|
Κάρτα του Περικλή Γιαννόπουλου προς τον Ίωνα Δραγούμη |
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα ΝΕΑ ΘΕΣΙΣ επίσημο όργανο του Ενιαίου Εθνικιστικού Κινήματος-ΕΝΕΚ στις 18 Απριλίου του 1986
106 χρόνια πέρασαν άπό τόν θάνατο του ΜΕΓΑΛΟΥ Περικλή
Γιαννόπουλου. 106 χρόνια αναγεννήσεως. Ό Περικλής Γιαννόπουλος αρχίζει νά γεννιέται ακριβώς
εκείνη τήν ήμερα—τήν 10η Απριλίου 1910 — πού πέθανε άπλα, γενναία καί όμορφα μά
προπαντός Ελληνικά. Τό ότι οί πολλοί, οί
λογικοί τόν λένε θάνατο δέν έχει σημασία. Γιά μας είναι γέννα, γέννα μιας ιδέας
πού ζεσταίνει τήν παγωμένη ψυχή του Έλληνα της απώλειας καί θά τόν ξαναφέρει πίσω στον εαυτό
του, στον εαυτό του αποστολικού δημιουργού, μακρυά άπό τή σημερινή
πραγματικότητα πού τόν θέλει πρόθυμο δούλο της Παγκοσμίου Παρακμής. Κρίναμε σκόπιμο ότι σέ μιά τέτοια επέτειο ό μόνος πού θά
μπορούσε νά εκφέρει γνώμη είναι ένας ίσόθεός του, ένας άνθρωπος μέ παράλληλη
πορεία καί σκέψη, ό Ίων Δραγούμης.
Στό κείμενο πού ακολουθεί ό Δραγούμης δυναμικά ξεδιπλώνει
όλα τό λυρικό μεγαλείο του συναισθηματικού του κόσμου καί υμνολογεί ζηλεύοντας
τό μεγαλείο ενός τέτοιου έπικού θανάτου πού δέν είναι παρά σφραγίδα δωρεάς πρός
τούς καλότυχους.
Είναι όμορφη ή "Αττική νύχτα μά δέν είναι ό Γιαννόπουλος
έδώ να τήν ιδεί, λάμπουν μάταια τά άστρα, μάταια εύωδιάζουν οί πορτοκαλιές του
κήπου καί τό αηδόνι μάταια τραγουδεί. Μονάχα ό γκιόνης είναι σύμφωνος μέ τήν
περίσταση, λέει τό θλιβερό τραγούδι του ό γκιόνης καί δέν είναι μάταιο τό
τραγούδι του αυτό. Και τά δειλινά, ή θλίψη της όμορφιάς των χρωμάτων μέ πιάνει
στό λαιμό, μέ πνίγει.
Γιατί χάθηκε; Γιατί δέν τά βλέπει πιά; Τι λόγο έχουν καί υπάρχουν
τά πράγματα πού αγάπησε αυτός, άφού αυτός πού τ' αγάπησε δέν είναι πιά εδώ νά
τά ιδεί; Τι λάμπει τό άστρο άσκοπα; Τι φέγγει τό φεγγάρι; Τι καίει ό ήλιος; Τί
φυσάει τ' αεράκι τά μεσημέρια; Καί βιάζομαι, βιάζομαι τρομερά γιά νά φύγω κι
έγώ έκεί πού πήγε κείνος νά κατοικήσει. Μ' αρέσει αθάνατος,τον ερωτεύομαι. Τόσο
τόν αγαπώ πού όλα τ' άλλα μου φαίνονται σαχλά καί ανούσια καί μέτρια, οί
άνθρωποι καί τά μικροσυμφέροντα τους καί τά μικροκαμώματά τους καί όλη τους ή
μικρότητα καί ή φρονιμάδα.
Βία τρελλή μέ παίρνει κατά τό θάνατο. Πότε νά τελειώσω τίς
δουλειές μου όλες, όσες ανάγκασα τόν εαυτό μου να φορτωθεί; Πότε νά τελειώσω
καί νά φύγω; Τί όμορφος πού είναι ό θάνατος! Πώς μέ τραβά! Αισθάνομαι αηδία γιά
τά πράματα της ζωής. Καί όμως τήν αηδία αυτή θέλω νά νικήσω. Θέλω νά ζήσω.
Τή βραδιά πού έμαθα πώς σκοτώθηκε εκείνος, περπατούσα στό
δρόμο σά νά είχα φτερά στά πόδια μου, γιατί ήμουν μεθυσμένος άπό τήν πνοή του
θανάτου. Τί τραγική ομορφιά! Πόσο άσχετος είμαι άπό τά πράματα καί τούς
ανθρώπους πού μέ περιτριγυρίζουν! Πόσο έξω άπ' αυτό είμαι! Καί πόσο κόπο κάνω
γιά νά νικήσω τήν αηδία!
Καί ήμουν μεθυσμένος καί φόρεσα λουλούδια, γιατί λουλούδια
καί κείνος θά φορούσε άν ζούσε, καί θά ήθελε καί κείνος να μή γιορτάσει κανείς
τό θάνατο του άλλοιώς παρά μέ λουλούδια καί μέ γέλια καί χαρά. Μά ή χαρά εκείνη
ή τρισμεγάλη, ή βαθύτατη, ή ηδονική, ή τραγική χαρά της μέθης του θανάτου,
είναι ό πόνος, ό πόνος πού φτάνει ώς την ηδονή!
Καί έξαφνα χθες τό βράδυ μέ πλάκωσε τό βάρος τό τρανό μιας
λύπης μολυβένιας πού δέ λέγεται, καί έσκυβα τό κεφάλι κάτω καί όταν μιλούσαν
οί άλλοι, δέ μ' έμελε τί έλεγαν, καί περπατούσα ίσια δέν ήξερα πού πήγαινα.
Καί ότι έβλεπα ήτανε παράχορδο καί ό,τι άκουα ήτανε κοινό καί ήθελα νά ξεράσω.
Αγόρασα μιάν εφημερίδα πού ένας φίλος μου έγραφε κάτι όμορφα
γιά κείνον λόγια καί τό διάβασα δυό, τρεις, τέσσερεις φορές - κι όλο τά ίδια
πάλι. Στήν Ακρόπολη πρωί της Κυριακής ανέβηκα. Εκείνη τήν ήμερα ήτανε νά
γυρίσει ή αγαπημένη μου, μα ο αγαπημένος μου εκείνος είχε πεθάνει. Καί έκοψα
μιά παπαρούνα, πού τήν ονόμαζε εκείνος «τό άνθος της Περσεφόνης» καί μιά μαργαρίτα,
στην πόρτα της Ακρόπολης καί ανέβηκα γρήγορα τά μαρμάρινα σκαλιά καί έβαλα στους
βρόχους τούς λαξευμένους μπροστά στον Παρθενώνα τά λουλούδια αυτά!
Καί κείνη τήν ώρα κι όλο τό πρωί εκείνο έτρεμε ή ψυχή μου άπό
συγκίνηση άφταστη. Ήταν σέ συνουσία μέ τήν ψυχή τήν δική του.
Ο Γιαννόπουλος μου είπε τώρα τελευταία πως η μορφή μου κόβει
σα σπαθί και ότι πρέπει, τώρα που η ένταση της ζωής μου είναι στο κατακόρυφο,
να με ζωγραφίσει κάποιος. Του είπα πως δε μ’ αρέσει να διαιωνίζω τη μορφή μου.
Ένοιωθε πως ήρχουνταν τα γερατειά και δεν ήθελε να χάσει τα νειάτα
του. Κάπου κάπου έλεγε: «Δε θέλω να σέρνομαι σαν τους άλλους». Και ήταν μια
περιφρόνηση τόσο όμορφη μέσα στα λόγια του.
Από τότε που πέθανε, αισθάνομαι: α) Πείσμα για να κάνω
εκείνα που πάντα ήθελα β) Πίστη σε ό,τι δεν είναι κοινωνικό αίσθημα γ) Αγάπη
έντονη για τη φυλή μου δ) Λύπη που δε βλέπει εκείνος την Αττική που μάταια
παρουσιάζει την καλλονή της ε) Ελευθερία, ελευθερία απεριόριστη, σα να φυσούσε
ένας μεγάλος άνεμος, και σα να ήμουν εγώ αυτός ο άνεμος, και σα να ήμουνα μέσα
του και τον άκουγα. Τίποτε δε με νοιάζει από κείνα που λεν οι άνθρωποι για
μένα. Κατέχω τον εαυτό μου. Ο θάνατος του Γιαννόπουλου στερέωσε τον εαυτό μου.
Ήταν από την αρχή ως το τέλος αληθινός, ακέριος. Πίστευε ό,τι έκανε και έκανε
ό,τι πίστευε. Βλέπω τη ζωή του σα να ήταν η μορφή του. Με το σταμάτημα που
έκανε της ζωής του μου έδωσε ολόκληρη την εικόνα του, τη μορφή του και όλα τα
χρόνια, όλες τις μέρες, όλες τις ώρες, όλες τις στιγμές της ζωής που έζησε. (Effet
de perspective). Με το θάνατό του το θεληματικό, περιόρισε τη ζωντανότητά του
μέσα σε χρονικά όρια και ξεφύτρωσε για μένα η μορφή του και η ένταση της
ζωντανάδας του ακέρια, η δύναμή του ολάκερη. Και είδα σαν δράμα την ψυχή του
καθάρια. Ω βράχοι της Πνύκας που περιδιαβάζαμε άλλοτε, τι μελαγχολία έχετε!
Εκεί στεκόμαστε και από κει βλέπαμε τον κόσμο, και λαχταρούσαμε για μια φυλή
όμορφη, πανόμορφη σαν τη φυλή που γέννησε τον πολιτισμό τον Ελληνικό.
Ω κρίσες μικρότατες των ανθρώπων. Όλοι τώρα θέλουν να
δείξουν πως κάτι ξέρουν. Όλοι θέλουν να φανούν ανώτεροι εκεινού που απόθανε
επειδή δεν ήταν άνθρωποι άξιοί του...
Και όταν την Πέμπτη εκείνη έλεγα του αδελφού μου πως θα
σκοτωθεί, ο αδελφός μου αποκρινόταν: «Μα ήταν γελαστός προχτές που τον είδα».
Και όταν την ίδια μέρα έλεγα ενός φίλου του πως θα σκοτωθεί, ο φίλος του αποκρίνουνταν:
«Μα τον είδα χτες στην πλατεία και φορούσε παπαρούνες». Και δεν πίστευαν εκείνο
που πίστευα εγώ, ότι θα σκοτόνουνταν. Εκείνη την ημέρα ήταν πεθαμένος.
-Μου φαίνεται πως τώρα που έφυγε κείνος, είναι ανάγκη να
φορτωθώ όλα τα βάρη εκείνου. Και γι’ αυτό έχω πολλή δουλειά, πάρα πολλή
δουλειά. Ούτε μια στιγμή της ζωής μου δεν πρέπει να χάσω...
ΑΙΩΝΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΙΣΤΗ
ΚΟΙΝΟΣ ΠΑΡΟΝΟΜΑΣΤΗΣ