Η λέξη «έθνος» δεν θα μπορούσε παρά να είναι στενά συνδεδεμένη, αλληλένδετη, με τις λέξεις πατρίδα και θρησκεία γιατί απλούστατα όλες μαζί εξασφαλίζουν σε μια κοινωνία την δυνατότητα να επιβιώσει και να έχει πρωτεύουσα θέση στον κόσμο εξασφαλίζοντας το μέγιστο προτέρημα που θα μπορούσε να έχει, αυτό της ταυτότητας. Ο ελληνικός πολιτισμός είχε επίγνωση αυτής της δύναμης, που απορρέει από την συγκρότηση της κοινωνίας με αυτά τα ιδανικά και οι φωτισμένοι κήρυκές του, φρόντισαν να μεταλαμπαδεύσουν την σημασία τους στις κατοπινές γενεές ως φωτεινό φάρο πλοήγησης στις ιστορικές δυσκολίες της ανθρωπότητας. Ήδη, από τον 5ο αιώνα π. Χ., ο μεγάλος ιστορικός Ηρόδοτος (8.144.14-16), μέσα από τα λόγια των Αθηναίων, είχε αποκρυσταλλώσει μια για πάντα τα χαρακτηριστικά, που αναγνωρίζουν το έθνος των Ελλήνων με μια συλλογική ταυτότητα, έχοντας σφυρηλατηθεί με το πέρασμα των αιώνων στην κολυμπήθρα της ιστορίας: το κοινό αίμα, η κοινή γλώσσα, η κοινή θρησκεία, ο κοινός τρόπος ζωής, «τὸ Ἑλληνικόν, ἐὸν ὅμαιμόν τε καὶ ὁμόγλωσσον, καὶ θεῶν ἱδρύματά τε κοινὰ καὶ θυσίαι ἤθεά τε ὁμότροπα, τῶν προδότας γενέσθαι Ἀθηναίους οὐκ ἂν εὖ ἔχοι». Η σφυρηλάτηση της εθνικής ταυτότητας είναι καθοριστική γιατί η κοινωνία των Ελλήνων περνά από την απρόσωπη λέξη «λαός» στην αυτογνωσία της λέξης «εθνος» ήδη από τον 5ο αιώνα π. Χ. με τον πλέον επίσημο τρόπο. Αποτέλεσμα ήταν η ένωση και ο θρίαμβος των Ελλήνων ενάντια στην περσική απειλή, που κατέληξε στην συντριβή της στα πεδία του Μαραθώνα, της Σαλαμίνας, των Πλαταιών, της Μυκάλης των Θερμοπυλών....
Ο μεγάλος φιλόσοφος Πλάτωνας, είχε κάνει σαφή την διάκριση των Ελλήνων από τους λαούς που τους περιέβαλλαν και πιστοποιούσε την εθνική ταυτότητα τους κατηγορηματικά μέσα από το αθάνατο φιλοσοφικό του έργο στην Πολιτεία του (Ε 470 c-d), λέγοντας ότι το έθνος /γένος των Ελλήνων είναι οικείο και συγγενές σε αντίθεση με τους λαούς/ βαρβάρους που ήταν ξένοι και διαφορετικοί ως προς τα χαρακτηριστικά που είχαν, «φημὶ γὰρ τὸ μὲν Ἑλληνικὸν γένος αὐτὸ αὑτῷ οἰκεῖον εἶναι καὶ συγγενές, τῷ δὲ βαρβαρικῷ ὀθνεῖόν τε καὶ ἀλλότριον». Η φράση αυτή κατέχει κεντρική βάση στη σκέψη του για τον τρόπο οργάνωσης της ιδανικής πολιτείας, κάνοντας ακόμη πιο σαφή τη θέση του εκφράζοντας τον αποτροπιασμό του, ως κάτι αφύσικο, για τις συγκρούσεις μεταξύ των Ελλήνων και οριοθετώντας για πρώτη φορά τον όρο εμφύλιος πόλεμος με τη λέξη «στάσι» σε αντιδιαστολή με τη λέξη «πόλεμος», ως κάτι φυσικό, που χαρακτηρίζει τη σύγκρουση με τους βαρβάρους, «Ἕλληνας μὲν ἄρα βαρβάροις καὶ βαρβάρους Ἕλλησι πολεμεῖν μαχομένους τε φήσομεν καὶ πολεμίους φύσει εἶναι, καὶ πόλεμον τὴν ἔχθραν ταύτην κλητέον: Ἕλληνας δὲ Ἕλλησιν, ὅταν τι τοιοῦτον δρῶσιν, φύσει μὲν φίλους εἶναι, νοσεῖν δ᾽ ἐν τῷ τοιούτῳ τὴν Ἑλλάδα καὶ στασιάζειν».
Χαρακτηριστικό της ταυτόσημης αντίληψης των πραγμάτων, τόσο στην ιωνική όσο και στην δωρική Ελλάδα, που αφορούν την πατρίδα, το μόχθο για αυτήν και την ιερότητα του αγώνα είναι και η εξασφάλιση ενός καλύτερου μέλλοντος για τα παιδιά που θα παραλάβουν τις τύχες του τόπου τους στα χέρια τους. Παρά τις τοπικιστικές διαφορές η αντίληψη είναι πέρα για πέρα κοινή. Ο μεγάλος λυρικός ποιητής Τυρταίος (Λυκ. Λεωκρ. 1-2) τον 7ο αιώνα π. Χ. παρακινεί τους Σπαρτιάτες να πεθάνουν για την πατρίδα γιατί είναι η μεγαλύτερη τιμή ένας τέτοιος θάνατος (τεθνάμεναι γὰρ καλὸν ἐνὶ προμάχοισι πεσόντα ἄνδρ᾽ ἀγαθὸν περὶ ᾗ πατρίδι μαρνάμενον και μεταφράζοντας ο μεγάλος Έλληνας πολιτικός και ιστορικός Σπυρίδων Τρικούπης το 19ο αιώνα ως εξής: τι τιμή στο παλικάρι όταν πρώτο στη φωτιά σκοτωθεί για την πατρίδα με τη σπάθα στα δεξιά). Ταυτόχρονα θα εξασφαλίσει στα παιδιά τους ένα ελεύθερο και καλύτερο κόσμο μια δυνατή και σεβαστή πατρίδα, «θυμῷ γῆς πέρι τῆσδε μαχώμεθα καὶ περὶ παίδων θνήσκωμεν ψυχέων μηκέτι φειδόμενοι». Στην αθηναϊκή πολιτεία, οι νέοι με την παραλαβή των όπλων τους, όταν καλούνταν να υπηρετήσουν τη θητεία τους ορκίζονταν μπροστά στους θεούς στο ιερό της Αγλαύρου στην Ακρόπολη, να μην ατιμάσουν τα όπλα τους, να μην εγκαταλείψουν το συμπολεμιστή τους, να αμυνθούν και μόνοι και με τους συντρόφους τους, την πατρίδα να μην την παραδώσουν μικρότερη αλλά μεγαλύτερη και καλύτερη απ» ότι την παρέλαβαν, «Οὐ καταισχυνῶ τὰ ὅπλα τὰ ἱερὰ, οὐδ’ ἐγκαταλείψω τὸν παραστάτην ὅτῳ ἂν στοιχήσω ἀμυνῶ δὲ καὶ ὑπὲρ ἱερῶν καὶ ὁσίων καὶ μόνος καὶ μετὰ πολλῶν. καὶ τὴν πατρίδα οὐκ ἐλάσσω παραδώσω, πλείω δὲ καὶ ἀρείω ὅσης ἂν παραδέξωμαι…» (Λυκ. Λεωκρ. 77). Ο θρησκευτικός όρκος ενώπιον των θεών έδενε την αέναη και αδιάσπαστη ένωση πίστης και πατρίδας, αυτονόητης στην κοσμοθεωρία του αθάνατου ελληνικού πολιτισμού....
Η νεολαία είναι ταυτόσημη με την προάσπιση των υψηλών ιδανικών της πατρίδας και βρίσκεται στην πρωτοκαθεδρία των αγώνων. Καθήκον των νέων να προστατεύουν και να σέβονται τους γηραιότερους, να αγωνίζονται για τις γυναίκες και τα μικρότερα παιδιά, να κάνουν κτήμα τους τον τόπο που πατούν ως ακοίμητοι φρουροί της προπατορικής τους κληρονομιάς. Οι νέοι είναι αυτοί που θα μεταφέρουν το πνεύμα της αντίστασης εφοδιασμένοι με την ευλογία των ηρωικών ιστοριών. Τα χείλη των νέων ήταν αυτά που τραγουδούσαν το αθάνατο τραγούδι, τον παιάνα, όταν ξεχύνονταν εναντίον των Περσών στα στενά της Σαλαμίνας το 480 π. Χ., όπως τον διέσωσε ο μεγάλος ποιητής Αισχύλος στην τραγωδία του «Πέρσες» το 472 π. Χ., στην ναυμαχία, που ήταν παρόν και ο ίδιος ως πολεμιστής. Καθόλου τυχαίο λοιπόν, που ο Αισχύλος (Περσ. 402-405) τοποθετεί τους νέους στην πνευματική ναυαρχίδα του αγώνα για την πατρίδα πρώτους, στο γλυκό παιάνα της νίκης, «Ώ παίδες Ελλήνων, ίτε ελευθερούτε πατρίδ» ελευθερούτε δε παίδας, γυναίκας, θεών τε πατρώων έδη, θήκας τε προγόνων νυν υπέρ πάντων αγών».
ΑΙΩΝΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΙΣΤΗ
ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΚΟΣΜΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου