Όταν ήρθε σέ φιλονικία μέ τόν Επίσκοπο Μονεμβασίας, κατέφυγε στό μοναστήρι τής Ρεκίτσας, στά σύνορα Μυστρά καί Λεονταρίου. Κοντά στή μονή υπήρχαν τά κτήματα ενός Τούρκου τσιφλικά τού Χουσεΐν - αγά, ο οποίος μετέφερε διαρκώς τά όριά του μέσα στά κτήματα τής Μονής τής Ρεκίτσας. Ο Παπαφλέσας, μέ ένα τέχνασμα, θάβοντας κάρβουνα μέσα στά κτήματα του Τούρκου αγά, εξαπάτησε τούς Τούρκους κατήδες πού ήρθαν νά λύσουν τίς εδαφικές διαφορές καί αυτοί έδωσαν δίκαιο στούς μοναχούς. Ο αγάς λύσσαξε καί κυνήγησε τόν Παπαφλέσσα μέ σκοπό νά τόν σκοτώσει, αναγκάζοντάς τον νά διαφύγει στήν Ζάκυνθο καί από εκεί στήν Κωνσταντινούπολη.
«Βρέ κερατάδες τούρκοι νά πάτε πίσω εις τόν αφέντη σας τόν κερατά, νά τού ειπήτε, ότι εγώ φεύγω διά τήν Πόλιν καί δέν θά γυρίσω πίσω απλούς καλόγηρος, ή δεσπότης θά έλθω ή πασάς.»
Βίος τού Παπά Φλέσα, υπό Φωτάκου, Εν Αθήναις 1868
Στήν Κωνσταντινούπολη γνώρισε τόν Μητροπολίτη Δέρκων Γρηγόριο, καταγόμενο από τά Ζουμπάτα Πατρών καί τόν Παναγιώτη Αναγνωστόπουλο από τήν Ανδρίτσαινα, ο οποίος τόν μύησε στήν Φιλική Εταιρεία. Αργότερα, ο Παπαφλέσας απείλησε τόν Αναγνωστόπουλο μέ μαχαίρι γιά νά τού αποκαλύψη τήν Ανώτατη Αρχή, όπως καί έγινε. Ο Αναγνωστόπουλος τού είπε ότι δέν υπάρχει καμμία μεγάλη δύναμις πίσω από τήν Εταιρεία καί ότι μόνοι τους οι Ρωμιοί, χωρίς ξένη βοήθεια πρέπει νά προσπαθήσουν γιά τήν ελευθερία τού Γένους. Ακούραστος ο "Μπουρλοτιέρης τών ψυχών" διέτρεξε τίς Ηγεμονίες, συνάντησε τόν Υψηλάντη στό Ισμαήλιον Βεσσαραβίας, ενθουσιάστηκε, πίστεψε στόν Αγώνα καί γύριζε από σπίτι σέ σπίτι, από πόλη σέ πόλη, κατηχώντας νέα μέλη καί ξεσηκώνοντας τούς ραγιάδες εναντίον τού προαιώνιου εχθρού τού Γένους.
Ο Υψηλάντης τού ανέθεσε νά κηρύξει τήν επανάσταση στό Μοριά καί τού έδωσε 90.000 γρόσια γιά τά έξοδα τού Αγώνα. Ο Πατριάρχης Γρηγόριος τόν εφοδίασε μέ χαρτιά πού τόν παρουσίαζαν σάν Πατριαρχικό Έξαρχο, γιά νά ξεγελά τίς τουρκικές αρχές καί πέρασε στό Αϊβαλί, όπου φόρτωσε πλοίο μέ πολεμοφόδια καί τό έστειλε στή Μάνη, ενώ ο ίδιος πήγε στήν Υδρα καί στίς Σπέτσες. Από εκεί αποβιβάστηκε στό Ναύπλιο καί τέλος Ιανουαρίου έφτασε στή Βοστίτσα (Αίγιο).
Η άφιξις τού Παπαφλέσσα στό Μοριά θορύβησε τούς προεστούς καί τούς μητροπολίτες, οι οποίοι δέν συμφωνούσαν μέ τόν απερίσκεπτο τρόπο δράσης του "διαβολόπαπα". Ο Δεσπότης Γερμανός, ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης αλλά καί οι Δεληγιανναίοι, ήταν ιδιαιτέρως εχθρικοί στόν Δικαίο καί ήθελαν ακόμα καί νά τόν δολοφονήσουν γιά νά μήν επαναληφθεί η αιματοχυσία τών ορλωφικών. Ο Παπαφλέσας τό ήξερε αυτό καί παντού πήγαινε μέ τόν αδελφό του Νικήτα αλλά καί μέ άλλους ενόπλους σάν συνοδεία.
Στήν περίφημη σύσκεψη τής Βοστίτσας πού έγινε στό αρχοντικό τού Λόντου, στίς 26 Ιανουαρίου 1821, ο Παπαφλέσας είχε νά αντιμετωπίσει μεταξύ άλλων τούς: Ασημάκη Ζαΐμη, Ανδρέα Ζαΐμη, Σωτήρη Χαραλάμπη, Ασημάκη Φωτήλα, Πανάγο Δεληγιάννη, Ανδρέα Λόντο, Σωτήρη Θεοχαρόπουλο, Ιωάννη Παπαδιαμαντόπουλο, Παλαιών Πατρών Γερμανό, Προκόπιο επίσκοπο Κερνίκης, Γερμανό Χριστιανουπόλεως καί τόν Πρωτοσύγκελλο Φραντζή. Απαντες διαφώνησαν μέ τόν Παπαφλέσσα καί ζητούσαν αναβολή τής επανάστασης μέχρι νά κινηθεί η Ρωσία ή μέχρι νά φτάσει ο Υψηλάντης μέ τούς χιλιάδες στρατιώτες του, όπως ψευδώς διέδιδε ο Γρηγόριος Δικαίος. Ο Χαραλάμπης ακόμα τόν ρωτούσε ποιός θά αναλάμβανε νά κυβερνήσει τούς Ρωμιούς αν έφευγαν οι Τούρκοι!
«Θ'αφήσω στήν άκρη τίς βρισιές σας. Χτύπησαν πάνω στούς τοίχους τού πλούσιου οντά καί γυρίσανε πάλι σέ σας, είναι δικές σας. Μή σάς περάσει όμως απ' τό νού πώς δέν καταλαβαίνω πούθε ξεκινάνε τά φερσίματά σας. Τρέμετε τά τομάρια σας, καί γιά τήν καλοπέρασή σας, όχι γιά τό Έθνος. Φοβόσαστε μή χάσετε τό χουζούρι σας, τίς τούρκικες πλάτες. Αν λογαριάσει τό Έθνος τά κουτοπόνηρα ρωτήματα πού αραδιάσατε αιώνια ραγιάδες θά' ναι.
Παπαφλέσσας πρός τούς προεστούς καί τούς δεσποτάδες
Κατάρα στά κεφάλια σας. Ο κοσμάκης θά μάθη τούτα τά φερσίματά σας, αφήνω πού σάς ξέρει απ' τήν καλή, γιατί τού 'χετε τού λόγου σας αργάσει τό τομάρι του, πιό πολύ κι από τούς Τούρκους. Τσιμπούρια καί βδέλλες! Όσο γιά μένα οι εντολές πού πήρα είναι ιερές. Θά κάνω αυτό πού μου ορίσανε, τό θέλετε ή δέν τό θέλετε. Εγώ θά κινήσω τήν επανάσταση κι αλλοίμονο σέ όποιον βρούν οι Τούρκοι ξαρμάτωτο...»
Αντίστοιχη μέ τής Βοστίτσας σύσκεψη, έγινε καί στήν Αγία Μαύρα (Λευκάδα), στό σπίτι τού φιλικού Ιωάννη Ζαμπέλιου. Εκεί συμμετείχαν Ρουμελιώτες κυρίως οπλαρχηγοί: Οδυσσέας Ανδρούτσος, Γεώργιος Τσόγκας, Γεώργιος Βαρνακιώτης, Γεώργιος Καραϊσκάκης, Δημήτριος Μακρής, Νικόλαος Στουρνάρης, Κοντογιάννης, Πανουργιάς, ο Μανιάτης Κυριακούλης Μαυρομιχάλης καί ο Υδραίος Γιακουμάκης Τομπάζης. Η είδηση γιά έναρξη τής επανάστασης στίς 25 Μαρτίου 1821, έγινε δεκτή μέ ενθουσιασμό από τούς ψυχωμένους Κλέφτες καί Αρματολούς, σέ αντίθεση μέ τούς πλούσιους προεστούς καί προύχοντες τού Μοριά, όπου ο Παπαφλέσσας απογοητευμένος, έφθασε στήν επαρχία Καλαβρύτων καί συνάντησε τόν ταχυδρόμο καί μέλος τής Φιλικής Εταιρείας, Νικόλαο Σολιώτη.
«Εις Καλάβρυτα ηντάμωσε τόν Νικόλαον Χριστοδούλου, τόν καί Σολιώτη επονομασθέντα, εύρεν αυτόν κατηχημένον καί ητοιμασμένον καθ' όλα, έξυπνον καί επιδέξιον, πνέοντα εκδίκησιν κατά τών Τούρκων καί ενθουσιάζοντα τόν Φλέσαν νά κάμη αρχήν εις εκείνα τά μέρη, διά νά ενοχοποιηθή ολόκληρος η Επαρχία τών Καλαβρύτων καί ούτω νά κοπούν αι σχέσεις τών Τούρκων καί τών Ελλήνων...
Βίος τού Παπά Φλέσα, υπό Φωτάκου, Εν Αθήναις 1868
Ηλθεν εις Λαγκάδια τής Επαρχίας Καρυταίνης, εκεί εύρε τούς αδελφούς Παπαγιαννοπούλους, τούς νύν Δεληγιανναίους καλουμένους, ούτοι δέ όλοι είπον πρός αυτόν νά αναβάλλουν ακόμη τόν καιρόν μέχρι τής προσδιωρισμένης ημέρας καί δείξαντες τό αίμα τού πατρός των πρός τόν Φλέσαν τού είπον: "Βλέπεις τό αίμα τού πατρός μας, όπου είναι εις τόν τοίχον τής οικίας, ζητά εκδίκησιν". Έπειτα δέ τού διηγήθησαν τό ιστορικόν ότι οι Τούρκοι τόν απεκεφάλισαν κατά τό έτος 1816, εις γήρας βαθύτατον, επάνω εις τήν κλίνην του, ότι τό αίμα του εχύθη καί έχρισε τόν τοίχον καί ότι φυλάττεται από τούς υιούς του ως ιερά ενθύμησις δι' εκδίκησιν.»
Εν τω μεταξύ, ο πόλεμος τού Αλή πασά τών Ιωαννίνων μέ τόν σουλτάνο, ήταν ένα ισχυρό πλεονέκτημα γιά τούς Ρωμιούς τού Μοριά καί τής Ρούμελης, διότι ο ισχυρός τουρκικός στρατός, απασχολούνταν στήν Ήπειρο. Mάλιστα, ο τρομερός καί ικανώτατος στρατηγός Μεχμέτ Χουρσίτ πασάς, πού είχε διοριστεί Μόρα Βαλεσή, εγκατέλειψε αμέσως (5 Ιανουαρίου) τήν Τριπολιτσά όπού είχε διοριστεί, γιά νά αναλάβει τήν εκστρατεία κατά τού αποστάτη Αλή. Ήταν τόσο ανυποψίαστος γιά τήν διάθεση τών ραγιάδων νά ξεσηκωθούν, πού άφησε στήν πρωτεύουσά του, μαζί μέ τίς γυναίκες του, καί τούς θησαυρούς του.
«Αλλ' η επανάστασις εγενικεύθη καί ηυδοκίμησε δι' άλλους προσέτι καί πρακτικωτέρους λόγους. Ο εμφύλιος μεταξύ Μαχμούτη καί Αλή πασά αγών προεκάλεσε τήν από τού Ιανουαρίου μηνός αναχώρησιν εις τό πεδίον εκείνο τής μάχης τού Χουρσίτ πασά, η δέ Πελοπόννησος απαλλαγείσα τού ρέκτου (δραστήριου) τούτου καί εμπείρου πολεμίου ηδυνήθη ευχερέστερον νά επιληφθή τού έργου. Πλήν τούτου η στάσις τού Αλή απησχόλησε δι' όλου τού έτους 1821 τάς πλείστας τών τουρκικών δυνάμεων τής Ρούμελης, οι Σουλιώτες ηδυνήθησαν νά ανακτήσωσι τήν πατρίδα αυτών, η ανατολική Ελλάς δέν εβράδυνε νά παρακολουθήση τό παράδειγμα της Πελοποννήσου, εάν δέ η δυτική εδίστασεν επί τινα χρόνον, περί τά μέσα όμως τού έτους, ότε οι Σουλιώται ήρχισαν παρενοχλούντες τό στρατόπεδον τού Χουρσίτη, εκινήθησαν πάσαι αι πρός μεσημβρίαν αυτών μέχρι Μεσολογγίου χώραι.»
Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος - Ιστορία τού Ελληνικού Έθνους
Ιδιαίτερη αναφορά πρέπει νά γίνει γιά τούς Σουλιώτες, οι οποίοι επιστρέφοντας στήν Ήπειρο, συνέβαλαν τά μέγιστα στήν επιτυχία τού Αγώνα γιά τήν Ανεξαρτησία. Ο ηρωϊκός λαός τών Σουλιωτών, πού είχε καταφύγει στά Επτάνησα μετά τήν ήττα τού 1803 από τόν Αλή, επανέκτησε τήν πατρίδα του τόν Δεκέμβριο τού 1820. Ο Αλή πασάς, μέ τά όνειρά του γιά ανεξάρτητο κράτος καί μέ τήν τεράστια δύναμη καί πλούτο πού είχε συγκεντρώσει, θεωρήθηκε αποστάτης από τόν σουλτάνο Μαχμούτ, ο οποίος ανέθεσε αρχικά στόν Ισμαήλ Πασόμπεη καί αργότερα στόν στρατηγό Χουρσήτ τήν εξόντωση τού Αλβανού πασά.
Οι Σουλιώτες, παίζοντας ένα τέλειο διπλωματικό παιχνίδι τόσο μέ τό σουλτανικό στρατόπεδο, όσο καί μέ τό στρατόπεδο τού αποστάτη Αλή, κατόρθωσαν μέ ψεύτικες υποσχέσεις στούς δύο αντιπάλους, νά πάρουν πίσω τό Σούλι μέ όλη τήν γύρω περιοχή εξήντα χωριών καί τό οχυρό τής Κιάφας. Τούς Λιάπηδες καί τούς Τσάμηδες, συμμάχους τού Ισμαήλ πασά, πού είχαν καταλάβει τίς κατοικίες τους, τούς νίκησαν, καί η 12η Δεκεμβρίου 1820, ημέρα πού τό Σούλι απελευθερωνόταν, μπορεί νά θεωρηθεί ημέρα έναρξης τής Ελληνικής Επανάστασης.
«Εισελθών ο Περραιβός εις τό Σούλιον, εξωμολογήθη τόν μέγαν σκοπόν τού έθνους καί τάς οποίας σταθεράς ελπίδας τρέφει πρός αυτούς, η κατά τάς ιονικάς νήσους εικοσαετής συναναστροφή μετ' αυτών τού Περραιβού, η συγγένεια, ομόνοια καί υπόληψις υπερίσχυσαν εις τάς ψυχάς τών Σουλιωτών, τούς ενέπνευσαν αποτησίαν εις τά προσπίπτοντα υπέρ πατρίδος δεινά καί πρός τούτοις τό εξής γράμμα τού Αλεξάνδρου Υψηλάντη τούς έμβασεν εις φιλοτιμίαν καί άμιλλαν υπέρ τών κοινών συμφερόντων.
Απομνημονεύματα Πολεμικά, συγγραφέντα παρά τού συνταγματάρχου Χριστοφόρου Περραιβού, Αθήναι 1836
"Ανδρείοι αρχηγοί τών Ελληνικών στρατευμάτων. Εγγίζει πλέον ο καιρός, τόν όποίον τοσούτους αίωνας επροσμέναμεν. Η προσκλητική σάλπιγξ τής πατρίδος εντός όλίγου μέλλει νά ηχήση. Διά τούτο σας στέλλω τόν ανδρείον καί γενναίον Περραιβόν. Αυτός θέλει σας εξηγήσει τούς σκοπούς μου καί σας δώσει τάς διαταγάς μου. Δείξατε εις όλον τόν κόσμον, ότι τώ όντι είσθε απόγονοι τών λαμπρών ηρώων τού Μαραθώνος καί τών Θερμοπυλών καί ότι καταφρονείτε καί σείς τόν θάνατον ως καί εκείνοι. Η δέ ευγνώμων πατρίς θέλει ανταμείψει τάς ανδραγαθίας σας μέ τάς πλουσίας τής δωρεάς, δόξαν, ευγένειαν, τιμάς καί αξιώματα."
Αλέξανδρος Υψηλάντης, Τή 7η Οκτωβρίου 1820, Ισμαήλ»
Μέ τήν απασχόληση πολυάριθμου τουρκικού στρατού στήν Ήπειρο η Επανάσταση μπόρεσε νά αρχίση στήν Πελοπόννησο καί νά στηριχθή στά πρώτα της βήματα. Η φωτιά σέ λίγο θά άναβε στήν Μάνη, τήν Καλαμάτα, τά Καλάβρυτα, τήν Πάτρα, τήν Βοστίτσα (Αίγιο), τήν Ντροπολιτσά (Τρίπολη) καί θά έκαιγε τούς Τούρκους κατακτητές σέ ολόκληρο τόν Μωριά. Τό Έθνος θά ξυπνούσε από τό λήθαργο τών αιώνων καί θά έπαιρνε εκδίκηση γιά τούς σφαγμένους παππούδες του, τά κλεμμένα εδάφη, τίς βεβηλωμένες εκκλησιές, τίς ατιμασμένες μανάδες. Θά έπαιρνε εκδίκηση γιά τόν Μαρμαρωμένο Βασιλιά.
«Προϊόντος δέ τού Μαρτίου, επέστη καί η κλητή ημέρα τής 25 αυτού, καί τό κήρυγμα τής επαναστάσεως διεσαλπίσθη καί εκ Πελοποννήσου, καί μέχρι τέλους τού μηνός αυτού ηκούσθη πανταχού, ως είρηται. Τότε δή τότε καί τό τουρκικό ξίφος υψωθέν κατεφέρετο μανιωδώς πανταχού του κράτους κατά τών ελληνιζόντων Χριστιανών καί όσω η επανάστασις ελάμβανε διαστάσεις μείζονας, τόσω μείζων καί τήν Υψηλή Πύλην κατελάμβανε μανία πρός σφαγάς...
Ούτως όμως ή άλλως, η επανάστασις εν Πελοποννήσω εγενικεύθη κατά τήν προορισθείσαν 25 Μαρτίου αν καί ευρίσκετο έτι πεπεδημένη εις τά σπάργανά της καί από πολλάς ελλείψεις καί δυσχερείας περικυκλωμένη.»
Ιστορικά περί τής Ελληνικής Παλιγγενεσίας, Μιχαήλ Οικονόμου, γραμματικός τού Κολοκοτρώνη
«Οι πλείστοι τών ιστορικών παραδέχονται ότι ο Αρχιερεύς Παλαιών Πατρών Γερμανός ύψωσε τήν σημαίαν τής Ελληνικής Επαναστάσεως εν τή Μονή τής Αγίας Λαύρας εν Αχαΐα καί ούτως ήρχισεν εν Πελοποννήσω η επανάστασις, έτεροι δέ αναιρούντες τούτο δέν αποδίδωσι τήν αρχήν ταύτην εις τόν Γερμανόν. Αλλ' οπωσδήποτε, είτε ο Γερμανός, είτε άλλοι έδωκαν τό σημείον τής αρχής, η εν Πελοποννήσω επανάστασις ήρχισε τόν Μάρτιον τού 1821 έτους.»
Ιστορία τής Ελληνικής Επαναστάσεως υπό Λάμπρου Κουτσονίκα, Αθήναι 1864
«Οι Γραικοί είχαν όλα τά δίκαια διά νά επιθυμώσει τήν ανεξαρτησίαν των, καί διά νά προσπαθήσωσι νά αποτινάξωσι τόν σκληρόν ζυγόν τής Οθωμανικής διοικήσεως, ήτις μέ τό δικαίωμα τών όπλων καί τής ισχύος τούς υπεδούλωσε, τούς απεβαρβάρωσε, τούς επτώχυνε, τούς εταπείνωσε, τούς εχώρισεν από τό σώμα τών άλλων χριστιανικών εθνών τής Ευρώπης καί τούς έκαμε νά φαίνονται όνειδος ανθρώπων καί εξουθένωμα λάών. Τό κίνημά τους είναι δίκαιο καί ο σκοπός αξιέπαινος...»
Ιγνάτιος Επίσκοπος Ουγγροβλαχίας, Εν Πείσσαις τη 20η Μαΐου 1821
«Μάνα, σού λέω δέν μπορώ τούς Τούρκους νά δουλεύω,
δέν ημπορώ, δέν δύναμαι, εμάλλιασε η καρδιά μου,
θά πάρω τό τουφέκι μου νά πά' νά γένω κλέφτης,
νά λημεριάζω στά βουνά καί σταίς ψηλαίς ραχούλαις.
νάχω τόν ουρανό σκεπή, τούς βράχους γιά κρεβάτι.
Ευχήσου με, μανούλα μου, Τούρκους πολλούς νά σφάξω,
καί φύτεψε τριανταφυλλιά καί μαύρο καρυοφύλλι,
καί πότιζέ τα ζάχαρι καί πότιζέ τα μόσχο.
Κι όσο πού ανθίζουν μάνα μου, καί βγάνουνε λουλούδια,
ο γιός σου δέν απέθανε μον' πολεμάει τούς Τούρκους.
Μά μιάν αυγή ανοιξιάτικη μιά πρώτη τού Μαΐου,
τό καρυφύλλι εστέναξε, τριανταφυλλιά δακρύζει
μέ μιάς ξεράθηκαν τά δυό κι επέσαν τά λουλούδια,
μαζί μ' αυτά σωριάστηκε κ' η δόλια η μανούλα.»
Κλέφτικο - Φιλαδελφεύς Αλέξανδρος - 25 Μαρτίου 1821, Εν Αθήναις 1900
«Ο Χουρσίτ, διορισθείς ηγεμών τής Πελοποννήσου ήλθε διά θαλάσσης εις Ναύπλιον, επειδή δέ έφερε καί αμάξας έγεινε φροντίς νά εξομαλυνθή η άγουσα εις Τριπολιτσάν οδός. Αλλά τή νύκτα έπεσε τόσο ραγδαία βροχή, ώστε μία τών αμαξών τού εκόλλησε καί εμπόδισε τήν πρόοδο όλης τής συνοδίας. Ο Χουρσήδης υπολαβών ένοχον τόν ηνίοχον τόν επιστόλισεν (πυροβόλησε) αυτοχειρί ανεξετάστως....
εξ αιτίας πεσούσης καί αύθις τήν νύκτα ραγδαίας βροχής τινές αγωγιάται έφυγαν κρυφίως εγκαταλείψαντες τά ζώα τής επαρχίας των καί μεταπεμψάμενος αυθωρεί τόν εν Τριπολιτσά ανθηγεμόνα Μουσταφάμπεην τόν διέταξε νά αποκεφαλίση ευθύς τόν προεστώτα τού Αγίου Πέτρου, Γιαννούλην Καραμάνο, διά τήν φυγήν των αγωγιατών τής επαρχίας του...
Εισελθών δέ ο Χουρσήδης εις τό παλάτιόν του ηθέλησε νά επισκεφθή τούς εις χρήσιν τών αυλικών του θαλάμους, μή παρευρεθέντος δέ κατά τύχην τού κλειδούχου καί μετ' ολίγον ελθόντος διέταξε νά τού σπάσωσι τούς εμπροσθινούς οδόντας...
Τοιαύτα θηρία εστέλλοντο νά διοικήσωσι τούς αθλίους Έλληνας!»
Ελληνική Επανάστασις, Σπυρίδων Τρικούπης
«Κατά τήν εποχήν αυτήν, ελθών ο Σπυρίδων Σπηλιωτόπουλος εκ Δημητσάνης, εμπορευόμενου πρό χρόνων μετά τού αδελφού του Νικολάου, εταίροι καί οι δύο καί ενθουσιασμένοι διά τήν απελευθέρωσιν τής πατρίδος, παρακινημένοι δέ καί από τούς Τομπάζηδες καί άλλους διά νά κατασκευάσωσι βαρουτόμυλους εις Δημητσάναν νά ευρεθή αρκετή βαρούτη διά τόν μελετώμενον σκοπόν, ηθέλησε μόνος του νά κάμη τήν επιχείρησιν, αλλά νέος ών καί μή έχων επιρροήν καί τοσαύτας σχέσεις εις τήν πατρίδα του καί επειδή ο τότε προκριτώτερος καί δυνατώτερος τής πόλεως διά τής επιρροής καί τού πλούτου ήτον ο Αθανάσιος Αντωνόπουλος, ωμίλησε μέ αυτόν εξαιτούμενος τήν συνδρομήν καί προστασίαν του.
Αλλ' αυτός βλέπων τό επιχείρημα σοβαρόν καί επικίνδυνον, τό διακοίνωσεν εις ημάς τούς πέντε αδελφούς, ότι αν λαμβάνωμεν καί ημείς μέρος, λαμβάνει καί αυτός...»
Απομνημονεύματα Κανέλλου Δεληγιάννη