Ο νερουλάς από το Μαρούσι που κατέκτησε την νίκη στο δημοφιλέστερο αγώνισμα των Ολυμπιακών Αγώνων, έζησε μια ιδιαίτερη ζωή από την απόλυτη φτώχεια και αφάνεια, στην δόξα και πάλι στην αφάνεια. Ο θάνατός του, όμως, στις 26 ή 27 Μαρτίου (άλλοι ισχυρίζονται ανήμερα της 25ης Μαρτίου), στάθηκε αφορμή για να τον ξαναθυμηθούν όσοι τον είχαν αφήσει στο περιθώριο στα τελευταία χρόνια της ζωής του. Η ειρωνία είναι ότι ο άνθρωπος που τίμησε τον Σπύρο Λούη λίγα χρόνια πριν πεθάνει, όταν όλοι τον είχαν ξεχάσει, ήταν αυτός που αιματοκύλησε λίγα χρόνια αργότερα την Ελλάδα. Ο Αδόλφος Χίτλερ. Ο Γερμανός δικτάτορας κάλεσε τον Σπύρο Λούη στην τελετή έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων του 1936 στο Βερολίνο ως επίσημο εκπρόσωπο της Ελλάδας. Της... ίδιας Ελλάδας που είχε καταδικάσει τον Μαραθωνοδρόμο αδίκως για πλαστογραφία λίγα χρόνια νωρίτερα, το 1926. Ο φουστανελάς γέρος -τότε- με το τσιγγελωτό μουστάκι και το επιβλητικό παράστημα, μετέφερε το Ολυμπιακό σύμβολο της χώρας του, τον κότινο, πραγματοποιώντας αυτή που έμελλε να είναι η τελευταία του δημόσια εμφάνιση σε αλλότρια γη. Καταχειροκροτήθηκε και επέστρεψε.
Η ιστορία του Σπύρου Λούη στους πρώτους σύγχρονους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας είναι «χιλιοτραγουδισμένη» από όλα τα μεγάλα τηλεπτικά δίκτυα και έχει γίνει ακόμη και ντοκιμαντέρ με αναπαράσταση του αγώνα του. Η ιστορία του πασίγνωστη -κυρίως εκτός Ελλάδας, μιας και οι... βάρβαροι αποθέωναν ως πρόσφατα το ελληνικό στοιχείο. Γεννήθηκε το 1872 στο Μαρούσι, το οποίο θεωρούνταν τότε ένα... χωριό κοντά στην Αθήνα. Ηταν το 5ο παιδί μιας οικογένειας αγροτών και έβγαζε μεροκάματο ως απλός νερουλάς στα γύρω χωριά -προς γνώση των νέων, έτσι μεταφέρονταν το νερό κάποτε. Κατά τη στρατιωτική του θητεία, ως είθισται την εποχή εκείνη, λόγω αθλοπαιδιών και λοιπών σχετικών δραστηριοτήτων, διακρίθηκε για την ικανότητά του να τρέχει «ταχύτερα από άλογο». Η έκφραση «έγινε Λούης» η οποία χρησιμοποιείται για την ταχύτητα κάποιου, προέκυψε αργότερα. Ήταν όμορφος, ψηλός, γλεντζές,δεν είχε ασχοληθεί ποτέ με αθλητισμό και προπόνηση, αλλά έτρεχε για βιοποριστικούς λόγους. Όταν έμαθε ο Σπύρος Λούης για τον Μαραθώνιο, δήλωσε συμμετοχή στους προκριματικούς, μαζί με τρεις συγχωριανούς και φίλους του (τον Γιώργο Λαυρέντη, το Λευτέρη Παπασυμεών και τον Σταμάτη Μασούρα) και με δυο Χαλανδραίους, τον Βρεττό και τον Καφετζή.
Ο Μαραθώνιος του 1896, έχει περιγραφεί λεπτομερέστατα από τους «Ομήρους» της εποχής. Τα τελευταία μέτρα ήταν οι μεγαλύτερες στιγμές του ελληνικού αθλητισμού. Ο νεαρός Μαρουσιώτης δεν εφάρμοσε κάποια συγκεκριμένη τακτική στον αγώνα του, στον οποίο αντί για νεράκι ενδιάμεσα έπινε ενα ποτηράκι κρασί για δυναμωτικό. Απλώς έτρεχε. Όμως, φρόντιζε να τρέχει με σταθερό ρυθμό κι αυτό ήταν τελικά που του χάρισε την νίκη. Ο Λούης ήταν στην κεφαλή της κούρσας και τρία χιλιόμετρα πριν από τον τερματισμό, ο Γεώργιος Α' και η βασιλική οικογένεια ενημερώθηκαν ότι ένας Έλληνας προηγείται. Η είδηση μεταδόθηκε από στόμα σε στόμα και μια κραυγή ακούστηκε το Παναθηναϊκό Στάδιο, «Έλλην, Έλλην»! Ο Σπύρος Λούης μπήκε πρώτος στο Στάδιο, μέσα σε γενικό παραλήρημα και με επίσημο χρόνο 2 ώρες 58 λεπτά και 50 δευτερόλεπτα. Οι Έλληνες γεμάτοι χαρά και ικανοποίηση του πρόσφεραν δώρα για την νίκη του, μεταξύ αυτών ένα χρυσό ρολόι στολισμένο με μαργαριτάρια από μια εύπορη γυναίκα και φαγητό για έναν χρόνο από έναν εστιάτορα. Αρνήθηκε, ωστόσο, να λάβει το ποσό των 10.000 φράγκων που έδιναν στον νικητή.
Ο βαρώνος Πιερ ντε Κουμπερτέν γράφει αργότερα για την νίκη του Μαραθωνοδρόμου που δόξασε την Ελλάδα και θαύμασε ο κόσμος: «Ο Σπύρος Λούης ήταν ένας θαυμάσιος βοσκός, ντυμένος με τη λαϊκή φουστανέλα, ξένος προς τις μεθόδους της επιστημονικής προπόνησης. Προετοιμάστηκε με νηστεία και προσευχή και θρυλείται ότι πέρασε την τελευταία νύχτα μπροστά στις άγιες εικόνες κάτω από το φως των λαμπάδων...». Από κει μετά πήρε σειρά το... marketing της εποχής. Το οποίο τον στέγνωσε και έφτασε μόνος μετά από χρόνια να παλεύει με την ασθένεια της συζύγου του και την ανατροφή των παιδιών του.
ΑΙΩΝΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΙΣΤΗ
http://www.stoxos.gr