Τετάρτη 16 Οκτωβρίου 2024

ΕΠΟΣ ΤΟΥ '40 : Η ΗΠΕΙΡΟΣ ΠΡΟΜΑΧΟΥΣΑ, ΗΘΙΚΗ ΠΡΟΠΑΡΑΣΚΕΥΗ - «ΑΙ ΗΘΙΚΑΙ ΔΥΝΑΜΕΙΣ» ΩΣ ΠΑΡΑΜΕΤΡΟΣ ΤΟΥ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΕΝΟΥ ΡΙΣΚΟΥ ΤΟΥ ΣΤΡΑΤΗΓΟΥ ΚΑΤΣΙΜΗΤΡΟΥ

Χαράλαμπος Κατσιμήτρος
Πηγή: Αντιστρατήγου ε.α. Κατσιμήτρου Χαραλάμπου, Η ΗΠΕΙΡΟΣ ΠΡΟΜΑΧΟΥΣΑ, Αθήνα 1954, σελ. 58-59

Ήδη ας εμβαθύνωμεν εις τας σκέψεις και αποφάσεις των τότε αρμοδίων και υπευθύνων δια την Κυβέρνησιν της χώρας και της Ανωτάτης ηγεσίας των ενόπλων δυνάμεων.
Το Γενικόν Επιτελείον Στρατού επί τη βάσει των σταθμητών παραγόντων, εκτιμήσαν καλώς την όλην κατάστασιν και εν γνώσει των ευθυνών αυτού, απεφάσισε να θυσιάση εν μέρος του εθνικού εδάφους (εν ανάγκη) δια το συμφέρον του συνόλου.
Θα μεταφέρωμεν ενταύθα την σχετικήν περικοπήν εκ του εκδοθέντος βιβλίου «Η ΕΛΛΑΣ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟΝ 1940-41» υπό του Αρχιστρατήγου κ.ΠΑΠΑΓΟΥ ΑΛ.
Ούτω εν τη σελίδι 219 του βιβλίου τούτου αναγράφεται:

«Προθέσεις της Ανωτάτης Στρατ. Διοικήσεως
Αι δυνάμεις της Ηπείρου είχον ως αποστολήν την κάλυψιν της Θεσσαλίας από κατευθύνσεως Ιωάννινα – Ζυγός Μετσόβου (κυρία αποστολή) και από Ηπείρου προς Αιτωλοακαρνανίαν (δευτερεύουσα αποστολή)
Αι δυνάμεις όθεν της Ηπείρου είχον ελαστική αποστολήν, ίνα μη αι προσπάθειαι αυτών εις την τοποθεσίαν ΕΛΑΙΑΣ – ΚΑΛΑΜΑ φθείρωσι αυτάς και καταστή προβληματική η ανωτέρω βασική αποστολή.
Η απώλεια εθνικού εδάφους δεν θα είχε τόσην σημασίαν, όσην θα είχεν η αποκοπή δυνάμεων Ηπείρου από των προς Θεσσαλίαν συγκοινωνιών των».
Αλλ’ η VIII Μεραρχία αντί της ελαστικής αποστολής συνεπαγομένης πολλούς κινδύνους και απρόοπτα, προτίμησε την σταθεράν άμυναν, έστω και εναντίον των διαταγών του Γενικού Επιτελείου.
Τα επακολουθήσαντα γεγονότα, εδικαίωσαν τας προβλέψεις του υπευθύνου Διοικητού της Μεραρχίας όστις υπό προσωπικήν αυτού ευθύνην, έσχε την τολμηράν αυτήν πρωτοβουλίαν.
Ο τότε Πρόεδρος της Κυβερνήσεως ΙΩΑΝΝΗΣ ΜΕΤΑΞΑΣ, διαπρεπής κατά πάντα στρατιωτικός, ήτο μάλλον αισιόδοξος, διότι ελάμβανεν υπόψη του και τον αστάθμητον παράγοντα «ηθικαί δυνάμεις». Ούτος κατά τας παραμονάς του πολέμου είπεν εν συνεδριάσει του Υπουργικού Συμβουλίου τα εξής:
«Αν καταφέρωμεν να κρατηθώμεν τας πρώτας δέκα πέντε ημέρας του πολέμου, θα νικήσωμεν».
Κρίνων από γενικωτέρας απόψεως, ο παλαίμαχος ούτος και διακεκριμένος επιτελικός αξιωματικός την όλην κατάστασιν, προέβλεπεν ότι αν αι πρώται μάχαι αποβώσιν ευνοϊκαί υπέρ ημών, θα νικήσωμεν τελικώς, υπονοών δια τούτων την επιτυχή συγκράτησιν του εισβολέως υπό των μονάδων προκαλύψεως κατά τας πρώτας 15 ημέρας, μέχρι ου καταφθάσωσιν εις το μέτωπον αι επιστρατευόμενοι μονάδες του στρατού, οπότε θα ήτο δυνατόν να αναληφθώσιν επιθετικαί επιχειρήσεις νικηφόροι.
Επομένως το προέχων ζήτημα ήτο αν θα αντείχον επαρκώς αι μονάδες προκαλύψεως, μέχρις ού περατωθή η επιστράτευσις και η στρατηγική συγκέντρωσις.
Τούτο άλλως τε εδήλωσεν ούτος βραδύτερον, ως θα ιδώμεν κατωτέρω, την 22 Ν/βρίου, οπότε εξήρε την σθεναράν αντίστασιν των δυνάμεων της Ηπείρου, (VIII Μεραρχίας) ήτις εκάλυψε την συγκέντρωσιν και επιστράτευσιν των δυνάμεων της χώρας.
Ο τότε Αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Ναυτικού Ναύαρχος κ. ΣΑΚΕΛΛΑΡΙΟΥ ΑΛ. γράφει εν τη εκθέσει του τότε, περί της επικρατούσης και εν τω Ναυτικώ ανησυχίας, ως προς την έκβασιν του αγώνος τα εξής:
«Η αγωνία μας επιτείνεται και από το περιωρισμένον των δυνατοτήτων, που είχον αι υφιστάμεναι την επίθεσιν μονάδες του μετώπου, όπως συγκρατήσουν τον εχθρόν μέχρις ότου φθάσωσιν εκεί, αι επιστρατευόμεναι δυνάμεις μας».


ΑΒΕΡΩΦ
ΑΙΩΝΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΙΣΤΗ

ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΕΚΜΑΘΗΣΗΣ ΑΛΒΑΝΙΚΩΝ ΦΙΛΟΞΕΝΕΙ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΣΤΟ ΞΥΛΟΚΑΣΤΡΟ


Σχολείο στο Ξυλόκαστρο εντάσσει την εκμάθηση αλβανικών στο εξωσχολικό πρόγραμμα δραστηριοτήτων.

Μια ενδιαφέρουσα πρωτοβουλία υλοποιείται σε Δημοτικό του Ξυλοκάστρου όπου γονείς και μαθητές καλούνται να μάθουν να μιλάνε αλβανικά. Στο πλαίσιο των ενδοσχολικών δραστηριοτήτων εκτός του σχολικού ωραρίου, το 1ο Δημοτικό Σχολείο Ξυλοκάστρου θα φιλοξενήσει δωρεάν μαθήματα εκμάθησης της αλβανικής γλώσσας. 

Η εν λόγω δράση υλοποιείται από το Δήμο Ξυλοκάστρου Ευρωστίνης που στην ανακοίνωσή του αναφέρει ότι «Με χαρά ανακοινώνουμε τη συνεργασία μας με την Ένωση Αλβανών Εκπαιδευτικών στην Ελλάδα και την έναρξη των δωρεάν μαθημάτων αλβανικής γλώσσας στον Δήμο μας. Η Ένωση Αλβανών Εκπαιδευτικών στην Ελλάδα έχει σαν σκοπό την ενσωμάτωση και την συνύπαρξη των μελών στην ελληνική και ευρωπαϊκή κοινωνία, διατηρώντας παράλληλα την ταυτότητά τους. Τα μαθήματα πραγματοποιούνται εθελοντικά από την δασκάλα, μέλος της Ένωσης, κα Ilira Ndrio Bakali, η οποία προσφέρει τις υπηρεσίες της αφιλοκερδώς, συμβάλλοντας ουσιαστικά στην εκπαιδευτική διαδικασία.»

Τα μαθήματα θα διεξάγονται κάθε Κυριακή πρωί στο 1ο Δημοτικό Σχολείο Ξυλοκάστρου

Όπως διαβάζουμε στην σχετική πρόσκληση, το πρώτο κάλεσμα για τα μαθήματα και τη γνωριμία με την εκπαιδευτικό που θα αναλάβει τη διδασκαλία είναι προγραμματισμένο για την Κυριακή 20 Οκτωβρίου στις 11 το πρωί στο σχολείο. Η επιλογή της εκμάθησης αλβανικών διόλου τυχαία δεν έγινε καθώς όπως τονίζεται και στην ανακοίνωση «Ξεκινήστε να μαθαίνετε Αλβανικά Τα αλβανικά ανήκουν στην οικογένεια των ινδοευρωπαικών γλωσσών και έχουν δανειστεί λέξεις από άλλες γλώσσες,όπως τα ιταλικά, τα τούρκικα και τα σλαβικά. Η γλωσσική δομή είναι ξεχωριστή όπως πολύπλοκη είναι και η γραμματική.»

Το κάλεσμα λοιπόν για όσους επιθυμούν να γνωρίσουν και να μυηθούν στην αλβανική γλώσσα είναι την προσεχή Κυριακή όπου θα γίνει η πρώτη συνάντηση μάθημα με την δασκάλα που ανήκει στην Ένωση Αλβανών Εκπαιδευτικών Ελλάδος. 


 

 https://www.dnews.gr/eidhseis/paideia/494413/mathimata-ekmathisis-alvanikon-diorganonei-dimotiko-sxoleio-sto-ksylokastro?fbclid=IwY2xjawF8bxlleHRuA2FlbQIxMAABHTKIHVcdW6m0rKjqMdt1N8nKlVsI8AXdUofCHKnDkDbCsWLDo4nzCvjPXg_aem_IMb6Jli8J4aFNRUheFJQxQ

Κυριακή 13 Οκτωβρίου 2024

ΠΑΥΛΟΣ ΜΕΛΑΣ...ΑΘΑΝΑΤΟΣ - Η ΘΥΣΙΑ ΤΟΥ ΝΕΑΡΟΥ ΑΥΤΟΥ ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΥ ΑΠΟΤΕΛΕΙ ΣΥΜΒΟΛΟ ΤΟΥ ΑΓΩΝΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΣΩΤΗΡΙΑ ΤΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ (13 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1904)

ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ… 13/10/1904. Θάνατος του Παύλου Μελά .

Ο γενικός αρχηγός των ανταρτικών σωμάτων της Δυτικής Μακεδονίας, Ανθυπολοχαγός Παύλος Μελάς (Μίκης Ζέζας), μετά από πιθανή προδοσία από το Βουλγαρικό Κομιτάτο, κυκλώνεται από τουρκικό απόσπασμα στο χωριό Στάτιστα (Μελάς) Κορεστίων. Μετά από σκληρή μάχη τραυματίζεται σοβαρά και πεθαίνει, ενώ επτά από τους άνδρες του συλλαμβάνονται αιχμάλωτοι. Η θυσία του νεαρού αυτού αξιωματικού αποτελεί από τότε σύμβολο του αγώνα για τη σωτηρία της Μακεδονίας.






ΠΑΥΛΟΣ ΜΕΛΑΣ Η Ζωή και τό Εργο του

Παύλος Μελάς: Δεν υπήκουσα παρά εις μίαν ιδέαν, να φανώ χρήσιμος εις τον πλησίον και τον τόπον μου
Ο Παύλος Μελάς γεννήθηκε στις 29 Μαρτίου 1870 στην Μασσαλία της Γαλλίας. Πατέρας του ήταν Μιχαήλ Γ. Μελάς (1833-1897) και μητέρα του η Ελένη, το γένος Βουτσινά, κόρη γνωστού Κεφαλλονίτη εμπόρου από την Οδησσό.
Ο Παύλος Μελάς κατάγεται από τη μεγάλη και ιστορική οικογένεια των Μελάδων της Ηπείρου, με ρίζες που φθάνουν ως την Κωνσταντινούπολη (πριν την Άλωση), ανάμεσα στις πιο ισχυρές στρατιωτικές και πολιτικές οικογένειες του Βυζαντίου, των Κεφαλάδων ή κατά άλλους των Μελανιάδων (λόγω του χαρακτηριστικού μελαμψού χρώματος του προσώπου τους), ενώ κατά άλλους των Στρατηγόπουλων 1.
Ο πατέρας του Παύλου, στη Μασσαλία, ασχολήθηκε με το εμπόριο και απόκτησε σημαντική περιουσία μεγάλο μέρος της οποίας, σύμφωνα με την παράδοση της οικογένειάς του, διέθεσε για εθνικούς και για κοινωνικούς σκοπούς. Δραστήρια κοινωνικά και εθνικά ήταν και η μητέρα του Παύλου.
Το 1874 η οικογένεια Μελά έρχεται για να εγκατασταθεί μόνιμα στην Αθήνα και κατοικούν στο κτίριο της οδού Πανεπιστημίου όπου βρίσκεται η Αθηναϊκή Λέσχη. Εκεί μεγαλώνει ο Παύλος με τα έξι αδέλφια του, το όμορφο, ψηλό και μελαχρινό αγόρι. Τα καλοκαίρια τους τα περνούν πότε στην Οδησσό και πότε στο Φάληρο, αλλά πιο συχνά στην Κηφισιά όπου ο πατέρας του κτίζει το εξοχικό τους σπίτι. Η μητέρα του, μεριμνά για όλους και για όλα, επιβλέπει και κατευθύνει το υπηρετικό προσωπικό, ράβει και πλέκει η ίδια για τα παιδιά της, φροντίζει για τους φτωχούς και γενικά, προσπαθεί να τους ικανοποιήσει όλους. Τα βράδυα με τον σύζυγο της, ομορφοντυμένη, παραβρίσκεται στις χοροεσπερίδες της κοσμικής – τότε – Αθήνας. Πολλές φορές, με ένα λαντώ (αμαξίδιο της εποχής) παίρνει τα παιδιά της να παίξουν στις εξοχές της Κηφισιάς, του Φαλήρου, του Ελαιώνα ή του Βασιλικού – τότε, Εθνικού σήμερα – Κήπου.
«… Το περιβάλλον του σπιτού του, η εθνική δράσις του πατέρα του, η παρακολούθηση των εθνικών εορτών και τελετών, ενασκούν τεράστια ψυχολογική επίδραση επ” αυτού [του νεαρού τότε Παύλου]. Το τυχαίον αντίκρυσμα πολλών όπλων φυλασσομένων κρυφά εις τα υπόγεια του σπιτιού του και προοριζομένων διά την Κρήτην, αι συζητήσεις περί των εθνικών θεμάτων που ήκουε συχνά εις το σπίτι του την εποχήν εκείνη, μετά τον Ρωσσοτουρκικόν Πόλεμον και την Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου (1878), του επροξένησαν μεγάλη εντύπωσιν. Έκτοτε ήδη ωνειροπόλει να καταταγή εις τον Στρατόν, όταν μγαλώσει, ώστε και αυτός να αγωνισθή διά την επανόρθωσιν των αδικιών …» 2.
Μεγαλώνοντας ο Παύλος αρχίζει να ξεχωρίζει από τα υπόλοιπα αδέρφια του για την προθυμία του, την υποχωρητικότητά του και κυρίως για την καλοσύνη του και το ενδιαφέρον του προς τα μικρότερα παιδιά ή τα ζώα και γενικότερα τους αδυνάτους. Στο σχολείο υποστηρίζει τα μικρότερα και τ” αδύνατα παιδιά όταν τα ενοχλούσαν τα μεγαλύτερα και αργότερα, παλικάρι πια, φροντίζει μια άρρωστη φτωχή δασκάλα, ενώ συνεισφέρει και ενισχύει πρόθυμα, μυστικά, κάθε εθνική και φιλανθρωπική δράση.
Ο Παύλος Μελάς αγαπά με πάθος οτιδήποτε έχει σχέση με την Ελλάδα! Στον πατέρα του οφείλεται το ότι δεν ξεχνάει την γιαννιώτική του καταγωγή και ο μεγάλος πόθος του να ελευθερωθούν τα Γιάννενα. Ακούει με έντονο ενδιαφέρον τις ιστορίες που του λέει ο πατέρας του για τις οικογενειακές περιπέτειες του 1821 και η αγάπη του για την πατρίδα γίνετα όλο και πιο δυνατή. Ο εορτασμός της 25ης Μαρτίου για τον Παύλο είναι μεγάλη ημέρα και συμμετέχει με ιδιαίτερη χαρά και συγκίνηση.
Αυτή η εποχή, που μεγαλώνει ο Παύλος, είναι μια εποχή ιδιαίτερης αναταραχής για τα Βαλκάνια και τους βαλκανικούς λαούς. Από την Κρήτη μέχρι την Βοσνία [οφείλουμε να σημειώσουμε εδώ ότι "Βόσνιοι" ονομάζονται οι εξισλαμισμένοι Σέρβοι!] έχουν ξεσηκωθει με επαναστάσεις ενάντια στον Τούρκο Σουλτάνο και την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η Κρήτη, η Θεσσαλία, η Μακεδονία και η Ήπειρος βρίσκονται ξεσηκωμένες και επαναστατικά αντάρτικα σώματα ξεπηδούν από παντού ζητώντας ελευθερία από τον τουρκικό ζυγό και την ένωση με την «Μητέρα Ελλάδα». Τα σώματα αυτά ενισχύονται διαρκώς από εθελοντές, λαϊκοί και κληρικοί, στρατιωτικοί, χωροφύλακες, φοιτητές, μέχρι παιδιά-μαθητές και γέροι τρέχουν να ποσφέρουν βοήθεια στους υπόδουλους αδελφούς τους. Εθελοντές και βοήθεια με την μορφή εράνων φθάνουν από την Κύπρο, από το εξωτερικό, από παντού! Ταυτόχρονα, μεγάλα συλλαλητήρια ξεσπούν στην Ελλάδα κι ο λαός απαιτεί να κηρύξει η Ελλάδα πόλεμο κατά της Τουρκίας στο πλευρό της Ρωσσίας (έχει ήδη ξεσπάσει ο Ρωσσοτουρκικός πόλεμος). Και ενώ ξεκινάει η επιστράτευση, ο Ρωσσοτουρκικός πόλεμος τελειώνει και υπογραφεται ανακωχή μεταξύ Ρωσίας και Τουρκίας (1878). Ο Ελληνικός Στρατός τελικά βρίσκεται συγκεντρωμένος στη Λαμία, χωρίς να προλάβει να πάρει μέρος στον πόλεμο. Το ώφελος της Ελλάδας από αυτά τα γεγονότα ήταν να επιτύχει αμνηστία για τους αγωνιστές- επαναστάτες της Κρήτης, Θεσσαλίας, Ηπείρου και Μακεδονίας και την αποστολή Χριστιανού Διοικητή στην Κρήτη, και κάποιες αόριστες υποσχέσεις για το μέλλον…
Ο οκτάχρονος – τότε – Παύλος Μελάς πολύ λίγα καταλαβαίνει από τα γεγονότα αυτά, ζει όμως μέσα σ” αυτή την ατμόσφαιρα κι ανυπομονεί να μεγαλώσει για να πολεμήσει κι αυτός. Κάποτε, ψάχνοντας να βρει τον πατέρα του, κατέβηκε στο υπόγειο του σπιτιού τους και με έκπληξή του αντίκρυσε ξύλινες κάσες γεμάτες με όπλα. Ο μικρός Παύλος διακατέχεται από έντονη επιθυμία να τα δει από κοντά, να τ” αγγίξει. Το ίδιο ξαφνιάστηκε και ο πατέρας του που τον βρήκε εκεί. Του εξήγησε ότι αυτά τα όπλα βρισκόταν εκεί για να συγκεντρωθούν και να σταλούν κρυφά στους επαναστάτες της Κρήτης και ότι δεν πρέπει να το συζητήσει με κανέναν αυτό και να το κρατήσει μυστικό. Κι ο μικρός Παύλος φυλάει γερά το μυστικό βαθιά στην καρδιά του αλλά το μυαλό του γυρίζει διαρκώς εκεί, στον αγώνα για την λευτεριά της πατρίδας.
Το 1881 ελευθερώνονται και προσαρτούνται στο Ελληνικό Κράτος η Θεσσαλία και η Άρτα, ενώ το 1885, σαν τελειόφοιτος του Γυμνασίου, ζει έντονα τα γεγονότα της προσάρτησης της Ανατολικής Ρωμυλίας από την Βουλγαρία και την αναταραχή που τα ακολούθησε. Τα πατριωτικά του αισθήματα πληγώνονται και υποφέρει σε μεγάλο βαθμό. Σχεδιάζει να καταταγεί εθελοντής στο Στρατό ή να βγει «αντάρτης» στα ελληνο-τουρκικά σύνορα, να πολεμήσει, αλλά ένα σπάσιμο του ποδιού του τον κρατά τελικά καθηλωμένο στην Αθήνα. Την επόμενη χρονιά (1886), του δίνεται η ευκαιρία να δώσει εξετάσεις για την εισαγωγή του στην Στρατιωτική Σχολή των Ευελπίδων (ΣΣΕ).
Η εισαγωγή του Παύλου Μελά στη Σχολή Ευελπίδων
Η συνειδητή αυτή επιλογή του συμφωνεί απόλυτα με τα ευγενή και υψηλά ανθρωπιστικά του αισθήματα αλλά και τους υψηλούς και ανιδιοτελείς εθνικούς του σκοπούς. Από τις σημειώσεις στο προσωπικό του ημερολόγιο, τρεις μέρες πριν από τις εισιτήριες εξετάσεις στην ΣΣΕ (Αύγουστος 1886) διαβάζουμε:» … Επιλέγων το στάδιο αυτό, δεν υπήκουσα παρά εις μίαν ιδέαν, να φανώ χρήσιμος εις τον πλησίον και εις τον τόπον μου … Αυτή είναι όλη μου η φιλοδοξία και, όπως κάθε καλός στρατιώτης, θέλω να υπηρετήσω την Πατρίδα μου και δι” αυτήν να αποθάνω. Καμιά δυσκολία δεν θα με σταματήσει … Δεν θα υποχωρήσω ποτέ προ των εμποδίων. Προς το παρόν, άλλωστε, δεν θα υποστώ εις την Στρατιωτικήν Σχολήν, παρά πειθαρχίαν, ολίγον σκληράν, και μερικές στερήσεις …» 3.
Τον Σεπτέμβριο του 1886 ο Παύλος γίνεται δεκτός στην ΣΣΕ και ένα πρωινό του ιδίου μήνα, με ανάμικτα συναισθήματα χαράς και λύπης, αποχαιρετά του γονείς και διαβαίνει την πύλη της Σχολής, που εκείνη την εποχή στεγάζεται στον Πειραιά. Ταραγμένος νιώθει ακόμη την παράξενη συγκίνηση με την οποία, πριν να φύγει, είχε φιλήσει το χέρι των γονιών του και στ΄αυτιά του αντηχούν η βραχνη φωνή του πατέρα του που τον συμβουλεύει: «… υποταγή στο καθήκον… “Ετσι θα πάρωμε τα Γιάννενα…», και ο τρυφερός αποχαιρετισμός της μητέρας του: «…ο Θεός μαζί σου, γιέ μου …».
Από τις πρώτες κιόλας μέρες της εισόδου του στην ΣΣΕ, αναγκάζεται -όπως κι οι υπόλοιποι Ευέλπιδες- να προσαρμοστεί, τόσο στο πρόγραμμα όσο και στο πνεύμα της Σχολής. Η ζωή του αλλάζει από τα καθιερωμένα. Το ντύσιμό του, τώρα, είναι το γαλαζόμαυρο αμπέχωνο με τις κίτρινες επωμίδες, το μακρύ παντελόνι και το πηλήκιο της στολής. Το πρωινό εγερτήριο είναι στις 4:30 το πρωί το καλοκαίρι και στις 5 το πρωί τον χειμώνα. Μαθήματα, μελέτη, σκληρά γυμνάσια, κρύο φαγητό, μικρή ψυχαγωγία και σιωπητήριο στις 9.30 μ.μ. Ανάμεσα όμως σ΄αυτά, που αποτελούν το καθημερινό πρόγραμμα του εύελπι, υπάρχουν και τα καψόνια από τους ανωτέρους, που συχνά του φέρνουν δάκρυα στα μάτια, όχι από τον πόνο αλλά από την προσβολή και την οργή που νιώθει, γιατί δεν μπορεί ν΄αντιδράσει. Μόνο να τα εγκαταλείψει όλα μπορεί, αλλά δεν το κάνει, γιατί θα φανεί δειλός και άλλωστε μόνος του αποφάσισε να γίνει στρατιωτικός. Και σφίγγει τα δόντια και υπομένει και ξαφνικά γίνεται άντρας και μαθαίνει να ξεπερνά τις δυσκολίες και να επιμένει στο σκοπό του. Δε λείπουν επίσης και οι επιπλήξεις για τα σφάλματα συμπεριφοράς και οι ποινές – οι καμπάνες – για ό,τι προβλέπει ή και δεν προβλέπει ο κανονισμός. Κρατήσεις, στερήσεις εξόδου, φυλακίσεις και παρουσίαση στο Διοικητή την ώρα της αναφοράς κρίνονται αναγκαία, για να συνηθίσουν το νέο σ΄έναν αυστηρό και πειθαρχημένο τρόπο ζωής γιατί έτσι θα πρέπει να ζει στο εξής. Ευχάριστα διαλείμματα στην αυστηρά προγραμματισμένη ζωή του αποτελούν οι ολιγόωρες εξόδοι της Κυριακής και η άδεια, μια φορά το μήνα, με ή χωρίς διανυκτέρευση.
Στις αρχές Οκτωβρίου 1886 ορκίζεται πρωτοετής Εύελπις.
Η επιστολή που στέλνει στον πατέρα του, μετά την ορκωμοσία του, αντανακλά έντονα τις ιδέες και τα συναισθήματα που κατακλύζουν τον νεαρό Εύελπη, τις μελλοντικές προσδοκίες και τα όνειρά του, αλλά και της αίσθησης της ευθύνης που αναλαμβάνει, παρά το νεαρόν της ηλικίας του. Γράφει λοιπόν:» … Σεβαστέ μου πατέρα … Προχθές το πρωί έδωσα τον νενομισμένον όρκον … Σας βεβαιώ ότι ορκίσθην έχων πλήρη συναίσθησιν των υπό του όρκου επιβαλλομένων καθηκόντων, σταθεράν δεν απόφαση να τα εκτελέσω. Διά τούτο και εκ βάθους καρδίας ωρκίσθην υπακοήν εις τους νόμους της Πατρίδος, σέβας, πίστιν και αφοσίωσιν εις τον Βασιλέα μου, και ότι θέλω υπερασπίσει μέχρι τελευταίας πνοής την σημαίαν και την Πατρίδαν … Πριν τελειώσω την επιστολή μου σας παρακαλώ, Σεβαστέ μου πατέρα, να μ” ευχηθείτε όπως ο Θεός με βοηθήσει να τηρήσω εντίμως τον όρκον μου, μέχρι τελευταίας στιγμής της ζωής μου …» 4.
Με αγωνία περιμένει τον Παύλο η μητέρα του σε κάθε άδειά του κι ενώ τον περιποιείται, προσπαθεί με τρόπο να καταλάβει πώς περνά. Αλλά και ο Παύλος νιώθει μισή τη χαρά της άδειας, αν δεν κατορθώσει να περάσει κάποια ώρα το απόγευμα με τον πατέρα του συζητώντας μακριά από τους άλλους για τα όσα συμβαίνουν γύρω τους. Αλληλογραφεί συχνά με την οικογένειά του και ιδίως με τη μητέρα του και κυρίως, όταν για κάποια απειθαρχία του, χάνει την άδειά του.
Και φθάνει ο πέμπτος και τελευταίος χρόνος. Και ο Παύλος, αφού μαθαίνει τα αποτελέσματα των εξετάσεων, σβήνει με το μολύβι την τελευταία ημέρα στο ημερολόγιό του, ενώ ταυτόχρονα περνούν από μπροστά του τα όσα πέρασε στα πέντε χρόνια των σπουδών του, πού όμως δεν θα ήθελε να ξαναζήσει, έστω και αν τα θυμάται με αγάπη.
Η αποφοίτησή του από την ΣΣΕ και ο γάμος του με την Ναταλία Δραγούμη
Τον Αύγουστο του 1891 και μετά από 5ετή φοίτηση στην ΣΣΕ, ο Παύλος Μελάς αποφοίτησε σαν Ανθυπολοχαγός του Πυροβολικού (ΠΒ). Για τρεις μήνες όμως υπηρετεί σαν απλός στρατιώτης στην αρχή και ως υπαξιωματικός στη συνέχεια, στους στάβλους και στους θαλάμους του Α” Συντάγματος Πυροβολικού.
Για να διοικήσεις αργότερα σωστά, πρέπει να γνωρίζεις και συ αλλά και ο τελευταίος στρατιώτης σου ότι είσαι ικανός για όλα (να περιποιείσαι τα άλογα, να κοιμάσαι σε σανίδες κ.λ.π.). Και κάθε μέρα με τον ίδιο ενθουσιασμό κάνει πρωί και απόγευμα την υπηρεσία του: γυμνάσια, επιθεώρηση, εκπαίδευση ανδρών, θεωρία, βολή. Τους άνδρες του τους γνωρίζει καλά έναν-έναν, τους αγαπάει. Κι αυτοί τον εμπιστεύονται, του φανερώνουν τις στενοχώριες τους, τις σκέψεις τους και τον αποκαλούν πατέρα. Και είναι ακόμη τόσο νέος και είναι η αρχή!
Το ίδιο καλοκαίρι του 1891 που τελειώνει τη Σχολή, γνωρίζει και τη Ναταλία Δραγούμη, που την παντρεύεται τον επόμενο χρόνο, τον Οκτώβριο του 1892. Είναι σε ηλικία 22 μόλις χρονών. Πεθερός του είναι ο Στέφανος Δραγούμης, που ασχολείται με την πολιτική, αλλά και με αρχαιολογικές και γλωσσολογικές μελέτες. Αδερφός της Ναταλίας είναι ο Ίωνας Δραγούμης. Η οικογένεια Δραγούμη κατάγεται απο το Βογατσικό της Μακεδονίας και είναι ένθερμοι πατριώτες, περήφανοι για την καταγωγή τους. Ο γάμος του αυτός, με την Ναταλία, υπήρξε καθοριστικός για τον Παύλο, τόσο για την αποκρυστάλλωση των πατριωτικών του αισθημάτων και πεποιθήσεων προς την Μακεδονία, όσο και για την μετέπειπα σύντομη ζωή του.
Αυτό ομολογεί κι ο ίδιος σε επιστολή του που σώζεται προς τη σύζυγό του, στα οποία μεταξύ άλλων της γράφει: » … τα πολυάριθμα παραδείγματα πατριωτισμού και θάρρους φυσικού, αλλ” ιδίως ηθικού, τα οποία συνάντησα εις την αγαπητήν, την αγία σου οικογένεια μ” εβοήθησαν …»5.
Ο Παύλος συμφωνεί απόλυτα με τη γυναίκα του στις ιδέες, γιατί έχουν υποστεί και οι δύο τον ίδιο τρόπο της πατριαρχικής ανατροφής με τα πολλά και χαρούμενα αδέλφια. Η νέα οικογένεια του Παύλου δεν τον ξεχωρίζει από τα παιδιά της και τα αδέλφια της γυναίκας του λατρεύουν αυτόν τον ψηλό αξιωματικό, το γλυκομίλητο, με το ωραίο πρόσωπο και το λιγερό παράστημα και που στα μάτια τους φαντάζει σαν Εκτορας ή Μάρκος Μπότσαρης ή Αθανάσιος Διάκος. Και η ζωή του κυλά ήρεμα και όμορφα ανάμεσα στην καθημερινή του υπηρεσία στο στρατώνα, στο σπίτι του, στις εκδρομές, στους χορούς και στις συναναστροφές.
Στα μέσα του 1894 γεννιέται το πρώτο του παιδί, ο Μιχαήλ, που τον φωνάζουν χαϊδευτικά Μίκη.
Τη χαρά όμως που νιώθει από τη γέννηση και το μεγάλωμά του γιου του, του τη μειώνει η γενική κατάσταση της πατρίδας του, που δεν είναι καθόλου ικανοποιητική. Η Μακεδονία υπονομεύεται από τη Βουλγαρία, η Κρήτη σιγοβράζει επικίνδυνα κάτω πάλι από Τούρκο επίτροπο, η Κρητική επανάσταση του 1889 μένει αβοήθητη από τον Ελληνικό Στρατό και η οικονομία της χώρας πηγαίνει από το κακό στο χειρότερο. Οταν όμως το 1895 με έξοδα του ηπειρώτη Αβέρωφ αρχίζει να γίνεται το Παναθηναϊκό Στάδιο για τους Ολυμπιακούς Αγώνες που θα γίνονταν το 1896 στην Αθήνα, ο ελληνισμός για λίγο ανασαίνει. Κι όταν ο Μαρουσιώτης Σπύρος Λούης, ανάμεσα σε τόσους ξένους αθλητές έρχεται πρώτος στο Μαραθώνιο δρόμο, ο ελληνισμός μεθάει από τη νίκη και καμαρώνει ξεχνώντας για λίγο τα προβλήματά του!
Το Μαΐο του 1896 ξεσπά καινούρια επανάσταση στην Κρήτη και η αδράνεια του Ελληνικού Στόλου ενοχλεί και στενοχωρεί τον Παύλο, που με τη Χαρτογραφική Υπηρεσία του Στρατού βρίσκεται εκείνη την εποχή στους Μύλους του “Αργους. Στα τέλη του Αυγούστου 1896, η Τουρκία φοβισμένη από τη διακοίνωση των Μεγάλων Δυνάμεων για τις σφαγές των Αρμενίων στην Κων/πολη, παραχωρεί στην Κρήτη ένα είδος αυτονομίας και οι Κρήτες ησυχάζουν. Οταν όμως στο τέλος του Οκτωβρίου 1896 δεν εφαρμόζεται σωστά ο νέος οργανισμός, αρχίζουν καινούριες ταραχές. Η Κρήτη ξεσηκώνεται και στις 25 Ιανουαρίου 1897 η επαναστατική κυβέρνηση κηρύσσει στη Χαλέπα την ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα. Η συμπαράσταση τότε του ελληνικού στόλου είναι άμεση και κατεβαίνει στην Κρήτη, για να εμποδίσει την απόβαση τουρκικού στρατού στις ακτές του νησιού. Ο Παύλος που τον απασχολούν ιδιαίτερα τα εθνικά θέματα, παρακολουθεί με ενδιαφέρον τα γεγονότα της Κρήτης, ενώ ταυτόχρονα ανησυχεί πολύ για τη Μακεδονία, που υποφέρει και από τους Τούρκους και από τους Βουλγάρους. Η ίδρυση της Εθνικής Εταιρείας – 12 Νοεμβρίου 1894 – της μυστικής δηλαδή οργάνωσης – που έχει σαν σκοπό της να βοηθήσει στην επίλυση των εθνικών προβλημάτων με τη στρατιωτική προετοιμασία της χώρας και την ηθική της ανύψωση, τον ανακουφίζει και τον κάνει να ελπίζει για το καλύτερο.
Το «βάπτισμα του πυρός» του Ανθυπολοχαγού (ΠΒ) Παύλου Μελά και η συμμετοχή του στον «άτυχο» πόλεμο του 1897
Ο Παύλος υπηρετεί ως αρχιφύλακας στο Πανεπιστήμιο, όταν τα ξημερώματα της 31ης Ιανουαρίου του 1897 διατάσσεται να επιστρέψει με τους άνδρες του στο στρατώνα του πυροβολικού, γιατί το μεσημέρι της επόμενης ημέρας αναχωρεί στρατός, για να καταλάβει την Κρήτη.

Απογοητευμένος γιατί η δική του μονάδα δε μετέχει σ΄αυτή την επιχείρηση, επιστρέφει στο σπίτι του και ενημερώνει τους δικούς του. Και παρά την πίκρα του, παίρνοντας μέρος στη γενική χαρά γράφει στο σημειωματάριό του «…με κόπο συγκρατω τά δάκρυά μου… Θεέ μου, κάμε να σωθή αυτός ο δυστυχής τόπος… δέν έζησα παρά μέ αυτήν καί δι΄αυτήν την ιδέαν. Και σήμερα ήλθεν επί τέλους η ποθητή στιγμή…».

 

Στο σιδηροδρομικό σταθμό, όπου ο Παύλος κατευοδώνει μια στρατιωτική φάλαγγα, μαθαίνει με χαρά ότι η πεδινή πυροβολαρχία του πρίγκιπα Νικολάου στην οποία υπηρετεί, διατάσσεται ν΄αναχωρήσει το γρηγορότερο για τη Λάρισα. Πετώντας σχεδόν επιστρέφει στο στρατώνα του για να καταλήξει σπίτι του και να παίξει με το γιο του. Πρώτη φορά δεν αισθάνεται λύπη που θα αφήσει τους δικούς του. Μετά τρεις ημέρες επιβιβαζόμενοι σε πλοία στον Πειραιά αναχωρούν και μέσω Χαλκίδας φθάνουν στο Βόλο, απ΄όπου σιδηροδρομικώς καταλήγουν στη Λάρισα, όπου η υποδοχή που τους γίνεται αγγίζει τα όρια της παραφροσύνης. «… Είμαι ευτυχής μόνον μέ τήν ιδέαν ότι είμεθα εδώ διά νά υπερασπίσωμεν την πατρίδα…» γράφει στη γυναίκα του περιμένοντας την έναρξη των πολεμικών επιχειρήσεων, «… από στιγμής εις στιγμήν αναμένομεν να φύγωμεν. Ο Θεός να δώση…».
Στις 5 Απριλίου 1897 αρχίζουν οι εχθροπραξίες. Το τηλεγράφημα του Παύλου που φθάνει στην Αθήνα φανερώνει τον ενθουσιασμό του για το ξεκίνημα του πολέμου «… Ευχηθητε υπέρ πατρίδος μόνον. Ασπάζομαι πάντας. Εύχομαι Μίκης αισθανθή ποτε καί αυτός χαράν μου…»
Ενθουσιασμένος κατά την έναρξη των επιχειρήσεων, πολύ σύντομα και σε λίγες μόνο μέρες γίνεται αφάνταστα πικραμένος, λόγω της τροπής που πήρε για την Ελλάδα ο πόλεμος εκείνος. Μέσα από τα επόμενα γράμματά προς τη γυναίκα του, γραμμένα τα περισσότερα βιαστικά με μολύβι, περνούν τα δυσάρεστα γεγονότα αλλά και τα όσα νιώθει ο ίδιος αυτές τις τριάντα (30) οδυνηρές ημέρες του 1897. Ετσι ο αρχικός του ενθουσιασμός : «… εις ολίγα λεπτά φεύγομεν διά το Μπουγάζι (αριστερά του Τυρνάβου)… Περιττόν να σου ειπω τήν χαράν, την ευτυχία μου….», μετατρέπεται γρήγορα σε απογοήτευση: «… Δεν σου περιγράφω την κατάσταση αυτήν, διότι παραφρονώ όταν την συλλογίζωμαι … 32.000 άνδρες το έκοψαν λάσπη στο άκουσμα πώς έρχονται οι Τούρκοι…». Ύστερα, και πάλι σε καινούρια ελπίδα με τη διαταγή του Διαδόχου : «… ότι θέλομεν υπερασπισθή το έδαφος του Δομοκου …», για να καταλήξει σε λίγο πάλι σε απόγνωση και απελπισία : «.. ήρχισεν η νυκτερινή αυτή υποχώρησις. Φοβερωτέρας ώρας ουδέποτε διηλθον…». Σε άλλο του γράμμα πάλι, καταλήγει: «… Σκέπτομαι αδιάκοπα τα αγαπημένα μου πρόσωπα και παρακαλώ τον Θεόν να μου επιτρέψει να τα ξαναδώ, μόνον αφού σβύσωμεν την φιβεράν ατιμίαν του δυστυχισμένου τόπου μας …» 6.
Τέλος, το τηλεγράφημα του πατέρα του, που έρχεται από την Αθήνα με τα λόγια: «… Απεφασίσθη ανακωχή…» (6η Μαΐου 1897), είναι για τον Παύλο ο ταπεινωτικός επίλογος μιας εκστρατείας, από την οποία περίμενε πολλά!
Κουρασμένος τότε περισσότερο ψυχικά – «… κατόπιν της εκ Δομοκού γενναίας φυγής μας …» – παρά σωματικά, αρρωσταίνει με υψηλό πυρετό. Ανήσυχος ο γιατρός του Συντάγματος τον στέλνει στη Λαμία, όπου στο πλωτό νοσοκομείο «Θεσσαλία» συναντά τη γυναίκα του Ναταλία, η οποία υπηρετεί εκεί ως νοσοκόμος. Τρομαγμένη αντικρίζει τον αδύνατο και εξαντλημένο άνδρα της και σιωπηλή και ξάγρυπνη κάθεται όλη τη νύκτα στο πλάι του, ενώ εκείνος παραδέρνει σε ύπνο ταραγμένο. Φθάνοντας στη συνέχεια στην Αθήνα βρίσκει παρηγοριά στην οικογενειακή θαλπωρή. Δεν μένει όμως πολύ. Σε μία εβδομάδα ζητάει να μετατεθεί στη Λαμία, στις προφυλακές. Κι ενώ υπηρετεί χωρίς απρόοπτα στην πυροβολαρχία του, ένα μήνυμα για την αρρώστια του πατέρα του τον ταράζει. Κατεβαίνει αμέσως στην Αθήνα και τον προλαβαίνει ζωντανό. Σε δυο όμως ημέρες, ο πατέρας του πεθαίνει. Ο θάνατος αυτός, που τον συγκλονίζει, είναι γι΄αυτόν το συμπλήρωμα της εθνικής καταστροφής!
Μετά το θάνατο του πατέρα του ξαναγυρίζει απαρηγόρητος στη Λαμία. Η συγκατοίκησή του με δύο αγαπητούς του συναδέλφους μετριάζει τη βαθιά του λύπη. Χωρίς αυτούς θα είχε παραιτηθεί και θα είχε επιστρέψει στο σπίτι του. Τότε μάλιστα περνά την πιο δύσκολη περίοδο της ζωής του. “Οπως ομολογεί και ο ίδιος «… πότε ειμαι ευχαριστημένος … διότι ελπίζω να διορθωθη αυτή η κατάστασις πότε πάλιν αηδιάζω και απογοητεύομαι καί δέν θέλω ν΄ακούω και να σκέπτωμαι τίποτε …». Παντού όμως και πάντα θυμάται τον πατέρα του, που κοντά του «… ελησμονούσα όλας τάς στεναχωρίας μου …».
Κι ενώ τον πνίγει η μονοτονία της Λαμίας, στις 5 Μαΐου 1898 (έναν χρόνο μετά την ανακωχή του 1897) αρχίζει η εκκένωση του θεσσαλικού κάμπου από τους Τούρκους. Ο Παύλος, έφιππος, επισκέπτεται το χώρο που μόλις έχουν εγκαταλείψει οι Τούρκοι και μεταξύ άλλων γράφει σθγκινημένος στους δικούς του. «… ειναι αδύνατον να σας ειπώ τι αισθάνεται ένας άνθρωπος, όταν επαναβλέπει μέρη και πράγματα παρά τα οποία ησθάνθη συγκινήσεις διά βίου αλησμονήτους …» .
Η 1η αποστολή του Παύλου Μελά στην Μακεδονία
Όπως ήδη αναφέραμε παραπάνω, η πρώτη αποστολή του Παύλου Μελά στην Μακεδονία, ήταν σαν μέλος μιας τετραμελούς ομάδας Αξιωματικών και έγινε με Κυβερνητική εντολή. Οι άδειες που τους δόθηκαν από το Υπουργείο Στρατιωτικών αφορούν τις μετακινήσεις τους μέσα στα όρια του ελληνικού κράτους (αντικειμενικός στόχος τους είναι η περιοχή μεταξύ Μοναστηρίου και Καστοριάς όπου δραστηροποιούνται κύρια οι Βούλγαροι κομιτατζήδες), και τα διαβατήριά τους εκδόθηκαν με ψευδώνυμα. Το ψευδώνυμο που διάλεξε ο Παύλος είναι ΜΙΚΗΣ ΖΕΖΑΣ.
Μίκης, από το όνομα του γιου του Μιχαήλ, που φωνάζουν χαϊδευτικά Μίκη και Ζέζας, από το όνομα της κόρης του Ζωής, που φωνάζουν χαϊδευτικά Ζέζα!
Ο Παύλος ετοιμάζεται με ιδιαίτερη χαρά να εκτελέσει αυτή την αποστολή. Όπως γράφει στο σημειωματάριό του, στις 24 Φεβρουαρίου 1904, «… Σήμερον επί τέλους εκπληρούται ο πόθος μου…». Πριν αναχωρήσει, επισκέπτεται τον τάφο του πατέρα του, που λάτρευε τη Μακεδονία και θυμάται ότι πάνω στο φέρετρό του είχε ορκισθεί και να πεθάνει αν χρειαστεί, γι΄αυτήν. Επιστρέφει στη συνέχεια ήρεμος στο σπίτι του, περνά μερικές ώρες με τους δικούς του κι ενώ τους αποχαιρετά με τα λόγια «Ζήτω η Μακεδονία», ξεκινά συγκινημένος για την επικίνδυνη αποστολή του.
Φθάνοντας στον προορισμό του, μετά από ταξίδι μερικών ημερών, αρχίζει το έργο του. Ενημερώνεται, ζει σε άθλιες συνθήκες, συμπάσχει, παρηγορεί και εμψυχώνει τους τυραννισμένους Έλληνες από χωριό σε χωριό. Συνεχίζει απτόητος και ακούραστος την εκτέλεση της αποστολής του μέχρις ότου κρυπτογραφική επιστολή του “Ιωνα Δραγούμη τον πληροφορεί για την πρόθεση της Αθήνας, ότι «… Η τουρκική πρεσβεία, μαθούσα την παρουσίαν των κ.κ. Μελά και Κοντούλη εις τα πέριξ της Καστορίας, προέβη εις παραστάσεις. Οπως διασκεδασθώσιν αι υποψίαι των Τούρκων εκρίναμεν αναγκαίον νά επιστρέψη προσωρινώς ο κ. Μελάς τουλάχιστον…».
Ο Παύλος αντιδρά βίαια, αρνείται να υπακούσει. Μάταια ένα ημερονύκτιο ο Κοντούλης προσπαθεί να τον μεταπείσει. Μόνον όταν του θυμίζει ότι σαν Αξιωματικός έχει ορκισθεί υπακοή και του τονίζει ότι εξαιτίας του ίσως και να αποτύχει ολόκληρη η αποστολή τους, πείθεται με βαριά καρδιά, να επιστρέψει στην Ελλάδα.
Στις 29 Μαρτίου 1904, Δευτέρα του Πάσχα, ο Παύλος ξαναβρίσκεται επιτέλους με την οικογένειά του στην Αθήνα.
Ο θάνατος του Παύλου Μελά και η σημασία του για τον αγώνα στην Μακεδονία
Ακαταπόνητος συνεχίζει τον αγώνα του και με αγωνία περιμένει όπλα από τις αθηναϊκές πατριωτικές οργανώσεις, για να εξοπλίσει όλα τα χωριά της περιοχής του. Στο μεταξύ, με όσα διαθέτει και παρά τις εναντίον του βουλγαρικές απειλές, οργανώνει την άμυνα τεσσάρων χωριών και προειδοποιεί ότι θα κάψει τα σπίτια εκείνων που θα συμπράξουν με τους βούλγαρους κομιτατζήδες.
Παράλληλα, εξακολουθώντας να εμπιστεύεται στα γράμματά του τις σκέψεις και τα συναισθήματά του σημειώνει. «… Δεν φαντάζεσαι την κατάστασίν μου την ψυχικήν. Θέλω και πρέπει να μείνω εδώ αλλ΄ ο πολυτάραχος και σχεδόν άγριος βίος μου με κάμνει να νοσταλγώ τον ήσυχον και γλυκύν οικογενειακόν βίον. Και εδώ έχω τας ικανοποιήσεις μου και εκεί την ευτυχίαν μου. Αλλ΄εδώ με κρατεί επί πλέον το καθήκον και πρό πάντων αι υποχρεώσεις ας ανέλαβα. Αισθάνομαι ότι θυσιάζομαι, αλλά τουλάχιστον θα κατορθώσω τίποτε; ΄Η θα χανδακώσω την ιεράν αυτήν υπόθεσιν; Αισθανόμενος το μέγεθος της ευθύνης, πότε τρέμω και πότε ενθουσιώ…».
Στο μεταξύ το σώμα του ενισχύεται και με ντόπιους και φθάνει τώρα τα 50 άτομα και έτσι οι χωρικοί νιώθουν πιο ασφαλείς γνωρίζοντας την παρουσία του. Κι ενώ βαδίζει για να συναντηθεί με άλλο σώμα Ελλήνων ανταρτών, για να συναποφασίσουν γενικότερη κατά των βουλγαρικών συμμοριών επίθεση, σταματά στο χωριό Στάτιστα, (ή και Σιάτιστα) για να ξεκουράσει τους άνδρες του. Στις αντιρρήσεις που εκφράζει για αυτή τη στάση τους ο φίλος και υπαρχηγός του Νίκος Πύρζας, επειδή στο χωριό κατά τις πληροφορίες τους υπάρχει τουρκικό στρατιωτικό απόσπασμα, ο Παύλος απαντά: «… Ειναι αμαρτία, τά παιδιά κουρασμένα, βρεγμένα ας μείνωμεν εις το χωριό νά στεγνώσουν ολίγον …».
Αυτή η απόφαση του θα είναι τελικά γι΄αυτόν μοιραία, γιατί οι Τούρκοι ειδοποιημένοι και οδηγημένοι από τον κομιτατζή Μήτρο Βλάχο για την εκεί παρουσία τους, επιτίθενται και κατά τη συμπλοκή ο Παύλος τραματίζεται σοβαρά, «… στη μέση με πήρε, παιδιά …». Κι ενώ οι άντρες του τρέχουν να τον βοηθήσουν μπαίνει μόνος του στο σπίτι, κάθεται και απευθυνόμενος στο Νίκο Πύρζα του λέει: «… Το σταυρό να τον δώσεις στη γυναίκα μου και το τουφέκι του Μίκη και να τους πης ότι το καθήκον μου έκαμα …».
Στη συνέχεια βγάζει το πορτοφόλι του με τις φωτογραφίες των παιδιών του κι επειδή αρχίζει να πονά, παρακαλεί να τον σκοτώσουν και να μην τον αφήσουν ζωντανό στα χέρια των Τούρκων. Ολοι γύρω του λυπημένοι και ανήμποροι να βοηθήσουν παρακολουθούν τις τελευταίες στιγμές του παλικαριού που ψιθυρίζει πότε «… πονώ!», πότε «… σκοτώστε με!» και πότε τα ονόματα των παιδιών του «… Μίκη, Ζωή!». Και αφού με δυνατούς πόνους παιδεύεται μισή περίπου ώρα, με τη λέξη «… πονώ!» αφήνει την τελευταία του πνοή επάνω στη διψασμένη για αίμα ηρώων Ελληνική γη..
Η τραγική είδηση φθάνει στο Υπουργείο Εξωτερικών στην Αθήνα με τηλεγράφημα του Προξένου του Μοναστηρίου που αναφέρει τα εξής : «… Παρελθούσαν Τετάρτην, 13 τρέχοντος (Οκτωβρίου) ημετέρων ευρεθέντων εν χωρίω Στάτιστα και περί ώραν 5 μ.μ. ήρξατο πυρός κατά των ημετέρων. Ημέτεροι απήντησαν γενναίως, μετά δίωρον δε ανταλλαγήν πυροβολισμών, απεφάσισαν επιχειρήσωσιν έξοδον. Παύλος Μελάς ώρμησε πρώτος επί κεφαλής αυτών, οπότε σφαίρα τουρκική πλήξασα αυτόν κατά την οσφυακήν χώραν, ετραυμάτισε θανασίμως. Σύντροφοί του τον… εναπέθεσαν παρακειμένω οικίσκω, ένθα, μετά ημίσειαν ώραν, διαρκούσης πάντοτε συμπλοκής, εθνικός ήρως ησύχασε …» !
Ο θάνατός του αιφνιδιάζει και θλίβει τους Μακεδόνες, γιατί σ΄αυτόν είχαν στηρίξει όλες τους τις ελπίδες για τη σωτηρία τους. Και μολονότι δεν έχουν ακόμη συνειδητοποιήσει το οδυνηρό γεγονός, αρχίζει η δυσάρεστη διαδικασία του ενταφιασμού. Από γράμμα που στέλνει ο ελληνοδιδάσκαλος και υπάλληλος του προξενείου Μοναστηρίου Βασίλειος Αγοραστός στον “Ιωνα Δραγούμη, γυναικάδελφο του Παύλου, έχουμε τις λεπτομέρειες του ενταφιασμού. Σύμφωνα με αυτές, ο ίδιος ο Αγοραστός εκτελώντας εντολή του προξενείου φθάνει στο Πισοδέρι, για να μεριμνήσει για την ταφή του ήρωα. Επειδή εκεί πληροφορείται ότι οι κάτοικοι της Στάτιστας τον έχουν ήδη ενταφιάσει σε ασφαλές μέρος, προχωρεί στο Ζέλοβο απ΄όπου στέλνει άνδρα του σώματος του Παύλου μεταμφιεσμένο στη Στάτιτσα, για να παραλάβει κρυφά και να μεταφέρει στο Ζέλοβο το σώμα του γενναίου αρχηγού του.
Κι ενώ έχει αρχίσει η εκταφή του νεκρού, αναγγέλλεται ότι ισχυρό τουρκικό απόσπασμα κατευθύνεται στο χωριό. Για ν΄αποφύγουν τότε την αυτόφωρη σύλληψη, κόβουν την κεφαλή του παλικαριού και θάβουν ξανά το σώμα του. Και τη στιγμή που ο Τούρκος αποσπασματάρχης έχει συγκαλέσει τους χωρικούς στην πλατεία και με απειλές, αλλά χωρίς αποτέλεσμα, τους ζητά τον τόπο της ταφής, ο απεσταλμένος κατορθώνει να διαφύγει έχοντας στο σακίδιό του το κεφάλι του άτυχου αρχηγού του και να φθάσει στο Ζέλοβο. Εκεί ως πιο κατάλληλο για την ταφή του επιλέγουν το παρεκκλήσι της Αγ. Παρασκευής στο Πισοδέρι, όπου και ενταφιάζεται στον προ της Ωραίας Πύλης χώρο στις 18 Οκτωβρίου 1904.



http://computer.gr/melas/  
ΑΙΩΝΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΙΣΤΗ


Η ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΤΩΝ ΑΘΗΝΩΝ ΣΤΙΣ 12 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1944

Η πρώτη μέρα της λευτεριάς είναι ένα μεγάλο ποτάμι. Βλέπεις στους δρόμους και στις πλατείες της Αθήνας μια φουρτουνιασμένη ανθρωποθάλασσα που όλο και μεγαλώνει, όλο και πλαταίνει και γεμίζει την πόλη με τη βουή μιας δύναμης, που θέλει να ξεσπάσει, ν' αλαφρώσει από την οργή που πολύ την έχει βασανίσει, να γίνει παντού κυρίαρχη και να μη βρίσκει πουθενά εμπόδια. Και δεν είναι ένας μόνο κόσμος αυτή η ανθρωποθάλασσα. Το βλέπεις από μακριά και δε χρειάζεται να ρωτήσεις, να μάθεις, να καταλάβεις. Σημαίες αναρίθμητες, πυκνό δάσος, και κραυγές τυπωμένες σε μεγάλες λουρίδες χαρτί ή πανί σου λένε πως κάτω από τους ενθουσιασμούς πρέπει να προσέξεις και ν' ακούσεις τις πεποιθήσεις και τις διεκδικήσεις που κάνουν τώρα αντίλαλους τους ανθρώπους μέσα στη λευτεριά, που την είχαν μαζί κερδίσει και είναι φανερό πως χωρίστηκαν πάνω στη μοιρασιά της...

(Π. Χάρης, Ημέρες Οργής (Δεκέμβρης 1944), Αθήνα, Εστία, 1992, σ. 11-12)  

H ταχεία προέλαση του σοβιετικού στρατού προς τα Bαλκάνια, που απειλούσε να αποκλείσει τις γερμανικές δυνάμεις στον ελλαδικό χώρο, υποχρέωσε τους Γερμανούς ν' απομακρυνθούν το συντομότερο από την Eλλάδα. Η αναχώρησή τους άρχισε από την Πελοπόννησο και τα νησιά, ενώ στις 12 Οκτωβρίου 1944 απελευθερώθηκαν η Aθήνα και ο Πειραιάς, μέσα σ' ένα  τεράστιο λαικό παραλήρημα.Eλληνικές σημαίες και καμπανοκρουσίες πλημμύρισαν την πρωτεύουσα, ενώ πλήθη κόσμου ξεχύθηκαν στους δρόμους και στις πλατείες, πανηγυρίζοντας με ενθουσιασμό. Με ενθουσιασμό έγιναν δεκτά στην πρωτεύουσα τα βρετανικά στρατεύματα ενώ οι εορτασμοί κορυφώθηκαν με την άφιξη του Παπανδρέου και της κυβέρνησης εθνικής ενότητας στις 18 του ίδιου μήνα.
Πίσω, όμως, από την πανηγυρική και συναινετική ατμόσφαιρα των πρώτων ημερών της Απελευθέρωσης, επικρέμονταν εκείνα τα προβλήματα και οι αντιθέσεις, που σε ελάχιστο χρονικό διάστημα θα ξεσπούσαν για να κορυφωθούν στην εμφύλια τραγωδία.
Η Ελλάδα έβγαινε από την πολεμική περιπέτεια ουσιαστικά κατεστραμμένη. Οι απώλειες του ελληνικού λαού στη διάρκεια της τετράχρονης κατοχής και του αντιστασιακού αγώνα ήταν πάμπολλες: ο αριθμός των νεκρών σε μάχες, των εκτελεσμένων και δολοφονημένων, όσων θανατώθηκαν ως όμηροι στα γερμανικά στρατόπεδα και όσων πέθαναν από την πείνα και τις κακουχίες ανέρχεται σε περίπου 500.000. Τα πάσης φύσεως καμένα κτίρια υπολογίζονται στα 155.000 ενώ οι πυροπαθείς οικογένειες σε 111.000 σε όλη την Ελλάδα. Ας σημειωθεί ότι 1.700 ήταν τα ολοκληρωτικά πυρπολημένα ελληνικά χωριά. Οι ζημιές στην οικονομία υπολογίζονται σε 40-80% μείωση της γεωργικής παραγωγής στα διάφορα αγροτικά προϊόντα, μείωση του κτηνοτροφικού κεφαλαίου κατά 50% για τα μεγάλα ζώα και 30% για τα μικρά, ελάττωση των δασών κατά 20%, καταστροφή των μεταλλευτικών εγκαταστάσεων και νέκρωση της σχετικής παραγωγής, ελάττωση της βιομηχανικής παραγωγής κατά 50%, καταστροφή των συγκοινωνιών, δηλαδή του σιδηροδρομικού υλικού και δικτύου και του οδικού δικτύου, αρπαγή του 70% των αυτοκινήτων, καταστροφή λιμανιών και της διώρυγος της Κορίνθου, απώλεια κατά 73% της εμπορικής και επιβατηγού ναυτιλίας της χώρας. Για την Ελλάδα, η μετάβαση από τον πόλεμο στην ειρήνη επανέφερε το αίτημα για ικανοποίηση των εθνικών αξιώσεων της χώρας όσον αφορά στην ενσωμάτωση των εδαφών της Βορείου Ηπείρου, της Κύπρου και των Δωδεκανήσων. Ο ρόλος της χώρας στο συμμαχικό αγώνα και οι αρχές που περιλήφθηκαν σε διεθνείς διακηρύξεις, όπως ο Χάρτης του Ατλαντικού (Αύγουστος 1941) και ο Χάρτης των Ηνωμένων Εθνών (Ιούνιος 1945), δημιουργούσαν αισιοδοξία για την ικανοποίηση του ελληνικού αιτήματος. ’λλωστε, στη διάρκεια του πολέμου, δεν είχαν λείψει οι διαπραγματεύσεις και οι συζητήσεις για τα ζητήματα αυτά τόσο ανάμεσα στην ελληνική κυβέρνηση και τους Βρετανούς, όσο και μεταξύ των Μεγάλων Δυνάμεων.
Από τις ελληνικές προσδοκίες εκπληρώθηκε μόνο αυτή που αφορούσε στην ενσωμάτωση των Δωδεκανήσων, που πραγματοποιήθηκε με τη Συνθήκη των Παρισίων το Φεβρουάριο του 1947. Οι αξιώσεις για τα εδάφη της Κύπρου και της Βορείου Ηπείρου προσέκρουσαν στην προτεραιότητα των Μεγάλων Δυνάμεων για διατήρηση ισορροπίας δυνάμεων και αποφυγή νέων αναταραχών στην ευρύτερη περιοχή, έναντι της εφαρμογής των εξαγγελμένων αρχών. Οι, κατά την εκτίμησή τους, επιπτώσεις που θα είχε η ενσωμάτωση της Βορείου Ηπείρου και της Κύπρου στην Ελλάδα ως προς την ισορροπία του χώρου αλλά και η υποτονικότητα της ίδιας της Ελλάδας, λόγω της ταραγμένης   κατάστασης στο εσωτερικό της, την εποχή των διαπραγματεύσεων, οδήγησαν στον αποκλεισμό των περιοχών αυτών από την ελληνική εθνική επικράτεια. Με την προσάρτηση των Δωδεκανήσων, η Ελλάδα απέκτησε τα οριστικά της σύνορα.


http://www.fhw.gr/chronos

ΒΑΛΚΑΝΙΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ : Η ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΤΗΣ ΚΟΖΑΝΗΣ ΣΤΙΣ 11 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1912

Του Ηλία Κοτρίδη Αντισυνταγματάρχου ε.α. 

Η είσοδος του ελληνικού στρατού στο τουρκικό έδαφος με σκοπό την απελευθέρωση της Μακεδονίας ξεκίνησε στις 5 Οκτωβρίου 1912. Ήταν η στιγμή τα όνειρα αιώνων να γίνουν πραγματικότητα. Πέντε ελληνικές μεραρχίες, δύο ταξιαρχίες ευζώνων, τέσσερα συντάγματα ορεινού πυροβολικού και δύο μοίρες ορειβατικού πυροβολικού σφυροκοπούσαν τις τούρκικες θέσεις στο μέτωπο των συνόρων της Θεσσαλίας.

Ο ελληνικός στρατός ξεκίνησε από τον Προφήτη Ηλία, το Μπουρνάζι του Τυρνάβου, το Ρεσένι και τη Μελούνα και προέλασε, χωρίς ουσιαστική αντίσταση, προς την Τσαριτσάνη (Μελούνα), στα περίχωρα της Ελασσόνας. Στις 6 Οκτωβρίου, ύστερα από τετράωρη πεισματώδη μάχη προ των τουρκικών οχυρώσεων, ο στρατός της Θεσσαλίας, υπό τον αρχιστράτηγο διάδοχο Κωνσταντίνο και τον αρχηγό του Γενικού Επιτελείου, υποστράτηγο Παναγιώτη Δαγκλή, κατέλαβε την Ελασσόνα, όπου του επιφυλάχθηκε ενθουσιώδης υποδοχή. Την ίδια στιγμή οι τουρκικές δυνάμεις αποσύρθηκαν στα στενά του Σαρανταπόρου, τις Σιδηρές Πύλες. Ο ελληνικός στρατός άρχισε να χτυπάει τις τουρκικές οχυρώσεις και συγχρόνως οι Έλληνες έκαναν μεγάλη κυκλωτική κίνηση στα όρια του σημερινού νομού Κοζάνης από τα χωριά Μόκρο (Λιβαδερό), Ράχοβο (Πολύραχο) και Μεταξάδες.
Τα πρώτα τμήματα είχαν περάσει τις δασωμένες κορυφές αυτών των βουνών και μπορούσαν να βλέπουν την Κοζάνη, όπου ακούγονταν οι βολές των πυροβόλων, αφού η απόσταση δεν ήταν παραπάνω από τριάντα χιλιόμετρα. Η στενωπός του Σαρανταπόρου καταλαμβάνεται στις 10 Οκτωβρίου, μετά από σφοδρή επίθεση των ελληνικών δυνάμεων και ανοίγει η δίοδος προς τη Μακεδονία. Τα μεσάνυχτα της ίδιας ημέρας η IVη Μεραρχία απελευθέρωσε τα Σέρβια και κατέλαβε τη γέφυρα του Αλιάκμονα, που οδηγούσε στην Κοζάνη.

Η μάχη του Σαρανταπόρου υπήρξε θρίαμβος πραγματικός του ελληνικού στρατού. Οι Τούρκοι εγκατέλειψαν το Σαραντάπορο και τα Σέρβια, τα οποία έκαψαν. Η φυγή τους ήταν τόσο άτακτη, που άφησαν άθικτη τη γέφυρα του Αλιάκμονα, φοβούμενοι να φέρουν εκρηκτικά από τις αποθήκες της Κοζάνης, γνωρίζοντας ότι ο λαός της πόλης, καθαρά ελληνικός, είχε ξεσηκωθεί και κάθε σπίτι είχε και μερικά οπλισμένα παλικάρια με όπλα που είχαν κρυμμένα για αυτή ακριβώς τη στιγμή. Έτσι αποτραβήχτηκαν στα χωριά Κιτσελέρ (Βαθύλακο) και Τζιτζελέρ (Πετρανά). Ο ελληνικός στρατός προχωρούσε μεθοδικά για να προφταίνει τα προελαύνοντα μάχιμα τμήματα.
Εν αντιθέσει με τα Σέρβια, η Κοζάνη εγκαταλείφθηκε από τους Τούρκους αμαχητί. Πανικόβλητος ο κύριος όγκος της τούρκικης φρουράς της πόλης εγκατέλειπε τα όπλα, αρπάζοντας ψωμιά, τρόφιμα και κρέατα από φούρνους, μαγαζιά και κρεοπωλεία, σπάζοντας τις πόρτες τους. Μετά τη μάχη του Σαρανταπόρου, στις 9 Οκτωβρίου 1912, το τουρκικό επιτελείο συνεδρίασε και αποφάσισε να εγκαταλείψει την Κοζάνη. Κάποιος αξιωματικός του επιτελείου πρότεινε το βομβαρδισμό και την πυρπόληση της πόλης, όμως την καταστροφή απέτρεψε ο συγκρατημένος Τούρκος Αρχιστράτηγος Ταχσίν πασάς, έχοντας με το μέρος του και τον αλβανικής καταγωγής Μουτίρ μπέη.

Οι Τούρκοι υπάλληλοι διατάχτηκαν να παραλάβουν τα αρχεία τους και ο κύριος όγκος του στρατού, όσος ήταν ακόμα συνταγμένος κινήθηκε προς τη Βέροια. Μόνο δύο τάγματα του στρατού σχεδόν διαλυμένα έφυγαν άτακτα προς τα Καϊλάρια (την Πτολεμαΐδα) και ανασυντάχτηκαν έξω από το χωριό Περδίκας με την φρουρά των Καϊλαρίων. Στο μεταξύ οι Κοζανίτες έτρεξαν στους τούρκικους στρατώνες κι άρπαξαν όπλα, πυρομαχικά, τρόφιμα, φάρμακα κι ό,τι άλλο υπήρχε μέσα σʼ αυτές. Από όλες τις γειτονιές κατέβηκαν οπλισμένοι κάτοικοι στην εκκλησία του Αγίου Νικολάου στο κέντρο της πόλης και τοποθέτησαν στο καμπαναριό τη γαλανόλευκη και το σταυρό της ορθοδοξίας.
Εκείνη την ώρα εμφανίστηκε ο πρώτος ιππέας, «πρόσκοπος ανιχνευτής» από το Νότο, την πλευρά του Τζιτζελέρ (Πετρανά) και δέχτηκε τους ασπασμούς των συγκινημένων πολιτών. Η δουλεία πέντε αιώνων είχε υποχωρήσει. Οι μέχρι εκείνη τη στιγμή υπόδουλοι Κοζανίτες με τα όπλα που κατείχαν, τρελοί από χαρά και αγαλλίαση τράνταζαν την ατμόσφαιρα από τους πυροβολισμούς τους. Ο στρατός, το ιππικό, διέκοψε προς στιγμή την πορεία του, νομίζοντας ότι πρόκειται για μάχη που διεξάγονταν μέσα στην πόλη, μεταξύ πληθυσμού και εχθρού. Όταν όμως βεβαιώθηκε από τον ανιχνευτή του για τις εκδηλώσεις χαράς των κατοίκων, ο επικεφαλής της Ιλαρχίας του Ιππικού Στρατηγός Σούτσος, διέταξε βραδεία εκκίνηση της φάλαγγας προς την πόλη. Ενώ οι καμπάνες ηχούσαν χαρμόσυνα, ο λαός δεν άργησε να βρεθεί στην έξοδο της πόλης με τα βλέμματα προσηλωμένα στο μέρος απ’ όπου θα έφταναν οι ελευθερωτές.
Μόλις οι Κοζανίτες αντίκρισαν τους στρατιώτες καβαλάρηδες ξέσπασαν σε ζητωκραυγές και σε παρατεταμένα χειροκροτήματα. Το φέσι, το αιώνιο σήμα της σκλαβιάς, ξεσχίστηκε από το ενθουσιασμένο πλήθος και πετάχτηκε στο δρόμο για να ποδοπατηθεί από τα άλογα του ένδοξου Ελληνικού ιππικού. Όλες αυτές οι σκηνές εξελίχτηκαν στις 11 Οκτωβρίου 1912, 5 η ώρα το απόγευμα κατά μήκος της οδού από τον σημερνό κόμβο Θεσσαλονίκης-Αθηνών μέχρι την είσοδο της πόλης, σημερινό κτίριο τεχνικού Ο.Τ.Ε., που από τότε ονομάστηκε οδός 11ης ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ.

Μετά την είσοδο του ιππικού, ο λαός ύστερα από τρικούβερτο γλέντι, γύρισε στα σπίτια του διαβιβάζοντας το ευχάριστο γεγονός στους γέρους της γειτονιάς με τη φράση: «Παππού, ήρθε το Ελληνικό». Οι γέροι με συγκίνηση και δάκρυα σταυροκοποιούνταν και απαντούσαν: «Τώρα ας πεθάνουμε». Οι στιγμές του ενθουσιασμού του πλήθους, αλλά και των στρατιωτών που δάκρυζαν από συγκίνηση στη θέα των δακρυσμένων από χαρά υπόδουλων, που απολάμβαναν την ελευθερία, παραμένουν απερίγραπτες. Οι δημοτικές και κοινοτικές αρχές με τον Μητροπολίτη και το Δήμαρχο συγχάρηκαν τους ελευθερωτές και τους οδήγησαν στην εκκλησία του Αγίου Νικολάου, όπου έγινε δοξολογία. Στο Δημαρχείο παρέδωσαν τα ξίφη ο αρχίατρος Χουσείν, ο αρχιφαρμακοποιός Πιναρδάκης Κρης, χριστιανός και κάποιος Άραβας αξιωματικός. Ελήφθη μέριμνα για τους 57 Τούρκους τραυματίες από τους οποίους κάποιοι ήταν αξιωματικοί.
Την επόμενη μέρα 12 Οκτωβρίου 1912 με πανηγυρική όψη η πόλη γεμάτη σημαίες υποδέχτηκε τμήματα των Μεραρχιών και το υπόλοιπο της ταξιαρχίας του ιππικού καθώς και τον Αρχιστράτηγο Διάδοχο Κωνσταντίνο. Μόλις έφτασε ο Αρχιστράτηγος έγινε δοξολογία και το επιτελείο του στρατού εγκαταστάθηκε στα γραφεία της Μητρόπολης. Την Κυριακή 14 Οκτωβρίου έφτασε στην Κοζάνη και ο Έλληνας βασιλιάς Γεώργιος που φιλοξενήθηκε στο σπίτι του Κωνσταντίνου Δρίζη, που ήταν στο κέντρο της πόλης μαζί με την ακολουθία του. Από εκεί έδωσε διαταγή μια μικρή δύναμη να απελευθερώσει τα Καϊλάρια και ο υπόλοιπος στρατός να κινηθεί προς Βέροια και Θεσσαλονίκη που κινδύνευε πλέον από τον Βουλγαρικό στρατό, που με ραγδαία προέλαση είχε φθάσει μέχρι τον Αξιό ποταμό, που ευτυχώς είχε κατεβάσει πολύ νερό πλημμυρίζοντας τον κάμπο και είχε ανακόψει την πορεία του.
Το «ελληνικό» μπήκε στην Κοζάνη στις 11 Οκτωβρίου 1912, όταν Μητροπολίτης της πόλης ήταν ο Φώτιος, Δήμαρχος ο Νικόλαος Αρμενούλης και Γυμνασιάρχης ο Παναγιώτης Λιούφης. Η Κοζάνη έγινε τότε και τυπικά ελληνική, πεντακόσια σχεδόν χρόνια μετά την ίδρυσή της. Στην πραγματικότητα πάντοτε ήταν ελληνική πόλη σε όλη της την ιστορική πορεία στην Τουρκοκρατία. Σαν επαρχία ανήκε στην μητέρα του Σουλτάνου, ήταν δηλαδή η πόλη μαλικιανές και οι εκάστοτε άρχοντες της με τους κατάλληλους χειρισμούς και χρήματα των πλούσιων Κοζανιτών εμπόρων από την ξενιτιά, είχαν αποκτήσει πολλά προνόμια.
Χαρακτηριστικό είναι το παρακάτω γεγονός: Οι πρώτες καρτ ποσταλ που πωλούνταν στην πόλη για τους Έλληνες φαντάρους απεικόνιζαν την είσοδο του ιππικού στην πόλη και ανάμεσα στα σπίτια ξεχώριζαν τούρκικα τζαμιά. Η Κοζάνη όμως δεν είχε ούτε ένα τούρκικο τζαμί, ούτε μία Εβραϊκή συναγωγή και έτσι σε μια βδομάδα τυπώθηκαν νέες καρτ ποσταλ, χωρίς τζαμιά, γιατί οι φαντάροι σταμάτησαν να αγοράζουν τις παλιές, καθώς διαπίστωσαν την πραγματικότητα και το τόνιζαν αυτό, όταν έγραφαν στους δικούς τους.


ΣΤΙΓΜΙΟΤΥΠΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΟΠΩΣ ΤΑ ΔΙΗΓΗΘΗΚΑΝ ΑΥΤΟΙ ΠΟΥ ΤΑ ΕΖΗΣΑΝ

Ο πρώτος Έλληνας στρατιώτης, ένας ιππέας, έφθασε στην Κοζάνη, το απόγευμα της 11/10/1912. Στο σημείο που διασταυρώνεται η οδός 11ης Οκτωβρίου με το σημερινό δρόμο Δημητρίου Παγούνη, ανάμεσα στον κόσμο, περιμένει και μια Κοζανίτισσα νοικοκυρά. Είναι η Στεργιανή Θ. Χασάπη, που κατοικούσε εκεί κοντά. Κρατά κάτι στα χέρια της. Μόλις βλέπει τον Έλληνα φαντάρο, τον πλησιάζει, τον σταματά και τον τυλίγει με την Ελληνική Σημαία που κρατούσε. Δακρυσμένος και με τη Σημαία στους ώμους του, o ελευθερωτής, ακολούθησε το δρόμο, για τον προορισμό του στο κέντρο της πόλης.
Το φέσι είναι κάτι που οι Κοζανίτες ανέχονταν υποχρεωτικά. Έτσι μόλις έφθασε ο Ελληνικός Στρατός και ποδοπατήθηκαν τα φέσια, ο καθένας φόρεσε στο κεφάλι του ότι ήταν δυνατόν να βρει, αρκεί να ήταν κάτι Ελληνικό. Ο Θωμάς Δαβόρας φορούσε την ημέρα της απελευθερώσεως, ένα παιδικό ναυτικό καπέλο, επάνω στο οποίο ήταν γραμμένη η λέξη ΑΒΕΡΩΦ.
Έξω από το εμπορικό κατάστημα του Νικολάου Κωνσταντίνου, μαζί με το πλήθος που ενθουσιασμένο υποδέχεται τον Ελληνικό Στρατό, βρίσκεται και η προχωρημένης ηλικίας Ευαγγελία Λ. Τσιτσελίκη, μητέρα των δικηγόρων Κώστα και Γιάννη Τσιτσελίκη. Είναι ντυμένη με την ενδυμασία της εποχής, ντόπια φορέματα και στο κεφάλι το φέσι. Ένας στρατιώτης βγαίνει από τη γραμμή του, την πλησιάζει, την αγκαλιάζει και της λέει: «Πολλά χιλιόμετρα έκανα, να έλθω ως εδώ. Ξέρεις γιατί; Για να μη φοράς αυτό στο κεφάλι σου». Βγάζει το φέσι από το κεφάλι της Κοζανίτισσας και της το δίνει στο χέρι.
Στο σπίτι της ηλικιωμένης Βασιλικής Δ. Δελιβάνη (70 ετών) έχουν συγκεντρωθεί συγγενικά της πρόσωπα. Πήγαν να την επισκεφθούν, να την συγχαρούν για τη λευτεριά. Όταν άκουσε να συζητούν και να λεν ότι τα φέσια ανήκουν στο παρελθόν η σπιτονοικορυρά σηκώθηκε και κατευθύνθηκε στο κελάρι του σπιτιού. Σε ένα ντουλάπι είχε φυλαγμένες τέσσερις ρεμπούπλικες. Είχε γιους που έλειπαν στο εξωτερικό, όταν ερχόταν στην Κοζάνη, φορούσαν καπέλα ευρωπαϊκά και όταν έφευγαν υποχρεωτικά φορούσαν φέσι. Εκείνη την εποχή κανένας δεν κυκλοφορούσε ασκεπής. Η μητέρα τους φύλαγε τα καπέλα που άφηναν. Τώρα τα μοίρασε στους συγγενείς της. Όταν ο γιος της Νικόλας ήλθε στο σπίτι και πήγε στο ντουλάπι δεν βρήκε καπέλο για τον εαυτό του. Στον ενθουσιασμό της η μητέρα τον είχε ξεχάσει!


ΠΕΜΠΤΟΥΣΙΑ
https://www.pemptousia.gr/2019/10/11-oktovriou-1912-i-apeleftherosi-tis-kozanis/


ΒΑΛΚΑΝΙΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ : Η ΑΝΤΕΠΙΘΕΣΗ ΑΡΧΙΖΕΙ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΤΗΣ ΕΛΑΣΣΟΝΑΣ & ΔΕΣΚΑΤΗΣ ΣΤΙΣ 6 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1912

Της Ευαγγελίας Ράπτου, Καθηγήτριας Ελληνικής Φιλολογίας - Υπ. Δρ. Παν. Αιγαίου

Βογγούν τα όρη τα βουνά κάτω στην Ελασσόνα
Μέσα στο Σαραντάπορο πέφτουν πολλά κανόνια
Για να ξυπνήσουν ήρωες άνδρες του εικοσιένα.
Ξύπνα δεσπότη Γρεβενών να ιδής την Ελασσόνα
Να ιδής τα Σέρβια τη σφαγή παπάδες αγιασμένοι
Να κείτονται σαν τα τραγιά στο αίμα βουτημένοι...
Με το τραγούδι αυτό ο λαός της Ελασσόνας και της ευρύτερης περιοχής χαιρέτισε τη νικηφόρα μάχη της Μελούνας και του Σαρανταπόρου.

Έτος ορόσημο για την Ελασσόνα το 2012 με τη συμπλήρωση των 100 χρόνων από την απελευθέρωσή της. Οι Βαλκανικοί Πόλεμοι άλλαξαν τον χάρτη της βαλκανικής χερσονήσου. Για την Ελλάδα υπήρξαν το μεγαλύτερο έπος μετά την Ελληνική Επανάσταση ή, καλύτερα, η ολοκλήρωσή της. Η ολοκλήρωση του οράματος του Ρήγα Φεραίου και η δεύτερη και ουσιώδης Αγία Λαύρα.
Πρέπει, ωστόσο, να λάβουμε υπόψη ότι οι Βαλκανικοί Πόλεμοι είχαν προετοιμαστεί πολύ νωρίτερα, μέσα από την άνοδο των αντίπαλων βαλκανικών εθνικισμών και τη σταδιακή παρακμή της πολυεθνικής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Οι ευρωπαϊκές δυνάμεις είχαν ακολουθήσει σταθερά, από τις αρχές του 19ου αιώνα, την πολιτική διατήρησης του status quo στη Γηραιά Ήπειρο, ώστε να αποφευχθεί ένας ευρωπαϊκός πόλεμος.
Για το νεοσύστατο, ακόμα, ελληνικό κράτος του 1830, το οποίο ασφυκτιούσε μέσα στα στενά του σύνορα, η Μεγάλη Ιδέα αναθέρμαινε τις ελπίδες για ανακατάληψη των αλύτρωτων εδαφών της, αλλά δεν προσμέτρησε τις αντίστοιχες εδαφικές βλέψεις των άλλων βαλκανικών εθνών για τα οθωμανικά εδάφη, με αποτέλεσμα τα επεκτατικά βαλκανικά σχέδια να αλληλοεπικαλύπτονται στον χάρτη και να προοιωνίζουν την τελική σύγκρουση.
Η μεγαλύτερη ανατολική κρίση του 1875-1878 έληξε με το Συνέδριο του Βερολίνου το 1881 όταν έγιναν ανεξάρτητα κράτη η Σερβία, η Ρουμανία και το Μαυροβούνιο και, προκειμένου για την περιοχή μας, αποφασίζεται η προσάρτηση της Ηπείρου και της Θεσσαλίας, εκτός της περιοχής της Ελασσόνας. Έτσι χαράχτηκαν τα σύνορα σε απόσταση αναπνοής από την πόλη μας, στις κορυφογραμμές της Μελούνας.
Το 1897 ο πρωθυπουργός της Ελλάδας Δεληγιάννης, φανατικός μεγαλοϊδεάτης, συνεργάζεται με την Εθνική Εταιρεία, μια οργάνωση υπερεθνικιστών που έχουν μεγαλοϊδεατικές ιδέες και στοχεύουν στην «Κόκκινη Μηλιά», συγκεντρώνει στα σύνορα της Μελούνας 43.000 στρατιώτες, 1000 ιππείς και 70 πυροβόλα και είναι έτοιμος να εισβάλλει μέσω Μελούνας στην Ελασσόνα και στη συνέχεια στη Μακεδονία, πιέζοντας τον διάδοχο Κωνσταντίνο να ηγηθεί του στρατού. Η Τουρκία προσπαθεί να συνδιαλαγεί, δεν βρίσκει ανταπόκριση και κηρύσσει αιφνιδίως τον πόλεμο στις 5 Απριλίου 1897. Ο τουρκικός στρατός εφορμά από τη Μελούνα και γίνεται χαλασμός. Οι Έλληνες ανθίστανται ηρωικά για δύο ολόκληρες ημέρες και την τρίτη αρχίζει άτακτη φυγή προς όλα τα σημεία του ορίζοντα. «Ο σώζων εαυτώ σωθήτω».
Στις 30 Απριλίου οι Έλληνες δέχονται άνευ όρων το σχέδιο των μεγάλων δυνάμεων για ειρήνευση και στις διαπραγματεύσεις που ακολουθούν στην Κωνσταντινούπολη επιδικάστηκε ένα τεράστιο ποσό για τους Τούρκους που πληρώθηκε με δάνεια. Έτσι προήλθε ο ιστορικός οικονομικός έλεγχος –ΔΟΕ- που τον πληρώσαμε για πενήντα σχεδόν χρόνια.
Ας τονίσουμε, παρενθετικά ότι η ιδέα της συμμαχίας των Χριστιανικών λαών της Βαλκανικής, που έχει τις ρίζες της στην «Εταιρεία» του Ρήγα Βελεστινλή, είχε οπαδούς και στη Σερβία και στη Βουλγαρία, αλλά δεν μπόρεσε να πραγματοποιηθεί, γιατί ο σοβινισμός τόσο στην Αθήνα όσο και στη Σόφια, το Βελιγράδι και το Βουκουρέστι έβαλε αξεπέραστα εμπόδια.
Μεγάλο ρόλο διαδραμάτισε η επικράτηση των Νεοτούρκων. Μετά την επανάσταση του 1908 στη Θεσσαλονίκη, σε ολόκληρο τον Μακεδονικό χώρο και στην Ελασσόνα οι Χριστιανοί εξαπατήθηκαν, ακόμα και οι φυγάδες κρυπτόμενοι παλαιοί Μακεδονομάχοι πίστεψαν στην αμνηστία και στην ισοπολιτεία, εγκατέλειψαν το κρησφύγετό τους και κατέβηκαν στις πόλεις ομαδικά «εν χορδαίς και τυμπάνοις», με κλαρίνα και χορούς.
Όμως δεν πέρασε πολύς καιρός και οι Τουρκικές αρχές έγιναν επιθετικές, με πολλές συλλήψεις από την Ελασσόνα και τη γύρω περιοχή, χειροτερεύοντας την κατάσταση. Μετά από διαπραγματεύσεις και προσεγγίσεις τα βαλκανικά κράτη περίμεναν την αφορμή.
Το Ιούλιο του 1912 οι Τουρκικές αρχές οργάνωσαν σφαγές χριστιανών στην πόλη Κότσανα, στις 10 Σεπτεμβρίου Τουρκικές δυνάμεις αποβιβάστηκαν στη Σάμο και άνοιξαν πυρ κατά του ελληνικού πλοίου Ρούμελη με κάποιους νεκρούς. Ήταν, λοιπόν, ευκαιρία μοναδική, για να συμμαχήσουν οι Σέρβοι, Βούλγαροι και Έλληνες, για να διώξουν τους Τούρκους από τα Βαλκάνια. Οι Βούλγαροι θέτουν στην Πύλη μια σειρά από όρους. Η Πύλη τους απορρίπτει και στις 4 Οκτώβρη κηρύσσει τον πόλεμο κατά των Σερβοβουλγάρων. Στις 5 Οκτώβρη ο Έλληνας πρεσβευτής στην Κωνσταντινούπολη απέδωσε ανακοίνωση στην Τουρκία για διακοπή των σχέσεων των δύο κρατών και την κήρυξη του πολέμου. Έτσι η Ελλάδα από τις 5 Οκτώβρη βρισκόταν πλέον σε εμπόλεμη κατάσταση με την Τουρκία. Στις 2 Οκτώβρη ετοιμοπόλεμος στρατός από 85.000 περίπου χιλιάδες άνδρες είχε καταλάβει τις προδιαγεγραμμένες θέσεις του στη Θεσσαλία κοντά στα σύνορα, κάτω από τη Μελούνα, και αδημονούσε να επιτεθεί κατά του προαιώνιου εχθρού, τον οποίο έπρεπε να συντρίψει, έστω κι αν επρόκειτο να πεθάνει.
Η μάχη της Ελασσόνας:
«Πρώτη αυτή ανύψωσε την του σταυρού σημαίαν
Και πρώτη εις αίμα τουρκικόν έβαψε την ρομφαίαν»
«Στις 5 Οκτωβρίου 1912, όπως την εποχή του μύθου, πάνοπλος ο Άρης κατέρχεται από το όρος των θεών στις γειτονικές θεσσαλικές πεδιάδες για να συναντήσει εκεί του γενναίους και νικητές να τους οδηγήσει στην πραγματοποίηση ωραίων ονείρων της Φυλής».
Ο διάδοχος, λοιπόν, Κωνσταντίνος ήταν επικεφαλής και αρχηγός του Γενικού Επιτελείου ο αντιστράτηγος Γ. Δαγκλής. Οι 85.000 άνδρες του Ελληνικού στρατού ήταν πλέον στρατοπεδευμένοι κάτω από τη Μελούνα και αδημονούσαν να επιτεθούν κατά του προαιώνιου εχθρού, αποφασισμένοι να τον συντρίψουν πάση θυσία.
Την 6η Οκτωβρίου η 1η και 2η Μεραρχία κινήθηκαν για να καταλάβουν την Ελασσόνα, στην οποία θα προέβαλλαν αντίσταση μικρές τουρκικές δυνάμεις, δηλαδή 3 τάγματα πεζικού, 2 πυροβολαρχίες και μία ίλη ιππικού, οι οποίες ήταν πρόχειρα οχυρωμένες στα υψώματα της Ελασσόνας. Οι ελληνικές δυνάμεις ακολούθησαν κυκλωτική πορεία, κατευθυνόμενη η πρώτη από ανατολικά και η δεύτερη από δυτικά, και υποχρέωσαν τις τουρκικές να υποχωρήσουν στις δύο τα ξημερώματα μετά από τρίωρη μάχη, αφού προηγήθηκε και μονομαχία πυροβολικού. Η Ελασσόνα ελευθερώθηκε, αλλά η καταδίωξη των ελληνικών στρατευμάτων και η υποχώρηση του τουρκικού στρατού συνεχίστηκαν μέχρι τις 2 το μεσημέρι.
Μέχρι το βράδυ της ίδιας ημέρας οι μεραρχίες δεν βρήκαν πουθενά εχθρική αντίσταση, ούτε ήρθαν σε επαφή με τον εχθρό, παρά μόνο στα βορειο-ανατολικά της Σκόμπας και ανατολικά του Δομενίκου ανταλλάχθηκαν τουφεκιοβολισμοί με ανιχνευτικές ομάδες τούρκικου ιππικού.
Οι ελληνικές δυνάμεις, λοιπόν, έκαναν εισβολή από τρία σημεία: από τον Προφήτη Ηλία και το Μπουγάζι Τυρνάβου με κατεύθυνση το Δαμάσι και την Γκόλα, από το Ρεβένι και τη Γέφυρα Κουτσοχείρου με κατεύθυνση τη Μελόγουστα και από το στενό της Μελούνας προς Τσαριτσάνη. Το ίδιο βράδυ οι δυνάμεις καταυλίστηκαν ως εξής: η 1η Μεραρχία στα βόρεια της Τσαριτσάνης, η 2η στη Σκόμπα, η 3η στο Δομένικο και η 4η στο Μεγάλο Ελευθεροχώρι.
Τα χαράματα της 6ης Οκτώβρη ο υποστράτηγος Μανουσογιαννάκης κατηύθυνε τις δυνάμεις της 1ης Μεραρχίας από την αμαξιτή οδό της Μελούνας προς την πεδιάδα της Ελασσόνας με κατεύθυνση δεξιά. Ο υποστράτηγος Κάλλαρης κατηύθυνε τη 2η Μεραρχία αριστερά των υψωμάτων της Ελασσόνας και το 4ο τάγμα ευζώνων προήλασε πίσω από την Τσαριτσάνη, για να αποκόψει την υποχώρηση του τουρκικού στρατού, κατά μέτωπο του οποίου θα έκαναν επίθεση οι δύο μεραρχίες. Τα σχέδια του τουρκικού στρατού έμειναν απραγματοποίητα, καθώς ο ελληνικός στρατός προχώρησε ακάθεκτα προς την πεδιάδα της Ελασσόνας, προβάλλοντας ταυτόχρονα στον κάμπο τμήματα του 2ου πεζικού συντάγματος, της 1ης Μεραρχίας και του 4ου πεζικού της 2ης Μεραρχίας.
Οι συνολικές απώλειες του ελληνικού στρατού την πρώτη ημέρα των επιχειρήσεων ήταν 46 νεκροί, μεταξύ των οποίων δύο ανθυπολοχαγοί, ο Ιωάννης Μαυροδήμος από βλήμα πυροβόλου, ο οποίος θάφτηκε στην Ελασσόνα και τιμήθηκε δεόντως, και ο ανθυπολοχαγός Μπούκης, ο οποίος θάφτηκε στην Τσαριτσάνη.
Την ίδια ημέρα της 6ης Οκτωβρίου δύο τάγματα Ευζώνων κατέλαβαν τη Δεσκάτη. Αρχηγός ήταν ο αντισυνταγματάρχης του μηχανικού Γεννάδης. Τα τάγματά του συναντήθηκαν στον σταθμό Τσούκα, δεξιά της Καλαμπάκας. Μετά από πεισματώδη μάχη που διήρκεσε όλη την ημέρα, οι εχθρικές δυνάμεις τράπηκαν σε φυγή, περνώντας τη Δεσκάτη, ανερχόμενοι στα υψώματα και απομακρυνόμενοι με κατεύθυνση το Σαραντάπορο. Οι απώλειες ήταν ο Λοχαγός Μανουσάκης, ένας Λοχίας και ένας εύζωνας και τραυματίες έξι. Από την πλευρά των Τούρκων 24 νεκροί, εκ των οποίων 4 υπαξιωματικοί, 8 αιχμάλωτοι, και πολλοί τραυματίες.

http://aktines.blogspot.gr/2012/10/12.html

ΤΙ ΕΣΤΙ ΕΘΝΟΣ

Το ΕΘΝΟΣ σχηματιζεται απο δυο βασικους παραγοντες,την ΦΥΛΗ και την ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ.Λεγοντας <φυλη>,εννοουμε την<καταγωγη>-οτι πρεπει δηλ.τα ατομα του Εθνους να εχουν κοινη καταγωγη.Δεν αρκει να εχουν αυτα<συνειδηση>
περι κοινης καταγωγης.Δεν αρκει δηλ.να πιστευουν στην κοινη τους καταγωγη,αλλα να εχουν πραγματι κοινη καταγωγη.Διοτι ΜΟΝΟΝ η κοινη καταγωγη-η κοινη<φυλετικη υπαγωγη>-συνεπαγεται ΚΟΙΝΟΥΣ κληρονομικους χαρακτηρες,αρα κοινα πνευματικα στοιχεια.Οταν υπαρχει κοινη καταγωγη,τοτε υπαρχουν κατα το μαλλον η ηττον κοινη γλωσσα,κοινος πολιτισμος,κοινη θρησκεια,κοινα ηθη,κοινη ιστορια.Αυτα τα δευτερογενη στοιχεια δεν αποτελουν,το καθενα ξεχωριστα,απαραιτητο στοιχειο συγκροτησεως Εθνους.Εν τουτοις ολα αυτα,οταν συνυπαρχουν,συντελουν στην συνοχη της κοινοτητος,στην δημιουργια δηλ.ΕΝΙΑΙΑΣ ΣΥΝΕΙΔΗΣΕΩΣ-του δευτερου παραγοντος συγκροτησεως του ΕΘΝΟΥΣ.ΕΘΝΟΣ ειναι επομενως ο ομοειδης φυλετικως λαος,που εχει συνειδηση της υπαρξεως του.
''Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ''

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΔΗΜΟΠΟΥΛΟΣ

Η ΣΗΜΑΙΑ ΜΑΣ

Αυτή η σημαία στα μάτια τα δικά μας συμβολίζει τους Αγώνες όσων πολέμησαν, εργάστηκαν,θυσιάστηκαν, δολοφονήθηκαν, σκοτώθηκαν και έζησαν με πρώτιστες αξίες εκείνες της Ελευθερίας, της Δικαιοσύνης και της Πατρίδας. Αυτούς που έβαλαν το δικό τους λιθαράκι στην αιώνιο πανύψηλο φρούριο του Ελληνικού Πολιτισμού. Δεν είναι ικανή καμία βουλή, κανένα κράτος και κανένας πολιτικός ή κεφάλαιο να την ξεφτιλίζει και να την ξεπουλάει καθημερινά. Οι δειλοί τη βλέπουν με φόβο. Οι προδότες σαν πανί. Οι αστοί σαν ύφασμα. Οι άνανδροι την καίνε. Μα εμείς τη βλέπουμε σαν τη Μάνα που καρτερεί να μας δεί να εκπληρώνουμε τα όνειρα μας. Τα δικά μας,τα δικά της, του Γένους.

ΛΟΓΙΑ ΙΩΝΟΣ ΔΡΑΓΟΥΜΗ




















"Από στενός πατριώτης, γίνομαι εθνικιστής, με τη συνείδηση του έθνους μου και όλων των άλλων εθνών, γιατί οι διαφορές των εθνών πάντα θα υπάρχουν, και έχω τη συνείδησή τους και χαίρομαι που υπάρχουν αυτές οι διαφορές, που με τις αντιθέσεις τους, με τις αντιλήψεις τους, υψώνουν την ανθρώπινη συνείδηση και ενέργεια. Από άτομο γίνομαι άνθρωπος." (ΙΩΝ ΔΡΑΓΟΥΜΗΣ. ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ 18-3-1919)

ΕΘΝΙΚΟ ΠΕΙΣΜΑ

ΙΩΝ ΔΡΑΓΟΥΜΗΣ

''Δεν θελω να πεθανει το Εθνος μου,το Εθνος αυτο, που τοσα εκαμε στην ζωη του, το εξυπνο,το τοσο ανθρωπινο. Για να το φυλαξω απο τον θανατο πρεπει τωρα να το καμω πεισματαρικο στην ΕΘΝΙΚΗ ΠΙΣΤΗ,στον ΕΘΝΙΣΜΟ, ας ειναι και υπερβολικο το αισθημα που θελω να δωσω στους Ελληνες. Μονον ετσι θα ζησει το ΕΘΝΟΣ.''

''Σε οποιους με κατηγορουν η με περιγελουν, γιατι τους κεντρω το Εθνικο τους αισθημα και τους μιλω αποκλειστικα,θα λεγω:Λοιπον θελετε να πεθανει το Εθνος σας;Αν το θελετε,πεστε το καθαρα,μην κρυβοσαστε''

ΙΩΝ ΔΡΑΓΟΥΜΗΣ

Η ΡΗΣΗ ΠΟΥ ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΔΕΝ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΞΕΧΝΑΜΕ



πισταμνους πρς εδτας τι δκαια μν ν τ
νθρωπείῳ λγ π τς σης νγκης κρνεται, δυνατ δ
ο
προχοντες πρσσουσι κα ο σθενες ξυγχωροσιν.

κατά την συζήτησιν των ανθρωπίνων πραγμάτων το επιχείρημα του δικαίου αξίαν έχει, όπου ίση υπάρχει δύναμις προς επιβολήν αυτού, ότι όμως ο ισχυρός επιβάλλει ό,τι του επιτρέπει η δύναμίς του και ο ασθενής παραχωρεί ό,τι του επιβάλλει η αδυναμία του"

ΘΟΥΚΥΔΙΔΟΥ ΙΣΤΟΡΙΑΙ Ε89

Μετάφραση Ελ. Βενιζέλου


28η ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1940 - ΔΙΑΓΓΕΛΜΑ Ι. ΜΕΤΑΞΑ

https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEi9AYAjQboFh1_5M3bFMvoiwdv6qY5bDyiuBuwvPV3Yjtp1ZG3BAXNnY5CWdpxeWu7FvNRIyWEpe_RHBqBZHx93XDCYKW4LJe3j_4jgmwduvaKGVqaTsCSNu7bWjJSewd6rxVoBPh5kloo/s400/%CE%99%CE%A9%CE%91%CE%9D%CE%9D%CE%97%CE%A3+%CE%9C%CE%95%CE%A4%CE%91%CE%9E%CE%91%CE%A3.jpg

“Η στιγμή επέστη που θα αγωνισθώμεν διά την ανεξαρτησίαν της Ελλάδος, την ακεραιότητα και την τιμήν της.
Μολονότι ετηρήσαμεν την πλέον αυστηράν ουδετερότητα και ίσην προς όλους, η Ιταλία μη αναγνωρίζουσα εις ημάς να ζήσωμεν ως ελεύθεροι Έλληνες, μου εζήτησε σήμερον την 3ην πρωινήν ώραν την παράδοσιν τμημάτων του Εθνικού εδάφους κατά την ιδίαν αυτής βούλησιν και ότι προς κατάληψιν αυτών η κίνησις των στρατευμάτων της θα ήρχιζε την 6ην πρωινήν. Απήντησα εις τον Ιταλόν Πρεσβευτήν ότι θεωρώ και το αίτημα αυτό καθ’ εαυτό και τον τρόπον με τον οποίον γίνεται τούτο ως κήρυξιν πολέμου της Ιταλίας κατά της Ελλάδος.
Έλληνες
Τώρα θα αποδείξωμεν εάν πράγματι είμεθα άξιοι των προγόνων μας και της ελευθερίας την οποίαν μας εξησφάλισαν οι προπάτορές μας. Όλον το Έθνος θα εγερθή σύσσωμον. Αγωνισθήτε διά την Πατρίδα, τας γυναίκας, τα παιδιά μας και τας ιεράς μας παραδόσεις. Νυν υπέρ πάντων ο αγών.


Η ΕΞΟΝΤΩΣΗ ΕΝΟΣ ΕΘΝΟΥΣ

Το πρώτο βήμα για να εξοντώσεις ένα έθνος
είναι να διαγράψεις τη μνήμη του.
Να καταστρέψεις τα βιβλία του,
την κουλτούρα του, την ιστορία του.
Μετά να βάλεις κάποιον να γράψει νέα βιβλία,
να κατασκευάσει μια νέα παιδεία,
να επινοήσει μια νέα ιστορία.
Δεν θα χρειαστεί πολύς καιρός
για να αρχίσει αυτό το έθνος
να ξεχνά ποιο είναι και ποιο ήταν.
Ο υπόλοιπος κόσμος γύρω του
θα το ξεχάσει ακόμα πιο γρήγορα.


Μ. Κούντερα

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΣΕ 10 ΛΕΠΤΑ

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΕΛΑΣΓΟΣ: 26 ΧΡΟΝΙΑ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗΣ ΣΥΝΕΙΣΦΟΡΑΣ ΣΤΗΝ ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ.

free counters