Και η Έκθεση Φωκά καταλήγει επί του θέματος της προπαρασκευής του Πολεμικού μας Ναυτικού:
· Εν συμπεράσματι δύναται νά λεχθή ότι, αναλόγως πάντοτε τών
διατιθεμένων οικονομικών μεσών τής Χώρας, η προετοιμασία τού Ναυτικού
υπήρξε, όσον εστάθη δυνατόν, επαρκής καί ότι επιμελής ημπορεί νά θεωρηθή
η επί τού προκείμενου εργασία τού ΓΕΝ.
· "Η εντατική προσπάθεια πρός συμπλήρωσιν τών αναγκών τού Στρατού,
είναι αληθές ότι περιώριζε σημαντικώς τάς πιστώσεις τάς διατιθέμενος διά
τόΝαυτικόν.
· Αναγκαστικώς λοιπόν περιωρίσθη η τόσον πολυδάπανος άλλοστε,
απόκτησις νέων Πλοίων καί αι ολίγοι πιστώσεις διετέθησαν διά τήν
εξακολούθησιν τού προγράμματος τών Οχυρώσεων καί τόν εφοδιασμόν τών
Πολεμικών Πλοίων καί τών Αμυντικών Συγκροτημάτων μέ τά απαραίτητα
πυρομαχικά, τορπίλλας, νάρκας, ανθυποβρυχιακά δίκτυα, υλικά συντηρήσεως
καί επισκευής, ιματισμόν, διά τη δημιουργίαν Κέντρου Εκπαιδεύσεως, και
διά τήν ίδρυσιν τέλος τού Κρατικού Ναυπηγείου εις τόν Σκαραμαγκάν. Διά
τού Ναυπηγείου αυτού, τό οποίονκαταστραφέν δυστυχώς κατά τον πόλεμον δεν
επέπρωτο νά λειτουργήση, επροσδοκάτο ότι θα επετυγχάνετο καί η
συστηματική ανανέωσιςτών μαχίμων μονάδων τού Στόλου καί η ναυπήγησις
εμπορικών πλοίων, αλλά καί η δημιουργία συναφών ιδιωτικών βιομηχανιών
καί η παροχή εργασίας εις χιλιάδας εργατών. Στην παγκοσμίως
γνωστή και έγκυρη ετήσια έκδοση JANE's FIGHTING SHIPS του 1939,
σημειώνεται ότι η Ελλάδα είχε Πρόγραμμα ναυπηγήσεως 12 Αντιτορπιλλικών
μεταξύ των ετών 1937-1940 και 2 Υποβρυχίων. Τα Ναυπηγεία Σκαραμαγκά, ο
Ναύσταθμος Σαλαμίνος καθώς και ο λιμένας του Πειραιώς, κατεστράφησαν από
Αγγλοαμερικανικό βομβαρδισμό στις αρχές του 1944, ενώ είχε ήδη κριθεί η
τροπή του Πολέμου.
· Δέν πρέπει νά παροράται ότι εις τήν προσπάθειαν αυτήν τής
πολεμικής παρασκευής, σημαντικήν δυσκολίαν προσέθετε η έλλειψις επαρκούς
εξωτερικού συναλλάγματος. Οι Άγγλοι καί Αμερικανοί απήτουν τήν πληρωμήν
τών Ελληνικών παραγγελιών εις Λίρας καί Δολλάρια καί μόνον τά Κράτη τού
Άξονος εδέχοντο τό σύστημα τού συμψηφισμού. Αναγκαστικώς λοιπόν εστράφη
η Ελλάς διά προμηθείας της πρός τά εκεί καί μόνον μέ τόν τρόπον αυτόν
κατέστη δυνατόν νά πραγματοποιηθούν μερικαί Ελληνικαί Πολεμικαί
παραγγελίαι, πληρωνόμεναιδι εξαγωγής καπνών, σταφίδων, μεταλλευμάτων καί
άλλων προϊόντων τής πτωχής Ελληνικής γής.
Επίμετρον Τρίτο - Ο τελευταίος επιζών του θρυλικού «Παπανικολής» διηγείται πώς βύθισαν ιταλική νηοπομπή το '40 [εικόνες&βίντεο]
Ο
τελευταίος επιζών του θρυλικού υποβρυχίου «Παπανικολής» που έδρασε με
μεγάλη επιτυχία στον πόλεμο με την Ιταλία, ονομάζεται Νικόλαος Τασιάκος.
Σήμερα είναι 100 ετών και διηγείται με ενάργεια όλες τις ηρωικές
στιγμές που βίωσε γράφοντας ιστορία με το «Παπανικολής» στο Β' παγκόσμιο
πόλεμο. Η
πολιτεία τον τίμησε σε ειδική εκδήλωση στο υπουργείο Αμυνας, με τον
Δημήτρη Αβραμόπουλο, κατά την τελευταία ημέρα άσκησης των καθηκόντων του
ως ΥΕΘΑ, να απονέμει στον Σημαιοφόρο ε.α. Νικόλαο Τασιάκο, τον «Σταυρό
Αξίας και Τιμής Α’ Τάξεως» για τις διακεκριμένες υπηρεσίες του προς τις
Ένοπλες Δυνάμεις και την πατρίδα. Επίσης,
στον κ. Τασιάκο, ο αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Ναυτικού Ευάγγελος
Αποστολάκης δώρισε ένα πιστό αντίγραφο του υποβρυχίου «Παπανικολής» και
ένα καπέλο του πληρώματος, ενώ ο σημερινός κυβερνήτης του σύγχρονου
«Πανανικολή», ο αντιπλοίαρχος Επαμεινώνδας Κοντογιάννης, τον προσκάλεσε
να επισκεφτεί το υποβρύχιο.
Αν και στεριανός τον τράβηξε η θάλασσα
Ο βετεράνος
του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου Νικόλαος Τασιάκος, ήταν σχεδόν αμούστακο παιδί
όταν έφυγε από το χωριό του, την ορεινή Δρακότρυπα, στο νομό Καρδίτσης,
για να αναζητήσει μια καλύτερη τύχη... Αν και «στεριανός», τον
«τράβηξε» η θάλασσα και κατετάγη στη Σχολή Τορπιλών και Ναρκών στο
Σκαραμαγκά. Η μοίρα τον έφερε να υπηρετήσει στον θρυλικό «Παπανικολή»
και να πάρει μέρος σε μία από τις πιο ένδοξες σελίδες της ιστορίας!
Όπως
διηγείται ο ίδιος, όταν ξέσπασε ο πόλεμος ήταν μόλις 25 ετών και
εκείνος, όπως όλα τα μέλη του πληρώματος δέχτηκαν με χαρά το κάλεσμα της
πατρίδας. «Όταν φτάσαμε στη βάση υποβρυχίων, οι σειρήνες από όλα τα
καράβια δεν σταματούσαν. Η μπάντα του ναυτικού έπαιζε συνέχεια. Σήκωσαν
τον κυβερνήτη από τους ώμους, και από τη βάση, από τον μόλο, τον πήγαν
στο ναυπηγείο. Δεν μπορώ να σας περιγράψω τι ακριβώς αισθανόταν ο
κόσμος» περιγράφει ο ίδιος.
Ο θυμός για τον τορπιλισμό της «Ελλης»
«Ήταν 27
Οκτωβρίου του '40. Κυριακή απόγευμα» θυμάται συγκεκριμένα ο
«μπάρμπα-Νίκος».. «Ο δεύτερος κυβερνήτης του Παπανικολή μού έδωσε έναν
κατάλογο για να ειδοποιήσω τα πληρώματα που ήταν έξω, λόγω
Σαββατοκύριακου. Πράγματι τους ειδοποίησα όλους και την Δευτέρα το πρωί
μας ανακοίνωσαν ότι κηρύχθηκε ο πόλεμος Ιταλίας- Ελλάδος.. Ο κυβερνήτης
μας ρώτησε αν κάποιος θέλει να μείνει έξω, στη στεριά. Δεν έφυγε κανείς.
Πετάξαμε τα καπέλα μας, με συναισθήματα οργής, αλλά και χαράς συνάμα.
Οργής επειδή μας είχαν τορπιλίσει την «'Έλλη» στην Παναγία της Τήνου και
μαυροφόρεσαν περίπου 28 σπίτια, χήρες και ορφανά» λέει.
Στη mare nostrum ελληνικό υποβρύχιο; Αδύνατον!
«Εις τάξιν
απάρσεως, εφοδιαστήκαμε με τορπίλες και βγήκαμε περιπολία στην
Αδριατική, έξω από τα ιταλικά νερά. Η επόμενη έξοδός μας ήταν παραμονές
των Χριστουγέννων του 1940 και ενώ στο αλβανικό μέτωπο ο στρατός μας
σημείωνε τεράστιες επιτυχίες. Την τρίτη ημέρα της περιπολίας μας, στις
22 Δεκεμβρίου του ’40, συναντήσαμε ένα ιταλικό φορτηγό, το «Αντουανέτα»,
το οποίο ήταν φορτωμένο με εφόδια για την Αλβανία. Το εμβολίσαμε και
επειδή δεν βούλιαζε το κάψαμε. Το πλήρωμα, που αποτελούνταν από έξι
άτομα, το αιχμαλωτίσαμε. Θυμάμαι ότι οι ιταλοί δεν πιστεύανε ότι είμαστε
Έλληνες και θεωρούσαν ότι είμαστε Εγγλέζοι. «Στη mare nostrum, στη δική
μας θάλασσα δεν είναι δυνατόν να κυκλοφορεί ελληνικό υποβρύχιο» μας
έλεγαν.
Οι φωνές και τα κλάματα των Ιταλών αιχμαλώτων
«Οι φωνές και
τα κλάματα των Ιταλών είναι κάτι που δεν μπορώ να σας τα περιγράψω.
Εντολή του κυβερνήτη μας Μ. Ιατρίδη, ήταν να μην πειράξουμε κανέναν. Το
πλήρωμα μια γροθιά ήμασταν όλοι. Σ' ένα υποβρύχιο, όταν είμαστε στα
50-60 μέτρα βάθος, ένα λάθος χειριστού θα ήταν το φέρετρο για όλους. Και
το φέρετρο εκεί δεν ξεχωρίζει κυβερνήτες κι εμάς. Ήμασταν στο σιδερένιο
κλουβί. Ένα λάθος αν κάναμε εκεί χανόμασταν όλοι». Ο
Ιταλός κυβερνήτης, αιχμάλωτος στα χέρια τους, αποδείχθηκε ιδιαιτέρως
χρήσιμος! «Στο πλήρωμά μας ήταν και ένας Κερκυραίος - Μικάλεφ τον
λέγανε- που ήξερε ιταλικά και μέσω αυτού μάθαμε από τον κυβερνήτη του
πλοίου, ότι την άλλη μέρα θα περνούσε για την Αλβανία μεγάλη νηοπομπή..»
θυμάται.
«Μας έδωσε
την πληροφορία ότι οι νηοπομπές που έβγαιναν από την Ιταλία για να
βοηθήσουν το στρατό στην Αλβανία δεν έβγαιναν από το Πρίντεζι για να
'χτυπήσουν' γραμμή προς Αυλώνα. Έβγαιναν από το Πρίντεζι, έστριβαν
αριστερά, έβαζαν πλώρη προς τη Βενετία και Τεργέστη, το βορειότερο μέρος
της Αδριατικής και από εκεί 'χτυπούσαν' προς τις Δαλματικές Ακτές της
τότε Γιουγκοσλαβίας και κατέβαιναν γιαλό-γιαλό και έφταναν στην Αυλώνα,
στην Αλβανία. Γι' αυτό όλα τα υποβρύχια, όσα έκαναν περιπολία στην
περιοχή αυτή, κανένα δεν έβρισκε να χτυπήσει καράβι» σημειώνει.
Ο Ιταλός
κυβερνήτης τους έδωσε και μία άλλη πληροφορία – «θησαυρό», όπως
αποδείχθηκε.. «Μας λέει, αύριο, θα βγει μια μεγάλη νηοπομπή. Θα ήταν
πλοία επιφανείας αντιτορπιλικά, θα ήταν και αεροπλάνα. Θα συνοδεύονταν
και από υδροπλάνα. Ο κυβερνήτης μας ήταν αποφασισμένος. Αν δεν τύχαινε
αυτό ήταν αποφασισμένος να μπούμε στο λιμάνι της Αυλώνας. Έξι τορπίλες
που είχαμε, θα τις ρίχναμε και τις έξι και ό,τι βγει.. Ήταν
αποφασισμένος να χτυπήσουμε την Αυλώνα και δεν έχει σημασία αν θα
χανόμασταν. Το ευτύχημα ήταν ότι έλαβε την πληροφορία αυτή και παραμονές
Χριστουγέννων ακριβώς πιάσαμε έξω από το Πρίντεζι. Μόλις βγήκαν από
εκεί για να στρίψουν αριστερά προς το βορρά, μπήκαμε στη μέση.. Όταν
έφτασαν σε απόσταση βολής ρίξαμε τέσσερις τορπίλες.
Και οι 4 τορπίλες βρήκαν στόχο
Και οι
τέσσερις πήγαν διάνα!» λέει με συγκίνηση και περηφάνια. «Ακούσαμε τους
κρότους από τις επιτυχίες των στόχων» συμπληρώνει, «και μείναμε στα
τριάντα μέτρα. Οι Ιταλοί μας βομβάρδιζαν συνεχώς με βόμβες βυθού, οι
οποίες ήταν ρυθμισμένες να σκάζουν στα 100 μέτρα, είχαν ακτίνα δράσεως
50 μέτρα κι έτσι εμείς που ήμασταν στα 30, ήμασταν κατά κάποιο τρόπο
ασφαλείς. Μας έριξαν πολλές βόμβες οι Ιταλοί. Και τα αεροπλάνα μας
βομβαρδίζανε και τα αντιτορπιλικά».
Πώς γλυτώσαμε από τις βόμβες βυθού
«Θυμάμαι πολύ
καλά» συνεχίζει, «ήμουν στο σταθμό διαταγών εν ώρα συναγερμού, από πάνω
ακριβώς στην πρύμνη του υποβρυχίου εκάθησε μια βόμβα. Ειδοποίησα το
κέντρο ότι ύποπτο αντικείμενο βρίσκεται στην πρύμνη μας, αμέσως έκανε
κλίση το υποβρύχιο και κατρακύλησε η βόμβα αυτή, αλλά δεν έσκαγε
οπουδήποτε, έπρεπε να φτάσει σε ένα συγκεκριμένο βάθος -στα 100 μέτρα-
όπου η πίεση του νερού ήταν υψηλή και εκεί έσκασε» λέει.
Αφηγείται πώς
γλύτωσαν: «Είχαμε κάνει «κράτει» τις μηχανές για να μην ακούγεται
θόρυβος και τα υπόγεια ρεύματα μας παρέσυραν προς βορρά σχεδόν στα
παράλια της Γιουγκοσλαβίας στο ύψος του Αη Γιάννη της Μεδούης. Θα
κόντευαν μεσάνυχτα όταν βγήκαμε στην επιφάνεια για αλλαγή αέρος και τότε
εντοπίσαμε πού ακριβώς ήμασταν. Πρέπει να προσθέσω ότι τα υποβρύχιά μας
δεν ήταν σύγχρονα και δεν είχαν μεγάλες δυνατότητες αυτονομίας από
άποψη αέρα, είχαμε βέβαια κάποια φίλτρα καθαρισμού, ποτάσες τα λέγαμε,
αλλά έπρεπε κάθε 17-18 ώρες να αναδυόμαστε για την ανανέωσή του.
Να προσθέσω
ακόμα ότι ο «Παπανικολής» είχε αγορασθεί από τη Γαλλία το 1926 ως
εκπαιδευτικό σκάφος. Αφού πήραμε το στίγμα και ανανεώσαμε τον αέρα
βάλαμε πλώρη εν καταδύσει για τους Οθωνούς, το νησάκι κοντά στην Κέρκυρα
που αποτελεί το δυτικότερο άκρο της ελληνικής επικράτειας, με σκοπό εν
συνεχεία την επιστροφή μας στη βάση μας τον Ναύσταθμο της Σαλαμίνας».
Η μεγαλειώδης υποδοχή
Η υποδοχή τους στη στεριά ήταν μεγαλειώδης! «Το
ωραιότερο ήταν που, λόγω Παρασκευής, βγήκαμε αμέσως έξω και όταν
φτάσαμε με τη βενζίνα στον Πειραιά, ακούσαμε ανακοινωθέν της Ιταλίας.
'Εβυθίσθη το ελληνικό υποβρύχιο Παπανικολής'. Βάλαμε τα γέλια» λέει και αφηγείται συγκεκριμένα:
«Ο
κυβερνήτης Μίλτων Ιατρίδης είχε ενημερώσει τη Διοίκηση για τον
τορπιλισμό των ιταλικών πλοίων και πήραμε την εντολή να πάμε στον
Πειραιά όπου μας υποδέχτηκαν με μεγάλες τιμές. Η μπάντα του ναυτικού
παιάνιζε εμβατήρια και πατριωτικά τραγούδια. Η επιτυχία μας είχε
σκορπίσει μεγάλον ενθουσιασμό και σε συνδυασμό με τις νίκες του στρατού
μας, είχε γεμίσει τον κόσμο με αισιοδοξία. Τα πληρώματα των πλοίων
ζητωκραύγαζαν, άρπαξαν τον πλοίαρχο, τον σήκωσαν ψηλά στα χέρια και τον
ανεβάσανε στο αρχηγείο. Την ίδια μέρα ο πλωτάρχης - κυβερνήτης του
σκάφους μας προβιβάστηκε σε αντιπλοίαρχο επ’ ανδραγαθία και σε όλο το
πλήρωμα απονεμήθηκαν τιμητικές διακρίσεις. Ήταν μια αξέχαστη ημέρα που
χαράχτηκε βαθιά στη μνήμη μας. Η επιτυχία μας λειτούργησε και ως
στοιχείο άμιλλας ανάμεσα στους κυβερνήτες όλων των πολεμικών σκαφών
γιατί ήταν το πρώτο μεγάλο πολεμικό γεγονός στη θάλασσα και πολλοί ήταν
εκείνοι που θα ήθελαν να βρίσκονται στη θέση του Μ. Ιατρίδη..».
«Για μένα η
μεγαλύτερη περιουσία και το πολυτιμότερο πράγμα που έχω είναι το
παράσημο εξαίρετων πράξεων εν καιρώ πολέμου που μου έδωσε η πατρίδα»
λέει πάντα με συγκίνηση.
Η δράση του
θρυλικού υποβρυχίου μεταφέρθηκε και στη μεγάλη οθόνη με την ομώνυμη
ταινία «Υποβρύχιον Παπανικολής» που γυρίστηκε το 1971.
Στο βίντεο που ακολουθεί ο Νικόλαος Τασιάκος διηγείται τις ηρωικές στιγμές που έζησε στο θρυλικό υποβρύχιο «Παπανικολής».
Κινηματογράφος: Υποβρύχιο "Παπανικολής" (1971)
Υπόθεση: 28 Οκτωβρίου 1940. Οι Ιταλοί κηρύσσουν τον πόλεμο στην Ελλάδα. Το
υποβρύχιο Παπανικολής με κυβερνήτη τον πλωτάρχη Μίλτο Ιατρίδη αποπλέει
το απόγευμα της ίδιας μέρας από το Ναύσταθμο για περιπολία στον Πατραϊκό
κόλπο καθώς η παλαιότητα του αναγκάζει το Γ.Ε.Ν. να μην του αναθέσει
αποστολή στην ανοιχτή θάλασσα. Όταν όμως ο Στρατός που πολεμάει στην
Αλβανία ζητάει την άμεση βοήθεια του Ναυτικού, το Πολεμικό Συμβούλιο
αποφασίζει να στείλει τον «γερασμένο» Παπανικολή στην Αδριατική Θάλασσα
ώστε να αναλάβει δράση στα Στενά του Οτράντο. Ένα κομβικό σημείο καθώς
από εκεί το Ιταλικό Ναυτικό τροφοδοτεί το στρατό του στο ελληνοαλβανικό
μέτωπο.
Αρχικά
συλλαμβάνεται το πλήρωμα ενός ιταλικού καϊκιού (που μετέφερε τρόφιμα για
το ιταλικό ιππικό) οι οποίοι αποκαλύπτουν τις διαδρομές του Ιταλικού
Ναυτικού από την Ιταλία προς τα λιμάνια της Αλβανίας. Ο Ιατρίδης με τον
«Παπανικολή», παρά τις δυσκολίες με τα υποθαλάσσια ναρκοπέδια της
περιοχής, γράφει νέες σελίδες δόξας στο έπος του ʼ40 εμβολίζοντας και
καταστρέφοντας ολοκληρωτικά τη μεγάλη Ιταλική νηοπομπή με το πολεμικό
υλικό, ανακόπτοντας έτσι την ενίσχυση του Ιταλικού Στρατού. Για την
επιτυχία του αυτή, προάγεται σε Αντιπλοίαρχο και ο «Παπανικόλης» περνάει
στο πάνθεον της ιστορίας ως το θρυλικό υποβρύχιο του ʼ40.
Παράλληλα
όμως με τα ιστορικά στοιχεία, βλέπουμε και τη δύσκολη καθημερινότητα
του πληρώματος μέσα στον υποβρύχιο, τη στενή σχέση που δημιουργείται
ανάμεσα στο πλήρωμα και τον καλόκαρδο κυβερνήτη Ιατρίδη, αλλά και το
αισθηματικό κομμάτι που δεν απολείπει ακόμα και σε καιρό πολέμου
Ηθοποιοί:
Πλωτάρχης Μίλτος Ιατρίδης, κυβερνήτης του υποβρυχίου: Κώστας Καζάκος
(πλήρωμα του «Παπανικολή»)
Υποπλοίαρχος Βασίλης Ασλάνογλου: Γιάννης Φέρτης
Ανθυποπλοίαρχος Μπότσαρης: Παύλος Λιαρος
δίοπος Κατσικογιάννης: Γιάννης Μαλούχος
αρχικελευστής: Νίκος Λυκομήτρος
δίοπος: Ηλίας Καπετανίδης
Υποπλοίαρχος μηχανικός: Γιάννης Κωστόγλου
ναύτης: Μίμης Χρυσομάλλης
(αξιωματικοί Γενικού Επιτελείου Ναυτικού)
Υποναύαρχος-διοικητής στολίσκου υποβρυχίων: Νίκος Βασταρδής
Υποναύαρχος-διοικητής ΓΕΝ: Κώστας Παληός
Αρχιπλοίαρχος ΓΕΝ: Κοσμάς Κοσμόπουλος
Ναύαρχος-πρόεδρος πολεμικού συμβουλίου: Σταύρος Φαρμάκης
Πλοίαρχος-διοικητής ναυτικής βάσης Πατρών: Δημήτρης Βεάκης
κυβερνήτης υποβρυχίου «Νηρεύς»: Γιώργος Κυριακίδης
υφυπουργός Ναυτικών: Σταύρος Ξενίδης
(Ιταλοί κρατούμενοι)
Μηχανικός ιταλικού πλοίου: Αρτέμης Μάτσας
Κυβερνήτης ιταλικού πλοίου: Χρήστος Μάντζαρης
Λένα Ιατρίδη, σύζυγος του Ιατρίδη: Αιμιλία Υψηλάντη
αρραβωνιαστικιά του ανθυποπλοιάρχου Μπότσαρη: Άννα Βαγενά
(λοχαγός) αξιωματικός για την παραλαβή των Ιταλών κρατουμένων: Κώστας Παπαχρήστος
εκφωνητής ραδιοφώνου: Ντάνος Λυγίζος
στρατιώτης στην ταβέρνα: Τίμος Περλέγκας
τραγουδίστρια: Νέλλη Γκίνη
Σκηνοθεσία: Γιώργος Ζερβουλάκος
Παραγωγή: Καραγιάννης-Καρατζόπουλος
Σενάριο: Δημήτρης Ζαννίδης
tips για την ταινία:
Η ταινία
βασίζεται στην δράση του θρυλικού υποβρυχίου «Παπανικολής» κατά τη
διάρκεια του Ελληνο-Ιταλικού πολέμου 1940. Όμως προς χάριν
κινηματογραφικής αδείας, εκτός από τα αληθινά γεγονότα, το σενάριο
εμπεριέχει και στοιχεία μυθοπλασίας (κυρίως στο αισθηματικό κομμάτι).
Λέγεται
πως η σκηνή με τα κέρματα που κόλλησαν στην εικόνα του Αγ.Νικολάου είναι
αληθινό περιστατικό, το οποίο ήταν καταγεγραμμένο στον ημερολόγιο του
πλοίου που υποχρεούται να ενημερώνει καθημερινώς ο κυβερνήτης.
Αν και
στους τίτλους αναφέρεται το όνομα Βασίλης Μαλούχος, ο δίοπος
Κατσικογιάννης είναι ο Γιάννης Μαλούχος και όχι ο Βασίλης. (ο Γιάννης
Μαλούχος που έπαιζε και στην Αλίκη στο Ναυτικό).
Τέταρτο - Για το τέλος μια πινελιά -κλασσικής πια- μεταπολιτευτικής νεοελληνικής ξεφτίλας
Η γελοιοποίηση του ανδριάντα του Ιατρίδη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου