|
Η πιό μικρούλα στην πρώτη σειρά είναι η Π.Σ. λίγο μετά την άφιξή τους στην Πολωνία. |
Του Ιωάννου Μπουγά
Το Παιδομάζωμα των κομμουνιστών ανταρτών του «ΔΣΕ» και του ΚΚΕ του
1948-49 προκάλεσε ανείποτο πόνο σε χιλιάδες μικρά παιδιά και στις
οικογένειές τους, ενώ τα αποξένωσε από τον Ελληνισμό.
Η περιπέτεια
της ηρωίδας της παρούσας ιστορίας ξεκινά το 1946 όταν οι κομμουνιστές
αντάρτες πέρασαν την οικογένειά της, μαζί με τους περισσοτέρους
κατοίκους του παραμεθόριου χωριού της, στη Γιουγκοσλαβία. Μετά 2 περίπου
την πέρνουν από τους γονείς της και τότε γίνεται κι αυτή παιδί του
Παιδομαζώματος.
Ακολουθεί η μαρτυρία της κυρίας Π.Σ.
«Κατάγομαι από το μικρό χωριό Κούπα, κοντά στο Σκρά του Κιλκίς. Το 1946
οι αντάρτες μας πέρασαν στα Σκόπια. Εγώ ήμουν 6 μηνών και η αδελφή μου 3
ετών. Πήραν μαζί και τους γονείς μου και τον παππού μου με τη γιαγιά
μου. Ο πατέρας μου ήταν τραυματίας απο το 1944 που ήταν στον ΕΛΑΣ. Από
τα Σκόπια οι αντάρτες τον έστειλαν στην Ουγγαρία για εγχείρηση, την
οποίαν του έκανε ο γιατρός ο Κόκκαλης.
Σύμφωνα με τα λεγόμενα
της μαμάς μου, οι υπόλοιποι μείναμε μιά εβδομάδα στα Σκόπια. Μετά μας
έστειλαν στο Μπούλκες. Εκεί, όπως μου έλεγαν αργότερα οι δικοί μου ήταν
ένα πολύ αυστηρό καθεστώς. Παντού περπατούσαν δυό με τρεις μαζί. Εκεί
χάθηκε ο παππούς μου. Μιλούσε πολύ και αυτά δεν τα θέλανε οι
κομμουνιστές. Μια μέρα βγήκε απο το σπίτι που μέναμε και χάθηκαν τα ίχνη
του. (σ.σ. Είναι γνωστά τα βασανιστήρια και οι φριχτές εκτελέσεις που
έγιναν στο Μπούλκες σε πραγματικούς ή κατά φαντασίαν αντιδρούντες προς
την ηγεσία του ΚΚΕ. Πολλά από τα θύμτα ρίπτονταν σε πηγάδια ή στον
Δούναβη και δεν βρέθηκαν ποτέ).
Το 1948 ο πατέρας μου γύρισε
απο το νοσοκομείο. Εκείνη την περίοδο έγινε στο Μπούλκες γενική
επιστράτευση. Όσους ήταν γεροί, και τους νέους απο 15 ετών και άνω, τους
ετοίμαζαν να τους στείλουν πίσω στην Ελλαδα να πολεμήσουν.
Τότε
εμάς τα παιδιά μας έβαλαν σε βαγόνια τραίνων με τη σημαία του Ερυθρού
Σταυρού και μας έδιωξαν γιά άλλες χώρες. Κάποια παιδιά τα πήγαν στην
Τσεχία, και άλλα -μαζί και εγώ 2.5 ετών τότε- στην Πολωνία. Εκεί χώρησα
και από την αδελφή μου, γιατί ήταν άρρωστη και την έκλεισαν σε άσυλο.
Ήμουν όμως μαζί με μιά εξαδέλφη μου –με το ίδιο όνομα- και τον εξάδελφό
μου.
Περάσαμε πολύ άσχημα εκεί. Πείνα, κρύο και κτυπήματα.
Κτυπιόμαστε μεταξύ μας για να δυναμώσουμε, οι κόκκινοι (οι καλοί) και οι
μπλε (οι κακοί), να είμαστε έτοιμοι όταν γυρίσουμε πίσω στην Ελλάδα να
πολεμήσουμε. Μου έλεγε πριν λίγες ημέρες η εξαδέλφη μου, «θυμάσαι που
χτυπιόμαστε μεταξύ μας; Τι ξύλο που φάγαμε;». Όταν κάποτε το είπα στον
πατέρα μου, μου απάντησε «γιατί δεν παραπονιόσαστε;» Να παραπονεθούμε;
Σε ποιόν;
Τα τραύματα από εκείνη τη ζωή δεν φεύγουν, παρόλο ότι πέρασαν τόσα χρόνια.
Τους γονείς μου και τη γιαγιά μου από το Μπούλκες τους έστειλαν στην
Τσεχοσλοβακία. Ήρθε στην Πολωνία και με βρήκε ο πατέρας μου όταν είχα
γίνει 6 χρονών. Φυσικά δεν τον γνώρισα, και όταν μου είπε οτι είναι ο
πατέρας μου, εγώ του απάντησα οτι ο πατέρας μου είναι ο Στάλιν!
Τελικά η οικογένειά μου ήρθε στην Πολωνία όταν ήμουν 14 ετών. Όμως, οι
γονείς μου δεν με πήραν στο σπίτι τους. Συνέχισα να μένω στο
ορφανοτροφείο και τους επισκεπτόμουνα μια φορά το μήνα, τα Χριστούγεννα,
το Πάσχα και το καλοκαίρι. Είχαν εν τω μεταξύ κάνει άλλα 3 παιδιά. Όταν
αργότερα ρώτησα τον πατέρα μου γιατί δεν με πήρε στο σπίτι του, μου
είπε ότι δεν τον έφταναν τα λεφτά. Βλέπεις ήταν υποχρεωμένος από το
Κόμμα να δίνει ένα μεγάλο ποσοστό στους ανθρώπους του ΚΚΕ εκεί για να
βοηθούν αυτούς που υπέφεραν στην Ελλάδα. Έτσι τους έλεγαν!
Τελείωσα το Γυμνάσιο, άρχισα να δουλεύω αλλά γράφτηκα και στη σχολή Πολιτικών Μηχανικών και σπούδαζα ενώ δούλευα.
Το 1963 ήρθε μια εντολή από το κόμμα, όποιος θέλει να πάει στα Σκόπια,
όπου είχε ετοιμάσει σπίτια ο Τίτο για να εγκατασταθούμε. Εμείς τα παιδιά
δεν θέλαμε, αν και ο μπαμπάς έλεγε ότι εκεί θα είμαστε δίπλα στο χωριό
μας. Τελικά δεν ήρθαμε. Μείναμε στην Πολωνία και εγώ μπόρεσα και
τέλειωσα το πτυχίο μου. Άλλοι συγγενείς και συμπατριώτες μας ήρθαν στα
Σκόπια, τους άλλαξαν αμέσως τα ονόματα, και είναι ακόμη εκεί.
Εμείς γυρίσαμε στην Ελλάδα το 1968, έδωσα πάλι εξετάσεις στην Αθήνα στο
πολυτεχνείο, αναγνώρισα το πτυχίο μου και εργάστηκα στην Ελλάδα.
Ι. Μπουγάς (Ι.Μ.): -Πείτε μου κάτι. Ποιος σας «κράτησε» Ελληνίδα; Η Μάνα
σας, ο πατέρας σας, η γιαγιά σας, ποιος;; (σ.σ. η ερώτηση έγινε
γραπτώς)
Απάντηση: Μας κρατούσαν Ελληνίδες, που τις φωνάζαμε
"μαμά". Δύσκολα χρόνια, λαχταρούσαμε την αγκαλιά της μάνας! (σ.σ.
προφανώς η κυρία Π. δεν εντελήφθη την έννοια της ερώτησής μου. Σε
επόμενη τηλεφωνική επικοινωνία μου είπε ότι ΜΟΝΗ της άρχισε να αγανακτεί
από τη συμπεριφορά και τα ψεύδη που άκουγε, άρχισε να μαθαίνει για την
Ελλάδα, και ήθελε να επιστρέψει. Ο πατέρας της, οι συγγενείς της και οι
συμπατριώτες της παρέμειναν πιστοί και φανατικοί κομμουνιστές, εκείνοι
που έμειναν στην Πολωνία, αυτοί που εγκαταστάθηκαν στα Σκόπια, αλλά και
όσοι επεστρεψαν στην Ελλάδα!).
Π.Σ.: Αν θέλεις άκουσε ένα
τραγούδι από τον παιδικό σταθμό, για να δεις από πότε είναι στο μυαλό
των κομμουνιστών το Σκοπιανό. Μας το μαθαίνανε όταν ήμουνα 7 χρονών (το
τραγούδι είναι στα (Σλαβο) μακεδονικά.
Ι.Μ.: Τί λέει το τραγούδι στα Ελληνικά;
Π.Σ.: «Και εμείς είμαστε παιδιά της μάνας της γης, και εμείς έχουμε
δικαίωμα να έχουμε πατρίδα». Εμείς δεν καταλαβαίναμε, και έτσι το
τραγουδούσαμε....
Η κυρία Π.Σ. ζει σήμερα (2019) στην Ελλάδα.
ΑΙΩΝΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΙΣΤΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου