεσία του τότε συνταγματάρχου Γεωργίου Παπαδοπούλου κατέλαβε την εξουσία και θέτοντας την πατρίδα μας σε ένα νέο πολιτειακό, πολιτικό, κοινωνικό και οικονομικό πλαίσιο κατάφερε να την κυβερνήσει για 6,5 χρόνια.
Στον παρόν άρθρο δεν θα γίνει εκτενής αναφορά στα πάσης φύσεως επιτεύγματα που άφησε πίσω του το καθεστώς αυτό, μιας και ο ρόλος του είναι ξεκάθαρα αφιερωματικός και σαν στόχο έχει την σύγκριση στον νου του κάθε αναγνώστη των προσώπων της τότε εποχής με αυτών της σημερινής. Κατά τον τρόπο αυτό, ευελπιστώ ότι έκαστος σκεπτόμενος αντικειμενικά και ψύχραιμα θα αναθεωρήσει ορισμένα πράγματα σχετικά με το παρελθόν εκείνο και ίσως του γεννηθεί η επιθυμία να διερευνήσει όλη την αλήθεια γύρω απ’ όλα όσα έχουν ακουστεί για τα χρόνια του Παπαδόπουλου κατά τις δεκαετίες που ακολούθησαν την πτώση του. Επιπροσθέτως, θα δώσει την ευκαιρία στους ανθρώπους που έζησαν την εποχή εκείνη να θυμηθούν τις μέρες αυτές, συνειδητοποιώντας την ευκαιρία που τους δόθηκε απλόχερα και άφησαν να γλιστρήσει μέσα απ’ τα δάχτυλά τους.
Καταρχάς από εκεί που θα ήθελα να ξεκινήσουμε την ιστορική μας αναδρομή είναι το ότι το σύνολο των αξιωματικών που πρωτοστάτησαν εκείνο το ξημέρωμα του Απριλίου του 1967, προέρχονταν από πολύ φτωχές οικογένειες είτε των αστικών κέντρων είτε της υπαίθρου, με πολλές απ’ αυτές μάλιστα να σχετίζονται με αγροτικές και κτηνοτροφικές ασχολίες. Στην ουσία οι απριλιανοί αποτέλεσαν κομμάτι του λαού, σάρκα απ’ την σάρκα του, όπου πέρασαν πολλές κακουχίες και δύσκολα παιδικά και εφηβικά χρόνια. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του υπαρχηγού της ενέργειας εκείνης Στυλιανού Παττακού, ο οποίος στα βιβλία της αυτοβιογραφίας του περιγράφει μεταξύ των πολλών δυσκολιών που αντιμετώπισε ως νέος, και το ότι ως μαθητής μετέβαινε στο σχολείο του διπλανού χωριού όπου φοιτούσε ξυπόλητος, μιας και η οικονομική κατάσταση της εποχής το επέβαλε. Τα στοιχεία αυτά ώθησαν ως φαίνεται και τον δημοτικό βάρδο Βασίλη Κατράκο στο να τραγουδήσει πολλά χρόνια αργότερα το γνωστό τραγούδι “να ζήσει ο εθνικός στρατός”, το οποίο μεταξύ των άλλων περιέχει και τον εξής χαρακτηριστικό στίχο:
«Φτωχές μανάδες γέννησαν τους τέσσερους μεγάλους, τον Γιώργο Παπαδόπουλο, το Παττακό και άλλους…»
Παρά τις δυσκολίες όμως που τους πρόσφερε απλόχερα η ζωή, οι άνθρωποι αυτοί αγωνίστηκαν σκληρά για το μέλλον τους και νοιώθοντας από πολύ νωρίς το αίσθημα του καθήκοντος προς την πατρίδα αποφάσισαν να φοιτήσουν σε στρατιωτικές σχολές, με τους περισσότερους να δίνουν εξετάσεις στην Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων, όπου και πέτυχαν σπουδαία αποτελέσματα και υψηλές βαθμολογίες. Αίσθηση προκαλεί το ότι ο αρχηγός της 21ης Απριλίου Γεώργιος Παπαδόπουλος, υπήρξε άριστος και πρώτος εκ των πρώτων κατά τα χρόνια φοιτήσεώς του στην Σ.Σ.Ε., διατελώντας μάλιστα και αρχηγός της τάξεώς του και αργότερα αρχηγός της σχολής.
Και μ’ αυτά και με κείνα, ξημέρωσε και η 28η Οκτωβρίου του 1940, με όλους τους αξιωματικούς που διαδραμάτισαν αργότερα τα γεγονότα της 21ης Απριλίου να πέφτουν με ζέση και ενθουσιασμό στο πυρ του πολέμου, συμμετέχοντας ενεργά στην γραφή της ένδοξης εποποιίας του 1940’41, καθώς και του κεφαλαίου της Εθνικής Αντίστασης (1941-’44) λαμβάνοντας μέρος στα μετερίζια του αγώνα των διαφόρων αντιστασιακών οργανώσεων που συγκροτήθηκαν, όπως για παράδειγμα της οργανώσεως “Χ”, Όμηρος, ΠΑΟ κτλ.
Την ώρα, λοιπόν, που ο Ανδρέας Παπανδρέου υπηρετούσε ως νοσοκόμος στο αμερικανικό ναυτικό και ο Κων/νος Καραμανλής πήρε απαλλαγή από τα στρατιωτικά του καθήκοντα λόγω “κώφωσης”, οι μελλοντικοί ηγέτες της Ελλάδος έπαιζαν την ζωή τους κορώνα γράμματα στα ελληνοαλβανικά βουνά γεμίζοντας το στήθος τους με παράσημα και αριστεία ανδρείας, τόσο κατά τα έτη 1940-1944, όσο και αργότερα κατά τα χρόνια του ξενοκίνητου συμμοριτοπολέμου (1946-1949).
Καταλαβαίνουμε, λοιπόν, ότι οι άνθρωποι αυτοί σφυρηλατήθηκαν ακόμη πιο σκληρά ρισκάροντας επί έτη την ζωή τους στο πεδίο της μάχης, παίζοντας καθημερινά το κεφάλι του κορώνα γράμματα, δεχόμενοι τούτο ως κάτι φυσικό, ως μια υπέρτατη υποχρέωσή τους έναντι της πατρίδος και των ανθρώπων της. Το γεγονός αυτό, εξηγεί και το ότι αποφάσισαν να αναλάβουν δράση την 21η Απριλίου 1967, όταν η φαυλότητα των πολιτικών και η αδράνεια του βασιλέως Κων/νου σε συνδυασμό με τον κίνδυνο επικρατήσεως του 4ου κομμουνιστικού γύρου, οδηγούσαν βαθμιαία την πατρίδα μας σε πολιτικό και κοινωνικό όλεθρο. Τι θέλω να πω;
Τις πρώτες ώρες της 21ης Απριλίου 1967, η απόπειρα καταλήψεως της εξουσίας βρίσκονταν κυριολεκτικώς στον αέρα και ο κάθε νους μπορεί να αντιληφθεί το τι περίμενε τους πρωτεργάτες της σε περίπτωση αποτυχίας. Ας πάρουμε το παράδειγμα της απόπειρας πραξικοπήματος που έγινε το 2016 στην Τουρκία και της αντιμετώπισης που δέχτηκαν οι εκεί “επαναστατούντες”. Επομένως αυτό είναι ένα στοιχείο τόλμης που θαρρώ πως πρέπει να συμπεριληφθεί στα προσόντα των απριλιανών. Άραγε πόσοι εκ των μεταπολιτευτικών κυβερνώντων θα έβαζαν το κεφάλι τους στον τορβά προκειμένου να σώσουν την Ελλάδα απ’ τον οποιονδήποτε εξωτερικό ή εσωτερικό κίνδυνο;
Στο σημείο τούτο θέλω να σταθούμε σε κάτι που ανέφερα αρχικά, δηλαδή στο ότι κανείς άνθρωπος δεν θα καταφέρει ποτέ να κατανοήσει τα προβλήματα του λαού και να τα επιλύσει, εάν δεν τα βιώσει προσωπικά ο ίδιος. Όπως είδαμε οι αξιωματικοί που κυβέρνησαν την Ελλάδα για περίπου μία επταετία, προέρχονταν ξεκάθαρα από τις λαϊκές τάξεις, γεγονός που τους βοήθησε στο να χειριστούν με αποτελεσματικότητα τα περισσότερα προβλήματα που προέκυπταν καθ’ όλη την διάρκεια του καθεστώτος τους.
Στο σημείο τούτο πολλοί από τους αναγνώστες μας θα περιμένουν να διαβάσουν τα επιτεύγματα που άφησε πίσω του ο Παπαδόπουλος, όπως η οδοποιία σε κάθε ελληνικό χωριό, η υδροδότηση και ηλεκτροδότηση σε κάθε επαρχία, τα μεγάλα στάδια αθλητισμού, τα νοσοκομεία, τις εκκλησίες και τα πάσης φύσεως έργα υποδομής. Μια τέτοια αναφορά όμως καθίσταται περιττή από την στιγμή που όλα αυτά τα σπουδαία έργα ζουν μέχρι σήμερα και αποδεικνύουν την κατασκευή και την ύπαρξή τους. Επιπροσθέτως, όλοι μας (άλλοι λιγότερο και άλλοι περισσότερο) θα έχουμε ακούσει από τους παλαιότερους ορισμένες ιστορίες σχετικές με τον ρυθμό ανοικοδόμησης και ανάπτυξης της Ελλάδος κατά την περίοδο της Επταετίας.
Εκεί όμως που θα ήθελα να σταθούμε, είναι ορισμένα γεγονότα ιδιαζούσης σημασίας, τα οποία έχουν καλυφτεί υπό την σκιά ενός μεταπολιτευτικού μανδύα και έχουν κατά τα χρόνια που προηγήθηκαν ακουστεί ελάχιστες φορές. Αναφέρομαι στο λεγόμενο “οικονομικό θαύμα” που άφησε πίσω της η κυβέρνηση της 21ης Απριλίου, ένα θαύμα το οποίο αμφισβητείται κατά τις τελευταίες δεκαετίες λυσσαλέα και μανιωδώς. Τα στοιχεία της ιστορίας όμως είναι αδιάψευστα και όποιος καταφέρει να τα αξιολογήσει αντικειμενικά δίχως εμπάθειες και πάθη, βγάζει τα συμπεράσματά του!
Συγκεκριμένα, και ως προς το οικονομικό σκέλος, η Ελλάδα επί Παπαδοπούλου έλαβε δύο φορές (το 1971 και το 1972) το Όσκαρ οικονομίας από τον οίκο Λομπάρτν, ο οποίος με βάση τις εκθέσεις του ΟΟΣΑ και άλλων παγκόσμιων οικονομικών οργανισμών, απονέμει ανά έτος το βραβείο που προαναφέραμε στην χώρα όπου παρουσιάζει την καλύτερη οικονομία πάνω στον πλανήτη.
Το στοιχείο αυτό το αναφέρω ως ιδιαίτερα σημαντικό, διότι η Ελλάδα της εποχής εκείνης αποτελεί την μοναδική χώρα που έλαβε το συγκεκριμένο βραβείο δύο φορές και μάλιστα συνεχόμενα! Αυτό δικαιολογεί και την προ μερικών ετών δήλωση εκ μέρους του νυν αντιπροέδρου της Νέας Δημοκρατίας, Άδωνι Γεωργιάδη, σύμφωνα με τον οποίο: «Η οικονομία το ’74 ήταν κούκλα…», αλλά και του αριστερού καθηγητή και στενού συνεργάτη του Ανδρέα Παπανδρέου, Κώστα Μπέη, ο οποίος στην εκπομπή του Γιώργου Αυτιά πριν από μερικά χρόνια δήλωσε τα εξής αποκαλυπτικά:
«Εμείς βγάζουμε τα μάτια μας μόνοι μας και οφείλει να συνειδητοποιήσει ο πολιτικός κόσμος ότι αυτός έφερε την Ελλάδα εδώ που την έφερε. Πρέπει να δούμε την αλήθεια κατάματα. Όταν έπεσε η δικτατορία, δεν υπήρχε ούτε μία δραχμή εξωτερικό δημόσιο χρέος. Και το λέω αυτό εγώ, ο οποίος πολέμησα την δικτατορία. Το λέω με πόνο καρδιάς…».
Θα αποτελούσε νομίζω μεγάλη παράλειψη, εάν δεν αναφέραμε και το ότι ο Κωνσταντίνος Καραμανλής με το που επέστρεψε στην Ελλάδα και ανέλαβε την διακυβέρνησή της, όρισε δικούς του ανθρώπους να “ξεσκονίσουν” όλα τα οικονομικά αρχεία του καθεστώτος των συνταγματαρχών, προκειμένου να βρει στοιχεία και γεγονότα που να τους ενοχοποιούν. Ποιο ήταν το αποτέλεσμα αυτών των ερευνών;
340 απαλλακτικά βουλεύματα εκ μέρους του Καραμανλικού μηχανισμού, τα οποία όχι μόνον δεν ανακάλυψαν ρουσφέτια και ύποπτες ενέργειες, αλλά μεταξύ άλλων ανέφεραν και το ότι η οικονομική διαχείριση εκ μέρους του καθεστώτος υπήρξε “χρηστότατη”(!) Ο καθένας, λοιπόν, μπορεί να βγάλει τα συμπεράσματά του σχετικά με την εντιμότητα των αξιωματικών εκείνων και ως εκ τούτου δεν χρειάζεται περαιτέρω ανάλυση εκ μέρους μου για το συγκεκριμένο θέμα.
Οι κυβερνήσεις που διαδέχτηκαν τους λεγόμενους “χουντικούς” παρέλαβαν μία Ελλάδα μηδενικού οικονομικού χρέους και μηδενικής ανεργίας, μια Ελλάδα πρότυπο για τα πανευρωπαϊκά και γιατί όχι και τα παγκόσμια δεδομένα; Και τι άφησαν πίσω τους όλοι αυτοί οι εραστές της υποτιθέμενης δημοκρατίας; Μια Ελλάδα καταχρεωμένη, μια Ελλάδα περίγελο στην Ευρώπη, μια Ελλάδα την οποία έχουν υπό την οικονομική τους επιτήρηση οι ξένες δυνάμεις, μια Ελλάδα με ανεργία, με νέους ανθρώπους που την εγκαταλείπουν και αναζητούν ένα καλύτερο αύριο στο εξωτερικό και μια Ελλάδα που σιγά-σιγά επικοίζεται και ο πληθυσμός της αντικαθιστάται από τους λαθρομετανάστες.
53 χρόνια μετά την 21η Απριλίου, με την πατρίδα μας εν μέσω αυτής της τραγικής καταστάσεως που όλοι μας βιώνουμε καθημερινά, η αλησμόνητος φράση “Που είσαι Παπαδόπουλε” έχει καταστεί το σλόγκαν της σύγχρονης Ελλάδος και όταν μάλιστα εκστομίζεται από νέους ανθρώπους -αγέννητους κατά τα χρόνια διαδραμάτισης εκείνων των γεγονότων- δικαιώνει πλήρως το έργο, τους κόπους και την θυσία των ανθρώπων της τόσο παρεξηγημένης και αδικημένης εκείνης εποχής…
ΑΙΩΝΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΙΣΤΗ
ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΩΡΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου