Πέμπτη 28 Δεκεμβρίου 2017

ΚΡΥΠΤΟΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ : ΤΑ ΞΥΛΑ ΤΟΥ ΠΑΠΑ

Πηγή: Γιώργη Θ Πρίντζιπα, Τό συναξάρι τῶν κρυφῶν ὀνείρων, § Τά ξύλα τοῦ παπᾶ (ἀποσπάσματα), σέλ. 113 -140, ἔκδοσις 1η , ἔκδοσις Τέρτιος, Κατερίνη, Ὀκτώβριος 1992  
 
Πέμπτη τοῦ Πάσχα κι ὁ πάπα – Λευτέρης πρωΐ-πρωΐ φόρτωνε τό ζῷο του κι ἑτοιμαζόταν νά κατεβεῖ στήν Τραπεζούντα.
Τήν ἴδια ὥρα ἀκούστηκαν οἱ πρῶτοι χτύποι τῆς καμπάνας. Ὁ συνεφημέριός του ὁ πάπα – Γαβριήλ φαίνεται πῶς εἶχε ἀϋπνίες. Χθές ἦταν ἡ σειρά του νά λειτουργήσει. Μετά πῆρε τά βουνά καί τά λαγκάδια νά μαζέψει ξύλα. Καί σήμερα νάτον ξημερώματα, ἕτοιμος νά κάνει τόν πραματευτή. Κανονικά ὄφειλε νά πάει στήν ἐκκλησιά. Τέτοια μέρα, ἀκόμη Πασχαλιά, ποῦ ξανακούστηκε νά λείπει ἀπ’ τή Λειτουργία! Ἄς ὄψονται, ὅμως, τά τόσα στόματα ποῦ περιμένουν στό σπίτι. Κάποιος ἔπρεπε νά νοιαστεῖ γιά τό καθημερινό τους... Ὀκτώ του ἔδωσε ὁ Θεός κι ἄλλα τρία ὁ Ἀνάστασης ὁ κουμπάρος του: Τή γυναῖκα του, τήν πεθερά του, τήν «κυρά – ντουλάπα», καί τόν κουνιάδο του, ποῦ δέν φτουρᾶ σέ δουλειά…
***
Ἔκανε τό σταυρό του καί ξεκίνησε. .. Εἶχε μπροστά του πολύ δρόμο. Ὑπολόγιζε πρίν τό μεσημέρι νά φτάσει στήν πόλη κι ἄν ὅλα πᾶν καλά, ἀργά τό βράδυ νά εἶναι πάλι πίσω. «Βαστᾶτε ποδαράκιά μου» ἀναστέναξε καθώς ἀναλογίστηκε τό δρόμο ποῦχε νά κάνει. Κατά πῶς τό εἶχε συνήθειο ἄρχισε τό ψάλσιμο, νά σπάει κι ἡ μονοτονία. Νά κάνει ὅμως καί τό κέφι του. Μέσα στήν ἐρημιά ποιός τόν ἀκούει; Μόνο ὁ Θεός. Ἀποφεύγει καί τά κοροϊδευτικά χαμόγελα τοῦ πάπα – Γαβριήλ ἤ τίς εἰρωνίες τοῦ Ἰορδάνη, τοῦ ψάλτη: «Ἐξαιρετικά τά λές παπά. Σάν μανάβης!» Τό ξέρει. Ἡ φωνή τοῦ ἀκούγεται ἄσχημα. Μά ὅτι λέει, τό ψέλνει μέ τήν καρδιά του κι αὐτό θέλει ὁ Θεός. Ὅπως τότε ποῦ ἦταν μικρός. Καί φλεγότανε ἀπ’ τό μεράκι τῶν ὕμνων…
 *** Ἀκόμη κι ὁ δεσπότης τή μοναδική φορά ποῦ λειτούργησε μαζί του τοῦ εἶπε: «Σούς μπρέ. Δέν τό λέγεις καλά». Ἦταν ἕνα ὅριο ποῦ τοῦ ἔβαλε ὁ Θεός καί δέν μποροῦσε νά τό ξεπεράσει. Τί κι ἄν πάλαιψε; Τί κι ἄν προσευχήθηκε; Τί κι ἄν ἔκλαψε; Τό μόνο ποῦ κατόρθωσε εἶναι, ὅσα λέει, νά τά λέει μέσα ἀπ’ τήν καρδιά του. Κι αὐτό εἶναι ποῦ θέλει ὁ Θεός. Τήν καρδιά, ὄχι τό λαρύγγι! Ἡ παρηγοριά του γιά τή σιωπή ποῦ ἔχει ἐπιβάλλει στόν ἑαυτό του. Σιωπή γιά νά μήν ἐνοχλεῖ, ὅπως ἐνοχλοῦσε τότες ποῦ μικρός στεκόταν παράμερα στό ψαλτῆρι. Ὅπως ἐνοχλοῦσε ἀργότερα τούς φίλους του ποῦ προχώρησαν στήν ψαλτική κι ἄς πίστευε πῶς θά τόν θέλουν κοντά τους. Ὅπως ἐνοχλοῦσε τό φίλο του τόν Ἀποστόλη, ποῦ ἔγινε δεξιός ψάλτης στό διπλανό χωριό. Σταμάτησε, ἔτσι, νά ψέλνει μπροστά στόν κόσμο καί προτιμοῦσε τίς ἐρημιές. Μέ τά τροπάρια μετροῦσε τίς ἀποστάσεις. Ξεκίναγε μέ τόν ὄρθρο, ἔλεγε καί λίγα ἀπ’ τόν ἑσπερινό κι ἄν εἶχε κι ἄλλο δρόμο πρόσθετε καί μερικά σκόρπια τροπάρια. Αὐτό θά ἔκανε καί τώρα, μέρες τῆς Πασχαλιᾶς. «Μπρός, λοιπόν, παπά δῶσε του νά καταλάβει» μονολόγησε. Ἔκανε τό σταυρό του κι ἄρχισε: «Ἀναστάσεως ἡμέρα λαμπρυνθῶμεν λαοί…». Ἀφοῦ ἔψαλε ὅλον τόν κανόνα, προχώρησε καί στούς αἴνους κι ἐκεῖ κατά τό δοξαστικό ἔμπαινε πιά στά πρῶτα σπίτια τῆς Τραπεζούντας. Μέ τό ψάλσιμο κάπου εἶχε ἀφαιρεθεῖ.

Ὅταν κατάλαβε πῶς ἦταν στόν τουρκομαχαλά σκέφτηκε νά γυρίσει πίσω. Στάθηκε λίγο νά προσανατολιστεῖ κι ὕστερα πῆρε ἕνα σοκάκι ἐκεῖ στ΄ ἀριστερά. Περίμενε νά τόν βγάλει ἔξω ἀπό τό Κάστρο, μ΄ αὐτό φιδογύριζε ἀνάμεσα στά τουρκόσπιτα. Σέ κάποια στροφή φάνηκε ἕνας καφενές κι ἀπόξω δύο τρεῖς τοῦρκοι ἀραχτοί, ἀπολάμβαναν τό ναργιλέ τους. Καθώς περνοῦσε μπροστά του ὁ ἕνας του φώναξε: «Πόσο τά ξύλα παπά;» «Πέντε γρόσια ἐφέντη μ’». «Πολλά δέν εἶναι βρέ καραμπᾶς (μαυροκέφαλε;)» «Ὄχι ἐφέντη μ’, ὄχι. Ἔρχουμαι ἀπό μακριά», ὁ πάπα – Λευτέρης ἤξερε ν’ ἀντιστέκεται στά παζάρια τῶν τούρκων. «Κι ὑστέρα τί παίρνεις μέ πέντε γρόσια;» «Ἄντε νά σού δώσω τρία νά τά φέρεις καί στό σπίτι». «Νά χαρεῖς τά νειάτα σου ἐφέντη μ’. Κάμε τά τουλάχιστο τέσσερα. Εἶμαι φτωχός κι ἔχω τόσα στόματα νά θρέψω». «Καλά. Ἄς εἶναι. Θά σού δώσω τέσσερα».

Σηκώθηκε ἀπ’ τό σκαμνί του, τεντώθηκε καί πλησίασε τόν παπά. Χαΐδεψε λίγο τό ζῷο καί μετά στράφηκε ἄγριος στό παπά. «Δέν λυπᾶσαι τό ζῷο βρέ Γκιαούρ; Πῶς τό φόρτωσες τό καημένο; Κοντεύει νά ψοφήσει! Δέν φοβᾶσαι τό Θεό βρέ καραμπᾶς;» «Ἀντέχει ἐφέντη μ’» τόλμησε ν’ ἀπαντήσει ὁ πάπα – Λευτέρης. «Σούς μπρέ» ἔβαλε τίς φωνές ὁ τοῦρκος καί σήκωσε τό χέρι τοῦ ἀπειλητικά. «Πᾶμε σπίτι νά τό ταΐσεις λίγο καί νά τό ποτίσεις. Γκιαούρ. Διαβόλου γενιά!» Γιόμισε ὁ μαχαλάς ἀπ’ τίς φωνές του. Ὁ παπάς, τόν ἀκολούθησε φοβισμένος. «Τρελός θάναι» σκέφτηκε κι ἀπό μέσα τοῦ ἔλεγε ὅσες εὐχές τοῦ ἐρχόντουσαν στό μυαλό. Μπροστά στήν αὐλόπορτα τοῦ σπιτιοῦ φώναξε ἕνα ὄνομα. Ὕστερα καί μέ μία κλωτσιά τήν ἄνοιξε διάπλατα. «Μπές μέσα μπρέ γκιαούρ. Δέν φοβᾶσαι τό Θεό εἶσαι καί παπάς». Μέ τόν ἴδιο τρόπο ἔκλεισε τήν πόρτα κι ἀμέσως δύο νεαροί ξεφόρτωσαν τό ζῷο. Ὁ τοῦρκος, μέ φωνές, τράβηξε σχεδόν τόν παπά Λευτέρη μέσα στό σπίτι, πού ἀπ’ τό φόβο τοῦ ἔχασε κάθε δύναμη ν’ ἀντισταθεῖ. Μόνο ἔτσι σάν ἀστραπή τοῦ πέρασε ἡ σκέψη: «Εἶδες τί ἔπαθες γιά νά μήν πᾶς στή Λειτουργία;» Μέχρι τήν πόρτα τοῦ σπιτιοῦ χαλοῦσε τόν κόσμο μέ τίς φωνές του.

Μόλις πέρασαν τό κατῶφλι τήν ἔκλεισε μέ τόση δύναμη λές κι ἤθελε νά τήν γκρεμίσει. Καί τότε ἔγινε ἡ μεταμόρφωση. Ὁ ἄγριος τοῦρκος, αὐτός ποῦ χωρίς αἰτία ἦταν ἕτοιμος νά κακοπαιδέψει τό φτωχό παπά, ἔπεσε στά γόνατα καί φίλησε τό χέρι του μέ σεβασμό. Ἡ φωνή τοῦ μόλις ἀκουγόταν. «Σχώραμε παπούλη μου, σχώραμε» τοῦ εἶπε ἑλληνικά. «Δέν εἶχα κακό σκοπό. Γί΄ αὐτά τά σκυλιά φώναζα, ποῦ μᾶς ἔβλεπαν. Μήν καταλάβουν τίποτα καί χαθοῦμε. Χριστιανοί εἴμαστε κι ἐμεῖς κι ἄς φαινόμαστε τοῦρκοι». Κατάλαβε. Εἶχε μπροστά του ἕναν ἀπ’ αὐτούς ποῦ οἱ ρωμιοί ὀνόμαζαν κλωστούς. Ἕναν ἀπ’ αὐτούς ποῦ ἀντιστάθηκαν τόσα χρόνια στήν ὑποδούλωση τῆς ψυχῆς. Στή φαντασία τοῦ ὁ ἠρωϊσμός κι ἡ πίστη τούς ἔπαιρναν μυθικές διαστάσεις. Πᾶνε μερικά χρόνια ποῦ ἄκουσε γί΄ αὐτούς. Τότε θυμᾶται θέλησε νά τούς συναντήσει, νά ἔρθει σ’ ἐπαφή μαζί τους. Τόν συγκράτησαν οἱ πιό φρόνιμοι. Θάρθει ἡ στιγμή τοῦ εἶπαν, καλύτερα νά μή βιάζεσαι. Πέρασαν τά χρόνια κι ἡ στιγμή δέν ἦρθε. Στήν ἀρχή μάθαινε πῶς κάποιος παπάς βρέθηκε στή δίνη τῆς ἱστορίας τους, μά κι αὐτό σταμάτησε μέ τά χρόνια.

Ἔτσι, κάπου μέσα του, ἄρχισε νά μήν πολυπιστεύει στήν ὕπαρξή τους. Ἄρχισε νά ἀμφιβάλλει γιά πολλά, ἤ νά τά δέχεται σάν μία χαριτωμένη ὑπερβολή. Καί νά τώρα ποῦ εἶχε μπροστά του ἕνα δικό τους. Τόν ἐπίασε ἀπό τά χέρια καί τόν σήκωσε. Ἐκείνη τή στιγμή φάνηκαν δύο γυναῖκες, ἡ μία νέα ἡ ἄλλη ἡλικιωμένη, καί τόν περιτριγύρισαν ἕνα τσοῦρμο παιδιά! « Ἡ φαμιλιά μου παπούλη μου» τοῦ εἶπε ὁ κρυφός χριστιανός. Σέ λίγο καθισμένοι στό σαλόνι ἀντάλασσαν τίς ἱστορίες τους. Αἰσθάνονταν γνωστοί ἀπό χρόνια. Ἦταν κι αὐτοί ὅπως ὅλοι οἱ δικοί τους. Χρόνια τώρα, ἀπό πατέρα σέ παιδί, κράταγαν μυστική τήν πίστη τους καί συνέχιζαν φανερά νά κάνουν τή ζωή τοῦ μουσουλμάνου. Πρῶτα κοντά τούς ἔμενε ἕνας χότζας ποῦ ἦταν κρυφός παπάς. Αὐτός τούς βάφτισε, αὐτός τούς πάντρεψε, αὐτός κήδευε τούς πατεράδες τους. Ὅλα στά κρυφά. Νύχτα πάνω στή νύχτα. Τή μέρα τούς πάντρευε τούρκικα. Τή νύχτα χριστιανικά.

Γεννιόταν ἕνα παιδί; Τή μέρα ἔκανε σουνέτι. Τή νύχτα βαφτίσια. Στό θάνατο ὁ πρῶτος ποῦ ἔμπαινε στό σπίτι ἦταν αὐτός. Μόνος μέ τήν οἰκογένεια τοῦ νεκροῦ διάβαζε τρισάγιο. Τή νύχτα ἔκανε τήν κηδεία καί τό πρωΐ ὅλα τά ἔθιμα τῶν μουσουλμάνων. Διπλή ζωή, διπλό ξόδι. Ἀπό τότε ὅμως ποῦ πέθανε, ἔμειναν ὀρφανοί. Ἀλειτούργητοι. Ἀβάφτιστοι. Δύο χρόνια ἔχουν νά κάνουν Ἀνάσταση. Τή νύχτα τό Μεγάλο Σάββατο ἄκουσαν τίς καμπάνες ἀπ’ τό χριστιανικό μαχαλά. Ἄναψαν κερί καί ἔψαλαν σιγανά τρεῖς φορές τό «Χριστός Ἀνέστη». «Νά κάνουμε τώρα τήν Ἀνάσταση», ἡ ἰδέα ἄστραψε στό μυαλό τοῦ πάπα – Λευτέρη. «Τί πειράζει; Πασχαλιά εἶναι ἀκόμη. Ἑτοιμαστεῖτε κι ἐδῶ εἴμ΄ ἐγώ». Ἀπ’ τή στιγμή ἐκείνη ἕνας ὁλάκερος μηχανισμός μπῆκε σέ λειτουργία. Μέχρι τό βράδυ βρέθηκαν ἄμφια, σκεύη, πρόσφορα ἐνῷ ἕνα νιό παληκάρι, μέ γρήγορο ἄλογο, ἔτρεξε στό χωριό νά καθησυχάσει τήν παπαδιά, ποῦ δέν θά γύριζε ὁ παπάς ἐκεῖνο τό βράδυ. Γύρω στά μεσάνυχτα γιόμισε τό σπίτι ἀπό κρυφοχριστιανούς. Ἄντρες, γυναῖκες, παιδιά πέρασαν τό κατώγι μ’ ἁγιοκέρια ποῦ εἶχαν μόνοι τους ἑτοιμάσει. Στήν ἀνατολική πλευρά μία κασέλα εἶχε γίνει Ἁγία Τράπεζα.

Ὁ πάπα – Λευτέρης ἄρχισε τό ψάλσιμο μ΄ ἕνα γέροντα. «Κύματι θαλάσσης τόν κρύψαντα πάλαι διώκτην τύραννον». Τούτους ΄δῶ δέν ἐνοχλοῦσε ἡ φωνή του. Γι’ αὐτό δέν ἄκουσε ἐκεῖνο τό «σούς μπρέ», ποῦ τοῦ μαύριζε τήν ψυχή. Τούς ἔφτανε ποῦ ἄκουγαν τά λόγια. Κι ἄν ἔκρινε ἀπό τά βλέμματα, ἴσως καί νά φχαριστιόντουσαν ἀπ’ τό ψάλσιμό του. Στό τέλος ἄναψε τό κερί τοῦ ἀπ’ τό καντῆλι ποῦ τρεμόπαιζε καί κάλεσε τούς μυστικούς χριστιανούς του: «Δεῦτε λάβετε φῶς ἐκ τοῦ ἀνεσπέρου φωτός καί δοξάσατε Χριστόν τόν ἀναστάντα ἐκ νεκρῶν». Μετά, ἐκεῖ στή μέση, ἔψαλε «τήν Ἀνάστασίν σου Χριστέ Σωτήρ», διάβασε τό Εὐαγγέλιο κι ἐνῷ ἡ πόλη ἡσύχαζε, ψάλανε ὅλοι μαζί τό «Χριστός Ἀνέστη». Γύρω του τά δακρυσμένα μάτια τοῦ σκλάβωναν τήν καρδιά.

Ἦταν μία ἀπ’ τίς στιγμές ποῦ θά τόν συνόδευαν σ’ ὅλη του τή ζωή. Ἦταν ἕτοιμη νά ξεπροβάλει ἡ νέα μέρα, ὅταν ξεκίναγε νά γυρίσει στό χωριό. Πίσω του ἄφηνε τό σπίτι, ποῦ ἔγινε ἡ κολυμπήθρα γιά ν’ ἀναβαπτιστεῖ στήν πίστη του κι ἕνα κομμάτι τῆς καρδιᾶς του. Θαρχόταν νά τό συναντήσει πάλι σέ λίγες μέρες. Τόν περίμεναν οἱ νέοι του χριστιανοί. Μαζί τους καί τά μικρά παιδιά, ποῦ εἶχαν μείνει ἀβάπτιστα. Τώρα ἤξερε. Κάθε φορᾶ ποῦ ξεκίναγε μέ ξύλα γιά τήν Τραπεζούντα θά ἔφερνε κι ἕνα φόρτωμα στόν τουρκομαχαλά. Κάθε φορᾶ καί σέ διαφορετικό σπίτι. Τή νύχτα τό σπίτι αὐτό θά γινόταν ἡ ἐκκλησιά κι ἐκεῖ θά συνάζονταν οἱ κλωστοί. Ἄπ΄ τά πιό ἀπίθανα μέρη ξεφύτρωναν οἱ μαῦρες σκιές ποῦ ἀδιαφοροῦσαν γιά τήν προχωρημένη ὥρα. Τίς πιό πολλές φορές ἐρχόταν στό σπίτι τοῦ πεθαμένου κρυφοῦ παπᾶ ὅπου ὑπῆρχε ὁλάκερη ἐκκλησιά κρυμμένη ἄπ’ τά μάτια τοῦ κόσμου.

Μυστικές πόρτες ἔφερναν τούς πιστούς ἀπό τούς σκοτεινούς δρόμους. Ἔξω οἱ νέοι εἶχαν ἀναλάβει τή φύλαξη. Τόσα χρόνια στή ζωή αὐτή ἔμαθαν νά φροντίζουν τήν ἀσφάλειά τους. Μαζί τους ἄρχισε κι αὐτός νά ζεῖ τούς φόβους καί τίς ἀγωνίες τους κι ὅταν γνωρίστηκαν καλά ἡ ἔγνοιά του σκλαβώθηκε στό μαχαλά τους.

 «Τά παιδιά ἔχουν σήμερα μπαϊράμι» ἔλεγε στήν παπαδιά «κι ὅλη μέρα θά εἶναι νηστικά»…


http://www.orthodoxia-ellhnismos.gr/
ΑΙΩΝΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΙΣΤΗ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΤΙ ΕΣΤΙ ΕΘΝΟΣ

Το ΕΘΝΟΣ σχηματιζεται απο δυο βασικους παραγοντες,την ΦΥΛΗ και την ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ.Λεγοντας <φυλη>,εννοουμε την<καταγωγη>-οτι πρεπει δηλ.τα ατομα του Εθνους να εχουν κοινη καταγωγη.Δεν αρκει να εχουν αυτα<συνειδηση>
περι κοινης καταγωγης.Δεν αρκει δηλ.να πιστευουν στην κοινη τους καταγωγη,αλλα να εχουν πραγματι κοινη καταγωγη.Διοτι ΜΟΝΟΝ η κοινη καταγωγη-η κοινη<φυλετικη υπαγωγη>-συνεπαγεται ΚΟΙΝΟΥΣ κληρονομικους χαρακτηρες,αρα κοινα πνευματικα στοιχεια.Οταν υπαρχει κοινη καταγωγη,τοτε υπαρχουν κατα το μαλλον η ηττον κοινη γλωσσα,κοινος πολιτισμος,κοινη θρησκεια,κοινα ηθη,κοινη ιστορια.Αυτα τα δευτερογενη στοιχεια δεν αποτελουν,το καθενα ξεχωριστα,απαραιτητο στοιχειο συγκροτησεως Εθνους.Εν τουτοις ολα αυτα,οταν συνυπαρχουν,συντελουν στην συνοχη της κοινοτητος,στην δημιουργια δηλ.ΕΝΙΑΙΑΣ ΣΥΝΕΙΔΗΣΕΩΣ-του δευτερου παραγοντος συγκροτησεως του ΕΘΝΟΥΣ.ΕΘΝΟΣ ειναι επομενως ο ομοειδης φυλετικως λαος,που εχει συνειδηση της υπαρξεως του.
''Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ''

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΔΗΜΟΠΟΥΛΟΣ

Η ΣΗΜΑΙΑ ΜΑΣ

Αυτή η σημαία στα μάτια τα δικά μας συμβολίζει τους Αγώνες όσων πολέμησαν, εργάστηκαν,θυσιάστηκαν, δολοφονήθηκαν, σκοτώθηκαν και έζησαν με πρώτιστες αξίες εκείνες της Ελευθερίας, της Δικαιοσύνης και της Πατρίδας. Αυτούς που έβαλαν το δικό τους λιθαράκι στην αιώνιο πανύψηλο φρούριο του Ελληνικού Πολιτισμού. Δεν είναι ικανή καμία βουλή, κανένα κράτος και κανένας πολιτικός ή κεφάλαιο να την ξεφτιλίζει και να την ξεπουλάει καθημερινά. Οι δειλοί τη βλέπουν με φόβο. Οι προδότες σαν πανί. Οι αστοί σαν ύφασμα. Οι άνανδροι την καίνε. Μα εμείς τη βλέπουμε σαν τη Μάνα που καρτερεί να μας δεί να εκπληρώνουμε τα όνειρα μας. Τα δικά μας,τα δικά της, του Γένους.

ΛΟΓΙΑ ΙΩΝΟΣ ΔΡΑΓΟΥΜΗ




















"Από στενός πατριώτης, γίνομαι εθνικιστής, με τη συνείδηση του έθνους μου και όλων των άλλων εθνών, γιατί οι διαφορές των εθνών πάντα θα υπάρχουν, και έχω τη συνείδησή τους και χαίρομαι που υπάρχουν αυτές οι διαφορές, που με τις αντιθέσεις τους, με τις αντιλήψεις τους, υψώνουν την ανθρώπινη συνείδηση και ενέργεια. Από άτομο γίνομαι άνθρωπος." (ΙΩΝ ΔΡΑΓΟΥΜΗΣ. ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ 18-3-1919)

ΕΘΝΙΚΟ ΠΕΙΣΜΑ

ΙΩΝ ΔΡΑΓΟΥΜΗΣ

''Δεν θελω να πεθανει το Εθνος μου,το Εθνος αυτο, που τοσα εκαμε στην ζωη του, το εξυπνο,το τοσο ανθρωπινο. Για να το φυλαξω απο τον θανατο πρεπει τωρα να το καμω πεισματαρικο στην ΕΘΝΙΚΗ ΠΙΣΤΗ,στον ΕΘΝΙΣΜΟ, ας ειναι και υπερβολικο το αισθημα που θελω να δωσω στους Ελληνες. Μονον ετσι θα ζησει το ΕΘΝΟΣ.''

''Σε οποιους με κατηγορουν η με περιγελουν, γιατι τους κεντρω το Εθνικο τους αισθημα και τους μιλω αποκλειστικα,θα λεγω:Λοιπον θελετε να πεθανει το Εθνος σας;Αν το θελετε,πεστε το καθαρα,μην κρυβοσαστε''

ΙΩΝ ΔΡΑΓΟΥΜΗΣ

Η ΡΗΣΗ ΠΟΥ ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΔΕΝ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΞΕΧΝΑΜΕ



πισταμνους πρς εδτας τι δκαια μν ν τ
νθρωπείῳ λγ π τς σης νγκης κρνεται, δυνατ δ
ο
προχοντες πρσσουσι κα ο σθενες ξυγχωροσιν.

κατά την συζήτησιν των ανθρωπίνων πραγμάτων το επιχείρημα του δικαίου αξίαν έχει, όπου ίση υπάρχει δύναμις προς επιβολήν αυτού, ότι όμως ο ισχυρός επιβάλλει ό,τι του επιτρέπει η δύναμίς του και ο ασθενής παραχωρεί ό,τι του επιβάλλει η αδυναμία του"

ΘΟΥΚΥΔΙΔΟΥ ΙΣΤΟΡΙΑΙ Ε89

Μετάφραση Ελ. Βενιζέλου


28η ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1940 - ΔΙΑΓΓΕΛΜΑ Ι. ΜΕΤΑΞΑ

http://4.bp.blogspot.com/_NuhZMDR5O28/S_qK4rCNqWI/AAAAAAAAATQ/FgeBEEMBpt0/s400/%CE%99%CE%A9%CE%91%CE%9D%CE%9D%CE%97%CE%A3+%CE%9C%CE%95%CE%A4%CE%91%CE%9E%CE%91%CE%A3.jpg

“Η στιγμή επέστη που θα αγωνισθώμεν διά την ανεξαρτησίαν της Ελλάδος, την ακεραιότητα και την τιμήν της.
Μολονότι ετηρήσαμεν την πλέον αυστηράν ουδετερότητα και ίσην προς όλους, η Ιταλία μη αναγνωρίζουσα εις ημάς να ζήσωμεν ως ελεύθεροι Έλληνες, μου εζήτησε σήμερον την 3ην πρωινήν ώραν την παράδοσιν τμημάτων του Εθνικού εδάφους κατά την ιδίαν αυτής βούλησιν και ότι προς κατάληψιν αυτών η κίνησις των στρατευμάτων της θα ήρχιζε την 6ην πρωινήν. Απήντησα εις τον Ιταλόν Πρεσβευτήν ότι θεωρώ και το αίτημα αυτό καθ’ εαυτό και τον τρόπον με τον οποίον γίνεται τούτο ως κήρυξιν πολέμου της Ιταλίας κατά της Ελλάδος.
Έλληνες
Τώρα θα αποδείξωμεν εάν πράγματι είμεθα άξιοι των προγόνων μας και της ελευθερίας την οποίαν μας εξησφάλισαν οι προπάτορές μας. Όλον το Έθνος θα εγερθή σύσσωμον. Αγωνισθήτε διά την Πατρίδα, τας γυναίκας, τα παιδιά μας και τας ιεράς μας παραδόσεις. Νυν υπέρ πάντων ο αγών.


Η ΕΞΟΝΤΩΣΗ ΕΝΟΣ ΕΘΝΟΥΣ

Το πρώτο βήμα για να εξοντώσεις ένα έθνος
είναι να διαγράψεις τη μνήμη του.
Να καταστρέψεις τα βιβλία του,
την κουλτούρα του, την ιστορία του.
Μετά να βάλεις κάποιον να γράψει νέα βιβλία,
να κατασκευάσει μια νέα παιδεία,
να επινοήσει μια νέα ιστορία.
Δεν θα χρειαστεί πολύς καιρός
για να αρχίσει αυτό το έθνος
να ξεχνά ποιο είναι και ποιο ήταν.
Ο υπόλοιπος κόσμος γύρω του
θα το ξεχάσει ακόμα πιο γρήγορα.


Μ. Κούντερα

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΣΕ 10 ΛΕΠΤΑ

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΕΛΑΣΓΟΣ: 26 ΧΡΟΝΙΑ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗΣ ΣΥΝΕΙΣΦΟΡΑΣ ΣΤΗΝ ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ.

free counters