Του Σπύρου Δημητρίου
Αντιπροέδρου Ιδρύματος Στρατηγού Γεωργίου Γρίβα - Διγενή
Ο Δ. Σειτάνης αφηγείται:
«Ο Παντελής Κατελάρης εξ Επισκοπειού Ορεινής κατετάγη εις την ΕΟΚΑ τον Σεπτέμβριο 1955. Ανέλαβε συντόμως της αρχηγείαν της ομάδος του χωρίου του και με τα μέλη της συνέλεξε περί τα 20 πιστόλια παρά διαφόρων προσώπων της Ορεινής μη ανηκόντων εις την Οργάνωσιν. Βραδύτερον έλαβε μέρος και εις την συλλογήν των κυνηγετικών όπλων.
Κατά την πρώτην επίθεσιν εναντίον του Αστυνομικού σταθμού Δευτεράς έλαβε μέρος πυροδοτήσας βόμβαν. Κατόρθωσε τότε να διαφύγη υπό το καταιγιστικόν πύρ των Άγγλων. Έλαβεν επίσης μέρος εις επίθεσιν εναντίον του αυτού σταθμού ολίγον βραδύτερον.
Ακολούθως ηνώθη μετά των ομάδων εκτελέσεως Λευκωσίας λαβών μέρος εις την επίθεσιν κατά του Άγγλου ειδικού Δικαστού Σώ, ως και εις ρίψεις βομβών. Το θέρος 1957, τη βοηθεία συναγωνιστών του, απέσπασε το οπλοπολυβόλον Άγγλου στρατιώτου, καθ’ όν χρόνον ούτως ελούετο εις την θάλασσαν κυρηνείας.
Υπό την καθοδήγησιν του Σταύρου Στυλιανίδη, ο Κατελάρης ήρχισε την κατασκευήν βομβών εις το χωρίον του. Την νύκτα της 27-10-1957 «δυνάμεις ασφαλείας» αποκλείσασαι την οικίαν του την συνέλαβον ενώ προσεπάθει να αποκρύψη βόμβας….»
Ο υποτομεάρχης Γιώργος Χατζηδαμιανού δίνει την συνέχεια της μαχητικής δράσης του Κατελάρη, τον τραγικό θάνατο και την απόκρυψη του νεκρού σώματος του Ήρωα:
«Με τον Κατελάρη συνέλαβον και όλην την οικογένειάν του η οποία απετελείτο από τους : Παντελήν Κατελάρην, Ειρήνην Κατελάρη, μητέρα του αειμνήστου ήρωος Φρόσω Κατελάρη, αδελφή του, και αδελφούς του Ανδρέα Κατελάρην και Τουμάζον Κατελάρην.
Εξ αυτών οι Ειρήνη, Φρόσω και Τουμάζος Κατελάρης απελύθησαν μετά μιαν εβδομάδα, ο Ανδρέας Κατελάρης κατεδιάσθη εις 6μηνον φυλάκισιν επί κατοχή βομβών, ο δε Παντελής απέδρασε ως εξής: Κατά την διάρκειαν της κρατήσεώς του, αφού εβασανίσθη κατά τον πλεόν απάνθρωπον τρόπον, ίνα αποκαλύψη αποθήκας όπλων και καταζητούμενα πρόσωπα,, υπεσχέθη να υποδείξη κρύπτην όπλων η οποία ευρίσκετο πλησίον του χωρίου του. Κατά την διαδρομήν των προς την υποτιθεμένην κρύπτην όπλων συνεχώς εμηχανεύετο που και πως να αποδράση. Ούτως έφερε στολήν επικουρικού. Αφού έφθασαν εις τον υποδειχθέντα τόπον και οι Άγγλοι αντελήφθησαν ότι ήτο σκηνοθεσία, ήρχισαν νέα βασανιστήρια και ανεχώρησαν δια Λευκωσίαν. Εις Κάτω Λακατάμιαν ο Κατελάρης επωφελούμενος συνωνστισμού αυτοκινήτων και προσώπων εις την οδόν ήνοιξε την οπισθίαν πόρταν του αυτοκινήτου και ήρχισε να τρέχη. Μόλις αντελήφθησαν την απόδρασίν του οι Άγγλοι ανακριταί ήρχισαν να πυροβολούν, ευτυχώς όμως άνευ αποτελέσματος. Ο Κατελάρης ήρχισε να αναρριχάται από οικίας εις οικίαν, μέχρις ότου απεμακρύνθη του χωρίου και έφθασεν εις Αναλιόνταν εις την οικίαν του Ηροδότου Χαραλάμπους όπου και διανυκτέρευσε. Την επομένην μετεφέρθη εις τον υποτομέα Ιδαλίου.
Μετά την απόδρασιν του Κατελάρη, μεγάλη δύναμις στρατού απέκλεισε την περιοχήν και ήρχισε λεπτομερείς ερεύνας. Τέλη Νοεμβρίου εστάλη εις Άγιον Ιωάννην ο καταζητούμενος Παντελής Κατελάρης.
Ο Δώρος(Ηλία) και Καραίσκος ανεχώρησαν δια Πέρα, εγώ δε με τον Κατελάρην παρεμείναμεν εις χωρίον, ίνα παραλάβωμεν τα υλικά και ωρισμένα χαλασμένα κυνηγετικά όπλα που είχον ανάγκην επιδιορθώσεως. Μετά την εναποθήκευσίν των επρόκειτο να αναχωρήσωμεν και οι δυο δια Πέρα, ο Κατελάρης όμως δεν ήθελεν, διότι κατήγετο εξ Επισκοπειού και δεν επεθύμει να μάθουν όλα τα χωριά της περιοχής μας ότι ευρίσκετο εις αυτήν. Έτσι ανεχώρησα μόνος μου.
Εν τω μεταξύ είχαμεν συνεννοηθή με τον Κατελάρην, ότι εντός μιας εβδομάδος θα επιστρέφαμεν όλοι οι καταζητούμενοι ίνα αρχίσωμεν την κατασκευήν βομβών. Η μεγάλη όμως αγάπη προς την Πατρίδα, του Κατελάρη και η φιλοδοξία του να παρουσιάση η περιοχή μας δράσιν τον ώθησε να αρχίση την επομένην του χωρισμού μας την κατασκευήν βομβών, μεταφέρων εντός του κρησφυγέτου και όλα τα απαιτούμενα εργαλεία. Δια περισσοτέραν ίσως ασφάλειαν, να μη γίνη δηλαδή αντιληπτός από κανένα,, ήρχισε την εν λόγω εργασίαν εντός αυτού τούτου του κρησφυγέτου, εργασθείς όμως μόνο μιαν ημέραν.
Την 8ην πρωινήν της 19-1-1958 ενώ εγώ και ο Καραίσκος ευρισκόμεθα εις την οικίαν του Χρ. Παπά Νικόλα εις Πέρα και ετοιμαζόμεθα για πρόγευμά μας, ηκούσαμεν μιαν εκωφαντικήν έκρηξιν. Αρχικώς υπεθέσαμεν ότι προήρχετο από το μεταλλείον Μιτσερού. Η έκρηξις όμως εγένετο εις το κρησφύγετο που ειργάζετο ο Κατελάρης και το οποίον ανετινάχθη εις τον αέρα. Τούτο όπως ήτο φυσικόν ανεστάτωσε ολόκληρον την κοινότητα. Έτρεχαν δεξιά και αριστερά για να ανακαλύψουν τι είχεν συμβή. Ο δάσκαλος, ο οποίος εγνώριζε το κρησφύγετον, και την εργασίαν, που διεξήγετο εντός αυτού, αντελήφθη αμέσως περί τίνος επρόκειτο και έτρεξεν εις τον χώρον της εκρήξεως ακολουθούμενος από όλους τους χωριανούς. Όταν έφθασαν, ούτε κρησφύγετο, ούτε Κατελάρης διεκρίνετο. Το μέρος όπου ήτο το κρησφύγετον έγινε μια μικρή χαράδρα και όλα τα χώματα έπεσαν εντός του ποταμού, ο οποίος έρρεεν κάτω ακριβώς από το κρησφύγετον. Έψαξαν παντού δια την ανακάλυψιν του Κατελάρη, πλήν όμως άνευ αποτελέσματος. Προς στιγμήν εσχηματίσθη η εντύπωσις ότι κατώρθωσε να διαφύγη. Εκεί όμως που έξαχναν, εφάνη ένας σκύλος, που εκρατούσε στο στόμα του ένα ανθρώπινο πόδι και έτρεχεν προς το μέρος τους. Τότε όλοι μικροί και μεγάλοι έμειναν βουβοί. Αντελήφθησαν περί τίνος επρόκειτο. Τώρα δεν έμενεν άλλο τι παρά να ανακαλύψουν το υπόλοιπον σώμα του νεκρού και να ειδοποιήσουν τους υπεύθυνους δια τα περαιτέρω. Ο Γεώργιος Καρτίκας, μέλος της ομάδος του χωριού, κατήλθεν εις Λευκωσίαν και ειδοποίησε τον σύνδεσμον περί του συμβάντος. Σύνδεσμος ήτο ο γαμβρός του φονευθέντος Κατελάρη, ο Θεμιστοκλής Νικολάου εξ Επισκοπειού.
Αι οδηγίαι του τομεάρχου προς τον ομαδάρχην Αγ. Ιωάννου Α. Κολιανδρήν εξ Έγκωμης Λευκωσίας ήσαν αι ακόλουθοι : Να συστηθή εις τους χωριανούς να μη πη κανείς τίποτα περί του γεγονότος. Να ταφή ο νεκρός εντός των αγρών και εις μακρυνήν απόστασιν από το μέρος της εκρήξεως. Αύται εξετελέσθησαν. Εν τω μεταξύ ειδοποιήθη και ο αστυνομικός λοχίας του σταθμού Κλήρου κυριάκος, που ήτο μέλος της Οργανώσεως, και του υπεδείχθη όπως εις τυχόν ερωτήσεις των Άγγλων περί της εκρήξεως να τους παραπλανά ότι ήσαν «φάλιες» από το μεταλλείον του Μιτσερού. Ούτω και έγινε.
Ακολούθως, μετά την συγκέντρωσιν των κατοίκων εις την πλατείαν του χωριού ο Παπά Χαράλαμπος Παπαπέτρου εξ Αρεδιού, βοηθούμενος υπό των Ιωάννη Παναγή Κατασκόπου, του γέρου πατέρα του Παναγή, του Αλέκου Βιολάρη, του Γεωργίου Καρτίκα και του Αργυρού Χατζημάρκου εξ Αγίου Ιωάννου, ετέλεσαν την κηδείαν του αειμνήστου Κατελάρη εις την οικίαν του γέρου Παναγή, και ακολούθως μετέφεραν τον νεκρόν ανατολικώς του χωρίου και εις απόστασιν περί το ένα μίλι, και τον έθαψαν».
Ο θάνατος και η ταφή έμεινε μυστική για 14 μήνες από τους δικούς του μέχρι τον Μάρτιο του 1959 και το τέλος του Αγώνα. Η οικογένειά του αντιμετώπισε το θάνατο του ήρωα με υπερηφάνεια και θάρρος. Ο στρατηγός Γεώργιος Γρίβας παραβρέθηκε το 1965 στην αποκομιδή και μεταφορά των οστών του ήρωα στο χωριό του. Γράφει ενδεικτικά στο «ΧΡΟΝΙΚΟ» ο Αρχηγός του Αγώνα:
«Όταν μετέβην εις Κύπρον και ανέλαβον την ηγεσίαν του εν Κύπρω Στρατού, εγένετο η εκταφή των οστών του ηρωικού νεκρού, ην παρηκολούθησα, και είτα διαμετακομιδή και ταφή εις το χωρίον Επισκοπειό, με πάσαν λαμπρότητα και εν μέσω γενικής κατανύξεως».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου