Του Μιχάλη Στούκα
ΠΗΓΕΣ: Δρ. ΙΩΑΝΝΗΣ Σ. ΠΑΠΑΦΛΩΡΑΤΟΣ, «Ο ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΒΟΡΕΙΟΥ ΗΠΕΙΡΟΥ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΑΓΝΩΣΤΑ ΝΤΟΚΟΥΜΕΝΤΑ», ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΕΛΑΣΓΟΣ, 2018.
Οι ελληνοαλβανικές σχέσεις
είναι τις τελευταίες μέρες στο προσκήνιο μετά την άνανδρη δολοφονία του
ομογενή Κωνσταντίνου Κατσίφα στους Βουλιαράτες (να σημειώσουμε εδώ ότι
οι Βουλιαράτες στην απογραφή του 1914, είχαν 865 κατοίκους οι οποίοι
ήταν όλοι Έλληνες).
Και δυστυχώς οι αλβανικές προκλήσεις συνεχίζονται είτε με δηλώσεις
αξιωματούχων, όπως του πρωθυπουργού Έντι Ράμα, που δεν δίστασε να
χρησιμοποιήσει υβριστικούς χαρακτηρισμούς για τον νεκρό Κ. Κατσίφα είτε
με ενέργειες από τις επίσημες Αρχές, όπως η απαγόρευση εισόδου στην
Αλβανία σε 52 Έλληνες οι οποίοι παραβρέθηκαν στην κηδεία του Κ. Κατσίφα.
Το Πρωτόκολλο της Κέρκυρας
Ένα από τα κείμενα όπου, θεωρητικά τουλάχιστον, αναγνωρίζεται η
πολιτικοκοινωνική αυτονομία του βορειοηπειρωτικού ελληνισμού, είναι το Πρωτόκολλο της Κέρκυρας που υπογράφτηκε στις 4 (17) Μαΐου 1914, ανάμεσα στους εκπροσώπους της προσωρινής επαναστατικής κυβέρνησης των Ελλήνων της Βορείου Ηπείρου, που υπολογίζεται ότι τότε έφταναν τις 250.000
και του νεοσύστατου αλβανικού κράτους, με τη μεσολάβηση της Διεθνούς
Επιτροπής των έξι Μεγάλων Δυνάμεων που έδρευε στην Αλβανία.
Παραθέτουμε ολόκληρο το κείμενο του Πρωτοκόλλου της Κέρκυρας για να μπορέσουν οι αναγνώστες να έχουν σαφή εικόνα για τα όσα προβλέπει. Δυστυχώς,
το Πρωτόκολλο αυτό, ουσιαστικά δεν εφαρμόστηκε ποτέ στην πράξη και
επιπλέον, πολλές από τις διατάξεις του καταργήθηκαν ή καταστρατηγήθηκαν από την αλβανική πλευρά τα επόμενα χρόνια.
Η Αλβανία μετά το 1920
Στα πρώτα χρόνια της ύπαρξης του αλβανικού κράτους επικρατούσε
πραγματικό χάος. Στις αρχές της δεκαετίας του 1920, εκδηλώθηκε το
αποσχιστικό κίνημα των Μιρδιτών και εμφανίστηκε στα Τίρανα ο φύλαρχος
Αχμέτ Ζώγου, που κατέλυσε την αντιβασιλεία του Ακίφ πασά.
Τον επόμενο χρόνο ο Ζώγου έγινε πρωθυπουργός και αντιμετώπισε με
επιτυχία την εξέγερση των Μπαϊράμ Τσούρη και Χαμίτ Τοπτάν. Μετά την
καταστολή του κινήματος αυτού, ξέσπασε νέο στο Δυρράχιο το οποίο απέτυχε
μετά από παρέμβαση του Βρετανού πρέσβη, ο οποίος έπεισε τον επικεφαλής
του να επιστρέψει σπίτι του!
Το 1923, ο Μπαϊράμ Τσούρη εξεγέρθηκε εκ νέου, χωρίς όμως αποτέλεσμα.
Στη συνέχεια, έγιναν εκλογές που έφεραν στην ηγεσία της Αλβανίας τους
Σεφκέτ Βαρλάτση και Βρυώνη. Ο Αχμέτ Ζώγου κατέφυγε στη Σερβία, αλλά
επέστρεψε τον επόμενο χρόνο επικεφαλής ενός ετερόκλητου απελευθερωτικού
στρατού.
Τον Ζώγου ενίσχυσε η Σερβία. Οι 2.500 στρατιώτες του,
επιβλήθηκαν στις δυνάμεις του τότε ισχυρού άνδρα της Αλβανίας, Φαν Νόλι.
Ο Ζώγου επέβαλε ένα στυγνό απολυταρχικό καθεστώς, εξόντωσε τους
πολιτικούς του αντιπάλους και το 1925 αυτοανακηρύχθηκε πρόεδρος της
χώρας.
Αν και υποστηρίχθηκε στην «πορεία» του αυτή από τους ορθόδοξους
χριστιανούς της Αλβανίας, ο Ζώγου μόλις έγινε πρόεδρος της χώρας
προσεταιρίστηκε το μουσουλμανικό στοιχείο, με αποτέλεσμα να διαταραχθεί
σοβαρά η εύθραυστη ισορροπία μεταξύ των διάφορων θρησκευτικών και
φυλετικών ομάδων.
Σύντομα, η οικονομική δυσπραγία της Αλβανίας τη μετέτρεψε σε
δορυφόρο της Ιταλίας καθώς ήταν η μόνη χώρα που δεχόταν να δανείζει το
κράτος του Ζώγου. Η στενή σχέση μεταξύ των δύο χωρών επικυρώθηκε με τη
Συνθήκη των Τιράνων (27/11/1926). Τα επόμενα χρόνια, η Αλβανία
υποχρεώθηκε να παίρνει νέα δάνεια για να εξυπηρετήσει τα παλιά. Το 1928,
ο Ζώγου αυτοανακηρύχθηκε «Βασιλεύς της Αλβανίας» και προσπάθησε να
απογαλακτιστεί από την Ιταλία του Μουσολίνι.
Αργότερα όμως στράφηκε και πάλι προς τη Ρώμη, παίρνοντας το μέρος της
στην κρίση της Αιθιοπίας (1935-1936), που τερματίσθηκε τον Μάιο του
1936 με την κατάληψη μεγάλου μέρους της Αιθιοπίας (γνωστής παλαιότερα
και ως Αβησσυνίας) από τα ιταλικά στρατεύματα.
Επίσης, ο Ζώγου εκδίωξε τους Βρετανούς αξιωματικούς που εκπαίδευαν
τους Αλβανούς χωροφύλακες και ανέθεσε τον έλεγχο του λιμανιού του
Δυρραχίου σε ιταλικές εταιρείες, πιστεύοντας ότι έτσι θα ικανοποιούσε τη
Ρώμη και θα την απέτρεπε από την υποβολή νέων αξιώσεων. Φυσικά, έκανε
τεράστιο λάθος καθώς τον Απρίλιο του 1939, οι Ιταλοί κατέλαβαν
στρατιωτικά την Αλβανία.
Το εντυπωσιακό, και μάλλον άγνωστο σε πολλούς γεγονός, είναι
ότι ο Αχμέτ Ζώγου, ο οποίος όπως θα δούμε υπήρξε απηνής διώκτης των
Βορειοηπειρωτών, ζήτησε και έλαβε (!) άσυλο από την Ελλάδα, καθώς η τότε
κυβέρνηση Μεταξά άνοιξε τα σύνορα και επέτρεψε στον Ζώγου, την
οικογένειά του και την ακολουθία του να μείνουν για μερικές μέρες στη
Θεσσαλονίκη.
Επειδή όμως ο Μεταξάς δεν ήθελε να δημιουργηθεί κανένα πρόβλημα στις
σχέσεις της χώρας μας με την Ιταλία, φρόντισε ο Ζώγου και η συνοδεία του
να μεταβούν ατμοπλοϊκώς στην Αγγλία και στη συνέχεια στο Παρίσι.
Χαρακτηριστικό είναι επίσης ότι όταν ο Ζώγου αναγκάστηκε να εγκαταλείψει
την Αλβανία, η σύζυγός του Γεραλδίνη, είχε στην αγκαλιά της το μόλις
δύο ημερών νεογέννητο βρέφος της…
Oι διώξεις σε βάρος της μειονότητας
Τον Οκτώβριο του 1921, τα Τίρανα προέβησαν σε επίσημη δήλωση, με
βάση την οποία η ελληνική μειονότητα αναγνωρίστηκε επίσημα ως εθνική
και γλωσσική και τέθηκε υπό την προστασία της Κοινωνίας των Εθνών (προδρόμου του Ο.Η.Ε.).
Όμως η αλβανική κυβέρνηση αναγνώρισε μια πολύ περιορισμένη έκταση ως μειονοτική, αποκλείοντας τους κατοίκους των Αγίων Σαράντα, του Αργυροκάστρου, της Κορυτσάς και των περισσότερων χωριών της Χιμάρας.
Τον Ιούνιο του 1921 τα Τίρανα απάντησαν θετικά στα αιτήματα της
Μόνιμης Ελληνικής Γραμματείας στην ΚτΕ σχετικά με «τη λήψη των αναγκαίων
μέτρων για ανοικοδόμηση και συντήρηση ακινήτων χριστιανικής λατρείας,
σχολείων και αγαθοεργίας, καθώς και για ίση μεταχείριση και ασφάλεια στο
νόμο και στην πράξη των Αλβανών υπηκόων που ανήκουν στις φυλετικές,
γλωσσικές και θρησκευτικές μειονότητες με τους υπόλοιπους Αλβανούς».
Έναν χρόνο αργότερα, ο Αλβανός Υπουργός Εξωτερικών έκανε λόγο
για μόλις «16.000 ελληνόφωνους Ορθόδοξους χριστιανούς» που διαβιούσαν
στην Αλβανία. Από τότε αυτή είναι η επίσημη ονομασία που χρησιμοποιούν
τα Τίρανα για τους Βορειοηπειρώτες!
Το 1933 η αλβανική κυβέρνηση τροποποίησε τα άρθρα 206 και 207 του
Συντάγματος του 1928 και το αλβανικό Δημόσιο έγινε αποκλειστικά υπεύθυνο
για την εκπαίδευση όλων των Αλβανών υπηκόων. Έτσι έκλεισαν όλα τα
ιδιωτικά και μειονοτικά σχολεία. Σύμφωνα με τους όρους του Πρωτοκόλλου
της Χιμάρας που υπογράφτηκε το 1921 η αλβανική ήταν η υποχρεωτική γλώσσα
διδασκαλίας για όλα τα σχολεία και όλα τα μαθήματα.
Όπως γράφει ο Δρ. Ιωάννης Παπαφλωράτος στο βιβλίο του «Ο
Ελληνισμός της Βορείου Ηπείρου μέσα από Άγνωστα Ντοκουμέντα», απ’ όπου
αντλήσαμε τα περισσότερα στοιχεία για το κεφάλαιο αυτό, το 1902
λειτουργούσαν (κατά τον G. A. Virgili) 373 ελληνικά σχολεία, το 1925
μειώθηκαν σε 70 ενώ το 1933 λειτουργούσαν μόλις 10.
Η εξέλιξη αυτή προκάλεσε μεγάλη αναστάτωση στον βορειοηπειρωτικό
ελληνισμό και οδήγησε στην ίδρυση της »Νέας Φιλικής Εταιρείας» από τους
Β. Σαχίνη, Γ. Χ. Παπαδόπουλο και τον υποπρόξενο Μηλιαρέση. Παράλληλα οι
Βορειοηπειρώτες αρνούνταν να στείλουν τα παιδιά τους σε αλβανικά
σχολεία.
Η αλβανική κυβέρνηση προχώρησε σε αντίποινα, που προκάλεσαν
τη γενική εξέγερση των Βορειοηπειρωτών. Οι Αλβανοί συνέλαβαν επιφανή
στελέχη της ελληνικής μειονότητας, τα οποία και εξόρισε στο Πεκίνι της
περιφέρειας του Ελβασάν. Αυτό προκάλεσε οργή και πολύ έντονες
αντιδράσεις στην Ελλάδα.
Ογκώδη συλλαλητήρια έγιναν σε πολλές πόλεις (Θεσσαλονίκη, Πάτρα,
Δράμα, Αγρίνιο, Κέρκυρα κλπ). Τον επόμενο χρόνο συγκεντρώθηκαν 30.000
υπογραφές διαμαρτυρίας από τους Βορειοηπειρώτες για την απαράδεκτη
κατάσταση που επικρατούσε στην Αλβανία και στάλθηκαν στο Δικαστήριο της
Χάγης.
Η Αθήνα προσέφυγε στην Κοινωνία των Εθνών. Ο Αλβανός
υπουργός Εξωτερικών Τζιαφέρε, στις 23/7/1934 συνέταξε μια επιστολή η
οποία κατατέθηκε στα τέλη του ίδιου μήνα στο Τμήμα Προστασίας των
μειονοτήτων της ΚτΕ από τον ιταλικής καταγωγής Αλβανό αντιπρόσωπο Λετς
Κούρτι και σύμφωνα με την οποία το κλείσιμο των βορειοηπειρωτικών σχολείων ήταν μέρος μιας ευρύτερης πολιτικής που αφορούσε ολόκληρη την αλβανική επικράτεια.
Οι εξηγήσεις αυτές δεν έπεισαν την ΚτΕ, η οποία συνέστησε μια
επιτροπή από τον Βρετανό sir Herbert William Malking, τον Πορτογάλο Jose
Lobo d’ Arila Lima και τον Μεξικανό Francisco Castillo Majera, οι
οποίοι έκριναν ότι η υπόθεση έπρεπε να παραπεμφθεί στο Συμβούλιο του
διεθνούς Οργανισμού.
Το Συμβούλιο ζήτησε τη γνωμοδότηση του Δικαστηρίου της Χάγης,
το οποίο στις 6 Απριλίου 1935 αποφάνθηκε υπέρ των ελληνικών απόψεων.
Τα Τίρανα έθεσαν σε λειτουργία ελάχιστα ελληνικά σχολεία στη Χιμάρα,
τους Δρυμάδες και την Παλάσα από το 1937 ως το 1940 και ισχυρίστηκαν ότι
λειτουργούσαν 74 ελληνικά σχολεία με 5.254 μαθητές και 141
εκπαιδευτικούς το 1939.
Ωστόσο οι ανθελληνικές ενέργειες της αλβανικής κυβέρνησης
συνεχίζονταν. Η περιοχή της Βορείου Ηπείρου μετονομάστηκε σε Νότιος
Αλβανία. Με διάταγμα του 1938 τα ελληνικά τοπωνύμια αντικαταστάθηκαν,
ενώ δεν συνέβηκε το ίδιο με τα ιταλικά και τα σλαβικά. Πολλοί
Βορειοηπειρώτες την περίοδο αυτή αναγκάστηκαν να μεταναστεύσουν στην
Ελλάδα, την Αίγυπτο, την Κωνσταντινούπολη και τη Αμερική (πάνω από
20.000, κυρίως από τα χωριά της Δρόπολης).
Η στάση της Αλβανίας απέναντι στην Εκκλησία
Η Βόρειος Ήπειρος, παραχωρήθηκε οριστικά στην Αλβανία από την
Πρεσβευτική Διάσκεψη των Παρισίων το 1921, χωρίς καμία εγγύηση για τον
ελληνικό πληθυσμό της.
Με τη βοήθεια της Ιταλίας, ως ανεξάρτητο κράτος πλέον, η Αλβανία επιδίωξε να γίνει μέλος της Κοινωνίας των Εθνών. Της ζητήθηκε δήλωση σεβασμού της ελληνικής μειονότητας την οποία η Αλβανία χορήγησε στις 2/10/1921 μέσω του αντιπροσώπου της στη Γενεύη (και μετέπειτα πρωθυπουργού της) Φαν Νόλι. Ωστόσο, ποτέ δεν σεβάστηκε την υπογραφή της.
Τα πρώτα θύματά της, ήταν οι μητροπολίτες Αργυρόκαστρου Βασίλειος και
Κορυτσάς Ιάκωβος οι οποίοι εξορίστηκαν. Οργανώθηκε συνέδριο ορθόδοξων
από κληρικούς και λαϊκούς κατώτερης μόρφωσης, χωρίς τη γνώμη των
κανονικών μητροπολιτών και χωρίς την άδεια του Οικουμενικού
Πατριαρχείου.
Στο συνέδριο αυτό που συγκλήθηκε στην Κορυτσά το 1922, ανακηρύχθηκε η Ορθόδοξη Ελληνική Εκκλησία της Αλβανίας, Αυτοκέφαλη.
Τον επόμενο χρόνο, συνήλθε στο Μπεράτι άλλο συνέδριο, το οποίο εξέλεξε
προσωρινό αρχηγό της Εκκλησίας των Ελλήνων στην Αλβανία τον έγγαμο
κληρικό Βασίλειο Μάρκου με καταγωγή από την Κορυτσά, άτομο χωρίς μόρφωση
και συνείδηση εθνική ή φυλετική.
Στις 26/1/1922 ψηφίζεται ο καταστατικός χάρτης της αλβανικής Εκκλησίας, τον οποίο η αλβανική κυβέρνηση δημοσίευσε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Το Οικουμενικό Πατριαρχείο αντέδρασε αρχικά, αλλά αργότερα διαβλέποντας τον κίνδυνο της διείσδυσης της ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας
και την ανακήρυξη Σέρβου επισκόπου στη Σκόδρα, στις αρχές Φεβρουαρίου
1923 παραχώρησε το «αυτοδιοίκητο» στην Αλβανική Εκκλησία. Η αλβανική κυβέρνηση όμως, συνέχισε τις διώξεις σε βάρος των Ελλήνων Βορειοηπειρωτών κληρικών που αντιδρούσαν στις αυθαιρεσίες της.
Ένα από τα θύματα των διώξεων, ήταν ο Γενικός Αρχιερατικός Επίτροπος
Μητροπόλεως Δρυϊνουπόλεως (Οικονόμος ιερέας) Αθανάσιος Γεωργιάδης, που φυλακίστηκε
γιατί δεν δέχτηκε να αποκηρύξει τον νόμιμο μητροπολίτη Κορυτσάς
Βασίλειο και δεν μνημόνευσε το αυτοκέφαλο της Εκκλησίας της Αλβανίας.
Το Οικουμενικό Πατριαρχείο αναγκάστηκε μετά την αποτυχία των
συνομιλιών του 1923, να διακόψει κάθε δεσμό με την Ορθόδοξη Εκκλησία της
Αλβανίας προς την οποία έπαψε να στέλνει ιεράρχες.
Ο Φαν Νόλι (το πραγματικό ονοματεπώνυμο του οποίου ήταν Θεοφάνης
Μαυρομμάτης), προσπάθησε να συγκροτήσει Σύνοδο και αφού απέτυχε,
αναγκάστηκε να ζητήσει από το Πατριαρχείο την έκδοση Τόμου με τον οποίο
θα αναγνωριζόταν η ανεξαρτησία της αλβανικής Εκκλησίας.
Το 1926 και το 1927, έγιναν διαπραγματεύσεις μεταξύ Οικουμενικού Πατριαρχείου και αλβανικής κυβέρνησης, που κατέληξαν σε συμφωνία την οποία όμως αθέτησαν οι Αλβανοί.
Στις αρχές του 1929, η κυβέρνηση Ζώγου, συγκρότησε «Ιερά Σύνοδο»,
επιστρατεύοντας τον τέως επίσκοπο, τυχοδιώκτη κληρικό Βησσαρίωνα Τζοβάνι
και τον Σέρβο επίσκοπο Βίκτορα Μιχαΐλοβιτς που έμενε στη Σκόδρα. Αυτοί
με τη σειρά τους, χειροτόνησαν τρεις ακόμα ελληνικής καταγωγής
αρχιερείς.
Τον αρχιμανδρίτη Αγαθάγγελο Τσάμτονε από την Κορυτσά, ως Μητροπολίτη
Βελεγράδων, τον κατώτερης μόρφωσης ιερέα Αθανάσιο από το Ελβασάν ως
Μητροπολίτη Δρυϊνοπόλεως (ο Αθανάσιος πήρε το όνομα Αμβρόσιος) και
τέλος, τον ιερέα Ευθύμιο Κουστέα από τη Χοστέβα Αργυροκάστρου ως βοηθό
επίσκοπο του Τζοβάνι, ο οποίος ονομάστηκε Αρχιεπίσκοπος Αλβανίας και
τοποτηρητής της Μητροπόλεως Κορυτσάς.
Στις 18/2/1929, η παραπάνω αντικανονική Σύνοδος της Ορθόδοξης
Εκκλησίας της Αλβανίας, συνεδρίασε και απένειμε στον, Έλληνα εξωμότη,
ιερέα Βασίλειο Μάρκου τον τίτλο του Μεγάλου Οικονόμου μιτροφόρου, με το
δικαίωμα να παρίσταται στη Σύνοδο ως ισότιμο μέλος.
Μετά τις πραξικοπηματικές αυτές ενέργειες των Αλβανών, το Οικουμενικό Πατριαρχείο διέκοψε κάθε συνομιλία μαζί τους. Έντονη υπήρξε και η αντίδραση των Ορθοδόξων στην Αλβανία.
Ο ελληνισμός της Βορείου Ηπείρου με πρωτοπόρους τους κατοίκους της
Κορυτσάς, αξίωσε και πέτυχε την παραίτηση του Βησσαρίωνα Τζοβάνι ως
αντικανονικού και ανεπιθύμητου (25/5/1936). Τέλη του 1936, μετά την
παρέμβαση και της ελληνικής κυβέρνησης, ξανάρχισαν διαπραγματεύσεις
μεταξύ του Οικουμενικού Πατριαρχείου και των Αλβανών.
Τελικά στις 2/4/1937, ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βενιαμίν σε
πανηγυρική συνεδρίαση της Ιεράς Συνόδου, κήρυξε και ευλόγησε το
αυτοκέφαλο και αυτοδιοίκητο της αλβανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας.
Για τον σκοπό αυτό εκδόθηκε και παραδόθηκε από τον Οικουμενικό
Πατριάρχη ο υπ’ αριθμ. 609 Συνοδικός Τόμος, που παραδόθηκε στο
Μητροπολίτη Τιράνων,Δυρραχίου και Ελβασανίου Χριστόφορο, παρουσία και
των δύο χειροτονηθέντων επισκόπων: Αργυροκάστρου Παντελεήμονα και
Κορυτσάς Ευλόγιου.
Μια συγκλονιστική επιστολή στον Έλληνα ΥΠΕΞ
Κλείνουμε το άρθρο αυτό, με αποσπάσματα από μια επιστολή του
Βορειοηπειρώτη Γιαννάκη Σπύρου προς τον Έλληνα Υπουργό Εξωτερικών Λουκά
Κανακάρη-Ρούφο. Η επιστολή έφτασε στον υφυπουργό του Υπουργικού
Συμβουλίου Β. Μακρή, στις 12 Αυγούστου 1926 και την δημοσίευσε για πρώτη
φορά ο Δρ. Ιωάννης Παπαφλωράτος στο βιβλίο του «Ο Ελληνισμός της
Βορείου Ηπείρου μέσα από Άγνωστα Ντοκουμέντα».
Θα παραθέσουμε μερικά αποσπάσματά της, θυμίζοντας απλά ότι
εκείνη την εποχή την εξουσία κατείχε ο Θ. Πάγκαλος, ενώ προκάτοχός του
ήταν ο Α. Μιχαλακόπουλος.
«Από της αναλήψεως παρ’ ημών του
Υπουργείου των Εξωτερικών ηκολουθήθη εις το Ηπειρωτικόν ζήτημα μία
πολιτική υπερφιλαλβανική. Παρητήθητε της ανταλλαγής των Τσάμηδων – και
όμως εκείνοι δια τηλεγραφημάτων των προς τον Μουσταφά Κεμάλ και δι’
αντιπροσωπειών παρουσιασθεισών ενώπιον του Σουκρή Σαράτσογλου ζητούν να
γίνουν δεκτοί εις την Τουρκίαν.
Διελύσατε τους Βορειοηπειρωτικούς
συλλόγους και εφιμώσατε την φωνήν τόσων Βορειοηπειρωτών πατριωτών, δια
να πείσητε τους μετημφιεσμένους εις Αλβανούς Τούρκους των Τιράνων, ότι η
Ελλάς είναι ειλικρινής προς την Αλβανίαν. Δια των δηλώσεων Υμών προς
τον αλβανικόν Τύπον διεκηρύξατε την αμετάτρεπτον απόφασιν ότι θεωρείτε
Αλβανούς πολίτας όλους τους Ελληνορθοδόξου, στερήσαντες τούτους των
δικαιωμάτων της μειοψηφίας.
Η πόλις του Δελβίνου η διατηρήσασα επί
πεντακόσια έτη Τουρκοκρατίας αδάμαστον τον ελληνικόν της χαρακτήρα και
αμείωτον σήμερον δια της μεταγγίσεως εν αυτή Τούρκω κομισθέντων εκ της
Ανατολής είναι πλέον μία τουρκόπολις καθαρά… Ήδη ήρχισε το έργον του
εκτουρκισμού των Αγίων 40, της ελληνικοτάτης ταύτης πόλεως, του επινείου
της αγωνισθείσης Βορείου Ηπείρου και ο εκτουρκισμός της είναι βέβαιος
εάν εντεύθεν συνεχισθεί η αδιαφορία.
Είναι αναρίθμητοι οι βιασμοί οι
διωγμοί, (αι) λεηλασίαι κ.λπ. εις τα οποία προέβησαν και προβαίνουν εις
βάρος του ελληνορθοδόξου πληθυσμού της Αλβανίας οι βασιβουζούκοι του
Χουσνί Ντέμα του και δικαίως επονομασθέντος Σουλτάνου της Νοτίου
Αλβανίας…».
Και κλείνει την επιστολή του ο Γιαννάκης Σπύρος ως εξής: «Η
συνδρομή ην παρέσχεν η κυβέρνησις του κ. Μιχαλακόπουλου εις του Αχμέτ
Ζώνου και Μουφήτ Λυμπαχόβαν να υποδουλώσουν τους χριστιανικούς
πληθυσμούς της Αλβανίας εις τους μισθοφόρους του Πάσιτς, γεννά
αυτοδικαίως ευθύνας και υποχρεώσεις δια πάσαν ελληνικήν κυβέρνησιν προς
ενίσχυσιν τούτων δια ν’ αποτινάξουν τον ζυγόν.
Πάσα περί τούτου άρνησις δεν απαλλάσσει
της υποχρεώσεως, γεννά μόνον ευθύνας ιστορικάς και βαρύτατας, εύχομαι
όπως η Υμετέρα κυβέρνησις υιοθετήσει την ανάγκην ταύτην και πράξει το
επιβαλλόμενον υπό της ελληνικής τιμής και του ελληνικού συμφέροντος…».
ΠΡΩΤΟ ΘΕΜΑ
DEFENCE POINT
ΑΙΩΝΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΙΣΤΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου