ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΓΡΑΜΜΕΣ
"τον τε μηδέν τώνδε μετέχοντα ουκ απράγμονα, αλλ' αχρείων νομίζομεν" - ΑΥΤΟΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΠΑΙΡΝΕΙ ΜΕΡΟΣ ΣΤΑ ΚΟΙΝΑ ΟΧΙ ΜΟΝΟ ΔΕΝ ΚΑΝΕΙ ΤΙΠΟΤΑ ΑΛΛΑ ΕΙΝΑΙ ΕΛΕΕΙΝΟΣ ΑΘΛΙΟΣ ΑΧΡΗΣΤΟΣ .........(ΘΟΥΚΥΔΙΔΟΥ Β'40 .ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ ΠΕΡΙΚΛΕΟΥΣ)...................... «παρά δύναμιν τολμηταί και παρά γνώμην κινδυνευταί και εν τοις δεινοίς ευέλπιδες» (Θουκυδίδου, Ιστορίαι, Α’ 70)
Ετικέτες
- ΑΓΝΩΣΤΟΙ ΗΡΩΕΣ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ
- ΑΙΓΑΙΟ
- ΑΝΘΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΡΟΠΑΓΑΝΔΑ
- ΑΟΖ
- ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ
- ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ
- ΒΑΛΚΑΝΙΚΟΙ ΠΟΛΕΜΟΙ
- ΒΙΒΛΙΑ
- ΒΙΝΤΕΟ
- ΒΙΟΓΡΑΦΙΕΣ
- ΒΟΡΕΙΟΣ ΗΠΕΙΡΟΣ
- ΒΥΖΑΝΤΙΟ
- ΓΕΝΟΚΤΟΝΙΑ ΤΩΝ ΠΟΝΤΙΩΝ
- ΓΕΡΜΑΝΙΚΕΣ ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΕΙΣ
- ΓΕΩΠΟΛΙΤΙΚΗ
- ΕΘΝΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ
- ΕΘΝΙΚΙΣΜΟΣ
- ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
- ΕΛΛΗΝΟΤΟΥΡΚΙΚΑ
- ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ 1821
- ΕΠΟΣ ΤΟΥ 40
- ΘΡΑΚΗ
- ΙΔΕΟΛΟΓΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
- ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ
- ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ
- ΚΟΙΝΟΤΙΣΜΟΣ
- ΚΥΠΡΟΣ
- ΛΑΘΡΟΜΕΤΑΝΑΣΤΕΣ
- ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ
- ΜΙΚΡΑ ΑΣΙΑ
- ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ
- ΟΛΟΚΑΥΤΩΜΑ
- ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ
- ΠΑΙΔΕΙΑ
- ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
Παρασκευή 29 Σεπτεμβρίου 2023
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΙΣ ΡΙΖΕΣ : ΤΑ 5 ΒΙΒΛΙΑ ΠΟΥ ΜΑΣ ΕΠΗΡΕΑΣΑΝ
ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΓΡΑΜΜΕΣ
Πέμπτη 28 Σεπτεμβρίου 2023
ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ [Ἔθνος Ἑλληνικὸ ὑπῆρχε καὶ ὑπάρχει καὶ δὲν κατέπεσεν ποτέ
Κυριακή 24 Σεπτεμβρίου 2023
ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ 1821 : Η ΑΛΩΣΗ ΤΗΣ ΤΡΙΠΟΛΙΤΣΑΣ ΣΤΙΣ 23 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 1821
- " Πώς σάς φαίνεται, ωρέ Τούρκοι, τό αλώνισμα καί τό λίχνισμα; Γιατί μάς τυραννούσατε;"
- "Τί νά σάς πούμε; Τώρα τό βλέπομε κι εμείς πώς τό παρακάναμε. Σάς αδικούσαμε κι ο Αλλάχ μάς παιδεύει."
Στή γράνα οι Τούρκοι παρατάνε τά ζά καί τά τρόφιμα πού είχαν πάρει από τά χωριά. Οι πεζοί πιάστηκαν μέ τούς Έλληνες χέρια μέ χέρια, άνθρωπος μέ άνθρωπο καί όποιος μπορούσε σκότωνε τόν άλλο. Κάποιος από τούς δικούς μας πού πολέμαγε στή γράνα σκοτώνει έναν Τούρκο. Πάει νά τού πάρει τό κεφάλι. Καί βλέπει τόν σκοτωμένο νά κρατά τό κεφάλι τού αδελφού του.
Σά νά μήν έφταναν όλα τ' άλλα δεινοπαθήματα τών Τούρκων τής Τριπολιτσάς, ξέσπασε από τή βρώμα τόσου πλήθους πού κλείστηκε σ' αυτή, εξανθηματικός τύφος. Οι ντόπιοι είχαν ακόμα τροφές στά κελάρια τους, μά όσοι ήρθαν απόξω νά βρούν σωτηρία υπόφεραν τά πάνδεινα από πείνα. Οι Αλβανοί τού Κεχαγιάμπεη, πού είχαν εκστρατέψει μέ τήν ελπίδα πλιατσικολογώντας τό Μοριά νά καζαντίσουν, καθώς οι πρόγονοί τους τό 1770, βλέπανε τώρα πώς χάνονταν δίχως κανένα διάφορο. Γύρεψαν τούς μισθούς τους κι όπως δέν τούς έδιναν, άρπαξαν από τίς αποθήκες τά λιγοστά τρόφιμα.
Έτσι οι μπλοκαρισμένοι μοιράστηκαν σέ τρία μέρη: τό πρώτο τών ντόπιων μ' αρχηγούς τόν Κιαμήλμπεη τής Κορίνθου, τόν Ντεφτέρ Κεχαγιά καί τόν Σέχ Νετζήπ εφέντη. Τό δεύτερο από τούς υπαλλήλους πού είχαν γι' αρχηγό τόν Κεχαγιάμπεη καθώς καί τήν παντοδύναμη Εσμά Χανούμ, τήν μπάς χανούμ τού Χουρσίτ πασά. Τό τρίτο μέρος ήταν οι Αλβανοί μέ κεφαλές τόν Ελμάζ μπέη καί τόν Μέτσο Μπόνο.
"Τό κίνημά σας κατά τής εξουσίας διέσπασε μεταξύ υμών καί ημών πάντα δεσμόν καί δέν έπρεπε βέβαια νά σάς γράψωμεν. Ενώ απελαμβάναμεν τόσας ευεργεσίας από τήν εξουσίαν αυτήν, τήν οποίαν διόρισε ο Θεός νά μάς διοική καί η οποία μάς εφύλαξε τήν θρησκείαν καί τήν τιμήν. Ήταν δίκαιον νά προσενεχθήτε μέ τόσην αχαριστίαν καί νά τήν αποδώσετε κακόν αντί καλού; Καί φαντάζεσθε ότι ολίγοι άνθρωποι δύνασθε ν' αντιπαραταχθήτε εις βασίλειον, τό οποίον εξουσιάζει τά τρία τέταρτα τού κόσμου; Δέν ενεθυμήθητε ότι οι Σέρβοι υποπέσοντες εις τήν αυτήν ανοησίαν, αφ' ού αντέστησαν δώδεκα όλα έτη, κατήντησαν τέλος νά πωληθώσιν εις τήν αγοράν έκαστος ανά τρία γρόσια;"
Οι Έλληνες πού αγωνίζονταν γιά τήν λευτεριά μας τούς αποκρίθηκαν μέ τούτο εδώ τό έξοχο πραγματικά γράμμα:
"Τώ όντι πάς δεσμός μεταξύ υμών καί ημών διεσπάσθη, διότι ενώ ημείς ζητούμεν τήν ελευθερίαν μας, σείς θέλετε τήν δουλείαν τών Τούρκων καί είσθε πάντοτε ευχαριστημένοι καί υπερασπίζεσθε τήν εξουσίαν των καί πάντοτε εβαδίζετε μέ τό πνεύμα καί μέ τάς θελήσεις των. Άρα διά ταύτα καί αυτοί σάς αντήμειψαν επαξίως καί σάς βασανίζουν έξ ήδη μήνας εις τήν ειρκτήν, ώστε δέν ηξεύρομεν άν είσθε ζωντανοί ή πεθαμένοι. Δέν αγνοείτε όσα κακά επάθαμεν καί ημείς καί οι προγόνοι μας εις διάστημα εκατόν ήδη ετών; Ωρκίσθημεν διά τούτο ή νά ελευθερωθώμεν ή ν' αποθάνωμεν καί είμεθα αμετάτρεπτοι. Ζητούμεν δέ νά παύση η τυραννία των, παυομένης τής εξουσιάς των καί νά μάς παραδώσουν τήν πόλιν καί άν θέλουν νά μείνουν εις τήν πατρίδα, τούς εγγυώμεθα διά τήν ζωήν καί τήν τιμήν των."
Στίς 13 τού Σεπτέμβρη 1821, βγήκανε από τήν πύλη τού Άη Θανάση τής Τριπολιτσάς βαστάζοι κουβαλώντας μιά μεγάλη σκηνή πού τή στήσανε ανάμεσα στήν πολιτεία καί τίς προφυλακές τών Ελλήνων. Μετά πρόβαλαν από τήν Τριπολιτσά οι αντιπρόσωποι τών Τούρκων. Ο Σέχ Νετζήπ εφέντης, ο Ντιβάν εφέντης καί ο μπινά εμίν Γιουσούφ μπέης πού εκπροσωπούσαν τούς ντόπιους, ο Ντεφτέρ κεχαγιάς καί ο Νακήπ εφέντης τού καϊμακάμη καί ο Ελμάζ μπέης τών Αλβανών. Τραβήξανε γιά τή σκηνή καί περιμένανε μιά ολόκληρη ώρα ώσπου νά 'ρθουνε οι χτεσινοί σκλάβοι τους. Από μέρος τών προεστών καί τών πολιτικών ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης, ο Παλαιών Πατρών Γερμανός, ο Κρεβατάς καί ο Αναγνώστης Δεληγιάννης. Από τ' άρματα ο Κολοκοτρώνης, ο Αναγνωσταράς, ο Γιατράκος καί τέλος ο Αναγνωστόπουλος σάν εκπρόσωπος τού Υψηλάντη.
- "Πείτε μας στό θεό σας, τί πράματα είν' τούτα καί ποιές οι αιτίες; Μόνοι σας είστε ή όλο τό μιλέτι (έθνος) σας; Είστε ακουμπισμένοι σέ κανένα κιράλη (δύναμη); "
- "Εμείς μήν ημπορούντες πλέον νά υποφέρωμε τά τόσα δεινά, όπου από σάς εδοκιμάζαμε, τό αποφασίσαμε. Καί η Ευρώπη βλέποντας τά δίκαιά μας, μάς υποστηρίζει."
- "Καλά αυτά. Είστε όμως ακουμπισμένοι σέ κανένα κιράλη;"
- "Η Ευρώπη καί η Ρωσία μάς βοηθούσαν μυστικά. Όταν η Ρωσία είδε τόν άτιμο τρόπο πού θανατώθηκε ο πατριάρχης μας, αποφάσισε τόν εξολοθρευμό τού τούρκικου ντοβλετιού (κράτους) καί τού σουλτάνου σας. Καί είναι δίκαιη η απόφαση γιά τόν σουλτάνο σας πού ήρθε από τήν Ανατολή χωρίς κανένα δικαίωμα κι άρπαξε τά υπάρχοντα μας, πήρε τή γή τών πατέρων μας καί εμάς μάς θυσιάζει σάν τά πρόβατα. Γιατί πειράξατε τούς φυλακισμένους; Πόσοι από τούς άρχοντες καί τούς δεσποτάδες απέμειναν ζωντανοί στή φυλακή; Πόσες Χριστιανές έμειναν γκαστρωμένες;"
- "Σ' αυτό δέν φταίμε εμείς οι Τούρκοι. Ήρθαν μέ τή θέλησή τους."»
Φωτιάδης Δημήτρης - Επανάσταση τού 21
Οι Τούρκοι μπέηδες ζητούσαν νά βγούν από τήν πολιτεία μέ όλον τόν οπλισμό τους καί νά τούς ναυλώσουν οι Ρωμιοί τά πλοία πού θά τούς μετέφεραν στή Μικρά Ασία. Επίσης ζητούσαν δεκαοκτώ ομήρους ως εγγύηση καί ένα ιδιαίτερο πλοίο γιά τά χαρέμια τού Χουρσίτ πασά. Ο Κολοκοτρώνης όμως τούς ξεκαθάρισε ότι θά έβγαιναν χωρίς όπλα καί θά μέτραγαν στούς Έλληνες πενήντα δύο εκατομμύρια γρόσια σάν αποζημίωση γιά τίς σφαγές τών αμάχων καί τίς καταστροφές τών πόλεων τής Κορίνθου, τού Άργους, τής Βοστίτσας καί τών Παλαιών Πατρών.
Οι εχθροπραξίες είχαν διακοπεί καί στά τείχη επικρατούσε ηρεμία αλλά καί μία ιδιότυπη συναλλαγή Ρωμιών καί Οθωμανών στρατιωτών. Οι Χριστιανοί ζητούσαν όπλα καί σάν αντάλλαγμα προμήθευαν μέ τρόφιμα τούς πολιορκημένους μουσουλμάνους. Μάλιστα πολλοί Έλληνες γιά νά πραγματοποιήσουν τό εμπόριο αυτό, ανέβαιναν καί στά τείχη μέ σκοινιά πού τούς πέταγαν οι ίδιοι οι Τούρκοι. Άλλοι πάλι έμπαιναν στήν πόλη γιά νά συναντήσουν γνώριμα πρόσωπα ή γιά νά ξεκινήσουν διαπραγματεύσεις. Ο υπασπιστής τού Κολοκοτρώνη Φωτάκος βρισκόταν στήν Τριπολιτσά καί έμενε στό σπίτι τού Ελμάζ μπέη γιά νά διαπραγματευθεί τήν έξοδο τών Αλβανών από τήν πολιτεία. Η Μπουμπουλίνα επισκέφθηκε τήν πρώτη χανούμισσα τού Χουρσίτ καί τήν καθησύχασε ότι θά προστάτευε τίς γυναίκες τού σερασκέρη.
Στίς 15 Σεπτεμβρίου, ο Κεχαγιάς ειδοποιήθηκε από τόν Άγγλο διοικητή τής Ζακύνθου ότι ισχυρός τουρκικός στόλος έπλεε στά παράλια τής Πελοποννήσου. Τότε οι Τούρκοι αποφάσισαν νά κερδίσουν χρόνο, επιμηκύνοντας τίς συζητήσεις. Οι Αλβανοί μισθοφόροι όμως δέν ήθελαν νά περιμένουν άλλο.
Στίς 18 Σεπτεμβρίου, ημέρα Κυριακή, ο Ελμάζ μπέης καί ο Κολοκοτρώνης έδωσαν μπέσα νά αποχωρήσουν οι Αλβανοί ασφαλείς γιά τήν Ήπειρο. Τήν επόμενη ημέρα οι Αλβανοί έστειλαν στόν Κολοκοτρώνη γιά φύλαξη δεκατρία μεγάλα κιβώτια πού περιείχαν μισθούς αξίας τεσσάρων εκατομμύριων γροσίων καί άλλα πολύτιμα αντικείμενα. Οι φήμες περί συμφωνίας τών Αλβανών μέ τούς Έλληνες αναστάτωσαν τούς κατοίκους τής Τριπολιτσάς. Η αναχώρηση τού αλβανικού σώματος, χωρίς νά έχει εξασφαλισθεί συνθήκη παράδοσης τής πόλης μέ όρους ασφαλείας, σήμαινε ότι τό τέλος όλων εκείνων πού θά απέμεναν μέσα σέ αυτήν πλησίαζε.
Ήθελαν νά τού ζητήσουν δύο διαβατήρια διά δύο Χριστιανούς υπηρέτας τού χαρεμιού, τούς οποίους ήθελε νά πάρη μαζύ της η πασίνα καί έδιδεν όσα χρήματα ήθελε τής ζητήσουν, διότι τά χαρέμια είχαν τήν ιδέαν, ότι θά επιμείνουν οι Αλβανοί νά τούς πάρουν καί νά τούς υπάγουν τού πασά. Αλλ' είχαν ακόμη μάθει ότι ο Κολοκοτρώνης θά εξετάση τούς Αλβανούς, οι οποίοι θά έβγουν καί άν εύρη Χριστιανούς θά τούς κρατήση. Δι' αυτό εζήτησαν τά διαβατήρια.
Αφού λοιπόν οι Αλβανοί μπέηδες απεφάσισαν νά υπάγουν εις τό σεράγι νά ιδούν τί τούς θέλουν οι εντόπιοι διότι είχαν κόψει τήν συχνήν αντάμωσίν των επειδή είχαν παράπονον εναντίον των οι εντόπιοι, ότι τάχα δέν έκαμαν ωσάν Τούρκοι νά υποφέρουν μαζύ τόν κίνδυνον, αλλ' εσυμφώνησαν νά φύγουν μόνοι των, εκίνησαν καί επήραν στρατιώτας μαζύ των υπερ τούς πεντακοσίους. Είπαν καί τών άλλων μπουλουξίδων, οίτινες θά έμεναν οπίσω νά έχουν τόν νούν των μήν τούς κάμουν οι εντόπιοι τίποτε απιστίαν.
Ο Αλβανός Ελμάς μπέης κατά παραγγελίαν τής πασίνας (συζύγου τού Χουρσίτ) μέ επήρε μαζύ του καί επηγαίναμεν εις τό σεράγι, αλλ' άμα εκοντοφθάσαμεν εις τή βορεινήν πλευράν ακούσαμε τουφέκια κατά τήν ανατολικήν πλευράν. Ήτο τότε η ώρα ενάτη τής ημέρας, τό δέ σεράγι είχε μεγάλην έκτασιν καί έξαφνα καθώς επηγαίναμεν επαρουσιάσθησαν εμπρός μας Έλληνες καί μάς ετουφέκισαν καί εσκότωσαν κάμποσους Αλβανούς. Τούς εφώναξα ευθύς νά στρέψουν τήν άλλην πλευράν, διότι είναι οι φίλοι μας οι Αλβανοί καί νά μή μάς τουφεκούν καί ούτως έκαμαν.
Τότε βλέπομεν μπροστά μας τόν Δημήτριον Πλαπούταν, όπου τόν έφερε μπράτσο ο Βελή Κογιάτσος καί άλλους ακόμη μπέηδες Αλβανούς. Ο Πλαπούτας είχεν έμβει μέσα εις τήν Τριπολιτσάν κατά τήν ώραν τής εφόδου από τήν τάπιαν (προμαχώνα) τού σεραγιού, βοηθούμενος από τούς ιδικούς του καί από τούς Αλβανούς διά νά εύρη τούς μπέηδες καί νά τούς βεβαιώση ότι δέν τούς απάτησαν αυτοί, διότι χωρίς τήν γνώμην τών αρχηγών εμβήκαν μέσα οι Έλληνες καί τότε επήραν αυτούνοι μπέηδες, οίτινες επήγαιναν νά εύρουν τόν Ελμάς Μέτσιον εις τό σεράγι (παλάτι). Εκεί δέ ευρέθησαν ακόμη ο Κωνσταντής Παπαζαφειρόπουλος, ο Αναγνώστης Ζαφειρόπουλος καί ο Αναστάσιος Λογιώτατος. Καί αντί πλέον νά υπάγωμεν εις τό σεράγι, εστρίψαμε τότε κατά τήν πόρταν τών Καλαβρύτων, όπου ηύραμεν εκεί έξω τής πόρτας καί τόν Κολοκοτρώνην, τήν Μπουμπουλίναν καί τόν Γιαννάκην Κολοκοτρώνην (Γενναίο).
Κοντά εις τόν Κολοκοτρώνην επήγε καί εστάθη ο Ελμάς μπέης καί εκρατούσε μόνος του τό άλογον του καί δέν ήθελε νά τό καβαλλίκη, διότι υπώπτευε. Τότε ένας Αλβανός εστενοχώρει πολύ τόν Κολοκοτρώνην νά τού δώση τήν πιστόλαν του, τήν οποίαν τού είχαν πάρει οι Έλληνες. Ο δέ αρχηγός τού είπε: "Θέλεις νά σού δώσω τήν ιδικήν μου;" Καί έβγαλε μίαν πιστόλαν από τό κουμπουρλούκι τού αλόγου του. Άπλωσε λοιπόν ευθύς ο Αλβανός νά τήν πάρη χωρίς νά εννοήση τά λόγια τού αρχηγού, αλλ' ο φρόνιμος Ελμάς μπέης θυμωθείς έσυρε τό σπαθί τού καί τού εκτύπησε τό χέρι.
"Τράβηχθήτε!" τούς είπε ο μπέης. "Καιρός διά πιστόλια είναι τώρα; Δέν βλέπετε όπου κοντεύετε νά χάσετε τά κεφάλια σας;"
Άφησα καί εγώ τόν αρχηγόν καί εδόθηκα εις τά λάφυρα. Ετράβηξα νά υπάγω κατά τού Τσεκούρα, περίφημου Τούρκου διά τάς ωμότητάς του, αλλ' είδα ότι οι Υδραίοι τόν είχαν ξεπουπουλιάσει καί είχαν σκοτώσει όλους τούς ιδικούς του καί αυτός δέ ο ίδιος είχε βάλει φωτιά νά καή μέσα εις τό σπίτι του καί είχε σκοτώσει τήν γυναίκαν του, τή μάνα του καί τή θυγατέρα του, νέαν ωραίαν ως είκοσι χρονών.
Πρίν φθάσω εις τού Τσεκούρα εις ένα στενόν δρόμον ευρήκα μπροστά μου τούς Υδραίους, οι οποίοι είχαν μπλέξει εκεί υπέρ τούς διακόσιους Αλβανούς καί άλλους Τούρκους. Αυτοί ήρχοντο νά έβγουν εις τήν πόρταν τών Καλαβρύτων. Τούς επήραν τά άρματα καί τούς επελέκησαν όλους μέ τάς μαχαίρας (σαλτιρμάδες). Ακόμη καί τώρα έρχεται εις τόν νούν μου τό λιάνισμα καί τό τρίξιμον τών κοκκάλων καί ανατριχιάζω.
Πολλοί καπεταναίοι καί άλλοι Έλληνες από φιλανθρωπίαν ήθελαν νά σώσουν κανένα Τούρκον. Άλλος όμως Έλλην, τού οποίου ο Τούρκος τήν γυναίκα ή τό παιδί ή καί αυτόν τόν ίδιον είχε κατά διαφόρους τρόπους ατιμάσει, τυραννήσει καί αδικήσει, άμα έβλεπε τόν εχθρόν του τού άναπτεν από πίσω τήν πιστόλαν ή τό τουφέκι του. Δέν ήτο κανένας Τούρκος, ο οποίος νά μήν είχε δύο καί τρείς εχθρούς, διότι ποτέ των δέν εσυλλογίσθησαν ότι θά σηκωθούν οι ραγιάδες των καί θά ζητήσουν τήν ελευθερίαν των. Τό δέ κακόν έξαφνα τούς ήλθεν εις τό κεφάλιν των.
Δέν τούς εσκότωναν λοιπόν από ωμότητα οι Έλληνες τούς Τούρκους, καθώς η πολιτισμένη Ευρώπη μάς εκατηγόρησεν, ούτε διά κανέναν άλλον σκοπόν, καθώς είδαμεν, αλλά από δικαίαν εκδίκησιν, τήν οποίαν έτρεφαν εναντίον των. Ηύραν εμπρός των τούς εχθρούς των, οι οποίοι είχαν ατιμάσει αυτούς τούς ιδίους καί είχαν σκοτώσει καί αιχμαλωτίσει πολλούς συγγενείς καί γνωρίμους κατά τόν παρόντα πόλεμον, τά δέ αίματα τών φονευθέντων ακόμη άχνιζαν.
Οι Εβραίοι τής Τριπολιτσάς καί αυτοί εχάθηκαν μαζύ μέ τούς Τούρκους καί εθανατώθησαν μέ περισσοτέραν εχθρότητα, διά τάς γενομένας υπ' αυτών κατά τών Ελλήνων ύβρεις εις Κωνσταντινούπολιν καί ιδίως διά τόν εμπαιγμόν τόν οποίον έκαμαν εις τό πτώμα τού απαγχονισθέντος Πατριάρχου Γρηγορίου. Εις τήν Κορώνην έκαμαν μυρίας κακώσεις κατά τού εκεί αρχιερέως καί τού διακόνου του. Εις δέ τό Ναύπλιον πάλιν οι εκεί Εβραίοι σκληρώς εβασάνισαν τόν πληγωθέντα καί αιχμαλωτισθέντα από τούς Τούρκους Αναγνώστην Κελπερήν.
Τόν δέ Σωτήριον Κουγιάν προεστώτα τής Τριπολιτσάς, εθανάτωσεν ο επίσημος οπλαρχηγός Γιαννάκης Δαγρές. Είναι αληθές, ότι ο τρόπος τού θανάτου τού ήτο απάνθρωπος, αλλά δικαίως έπαθεν. Οι Έλληνες εγνώριζαν τά προηγούμενα τού Κουγιά. Τοιούτους Έλληνας οι Τούρκοι ηγάπων διότι τούς εβοήθουν εις τάς ωμότητας καί τάς αδικίας των. Διά τούτο οι προδότες είχαν ισότητα τινα καί ελευθερίαν, ειδεμή καί αυτοί θά ήσαν εις τήν θέσιν τού ραγιά. Αυτοί επλησιάζαν καί υπηρέτουν τούς Τούρκους διά νά πλουτίσουν διά τής αδικίας καί τής καταπιέσεως τών ομοεθνών των. Ήσαν Τούρκοι κατά τήν ψυχήν καί τήν καρδίαν καί μόνον τό όνομά των ήτο χριστιανικόν. Οι προδόται δέν πρέπει νά μένουν ατιμώτητοι διότι η τιμωρία καί ο θάνατος είναι η αμοιβή των. Οι επαναστάται φονεύσαντες τόν Κουγιάν έπραξαν τό καθήκον των.
Τήν ημέραν όπου αντάμωσα τόν αρχηγόν είχα υπάγει εις τό σπίτι τού Δημητρίου Δεληγιάννη, ευρήκα μέσα καί τούς καπεταναίους του, τούς εχαιρέτισα καί δέν μέ εδέχθησαν μέ τόν τρόπον μέ τόν οποίον μέ εδέχοντο έξω πρίν έμβωμεν μέσα εις τήν Τριπολιτσάν, μάλιστα ήκουσα ύβρεις κατά τού αρχηγού μου καί φοβερισμούς. Τού έκαμα τήν παρατήρησιν, ότι δέν αρμόζουν αυτά τά λόγια νά τά λέγη ο Δεληγιάννης διά τόν φίλον του τόν Κολοκοτρώνην καί μού είπεν:
"Δέν έχω φίλον τόν κλέφτην καί δέν τόν εφοβούμαι πλέον".
Αυτά όλα τά έκαμα γνωστά εις τόν αρχηγόν μου. Αυτός τότε μού είπε:
"Καμώσου ότι δέν μού είπες τίποτε. Τώρα όπου ο Άγιος Θεός ηθέλησε καί μάς εδυνάμωσε καί επήραμεν τήν Τριπολιτσά, ας λέγουν ότι θέλουν. Έχουν δίκαιον παιδί μου, διότι βλέπουν τούτους σκοτωμένους μέ τούς οποίους είχαν μαζύ τήν εξουσίαν. Τώρα τήν επήρε τό έθνος. Άν εγελάσθηκαν καί έκαμαν τήν επανάστασιν, ήλπιζαν νά κληρονομήσουν τούς Τούρκους καί νά γίνουν αυτοί εις τόν τόπον των, (νά πάρουν τή θέση τους), αλλ' αργά τό εσυλλογίσθηκαν.»
Άπαντα Κολοκοτρώνη (Φωτάκος) - Έλλης Αλεξίου, Τόμος 1
Η διχόνοια μεταξύ Τούρκων καί Αλβανών λίγο έλειψε νά οδηγήσει σέ ένοπλη σύγκρουση, καθώς οι σκληροτράχηλοι μισθοφόροι απαίτησαν μέ ιδιαίτερα δυναμικό τρόπο τούς καθυστερούμενους μισθούς τους. Δεν δίστασαν μάλιστα νά προπηλακίσουν τόν ίδιο τόν Μουσταφάμπεη (Κεχαγιά). Τελικά ο Μεχμέτ Σαλήχ αναγκάσθηκε νά τούς εξοφλήσει χρησιμοποιώντας αρκετά πολύτιμα είδη από τό θησαυροφυλάκιο τού σεραγιού.
Οι επιζήσαντες από τό κολαστήριο τών τουρκικών φυλακών δέν πρόλαβαν νά χαρούν τήν αποφυλάκισή τους. Σέ μία ημέρα πέθαναν ο μητροπολίτης Ναυπλίου Γρηγόριος, ο Χριστιανουπόλεως Γερμανός, ο Δημητσάνης Φιλόθεος, ο Παπαλέξης καί ο πρωτοσύγκελλος τού μητροπολίτη Ανδρούσης Χρύσανθος. Οι τελευταίοι αυτοί θάνατοι ανησύχησαν τούς Τούρκους καί περιέθαλψαν μέ ιδιαίτερη φροντίδα τούς ελάχιστους εναπομείναντες στή ζωή. Η ύπαρξή τους ήταν η τελευταία ελπίδα γιά διαφυγή από τήν καταδικασμένη πόλη. Μέ ενέργειες μάλιστα τού Ελμάζ μπέη, αποφασίσθηκε η απελευθέρωση τού Θεόδωρου Δεληγιάννη. Τή στιγμή όμως πού τόν μετέφεραν πάνω σέ φορείο έξω από τήν πόλη, πέθανε εξαντλημένος από τίς κακουχίες. Οι Δεληγιανναίοι, πού περίμεναν μέ χαρά τόν αδελφό τους, είδαν ξαφνικά μπροστά τους τό πτώμα του, γεγονός πού τούς εξαγρίωσε.
Στίς 23 Σεπτεμβρίου 1821, ημέρα Παρασκευή, καί ενώ τό έγγραφο γιά τήν αναχώρηση τών Αλβανών δέν είχε ακόμη υπογραφεί, τό τέχνασμα ενός απλού στρατιώτη, τού Μανόλη Δούνια από τόν Πράστο Κυνουρίας καί δύο Σπετσιωτών, τού Αυραντίνη καί τού Γκίκα Ρουμάνη σήμανε τό τέλος τής πολιορκίας.
Ήτον ημέρα Παρασκευή, 23η τού Σεπτεμβρίου, ημέρα καθ' ήν οι Τούρκοι έσφαξαν Χριστιανούς εις τό Γαλαξίδι καί κατέκαυσαν τήν πόλιν των καί εκυρίευσαν τά πλοία των καί ο Δούνιας αναβαίνει τό τείχος επί σκοπώ νά εξαγάγη τόν Τούρκον κατά τήν υπόσχεσίν του. Αλλά κατόπι τούτου έδραμον άλλοι καί αναβαίνουσιν ωσαύτως. Κατόπι δέ τούτων καί άλλοι καί ο αδελφός τού Κεφάλα καί ο Διονύσιος Βασιλείου καί ώρμησαν τινες εν ριπή οφθαλμού εις τό επί τής πύλης τού Ναυπλίου πυροβολοστάσιον, στρέφουσι τά πυροβόλα πρός τήν πόλιν, πυροβολούσι κατ' εκείνου επί τής παρακείμενης πύλης τού Μιστρά, εν ώ άλλοι τρέχουσιν εκείσε νά τό κυριεύσωσι, φεύγουσιν έντρομοι οι πυροβολισταί, ηνοίχθη πάραυτα η πύλη τού Ναυπλίου, εισβάλλουσιν αυτόθεν οι Αγιοπετρίται μέ τούς Πραστιώτας, ηνοίχθη συγχρόνως η τού Μιστρά, εισβάλλουσιν εκείθεν ο Κεφάλας μέ τούς Μεσσηνίους καί υψώνουσι τάς σημαίας τού σταυρού.
Οι Έλληνες εις τήν έφοδον τής Τριπολιτσάς εφόνευσαν πλήθος Τούρκων, εφονεύθησαν δέ καί εξ αυτών έως τριακόσιοι. Εφόνευσαν δέ καί έκαυσαν χωρίς διάκρισιν ηλικίας καί γένους όλους τούς Εβραίους, εκτός τούς λεγομένου Χανέν, έχοντος υπόληψιν αγαθού ανθρώπου. Οι Εβραίοι τής Τριπολιτσάς εκακοποίησαν τούς Χριστιανούς, εις τήν αρχήν μάλιστα τής επαναστάσεως, αλλά καί οι ομογενείς των τούτ' αυτό έπραξαν εις Κωνσταντινούπολιν καί εις Θεσσαλονίκην.
Ο αρχηγός τών εκ Τριπολιτσάς εξελθόντων Αλβανών ειδοποίησε τούς εν Παλαιαίς Πάτραις ότι ανεχώρησαν διά συνθηκών καί ωμολογεί ευγνωμοσύνην εις τόν Κολοκοτρώνην, ως πιστώς τάς συνθήκας εκπληρώσαντα. Ο Κολοκοτρώνης ητοιμάζετο νά εκστρατεύση, ελπίζων, συντελούντων τών Αλβανών νά κυριεύση καί εκείνο τό φρούριον (τής Πάτρας) καί μάλιστα εν ώ είχε καί φίλους εκεί Λαλιώτας, τούς οποίους ήτο πολύ πιθανόν νά καταπείση νά συμπράξωσι μέ τούς Αλβανούς. Αλλ' οι κατά τήν Αχαΐαν ολιγαρχικοί (Ζαΐμης, Λόντος, Χαραλάμπης) δέν θέλουσι νά λάβωσι μέρος οι πολεμικοί εις τήν πολιορκίαν τού φρουρίου τών Παλαιών Πατρών καί αποβάλλοντες τούς Πετιμεζαίους καί Κουμανιώτας, έγραψαν πρός τά συνιστώντα τήν Γερουσιάν μέλη ν' απαγορευθή καί εις τόν Κολοκοτρώνην νά εκστρατεύση εις Παλαιάς Πάτρας. Ηπείλου δέ ότι, άν ο Κολοκοτρώνης ήθελεν εκστρατεύσει εκεί έμελλε ν' ακολουθήση εμφύλιος πόλεμος."
Απομνημονεύματα συνταχθέντα υπό τού Νικολάου Σπηλιάδου, Αθήνησιν 1852
Κεφάλας, Ζαφειρόπουλος, Μιχαλάκης, Κονδάκης, Παπατσώνης, Κρεββατάς, Γιατράκος, αρχιμανδρίτης Ιερόθεος Αθανασόπουλος, επίσκοπος Βρεσθένης ήταν οι πρώτοι πού πάτησαν τήν Τριπολιτσά γύρω στίς 9 τό πρωΐ τής 23ης Σεπτεμβρίου 1821, ενώ οι αγάδες πού ήσαν συγκεντρωμένοι στό σεράι, αμέσως μετά τήν πρώτη έκπληξη, αντί νά σπεύσουν πρός τούς προμαχώνες γιά νά αναχαιτίσουν τήν ελληνική προέλαση, έτρεξαν στά σπίτια τους γιά νά προστατεύσουν τίς οικογένειές τους.
Ο Αναγνώστης Δεληγιάννης, άν καί παρακολούθησε τή σκηνή, επιτέθηκε εναντίον τών Αλβανών σκοτώνοντας μερικούς καί αφαιρώντας τά όπλα από τούς υπολοίπους. Ταυτόχρονα, επιτέθηκαν κατά τών Αλβανών καί μερικοί στρατιώτες τού Αναγνωσταρά, πού είχε αρνηθεί νά αναγνωρίσει τή συνθηκολόγηση μαζί τους. Οι Αλβανοί νόμιζαν ότι ο Κολοκοτρώνης τούς πρόδωσε καί ετοιμάστηκαν νά τόν πυροβολήσουν. Η φωνή όμως τού Κολοκοτρώνη αναχαίτισε τούς άνδρες τού Δεληγιάννη καί ματαίωσε τήν ένοπλη σύγκρουση. Οι Αλβανοί, μέ τή συνοδεία μερικών Ελλήνων ομήρων, κατάφεραν νά βγούν από τήν πόρτα τών Καλαβρύτων καί από εκεί νά κατευθυνθούν στή Βοστίτσα σώοι καί ασφαλείς μέ όλα τους τά υπάρχοντα καί τά χρήματα. Από τό νησάκι Τριζόνια έστειλαν πίσω τούς ομήρους Χρηστάκη Κολοκοτρώνη, Βασίλη Δημητρακόπουλο, Πέτρο Μαρκέζη καί Γκίκα Γκίκα, καθώς καί μία ευχαριστήρια επιστολή απευθυνόμενη πρός τόν Κολοκοτρώνη.
Σύμφωνα μέ τόν Φωτάκο, ο Δεληγιάννης καί ο Λόντος, οι οποίοι ήταν αντίθετοι πολιτικά μέ τόν Κολοκοτρώνη καί τόν Πλαπούτα, κτύπησαν επίτηδες τούς Αλβανούς γιά νά εκτεθούν στά μάτια τών Αλβανών οι δύο Έλληνες οπλαρχηγοί καί νά χάσουν ακόμα καί τή ζωή τους. Ο Πλαπούτας απείλησε τόν Λόντο ότι άν κτυπήσει ο Βοστιτσιώτης πρόκριτος τούς Αλβανούς πού είχε υπό τήν προστασία του, τότε ο Πλαπούτας θά γινόταν ένα μαζί τους καί θά έκαιγαν τήν επαρχία τής Αιγιαλείας. Ο δέ Κολοκοτρώνης προνόησε καί δέσμευσε τούς Αλβανούς νά μήν ξαναγυρίσουν νά πολεμήσουν στόν Μοριά. Πράγματι αυτοί ορκίστηκαν νά μή γλυτώσει από τήν οργή τού Θεού καί από τό σπαθί τού Κολοκοτρώνη όποιος Αλβανός επέστρεφε στόν Μωριά.
Μετά τήν είσοδο τών ελληνικών σωμάτων στήν πόλη, η τουρκική αντίσταση επικεντρώθηκε στήν πύλη τού Αγίου Αθανασίου, στή μεγάλη τάπια. Όταν καί οι τελευταίοι Τούρκοι τακτικοί στρατιώτες παραδόθηκαν, οι Έλληνες ξεχύθηκαν στούς δρόμους τής Τριπολιτσάς μαινόμενοι, σκορπίζοντας τόν θάνατο σέ όλους τούς αλλόθρησκους πού έβρισκαν μπροστά τους. Δέν γινόταν διάκριση ούτε φύλου, ούτε ηλικίας. Ηλικιωμένοι καί παιδιά εκσφενδονίζονταν από τά παράθυρα, νεαρές γυναίκες σέρνονταν από τά μαλλιά καί βιάζονταν, έμβρυα σκοτώνονταν. Από τούς 34000 μουσουλμάνους πού είχαν καταφύγει στήν Τριπολιτσά σώθηκαν μόνο 8000. Ήταν η μεγαλύτερη σφαγή Τούρκων αμάχων πού σημειώθηκε στή διάρκεια τής επανάστασης τού 21.
Οι σκηνές θύμιζαν εκπορθήσεις τών πόλεων τού Βυζαντίου από τούς Οθωμανούς. Η Κωνσταντινούπολις, η Φιλαδέλφεια, η Νίκαια, η Καλλίπολις, η Θεσσαλονίκη, η Νικομήδεια, η Τραπεζούντα, η Σμύρνη, η Καισάρεια, η Θεοδοσούπολις, η Αδριανούπολις, η Αμμόχωστος καί οι εκατοντάδες πόλεις καί χωριά πού είχαν ισοπεδωθεί από τούς Ασιάτες βαρβάρους στά βυζαντινά χρόνια έπαιρναν τήν εκδίκησή τους. Αλλά καί τά τετρακόσια χρόνια βασάνων καί ταπείνωσης έβρισκαν καί αυτά δικαίωση. Έστω καί μέ αυτό τό βάρβαρο τρόπο.
Όταν ο Κολοκοτρώνης μαζί μέ τόν Γιατράκο μπήκε μέσα στήν πόλη, τό δράμα είχε συντελεσθεί. Τό άλογό του, σύμφωνα μέ τά απομνημονεύματά του πάταγε μόνο σέ πτώματα. Όταν τού ανέφεραν ότι σέ ένα παλάτι είχαν αποκλεισθεί 300 Αλβανοί πού δέν πρόλαβαν νά φύγουν έσπευσε νά τούς παραλάβει. Όταν όμως έφθασε, δέν πίστευαν ότι ήταν αυτός.
- "Μά τά τέσσερα κιτάπια τού Θεού, μά τόν προφήτη Χασρέτ Ισά (Χριστό), εγώ είμαι. Ο Κολοκοτρώνης! Τό κρίμα στό λαιμό σας. Εγώ δέν πρόδωσα τήν μπέσα."
Παρά τις προσπάθειες του, δέν κατάφερε νά τούς πείσει νά τόν ακολουθήσουν καί αποχώρησε. Τότε οι Έλληνες πυρπόλησαν τούς γύρω δρόμους καί όλοι οι αποκλεισμένοι Αλβανοί βρήκαν φρικτό θάνατο.
Ο πρόκριτος Σωτήριος Κουγιάς βασανίσθηκε φρικτά από τόν Γιαννάκη Δαγρέ, ο οποίος διψούσε γία εκδίκηση γιά τό θάνατο τού αδελφού τού Θανάση. Έκοψε τό αυτί τού προδότη καί τού τό έβαλε στό στόμα γιά νά τό φάει. Αμέσως μετά τόν σκότωσε. Παρά τήν εκδικητική μανία τών Ελλήνων, οι επίσημοι Τούρκοι έμειναν άθικτοι. Αμέσως μετά τή φυγή τών Αλβανών, εισήλθαν στήν πόλη οι Έλληνες αρχηγοί Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης, Αναγνώστης Δεληγιάννης καί Παναγιώτης Κρεββατάς, οι οποίοι κατευθύνθηκαν στό σεράι γιά νά προστατεύσουν τούς Τούρκους αξιωματούχους καί τά χαρέμια τών πασάδων πού ήταν χρήσιμα γιά τήν ανταλλαγή τών αιχμαλώτων.
Ο Γέρος τού Μοριά δέν παρέλειψε νά κόψει σύριζα τόν περίφημο κεντρικό πλάτανο τής πόλης τής Τριπολιτσάς από τόν οποίο είχαν κρεμαστεί δεκάδες συγγενείς του. Ο αγνός Νικηταράς δέν προσέτρεξε ούτε καί αυτή τή φορά γιά λαφυραγώγηση, αλλά έσωσε από σίγουρο θάνατο 150 Βούλγαρους μισθοφόρους πού βρίσκονταν στήν υπηρεσία τού Χουρσίτ πασά. Τούς είχαν περικυκλώσει Ελληνες στό σπίτι πού αμύνονταν καί ετοιμάζονταν νά τούς βάλουν φωτιά.
- "Αμάν κεπατάν! Χριστιάν, χριστιάν! (Σώσε μας καπετάνιο, είμεθα Χριστιανοί)"
Ο Νικηταράς απομάκρυνε τούς Έλληνες καί παρέλαβε τούς Βούλγαρους, οι οποίοι τέθηκαν στήν υπηρεσία τών ομοθρήσκων τους. Σύμφωνα μέ τόν Διονύσιο Κόκκινο, ο Τουρκοφάγος τριγύριζε στήν πόλη μέ τά φτωχά τού ενδύματα, χωρίς νά ενδιαφέρεται γιά τά πανάκριβα αντικείμενα πού κρύβονταν μέσα στά τούρκικα σπίτια. Τά μόνα πού πήρε ήταν δύο πιστόλια πού τού δώρισε ο Δημήτριος Υψηλάντης.
Ο αλαζόνας Κεχαγιάμπεης, τήν ώρα τής πτώσης τής πόλης, αντί νά τρέξει νά πολεμήσει στόν τελευταίο προμαχώνα, κλείστηκε μαζί μέ τά χαρέμια στό παλάτι του καί παραδόθηκε χωρίς αντίσταση. Τήν παράδοση αυτή τήν έφερε βαρέως καί τό εξομολογήθηκε στόν Κυριακούλη Μαυρομιχάλη. Μάλιστα περίμενε ότι ο Κολοκοτρώνης θά τόν εκτελούσε, όπως ο ίδιος ο Κεχαγιάμπεης είχε εκτελέσει χιλιάδες αμάχους σέ όσες πόλεις καταλάμβανε, στήν πορεία του από τήν Ήπειρο μέχρι τήν Τριπολιτσά.
Εκείνος πού συγκλονίστηκε μέ τίς σφαγές ήταν ο εκπρόσωπος τού Υψηλάντη, ο Αναγνωστόπουλος, ο οποίος έκανε ότι ήταν δυνατό γιά νά τίς αποτρέψει. Στή συνάντησή του μέ τόν άρχοντα τής Κορίνθου Κιαμήλ μπέη τού εγγυήθηκε τήν ασφάλειά του στό όνομα τού πρίγκηπα. Ο Κιαμήλ μπέης κατηγόρησε τότε ανοιχτά τόν Κεχαγιά γιά τήν καταστροφή τής πόλης γιατί καθυστέρησε αναίτια τήν υπογραφή τής συνθήκης παράδοσης.
Ο πλούσιος Εβραίος τραπεζίτης Χανέν, φρόντισε νά τρέξει στή σκηνή τού Κολοκοτρώνη γιά νά γλυτώσει τή ζωή τή δική του καί τής οικογενείας του, όπως καί τά κατάφερε τελικά. Ο Κολοκοτρώνης μόλις είδε τόν Εβραίο οπλισμένο - πράγμα σπανιώτατο - μέ τίς πανάκριβες πιστόλες τού τίς αφαίρεσε, λέγοντάς του:
- "Εβραίος καί άρματα δέν πάει".
Ο Γάλλος Ρεμπώ πού ήταν παρών έσπευσε νά καταδικάσει τήν πράξη τού γερο - κλέφτη. Ξέχασε όμως τό παιδί τής γαλλικής επανάστασης πού εξόντωσε όλους τούς Γάλλους ευγενείς τού Λουδοβίκου, ότι ο τραπεζίτης ζούσε μέχρι εκείνη τή στιγμή μία λαμπρή ζωή, συνεργαζόμενος μέ τόν βάρβαρο κατακτητή καί ρουφώντας στήν κυριολεξία τόν ιδρώτα καί τό αίμα τών Ρωμιών ραγιάδων, πού εργάζονταν δεκαπέντε ώρες τήν ημέρα στά χωράφια τών μπέηδων! Η περιουσία τού τοκογλύφου εκείνου όπως καί όλων τών αγάδων επέστρεφε στούς πραγματικούς ιδιοκτήτες πού ήταν οι σκαφτιάδες τής γής καί οι ανυπότακτοι κλέφτες πού είχαν περάσει όλη τους τή ζωή μέ άπειρες στερήσεις στίς χιονισμένες κορυφές τού Μαίναλου, τού Ταΰγετου καί τού Χελμού.
Ο Κολοκοτρώνης λοιπόν κατηγορήθηκε από τούς Ευρωπαίους αξιωματικούς ότι οικοιοποιήθηκε μεγάλο μέρος από τά λάφυρα γιά προσωπικό του όφελος. Ο Ρεμπώ, πού ήταν φίλος τού Μαυροκορδάτου, έγραψε καί τήν γελοία κατηγορία ότι ο Κολοκοτρώνης έστειλε χρηματικά ποσά σέ ευρωπαϊκές τράπεζες. Απλά τόν διαψεύδει η ίδια η ζωή τού Κολοκοτρώνη ο οποίος πέθανε πάμφτωχος έχοντας στήν κατοχή τού μόνο μία καλύβα πού τού χάρισε τό ελληνικό κράτος.
Παρόμοιες συκοφαντίες εκτόξευσε καί ο Γάλλος Περσά κατά τής Μπουμπουλίνας ότι δηλαδή καταλήστεψε τίς χανούμισσες τού Χουρσίτ, προκειμένου νά τίς στείλει στά Γιάννενα. Απλά η ίδια η ζωή τής σπετσιώτισσας καπετάνισσας διαψεύδει τόν Γάλλο τυχοδιώκτη, δεδομένου ότι η Λασκαρίνα προσέφερε εξ ολοκλήρου τήν τεράστια περιουσία της γιά τόν Αγώνα καί πέθανε καί αυτή τελείως χρεωκοπημένη.
Εν ταυτώ άρχισαν οι Αρβανίταις νά πραγματεύονται. - ήτον ένας γραμματικός μέ τούς Αρβανίταις, γραμματικός τού Βελήμπεη καί Αλμάσμπεη. Αυτός έκαμνε τόν μεσίτη μέ τούς Αρβανίταις νά τούς βγάλομεν. Οι επίλοιποι Τούρκοι μανθάνοντας τό τραττάτο, ηθέλησαν νά πάρουν μέρος καί αυτοί, εβγαίνανε εις ένα μέρος, επήγαινε ο Πετρόμπεης, ο Αναγνώστης Ντεληγιάννης, Κρεβατάς καί άλλοι, καί τούς ελέγαμε, νά αφήσουν τ' άρματα καί νά τούς μπαρκάρομε όπου θέλουν. Εκείνοι έλεγαν:
- "Όχι, μέ τ' άρματά μας".
Στέλνουμε στούς Αρβανίτες, διά νά εμπιστευθούν νά εβγούν, τόν Κολιόπουλο (Δημήτριο Πλαπούτα) ως ενέχυρον. Βλέποντες οι Έλληνες, ότι θά πέσει η Τριπολιτζά, εμαζώχθηκαν 20000. Καθώς εδοκίμασαν οι Αρβανίτες νά φύγουν, επήδησαν οι Έλληνες μέσα από τήν τάπια τού σαραγιού. Οι Αρβανίτες εβγήκαν έξω, επήραν τόν Κολιόπουλο, ετράβηξαν κατά τόν Μύτικα έως 2500. Μπαίνοντας τ' ασκέρι, έβαλα τελάλι νά μή σκοτώσουμε τούς Αρβανίτες. Εβγήκαν ως 2000 καί μέσα εις τήν Τριπολιτζά έκοβαν.
Τό άλογό μου από τά τείχη έως τά σαράγια δέν επάτησε γή. Αρβανίτες κλεισμένοι εις τόν πύργο δέν πείθονται εΙς τήν φωνή μου. Εκεί πού εβγήκα μέ τούς Έλληνας, τό πράγμα τους οι Αρβανίτες τό είχαν στελμένο εις τό τζαντήρι (σκηνή) μου από ημέρας μπροστά τρείς. Πηγαινάμενος εκεί, δοκίμασαν οι Έλληνες νά κτυπήσουν τούς Αρβανίτες, εγώ τούς είπα:
- "Εάν θέλετε νά βαρέσετε τούς Αρβανίτες, σκοτώσετε εμένα πρώτα, ειμή καί είμαι ζωντανός όποιος πρωτορίξει εκείνονε πρωτοσκοτώνω πρώτα".
Κι εμπήκα μπροστά μέ τούς σωματοφύλακάς μου, καί εμίλησα τών Αρβανιτών καί ήρθαν. Ο Αλμάσμπεης καί ο Βελήμπεης, οι δύο αρχηγοί τών Αρβανιτών, καί τούς εζήτησα δύο ενέχυρα, καί τούς έδωσα τό πράγμα τους, 13 φορτώματα. Εις τό τραττάτο ήτον οι πρώτιστοι τών Ελλήνων, εγώ έμεινα πιστός εις τόν λόγον τής τιμής μου. Επήρα τόν Κολιόπουλο από τούς Αρβανίτες καί τούς έδωσα τόν Γιαννάκη Κολοκοτρώνη, Χρηστάκη καί Βασίλη Αλωνισθιώτη.
Τού Σεχνετζίμπεη η φαμιλιά έμεινε μ' εμέ, 24 άνθρωποι. Τόν Κιαμήλμπεη τόν επήρε ο Γιατράκος. Ο Κεχαγιάς έμεινε αιχμάλωτος μέ τά χαρέμια καί τά περίλαβε ο Πετρόμπεης. Μετά τήν νίκη τού Βαλτετζιού τού είχα γράψει ένα γράμμα καί τού έλεγα ότι:
- "Σ' ενόμισα τακτικόν καί ήλθες κλέφτικα νά πολεμήσεις. Μανθάνω ότι κάνεις προσκυνοχάρτια εις τούς Ρωμαίους, δέν είναι τώρα καιρός διά τούς Τούρκους νά δίνεις προσκυνοχάρτια, αλλά είναι τών Ελλήνων καιρός νά δίνουν εις τούς Τούρκους, καί ελπίζω νά σού δώσω ράγι (συγχώρεση), άν γλυτώσεις, νά πάς εις τόν τόπον σου. Βάστα όσο μπορέσεις καί καλήν αντάμωσιν εις τό σαράγι σου."
Καί ο Θεός τό ήφερε καί εσμίξαμε εις τό σαράγι.
- "Ήμουν σκλάβος εις τούς Ρούσους", έλεγε ο Κεχαγιάς, "καλλίτερα νά χαθώ εις τούς Έλληνας, αλλού θά μέ στείλει ο Σουλτάνος νά χαθώ".
- " Μή φοβάσαι, δέν φονεύομε όσους επροσκύνησαν."
Τούς επαραδώκαμεν εις τήν φύλαξιν τών Μαυρομιχαλέων. Όταν εμβήκα εις τήν Τριπολιτζά, μέ έδειξαν εις τό παζάρι τόν πλάτανο οπού εκρέμαγαν τούς Έλληνας. Αναστέναξα καί είπα:
- "Άϊντε, πόσοι από τό σόγι μου καί από τό έθνος μου εκρεμάσθησαν εκεί!"
Εδιέταξα καί τόν έκοψαν. Επαρηγορήθηκα καί διά τόν σκοτωμόν τών Τούρκων. Όταν εκίνησα διά νά υπάγω εις τό Βαλτέτζι, εις τόν δρόμον εβγήκαν τρείς λαγοί καί τούς έπιασαν ζωντανούς οι Έλληνες. Τότε τούς είπα, ότι:
- "Η νίκη παιδιά, είναι δική μας!"
Είχαν πρόληψη οι Έλληνες όταν έβλεπαν λαγούς καί επερνούσαν από τό στρατόπεδο καί δέν τούς εσκότωναν ή δέν τούς έπιαναν, η καρδιά τών Ελλήνων εκρύωνε, ότι θά χάσουν τόν πόλεμο.
Από βουνό εις βουνό είχα τουφέκια μέ φωτιαίς (φρυκτωρίες ή καμινοβίγλια τών βυζαντινών) καί εις ολίγες στιγμές έδιδα είδησιν εις τά μακρινά στρατεύματα. Μία φορά εις τά Τρίκορφα ο Αναγνώστης Ζαφειρόπουλος από τό Ζυγοβίστι, τόν οποίον είχα γραμματικόν τότε, μέ ήβλεπε οπού αγωνιζόμουνα εις τάς 24 ώρας. Εις τάς 20 επήγαινα εις τήν τέντα μου καί έτρωγα ολίγο ψωμί. Μού είπε:
- "Άϊντε Κολοκοτρώνη, παιδεύσου, παιδεύσου, καί η πατρίς σου θέλει σέ ανταμείψει."
Εγώ τού αποκρίθηκα ότι:
- "Εμένα η πατρίς θά πρωτοεξορίσει",
καί η τύχη τό ήφερε καί αλήθευσα.
Εκάμαμε συνέλευση, ο Υψηλάντης, ο Πετρόμπεης καί άλλοι, οπού είχαμεν αρχήν. Τούς είπα, ότι:
- "Είναι καιρός νά εκστρατεύσομε τώρα καί νά κινήσω διά τήν Πάτρα."
Τό έκριναν εύλογον. Τότε εκίνησα μόνο μέ 40 σωματοφύλακας γιά τήν Πάτρα. Έστειλα προσταγή εις τήν επαρχία τής Καρύταινας, νά μαζωχθούν τά στρατεύματα διά τήν Πάτρα. Καί όταν έφθασα στά Μαγούλιανα, έξι ώρες από τήν Τριπολιτζά, εσυνάχθηκαν 1700 στρατιώτες, καί έως νά κατεβώ εις τήν Γαστούνην εμάζωνα 10000, ακούοντας ότι εκστράτευα διά τήν Πάτρα οι άρχοντες, ο Ανδρέας Ζαΐμης, Σωτήρ Χαραλάμπης, Παλαιών Πατρών, πού πολιόρκιζαν τήν Πάτρα, γράφουν ένα γράμμα τού Υψηλάντη καί Πετρόμπεη καί όλης τής τότε Κυβερνήσεως (Γερουσίας):
- "Εμάθαμε ότι ο Κολοκοτρώνης έρχεται εις τήν Πάτρα. Ο Κολοκοτρώνης νά μείνει καί νά έλθει βοήθεια μιά τρακοσαργιά νομάτοι ή μέ τόν Δεληγιάννη, ή μ' ένα Μαυρομιχάλη, διατί σέ έξι ημέρες παίρνομε τήν Πάτρα."
Διατί έλεγαν τών μικρών:
- "Δέν συμφέρει, ότι άν έλθει ο Κολοκοτρώνης θέ νά πάρει καί τής Πάτρας τά λάφυρα, καθώς καί τής Τριπολιτζάς."
Σκοπός τους ήτον νά μήν πάρω τήν Πάτρα καί δυναμωθώ. Άν μέ άφηναν νά πάγω αμέσως, θά μού έδιδαν αμέσως τά κλειδιά οι Τούρκοι από τόν φόβον τους. (Ο Κολοκοτρώνης είχε έρθει σέ συνεννόηση μέ τούς Λαλαίους τουρκαλβανούς τής Πάτρας νά αποχωρήσουν. Ήταν ζήτημα ημερών νά πάρει καί τήν Πάτρα. Δέν τόν άφησε τό αρχοντολόϊ Ζαΐμης, Λόντος, Χαραλάμπης, Γερμανός, καί έμεινε η πόλις τών Πατρών γιά οκτώ ακόμα χρόνια σέ τούρκικα χέρια.)
Διήγησις Συμβάντων τής Ελληνικής Φυλής - Θεόδωρος Κολοκοτρώνης
Η πτώση τής Τριπολιτσάς υπήρξε αποφασιστικής σημασίας γιά τήν εδραίωση καί γιά τήν εξέλιξη τού Αγώνα. Η εκκαθάριση τού εσωτερικού τής Πελοποννήσου δημιούργησε αυτοπεποίθηση στούς αγωνιστές, πού μπορούσαν πλέον ευκολότερα νά κτυπήσουν τά υπόλοιπα τουρκικά φρούρια. Η εξαφάνιση τής κυριότερης τουρκικής παρουσίας είχε ανεβάσει τό ηθικό τών πολεμιστών στά ύψη. Με τά χιλιάδες όπλα καί σπαθιά οπλίσθηκαν πολλοί αγωνιστές. Η επανάσταση προσλάμβανε διαφορετικές διαστάσεις καί ανοίγονταν νέες προοπτικές γιά τήν οργάνωση τού Αγώνα, όχι μόνο στόν στρατιωτικό, αλλά καί στόν πολιτικό τομέα. Ο Δημήτριος Υψηλάντης έμαθε γιά τήν πτώση τής Τριπολιτσάς στά Βασιλικά (Κιάτο) Κορινθίας, όπου είχε τότε στατοπεδεύσει γιά νά ματαιώσει ενδεχόμενη απόβαση τουρκικού στρατού. Η χαρά του όμως μετριάσθηκε όταν πληροφορήθηκε τίς σφαγές τών αμάχων, τήν αρπαγή τών λαφύρων καί τήν λιποταξία τών στρατιωτών του πού έσπευσαν στήν Τριπολιτσά γιά λαφυραγωγία.
Οι σφαγές τής Τριπολιτσάς κρίθηκαν από μερικούς ξένους ιστορικούς ως μία από τίς πιό ειδεχθείς εκδηλώσεις τής απανθρωπιάς τών πολέμων. Οι αντιπολιτευόμενοι τά φιλελληνικά κομιτάτα τής Ευρώπης ανέφεραν σέ άρθρα καί σέ διαλέξεις τους ότι οι σφαγές εκείνες ήταν η απόδειξη πώς οι Έλληνες είχαν αποβάλλει τά χαρακτηριστικά τής φυλής πού χάρισε στήν ανθρωπότητα τά έξοχα διδάγματα ευγένειας καί ανθρωπισμού. Οι Γάλλοι αξιωματικοί Μαξίμ Ρεμπώ καί Μωρίς Περσά, εκδήλωσαν καί αυτοί πρός τούς Έλληνες φοιτητές πού είχαν έλθει από τό Παρίσι τόν αποτροπιασμό τους γιά τά γεγονότα τής Τριπολιτσάς. Οι Έλληνες εθελοντές, όντας ενημερωμένοι γιά τά τεκταινόμενα στήν Ευρώπη, απάντησαν υπενθυμίζοντας τίς αγριότητες τής δικής τους επανάστασης, εκεί όπου η λαιμητόμος έκοψε αδιακρίτως χιλιάδες κεφάλια.
Οι Οθωμανοί καίτοι κυριευθέντες δι εφόδου παρά τών Ελλήνων, έμενον πάντοτε εις τάς δοξασίας των ότι είχον μέχρι τής εποχής εκείνης τούς Έλληνες υποχειρίους των, εν ώ καί εθεώρουν εαυτούς μέν αόπλους, τούς δέ Έλληνας ωπλισμένους, μέ τήν αυτήν οθωμανικήν υψηλοφροσύνην καί οίησιν κακομετεχειρίζοντο τούς Έλληνας. Εάν ήθελον νά είπωσι περί οποιασδήποτε υποθέσεως εις τούς Έλληνας τί, εφώναζον αυτούς μέ τό θηριώδες εκείνο ύφος τών: "μπρέ Ρωμιέ!", "μπρέ γκιαούρ, μπρέ σκύλε!", "φέρε νερό!", "φέρε ψωμί!".
Αμβρόσιος Φραντζής - Επιτομή Ιστορίας τής αναγεννηθείσης Ελλάδος, Τόμος Β'
ΑΙΩΝΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΙΣΤΗ
Πέμπτη 21 Σεπτεμβρίου 2023
ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΥΚΟΥΤΡΗΣ : ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ ΤΗΝ ΣΗΜΗΡΙΝΗ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΘΑΝΑΤΟΥ ΤΟΥ ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΤΗΣ ΑΙΩΝΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΠΙΣΤΗΣ ΣΤΟΝ ΕΛΛΗΝΑ ΕΘΝΙΚΙΣΤΗ ΚΛΑΣΣΙΚΟ ΦΙΛΟΛΟΓΟ, ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΛΟΓΟ ΚΑΙ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΣΤΗ
Ο Ιωάννης Συκουτρής, Έλληνας εθνικοσοσιαλιστής [1], κλασικός φιλόλογος [2], βυζαντινολόγος και νεοελληνιστής, ο σημαντικότερος ίσως μελετητής της αρχαιότητος που γέννησε ο Ελληνικός εικοστός αιώνας, γεννήθηκε την 1η Δεκεμβρίου 1901 στη συνοικία Γιοφύρι της Σμύρνης στη Μικρά Ασία και σύμφωνα με την επίσημη εκδοχή, αυτοκτόνησε στις 21 Σεπτεμβρίου 1937, ή δολοφονήθηκε εν ψυχρώ γιατί είχε εκδηλωθεί φιλικά προς τον Εθνικοσοσιαλισμό [3], στο δωμάτιο του, στο ξενοδοχείο «Κεντρικόν» της Κορίνθου. Η κηδεία του έγινε από το Α' Νεκροταφείο Αθηνών, στις 24 Σεπτεμβρίου, παρουσία της συζύγου του, λίγων καθηγητών του Πανεπιστημίου και μαθητών του.
Το καλοκαίρι του 1925 παντρεύτηκε την Χαρά Πετυχάκη, κόρη του Μίνωα Πετυχάκη οικονομικού υποστηρικτή και υπουργού κυβερνήσεων του Ελευθερίου Βενιζέλου, που ήταν διευθύντρια της Παιδαγωγικής Ακαδημίας του Αρσακείου, με την οποία δεν απέκτησαν απογόνους.
Βιογραφία
Οι γονείς του Ιωάννη ήταν κτηνοτρόφοι, που είχαν έλθει στη Μικρά Ασία από την Καρδαμύλη της Χίου και απώτερη καταγωγή από τη Μάνη. Πατέρας του ήταν ο Γεώργιος Συκουτρής, ο οποίος διατηρούσε μικρό βουστάσιο και πουλούσε το γάλα του στις περιοχές γύρω από τη Σμύρνη. Ο πατέρας του πέθανε το 1917 από τις κακουχίες, υπηρετώντας στον Τούρκικο στρατό. Το 1909 ο Ιωάννης ήταν μαθητής του δημοτικού σχολείου του Αγίου Κωνσταντίνου στη Σμύρνη, όπου παρέμεινε έως την αποφοίτησή του, ενώ στα δεκαπέντε του μιλάει και γράφει σε Αττική διάλεκτο. Μαθαίνει Λατινικά, Γερμανικά και Γαλλικά, στρέφεται προς τον ρήτορα Αντιφώντα, δάσκαλο του Θουκυδίδη και πρώτο λογογράφο. Ο χαρακτηρισμός «πρώιμη ιδιοφυία» δεν είναι υπερβολή. Έχοντας την υποστήριξη του Χρυσόστομου, Μητροπολίτη Σμύρνης, γράφηκε στην Ευαγγελική Σχολή και από τα δεκαέξι του ήταν συνεργάτης του περιοδικού «Αμαλθεία» του Σ. Σολωμονίδη, γράφοντας με το ψευδώνυμο «Αντιφών ο Σμυρναίος», και τον Ιούνιο του 1918, αποφοίτησε με βαθμό «άριστα». Στις δραστηριότητές του, περιλαμβανόταν η ίδρυση του φιλολογικού συλλόγου «Επιστημονική Σμυρναίων Σύμβασις». Την αρχαΐζουσα γλώσσα διανθίζει με παραθέματα του Θουκυδίδη και του Ευριπίδη, με στίχους του Σολωμού, του Κάλβου, του Σικελιανού. Μιλάει και γοητεύει το κοινό του. Για περίπου ένα χρόνο, δίδαξε ως δάσκαλος στο Μουραντιέ Μαγνησίας, [το τουρκόφωνο χωριό Γκιαούρκιοϊ], όπου καταγράφεται η πρώτη εθνική του δράση, καθώς δημιούργησε και οργάνωσε τον «Εθνικόν Όμιλον», σύλλογο νέων που τα μέλη του ορκίστηκαν να μιλούν μόνο Ελληνικά.
Στην Αθήνα
Το Σεπτέμβριο του 1919, ο Συκουτρής πήγε στην Αθήνα και γράφηκε αναδρομικά στο 2ο έτος στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών από την οποία αποφοίτησε το 1922, με βαθμό «Άριστα», ενώ το διδακτορικό του είχε θέμα με βυζαντινό περιεχόμενο και τίτλο «Μιχαήλ Ψελλού, Βίος και Πολιτεία του οσίου Αυξεντίου κατά πρώτον εκδιδόμενος». Διορίστηκε βοηθός του Φιλοσοφικού Σπουδαστηρίου, της βιβλιοθήκης της Φιλοσοφικής Σχολής, και το 1925 αναγορεύθηκε αριστούχος διδάκτωρ, ενώ αντιμετώπιζε τα έξοδα των σπουδών του από τα χρηματικά βραβεία του Σεβαστοπούλειου Διαγωνισμού, όπου συμμετείχε 2 φορές. Στη φιλοσοφική συγκέντρωσε μια ομάδα από Σμυρνιούς, που είχαν δημιουργήσει την ονομαζόμενη «κλίκα των Σμυρνιών», στην οποία συμμετείχε και ο Ιωάννης Θ. Κακριδής, μετέπειτα σύζυγος της Όλγας Κομνηνού και πατέρας του Φάνη Ι. Κακριδή, αλλά και συμφοιτητές του όλων των Σχολών, και τους έπεισε να πάρουν καθένας τους ένα αρχαιοελληνικό όνομα, «Πύθων» ήταν ο Κωνσταντίνος Θ. Δημαράς, «Ευφορίων» ο Β. Τατάκης, «Ιοφών» ο Α. Καλογεράς, «Μάγνης» ο Ι. Τσικνόπουλος, γνωστή ως η «Αθάνατη παρέα», με σκοπό τη διοργάνωση επισκέψεων και ξεναγήσεων σε αρχαιολογικούς τόπους.
Στην Κύπρο
Ο θάνατος του πατέρα του το 1917 και η Μικρασιατική καταστροφή οδήγησαν τον Συκουτρή στην ανάγκη να συντηρήσει την οικογένεια του και στα μέσα του Οκτωβρίου του 1922 έφτασε στην Κύπρο, όπου είχε διορισθεί ως καθηγητής, μετά από συμφωνία του με τον Γεώργιο Mατσάκη [4]. Παρέμεινε έως το 1924, διδάσκοντας στο «Παγκύπριο Ιεροδιδασκαλείο» στη Λάρνακα, όπου έχοντας την εκτίμηση και τη φιλία του με το Nικόδημο, κατά κόσμο Mυλωνά, Μητροπολίτη Κιτίου, διοργανώνει διαλέξεις, συμμετέχει ενεργά στην ίδρυση του «Συνδέσμου Λειτουργών Μέσης Εκπαιδεύσεως», εκδίδει την «Επιστημονική Επετηρίδα» των καθηγητών και τον Iανουάριο του 1923 εξέδωσε σε περισσότερα από 500 αντίτυπα το περιοδικό «Κυπριακά Χρονικά» [5], στο οποίο δημοσίευε 56 λαογραφικές, αρχαιολογικές, παλαιογραφικές και ιστορικές μελέτες για την Κύπρο.
Μελέτησε και περιέγραψε τα λείψανα της εκκλησίας της «Παναγίας Φανερωμένης», στο χωριό Περιστερώνα, μια φραγκοβυζαντινή εκκλησία με τρούλο, όπου διαπίστωσε θεμέλια άλλου κτίσματος, ψηφίδες διάφορων χρωμάτων και βαθύ σκάψιμο και διακόσμηση στο γείσωμα της βόρειας θύρας. Παράλληλα πρόλαβε και ίδρυσε δύο συλλόγους, τον «Σύλλογο των Νέων» και τον «Φιλολογικό Όμιλο Λάρνακος». Θέλει η παρουσία του να είναι σύντομη και γράφει «σκέπτομαι, ή μάλλον ελπίζω να μη μείνω και άλλον χρόνον, αλλ' ακριβώς δι' αυτό θέλω ν' αφήσω καλήν ανάμνησιν (...) Πρέπει να δώσω από τα Κυπριακά Χρονικά κατεύθυνσιν εις τους εδώ λογίους, να εξακολουθήσουν ό,τι προσεπάθησα να αρχίσω (...)... Η εργασία μου εδώ και η προσπάθειά μου είναι μάλλον να δημιουργήσω επιστημονικήν ζωήν παρά να εργασθώ επιστημονικώς, (….)». Παράλληλα ασχολήθηκε με την πολιτική και εντάχθηκε στις τάξεις των οπαδών του Ελευθερίου Βενιζέλου, ενώ φροντίζει να ενημερωθεί για το σοσιαλιστικό κίνημα, και ζητά να του στείλουν από την Αθήνα, φιλολογικά αλλά και πολιτικά βιβλία, όπως το «Κεφάλαιο» του Καρλ Μαρξ, το «Σοσιαλισμό» του Richard, το «Η Γυνή Κι Ο Κοινωνισμός» του Βebel και άλλα.
Στη Γερμανία
Το 1924 ο Συκουτρής επιστρέφει στην Αθήνα και διορίζεται βοηθός στο «Φιλοσοφικό Σπουδαστήριο», ενώ το 1925 αναγορεύεται διδάκτορας και με πανεπιστημιακή υποτροφία ταξιδεύει για σπουδές στην αρχαία Ελληνική φιλολογία, στη Λειψία επί δύο εξάμηνα κοντά στους Bethe, Korte, Heinze, και στο Βερολίνο επί έξι εξάμηνα, κοντά στους διάσημους Γερμανούς φιλολόγους του 20ου αιώνα, τον Ulrich von Wilamowitz-Μoellendorff και τον και τον Werner Jaeger, αλλά και τους Paul Mass, Norden και Deubner. O Wilamowitz τον είχε εντάξει στον φιλολογικό σύλλογο «Graeca Wilamowitziana», τον οποίον αποτελούσαν φιλόλογοι οι οποίοι στις συναντήσεις του ερμήνευαν κλασικούς Έλληνες συγγραφείς και ο Jaeger μεταξύ των μαθητών του «Eunomia». Στη Γερμανία ήλθε σε επαφή με τον Weber και αποκήρυξε τον κομμουνισμό. Οι μελέτες του στη Γερμανική γλώσσα, για το Δημοσθένη, το Σπεύσιππο, τους Σωκρατικούς και την Ελληνική Ιστορία, δημιουργούν αίσθηση, οι έπαινοι συσσωρεύονται και επιστημονικά περιοδικά δημοσιεύουν τα άρθρα και τις κριτικές του, ενώ ο εκδοτικός οίκος Τeubner, τον επιλέγει ως κατάλληλο να συνεχίσει την έκδοση των έργων του Δημοσθένη, που είχε διακοπεί με το θάνατο του Fuhr. Παράλληλα έγινε μέλος διαφόρων επιστημονικών σωματείων στην Γερμανία και πήρε μέρος το 1928 και το 1929 στο Διεθνές φιλολογικό και αρχαιολογικό συνέδριο στο Βερολίνο, ενώ απέρριψε την πρόταση που είχε από το πανεπιστήμιο της Πράγας, να αναλάβει την έδρα Κλασικής Φιλολογίας. Συνέχισε τις σπουδές του στη Γαλλία, μελέτησε ελληνικά χειρόγραφα και δημοσίευσε εργασίες στα περιοδικά «Hermes», «Zeit», «Byzantinische» και «Αθηνά», ενώ αναγορεύθηκε διδάκτορας με εργασία του που είχε θέμα τον «Επιτάφιο» του Δημοσθένη, ο οποίος εθεωρείτο νόθο έργο και απέδειξε ότι ήταν γνήσιο.
Επιστροφή στην Ελλάδα
Ο Ιωάννης επέστρεψε στην Αθήνα το 1929 και διορίστηκε καθηγητής στο Αρσάκειο και επιμελητής βιβλιονόμος της Βιβλιοθήκης της Ακαδημίας. Το 1930 ανακηρύχθηκε ομόφωνα υφηγητής της αρχαίας φιλολογίας στη Φιλοσοφική Σχολή, ενώ εκλέχθηκε γραμματέας του Διεθνούς Βυζαντινολογικού συνεδρίου, το οποίο διοργανώθηκε στην Αθήνα. Ως υφηγητής θα παραδώσει το 1932 το εναρκτήριο μάθημά του με θέμα «Φιλολογία και ζωή» και στη συνέχεια στα μαθήματά του, οι αίθουσες πλημμύριζαν από φοιτητές. Σύμφωνα με τον Παναγιώτη Κανελλόπουλο, «...Ο Συκουτρής αγάπησε αληθινά και με μια βαθιά ιστορική ευθύνη τη γενιά που τάχθηκε να διαπαιδαγωγήσει, δηλαδή τους νέους της εποχής του, αλλά και τη νεότητα ως μορφή ζωής πέρ’ από κάθε παροδικό σταθμό του χρόνου, αγάπησε βαθιά το έργο του, αγάπησε τη μοίρα της γης του και την πορεία του έθνους του». Την ίδια χρονιά στο περιοδικό «Ελληνικά», παρουσίασε την έκδοση του βιβλίου «Η Κύπρος κατά τον αιώνα της παλιγγενεσίας», του Φ. Ζανέτου, και γράφει ότι «…μετέχει με του αλυτρώτου τον πόνον των εορτών της Εκατονταετηρίδος και η νήσος εκείνη, την οποία εγωιστική, αφρόντιστος και άστοργος διοίκησις και η λεβαντινική ασυνειδησία των τοπικών της οργάνωσης κρατεί όχι μόνον εις δουλείαν πολιτικήν, αλλά και εις κατάστασιν οικονομικής και πνευματικής στασιμότητας».
Παράλληλα με τη διδασκαλία, ίδρυσε τον «Φιλολογικό κύκλο» που λειτούργησε σε στενό κύκλο φοιτητών, και ασχολούνταν με την νεοελληνική και ξένη λογοτεχνία, καθώς και το «Επιστημονικό Φροντιστήριο» για την κλασσική φιλολογία. Δίδαξε στην –τότε- «Πάντειο Σχολή Πολιτικών Επιστημών», στην Σχολή Κοινωνικής Προνοίας και το 1936 στο «Ασκραίον», σχολή λογοτεχνικής μορφώσεως με πρόεδρο τον Κωστή Παλαμά κι αντιπροέδρους τον Γρηγόριο Ξενόπουλο και Νικόλαο Λούβαρι. Το 1933 το Πανεπιστήμιο της Πράγας του πρότεινε την έδρα της Κλασικής Φιλολογίας αλλά αυτός θέτει υποψηφιότητα για την έδρα Γραμματολογίας στην Φιλοσοφική Σχολή στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, η οποία είχε εκκενωθεί με τον θάνατο του Σίμου Μενάρδου, του κυπριακής καταγωγής κλασικού φιλολόγου και συγγραφέα, που ήταν επίσης καθηγητής στο πανεπιστήμιο της Οξφόρδης και μέλος της Ακαδημίας Αθηνών.
Συμπόσιο Πλάτωνα
Ο Συκουτρής σκανδάλισε την Ελληνική κοινωνία όταν το 1934, στα προλεγόμενα του έργου «Συμπόσιο Πλάτωνος», αφιερωμένα στην σύζυγο του Χαρά, αναφέρθηκε στον παιδικό και ομοφυλοφιλικό έρωτα στην αρχαία Ελλάδα. Έγραφε «Το θέμα είναι βέβαια πολύ λεπτό. Αναφέρεται σε κάτι απολύτως ξένο προς τις συνήθειες και τις ηθικές αντιλήψεις της σημερινής κοινωνίας. Αλλά αυτό δεν μας απαλλάσσει από την υποχρέωση να το αντικρίσουμε με ψυχραιμία και αγνότητα, την καθιστά ακόμα μεγαλύτερη.» Παρά τα θετικά σχόλια του Γεωργίου Παπανδρέου, του Αχιλλέα Τζαρτζάνου, του Αχιλλέα Κύρου της «Εστίας» και του Γρηγορίου Ξενόπουλου, πολεμήθηκε, με πρωταγωνιστές τους συνεργάτες του περιοδικού «Επιστημονική Ηχώ», αλλά και από ανθρώπους της αρχιεπισκοπής, οι οποίοι τον επέκριναν για την επιλογή του να μην αναφέρεται στο πρωτότυπο, αλλά στις αγγλικές μεταφράσεις των έργων του Πλάτωνα.
Το 1936, μετά την παραίτηση του Παναγή Λορεντζάτου, υπέβαλε εκ νέου υποψηφιότητα για την έδρα της Αρχαίας Ελληνικής Φιλολογίας στην Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών και το καλοκαίρι του 1937, ταξίδεψε στη Γερμανία, συνοδεύοντας ομάδα φοιτητών του. Tο Μάιο του 1937, η Ιερά Σύνοδος τον καταδίκασε σε τεύχος της «Φωνή της Εκκλησίας» και παράλληλα κάλεσε τον Γρηγόριο Παπαμιχαήλ, καθηγητή της Απολογητικής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, που είχε δημοσιεύσει ευμενή κριτική για τον Συκουτρή, στο «Δελτίον της Εκκλησίας», της Ελλάδος να την ανακαλέσει. Στα τέλη Μαΐου 1937, ο Συκουτρής κυκλοφόρησε το τομίδιο «Η εκστρατεία κατά του Συμποσίου: Τα κείμενα και οι κουλουροπώλαι» [6] στο οποίο απέδιδε τη δυσφημιστική εκστρατεία εναντίον του στην παραίτηση του καθηγητή Λορεντζάτου και στην διεκδίκηση της έδρας από τον ίδιο. Σύμφωνα με τον Δημήτριο Μιχαλόπουλο, «…είχε εκδηλώσει σαφή κλίση προς την αριστερά του ευρύτερου ιδεολογικού φάσματος….με την προστατευμένη από …{…}… Ελληνορθόδοξους μητροπολίτες στροφή του προς την αθεΐα και την ιδεολογική θεμελίωση της ομοφυλοφιλίας…», όμως τελικώς οι ίδιοι «… τον κατηγόρησαν για ό,τι αρχικώς τον είχαν όχι απλώς παραδεχτεί αλλά κυριολεκτικώς εξυμνήσει: τη μέσω της –πραγματικά καλής- έκδοσης του Συμποσίου του Πλάτωνα θεωρητική θεμελίωση της μη θηλυπρεπούς ομοφυλοφιλίας...».
Το έργο του
Ο Συκουτρής χαρακτηρίστηκε από κάποιους, αντάξιος του Αδαμάντιου Κοραή [7] και μέσα από τη ζωή και το έργο του πρόβαλε την πατριδολατρεία, στον ελληνισμό, την πίστη του στην αριστοκρατία του πνεύματος [8], στην προσωπική τιμή και στον ηρωισμό, την αγωνιστικότητα και την πειθαρχημένη ελευθερία απέναντι στις υλιστικές θεωρίες, τον παθητικό τρόπο ζωής και την ανευθυνότητα. Υπερασπίστηκε τη διγλωσσία και δεν τάχθηκε ποτέ, υπέρ της δημοτικής ή της καθαρεύουσας [9], ενώ το ενδιαφέρον του για τη νεοελληνική λογοτεχνία εντοπίζεται κυρίως στις προσπάθειές του για τη συστηματική έκδοση του Διονύσιου Σολωμού και τις διαλέξεις και τα σχόλιά του στο «Δωδεκάλογο του Γύφτου» του Κωστή Παλαμά, καθώς και κριτικές σε έργα νεοελλήνων λογοτεχνών.
Δημοσίευσε στα περιοδικά: «Hermes», στο οποίο δημοσίευσε το 1927 την εργασία «Ο Ευαγόρας του Ισοκράτη» και το 1928 το «Περί της γνησιότητος του Επιταφίου του Δημοσθένους», με συνέπεια ο εκδοτικός οίκος της Λειψίας Teubner, να του αναθέσει την έκδοση των έργων του Δημοσθένους, «Philologus», «Byzantinische Zeitschrift», «Deutsche Literaturzeitung», «Berliner Philologische Wochenschrift». Η διδασκαλία του σκόπευε συνειδητά στη σύνδεση της Φιλολογίας με την κοινωνία, όπως φανέρωσε με το εναρκτήριο μάθημά του στο Πανεπιστήμιο που είχε τίτλο «Φιλολογία και ζωή», καθώς και με την ίδρυση του συλλόγου «Φιλολογικός κύκλος» το 1932, στον οποίο ανέλυσε, ανάμεσα σε άλλα, τα έργα «Ζαρατούστρα» του Νίτσε, «Φάουστ» του Γκαίτε και «Δωδεκάλογος του Γύφτου» του Κωστή Παλαμά. Ασχολήθηκε ιδιαίτερα με την έρευνα και τη μελέτη των κλασικών, βυζαντινών και νεοελληνικών έργων, στην οποία η αυθεντία ήταν αναγνωρισμένη από Έλληνες και ξένους επιστήμονες και απέδειξε ότι το έργο του ρήτορα Δημοσθένη, «Επιτάφιος εις τους εν Χαιρωνεία πεσόντας», τον οποίο όλοι οι φιλόλογοι θεωρούσαν νόθο, ήταν γνήσιος λόγος του. Θεωρείται ένας από τους ικανότερους κριτικούς και ερμηνευτές αρχαίων φιλολογικών κειμένων και το μεγαλύτερο μέρος του έργου είναι διεσπαρμένο σε ελληνικά και ξένα περιοδικά.
Εξέδωσε το 1924, το περιοδικό
- «Κυπριακά Χρονικά».
Μετέφρασε στα Ελληνικά τη μελέτη του Max Weber
- «Η επιστήμη ως επάγγελμα».
Αυτοτελώς εκδόθηκαν τα έργα
- «Εμείς οι αρχαίοι», [το 1928, Th. Zielinski, μετάφραση, εκδόσεις «Δημητράκος», το οποίο συμπλήρωσε με επιλεγόμενα],
- «Φιλοσοφία και ζωή», [το 1931, εναρκτήρια ομιλία],
- «Η διδασκαλία της νεοελληνικής λογοτεχνίας», [το 1932],
- «Αρχαίος και νεότερος λυρισμός», [το 1932],
- «Πλατωνικός Ευαγγελισμός», [το 1932],
- «Συμπόσιον Πλάτωνος» [Α΄τόμος, το 1934, μετάφραση και ερμηνεία, Έκδοση Ακαδημία Αθηνών, Ελληνική Βιβλιοθήκη],
- «Αριστοτέλους περί Ποιητικής», [μετάφραση του Σίμου Μενάρδου, εισαγωγή, κείμενο και ερμηνεία Συκουτρή, Έκδοση Ακαδημία Αθηνών, Ελληνική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 1937, μετά τον θάνατό του],
- «Μελέται και άρθρα», [το 1982, Ίδρυμα σχολής Μωραϊτη].
Το 1954 συγκεντρώθηκαν σε έναν τόμο πολλές σκόρπιες, σε ελληνικά και ξένα περιοδικά, εργασίες του. Η κεντρική βιβλιοθήκη της Ακαδημίας Αθηνών, την οποία εγκαινίασε το 1934 με τον πρόλογο του έργου του «Συμπόσιο» του Πλάτωνα, που έχει αποστολή την πρόσκτηση, φύλαξη, συντήρηση και διαχείριση των βιβλίων, περιοδικών εκδόσεων, δημοσιευμάτων εν γένει, χειρογράφων, χαρτών, σχεδίων, προσωπογραφιών και συλλογών που ανήκουν στην Ακαδημία, φέρει το όνομά του [10]. Στα εκατόχρονα από τη γέννησή του τον Απρίλιο του 2001, έγινε παρουσίαση του βίου αλλά και του έργου του στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, με ομιλίες από τη φιλόλογο και μαθήτρια του, την Αγλαΐα Φακάλου-Μακάρωφ και από τον καθηγητή της Φιλοσοφικής, Γεώργιο Α. Χριστοδούλου.
Το 2008 κυκλοφόρησε από το Μορφωτικό Ίδρυμα της Εθνικής Τραπέζης, το βιβλίο «Γράμματα του Ιωάννη Συκουτρή από την Κύπρο 1922-1924», με την επιμέλεια του πανεπιστημιακού καθηγητή Φάνη Ιωάννη Κακριδή, γιου της Όλγας Κακριδή. Το έργο περιλαμβάνει δεκαπέντε ανέκδοτες επιστολές του από τα χρόνια που έζησε στην Κύπρο. Στις επιστολές ο Συκουτρής υπογράφει ως «Αντιφών», ψευδώνυμο που είχε επιλέξει όταν ακόμη ήταν μαθητής στη Σμύρνη, και όπως αναφέρει σ’ αυτές «..Δεν ευρίσκω κανέναν που να ημπορή να με καταλάβη, και υποφέρω..» ή «..Δεν παύω να είμαι εις τον ψυχικόν μου κόσμον ξένος και μόνος».
Ο θάνατος του
Στις 18 Σεπτεμβρίου 1937 ο Συκουτρής ταξίδεψε στην Κόρινθο, όπου εγκαταστάθηκε στο ξενοδοχείο «Κεντρικόν» και συναντήθηκε επανειλημμένα με τον φίλο του φιλόλογο Ιωάννη Γιαμπουράνη. Την Τρίτη 21 Σεπτεμβρίου αποφάσισε να ανέβει στον Ακροκόρινθο για να απολαύσει την ελληνική φύση. Ζήτησε από κάποιο ημιονηγό να τον βοηθήσει να ανέβει και στην άρνησή του απάντησε: -«Θα κάνω μόνος μου και αυτό τον τελευταίο δρόμο». Στον Ακροκόρινθο ο Συκουτρής έγραψε ένα δυσανάγνωστο και βιαστικό σημείωμα προς τον καθηγητή του Πολυτεχνείου Άγγελο Καλαμαρά στο οποίο κληροδοτούσε τα βιβλία του στην Ακαδημία, άφηνε ένα χρηματικό πόσο στη γυναίκα του Χαρά και ζητούσε να δημοσιευτεί το τμήμα της εισαγωγής στην «Ποιητική» του Αριστοτέλη που είχε ολοκληρώσει χωρίς κανείς να προσπαθήσει να το συμπληρώσει. Το βράδυ της ίδιας ημέρας, 21 σεπτεμβρίου1937, ο Συκουτρής επέστρεψε στο ξενοδοχείο κατάκοπος και την επόμενη ημέρα βρέθηκε στο δωμάτιο του νεκρός από συγκοπή της καρδιάς, αιτία στην οποία απέδωσαν τον θάνατο του οι εφημερίδες της εποχής, όμως λίγους μήνες μετά έγινε γνωστό ότι ο Συκουτρής αυτοκτόνησε με ισχυρή δόση υπνωτικού, καθώς δίπλα στη σορό του βρέθηκαν το φαρμακευτικό μπουκαλάκι που περιείχε το Βερονάλ αλλά και ένα βιβλίο, ο Πλάτωνος «Φαίδων» ή «Περί ψυχής»
Μνήμη Ιωάννη Συκουτρή
Ο Συκουτρής ήταν, αρχικά, φιλικός με το καθεστώς της 4ης Αυγούστου και τον Ιωάννη Μεταξά, όμως σταδιακά αποστασιοποιήθηκε και σύμφωνα με τη μαρτυρία του Πολυδεύκη Καλδή, προσωπικού του φίλου και δικηγόρου Αθηνών, φέρεται να έχει πει τη φράση «...και αυτοί είναι σαν τους άλλους...», συγκλονισμένος από την εκστρατεία εναντίον του. Πολιτικά ήταν υπέρ ενός καθεστώτος πνευματικής αριστοκρατίας, οπαδός του Πλατωνικού ιδεαλισμού, ρομαντικός εθνικιστής, όπως οι Περικλής Γιαννόπουλος, Ίωνας Δραγούμης. Μέσα από τη διδασκαλία του πρόβαλε την πατριδολατρεία, την αγωνιστικότητα και τη πειθαρχημένη ελευθερία έναντι στις υλιστικές θεωρίες, τον παθητικό τρόπο ζωής και την ανευθυνότητα. Υπήρξε πάντα ελιτιστής και πολέμιος του λαού και της γλώσσας του, θεωρώντας τον ανίκανο να συλλάβει υψηλά νοήματα. Μέσα από τη ζωή και το έργο του διαφαίνεται η πίστη του στην αριστοκρατία του πνεύματος, στον ελληνισμό, στη προσωπική τιμή και στον ηρωισμό. Υπήρξε πολέμιος και κατήγορος του φιλελευθερισμού [11]. Υποστήριζε το πνεύμα του Νίτσε και θαύμαζε την εθνικοσοσιαλιστική Γερμανία, για την οποία εκφράστηκε αρνητικά σε γραπτά του και χαρακτήρισε αντιπνευματικό το καθεστώς του Τρίτου Ράιχ, το 1937 μετά το ταξίδι του εκεί. Σύμφωνα με την ίδια μαρτυρία, απογοητευμένος από την αδυναμία του να τεκνοποιήσει, είχε αποφασίσει να εγκαταλείψει τη σύζυγό του και την πανεπιστημιακή του καριέρα, και επιθυμούσε με άλλο επώνυμο, να διδάξει σε κάποιο δημοτικό σχολείο, όπου πίστευε ότι θα βρει το νόημα της ζωής, όμως τελικά εγκατέλειψε το σχέδιο του, λόγω της αγάπης του για τη σύζυγο του.
Κατά τους κοντινούς του ανθρώπους οι αρνητικές εντυπώσεις που του προκάλεσε η επίσκεψη του στη Γερμανία και ένας συνδυασμός όλων των γεγονότων αυτής της περιόδου, τον οδήγησε στο να κλειστεί στον εαυτό του, «...υπερήφανος μέσα εις το άβατον τέμενος της μοναξιάς του..» έτσι χαρακτηρίζει ο ίδιος τον «ηρωικό» άνθρωπο και στην απόφαση να αυτοχειριασθεί. Επιστρέφει στην Ελλάδα από το ταξίδι του στη Γερμανία και στις 21 Σεπτεμβρίου ανεβαίνει για επίσκεψη στον Ακροκόρινθο, ενώ την επόμενη ημέρα βρέθηκε νεκρός στο ξενοδοχείο όπου διέμενε στην Κόρινθο. Έφυγε από τη ζωή με τρόπο ανάλογο αυτού που είχε περιγράψει στο έργο του «Ἡρωϊκὴ ἀντίληψι τῆς ζωῆς», «...Αλλ᾿ εκούσιος ή ακούσιος ο θάνατος τοῦ ήρωος, είναι πάντοτε μία έκρηξις ηφαιστείου. Να έτσι εξαφνικὰ σπα το δοχείον της ζωής του, συντρίβεται και συντρίβει όλα γύρω του, φλέγεται και φλέγει, φωτίζεται και φωτίζει -και τρομάζουν οι δειλοὶ και ταπεινοὶ και φθονεροί. Οργὴ Κυρίου...». Σύμφωνα με τον Δημήτριο Μιχαλόπουλο [12], ιστορικό ερευνητή και συγγραφέα [13], η εξουσία του Γ' Ράιχ είχε αποφασίσει και τον είχε επιλέξει ως τον άνθρωπο που θα αναλάμβανε ως πρωθυπουργός, τις τύχες της Ελλάδος και τη μετατροπή της σε Εθνικοσοσιαλιστικό κράτος.
Απογοητευμένος από τον κοινωνικό του περίγυρο και τις επιθέσεις που δέχτηκε, ο Συκουτρής κλείστηκε στον εαυτό του. Γράφει ο Τάκης Θεοδωρόπουλος στο «Βερονάλ»:
«....Δεν πιστεύω ότι η αυτοκτονία του (σ.σ. του Συκουτρή) οφείλεται μόνο στις εξωτερικές καταστάσεις ή στα ψυχιατρικά δεδομένα ...{...}... Υπήρχε μέσα του μια βαθιά προσωπική ήττα. Κάποια στιγμή ο Συκουτρής δεν ήθελε να είναι πια ούτε φιλόλογος ούτε πανεπιστημιακός. Ονειρευόταν να παίξει ρόλο αρχηγού στην ελληνική κοινωνία, να γινόταν εθνικός ποιητής -κάτι σαν τον [Κωστής Παλαμάς|Παλαμά]]- ή μεγάλος μυθιστοριογράφος. Κι αυτό δεν μπόρεσε να το κάνει. Ηττήθηκε από τον ίδιο του τον εαυτό. Ή, όπως έχει πει ο Τσαρούχης, τον τιμώρησε η Ελλάδα, όπως όλους όσοι την πάρουν στα σοβαρά».
Προς τιμήν του Συκουτρή, η Βιβλιοθήκη της Ακαδημίας Αθηνών φέρει το όνομά του.
Βιβλιογραφία
- [«Ιωάννης Συκουτρής. Η ζωή του, 1901-1937», Αθήνα, 2009, εκδόσεις «Κάκτος»
- [«Ιωάννου Συκουτρή, Φιλοσοφία της ζωής-Ηρωικός Τρόπος Ζωής», [εκδόσεις «Ελεύθερη Σκέψις», Αθήνα 1980]
- [«Τα παρασκήνια της εισβολής, Ιωάννης Συκουτρής (1901-1937)», Δημήτριος Μιχαλόπουλος, Αθήνα, 2012, εκδόσεις «Ελεύθερος Κόσμος»]
- [«Βερονάλ», Τάκης Θεοδωρόπουλος, τίτλος που αναφέρεται στο φάρμακο που έπαιρνε ο Συκουτρής για να τον βοηθήσει στον ύπνο του.]
Παραπομπές
ΤΙ ΕΣΤΙ ΕΘΝΟΣ
Το ΕΘΝΟΣ σχηματιζεται απο δυο βασικους παραγοντες,την ΦΥΛΗ και την ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ.Λεγοντας <φυλη>,εννοουμε την<καταγωγη>-οτι πρεπει δηλ.τα ατομα του Εθνους να εχουν κοινη καταγωγη.Δεν αρκει να εχουν αυτα<συνειδηση>συνειδηση>καταγωγη>φυλη>
περι κοινης καταγωγης.Δεν αρκει δηλ.να πιστευουν στην κοινη τους καταγωγη,αλλα να εχουν πραγματι κοινη καταγωγη.Διοτι ΜΟΝΟΝ η κοινη καταγωγη-η κοινη<φυλετικη υπαγωγη>-συνεπαγεται ΚΟΙΝΟΥΣ κληρονομικους χαρακτηρες,αρα κοινα πνευματικα στοιχεια.Οταν υπαρχει κοινη καταγωγη,τοτε υπαρχουν κατα το μαλλον η ηττον κοινη γλωσσα,κοινος πολιτισμος,κοινη θρησκεια,κοινα ηθη,κοινη ιστορια.Αυτα τα δευτερογενη στοιχεια δεν αποτελουν,το καθενα ξεχωριστα,απαραιτητο στοιχειο συγκροτησεως Εθνους.Εν τουτοις ολα αυτα,οταν συνυπαρχουν,συντελουν στην συνοχη της κοινοτητος,στην δημιουργια δηλ.ΕΝΙΑΙΑΣ ΣΥΝΕΙΔΗΣΕΩΣ-του δευτερου παραγοντος συγκροτησεως του ΕΘΝΟΥΣ.ΕΘΝΟΣ ειναι επομενως ο ομοειδης φυλετικως λαος,που εχει συνειδηση της υπαρξεως του.φυλετικη>
''Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ''
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΔΗΜΟΠΟΥΛΟΣ
Η ΣΗΜΑΙΑ ΜΑΣ
Αυτή η σημαία στα μάτια τα δικά μας συμβολίζει τους Αγώνες όσων πολέμησαν, εργάστηκαν,θυσιάστηκαν, δολοφονήθηκαν, σκοτώθηκαν και έζησαν με πρώτιστες αξίες εκείνες της Ελευθερίας, της Δικαιοσύνης και της Πατρίδας. Αυτούς που έβαλαν το δικό τους λιθαράκι στην αιώνιο πανύψηλο φρούριο του Ελληνικού Πολιτισμού. Δεν είναι ικανή καμία βουλή, κανένα κράτος και κανένας πολιτικός ή κεφάλαιο να την ξεφτιλίζει και να την ξεπουλάει καθημερινά. Οι δειλοί τη βλέπουν με φόβο. Οι προδότες σαν πανί. Οι αστοί σαν ύφασμα. Οι άνανδροι την καίνε. Μα εμείς τη βλέπουμε σαν τη Μάνα που καρτερεί να μας δεί να εκπληρώνουμε τα όνειρα μας. Τα δικά μας,τα δικά της, του Γένους.
ΛΟΓΙΑ ΙΩΝΟΣ ΔΡΑΓΟΥΜΗ
"Από στενός πατριώτης, γίνομαι εθνικιστής, με τη συνείδηση του έθνους μου και όλων των άλλων εθνών, γιατί οι διαφορές των εθνών πάντα θα υπάρχουν, και έχω τη συνείδησή τους και χαίρομαι που υπάρχουν αυτές οι διαφορές, που με τις αντιθέσεις τους, με τις αντιλήψεις τους, υψώνουν την ανθρώπινη συνείδηση και ενέργεια. Από άτομο γίνομαι άνθρωπος." (ΙΩΝ ΔΡΑΓΟΥΜΗΣ. ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ 18-3-1919)
ΕΘΝΙΚΟ ΠΕΙΣΜΑ
''Δεν θελω να πεθανει το Εθνος μου,το Εθνος αυτο, που τοσα εκαμε στην ζωη του, το εξυπνο,το τοσο ανθρωπινο. Για να το φυλαξω απο τον θανατο πρεπει τωρα να το καμω πεισματαρικο στην ΕΘΝΙΚΗ ΠΙΣΤΗ,στον ΕΘΝΙΣΜΟ, ας ειναι και υπερβολικο το αισθημα που θελω να δωσω στους Ελληνες. Μονον ετσι θα ζησει το ΕΘΝΟΣ.''
''Σε οποιους με κατηγορουν η με περιγελουν, γιατι τους κεντρω το Εθνικο τους αισθημα και τους μιλω αποκλειστικα,θα λεγω:Λοιπον θελετε να πεθανει το Εθνος σας;Αν το θελετε,πεστε το καθαρα,μην κρυβοσαστε''
ΙΩΝ ΔΡΑΓΟΥΜΗΣ
Η ΡΗΣΗ ΠΟΥ ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΔΕΝ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΞΕΧΝΑΜΕ
ἐπισταμένους πρὸς εἰδότας ὅτι δίκαια μὲν ἐν τῷ
ἀνθρωπείῳ λόγῳ ἀπὸ τῆς ἴσης ἀνάγκης κρίνεται, δυνατὰ δὲ
οἱ προύχοντες πράσσουσι καὶ οἱ ἀσθενεῖς ξυγχωροῦσιν. –
κατά την συζήτησιν των ανθρωπίνων πραγμάτων το επιχείρημα του δικαίου αξίαν έχει, όπου ίση υπάρχει δύναμις προς επιβολήν αυτού, ότι όμως ο ισχυρός επιβάλλει ό,τι του επιτρέπει η δύναμίς του και ο ασθενής παραχωρεί ό,τι του επιβάλλει η αδυναμία του"
ΘΟΥΚΥΔΙΔΟΥ ΙΣΤΟΡΙΑΙ Ε89
Μετάφραση Ελ. Βενιζέλου
28η ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1940 - ΔΙΑΓΓΕΛΜΑ Ι. ΜΕΤΑΞΑ
“Η στιγμή επέστη που θα αγωνισθώμεν διά την ανεξαρτησίαν της Ελλάδος, την ακεραιότητα και την τιμήν της.
Μολονότι ετηρήσαμεν την πλέον αυστηράν ουδετερότητα και ίσην προς όλους, η Ιταλία μη αναγνωρίζουσα εις ημάς να ζήσωμεν ως ελεύθεροι Έλληνες, μου εζήτησε σήμερον την 3ην πρωινήν ώραν την παράδοσιν τμημάτων του Εθνικού εδάφους κατά την ιδίαν αυτής βούλησιν και ότι προς κατάληψιν αυτών η κίνησις των στρατευμάτων της θα ήρχιζε την 6ην πρωινήν. Απήντησα εις τον Ιταλόν Πρεσβευτήν ότι θεωρώ και το αίτημα αυτό καθ’ εαυτό και τον τρόπον με τον οποίον γίνεται τούτο ως κήρυξιν πολέμου της Ιταλίας κατά της Ελλάδος.
Έλληνες
Τώρα θα αποδείξωμεν εάν πράγματι είμεθα άξιοι των προγόνων μας και της ελευθερίας την οποίαν μας εξησφάλισαν οι προπάτορές μας. Όλον το Έθνος θα εγερθή σύσσωμον. Αγωνισθήτε διά την Πατρίδα, τας γυναίκας, τα παιδιά μας και τας ιεράς μας παραδόσεις. Νυν υπέρ πάντων ο αγών.
Η ΕΞΟΝΤΩΣΗ ΕΝΟΣ ΕΘΝΟΥΣ
Το πρώτο βήμα για να εξοντώσεις ένα έθνος
είναι να διαγράψεις τη μνήμη του.
Να καταστρέψεις τα βιβλία του,
την κουλτούρα του, την ιστορία του.
Μετά να βάλεις κάποιον να γράψει νέα βιβλία,
να κατασκευάσει μια νέα παιδεία,
να επινοήσει μια νέα ιστορία.
Δεν θα χρειαστεί πολύς καιρός
για να αρχίσει αυτό το έθνος
να ξεχνά ποιο είναι και ποιο ήταν.
Ο υπόλοιπος κόσμος γύρω του
θα το ξεχάσει ακόμα πιο γρήγορα.
Μ. Κούντερα