Γράφει ο Πέτρος Ι. Νικολού, μαχόμενος Δικηγόρος Αθηνών, Νομική ΕΚΠΑ
Η ελαχιστότητά μου υπήρξε αρρωστημένα από εκείνες στη γενεά μου που ηγάπησε παθολογικά τις Ένοπλες Δυνάμεις. Όταν παρουσιάστηκα στον Λαγό Έβρου το φθινόπωρο του 2021, περί τα τέλη της προβλεπομένης ασκήσεώς μου στην δικηγορία, ο νούς μου είχε κυριευθεί από τον πόθο να υπηρετήσω την Πατρίδα, εξαντλώντας όλο μου τον εαυτό καταβεβλημένος από την εμμονή, ότι ως Εθνικιστής δεν θα είχα πράξει το καθήκον μου απέναντι στις ιδέες για τις οποίες είχα φάει τα πεζοδρόμια, αν συμβιβαζόμουν με οτιδήποτε λιγότερο. Επέλεξα να υπηρετήσω ως Έφεδρος Αξιωματικός του Στρατού Ξηράς 17 ολοκλήρους μήνες, την μακρυτέρα -να σημειωθεί- θητεία αυτήν τη στιγμή στον ελληνικό στρατό, βαθμοφόρος μεν πλην όμως με συνεχείς μεταθέσεις στην παραμεθόριο, εκπαιδεύσεις, καψώνια, βολές, παρελάσεις και αγήματα δε, όταν συνοπλίτες μου μετρούσαν τα δευτερόλεπτα, για να ξαμοληθούν στα μπιτσόμπαρα, να αγγίξουν ξανά το σώμα μιάς πόρνης και να αφήσουν από οκνηρία τριάντα πήχεις μούσι. Αν και εξοικειωμένος από εθνικιστικές πορείες και συλλαλητήρια, τα στρατιωτικά ασμάτια, ίσως αρκετές φορές και ηπιότερα, τόνωναν το φρόνημα των στελεχών και στρατιωτών και μάς θύμιζαν καθημερινά την ιερότητα της απόστολής μας, την πολεμική προετοιμασία για τη συντριβή του εχθρού την ώρα που θα άπλωνε το ξερό του σε χώμα ελληνικό.
Μας ζαλίσανε τον έρωτα πάλι οι υπερευαίσθητοι κίναιδοι του δημοσιολογικού βόθρου με τα «σωβινιστικά» συνθήματα των σπουδαστών της Σχολής Μονίμων Υπαξιωματικών Ναυτικού (ΣΜΥΝ) εν τω μέσω της παρελάσεως της 25ης Μαρτίου στην Αθήνα. Κι αντί να τούς γράψουμε εκεί που δεν πιάνει μελάνι, όσοι δεν έχουν υπερκεράσει τα συμπλέγματα κατωτερότητος προς το προδευτικό μέτωπο απολογούνται αναγορεύοντας σε ισότιμο συνομιλητή κάθε αστράτευτο απάτριδα της τηλοψίας που επειδή έχει θητεύσει σε σαλόνια οσφυοκαμπτών σαν αυτά του Γεραπετρίτη ή σε κρεβάτια εραστών του ιδίου φύλου έχει την εντύπωση πως μπορεί να υπαγορεύει και να απαιτεί ποινές για τους δοκίμους των παραγωγικών σχολών του Πολεμικού Ναυτικού. Κι αναρωτιέται κανείς μέσα σ’ αυτόν τον βούρκο ενοχών και τύψεων που έχουμε βουτήξει το κεφάλι μας ως λαός, μαστιγώνοντας τα δικά μας παιδιά, αν θα έπρεπε τελικώς να ζητήσουμε και συγγνώμη στην γείτονα χώρα για τον απελευθερωτικό έναντι της οθωμανικής αυτοκρατορίας αγώνα των εξστρεμιστών προγόνων μας. Ο αθυρόστομος Καραϊσκάκης αν δεν ευφραινόταν κατά το άκουσμα του συνθήματος των ΣΜΥΝιτών, σίγουρα θα οφείλετο στον εθισμό του σε πολύ σκληρότερο λεξιλόγιο, απείρως ικανότερο να υψώσει το ηθικό των συμπολέμιστών του. Οι ήρωες του ’21 δεν υπήρξαν ούτε κολεγιόπαιδα της Εσπερίας με πληθυντικούς ευγενείας ούτε πρωταθλητές σε ασκήσεις ευλυγισίας, αλλά ξοτάρηδες, άσημοι χωρικοί, με λερές φουστανέλες και τραχιά μουστάκια, με ένδεκα στις δέκα λέξεις που εξήρχοντο του στόματός των να αναθεματίζουν τον εχθρό, στολίζοντας αυτόν και την θρησκεία του από πάνω μέχρι κάτω. Στον πόλεμο και τον εν γένει αγώνα για την ελευθερία της Πατρίδος δεν χωρούν μικροαστικότητες. Παρασκευάζεις με όλο σου το πάθος τις εφεδρείες σου για θυσία και για θάνατο για την πατρώα γή και την Πίστη στον Χριστό, χωρίς ενοχικότητες, χωρίς ντροπές και αναστολές. Επί έτη το μεταπολιτευτικό προτεκτοράτο κάνει ό,τι περνάει από το χέρι του, για να μετατρέψει τον στρατό σ’ ένα διακοσμητικό οιονεί σώμα πολιτικής προστασίας για αγγαρειομαχίες και τίποτα περισσότερο. Τέτοιον στρατό θέλουν: ένστολα τμήματα ευνούχων συνοδών για φιέστες πολιτικών κοπρόσκυλων και ένα το πολύ κρατικοδίαιτο πάροχο θέσεων απασχόλησης για ρουσφέτια από λαμόγια της ψηφοθηρίας, γιατί αντικειμενικός στόχος της ελληνώνυμης μπανανίας δεν είναι ούτε να απαντήσει αποφασιστικά στις διεκδικήσεις του κράτους-συμμορία, την «Γαλάζια Πατρίδα», το τουρκολιβυκό μνημόνιο και τις παραβιάσεις στο Αιγαίο ούτε καν να κατευνάσει τις επιθετικές ορέξεις του σουλτάνου, αλλά να προσδεθεί στο άρμα της Τουρκίας ως περιφέρειακός της φάρος, όπως έχει δηλώσει ο καθηγητής στη Σχολή Ευελπίδων Κωνσταντίνος Γρίβας. Ήδη από το 1974, όταν το κράτος της προδοσίας παρά την ποιοτική αεροναυτική υπεροχή των Ελλήνων έναντι της Τουρκίας, προτίμησε να αφήσει να αιματοκυλισθεί η Μεγαλόνησος και πάνω στις στάχτες της να δομήσει το κουκλοθέατρο της τρίτης ελληνέζικης δημ(ι)οκρατίας, μάς έμαθαν να ζούμε με την νεοραγιαδική λογική των γλοιωδών τεμενάδων απέναντι στους σφαγείς των χριστιανών της Μικράς Ασίας και τώρα της Συρίας και διαχρονικούς γενοκτόνους του Ελληνισμού.
Όταν υπηρετούσα ως ΔΕΑ στη Σάμο, επέλεξα σε μία εκπαίδευση νεοσυλλέκτων να τούς θέσω σε γοργό βάδην πέριξ του Λόχου, βάζοντάς τους να αναφωνήσουν ένα σύνθημα αντιτουρκικό, βασισμένο πλήν όμως παρηλλαγμένο. Μ’ ακούει ο υποδιοικητής της μονάδος μου, εξέρχεται του διοικητηρίου και μού κάνει νόημα να τον πλησιάσω. Νεύω στον μόνιμο επιλοχία να συνεχίσει και πριν προλάβω να τού παρουσιαστώ μού λέει: «Το σύνθημά σου το θέλω γραπτώς, για να το δώσω στις επόμενες σειρές ΔΕΑ να το τραγουδούν στους στρατιώτες. Και μην διαγράψεις τα κοσμητικά για τους Τούρκους.». Το ζήτημα, λοιπόν, δεν ήταν ποτέ αν η Τουρκία συνουσιάζεται, αλλά το πώς θα αποκτήσουμε εμείς την ενεργητική διάθεση να το πράξουμε σ’ αυτήν, όπερ απαιτεί φρόνημα γενναίο, το οποίο, όμως, δεν διαπλάθεται με γλυκόλογα στα περιθώρια των διεθνών συνεδρίων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου