Ὁ Ἀνδρέας Κάλβος (1792-1869) στὸ 20ὸ καὶ ὕστατο ποίημα του ποὺ ἐπιγράφεται «Ὁ βωμὸς τῆς πατρίδος», κάνει, ὅπως καὶ ὁ Σολωμὸς στὸν «Ὕμνον», μιὰ ἔκκληση πρὸς τοὺς Ἕλληνες νὰ ὁμονοήσουν καὶ ὅλοι μαζί ἀδελφωμένοι νὰ πολεμήσουν κατὰ τῶν Τούρκων:
«Ἄς παύσωσ’ ἡ (=οἱ) διχόνοιαι
ποὺ ρίχνουσι τὰ ἔθνη
τυφλά, ὑπό τὰ σκληρότατα
ὀνύχια τῶν ἀγρύπνων
δολίων τυράννων...».
Ὅλη ἡ ἱστορία τοῦ ἀρχαίου ἑλληνικοῦ κόσμου εἶναι μιὰ ἀτελείωτη ἁλυσίδα ἐμφυλίων σπαραγμῶν. Ἀπορεῖ ὁ ἱστορικὸς τὸ πῶς μπόρεσε ὁ μικρὸς αὐτὸς κόσμος νὰ δημιουργήσει ἕναν πολιτισμὸ τόσο θαυμαστό, τόσο περίλαμπρο ἐν μέσῳ τόσων ἀλληλοσφαγιασμῶν. Συχνὰ δὲν ὁμονοοῦμε οὔτε κι ὅταν πρόκειται νὰ καταποντιστοῦμε. Πάντα πνίγεται ἡ φωνὴ τῶν συνετῶν, συχνὰ πνίγονται καὶ αὐτοὶ οἱ συνετοί, γιὰ νὰ μὴν εἶναι ἐνοχλητικοί.Ὥς τὴ νεώτερη ἐποχὴ εἴχαμε καὶ συγκρούσεις σὲ τοπικὴ κλίμακα γιὰ ἀσήμαντες διαφορές. Κάποτε στὴν Κεφαλονιὰ ὑπῆρξε κίνδυνος πολέμου ἀνάμεσα σὲ δύο χωριά. Καὶ τότε ὁ Ἀνδρέας Λασκαράτος (1811-1901) ἔγραψε τὸ περίφημο ποίημα «Ὁ Μεσίας» ποὺ ἔδινε τὴν ἀκόλουθη συμβιβαστικὴ συμβουλή:
«Γιατὶ, μωρὲς παιδιὰ πρὶν τοὺς χτυπήσομε
δὲ στέλνετ’ ἕναν ἄνθρωπο νὰ ἰδοῦμε
ἄν εἶναι δυνατὸ νὰ συμφωνήσομε,
ἄν εἶναι δυνατὸ νὰ συβαστοῦμε;
Δὲν εἶν’ κάλλιο μ’ ἐκείνη τὴν ποσάδα
νὰ φᾶμ’ ἕνα σκυλόψαρο μὲ ἀλιάδα;».
Ποσάδα ἔλεγαν παλιὰ στὴν Κεφαλονιὰ τὰ σερβίτσια φαγητοῦ, ποὺ προφανῶς εἶχαν συγκεντρωθεῖ γιὰ τὸν ἐξοπλισμὸ τῶν ἐνόπλων δυνάμεων τῶν δύο χωριῶν. Καὶ μὲ τὴν εὐκαιρία: Γιατὶ λέμε τόσο συχνὰ ἐπὶ ἔχθρας ὅτι «ἐγίναμε ἀπὸ δύο χωριὰ»; Διότι ἀσήμαντες κτηματικὲς διαφορὲς προκαλοῦσαν μῖσος ἀγεφύρωτο ἀνάμεσα στοὺς χωρικοὺς δύο γειτονικῶν χωριῶν. Ὅσο γιὰ τὴν ἀλιάδα, εἶναι ἡ περίφημη σκορδαλιά. Ποὺ ξεπερνοῦσε τὴν ἀμβροσία σὲ περίπτωση ποὺ γινόταν ἐδεσματικὴ συνοδεία τοῦ σκυλόψαρου. Μπορεῖ τὸ σκυλόψαρο νὰ σὲ κατασπαράξει, ἀλλὰ, ἄν μὲ τὸν κατάλληλο τρόπο τὸ συλλάβεις, γίνεται τέτοιο νόστιμο ἔδεσμα ποὺ θὰ κατέβαζε καὶ τοὺς θεοὺς ἀπὸ τὸν Ὄλυμπο. Γι’ αὐτὸ, ἄλλωστε, οἱ κεφαλονίτες ἔχουν μιὰ τέτοια οἰκειότητα μὲ τὰ... θεῖα!
Μετὰ ἀπὸ ὅλα αὐτὰ τὰ ἐδεσματικὰ ἔρχομαι στὸ προκείμενο: Γιατὶ σ’ αὐτὲς τὶς δύσκολες στιγμὲς νὰ μὴ μονοιάσουμε καὶ κατάλληλα ὀργανωμένοι καὶ μὲ «ποσάδες» ὁπλισμένοι νὰ μὴ σκοτώσουμε τὸ σκυλόψαρο τῆς διχόνοιας καὶ ἀφοῦ φτιάξουμε μὲ σκόρδα (ὄχι εἰσαγόμενα) μιὰ ἀλιάδα σὲ πέτρινο γουδί, νὰ τὸ ἀπολαύσουμε σὲ μιὰ ἑορτὴ φιλίας; Βέβαια ὑπάρχουν οἱ αἰώνιοι φίλοι μας ποὺ μᾶς προσφέρουν ἀφειδῶς τὶς εὐκαιρίες γιὰ ἀλληλοφαγωμό. Ἀλλὰ, ἀντὶ νὰ τρῶμε ὁ ἕνας τὸ ἄλλο, γιατὶ νὰ μὴν ὁμογνωμήσουμε καὶ νὰ φᾶμε τοὺς ἄλλους; Θὰ μᾶς πεῖτε πὼς οἱ ἄλλοι, ἰδιαίτερα οἱ Γερμανοὶ καὶ οἱ Ἄγγλοι δὲν τρώγονται μὲ τίποτε. Οὔτε μὲ γαλλικὴ μαγιονέζα καὶ ἐγγλέζικη κέτσαπ. Προσωπικὰ ἀπορῶ πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ διαβοῦν Ἕλληνες στὴ Βρεττανία. Ὅπως ἔχει γραφτεῖ, οἱ Βρεττανοὶ εἶναι ἕνας λαὸς ποὺ ἔχει ἐπινοήσει 60 αἱρέσεις καὶ μία μόνον... σάλτσα! Ὅσο γιὰ τὴ Γερμανία, εἰλικρινὰ θὰ πέθαινα ἀπὸ τὴν πεῖνα κατὰ τὶς ἐκεῖ παραμονές μου, ἄν δὲν ὑπῆρχαν τὰ κακοχώνευτα «βούρστ», ποὺ οὔτε κατ’ ἐλάχιστον μποροῦν νὰ συγκριθοῦν μὲ τὰ ἡμέτερα, εἰδικὰ μάλιστα τῆς Μάνης.
Εἶναι τόσο ὡραῖο νὰ μονοιάζεις, εἶναι τόσο ὡραῖο ὄχι νὰ δίνεις ἀλλὰ νὰ μοιράζεσαι. Σὲ κάποια χωριὰ τῆς Λακωνίας ὑπάρχει μιὰ παράδοση: Ὅταν μιὰ νοικοκυρὰ φτιάξει κάποιο ἐκλεκτὸ καὶ σπάνιο φαγητό, θὰ μοιράσει στὰ γύρω σπίτια ἀπὸ ἕνα πιάτο. Ἡ χαρὰ ποὺ θὰ δώσει, θὰ κάνει τὸ λίγο φαγητὸ ποὺ θὰ τῆς μείνει νὰ φαίνεται πολύ. Συνεπῶς, ἡ ὁμόνοια μᾶς κάνει πλούσιους, ἔστω κι ἄν εἴμαστε φτωχοί. Ἡ διχόνοια μᾶς φτωχαίνει καὶ μᾶς φτηναίνει, ἀκόμη κι ἄν ἔχουμε τὰ πλούτη τοῦ Μίδα. Καὶ κλείνω μὲ τὴν ἀπορία: γιατὶ νὰ μισοῦμε τοὺς ἑαυτοὺς μας περισσότερο ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ μᾶς μισοῦν συνολικά; Φαντάζεται κανεὶς πὼς αὐτοὶ ποὺ μᾶς ἐπιβουλεύονται μισοῦν μόνο τοὺς μισοὺς ἀπὸ μας καὶ ἀγαποῦν τοὺς ἄλλους μισοὺς; Εἴτε Δεξιοὶ εἴτε Ἀριστεροὶ λεγόμαστε, ὅμοια μᾶς μισοῦν καὶ μᾶς πληγώνουν ὅταν μᾶς χωρίζουν σὲ μισοὺς-μισοὺς.
ΑΙΩΝΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΙΣΤΗ
ΣΑΡΑΝΤΟΣ ΚΑΡΓΑΚΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου