Άναψαν οι Γραικοί. Μέ τό λιγοστό αέρα θέλησαν νά τό ζυγώσουν. Πρώτος ο Ζάκας μέ τόν γρήγορο "Αχιλλέα" του. Μόλις τόν είδαν οι Τούρκοι νά σιμώνει, τού ρίχνουν μερικές κανονιές καί ο Ζάκας κάνει πίσω. Κι ο ναύαρχος Τομπάζης πού στήν κουβέρτα τού "Θεμιστοκλή" είχε τά πιό μεγάλα κανόνια, έριξε στό βασέλο δυό τρείς κανονιές. Πήγανε χαμένες οι μπάλλες στό νερό.»
Σέ εκείνη τή δύσκολη νύχτα οι καπετάνιοι του ελληνικού στόλου δέν μπορούσαν νά φανταστούν τήν αποτελεσματικότητα πού θά είχαν αργότερα στίς επιχειρήσεις τά πυρπολικά. Μπουρλοτιέρηδες πού έμελλε αργότερα νά οδηγούν τά μπουρλότα τους στήν πρύμνη τών τουρκικών φρεγατών καί μέ τή δάδα τους νά τίς αναγκάζουν νά αλλάζουν ρότα ήταν οι Λάζαρος Μουσός, Λέκας Ματρόζος, Γουδής, Κοσμάς Μπαρμπάτσης, Τσατσαρώνης, Γιώργος Λάμπρου, Καστελιώτης από τίς Σπέτσες, Κωνσταντής Κανάρης, Δημητρός Παπανικολής, Γιώργης Βρατσάνος, Κωνσταντής Νικοδήμος, Καλαρίτης, Σαρηγιάννης, Φιλίνης, Τσαπαρλής, Γιωργής Γιάνναρης, Πλημμές, Καρύδας, Κασσέτας από τά Ψαρά, Αντρέας Πιπίνος, Γιώργος Πολίτης, Αναγνώστης Δημαμάς, Δημητρός Τσαπελής, Αντώνης Βώκος, Γιάννης Ματρόζος, Βατικιώτης, Καλογιάννης, Μανώλης Μπούτης, Γιώργος Θεοχάρης, Στίπας, Δημητρός Ραφαλιάς, Μπουδούρης, Φωτιάς, Πινότσης, Βοβολίνης από τήν Ύδρα, Γιάννης Θεοφιλόπουλος (Καραβόγιαννος) από τά Λαγκάδια καί Γιάννης Δημολίτσας (Πατατούκος) από τήν Πάργα.
- "Ναί καπετάνιε. Είμαι ο Γιάννης Δημολίτσας, μά οι Ψαριανοί μέ φωνάζουν Πατατούκο".
- "Καί πώς βρέθηκες σέ τούτα τά μέρη;"
- "Όταν οι Εγγλέζοι, καπετάν Γιακουμάκη, πούλησαν τήν πατρίδα μου τήν Πάργα στόν Αλή πασά, ξενιτεύτηκα. Μπήκα σ' ένα καράβι νά δουλέψω. Ήταν τού γιού τού καπετάν Νικολή τού Αποστόλη".
- "Θά μπορέσεις νά φτιάξεις ένα μπουρλότο;"
- "Θά μπορέσω. Νά πάρω καί τόν Ρώσο τόν Ιβάν Αφανάσιεφ πού είναι γεμιτζής στό καράβι τού καπετάν Λάζαρου Λαλεχού;"
- "Καί τό ρωτάς;"
Δούλεψαν ασταμάτητα νύχτα μέρα καί μπόρεσαν νά ετοιμάσουν τό μπουρλότο. Έλειπε τώρα ο καπετάνιος του, ο μπουρλοτιέρης. Ο καθένας δίσταζε. Ποιός νάμπει σέ τούτο τό καράβι πού τόσο βιαστικά τό κάνανε μπουρλότο.»
Οι Έλληνες ναυτικοί δέν τά παράτησαν. Κατασκεύασαν δύο ακόμα πυρπολικά, τά οποία θά τά οδηγούσε τό ένα ο Δημήτρης Παπανικολής καί τό άλλο ο Γιώργης Καλαφάτης. Ο Καλαφάτης, ένα μήνα πρίν, όταν οι Ψαριανοί προεστοί είχαν απορρίψει τό καράβι του από τόν στόλο του νησιού τους, είχε προσφερθεί νά τό κάνει πυρπολικό καί νά τό οδηγήσει ο ίδιος σέ όποια επιχείρηση θά τού ανέθεταν. Τά χαράματα τής 27ης Μαΐου 1821, ξεκίνησαν ο Καλαφάτης καί ο Παπανικολής μέ τά πυρπολικά τους γιά τό παράτολμο εγχείρημα. Ο ελληνικός στόλος κανονιοβολούσε διαρκώς τό τουρκικό ντελίνι γιά νά καλύψει τούς μπουρλοτιέρηδες.
Ψύχραιμα, μά στά γρήγορα, οι ναύτες πετάνε τούς γάντζους καί δένουν κολλητά τό μπουρλότο στό ντελίνι. Ύστερα πηδάνε στή βάρκα τους. Ο Παπανικολής μέ τό μπαρουτοφάγο, βάζει φωτιά στίς μίνες τής μπαρούτης καί πηδάει κι αυτός στή βάρκα πού τόν πρόσμεναν οι συντρόφοι του. Στά γρήγορα λάμνουν τά κουπιά νά ξεμακρύνουν καί νά γλυτώσουν. Φωτιά ξεπετάγεται απ' τή μπουκαπόρτα τής πλώρης τού βασέλου. Σάν τήν είδανε οι Έλληνες, ξεσπάνε σέ χαρμόσυνα ξεφωνητά.
Στίς επτά άρχισε νά φυσάει στεριανός αέρας. Αυτός ο αέρας δυναμώνει τή φωτιά κι οι φλόγες τριγυρίζουν τό ντελίνι. Φτάνουν καί μέσα στά σωθικά του. Καπνός ξεπετιέται απ' τίς μπουκαπόρτες τών κανονιών. Οι αξιωματικοί τρέχουν νάμπουν στίς βάρκες νά γλυτώσουν. Ο ρεΐζης Οσμάν Γκέκας κατακρατάει τή βάρκα γιά τήν αφεντιά του. Έρχεται στά λόγια μέ κάποιον αξιωματικό του καί αυτός τόν λαβώνει στό λαιμό.
Κατά τίς δέκα, καπνός φτάνει μεσούρανα καί τρομερός κρότος, λές καί πέσανε πενήντα αστροπελέκια αντάμα. Η φωτιά είχε φτάσει στό τζεπχανέ, μπαρουταποθήκη, καί τό ντελίνι τινάχτηκε στόν αέρα. Γέμισε η θάλασσα κουφάρια, ξύλα, σίδερα, άρμενα. Γιά πολλά χρόνια, ως τό 1854, τά λείψανα τού καραβιού φαίνονταν στό βυθό. Απ΄τούς χίλιους εκατό τσούρμο καί ασκέρια, πού είχε η φρεγάτα, ούτε εκατό δέν προκάνανε νά φύγουν. Στό σουλτάνο Μαχμούτ δέ θά ομολογήσουν τήν αλήθεια. Θά τού πούν πώς τάχα η θάλασσα σέ άγρια φουρτούνα αφάνισε τό καράβι του.»
Ο Δημήτριος Παπανικολής καταγόταν από τά Ψαρά καί ήταν γιός τού Γεωργίου Παπανικολή, ο οποίος ήταν ξακουστός γιά τίς συγκρούσεις του μέ τούς Αλγερινούς πειρατές. Ο μικρός Δημήτρης σέ ηλικία μόλις δεκαπέντε ετών, κατά τή διάρκεια μίας τρικυμίας, είχε καταφέρει μόνος του ανάμεσα στούς υπόλοιπους ναύτες, νά ανέβει στό πιό ψηλό κατάρτι καί νά δέσει τό πανί πού είχε λυθεί σώζοντας τό καράβι τού πατέρα του από πιθανό ναυάγιο. Σέ ηλικία δεκαεννέα ετών ήταν ήδη πλοίαρχος, ενώ υπάρχουν πολλές μαρτυρίες τής εποχής γιά τήν παλληκαριά καί τό θάρρος του.
Οι πυρπολητές πού ακολούθησαν τόν Παπανικολή στό τολμηρό εγχείρημά του ήταν οι Ιωάννης Θεοφιλόπουλος, Πλημμές, Καμπούρης, Κασσέτας, Σταματάρας, Γιαννάρας, Διασσάκης, Κονδήλος, Χατζή Ζαχαριάς, Κομνηνός, Ζεύλης, Μικέ Ντεληγιάννης, Χατζή Μανιάτης, Χωριάτης, Πιππίνος, Γεωργίου, Βρουλιώτης, Παργιανός, Αθανάσιεφ, Κεφαλής καί Λέλες.
Τή μανία τών Τούρκων πού έχασαν τό ντελίνι τους θά τήν πλήρωνε τό Αϊβαλί (Κυδωνιές). Εκεί ξέσπασαν οι ζεϊμπέκηδες καί οι γιουρούκηδες σκορπίζοντας τό θάνατο στούς δρόμους τής πόλης πού μέχρι τότε τήν κατοικούσαν τριάντα χιλιάδες Ρωμιοί. Ο λαός έτρεξε νά σωθεί στίς φελούκες καί τίς σκαμπαβίες τού στόλου τού Τομπάζη, οι οποίες φορτωμένες ώς τά μπούνια, κουβαλήσαν χιλιάδες ψυχές μέχρι τά ελληνικά καράβια. Όσοι άνδρες δέν πρόλαβαν ν' ανεβούν σφάχτηκαν, ενώ οι γυναίκες καί τά παιδιά πουλήθηκαν στά παζάρια καί κατέληξαν στά χαρέμια τών μουσουλμάνων αγάδων.
But the Pasha of the province was determined that it should; he therefore, upon pretence of the discovery of a conspiracy, sent a thousand soldiers to be quartered among them. The next day a larger number arriving, began to commit every outrage upon the inhabitants, and wanted only an excuse, to fall upon and massacre them.
The third day, the Greek fleet appeared off the harbour, but merely by accident, not having had any communcation with it. This however was the signal for the Turks, who began to massacre all that fell in their way, and set fire to the houses.
All the men, the young and aged, were murdered in cold blood; the women and boys, whose beauty made them valuable prizes, were carried off, to sell in the markets of Constantinople, and serve the brutal lusts of the rich. The buildings were all burnt, and of the flourishing Aivali, there remained but the ashes of its houses and the bones of its inhabitants.»
ΑΓΙΑ ΣΟΦΙΑ
ΑΙΩΝΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΙΣΤΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου