ΠΝΙΓΗΚΕ ΣΤΟΝ ΣΑΓΓΑΡΙΟ του Κ.ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗ από τις ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΕΛΑΣΓΟΣ που θα εκδοθεί σύντομα)
«…Ξημέρωσε. Τι παγωνιά ρε γαμώτο. Εχτές που έπλενα την καραβάνα ένιωθα τα νύχια σαν να έβγαιναν από τα δάκτυλα.
Και τι πλύσιμο δηλαδή; Μαλακίες. Όλο το λίπος έμενε μέσα. Χρειάστηκε να την γεμίσω με χώμα, να πάρει το λίπος και μετά να την ξεβγάλω. Και μετά αναρωτιούνται γιατί θερίζει η δυσεντερία.
Μα μανία και αυτή να τρώμε σχεδόν μόνο λίπος τα βράδια ενώ το μεσημέρι κανένα βραστό μακαρόνι σκέτο. Ο εφοδιασμός δύσκολος. Πολύ δύσκολος. Ξεκινήσαμε μια εκστρατεία χωρίς να φροντίσουν «οι κλαράτοι» τον εφοδιασμό μας σε φάρμακα, ανταλλακτικά και τρόφιμα. Από τότε που διαβήκαμε τον Σαγγάριο, όλο και χειρότερα τα πράγματα. Τα τρόφιμα έρχονται καθυστερημένα ή καθόλου, γιατί τα αυτοκίνητα ή παθαίνουν ζημιά σε αυτά τα κατσάβραχα, που μου θυμίζουν την διαδρομή για το Σουρουκλή (σ.σ. σημερινή Σουρωτή) στην πατρίδα μου, ή πέφτουν σε καμιά ενέδρα από Τούρκους άτακτους. Πριν μια βδομάδα, πήγαμε με τον Λοχαγό μου και άλλους δέκα άντρες με έναν αραμπά καμιά δεκαριά χιλιόμετρα πίσω μας να αναζητήσουμε τα αυτοκίνητα του εφοδιασμού της Μεραρχίας, που παρότι αναμένονταν το μεσημέρι, είχε ξημερώσει η επόμενη μέρα και δεν είχαν φανεί. Όλο το Σύνταγμα είχαμε μείνει χωρίς ψωμί και χωρίς πόσιμο νερό.
Μετά από μισή ώρα δρόμο βλέπουμε έναν όγκο στο βάθος να καπνίζει… Σταματάμε τον αραμπά και αρχίζουμε να τρέχουμε προς τα εκεί.
Μόλις πλησιάσαμε καταλάβαμε γιατί δεν ήλθαν τα αυτοκίνητα του εφοδιασμού.
Ένας μεγάλος κορμός έκλεινε τον καρόδρομο και εμπόδιζε την διέλευση. Τα δύο οχήματα ακινητοποιημένα με τις πόρτες ανοιχτές να καίγονται ακόμα. Οι καρότσες πίσω καμένες…
Το θέαμα απαίσιο. Διάσπαρτα γύρω από τα οχήματα τα πτώματα έξη δικών μας φαντάρων και ενός ανθυπασπιστή και τριών βρωμιάρηδων με χωριάτικα ρούχα… μάλλον τσετών (σ.σ. τσέτες ήταν οι άτακτοι έφιπποι Τούρκοι που εμφανίζονταν από το πουθενά και χτυπούσαν τις μεμονωμένες αποστολές του Στρατού μας)!
Τα οχήματα έπεσαν σε ενέδρα είναι ξεκάθαρο. Τους είχαν κλείσει τον δρόμο με τον κορμό και όταν τα φορτηγά σταμάτησαν και οι στρατιώτες μας κατέβηκαν να τον μετακινήσουν προφανώς τους επιτέθηκαν. Θα τους είχαν κυκλώσει γιατί από τις θέσεις των πτωμάτων, δεν φαινόταν να είχαν προλάβει να καλυφθούν. Πάλι καλά που πρόκαμαν να «φάνε» τρεις από αυτούς.
- Αλητήριοι… φώναξε εξοργισμένος ο Λοχαγός μας. Το ήξερα, το ήξερα… επαναλάμβανε. ΄Ηταν μπαρουτοκαπνισμένος ο Λοχαγός Σίμος από την Θήβα. Πολεμούσε ανελλιπώς από το 1912 στον πρώτο βαλκανικό. Γνώριζε τέτοια «κολπάκια» σαν αυτά που χρησιμοποιούσαν οι Τούρκοι για να χτυπούν μεμονωμένες φρουρές μας σε γεφύρια ή φυλάκια. Τα χρησιμοποίησαν και οι Βούλγαροι πολλές φορές «δασκαλεμένοι» από τους θρασύδειλους Τούρκους.
- Ξεκινήστε να σκάβετε τάφους. Δεν μπορούμε να ρισκάρουμε να τους βάλουμε στον αραμπά. Θα γίνουμε υπερβολικά αργοκίνητοι. Θα τους θάψουμε εδώ, είπε με πικραμένο πρόσωπο.
- Και τους Τούρκους κυρ-Λοχαγέ; ρώτησε ο άλλος ο Λοχίας, ο Κράτσας από τα Τρίκαλα.
- Ναι σιγά μην καθυστερήσουμε εδώ εκτεθειμένοι για να θάψουμε και αυτά τα καθάρματα, απάντησε ο Λοχαγός. Και συνέχισε: «Αστους να τους φάνε τα τσακάλια και οι λύκοι. Αφού τους παράτησαν οι δικοί τους, εμείς θα τους θάψουμε ρε; Τόσο βλαξ είσαι ; Κι έχετε τον νου σας ρε. Μπορεί να μην έχουν απομακρυνθεί ακόμα» κατάληξε.
Τότε παρατήρησα κάτι. Είχαμε έξη φαντάρους και έναν ανθυπασπιστή. Σύνολο επτά. Τα οχήματα δύο. Τέσσερις σε κάθε όχημα. Δύο στην καμπίνα και δύο στην καρότσα. Άρα έπρεπε να είναι οκτώ. Που σημαίνει λείπει ένας.
Το λέω στον Λοχαγό.
- Μπράβο Κωνσταντινίδη. Έχεις δίκιο, μου απάντησε. Πάρε τρεις άντρες και ψάξτε σε ακτίνα 50 μέτρων.
Κάνω νόημα στον Λουκά, τον Νότη και τον Αντρέα τον Πατρινό, φιλαράκια μου και οι τρεις, «ψημένοι φαντάροι» όλοι τους και τους λέω «βάλτε τις ξιφολόγχες και ακολουθήστε με».
Αρχίσαμε να ψάχνουμε μέσα στην περίεργη βλάστηση που είχε εκεί η περιοχή, παρότι όλα γύρω υψώματα ήταν γυμνά και ξερότοποι. Ίσως για αυτό τους έστησαν την ενέδρα οι Τούρκοι εκεί.
Ξαφνικά ακούω τον Λουκά να με φωνάζει «Λοχία εδώ».
Τρέχουμε και οι τρεις προς την μεριά που ήταν. Φτάνουμε και τον βρίσκουμε πάνω από έναν πολύ βαριά – όπως αποδείχθηκε - τραυματισμένο νεαρό αξιωματικό. Ανθυπολοχαγός ήταν. Μες στα αίματα. Το πρόσωπο του δεν φαινόταν καθαρά γιατί ήταν πλημμυρισμένο στο αίμα.
- «Κύριε Ανθυπολοχαγέ μην φοβάσαι» του λέω.
«Έλληνες είμαστε. Θα σε πάρουμε στο Σύνταγμα να σε περιποιηθούν οι γιατροί» του είπα για να τον καθησυχάσω. Κάτι ψέλλιζε. Πλησίασα το αυτί μου στο στόμα του. Με δυσκολία τον άκουσα να μου λέει:
«Ενέδρα… ενέδρα… ήταν καμιά τριανταριά… άτακτοι… όλοι άτακτοι… μας αιφνιδίασαν… νεκροί όλοι νεκροί….
Εγώ σύρθηκα …μέχρι εδώ… είμαι ο Ανθυ… Ανθυπολοχαγός… Παντέλης… Παντέλης Νικόλαος…. Του 2ου Τάγματος Εφοδιασμού… Εφοδιασμού Μεταφορών…. Ήθελαν να πεταλώσουν… έναν τραυματισμένο μας… άκουγα που έλεγε ο τσαούσης (σ.σ. επικεφαλής) τους… «Ονού τσιβί τσακ»… (καρφώστε τον)… αλλά άκουσαν μακριά μια σάλπιγγα… και φοβήθηκαν… και έφυγαν…»
- Μην ανησυχείς, του λέω. Θα σε πάμε στους γιατρούς.
«Δεν θα αντέξω…» είπε με φανερή πλέον την εξάντληση από την αιμορραγία. «Λίγο νερό θέλω μόνο»….
Βγάζει ο Νότης το παγούρι του, του το βάζει στο στόμα… Πίνει μια γουλιά και την ξαναβγάζει μαζί με αίμα. Τότε τον άκουσα να λέει «Πατέρα…» και να αφήνει μια δυνατή πνοή, σημάδι ότι «έφυγε».
- Πάρτε τον ρε να τον θάψουμε, λέω στους άλλους τρεις, ψάχνοντας στην τσέπη του για τα προσωπικά του αντικείμενα. Αφού τα έβαλα στο σακίδιο μου, παίρνω το όπλο και ξαναβγαίνω στο ξέφωτο που μας περίμεναν οι υπόλοιποι και ο Λοχαγός.
- Θάψτε τον και αυτόν και πάμε πίσω στο Σύνταγμα, επανέλαβε.
Μόλις τελείωσαν και έβαλαν και τους οκτώ πρόχειρους σταυρούς από κλαδιά, πάνω στον σωρό με το χώμα των τάφων, ανεβήκαμε όλοι στον αραμπά με τελευταίο τον Λοχαγό να ιππεύει το άλογό του και να κοιτάει προς τα πίσω, μην μας ακολουθεί κανείς.
- Τον νου σας, μην πέσουμε κι εμείς σε καμιά παγίδα, μας λέει.
Όλοι είμαστε με μέτωπο προς τα έξω. Και ξεκινήσαμε.
Τότε με ρωτάει ο νεαρός της ομάδας μας, ο Βεργίδης, ένα παλληκάρι όχι παραπάνω από 19 χρονών από τα Βουρλά, εθελοντής Μικρασιάτης του Ελληνικού Στρατού:
- Λοχία, γιατί δεν βάλαμε όρθιους τους σταυρούς στα μνήματα;;;
- Γιατί αν τους βάζαμε όρθιους μπορεί να τους έβρισκαν οι Τούρκοι Βεργίδη. Δεν το κατάλαβες; Του απαντώ.
- Εεε και να τους βρουν τι έγινε; Πεθαμένοι είναι! με ξαναρωτά με αφέλεια.
Ο καημένος δεν ήξερε ότι πολλές φορές βρήκαμε τάφους στρατιωτών μας, που οι Τούρκοι τους βρήκαν, ξέθαψαν τα σώματα τους και τους έβγαλαν τα μάτια, τους έβγαλαν την καρδιά και τους άφηναν έξω βορά στα κτήνη της Ασιατικής Στέππας.
Δεν ήθελα να τον τρομάξω τον μικρό και του απαντώ αδιάφορα «Καλό είναι να μην τους βρουν» κλείνοντας την συζήτηση.
Στην διαδρομή σκεφτόμουν πως η Στρατιά, τόσοι Στρατηγοί δεν σκέφτηκαν να μην μακρύνουν τόσο την γραμμή προέλασής μας. Ο εφοδιασμός μας έγινε «χτηκιό» (χτηκιό ονόμαζαν τότε την φυματίωση). Όλο επιθέσεις από τσέτες. Είχαν πάντα το πλεονέκτημα του αιφνιδιασμού και την τέλεια γνώση του εδάφους.
Και καλά να όρμαγαν σε στρατιώτες. Οπλισμένοι οι μεν οπλισμένοι οι δε. Γινόταν μάχη. Οι δικοί μας υπερασπίζονταν τον εαυτόν τους.
Το πρόβλημα ήταν όταν έκαναν επίθεση σε Υγειονομικά κλιμάκια. Επίθεση δηλαδή σε γιατρούς και νοσοκόμες.
Δεν είναι πολύς καιρός που έκαναν επίθεση σε μια μονάδα Ορεινών Χειρουργείων, που νόμιζαν ότι βρίσκονταν στα μετόπισθεν …ενώ στην ουσία ήταν «στο στόμα του λύκου». Σκότωσαν όλους τους γιατρούς και τους νοσοκόμους, βίασαν τις νοσοκόμες και αφού έκαψαν τα πάντα, πήραν τις νοσοκόμες προς άγνωστη κατεύθυνση.
Από έναν αιχμάλωτο που έπιασαν οι δικοί μας, έμαθαν ότι τις πήραν και τις έκλεισαν σε μπορντέλα στα Μούγλα, να κάνουν τις πουτάνες, όπου πήγαιναν να τις γλεντήσουν οι Κούρδοι και οι Τσερκέζοι (σ.σ. Κιρκάσιοι) σύμμαχοι του Κεμάλη.
Και το γνωρίζαμε. Και δεν διέταζε κάποιος από την Στρατιά να πάει εκεί μια μονάδα να τους κάψει και να απελευθερώσει τις δύσμοιρες κοπέλλες, που ήλθαν από την Πελοπόνησο, από τα νησιά, από την Θεσσαλία, από κάθε μέρος της Παλαιάς Ελλάδας, για να καταλήξουν σε μπορντέλα των Τούρκων για να τις πηδάνε οι μεθυσμένοι βρωμιάρηδες μωαμεθανοί σύμμαχοι του Κεμάλη... Και αυτό γιατί εκεί ήταν η Ιταλική Ζώνη. Και οι Ιταλοί πλέον ήταν με το μέρος του Μουσταφά του Κεμάλη…
Είναι από τις στιγμές που παρακαλούσα να μην είχε διαφύγει στην Κωνσταντινούπολη ο «Κεραυνός», ο Συνταγματάρχης ο Κονδύλης, που δεν καταλάβαινε από Ιταλούς ή πολύ περισσότερο από Τούρκους, ούτε από υψηλή διπλωματία. Θυμάμαι πως εκδικήθηκε την Σφαγή του Αϊδινίου πριν περίπου δύο χρόνια. Δεν άφησε ρουθούνι Τούρκικο, ακόμα κι από αυτούς που πήγαν να προστατευτούν στην Ιταλική Ζώνη… Είχαν αυτήν την αυταπάτη τα θρασίμια....
Ο Κονδύλης παραμέρισε τον Ιταλό Αξιωματικό και μπήκε σαν σίφουνας στην περιοχή και τσάκισε όποιον μπήκε μπροστά του… Οι Ιταλοί τότε θυμάμαι, όπως έλεγαν στην Σμύρνη διαμαρτυρήθηκαν στον τότε Αρχιστράτηγο τον Σμυρνιό τον Παρασκευόπουλο και στον Βενιζέλο, αλλά τίποτα δεν του έκαναν… Ποιος να τα βάλει με τον «Κεραυνό». Κρίμα ρε διάολε με αυτές τις εκλογές πριν εξη μήνες, τον κυνήγησαν να τον συλλάβουν επειδή ήταν Βενιζελικός και είχε κι αυτός κυνηγήσει Βασιλικούς, όταν στα πράγματα ήταν ο Βενιζέλος. Τους την κοπάνησε και πήγε φυγάς στην Πόλη. Μαζί με άλλους Αμυνίτες αξιωματικούς. Άτιμο πράγμα αυτός ο Διχασμός. Διέλυσε τον Στρατό. Κυριολεκτικά.
Ειλικρινά λείπουν αξιωματικοί σαν τον Κονδύλη. Σκληροί αλλά πατριώτες… Καλοί μερικοί Βασιλόφρονες που ήλθαν μετά τις εκλογές, αλλά ..."άψητοι" !!! Τους έλειπε η εμπειρία 5 χρόνων πολέμου...
Τις σκέψεις μου αυτές τις διέκοψε ξανά ο Bεργίδης που με ρώτησε: «Τι είναι το πετάλωμα Λοχία»;
- Δεν ξέρεις πως πεταλώνουν τα άλογα ρε Βεργίδη; του απαντάω θέλοντας να αποφύγω αυτην την συζήτηση.
- Ναι αλλά τι σχέση έχει αυτό με τους στρατιώτες μας ; επιμένει…
Ε δεν άντεξα…
- Άκου να σου πω Βεργίδη. Αιχμάλωτοι στα χέρια του Τούρκου δεν πέφτουμε. Ιδίως εσύ που είσαι Μικρασιάτης. Αν σε ανακαλύψουν θα σου κόψουν τον πούτσο και θα στον βάλουν στο στόμα, μέχρι να πεθάνεις από αιμορραγία. Αν δεν σε ανακαλύψουν και νομίζουν ότι είναι από την Παλαιά Ελλάδα, θα σε πεταλώσουν δηλαδή θα σου βγάλουν τα αρβύλια και θα σου καρφώσουν πέταλα στα πόδια σαν να είσαι μουλάρι… Κατάλαβες ;;; Κοίτα μπροστά σου τώρα… του λέω και κλείνω την συζήτηση.
- «Αν βλέπεις ότι κινδυνεύεις να πιαστείς αιχμάλωτος, ή τους ορμάς και τους αναγκάζεις να σε σκοτώσουν αμυνόμενοι για να μην τους σκοτώσεις εσύ ή βάζεις το ντουφέκι σου εδώ στο καρύδι στο λαιμό βλέποντας προς τα μυαλά σου και πατάς την σκανδάλη… Αλλά δεν αφήνεις να σε πιάσουν ζωντανό… Κανείς ζωντανός στα χέρια Τούρκου» είπε ο Λουκάς που είχαν δει πολλά τα μάτια του, σε όλους τους Πολέμους, Βαλκανικούς και Μεγάλο αλλά και στην εδώ Εκστρατεία….
Και του ρίχνει ένα φιλικό χτύπημα στην πλάτη, ενώ τα μουλάρια τραβούσαν τον αραμπά πηγαίνοντας μας στην ασφάλεια της Έδρας του Συντάγματος…
Και αυτήν την μέρα θα φάμε πάλι, βραστό καλαμπόκι και θα πιούμε, κάνοντας πρώτα τον σταυρό μας, νερό από τις γειτονικές πηγές και πηγάδια, ελπίζοντας να μην τα έχουν μολύνει οι Τούρκοι…»
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗΣ
ΑΙΩΝΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΙΣΤΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου