Τὸ πιὸ ευτράπελο ποντιακὸ ἀνέκδοτο (πλὴν αὐτὸ τοῦ κ. Φίλη) εἶναι... ὀπτικό. Ὁ ἐπισκέπτης τῆς σημερινῆς Σινώπης, καθώς μπαίνει στὴν πόλη, βλέπει ἀπέναντι ἀπό τὶς παλαιὲς φυλακὲς νὰ ὑψώνεται ἕνα γύψινο ἄγαλμα τοῦ Διογένη ποὺ ὀρθώνεται πάνω σ’ ἕνα κρασοβάρελο!
Οἱ ἱστοριομαθεῖς γείτονές μας ταυτίζουν τὸ ἔνδοξο πιθάρι τοῦ Διογένη μὲ κάποιο βαρέλι κρασί. Τὸ «ἀνέκδοτο» γίνεται ἀκόμη πιὸ νόστιμο ἀπὸ τὴν ἐκεῖ παρουσία τοῦ τελευταίου δεσμοφύλακα, ἑνός μεγαλόσωμου ἄνδρα μὲ μουστάκια ποὺ ἔχουν μέγεθος φτερούγας γερακιοῦ. Αὐτὸς ἔχει ἀναλάβει –ἐπὶ ἀμοιβῇ φυσικὰ– νὰ ἐξιστορεῖ περιστατικὰ ἀπὸ τὴ ζωὴ τοῦ Διογένη ποὺ –φυσικὰ!– τόν γνώρισε προσωπικά! Ἀλλ’ ὁ καημένος ὁ Διογένης δὲν εἶχε τὴ χαρὰ νὰ γνωρίσει τὸν εὐρυμαθῆ πρώην δεσμοφύλακα.
Εἶχε γεννηθεῖ στὴ Σινώπη τὸ 404 π.Χ., ἀλλὰ δὲν ἔμεινε πολύ σ’ αὐτὴ. Εἶχε διωχθεῖ νεώτατος σὰν παραχαράκτης. Ἔφθασε στὴν Ἀθήνα, μαθήτευσε κοντὰ στὸν Ἀντισθένη καὶ σὲ μικρὸ διάστημα ἔγινε ὁ ἐπιφανέστερος τῶν Κυνικῶν. Γι’ αὐτὸ ἔμεινε γνωστὸς μὲ τὸ παρατσούκλι Διογένης ὁ Κύων (=σκύλος). Γιὰ τὸν ἰδιόρρυθμο φιλόσοφο διηγοῦνται πολλά, ποὺ ἴσως αὐτὰ ἀποτελοῦν τὴν ἀφετηριακὴ πηγὴ τῶν ποντιακῶν ἀνεκδότων. Τὸ πιὸ γνωστὸ εἶναι αὐτὸ ποὺ μέρα μεσημέρι γύριζε μ’ ἕνα φανάρι στὸ χέρι κι ἔλεγε τὸ περιλάλητο: «Ἄνθρωπον ζητῶ». Καὶ ποὺ νὰ ζοῦσε στὸν παρόντα καιρό!
Τὸ δεύτερο καὶ πολυπλοκώτερο ἦταν ἡ συνάντησή του μὲ τὸν Ἀλέξανδρο, «Τὶ νὰ κὰνω γιὰ σένα», τοῦ εἶπε ὁ ἀήττητος παῖς. Κι ὁ Διογένης τοῦ ἀπαντᾶ: «Νὰ μὴ μοῦ κρύβεις τὸν ἥλιο»! Ὁ Πλάτων, παρόλο ποὺ ὁ Διογένης τὸν σατίριζε, τὸν ἐκτιμοῦσε καὶ τὸν ἔλεγε «Σωκράτην μαινόμενον». Καὶ δὲν εἶχε ἄδικο. Γιατὶ ὅσα καυστικὰ εἶπε ὁ φιλόσοφος ἀπὸ τὸν Πόντο εἶναι ἀθάνατα. Κάποτε τοῦ εἶπαν: «Οἱ Σινωπεῖς σὲ καταδίκασαν νὰ φύγεις». Καὶ ὁ Διογένης: «Ὁμοίως κι ἐγὼ τοὺς καταδίκασα νὰ μείνουν ἐκεῖ». Μέχρι ποὺ ἦρθε ὁ «ἐλευθερωτὴς» Κεμάλ!
Ἄλλοτε εἶδε ἕνα ἀκάθαρτο λουτρὸ καὶ ἔκανε τὸν ἀκόλουθο σχολιασμὸ: «Οἱ ἐδῶ λουόμενοι ποῦ λούζονται κατόπιν;». Κι ὅταν τοῦ εἶπαν, ποιὸ ἀπὸ τὰ θηρία δαγκώνει δυνατότερα, τὸ πέταξε: «Ἀπὸ τὰ ἄγρια ὁ συκοφάντης καὶ ἀπὸ τὰ ἥμερα ὁ κόλακας». Ἄς τὸ ἔχει ὑπόψη του τὸ τελευταῖο ὁ νῦν πρωθυπουργός. Τὸν ρώτησαν κάποτε γιατὶ ὁ χρυσὸς εἶναι ὠχρὸς; Ἰδοὺ ἡ ἀπάντηση: «Διότι τὸν ἐπιβουλεύονται πολλοὶ»! Κάποτε εἶδε τὸ γυιὸ μιᾶς ἑταὶρας νὰ πετροβολεῖ τοὺς διαβάτες. Κι ὁ Διογένης περιπαικτικὰ: «Πρόσεχε, παιδί μου. Μπορεῖ νὰ κτυπήσεις τὸν... πατέρα σου»!
Κι ὅταν τοῦ εἶπαν ποιὸς οἶνος τοῦ ἀρέσει περισσότερο, ὁ φιλόσοφος τὸ ξεφούρνισε: «Ὁ ξένος»! Δὲν φαίνεται νὰ εἶχε άγαθὴ γνώμη γιὰ τὶς τότε γυναῖκες. Κάποτε ποὺ εἶδε κάποια κρεμασμένη ἀπὸ μιὰ ἐλιὰ, εἶπε τὸ φαρμακερὸ: «Μακάρι ὅλα τὰ δέντρα νὰ ἔκαναν τέτοιους καρποὺς»! Καὶ κάτι διδακτικὸ γιὰ ἄτομα μεγάλης ἡλικίας.
Τοῦ εἶπαν: «Τώρα ποὺ γέρασες, πρέπει νὰ ἡσυχάσεις καὶ ν’ ἀναπαυθεῖς». Ἀπτόητος αὐτὸς εἶπε λόγο ποὺ μπορεῖ νὰ εἶναι σωτήριος στὸν παρόντα καιρό: «Ὑποθέσατε ὅτι ἔτρεχα στὸ στίβο. Θὰ ἦταν σωστὸ νὰ ἐγκαταλείψω τὸν ἀγῶνα λίγο προτοῦ φθάσω στὸ τέρμα ἀντὶ νὰ ἐντείνω περισσότερο τὶς προσπάθειές μου;». Καὶ συνέχισε. Bλέποντας μάλιστα τὸν προγάστορα (κοιλαρᾶ) πολιτικὸ Ἀνιμένη, τοῦ τὸ πέταξε: -Δῶσε τὴν κοιλιὰ σου στοὺς φτωχοὐς.
Κι ἐσὺ θὰ ξαλαφρώσεις καὶ μᾶς θὰ ὠφελήσεις.
ΑΙΩΝΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΙΣΤΗ
ΣΑΡΑΝΤΟΣ ΚΑΡΓΑΚΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου