Του Γιάννη Παναγιωτακόπουλου
Το άρθρο της προέδρου του καθεστώτος κυρίας Σακελλαροπούλου, που δημοσιεύθηκε στις 2/1/2021 στην «Εφημερίδα των Συντακτών» και συγκέντρωσε ποικίλες αντιδράσεις, αποτελεί ένα κείμενο σταθμό. Είθισται ο διορισμένος πρόεδρος να είναι η αντιπροσώπευση της εθνικής ενότητας και της προάσπισης της Δημοκρατίας. Νομίζω ότι το κείμενο της νέας ενοίκου του πολυτελούς μεγάρου απέτυχε και στα δύο.
Αρχικά, προβάλλοντας τις ιδεολογικές της θέσεις με φρασεολογία που στιγματίζει πολιτικές απόψεις των Ελλήνων πολιτών, εξασφάλισε μία ασυνήθιστα διχαστική θέση, που σπάνια εκφράζεται με τέτοια ένταση από τον εκπρόσωπο του θεσμού. Ως γνωστόν, ο ευρωσκεπτικισμός και η αντίθεση στην παγκοσμιοποίηση, αποτελούν πολιτικές απόψεις μιας μεγάλης μερίδας του λαού· σύμφωνα μάλιστα με τις ποιοτικές δημοσκοπήσεις, μάλλον πλειοψηφικής.
Επομένως, ο στιγματισμός τους ως «λαϊκιστικές», συνιστά μία θέση που δεν συνάδει με την έκφραση του θεσμού, ρόλος του οποίου (υποτίθεται πως) είναι οι ίσες αποστάσεις και η διασφάλιση της ελεύθερης έκφρασης όλων των πολιτικών αντιλήψεων. Υπό αυτή την έννοια, ή η κ. Σακελλαροπούλου δεν έχει κατανοήσει καλά τον ρόλο της ή δεν έχουμε καταλάβει καλά τον ρόλο της εμείς.
Εκείνο όμως που προκαλεί μεγαλύτερη εντύπωση, ήταν η παρακάτω –εκ πρώτης όψεως αινιγματική- φράση: «Στη λαϊκιστική στρέβλωση της δημοκρατίας η λαϊκή βούληση συγχέεται με τη βούληση της πλειοψηφίας».
Τί ακριβώς εννοεί η πρόεδρος; Στην φιλελεύθερη στρέβλωση της δημοκρατίας, η λαϊκή βούληση με τί συγχέεται; Με τον δικαιωματισμό; Με την διορισμένη «δικαιοσύνη»; Με τους κρατικούς ή υπερκρατικούς θεσμούς; Με τον «νέο ανθρωπισμό της Ευρώπης»; Σε κάποιες αυτοκρατορίες η λαϊκή βούληση συγχεόταν με την βούληση του αυτοκράτορα-θεού. Στην παπική χριστιανοσύνη με την βούληση του Πάπα. Στα ολοκληρωτικά καθεστώτα με την βούληση του αρχηγού ή του Γενικού Γραμματέα του κόμματος. Στη νέα ευρωπαϊκή πραγματικότητα με τί συγχέεται;
Νεφελώδης η ερμηνεία... Όταν όμως η κορυφή του κράτους εκφράζει νεφελώδεις ερμηνείες σχετικά με την έννοια της λαϊκής βούλησης, δικαιούμαστε, ή μάλλον οφείλουμε, να ζητήσουμε ξεκάθαρες διευκρινίσεις.
Πριν δύο χρόνια (22 Ιανουαρίου του 2019), ο Ευάγγελος Βενιζέλος είχε μιλήσει με παρόμοια φρασεολογία, στην Ολομέλεια της Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης του Συμβουλίου της Ευρώπης, κρίνοντάς την όλο και αυξανόμενη απαίτηση των ευρωπαϊκών λαών για αμεσο-δημοκρατικότερους θεσμούς. Μεταξύ άλλων επισήμανε: «Η εποχή της δημοκρατικής «ιερότητας» του δημοψηφίσματος ως άμεσης έκφρασης της λαϊκής κυριαρχίας, πέρασε δυστυχώς προ πολλού. Η αντιπροσωπευτική δημοκρατία βρίσκεται σχεδόν διαρκώς υπό συνθήκες πίεσης [...].
Το δημοψήφισμα όμως, παρότι είναι θεσμικά βαρυσήμαντο και αναντικατάστατο, δεν συνιστά απάντηση στην κρίση της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας. Αντιθέτως, συχνά λόγω της διχαστικής και απλουστευτικής τοποθέτησης των διλημμάτων, γίνεται το όχημα για τη θεσμική έκφραση του λαϊκισμού. Έχουμε δει σε ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες τα δημοψηφίσματα να βοηθούν στην εγκαθίδρυση της λεγόμενης αυταρχικής ή μη φιλελεύθερης (illiberal) δημοκρατίας».
Η Ντόρα Μπακογιάννη πολλάκις και σε όλους τους τόνους έχει εκφράσει την αντίθεσή της στον θεσμό των δημοψηφισμάτων. Στις 17 Νοεμβρίου του 2019, στην επιτροπή αναθεώρησης του Συντάγματος τόνιζε, πως διαφωνεί με τα δημοψηφίσματα, διότι μέσω αυτών εκφράζονται οι φόβοι των πολιτών, «δεν είναι η ελεύθερη βούληση ενός λαού» (;) και ανοίγουν τον ασκό του Αιόλου που εκμεταλλεύονται οι λαϊκιστές.
Άν σας δημιουργείται η εντύπωση ότι η Πτ«Δ» και οι δύο κορυφαίοι εκφραστές του πολιτικού κατεστημένου, αναπαράγουν τα ίδια «non paper», έχετε δίκιο. Μέσα στα κορυφαία προτάγματα της ατζέντας των «θεσμών» της Ε.Ε. είναι η αναχαίτιση της δημοψηφισματικής (δηλαδή της άμεσης) Δημοκρατίας. Μίας τάσης που τα τελευταία χρόνια επιβάλλεται από τα κάτω, ακυρώνοντας σχεδιασμούς δεκαετιών.
Το Brexit και μία σειρά δημοψηφισμάτων που έγιναν ή κυοφορούνται σε χώρες της Ευρώπης, έχουν ανησυχήσει σοβαρά τις ολιγαρχικές ελίτ. Τελευταία τους άμυνα η περιχαράκωση πίσω από σοφιστείες που συγχέουν την Δημοκρατία με την κομματοκρατία, τους «θεσμούς» και τον φιλελευθερισμό, ανάγοντάς τα σε αρχές ιερότερες της λαϊκής κυριαρχίας, της πλειοψηφίας και της άμεσης – δίχως μεσάζοντες - έκφρασης της λαϊκής βούλησης.
Όταν η κα Σακελλαροπούλου μας λέει ότι η βούληση της πλειοψηφίας δεν εκφράζει την λαϊκή βούληση, μας εισάγει σε μία εξόχως ολιγαρχική σοφιστεία. Εννοεί, ότι η λαϊκή βούληση (μπορεί να) εκφράζεται μόνο μέσα από τα κόμματα, τους διορισμένους θεσμούς, την ελίτ.
Μας θέτει ξεκάθαρα το ερώτημα: Ποιοί θέλουμε να αποφασίζουν, αυτοί ή εμείς; Μάλλον ήρθε η ώρα να πάρουμε θέση, όχι σε ἀλλη μία μάχη οπισθοφυλακών, όπως έχουμε συνηθίσει τις τελευταίες δεκαετίες. Αλλά σε μία μάχη που το σύστημα τρέμει να δώσει...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου