Τά βυζαντινά νομίσματα πού έχουν βρεθεί στήν Ύδρα μαρτυρούν τήν παρουσία πληθυσμών στό νησί τήν περίοδο τής βυζαντινής αυτοκρατορίας. Μετά τό 1460 άρχισαν νά καταφθάνουν στήν Ύδρα οι πρώτες ομάδες καταδιωκωμένων Αλβανών καί Ελλήνων πού προσπαθούσαν νά γλιτώσουν από τούς Tούρκους, οι οποίοι μετά τήν πτώση τής Kωνσταντινούπολης κατέκτησαν διά πυρός καί σιδήρου τήν Πελοπόννησο καί τήν Βόρειο Ήπειρο.
O τόπος άγονος καί ξερός ώθησε τούς πρόσφυγες πρός τήν θάλασσα. Tό πρώτο πλοίο ναυπηγήθηκε τό 1657, από έναν αυτοδίδακτο ναυπηγό ονόματι Σακελλαρίου. Aκολούθησαν τρεχαντήρια, λατινάδικα, καραβοσαΐτες καί αργότερα τά σαχτούρια. Στήν Ύδρα, σέ μικρό σχετικά χρονικό διάστημα, κατέφυγαν καί άλλοι καταδιωκόμενοι Χριστιανοί. Ήρθαν από τήν Ήπειρο, οι αδελφοί Ζερβαίοι από τούς οποίους κατάγονται οι Kουντουριώτηδες, από τήν Εύβοια οι Kριεζήδες καί οι Bουδούρηδες, από τά Bουρλά τής Σμύρνης οι Tομπάζηδες, από τήν Aργολίδα οι Oικονόμου καί πολλοί άλλοι.
Tό 1656 η Ύδρα λεηλατήθηκε από τούς Aλγερινούς πειρατές καί πολλά γυναικόπαιδα χάθηκαν στά σκλαβοπάζαρα τής Αφρικής. Aυτό τό γεγονός έκανε τούς Yδραίους νά οπλίσουν τά πλοία τους μέ μικρά κανόνια. Tό 1770, κατά τή διάρκεια τού ρωσοτουρκικού πολέμου, η Πελοπόννησος ξεσηκώθηκε. Από τά νησιά μόνον οι Σπέτσες ύψωσαν αμέσως τή ρωσική σημαία. H Ύδρα διαβλέποντας τήν εξέλιξη αρνήθηκε τή συμμετοχή. Mέχρι τότε η Ύδρα κυβερνιόταν από τούς ιερείς. O ναύαρχος Oρλώφ ώρισε διοικητή τής Ύδρας Pώσο αξιωματικό. Kι όταν αργότερα οι Pώσοι έφυγαν εγκαταλείποντας τούς χριστιανικούς πληθυσμούς στήν σφαγή καί τήν ερήμωση, η εξουσία τής Ύδρας έμεινε στά χέρια τών προκρίτων καί τών καπεταναίων.
Μετά τόν θάνατον τού ήρωος Σκεντέρμπεη, ηγεμόνος τής Ηπείρου,
ότε διεσπάρησαν οι στρατιώται αυτού καί η Ελλάς
υπέκυψεν εξ ολοκλήρου εις τόν ζυγόν τών Τούρκων, όσοι εκ τών Ελλήνων δέν υπέφερον τήν καταδυναστείαν
τών τυράννων, κατέφευγον οι μέν εις τά
όρη, οι δέ εις τά ερήμους νήσους, τινές δέ καί εις τήν Ύδραν. Τότε δύο αδελφοί Ηπειρώται, καταγόμενοι
εκ τών διασπαρέντων στρατιωτών τού
Σκεντέρμπεη, καλούμενοι Λάζαρος καί Ζέρβας, κατώκησαν εις τό πολίχνιον τής Τροιζηνίας,
καλούμενον Κοκκινιά, εξ ού έλαβον καί τό επώνυμον οι
Κοκκίναι καί έπειτα Λαζαράδαι, όπου καί ενυμφεύθησαν, μετερχόμενοι τόν ποιμενικόν βίον.
Αλλ' επειδή πολυτρόπως επαπειλείτο η ζωή αυτών υπό τών εκεί τυράννων, μετώκησαν εις τήν Ύδραν τώ 1580.
Οι πρώτοι ούτοι άποικοι, συνίσταντο από τρείς υιούς
καί δύω θυγατέρας τού Λαζάρου καί τής συζύγου αυτού καί από δύο υιούς τού Ζέρβα μετά τών συζύγων
αυτού τε καί τών τέκνων, οίτινες διά τόν φόβον τών Τούρκων
ανέβησαν επί τού υψηλού όρους τού Προφήτου Ηλιού, όπου κατασκευάσαντες καλύβας κατώκησαν.
Μετά παρέλευσιν δέ ολίγων ετών, ήτοι τώ 1596, προσετέθη καί άλλη οικογένεια εξ επτά ψυχών,
τής οποίας ο οικογενειάρχης ωνομάζετο Ραφαλιάς μεταβάς εκ τής
νήσου Κύθνου (Θερμιά), όπου ευρών τούς πρώτους αποίκους, συνεσωματώθη μετ' αυτών.
Αλλ' επειδή κατ' αρχάς αι δύω πρώται οικογένειαι δέν ηδύναντο νά
συννενοηθώσιν, ως αλληλόγλωσσοι, ομιλούντες τήν αλβανικήν, οι δέ άλλοι τήν ελληνικήν,
ηναγκάσθησαν επί τέλους νά συγχωνευθώσιν εις μίαν τήν αλβανικήν.
Ιστορία τής νήσου Ύδρας υπό Γεωργίου Κριεζή
Η συνθήκη τού Kιουτσούκ Kαϊναρτζή τό 1774 καί οι ναπολεόντιοι πολέμοι
έφεραν πλούτο στήν Ύδρα όπως άλλωστε στίς Σπέτσες καί τά Ψαρά.
Oι Yδραίοι ναυτικοί μέ ρωσική σημαία στά καράβια
τους μετέφεραν σιτάρι από τόν Εύξεινο Πόντο στή Mασσαλία, στό Λιβόρνο καί στή Γένουα,
διασπώντας τόν αποκλεισμό τού Νέλσονα. Tά πλοία
τους εκείνη τήν εποχή έφθασαν τά 200. Tό πρίν από ενάμιση αιώνα ασήμαντο χωριουδάκι τών καταδιωκομένων
έγινε μία μεγάλη πόλη, μέ μεγαλοπρεπείς οικίες γεμάτες ακριβά έπιπλα καί σκεύη, περσικά χαλιά
ενώ οι γυναίκες τής Ύδρας
φορούσαν πανάκριβα κοσμήματα καί μεταξωτά υφάσματα.
Χωρίς τήν Ύδρα δέν ήταν δυνατόν νά υπάρξη επανάσταση,
διότι δέν υπήρχε περίπτωση νά υπάρξη ελληνικός πολεμικός στόλος μόνο μέ τήν συμμετοχή τών Ψαρών
καί τών Σπετσών. Καί χωρίς στόλο η επανάσταση ήταν καταδικασμένη. Η Ύδρα διέθετε περισσότερα πλοία από όσα διέθεταν όλα τά υπόλοιπα νησιά τού Αιγαίου.
Ήταν καλύτερα οπλισμένα μέ μεγαλύτερα
τό τρικάταρτο τού Λαλεχού καί
τό δικάταρτο τού Μιαούλη τά οποία έφεραν από δεκαοκτώ κανόνια τό καθένα.
Οι πρόκριτοι (νοικοκυραίοι) όμως τού νησιού ήταν διστακτικοί. Ο πλούτος
τους ήταν πολύ μεγάλος γιά νά τόν διακυβεύσουν ενώ ήταν νωπές ακόμα οι μνήμες από τίς
αποτυχίες τών ορλωφικών καί τού Λάμπρου Κατσώνη, οι οποίες είχαν φέρει συμφορές σέ όσους είχαν σηκώσει κεφάλι.
Μάλιστα τήν εποχή τού ρωσοτουρκικού πολέμου τού 1807 είχαν υπάρξει δύο στρατόπεδα στήν Ύδρα. Τό τουρκόφιλο μέ επικεφαλής τόν Γεώργιο Βούλγαρη καί τόν
Ανδρέα Βόκο (Μιαούλη) καί τό ρωσόφιλο μέ επικεφαλής τούς Κουντουριώτηδες, τόν Αναστάσιο Κοκκίνη, τόν Δημήτριο Τσαμαδό, τόν
Νικόλαο Γιακουμάκη (Τομπάζη), καί τόν Νικόλαο Οικονόμου.
Καί τότε είχαν επικρατήσει οι τουρκόφιλοι, οι οποίοι δέν ήλπιζαν ποτέ ότι θά μπορούσε
τό Γένος νά απαλλαγεί από τήν οθωμανική τυραννία.
1821. Απριλίου 28, Ύδρα
Ανεχωρήσαμεν διά τήν ανεξαρτησίαν τού Ελληνικού Έθνους. Ήλθον δύο απεσταλμένοι από τήν
Ρούμελην εις Ύδραν από τούς οπλαρχηγούς των μέ γράμματα πρός τό
κοινόν τής Ύδρας, ζητούντες πλοία διά τά μέρη τού Ζητουνίου.
Μέ επροσκάλεσεν ο κ. Λάζαρος Κουντουριώτης ως πρώτιστος καί
αρχηγός τής Ύδρας καί μού λέγει:
- "Κύριε Κριεζή, οι δύο απεσταλμένοι ζητούν πλοία καί έπαρέ
τους μαζί σου νά υπάγετε εις τά μέρη τού
Ζητουνίου, όπου ευρίσκεται εν εχθρικόν κορβέτον διά νά
ημπορέσητε νά τό πάρητε ή όπως γνωρίζετε κάμετε, καί υπόσχονται, όταν δώση η χάρις Του, καί πάρητε τό εχθρικόν,
τότε νά εμβαρκάρης εις τό πλοίον
σου τούς οπλαρχηγούς των μέ δύο χιλιάδας στρατιώτας διά νά τούς εβγάλης εις τήν Αγίαν Μαρίναν,
εις τήν Στυλίδα, διά νά κτυπήσουν τό Ζητούνι καί εγώ διά θάλάσσης καί όταν
παρθή, ό,τι έχη μέσα τό κάστρον από μετρητά καί προβεζιόνες νά μοιράσητε εξ ημισείας."
Ευθύς εγώ κατά τήν προσταγήν τού κ. Κουντουριώτου ετζουρμάρισα
καί έτερους ναύτας, ότι μόνον είχον 60, καί έγιναν 110, πρός 25 τάλληρα
τόν καθένα.
Έκαμα τά αναγκαία τού πολέμου, πυρίτιδα, μπάλες, ψωμί καί έτερα καί
ανεχωρήσαμεν ως άνω τόν Απρίλιον
καί εις τήν 1η τού Μαΐου 1821 εφθάσαμεν εις Μύκονον.
Αγκυροβολήσαμεν, επροσκάλεσα τήν Παναγίαν Τουρλιανήν, εκάμεν αγιασμόν
καί εις τάς 2 ανεχωρήσαμεν διά τήν εις Ζητούνιον εκστρατείαν.
Τή σπίθα στήν Ύδρα τήν άναψε ο Αντώνιος Οικονόμου. Έδρασε μέ ταχύτητα καί ως άλλος
Παπαφλέσσας έβαλε μπουρλότο στήν
διστακτικότητα τών πλουσίων προκρίτων τού νησιού. Ο Οικονόμου είχε χάσει τό καράβι του,
πού αποτελούσε καί τήν όλη του περιουσία,
σέ ναυάγιο έξω από τό Γιβραλτάρ. Απελπισμένος, πήγε στήν
Κωνσταντινούπολη όπου τόν μύησε στό μυστικό τής Φιλικής Εταιρείας ο Παπαφλέσσας.
Εκείνος ήταν πού τού μετέδωσε τήν ορμή καί τήν φλόγα τής επανάστασης
καί έτσι ο Οικονόμου γυρίζοντας στήν Ύδρα, αντί νά φροντίσει νά κατασκευάσει καινούργιο σκαρί,
άρχισε τά επαναστατικά
του κηρύγματα.
Μέ τόν Οικονόμου συνεργάστηκαν όχι οι ηλικιωμένοι πρόκριτοι, αλλά τά παιδιά τους, όπως ήταν
ο γιός τού Γκίκα καί ο γιός τού Κριεζή καί μαζί
συγκρότησαν ένα σώμα από 500 ένοπλους άνδρες. Ενώ οι πρόκριτοι συνεδρίαζαν στήν καγκελλαρία,
ο τόπος έβραζε. Τή νύκτα τής 28ης Μαρτίου κήρυκες τού
Οικονόμου όρμησαν στούς δρόμους φωνάζοντας "Στ' άρματα! Στ' άρματα".
Οι καμπάνες στίς εκκλησίες κτυπούσαν χαρμόσυνα, μεταδίδοντας τό σύνθημα τής επανάστασης απ' άκρη σ' άκρη.
"- Οι αδελφοί μας Πελοποννήσιοι εσήκωσαν τήν επανάστασιν καί ημείς
εδώ σαπίζομεν εις τήν αργίαν, διότι οι προεστοί μάς
εμποδίζουν νά κινηθώμεν."
Τά σπετσιώτικα πλοία στό λιμάνι τής Ύδρας μέ τούς απεσταλμένους τους επιτάχυναν τίς εξελίξεις.
Πλήθος λαού έτρεχε στούς δρόμους, έτοιμο νά κτυπήσει
όσους θά έφερναν αντιρρήσεις στήν εξέγερση. Οι πρόκριτοι δέν τόλμησαν νά βγούν από τά σπίτια τους.
Ο Οικονόμου πέταξε από τήν καγκελλαρία τόν διορισμένο
από τούς Τούρκους διοικητή Νικόλαο Κοκοβίλα καί ανέλαβε τήν διοίκηση τού νησιού.
Άρχισε αμέσως στρατολογία τόσο γιά τήν ξηρά όσο καί γιά τήν θάλασσα.
Χρήματα όμως δέν υπήρχαν γιά νά δοθούν στίς οικογένειες τών στρατολογούμενων.
Ο Οικονόμου απαίτησε καί πήρε από τούς δημογέροντες
Λάζαρο Κουντουριώτη, Δημήτριο Τσαμαδό, Βασίλειο Μπουντούρη, Γκίκα Γκιώνη καί
άλλους περίπου 130 χιλιάδες τάλληρα.
Αλλά δέν πήρε μόνο χρήματα. Οι πρόκριτοι τού ανεγνώρισαν καί τήν αρχηγία τής Ύδρας,
αλλά καί τών στρατιωτικών επιχειρήσεων. Δέν θά τού
συγχωρούσαν ποτέ όμως αυτή τήν κίνηση η οποία ονομάστηκε από πολλούς "πραξικόπημα" τού Οικονόμου.
Στίς 18 Απριλίου 1821, τά τρία ναυτικά νησιά απηύθυναν στούς κατοίκους τών άλλων νησιών κοινή προκήρυξη
μέ τήν οποία τούς καλούσαν νά συμμετάσχουν σέ ένα
πόλεμο, ο οποίος δέν είχε σκοπό τήν λεηλασία τών οθωμανικών πλοίων, αλλά τήν ανεξαρτησία τού Έθνους.
Κατόπιν έδωσαν οδηγίες σέ όλους τούς ναύτες νά μήν
επιτίθενται επ΄ουδενί σέ πλοία τά οποία έχουν ευρωπαϊκή σημαία.
Στό προσκλητήριο αυτό ανταποκρίθησαν όλα τά νησιά πλήν τής Σύρου, Τήνου, Νάξου καί
Θήρας (Σαντορίνης), όπου διέμεναν Ρωμιοί πού είχαν φραγκέψει καί ζούσαν μέ μία σχετική άνεση
κάτω από τήν προστασία τού πάπα.
Τά ελληνικά πλοία ξεχύθηκαν στό Αρχιπέλαγος (Αιγαίο Πέλαγος), αλλά πρέπει νά
σημειωθεί ότι όπως καί οι άνδρες στήν στεριά έτσι καί αυτοί στή θάλασσα
δέν διακρίνονταν
γιά τό πειθαρχικό
τους πνεύμα. Πολλές φορές μεθούσαν ή έκαναν πλιάτσικο ή δολοφονούσαν τούς
αιχμαλώτους. Εξαίρεση ήταν οι Ψαριανοί οι οποίοι γενικώς σέβονταν
τούς κανόνες τού πολέμου καί τούς νόμους τού νησιού τους. Στίς 28 Απριλίου 1821 κοντά στίς
Οινούσες, οι Υδραίοι πλοίαρχοι Λάζαρος Πινότσης καί
Γεώργιος Σαχτούρης συνέλαβαν ένα τουρκικό καράβι, τό
οποίο μετέφερε τό νεοδιορισμένο στήν Αίγυπτο μολλά Γιαζιτζή ζαντέ Μεχμέτ Εφέντη, μέ
τά χαρέμια του καθώς καί άλλους πλούσιους μουσουλμάνους πού πήγαιναν γιά προσκύνημα στή Μέκκα.
Μαζί τους κουβαλούσαν ολόκληρο θησαυρό από
διαμάντια, μαργαριτάρια πού κόστιζαν περίπου έξι εκατομμύρια γρόσια.
Οι επιβάτες σφαγιάστηκαν, ο σεϊχουλισλάμης κρεμάστηκε από τό
κατάρτι τού καραβιού τού Πινότση, ενώ ο θησαυρός λαφυραγωγήθηκε από τά πληρώματα.
Όταν τά καράβια γύρισαν στήν Ύδρα, ο Οικονόμου μέ αυστηρό τρόπο απαίτησε νά δωθούν
τά λάφυρα γιά τό κοινό τού αγώνος ταμείο.
Οι ναύτες αρνήθηκαν νά συμμορφωθούν καί ήρθαν σέ έντονη ρήξη μέ τόν Οικονόμου ο οποίος έχασε
τά λαϊκά ερείσματα καί βρέθηκε στό έλεος τών
νοικοκυραίων (δημογερόντων), οι οποίοι δέν έχασαν καθόλου τόν καιρό τους. Έστειλαν
τόν Αντώνιο Κριεζή, τόν Λάζαρο Παναγιώτα καί τόν
Θεόφιλο Δρένια νά μπλοκάρουν τήν καγκελλαρία καί νά τόν συλλάβουν.
Ο Οικονόμου αντέδρασε άμεσα καί σκότωσε τόν Παναγιώτα καί τόν Δρένια.
Αλλά είχε απομείνει απελπιστικά μόνος, έχοντας στό πλευρό
του μόνο λίγους πιστούς συντρόφους. Παρά ταύτα κατάφερε νά ξεφύγει καί νά περάσει απέναντι
στήν ακτή, όπου βρήκε καταφύγιο στό Κρανίδι. Τελικά οι Κουντουριώτηδες
κατάφεραν νά στείλουν ανθρώπους οι οποίοι καί δολοφόνησαν τόν Οικονόμου τόν Δεκέμβριο τού 1821.
Άμα εκραγείσης καί εν Ύδρα τής επαναστάσεως, ελθών ο διδάσκαλος Νεόφυτος Βάμβας εις
Ύδραν καί Σπέτσας, προέτρεψε τούς
προκρίτους νά αποστείλωσι ναυτικήν δύναμιν εις Χίον, ίνα επαναστατήσωσι καί τήν νήσον ταύτην.
Οι πρόκριτοι τών δύο νήσων προθύμως απεδέχθησαν
τάς προτάσεις τού Βάμβα, πιστεύοντες ότι, ελευθερουμένης τής Χίου, ήθελον έχει τήν περί συντηρήσεως τού στόλου
χρηματικήν συνδρομήν τών πλουσίων Χίων.
Απεφάσισαν καί απέστειλαν κατά τήν Χίον, επτά μέν πλοία εκ Σπετσών, τά τών Γκίκα Τσούπα, Ιωάννου
Κυριακού, Θεοδώρου Μέξη, Ιωάννου Κούτση,
Δημητρίου Σκλιά, Ιωάννου Σάντου καί Αργυρίου Στεμιτσιώτου υπό τήν οδηγίαν τού Γκίκα Τσούπα καί
Ιωάννου Κυριακού, ένδεκα εξ 'Υδρας υπό τήν οδηγίαν
τού Ιάκωβου Τομπάζη. Η μοίρα τών σπετσιωτικών πλοίων, εκπλεύσασα τήν 22αν Απριλίου 1821,
ήλθεν έμπροσθεν τής Ύδρας καί ηνώθη μετά τής υδραϊκής,
συνεξέπλευσαν δ' αμφότεροι τήν επιούσαν καί διευθύνθησαν πρός τά Ψαρά, όπως συμπαραλάβωσι καί
τήν μοίραν τών Ψαριανών, καί ενεργήσωσιν από
κοινού τήν επανάστασιν τής Χίου.
Εδημοσίευσαν εις τήν νήσον Τήνον τάς εξής επαναστατικάς προκηρύξεις πρός τούς Αιγαιοπελαγίτας:
"Φίλοι ομογενείς,
ο πόλεμος τόν οποίον κάμνομεν κατά τών ασεβών τυράννων, δέν είναι κλέπτικος, αλλ' όλου τού Έθνους
μας, αποφασισμένος Θεόθεν καί ωργανισμένος από μεγάλους
άνδρας. Ζητούμεν τήν ανεξαρτησίαν τού Γένους μας καί δι' αυτήν συνεισφέρομεν όλοι καί όπλα
καί πλοία καί σώματα.
Ημείς δέν πολεμούμεν παρά μόνον τούς τυράννους μας Οθωμανούς, τάς δέ άλλας
Δυνάμεις σεβόμεθα καί τιμώμεν. Προσέχετε λοιπόν, αδελφοί, νά μήν πειράξη
κανείς ούτε άνδρα ομογενή, ούτε πλοίον ελληνικόν, αλλά νά φέρεσθε όλοι πρός αλλήλους
μέ αγάπην καί φιλανθρωπίαν. Όστις ήθελε τολμήσει νά πειράξη
αδίκως καί ληστρικώς πλοίον ελληνικόν ή άνδρα Χριστιανόν ή άλλης Δυνάμεως ουδετέρας,
ο τοιούτος θέλει κρίνεται εχθρός τού Γένους καί ως τοιούτος θέλει κατατρέχεται"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου