Του Νίκου Ματθαίου, φοιτητού Πολιτικής Επιστήμης & Διεθνών Σχέσεων, μέλους του ΕΠΟΚ
Το νόθο «μεταπολιτευτικό» καθεστώς οφείλει αρχικώς την ύπαρξή του στην εθνική προδοσία της Κύπρου, με τους Αρχηγούς των Επιτελείων κι εν συνεχεία τους πολιτικούς να παραδίδουν αμαχητί το 38% της Κύπρου στους Τούρκους.
Έπειτα, ακολούθησαν τρία διαδοχικά πραξικοπήματα για την επιβολή του νέου καθεστώτος:
- Το Πραξικόπημα των Αρχηγών των Επιτελείων, στις 23 Ιουλίου 1974, που επανέφεραν στην εξουσία τον Κωνσταντίνο Καραμανλή.
- Το Συνταγματικό Πραξικόπημα, με την Συντακτική Πράξη της 1ης Αυγούστου 1974, που κατήργησε παράνομα το νόμιμο και επικυρωμένο Σύνταγμα της Ελλάδος και επανέφερε (επιλεκτικώς, δίχως τις θεμελιώδεις διατάξεις!) το Σύνταγμα του 1952.
- Και το Δικαστικό Πραξικόπημα, με την Συντακτική Πράξη της 3ης Οκτωβρίου 1974 και το Δ’ Ψήφισμα της 18ης Ιανουαρίου 1975, με τα οποία κατά παράβασιν κάθε αρχής δικαίου διώχθηκαν οι πρωτεργάτες της Επαναστάσεως, με ποινικό νόμο αναδρομικής ισχύος, για να εξυπηρετηθεί ο απώτερος σκοπός της πολιτικής εξοντώσεως του Γεωργίου Παπαδοπούλου.
Αυτά πολύ συνοπτικά, μόνο για το ιστορικό της εγκαθίδρυσης της νόθας «Μεταπολίτευσης». Το θέμα του παρόντος άρθρου δεν είναι πως εγκαθιδρύθηκε το κρατούν καθεστώς, αλλά το πώς κυβέρνησε κατά τα πρώτα έτη του. Η – τερατώδης και παράνομη – θεμελίωσή του είναι άλλο ζήτημα.
Το πραγματικά απίστευτο της καταστάσεως, το απολύτως εγκληματικό και ντροπιαστικό της όλης φαρσοκωμωδίας που ήταν τα πρώτα «μεταπολιτευτικά» έτη, ήταν ότι ενώ ο Καραμανλής δίωξε και φυλάκισε αντισυνταγματικώς τους επαναστάτες της 21ης Απριλίου 1967, παραχώρησε τιμητικές συντάξεις και προαγωγές στους πραξικοπηματίες της 25ης Νοεμβρίου 1973, στους προδότες της Κύπρου!
Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Γεώργιος Παπαδόπουλος φυλακιζόταν κατά παράβαση κάθε αρχής δικαίου και την ίδια στιγμή ο πρόεδρος-μαριονέτα του ιωαννιδικού καθεστώτος Φαίδων Γκιζίκης δεχόταν συγχαρητήρια επιστολή από τον Καραμανλή για τις «εις το Έθνος πολυτίμους πράγματι υπηρεσίας» του! Παράλληλα, μέχρι το τέλος της ζωής του θα λάμβανε σύνταξη πρώην Προέδρου της Δημοκρατίας, καθώς και κρατικό αυτοκίνητο. Οι Παττακός, Μακαρέζος, Αγγελής κλπ. επίσης εστερούντο παρανόμως των ελευθεριών τους, την στιγμή που οι προδότες της Κύπρου Μπονάνος, Γαλατσάνος, Αραπάκης και Παπανικολάου απολάμβαναν τιμές εφάμιλλες εκείνων του Γκιζίκη και ουδέποτε λογοδότησαν ενώπιον της Δικαιοσύνης! Ο δε απαράδεκτος Αρχιεπίσκοπος Σεραφείμ – που αντικατέστησε πραξικοπηματικώς τον Αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο – παρέμεινε εφ’ όρου ζωής στο αξίωμά του και ετάφη κανονικώς στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών με τους υπολοίπους αρχιεπισκόπους Αθηνών και πάσης Ελλάδος, την στιγμή που δεν επετράπη παρόμοια ταφή για τον Ιερώνυμο, ο οποίος ετάφη στην Τήνο!
«Αποχουντοποίηση»: καταστροφή των πάντων και διάλυση του κράτους
Με τους πολιτικούς κρατουμένους να είναι πλέον οριστικώς εκτός πολιτικού κάδρου μέσω εκείνης την ελεεινής και ολότελα ντροπιαστικής για τον νομικό πολιτισμό της Ελλάδος δίκη και καταδίκη, ξεκινούσε το σημαντικότερο στάδιο της πλήρους διαλύσεως και κατακερματίσεως του κρατικού μηχανισμού και κάθε εκφάνσεως του δημοσίου βίου, που χαρακτήρισε τα πρώτα έτη της κάλπικης «Μεταπολίτευσης».
Ήταν η γνωστή «αποχουντοποίηση», που επέφερε έναν βαθύ διχασμό στον ελληνικό λαό, για τον οποίον κανείς σήμερα δεν κάνει λόγο. Επρόκειτο για το επιστέγασμα της προδοσίας της Κύπρου και των τριών διαδοχικών πραξικοπημάτων του 1974. Η διαδικασία έλαβε χώρα κυρίως την περίοδο 1974-1977 και διαχώρισε τους Έλληνες σε πολίτες α’ και β’ κατηγορίας, στην οποίαν δεύτερη κατηγορία τοποθετούνταν όσοι είχαν «επιβεβαιωμένα» υποστηρίξει το καθεστώς της 21ης Απριλίου 1967, οι οποίοι ήσαν κυρίως συντηρητικοί δεξιοί και εθνικόφρονες. Βεβαίως, η 21η Απριλίου έλαβε υποστήριξη από όλα τα πλάτη του πολιτικού φάσματος (ακόμη και από ιδεολόγους κομμουνιστές – ιδεολόγους όμως, όχι πρακτορίσκους και κομματόσκυλα του παράνομου ΚΚΕ). Βεβαίως, το να αποδείξεις – ειδικά τότε – ότι κάποιος υποστήριζε κάτι δεν ήταν εύκολο. Για αυτό, διώχθηκαν μόνον όσοι αποδεδειγμένα είχαν συνεργαστεί με τις Κυβερνήσεις Παπαδοπούλου, με την αντιμετώπιση που έλαβαν από το προδοτικό «μεταπολιτευτικό» κράτος να είναι εφάμιλλη εκείνης που έλαβαν οι δωσίλογοι της Κατοχής! Παράλληλα, οι αριστεροί αποθρασύνθηκαν εντελώς και άρχισαν να «θερίζουν». Ο δε Καραμανλής ισχυρίστηκε πως παρέλαβε ένα διαλυμένο κράτος (από τα μεγαλύτερα ψέματα που έχουν ειπωθεί ποτέ) και πως έπρεπε να προβεί στην συγκεκριμένη διαδικασία για να «εκκαθαρίσει» τον δημόσιο βίο από τα «σταγονίδια της Χούντας»!
Συν τοις άλλοις, εκκίνησε μία άνευ προηγουμένου εκστρατεία δυσφημήσεως, η οποία εν πολλοίς συνεχίζεται μέχρι και σήμερα, αν και φυσικά όχι στον βαθμό και την ένταση που είχε κατά τα πρώτα «μεταπολιτευτικά» έτη, με στόχο την, βασισμένη σε ασύστολα και αδιανόητα ψέματα, αποδόμηση όλων των έργων της 21ης Απριλίου.
Όπως αναφέρει ο Μάνος Χατζηδάκης:
«Οι παρατρεχάμενοί του, έσπευδαν να ξηλώσουν τις αναμνηστικές πλάκες από τα εγκαίνια έργων που είχαν γίνει επί Γ. Παπαδοπούλου. Και ξαναέκανε τελετές εγκαινίων στα ίδια έργα, τοποθετώντας πλάκες με το δικό του όνομα!
Από τους πρώτους μήνες της “μεταπολίτευσης” σημειώθηκε μία πρωτοφανής διαφθορά συνειδήσεων. Εξαπολύθηκαν όλα τα πάθη, οι μικρότητες, οι φοβίες και η ιδιοτέλεια. Σε αυτά στηρίχθηκε το Καραμανλικό καθεστώς για να προσεταιρισθή εξωμότες, νεοαντιστασιακούς και δημίους ώστε να εγκαινιάση τους απηνείς διωγμούς εναντίον της Επαναστάσεως και των συνεργατών του Γεωργίου Παπαδοπούλου».[1]
Είναι άγνωστο, αλλά το «μεταπολιτευτικό» καθεστώς προχώρησε σε πολύ σκληρότερες και πολύ ευρύτερες διώξεις των πολιτικών του εχθρών από το καθεστώς της 21ης Απριλίου. Δεν χρειαζόταν, βεβαίως, να στείλει κόσμο στην εξορία, καθώς τα άτομα τα οποία δίωξε δεν ήταν πράγματι επικίνδυνα για την δημόσια ασφάλεια όπως οι – μόνο – 6.509 άνθρωποι που εκτόπισε προσωρινώς η 21η Απριλίου, αλλά απλοί καθημερινοί άνθρωποι, που έκαναν το λάθος να συνδράμουν στην σημαντικότερη αναδημιουργική προσπάθεια από συστάσεως του Ελληνικού Κράτους, η οποία πραγματοποιήθηκε από ένα καθεστώς το οποίο τόλμησε να επιχειρήσει την ανανέωση του πολιτικού βίου της χώρας και την απαγκίστρωσή της από τους πολιτικούς βρυκόλακες που επί δεκαετίες πραγματοποιούσαν την αφαίμαξή της.
Το Ελληνικό Κράτος – δίχως υπερβολή – ξηλώθηκε και ο υγιέστατος και πρότυπος κρατικός μηχανισμός της 21ης Απριλίου αντικατεστάθη με την τοποθέτηση στο Δημόσιο των «ημετέρων» της «Μεταπολίτευσης», κοινώς δηλαδή των κομματόσκυλων της ΝΔ και έπειτα του ΠΑΣΟΚ.
Αποστρατεύθηκαν ως «χουντικοί» 2.850 αξιωματικοί των Ενόπλων Δυνάμεων. Επρόκειτο για τους ικανότερους αξιωματικούς που διέθετε το Στράτευμα, καθώς εκείνοι ήσαν οι κύριοι υποστηριχτές του καθεστώτος. Οι (λίγοι) χαμηλής ποιότητος αξιωματικοί, προσεταιρίσθηκαν τον Ιωαννίδη και αργότερα τον Καραμανλή.
Απομακρύνθηκε, έτσι, το 1/3 των Αξιωματικών! Βεβαίως, το κράτος – για λόγους επιβιώσεως – δεν μπορούσε να αποστρατεύσει όλους είχαν υποστηρίξει την Επανάσταση, ειδάλλως δίχως αμφιβολία θα το έπραττε. Μόνο που, τότε, οι Ένοπλες Δυνάμεις θα έχαναν τουλάχιστον τα 9/10 των στελεχών τους! Επετεύχθη, λοιπόν, με την απομάκρυνση του 1/3 των Αξιωματικών, η πλήρης κομματικοποίηση των Ενόπλων Δυνάμεων, ούτως ώστε εκείνες να ευνουχιστούν εντελώς και το κρατούν καθεστώς να μην χρειαστεί πλέον ποτέ ξανά να ανησυχήσει για ενδεχόμενη στρατιωτική επανάσταση.
Η Κυβέρνηση Καραμανλή δεν είχε κανένα έρεισμα στο Στράτευμα και διαρκώς φοβόταν ενδεχόμενο κίνημα. Επομένως, η αποψίλωση των Ενόπλων Δυνάμεων δεν είχε μονάχα μακροπρόθεσμο στόχο, αλλά και βραχυπρόθεσμο. Επιβεβαιώνονταν, έτσι, τα λόγια Υπουργού Εθνικής Αμύνης Αβέρωφ προς τα νέα πρωτοπαλίκαρά του Μπονάνο, Γαλατσάνο, Αραπάκη και Παπανικολάου: «Τώρα θα δήτε με τον Καραμανλή τι θα πη δικτατορία».[2]
Παράλληλα, ο Αβέρωφ μετέτρεψε τους γορίλλες-λοχαγούς του Ιωαννίδη σε δικό του δεξί χέρι εντός του Στρατεύματος: επρόκειτο κυρίως για τους ανεκδιήγητους αδελφούς Χαράλαμπο και Αριστείδη Παλαΐνη, Μιχαήλ Πηλιχό, Γεώργιο Ντουζέπη, Παρασκευά Μπόλαρη και Γεράσιμο Ματάτση, οι οποίοι «άρχισαν την συστηματική “αβερωφοποίησι” του στρατεύματος, όπως ακριβώς είχαν μεθοδεύσει την “ιωαννιδοποίησί” του προηγουμένως.»[3]
Όπως τονίζει ο Μπονάνος: «…τον ίδιον ακριβώς τρόπον οργανώσεως και αυτήν την μεθοδολογίαν ηκολούθει και ο Ιωαννίδης».[4] Ακριβώς έτσι ήταν. Χαρακτηριστικό παράδειγμα του τρόμου αλλά και της τραγελαφικότητος που χαρακτήριζε την «αποχουντοποίηση» ήταν το πασίγνωστο – και ανύπαρκτο – «Πραξικόπημα της Πυτζάμας» του 1975. Μάλιστα, εκείνο το πραξικόπημα-σκευωρία του Αβέρωφ ήταν και το κύριο πρόσχημα για την Κυβέρνηση Καραμανλή για να προχωρήσει στην «αποχουντοποίηση».
Στις 24 Φεβρουαρίου 1975, ακούγονταν εντέχνως τοποθετημένες φήμες για ενδεχόμενη κίνηση κατωτέρων και ανωτέρων αξιωματικών. Το ίδιο απόγευμα, ο Αβέρωφ συνέλαβε 37 αξιωματικούς, κυρίως αντισυνταγματάρχες και ταγματάρχες. Με έπαρση, έκανε λόγω για «πάταξη εκκολαπτόμενου πραξικοπήματος», που είχε σκοπό να «καταλύσει την δημοκρατία». Οι συλλήψεις έγιναν, όπως είπε ο Αβέρωφ, βάσει στοιχείων που είχαν προσκομισθεί από… «νομιμόφρονα στελέχη» του Στρατεύματος.
Επρόκειτο αποκλειστικώς για ψευδείς πληροφορίες που είχε κατασκευάσει ο Διευθυντής Ασφαλείας της ΚΥΠ Ταγματάρχης Ιωάννης Αλεξάκης, που φυσικά επί ΠΑΣΟΚ έφτασε να γίνει Αντιστράτηγος. Εν τέλει, το κίνημα που ουδέποτε υπήρξε, ουδέποτε εξερράγη και οι «συνωμότες» συνελήφθησαν κυριολεκτικώς την ώρα που κοιμόντουσαν, εξ ου και ο χαρακτηρισμός «Πραξικόπημα της Πυτζάμας».
Η όλη διαδικασία ήταν μία καραμανλική προβοκάτσια με πολιτικό στόχο: την εκκαθάριση των Ενόπλων Δυνάμεων από εθνικόφρονες αξιωματικούς.
Τελικώς, από τους 37 συλληφθέντες δικάστηκαν οι 21 και καταδικάστηκαν οι 14. Τις επόμενες ημέρες, αποτάχθηκαν περίπου άλλοι 200 αξιωματικοί. Και, τους επόμενους μήνες – και ιδίως μετά την παράνομη καταδίκη των επαναστατών της 21ης Απριλίου – το ξήλωμα του Στρατεύματος εντάθηκε πλήρως. Καταδιώχθηκαν οι πλέον μάχιμοι αξιωματικοί και η κομματοκρατία της ΝΔ στο Στράτευμα ολοκληρώθηκε.
Και, φυσικά, τότε είναι που ανιχνεύεται η απαρχή των διαρκών τουρκικών προκλήσεων σε Αιγαίο και Έβρο, οι οποίοι είχαν και έχουν επίγνωση της διαρκούς υλικής και ηθικής καταπτώσεως των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων.
Απολύθηκαν ως «συνεργάτες των χουντικών» περισσότεροι από 110.000 ακαδημαϊκοί, επιστήμονες και δημόσιοι λειτουργοί ή υπάλληλοι. Επρόκειτο για τους ικανότερους ανθρώπους στους τομείς τους, καθώς τονίζουμε και πάλι πως ήταν οι πλέον ικανοί τεχνοκράτες και διανοούμενοι που συνεργάσθηκαν με την 21η Απριλίου, ενώ μόνον οι ανίκανοι, που ήλπιζαν σε ρουσφέτια και αναξιολογικές προαγωγές, δεν συνεργάσθηκαν.
Πραγματοποιήθηκαν σταλινικού τύπου έκτακτα «καθηγητοδικεία», όπου περισσότεροι από 100 ανώτατοι πανεπιστημιακοί εξοντώθηκαν επαγγελματικώς, επειδή απλώς είχαν αναλάβει κάποιο αξίωμα την περίοδο 1967-1973. Ηθικός αυτουργός εκείνου του ανοσιουργήματος ήταν ο τότε Υφυπουργός Ανωτάτης Εκπαιδεύσεως Δημήτριος Τσάτσος.
Το έναυσμα έδωσε η Συντακτική Πράξη της 3ης Σεπτεμβρίου 1974 με τον προκλητικό τίτλο «Περί αποκαταστάσεως της νομιμότητος εις τα Α.Ε.Ι», η οποία δίωξε περισσότερους από 70 ανώτατους πανεπιστημιακούς, επειδή «συνεργάσθηκαν» ή… «εκφράσθηκαν»(!) υπέρ της 21ης Απριλίου! Η Συντακτική Πράξη καταργούσε το δικαίωμα του φυσικού δικαστού για εκείνους τους ακαδημαϊκούς, όπως είχε κάνει και για τους πρωτεργάτες της Επαναστάσεως, η οποίοι δικάσθηκαν από Ειδικό Πειθαρχικό Συμβούλιο, το οποίο απετελείτο από χαμηλότερης ποιότητος συναδέλφους τους, που λειτουργούσαν ως κομματόσκυλα της ΝΔ εντός του ακαδημαϊκού χώρου.
Παράλληλα, λοιπόν, με την αποψίλωση των ικανότερων αξιωματικών που διέθεταν οι Ένοπλες Δυνάμεις της Ελλάδος και την απομάκρυνση των ικανότερων και εργατικότερων δημοσίων υπαλλήλων, πραγματοποιείτο και η επαναφορά στον Μεσαίωνα της ελληνικής διανοήσεως, με την απόλυση των διαπρεπέστερων επιστημόνων που διαθέταμε και την αντικατάστασή τους από τους «εκλεκτούς» της κομματοκρατίας. Το πρότυπο δυτικών προδιαγραφών κράτος της 21ης Απριλίου μετατρεπόταν κατ’ αυτόν τον τρόπο στην πρότυπη βαλκανική μπανανία που όλοι γνωρίζουμε και (δεν) αγαπάμε…
Η κατάσταση αυτή ουδέποτε ιατρεύτηκε, καθώς, όπως όλοι διαπιστώνουμε μέχρι και σήμερα, οι πλέον γνωστοί ακαδημαϊκοί είναι άχρηστοι και αμόρφωτοι κομματικοί εγκάθετοι, την στιγμή που πραγματικά ικανοί επιστήμονες βρίσκονται στην αφάνεια ή – κυρίως – στο εξωτερικό, καθώς η ηθική τους δεν τους επέτρεψε να υποκαταστήσουν την αξιοκρατική επιστημονική τους ανέλιξη με το «φίλημα κατουρημένων ποδιών»…
Κατά την «αποχουντοποίηση», αλώθηκαν επίσης και οι επαγγελματικές οργανώσεις κάθε είδους, μέχρι και οι διάφοροι συνεταιρισμοί(!), με την συγκρότηση «Πειθαρχικών Συμβουλίων», που έθεταν σε διαθεσιμότητα ικανότατους επαγγελματίες, δια το θανάσιμο αμάρτημα της συνεργασίας τους με τις Κυβερνήσεις Παπαδοπούλου. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, το επίπεδο των τεχνοκρατών στην Ελλάδα καταβαραθρώθηκε. Η μόνη απόδειξη που χρειάζεται κανείς εδώ είναι να αναλογιστεί τι πορεία έχει ακολουθήσει η επιχειρηματικότητα των Ελλήνων τα τελευταία 50 έτη, εν σχέσει προς τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες, όταν η λέξη «Έλλην» ήταν συνώνυμο του εμπόρου και του επιχειρηματία…
Παράλληλα, λογοκρίθηκαν εφημερίδες σε απίστευτο βαθμό, με κύριο παράδειγμα τον «Ελεύθερο Κόσμο» του Σάββα Κωνσταντοπούλου, ετέθησαν συνειδητά εμπόδια στην ανάπτυξη ιδιωτικών επενδύσεων και καταρρακώθηκε η εθνική οικονομία με την πρόφαση της ακύρωσης μεγάλων συμβάσεων της 21ης Απριλίου (κυρίως εκείνων με Ωνάση και Νιάρχο) και κρατικοποιήθηκαν υγιέστατες επιχειρήσεις, με μοναδικό κριτήριο την συνεργασία τους με την 21η Απριλίου (χαρακτηριστικό παράδειγμα η «Ιονική» του Στρατή Ανδρεάδη)!
Τα πρώτα χρόνια της διακυβερνήσεως Καραμανλή, ήταν μία πραγματική και ουσιαστική δικτατορία. Εφάμιλλη, τηρουμένων των ιστορικών αναλογιών, με τον «Μεγάλο Τρόμο» που ακολούθησε την «Γαλλική» Επανάσταση του 1789. Ο προδότης της Κύπρου, όμως, επαιρόταν για αυτό του το κατόρθωμα. Χαρακτηριστική ήταν η δήλωσή του στις 13 Νοεμβρίου 1974: «…η κυβέρνησί μου, αντικατέστησε άνω των 100.000 ατόμων, από τον τελευταίο κοινοτάρχη μέχρι τον Πρόεδρο του Αρείου Πάγου!»
Αυτό ήταν το έργο της ειρωνικώς ονομασθείσης «Κυβερνήσεως Εθνικής Ενότητος». Μία «εθνική ενότητα» που απέκλειε την αφρόκρεμα της ελληνικής κοινωνίας και εξύψωνε σε θέσεις-κλειδιά άχρηστους, ανίκανους, κομματόσκυλα και εγκάθετους, δημιουργώντας έτσι την πελατειακή νοοτροπία που χαρακτηρίζει μέχρι και σήμερα το ιστορικό λάθος που είναι ο μέσος Έλληνας της «Μεταπολίτευσης»…
Εν μέσω του «Μεγάλου Τρόμου», απανωτές αθωώσεις Απριλιανών!
Παράλληλα με την «αποχουντοποίηση», η Κυβέρνηση Καραμανλή ακύρωσε ή ανέβαλε και όλα τα μεγάλα έργα εθνικών υποδομών που είχαν ξεκινήσει οι Κυβερνήσεις Παπαδοπούλου. Η αρχή έγινε με το απαράδεκτο Ν.Δ. 207/1975, που αναιρούσε σχεδόν όλες τις συμβάσεις του Παπαδόπουλου ως «σκανδαλώδεις».
Ήταν άλλη μία πράξη στο θεατρικό έργο που ήταν η δυσφήμηση όλων των ενεργειών της Επανάστασης, που οδήγησε στην παραμυθολογία περί «σκανδάλων της Επταετίας» και που δίνει μέχρι και σήμερα πάτημα σε ορισμένους ασήμαντους δημοσιογραφίσκους να συνθέτουν άρθρα και βιβλία βασισμένα στον στρατευμένο Τύπο των πρώτων μεταπολιτευτικών ετών, όπου επιχειρούν να βιάσουν την ιστορική αλήθεια με αναπόδεικτους ισχυρισμούς περί σκανδάλων και άλλων φαιδρών (βλ. Διονύσης Ελευθεράτος και «Λαμόγια στο Χακί»).
Χαρακτηριστικό παράδειγμα της όλης εκστρατείας λασπολογίας είναι μεγάλη αθηναϊκή εφημερίδα, που ζητούσε από τους αναγνώστες της κατά το 1974, να προβαίνουν σε μηνύσεις κατά στελεχών της Επαναστάσεως: «…έστω και αν τα καταγγελλόμενα είναι αβάσιμα. Αρκεί να ριφθή λάσπη εναντίον των χουντικών, να διαπομπευθούν και να ταλαιπωρηθούν!»
Παράλληλα με την δράση των μεταπολιτευτικών Μέσων Μαζικής Εξαπατήσεως, ο Καραμανλής διέταξε τα ανώτατα κλιμάκια του δικαστικού συστήματος «να βρουν τα σκάνδαλα της χούντας», σπαταλώντας απίστευτους κρατικούς πόρους και εργατοώρες σε ένα κυνήγι μαγισσών. Δεξί του χέρι σε εκείνο το εγχείρημα ήταν ο Υπουργός «Δικαιοσύνης» Κωνσταντίνος Στεφανάκης, που διαρκώς επενέβαινε στις προανακριτικές και ανακριτικές διαδικασίες.
Όπως αναφέρει ο Μάνος Χατζηδάκης:
«Επί 5 ολόκληρα χρόνια – από το 1975 έως το 1980 – οι δικαστικοί, ερευνούσαν όλες τις πράξεις που αφορούσαν την διαχείρισι δημοσίου χρήματος:
Από προέδρους κοινότητος και δημάρχους, μέχρι Νομάρχες και Περιφερειάρχες. Και από διοικητές Δ.Ε.Κ.Ο. και Γενικούς Γραμματείς, μέχρι Υπουργούς και Υφυπουργούς. όλες ανεξαιρέτως οι συμβάσεις έγιναν “φύλλο και φτερό”».[5]
Όπως παραδεχόταν ο κομμουνιστής Γιώργης Κρεμμυδάς:
«Έγιναν έρευνες, από ανώτερους και ανώτατους δικαστικούς, στις υπηρεσίες του κράτους, ανοίχτηκαν χιλιάδες φάκελοι για να μελετηθούν και να ελεγχθούν στοιχεία από έγγραφα, εξετάσθηκαν μάρτυρες, δημιουργήθηκαν καινούργιοι ογκώδεις φάκελοι, συντάχθηκαν πολυσέλιδα πορίσματα, αλλά… το αποτέλεσμα, μηδέν!
Οι ανακρίσεις αυτές ήταν από την φύση τους δύσκολες και επίπονες. Άνθρωποι που τις “φορτώθηκαν” αρρώστησαν, ένας Εφέτης έφθασε στο Χιούστον του Τέξας για εγχείρηση ανοιχτής καρδιάς, ένας γραμματέας παθαίνει αλλεπάλληλα εμφράγματα. Και οι δικογραφίες “πήγαν και ήλθαν” για να έχουν όλες την ίδια κατάληξη: Στο αρχείο, αφού προηγήθηκαν απαλλακτικά βουλεύματα».[6]
Επρόκειτο για ένα πραγματικά τιτάνιο – πλην γελοίο – εγχείρημα. Όπως αναφέρει εν συνεχεία ο Κρεμμυδάς:
«…τεράστιος όγκος εγγράφων (π.χ. για κάθε δανειοδότηση ολόκληρες οι αλληλογραφίες των τραπεζών, πολυσέλιδα συμβόλαια – ατελείωτα άλλα έγγραφα). Φορτηγά ολόκληρα με φακέλους μετέφεραν το ανακριτικό υλικό και ολόκληρα δωμάτια γέμιζαν, στο κτίριο του Πρωτοδικείου στην Ομόνοια, όπου ήταν τα γραφεία των Εφετών-ανακριτών».[7]
Η όλη εκστρατεία ολοκληρώθηκε με ένα υπέρτατο «μπούμερανγκ» θείας δίκης. Οι εκδικάσεις οδήγησαν σε 340 απαλλακτικά βουλεύματα! Σε πολλές μάλιστα περιπτώσεις, τα απαλλακτικά βουλεύματα εξύμνησαν την διαχείριση του δημοσίου χρήματος από τα στελέχη της 21ης Απριλίου! Διαβάζουμε, π.χ., ότι «η έρευνα όχι απλώς δεν απέδειξεν τι το επιλήψιμον, αλλ’ αποτελεί τίτλον τιμής δια τους ερευνωμένους» ή ότι «…η διαχείρισις του δημοσίου χρήματος υπήρξεν υποδειγματική»!
Έπειτα, λοιπόν, από μία 5ετούς διάρκειας Ιερά Εξέταση, τα στελέχη των Κυβερνήσεων Παπαδοπούλου αθωώθηκαν πανηγυρικώς. Το μόνο που μένει, είναι να αναλογιστεί ο αναγνώστης τι πορίσματα θα έβγαιναν από έρευνες για την διαχείριση δημοσίου χρήματος από όσους διεδέχθησαν τον Παπαδόπουλο…
Η ζημιά, όμως, για όλα τα έργα που είχαν τεθεί στον πάγο, είχε γίνει. Όπως αναφέρει για εκείνα τα έργα υποδομών ο Μάνος Χατζηδάκης: «Ή διακόπηκαν οριστικά ή ανατέθηκαν σε “ημέτερους” κομματικούς κατασκευαστές, με αναθεωρήσεις, νέες μελέτες, νέους διαγωνισμούς κ.λ.π. Αποτέλεσμα; Η κατασπατάλησις του δημοσίου χρήματος και η ματαίωσις ή μακροχρόνια αναβολή των έργων εθνικής υποδομής».[8]
Πολλά έργα δεν έγιναν και τα περισσότερα ολοκληρώθηκαν πολύ αργότερα από όσο θα έπρεπε. Ολοκληρώνοντας με αυτό το ζήτημα, θα παρουσιάσουμε στον αναγνώστη ορισμένα σημαντικά έργα των Κυβερνήσεων Παπαδοπούλου, καθώς και πότε θα ολοκληρώνονταν κανονικά και πότε και αν ολοκληρώθηκαν εν τέλει και θα τον αφήσουμε να βγάλει τα δικά του συμπεράσματα…
- 1974: Εθνικό Χωροταξικό Σχέδιο (1999)
- 1975: ύδρευση Αθηνών από τις λίμνες Μόρνου και Ευήνου (2001)
- 1977: αξιοποίηση Τύρφης Φιλίππων (1995)
- 1977: νέο Διοικητικό Κέντρο Αθηνών (1985)
- 1978: αεροδρόμιο Σπάτων (2001)
- 1978: Εγνατία Οδός (2008)
- 1980: μετρό Αθηνών (2004)
- 1984: μετρό Θεσσαλονίκης (ακόμη το περιμένουμε…)
- 1985: Εθνικό Κτηματολόγιο (1995)
Το Πολυτεχνείο: ο κύριος «μεταπολιτευτικός» μύθος
Ακρογωνιαίος λίθος του νόθου «μεταπολιτευτικού» καθεστώτος ήταν ο μύθος των ανύπαρκτων νεκρών του Πολυτεχνείου. Όπως είδαμε, βεβαίως, πέραν του ότι δεν υπήρχαν νεκροί στο Πολυτεχνείο, στην πραγματικότητα η εξέγερση της 17ης Νοεμβρίου 1973 είχε πολιτικό σκοπό: την ματαίωση της Συνέντευξης Τύπου του Πρωθυπουργού Μαρκεζίνη, στην οποία θα ανακοίνωνε την ημερομηνία των εκλογών.
Στα επεισόδια που σημειώθηκαν κατά την διάρκεια της κατάληψης στο Πολυτεχνείου (όχι στο Πολυτεχνείο, αλλά σε τριγύρω δρόμους), είχαν παρεισφρήσει πράκτορες της ΕΣΑ (του Ιωαννίδη), με σκοπό να δημιουργηθούν περαιτέρω επεισόδια. Εκείνοι, πυροβολούσαν από τις ταράτσες διαφόρων κτιρίων τόσο προς το πλήθος, όσο και προς τους αστυνομικούς. Με τον μύθο των νεκρών του Πολυτεχνείου, η Κυβέρνηση Καραμανλή κατάφερε πράγματι να συσπειρώσει αρκετό κόσμο υπό την ηγεσία της. Και αυτό ήταν εύλογο: ποιος θα ήταν σύμφωνος με την εν ψυχρώ δολοφονίας μαθητών και φοιτητών από την κυβέρνηση; Μόνο που επρόκειτο για ένα τεράστιο ψέμα…
Όπως αναφέρει ο Μάνος Χατζηδάκης, για την θεμελίωση εκείνου του μύθου:
«Χρησιμοποιήθηκαν όλα τα διαθέσιμα μέσα υποβλητικής προπαγάνδας και κρατικού καταναγκασμού για την δημιουργία του: Η τηλεόρασις, το Ραδιόφωνο, οι εφημερίδες, η μουσικής, το θέατρο, ο κινηματογράφος, η λογοτεχνία, οι εκδοτικοί οίκοι, το σχολείο, τα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα. Όλοι οι δήμοι και οι κοινότητες γέμισαν με πλατείες και δρόμους που ονομάσθηκαν “Ηρώων Πολυτεχνείου”. Πολλοί περισσότεροι από αυτούς των ηρώων του 1821, του 1912 – 13, του Μικρασιατικού μετώπου ή του Έπους του 1940 – 41!...»[9]
Οι ελάχιστοι νεκροί υπήρξαν προϊόν καπήλευσης από τις «μεταπολιτευτικές» κυβερνήσεις, οι οποίες έχτισαν μία πληθώρα γελοίων μύθων, που θα παρουσιάσουμε συντόμως εν συνεχεία. Η αναγνώριση του… «αγώνος» του Πολυτεχνείου, πάντως, ειδικά κατά τις πρώτες «μεταπολιτευτικές» δεκαετίες, κατέστη ο… «φόρος τιμής» που θα έπρεπε να αποτίνει ο κάθε Έλλην, προκειμένου να μην τίθεται στο περιθώριο. Ο μύθος του Πολυτεχνείου, κοντολογίς, αποτελεί την θεότητα του αντιχριστιανικού ελλαδικού κράτους της νόθας «Μεταπολίτευσης». Όποιος, δε, τολμήσει να το αμφισβητήσει, θα γνωρίσει από την καλή κι απ’ την ανάποδη την… δημοκρατικότητα του κρατούντος καθεστώτος.
Όπως περιγράφει ο Μάνος Χατζηδάκης:
«Στα σχολεία τα ελληνόπουλα άρχισαν να δηλητηριάζονται κάθε χρόνο με εορταστικές εκδηλώσεις γεμάτες ψέμμα και τα αναγνωστικά γέμισαν σπαραξικάρδια ποιήματα για τους… “σκοτωμένους φοιτητές του Νοέμβρη”. Νήπια και μικρά παιδιά άρχισαν να σέρνονται “κοπαδιαστά” για να τοποθετούν στεφάνια στα κάγκελα του δυστυχούς Εκπαιδευτικού Ιδρύματος. Ούτε η εορτή της Εθνικής Παλιγγενεσίας την 25η Μαρτίου 1821, ούτε η εορτή του “OXI” την 28η Οκτωβρίου 1940 τιμήθηκαν ποτέ με τόσο θόρυβο, δαπάνες, υποκριτικό θεατρινισμό όσο η ψευδεπίγραφη εορτή του Πολυτεχνείου!»[10]
Το σύμβολο κατατεθέν του Πολυτεχνείου είναι η πασίγνωστη κεφάλα που βρίσκεται στο προαύλιό του, ο «ιερός βωμός» της όλης φαρσοκωμωδίας. Ένα τερατώδες κεφάλι με τριχόπτωση (!), στραβή μύτη και έντονα ζυγωματικά, όπου όλα τα αφελή παιδάκια και παραπλανημένοι φοιτητές που κάθε χρονιά καταθέτουν στεφάνι. Οι περισσότεροι – και δικαίως – θα υπέθεταν ότι πρόκειται για την κεφαλή κάποιου εκ των… ηρώων του Πολυτεχνείου. Κι όμως: επρόκειτο για μία άτεχνη προτομή του ασήμαντου αριστερού καθηγητή ιστορίας Νικολάου Σβορώνου, που μάλιστα ζούσε μέχρι το 1989!
Το εξαιρετικά αστείο της υποθέσεως της εν λόγω κεφάλας είναι πως ο Σβορώνος δεν ντράπηκε να καταθέσει μέχρι και ο ίδιος στεφάνι! Κατέθετε, δηλαδή, στεφάνι στον εαυτό του, την στιγμή που χιλιάδες αφελή Ελληνόπαιδα νόμιζαν ότι καταθέτουν εις μνήμην κάποιου νεκρού!
Μετά τον Σβορώνο, ο οποίος είχε την τύχη να επιζήσει από την σφαγή του Πολυτεχνείου, θα πάμε στην περιβόητη Ηλένια Ασημακοπούλου, μία από τους ηρωικούς νεκρούς που προφανώς έλιωνε το τανκ.
Κατά την πρώτο επέτειο του Πολυτεχνείου, οι παρευρισκόμενοι παρατήρησαν ότι ανάμεσα στα στεφάνια και τα λουλούδια στα κάγκελα, υπήρχε κολλημένη και μία φωτογραφία μίας όμορφης ξανθής νεαρής γυναίκας. Από κάτω, υπήρχε το εξής σημείωμα: «Την λένε Ηλένια Ασημακοπούλου. Είναι το κορίτσι μου. Χάθηκε το βράδυ της σφαγής. Κανένας δεν την ξανάδε. Πήγα σπίτι της αλλά έχουν χαθεί και οι γονείς της. Όποιος ξέρει για το μαρτυρικό τέλος της, ας με πληροφορήσει!»
Το ερώτημα του τι απέγινε η ηρωική Ηλένια έχει πρωτοσέλιδο σε όλες τις εφημερίδες! Και ο μύθος του Πολυτεχνείου απέκτησε αυτό που του έλλειπε: ένα συγκεκριμένο πρόσωπο, ούτως ώστε να «χτυπάει» στο συναίσθημα τον αδαή “homo metapolitefticus” που δημιουργούσε το νέο καθεστώς.
Σύντομα, εμφανίστηκε στο προσκήνιο και κάποιος Γιάννης Ηλιόπουλος, το αγόρι της αδικοχαμένης Ηλένιας, φοιτητής της Ηλεκτρονικής Σχολής. Στις αρχές του 1975, παραχώρησε συνέντευξη στην αριστερή εφημερίδα «Αυγή», όπου δήλωσε:
«Είμασταν μαζί με την Ηλένια μέσα στο Πολυτεχνείο. Μετά την εισβολή, βγήκαμε δίπλα – δίπλα από την έξοδο της Στουρνάρα. Ένας οπλισμένος την σημάδεψε εν ψυχρώ και οι σφαίρες την βρήκαν στην πλάτη. Ακούμπησε πάνω μου βγάζοντας αίμα από το στόμα και έπειτα έπεσε. Με συλλάβανε και στην Ασφάλεια μου πήραν το πουλόβερ μου που ήταν κόκκινο από το αίμα της. Δεν τους μίλησα καθόλου για την Ηλένια, για να την προφυλάξω, αν ζούσε… Όταν με άφησαν τον Φλεβάρη του ’74, πήγα στο Χαλάνδρι όπου έμενε με την οικογένειά της. Μα οι γονείς της με τον μικρότερο αδελφό της είχαν εξαφανισθεί και στο σπίτι έμεναν άγνωστοι. Όσο και αν ρώτησα δεν ήξεραν τίποτα. Ούτε και από το σχολείο της, το Κολλέγιο Αγ. Παρασκευής, έβγαλα άκρη. Ίσως οι γονείς της φοβήθηκαν για το δεύτερο παιδί τους και εξαφανίσθηκαν. Όλα αυτά δεν τα κατέθεσα στον κ. Τσεβά, γιατί φοβόμουν».
Οι διαστάσεις που έλαβε το ζήτημα ήταν τέτοιες, ώστε και ο ίδιος ο αυτάρεσκος Καραμανλής να ζητήσει να… ενημερωθεί προσωπικώς επί της υποθέσεως και η σύζυγος του Προέδρου της Δημοκρατίας Ιωάννα Τσάτσου κυριολεκτικά να προσκυνήσει κλαίγοντας μπροστά στο σκίτσο της Ηλένιας!
Σύντομα, όμως, απεκαλύφθη το εξής: η Ηλένια Ασημακοπούλου δεν υπήρχε! Ήταν απλώς ένα αποκύημα της νοσηρής φαντασίας του Γιάννη Ηλιόπουλου.
Το πασίγνωστο μέχρι και σήμερα σκίτσο ήταν της Νεοζηλανδής Nancy Cridland, γνωστού μοντέλου, από μία διαφήμιση του αγγλικού σαμπουάν “Breck”. Το είχε σχεδιάσει ο γνωστός Άγγλος ζωγράφος Nicholas Egon και είχε δημοσιευθεί σε πολλά περιοδικά, μεταξύ των οποίων και το αγγλικό Vogue.
Ο απόλυτος εξευτελισμός του νόθου καθεστώτος! Ο απόλυτος εξευτελισμός για την πολιτειακή και πολιτική ηγεσία, που έκλιναν το γόνυ σε ένα παραμύθι!
Εν τέλει, ο Γιάννης Ηλιόπουλος καταδικάστηκε σε 8μηνη φυλάκιση, στις 18 Φεβρουαρίου 1975, δίχως βεβαίως να γίνει πολύς λόγος για την είδηση. Οφείλουμε, ωστόσο, να αναγνωρίσουμε για την ιστορική αλήθεια πως το Breck ήταν πράγματι ένα υπαρκτό και αξιόλογο σαμπουάν…
Δεν τους αρκούσε, όμως, ο εξευτελισμός που προκάλεσε το συμπαθές εκείνο αφρόλουτρο. Οι βιαστές του λαού και της δημοκρατίας συνέχισαν απτόητοι την εκστρατεία μυθολογίας και προπαγάνδας τους.
Το 1978, η Βουλή διέκοπτε την συνεδρίασή της και εν συνεχεία περπάτησαν, ωσάν άλλοι προσκυνητές της Παναγίας της Τήνου, μέχρι το Πολυτεχνείο(!), όπου ο Πρόεδρος της Βουλής Δημήτριος Παπασπύρου κατέθεσε στεφάνι κι έπειτα… ανεκοίνωσε την «λήξιν της συνεδριάσεως».
Το 1980, ο Υπουργός Δημοσίων Έργων Γεώργιος Μαγκάκης ανακοίνωσε την απονομή «τιμητικών συντάξεων»(!) από το Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδος, στις οικογένειες των νεκρών του Πολυτεχνείου. Το αποτέλεσμα; Δεν εμφανίστηκε κανένας συγγενής «θύματος» για να διεκδικήσει σύνταξη!
Όπως παραδεχόταν το καραμανλικό φερέφωνο «Καθημερινή», στις 16 Νοεμβρίου 1980:
«Με την ασφάλεια που πρόσφερε η κυρίαρχη πολιτική μυθολογία, τα συντεταγμένα αλαλάζοντα στίφη των οπαδών και η λειτουργία των θεσμών της αστικής δημοκρατίας, άρχισε η μεγάλη καπηλεία. Η ιστορική στιγμή μεταμορφώθηκε σε πολιτικό – αβανταδόρικο κοσμικό γεγονός, θέαμα, εμπόρευμα. Το Πολυτεχνείο έγινε γιορτή, φυλλάδιο, βιβλίο, δίσκος, κασέτα, πόστερ, μπρελόκ, σήμα, μπλουζάκι και ό,τι άλλο βάλει ο νους του ανθρώπου. Καθένας εξαργύρωνε τις μετοχές του. Βιαστικά. Πριν πέση η τιμή τους».
Το 1983, ο Δήμαρχος Ζωγράφος Δημήτριος Μπέης έσκαψε(!) την πλατεία έξω από το δημοτικό νεκροταφείο, για να βρει τους… «ομαδικούς τάφους της σφαγής του Πολυτεχνείου», που ήταν πεπεισμένος πως βρίσκονταν εκεί! Το αποτέλεσμα; Δεν βρέθηκε κανένας τάφος, παρά μόνον κατεστράφη ένα πολύ όμορφο πλατειάκι.
Το συγκλονιστικό είναι ότι, μόλις έναν χρόνο νωρίτερα, είχε πλέον ξεσκεπαστεί για τα καλά ο μύθος των νεκρών! Συγκεκριμένα, στις 28 Ιανουαρίου 1982, 8 βουλευτές της «Νέας Δημοκρατίας» κατέθεσαν την εξής ερώτηση στην Βουλή: «Πόσο και ποιοι εφονεύθησαν εντός του χώρου του Πολυτεχνείου και ποίοι εις τον πέριξ χώρον;»
Και τότε, ο Υφυπουργός Εθνικής Αμύνης του ΠΑΣΟΚ Γεώργιος Πέτσος, τους απάντησε με αφοπλιστική ειλικρίνεια: «Ποιους τιμούσατε επί 5 χρόνια, με την συμμετοχή της παρατάξεώς σας στις εκδηλώσεις των επετείων του Πολυτεχνείου και για ποιους προωρίζονταν τα στεφάνια σας;»
Θέατρο του παραλόγου. Ωστόσο, ο Υπουργός Δημοσίας Τάξεως του ΠΑΣΟΚ Γιάννης Σκουλαρίκης διέταξε τον Υπαρχηγό της Αστυνομίας Γεώργιο Σαμπάνη να ανακαλύψει επί τέλους τους περιβόητους «νεκρούς του Πολυτεχνείου», τους οποίους όλοι τιμούσαν, κανένας όμως δεν γνώριζε τα ονόματά τους!
Έτσι, στις 8 Φεβρουαρίου 1982, δημοσιεύθηκε το πόρισμα Σαμπάνη, η οποία δίχως περιστροφές ξεκαθάριζε: «Ουδείς εφονεύθη εντός του χώρου του Πολυτεχνείου. Εις τους πέριξ όμως του Πολυτεχνείου χώρους, φέρονται ότι εφονεύθησαν δώδεκα (12) άτομα».
Εν συνεχεία, το πόρισμα ανέφερε τα ονόματα και την τοποθεσία θανάτου: 5 σκοτώθηκαν κατά την απόπειρα κατάληψη του Υπουργείου Δημοσίας Τάξεως στις 16 Νοεμβρίου 1973 και οι υπόλοιποι 7 ατυχείς άνθρωποι από αδέσποτες σφαίρες, σε διάφορα και άσχετα σημεία, όπως την Πλατεία Βάθης, την Πλατεία Αιγύπτου και την Πλατεία Βικτωρίας. Ουδείς εξ αυτών βρισκόταν εντός του Πολυτεχνείου. Ουδείς εξ αυτών ήταν φοιτητής.
Βεβαίως, το πόρισμα δεν επέτρεψε τον Σκουλαρίκη από το να δηλώσει στην Βουλή, στις 8 Απριλίου 1982, πως: «…δεν μπορώ να πω πόσα θύματα υπήρξαν κατά τα γεγονότα του Πολυτεχνείου, γιατί η κυβέρνηση ανέλαβε τώρα!»
Το πόρισμα Σαμπάνη πράγματι δημιούργησε βραχυπρόθεσμο επικοινωνιακό πρόβλημα για την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ. Το κόμμα, όμως, είχε την τύχη να έχει επικεφαλής τον μέγιστο χειραγωγό των μαζών Ανδρέα Παπανδρέου, ο οποίος βρήκε την λύση.
Το 1984, η Κυβέρνηση Παπανδρέου τοποθέτηση την γνωστή στήλη με τα ονόματα των νεκρών φοιτητών του Πολυτεχνείου έξωθεν του κτιρίου. Μόνο που όσοι έκαναν ποτέ τον κόπο να αναγνώσουν τι ακριβώς αναγραφόταν στην στήλη, με απορία θα διάβαζαν τα εξής: «Στους φοιτητές του Ε. Μ. Πολυτεχνείου που έδωσαν την ζωή τους για τα ιδανικά της Εθνικής Αντίστασης 1941 – 1944»
Η όλη υπόθεση ήταν, δηλαδή, ένα ακόμη επικοινωνιακό τρικ. Η στήλη ήταν αφιερωμένη στους νεκρούς φοιτητές της Εθνικής Αντιστάσεως της περιόδου 1941 – 1944 και περιείχε τα δικά τους ονόματα. Όλοι, όμως, νόμιζαν ή προσποιούνταν ότι η στήλη ήταν αφιερωμένη στους ανύπαρκτους νεκρούς της κατάληψης του 1973! Και όπως αναφέρει ο Μάνος Χατζηδάκης: «Παράλληλα οι εφημερίδες άρχισαν να δημοσιεύουν αφιερώματα στα οποία εμφάνιζαν περιπτώσεις αυτοκτονιών ή ατυχημάτων του 1965(!) του Μαρτίου 1973 και του Οκτωβρίου 1974! Και τους παρουσιάζουν ως θύματα του Πολυτεχνείου!»[11]
Ωστόσο, ο ίδιος ο Ευάγγελος Αβέρωφ είχε παραδεχθεί προς τιμήν του, στις 10 Μαΐου 1979, πως: «Δεν είμαι διατεθειμένος λόγω επιμόνου συνθηματολογίας περί ανυπάρκτων “πολυαρίθμων νεκρών” να βοηθήσω κι εγώ στην θεσμοποίησι μιας ψεύτικης ιστορίας».[12]
Παρόμοια παραδοχή είχε κάνει ο τότε Αντιπρόεδρος της Βουλής Ισαάκ Λαυρεντίδης, σε επιστολή τους προς τις εφημερίδες για την επέτειο του 1987:
«Η κομματική καπηλεία επροκάλεσε σύγχυσιν και σκοπίμως εκαλλιέργησε τον μύθον περί πολλών θυμάτων εντός του χώρου του Πολυτεχνείου, ενώ όπως απεδείχθη από υπευθύνους πηγάς και επίσημα στοιχεία, ουδέν θύμα υπήρξεν! Επιτέλους είναι καιρός να σταματήση η διαστρέβλωσις της αληθείας και η δηλητηρίασις της κοινής γνώμης… Με ασύστολα ψεύδη δεν στηρίζονται ιδανικά!»
Το ιδανικό επίλογο για το ζήτημα του Πολυτεχνείου μας τον γράφει ο Θεοφύλακτος Παπακωνσταντίνου:
«Θα έλθη όμως κάποτε η ώρα που η υπόθεσι “Πολυτεχνείο” θα μελετάται από τους ιστορικούς, τους κοινωνιολόγους και τους ψυχιάτρους ως μία από τας χαρακτηριστικωτέρας αποδείξεις της ηθικής και της πνευματικής καταπτώσεως της εποχής μας…»[13]
Η Ελλάς της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ: δύο όψεις του ιδίου νομίσματος
Η «Νέα Δημοκρατία» του Κωνσταντίνου Καραμανλή ιδρύθηκε στις 4 Οκτωβρίου 1974. Έναν μήνα νωρίτερα, στις 3 Σεπτεμβρίου 1974, είχε ιδρυθεί το ΠΑΣΟΚ (Πανελλήνιο Σοσιαλιστικό Κίνημα), από τον Ανδρέα Παπανδρέου.
Η ονομασία των δύο κομμάτων-δυναστών δεν ήταν τυχαία: αμφότερα ήσαν αντιγραφές εμπνεύσεων του Γεωργίου Παπαδοπούλου! Η «Νέα Δημοκρατία» ήταν σύνθημα του Παπαδόπουλου σχετικά με το Σύνταγμα του 1968/1973, το οποίο άρεσε στον Καραμανλή, που μετά το σφετερίσθηκε. Και η ονομασία «ΠΑΣΟΚ», όμως, ήταν κατά πάσα πιθανότητα εμπνευσμένη από το ΕΠΟΚ (Ελληνικό Πολιτιστικό Κίνημα). Γι’ αυτό και αρχικώς η ονομασία του κόμματος ήταν ΕΣΟΚ (Ελληνικό Σοσιαλιστικό Κίνημα), ο Ανδρέας όμως σύντομα θεώρησε πως η ονομασία «έφερνε» σε… εθνικοσοσιαλισμό, οπότε το άλλαξε σε ΠΑΣΟΚ (Πανελλήνιο Σοσιαλιστικό Κίνημα).
Η διακυβέρνηση της «Νέας Δημοκρατίας»: αριστεροκρατία, διάλυση του κράτους και βιασμός της οικονομίας
Στις εκλογές της 17ης Νοεμβρίου 1974, η «Νέα Δημοκρατία» έλαβε το 54,37% των ψήφων, ποσοστό που μέχρι και σήμερα δεν έχει ξεπεραστεί. Το δε ΠΑΣΟΚ, μόλις 13,61%. Επρόκειτο πράγματι για απίστευτο φαινόμενο, καθώς σε κάθε χώρα που είχε εξέλθει από δικτατορία, με χαρακτηριστικά παραδείγματα την Ισπανία και την Πορτογαλία, οι πρώτες μεταδικτατορικές εκλογές πάντοτε οδηγούσαν σε συντριπτική νίκη της Αριστεράς. Στην Ελλάδα, συνέβη το αντίθετο!
Εν αντιθέσει προς ό,τι λένε διάφοροι «εθνικόφρονες», δεν ευθύνεται ο Παπαδόπουλος για την ιδεολογική ηγεμονία της Αριστεράς. Ο Παπαδόπουλος την Αριστερά την εξευτέλισε! Για να αποδειχθεί αυτός ο ισχυρισμός, αρκεί μία απλή σύγκριση των εκλογών του 1964 με τις εκλογές του 1974. Στις εκλογές του 1964, ο λαός ψήφισε κυρίως αριστερά κόμματα (Ένωσις Κέντρου και ΕΔΑ), ως αντίδραση στο σάπιο μεταπολεμικό κράτος της Δεξιάς. Στις εκλογές του 1974, όμως, ο λαός ψήφισε δεξιά κόμματα (ΝΔ και ΕΔΗΚ) κατά 80%, ενώ έδωσε μόλις το 20% των ψήφων σε αριστερά κόμματα (ΠΑΣΟΚ και ΚΚΕ Εσωτερικού και Εξωτερικού)!
Ο Καραμανλής ήταν που παρέδωσε κράτος και κοινωνία στην Αριστερά! Στις 24 Σεπτεμβρίου 1974, ο «Εθνάρχης» νομιμοποίησε το ΚΚΕ, ενώ παράλληλα εξόντωνε την Δεξιά. Καθιερώθηκε έκτοτε ως η πάγια τακτική της «κεντροδεξιάς Νέας Δημοκρατίας». Επέτρεπε στους αριστερούς να «αλωνίζουν», ενώ ό,τι βρισκόταν στα δεξιά της είτε το αφομοίωνε, είτε το διέλυε.
Με την νομιμοποίηση του «κόμματος του εγκλήματος και της προδοσίας» (όπως το χαρακτήρισε ο Γεώργιος Παπανδρέου και όχι κάποιος… «φασίστας»), οι ρόλοι αντεστράφησαν. Οι αριστεροί πέτυχαν την πολιτική τους αμνήστευση για τα εγκλήματά τους κατά της Ελλάδος και παρουσιάστηκαν ως τα απόλυτα «θύματα» του μεταπολεμικού κράτους, ενώ οι δεξιοί μετετράπησαν σε πολίτες β’ κατηγορίας! Κατ’ αυτόν τον τρόπο, με την ανοχή του Καραμανλή, οι αριστεροί εισέβαλαν σε κάθε πτυχή του δημοσίου βίου (τηλεόραση, ανωτάτη εκπαίδευση, καλλιτεχνικό κόσμο κλπ.). Σταδιακώς, το κράτος άρχισε να απέχει από τα μνημόσυνα των θυμάτων της κομμουνιστικής θηριωδίας, τα οποία χαρακτηρίστηκαν «γιορτές μίσους». Έτσι, δημιουργήθηκε το υπάρχον μέχρι και σήμερα αριστερό παρακράτος.
Παράλληλα, ο μαέστρος του λαϊκισμού Καραμανλής μπορούσε πλέον να δελεάζει εθνικόφρονες πολίτες να ψηφίζουν το αντεθνικό του κόμμα! Με το – σαθρό, αλλά πιασάρικο εκείνη την εποχή – ότι η «Νέα Δημοκρατία» θα στέκει ως φρούριο του συντηρητισμού και της εθνικοφροσύνης απέναντι στην αριστερή επέλαση.
Πέραν, όμως, της αριστεροκρατίας, η Κυβέρνηση Καραμανλή μεθόδευσε ή διευκόλυνε και τον βιασμό της ιστορίας, της γλώσσας και της παιδείας. Η ιστορία παραχαράθηκε σε εξωφρενικό βαθμό, ούτως ώστε να επιτευχθεί ο στόχος της άφεσης αμαρτιών των κομμουνιστικών ανοσιουργημάτων κατά του ελληνικού λαού (μετονομασία Συμμοριτοπολέμου σε «Εμφύλιο» κλπ.), ενώ οι σφαγείς του ΚΚΕ έλαβαν τιμητικές συντάξεις και χαρακτηρίσθηκαν «ήρωες της Εθνικής Αντιστάσεως». Παράλληλα, αποκρυβόταν κάθε θετικό των Κυβερνήσεων Παπαδοπούλου, οι οποίες θα έπρεπε να αποτυπωθούν στην λαϊκή συνείδηση ως τυραννία εφάμιλλη της Κατοχής! Δημιουργήθηκαν και διεδόθησαν, έτσι, οι γνωστοί μύθοι περί Πολυτεχνείου και «παλλαϊκής αντιστάσεως»…
Στο νέο είδος Έλληνα που επιχειρούσε να δημιουργήσει η «Μεταπολίτευση», δεν υπήρχε χώρος για γλώσσα ευφυή και περίπλοκη. Έπρεπε, λοιπόν και αυτή να «κουτσουρευτεί» όσο το δυνατόν περισσότερο. Η αρχή έγινε το 1976, όταν επεβλήθη η δημοτική σε όλες τις εκπαιδευτικές βαθμίδες, δημιουργώντας την εξωφρενική λεξιπενία που αντιμετωπίζουμε εδώ και πολλές δεκαετίες – από την οποίαν ούτε ο γράφων θα ισχυρισθεί ότι ξέφυγε. Αρκεί κανείς να διαβάσει μία έκθεση ενός «μέτριου» μαθητή της δεκαετίας του ’70 και να την συγκρίνει με μία έκθεση ενός «καλού» σημερινού μαθητή και θα διαπιστώσει ότι η πρώτη, αν όχι καλύτερη, είναι σίγουρα ισάξια της δεύτερης. Το λεξιλόγιο του μέσου σημερινού Έλληνα, είναι πολύ πιο φτωχό, λανθασμένο και δυσνόητο (καίτοι πιο απλοϊκό!) από τα αντίστοιχα του μέσου Έλληνα της δεκαετίας του ’70. Ενδεικτικό του γενικού μορφωτικού επιπέδου, που όλο και μειώνεται, ασχέτως εάν οι περισσότεροι Έλληνες μπορούν να δηλώνουν… επιστήμονες.
Εκείνοι που αποφάσισαν αυτό το εκπαιδευτικό πραξικόπημα, δεν ήσαν ούτε γλωσσολόγοι, ούτε ανώτατοι πανεπιστημιακοί, αλλά κοινοί κομματικοί εγκάθετοι που θεωρούσαν εαυτούς ως «εκπαιδευτικούς». Σύντομα, η δημοτική επεβλήθη και στο Δημόσιο και την Δικαιοσύνη, με παράλληλη κατάργηση των αρχαίων από τα γυμνάσια και την μείωση της ιστορίας από τα λύκεια. Αυτή ήταν η απαρχή του – δικαιολογημένου, δεδομένων των συνθηκών – μίσους των παιδιών προς αυτά τα δύο μαθήματα, το οποίο υπάρχει μέχρι και σήμερα και από το οποίο δυστυχώς ούτε ο γράφων κατάφερε να «δραπετεύσει», παρά μόνον αφότου ολοκλήρωσε το λύκειο…
Η «αποχουντοποίηση» επέφερε τεράστιο πλήγμα και στο εκπαιδευτικό δυναμικό, καθώς εκείνοι που αντικατεστάθησαν ήσαν ο ανθός της ελληνικής διανόησης, την θέση της οποίας έλαβαν – ως επί το πλείστον – ανίκανοι αριστερίζοντες και συνοδοιπόροι, διαποτίζοντας την ελληνική νεολαία με το μαρξιστικό δηλητήριο. Η πειθαρχία στα σχολεία έπαψε να υφίσταται, ενώ οι βαθμοί άρχισαν να είναι όλο και πιο εύκολοι. Η δε θέσπιση του «πανεπιστημιακού ασύλου» απετέλεσε και αποτελεί ακόμη (παρά το παραμύθι της ΝΔ ότι δήθεν… κατήργησε το πανεπιστημιακό άσυλο) την σημαντικότερη πληγή των ΑΕΙ, για λόγους που όλοι γνωρίζουμε. Δεν θα έπρεπε να αναρωτιέται κανείς γιατί, από την δεκαετία του ’80 κι έπειτα, τα ποσοστά χρήσης ναρκωτικών στους νέους εκτοξεύθηκαν στην στρατόσφαιρα.
Η «αποχουντοποίηση» επίσης δημιούργησε κομματική νοοτροπία στο Δημόσιο, το οποίο λειτουργούσε σαν ρολόι επί Παπαδοπούλου, αλλά από την εποχή του Καραμανλή κι έπειτα σταδιακώς μετετράπη στο δυσκίνητο γραφειοκρατικό χάος που όλοι έχουμε υποστεί και μισούμε. Ο δημόσιος υπάλληλος, από υπηρέτης του πολίτη, κατέστη δυνάστης του πολίτη, εξαιτίας της μονιμότητός του.
Ίσως το πιο τραγελαφικό χαρακτηριστικό της «συντηρητικής» Κυβερνήσεως Καραμανλή ήταν ότι… δεν ήταν συντηρητική! Όχι μόνο σε πολιτικό και κοινωνικό, αλλά ούτε και σε οικονομικό επίπεδο! Επρόκειτο, στην πραγματικότητα, για την πρώτη (και φυσικά αποτυχημένη) απόπειρα εφαρμογής του σοσιαλιστικού μοντέλου στην Ελλάδα.
Υπάρχει εξήγηση πίσω από αυτό το φαινομενικά παράδοξο γεγονός και είναι απλή: ο Καραμανλής του 1974 διψούσε για εκδίκηση. Γι’ αυτό και είτε κρατικοποίησε πλήρως κερδοφόρες επιχειρήσεις, δίχως να αποζημιώσει τους ιδιοκτήτες τους, είτε τους τοποθέτησε πολλαπλά και διαρκή εμπόδια – αν δεν μπορούσε να τις εξαφανίσει. Χαρακτηριστικά παραδείγματα η Ολυμπιακή Αεροπορία του Ωνάση, οι επιχειρήσεις του Νιάρχου και του Πάππας και η Ιονική του Ανδρεάδη. Η επένδυση στην Ελλάδα του Καραμανλή έγινε πράξη ουσιαστικώς απαγορευμένη.
Δεν είναι να απορεί κανείς για την πορεία της οικονομίας κατά την διακυβέρνηση Καραμανλή, την περίοδο 1974-1981. Ο μέσος ετήσιος ρυθμός αυξήσεως του Α.Ε.Π. έπεσε στο 3,7% (από 7,6% επί Παπαδοπούλου). Ο ρυθμός αυξήσεως του κατά κεφαλήν εισοδήματος έπεσε στο 2,5% (από 7,2% επί Παπαδοπούλου). Ο ρυθμός αυξήσεως της βιομηχανίας έπεσε στο 3,9% (από 11,4% επί Παπαδοπούλου). Ο τιμάριθμος εκτοξεύθηκε στο 17,13% (από 4,63% επί Παπαδοπούλου)! Το δε δημόσιο χρέος έφτασε στο δυσθεώρητο για εκείνη την εποχή 55% επί του Α.Ε.Π. (έναντι του 24% επί Παπαδοπούλου)…
Όμως, το σημαντικότερο χαρακτηριστικό της Κυβερνήσεως Καραμανλή ήταν η μειοδοσία στα εθνικά θέματα. Ήταν επί Καραμανλή που ο ΑΤΤΙΛΑΣ ΙΙ κατέλαβε το 38% της Κύπρου, ενώ ο ΑΤΤΙΛΑΣ Ι επί Ιωαννίδη είχε καταλάβει μόλις το 4%.
Ήξερε ο Καραμανλής να παριστάνει τον «μάγκα» στους εγχώριους πολιτικούς του αντιπάλους. Παράλληλα, όμως, οι Τούρκοι τον είχαν κάνει να φαίνεται «γατάκι». Αντί να δείξει υπερήφανη και εθνική στάση και να αποκρούσει τους εισβολείς, αποχώρησε από το ΝΑΤΟ… Στο οποίο, βεβαίως, επιστρέψαμε, στις 20 Οκτωβρίου 1980, με την Τουρκία όμως να έχει καταστεί μέσα σε αυτά τα παρελθόντα 6 έτη ιδιαιτέρως σημαντική για τους Αμερικανούς. Μετά την αποχώρησή μας από το ΝΑΤΟ, οι Τούρκοι άρχισαν τακτικώς να παραβιάζουν εναέρια και θαλάσσια σύνορά μας. Ακόμη και μέχρι σήμερα, οι ΗΠΑ θεωρούν την Τουρκία πιο ζωτική από την Ελλάδα και αυτό το γεγονός μπορεί πρωταρχικώς να αποδοθεί στην απόφαση του Καραμανλή να αποχωρήσει από το ΝΑΤΟ το 1974…
Η τραγική εξωτερική πολιτική του Καραμανλή, όμως, θα συνεχιζόταν. Στις 27 Ιανουαρίου 1975, ο Καραμανλής έφερε το ζήτημα της υφαλοκρηπίδος ενώπιον του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης… Αναγνώριζε έτσι τουρκικά δικαιώματα επί της ελληνικής υφαλοκρηπίδος. Στις 19 Μαΐου 1975, ο Πρωθυπουργός της Τουρκίας Σουλεϊμάν Ντεμιρέλ έθετε ακόμη περισσότερα θέματα στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, όπως το Πατριαρχείο, τον εναέριο χώρο, την Θράκη και τα νησιά του Αιγαίου. Το 1976, ο Καραμανλής υπογράφει το Πρωτόκολλο της Βέρνης, με το οποίο η Ελλάς απεμπολούσε τα δικαιώματά της επί της υφαλοκρηπίδος του Αιγαίου και δεσμευόταν ότι θα απείχε από κάθε διερεύνηση του υπεδάφους του.
Για την ιστορία, η Κυβέρνηση Παπαδοπούλου, με το Ν.Δ. 142/1968 είχε διακηρύξει την κυριαρχία της Ελλάδος επί της αιγιακής υφαλοκρηπίδος, ενώ είχε υπογράψει σχεδόν 20 συμβάσεις με ιδιωτικές εταιρίες για την εκπόνηση ερευνών και γεωτρήσεων για την εκμετάλλευση του ορυκτού πλούτου της Ελλάδος…
Η διακυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ: αλλοίωση της κοινωνίας, διεθνής γελοιοποίηση της χώρας και παρανοϊκός σοσιαλισμός
Στις εκλογές του 1974, το ΠΑΣΟΚ είχε λάβει μόλις το 13,61%, η δε αριστερά γενικώς μόλις το 20%. Στο λαϊκό υποσυνείδητο, το ΠΑΣΟΚ εκείνη την εποχή αποτελούσε διάδοχο της Ενώσεως Κέντρου, η οποία το 1964 είχε λάβει το 52,72% των ψήφων. Εκεί είχε φτάσει την εκλογική απήχηση της Αριστεράς ο Παπαδόπουλος!
Είχε πει ο Παπαδόπουλος πως τον κομμουνισμό δεν θα τον πολεμούσε με μέτρα αστυνομικά, αλλά με μέτρα κοινωνικά. Και αυτό ακριβώς έκανε, κατά την διακυβέρνησή του. Έδειξε, με το έργο του, ότι η φιλολαϊκή, η φιλεργατική και η κοινωνική πολιτική δεν είναι προνόμια της προδοτικής Αριστεράς, η οποία ανέκαθεν σφετεριζόταν την απουσία κοινωνικού κράτους στο πλαίσιο της αστικής μεταπολεμικής Δεξιάς, για να παρουσιάσει ένα «λαϊκό» προσωπείο. Και, λόγω αυτού, κατάφερνε να έχει και εκλογική απήχηση. Όταν, όμως, εμφανίστηκε ο Γεώργιος Παπαδόπουλος, ο οποίος κάθε άλλο παρά σαν δεξιός κυβέρνησε, η Αριστερά εξαϋλώθηκε…
Η διακυβέρνηση του Καραμανλή όμως, με την ουσιαστική «αγιοποίηση» της Αριστεράς, άλλαξε τα δεδομένα. Στις εκλογές του 1977, το ΠΑΣΟΚ έλαβε 25,34% και γενικώς η αριστερά έφτασε το 40%! Και, στις εκλογές του 1981, το ΠΑΣΟΚ εξελέγη κυβέρνηση με το απίστευτο ποσοστό του 48,07%, ενώ οι συνολικές ψήφοι στην Αριστερά έφτασαν το 60%! Ιδού, λοιπόν, ποιοι ευθύνονται για την αριστερή ηγεμονία της δεκαετίας του ’80…
Το Σύνταγμα του 1968/1973 προέβλεπε αυξημένες και ουσιώδεις εξουσίες για το ύπατο πολιτειακό αξίωμα. Για αυτόν τον λόγο, όταν επέστρεψε, ο Καραμανλής δεν ήθελε να αναλάβει Πρωθυπουργός, αλλά Πρόεδρος της Δημοκρατίας. Επομένως, δεν ήταν αρνητικός στην ανάληψη της πρωθυπουργίας από τον Ανδρέα Παπανδρέου, ο οποίος ορεγόταν από χρόνια την εξουσία. Έτσι, ο δε Καραμανλής έστρωσε τον δρόμο του Παπανδρέου για να γίνει Πρωθυπουργός, ο δε Παπανδρέου βοήθησε τον Καραμανλή να γίνει Πρόεδρος της Δημοκρατίας! Βεβαίως, όπως θα δούμε στο τέλος, ο Ανδρέας φρόντισε μερικά χρόνια αργότερα, το 1986, να προβεί σε μία ριζική αναθεώρηση του Συντάγματος του 1975, αφαιρώντας από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας όλες τις εξουσίες του.
Τα δύο κυρίαρχα «μεταπολιτευτικά» κόμματα βρίσκονταν, λοιπόν, σε αγαστή συνεργασία. Επιβεβαιώνονται έτσι, τα εξής γραφόμενα του Θεοφυλάκτου Παπακωνσταντίνου: «Η Ν.Δ. και το ΠΑ.ΣΟ.Κ. δεν είναι αντίποδες, αλλά η ιστορική σχέσι των είναι σχέσι πλαδαρού προδρόμου και ολοκληρωτικού συνεχιστού!»[14]
Το κρατούν νεομαρξιστικό καθεστώς εγκαθιδρύεται ουσιαστικά επί Ανδρέα Παπανδρέου. Σφετεριζόμενος το σύνθημα της «Αλλαγής» που εισήγαγε ο Παπαδόπουλος, ο Ανδρέας έφερε την Ελλάδα την δική του, ανδρεομαρξιστική αλλαγή, η οποία δεν ήταν τίποτε άλλο από την ολοκλήρωση και εντατικοποίηση του έργου του Καραμανλή, με πιθηκίστικες σοσιαλιστικές πολιτικές, ανελέητο κρατισμό, αγκύλωση της κρατικής λειτουργίας, χαριστική βολή στην παιδεία, βαλκανικού τύπου ρουσφετολόι, εξωτερική πολιτική που έχριζε ψυχιατρικής αντιμετωπίσεως και βεβαίως πλήρη μαρασμό της οικονομίας. Αμφότεροι έσυραν και πάλι στην Ελλάδα στον βούρκο από τον οποίον ο Παπαδόπουλος πάσχισε να την αποτραβήξει. Ίσως θα έπρεπε να αναλογιστεί ο κόσμος και πάλι ποιος από τους τρεις ηγέτες ήταν ο πραγματικά προοδευτικός…
Από τα πρώτα πράγματα που έπραξε ο Ανδρέας ως Πρωθυπουργός ήταν να διογκώσει σε εξωφρενικό βαθμό το κράτος, δημιουργώντας ένα δυσκίνητο και υπερδιπλάσιο των προηγουμένων Υπουργικό Συμβούλιο, με 52 υπουργούς και υφυπουργούς! Παράλληλα, ο κρατικός μηχανισμός μολύνθηκε ανεπανόρθωτα με τους διαβόητους «πρασινοφρουρούς», οι οποίοι ήταν άτυποι εντεταλμένοι του ΠΑΣΟΚ και υπήρχαν σε κάθε δημόσια υπηρεσία.
Όπως αναφέρει ο Μάνος Χατζηδάκης:
«Έγινε κυριολεκτικά επιδρομή για την κατάληψι του κρατικού μηχανισμού: Δημόσιες υπηρεσίες, Ν.Π.Δ.Δ., Οργανισμοί Τοπικής Αυτοδιοικήσεως, συνεταιρισμοί και σωματεία κατακλύσθηκαν από την αριστερά! Και άρχισε όργιο διωγμών, χαφιεδισμού και μεταθέσεων. Το κύμα των αθρόων μετεκλογικών διορισμών συνοδευόταν φυσικά πάντοτε από “σοσιαλιστικούς” χρωματισμούς.»[15]
Εάν ο Καραμανλής από το 1974 κι έπειτα εφάρμοσε έναν πρωτοφανή για τα ελληνικά δεδομένα κρατισμό, ο Παπανδρέου από το 1981 κι έπειτα κυριολεκτικά τον απογείωσε. Σχεδόν κάθε ιδιωτική επιχείρηση δεινοπάθησε ή διαλύθηκε, ευγενική χορηγεία των «κοινωνικοποιήσεων» και «προβληματικοποιήσεων» που αποφάσιζαν αυθαίρετα τα «Εποπτικά Συμβούλια» του ΠΑΣΟΚ.
Δημιουργήθηκαν στην Ελλάδα κυριολεκτικές σοβιετικού τύπου κολλεκτίβες στον αγροτικούς και γεωργικούς συνεταιρισμούς, ενώ παράλληλα – τραγική ειρωνεία – οι περισσότεροι αγρότες απώλεσαν το δικαίωμα της απεργίας!
Δημιουργήθηκε το εκ γενετής προβληματικό Ε.Σ.Υ. (Εθνικό Σύστημα Υγείας), όπου μέχρι και το τελευταίο μέλος του προσωπικού μπορούσε πολύ εύκολα να κωλύει την γρήγορη και αποδοτική λειτουργία του οργανισμού.
Το Δημόσιο μετετράπη σε φωλιά σκανδάλων και διαφθοράς, το εξωτερικό χρέος εκτινάχθηκε σε δυσθεώρητα ύψη, ενώ το κράτος λειτουργούσε κατά τα πρότυπα χωρών όπως η Γιουγκοσλαβία του Τίτο, η Λιβύη του Καντάφι και η Αλβανία του Χότζα, στα πλαίσια του… «τριτοδρομικού σοσιαλισμού», όπως ο ίδιος ο Ανδρέας αποκαλούσε το ψυχοπαθές μοντέλο που είχε κατά νου. Παράλληλα, ξεκαθάριζε πως αντιτάσσετο στην ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία, η οποία ήταν «πολιτικό όργανο του σύγχρονου καπιταλισμού»!
Δηλαδή, ο δικτάτορας Παπαδόπουλος επιχειρούσε να μετασχηματίσει ένα μικρό βαλκανικό κρατίδιο σε μία πρότυπη δυτική δημοκρατία, ενώ ο δημοκράτης Παπανδρέου παραδεχόταν πως προτιμούσε να μην κοιτάει για έμπνευση προς τα ευρωπαϊκή κράτη, αλλά προς τις τριτοκοσμικές δικτατορίες.
Τόσο δημοκράτης ήταν ο Παπανδρέου, που καθ’ όλη την πρώτη περίοδο της διακυβερνήσεώς του (1981-1989), εμφανίστηκε όλες κι όλες 12 φορές στην Βουλή! Ο Θεοφύλακτος Παπακωνσταντίνου περιγράφει με εξαιρετικό τρόπο τα σχέδια του Παπανδρέου:
«Στην τακτική του ο Α. Γ. Π., εχρησιμοποίησε αρκετά και την μεθοδολογία του φασισμού… Περιέγραψε με γοητευτικά για τους ηλίθιους χρώματα τους οραματισμούς ενός “τριτοδρομικού” σοσιαλισμού.
- Εστιγμάτισε κοινωνικώς τους αντιπάλους του και σφετερίσθηκε το μονοπώλιο της “προοδευτικότητος”, ενώ στην πράξη ήταν εκφραστής του ολοκληρωτικού συντηρητισμού.
- Επιδόθηκε στην ασύστολη “πλύσι εγκεφάλου” του λαού, με την μονοπώλησι των μέσων μαζικής ενημερώσεως, που απέκτησαν στην εποχή μας τεράστια υπνωτιστική δύναμι.
- Ανέβασε στην επιφάνεια τον κοινωνικό βυθό των ανθρώπων με το αρπακτικό μίσος, που τους έδωσε την ανέλπιστη αίσθησι “συμμετοχής στην εξουσία” και τους εξηγόρασε με διαφόρους παροχάς.
- Εφρόντισε να δημιουργήση μία καταστροφική πραγματικότητα, ώστε να είναι αδύνατη η επιστροφή στο καθεστώς της ατομικής πρωτοβουλίας και να γίνη οριστική αποσύνδεσι από το παρελθόν…
- Εκαλλιέργησε την οικογενειοκρατία και την ευνοιοκρατία σε εξοργιστικό βαθμό, ως κατακτητής ξένης χώρας.
- Και επεδόθη και ο ίδιος και ολόκληρη η συντροφιά του σε γραικυλικάς επιδείξεις με σκανδαλώδη χλιδή της “νομενκλατούρας” και παράλληλα κηρύγματα λιτότητος για τους… ιθαγενείς».[16]
Ο Παπανδρέου κατάργησε τον σταυρό προτιμήσεως στο ψηφοδέλτιο και τον αντικατέστησε με την λίστα, καθιστώντας έτσι τους εκλεγμένους βουλευτές όργανα του κομματάρχη.
Συνέπεια ήταν, όπως γράφει και ο Παπακωνσταντίνου, η ανάδειξη του κοινωνικού βυθού ανίκανων ανθρώπων, αλλά ικανών λαοπλάνων. Σύμφωνα με τον Παπακωνσταντίνου:
«Για να διατηρήση την εξουσία ο Α. Παπανδρέου, εχρησιμοποίησε το αποδοτικό μέσο της ανακινήσεως του ελληνικού κοινωνικού βυθού και της ανασύρσεώς του στην επιφάνεια. Έδωσε την αίσθησι της εξουσίας, την δυνατότητα του διατάσσειν, τα προνόμια του νικητού, την ικανοποίησι της “επιτυχίας” σ’ όλους τους ηττημένους, τους διψώντας για δύναμι, τους λάτρεις της αυθαιρεσίας, τους μισούντας κάθε επιτυχημένο…»[17]
Τις αντικειμενικές αξιολογήσεις αντικατέστησαν οι πασίγνωστες «κλαδικές», που επρόκειτο για άτυπα καφενειακά κονκλάβια του ΠΑΣΟΚ σε κάθε δημόσια υπηρεσία, που έκαναν το ρουσφέτι πραγματική επιστήμη.
Το Δημόσιο διογκώθηκε σε τέτοιο βαθμό εξωπραγματικό, ενώ παράλληλα οι δημόσιοι υπάλληλοι ήσαν κυρίως κομματικά παράσιτα πλήρως ανίκανα και μη καταρτισμένα για το λειτούργημά τους. Όπως είπαμε όμως, αυτόν τον άνθρωπο δημιουργούσε το νέο καθεστώς. Ένας «βολεψάκια», κατά το κοινώς λεγόμενο, που εφόσον όλοι οι τριγύρω του κοπροσκυλιάζουν θεωρεί πως είναι θεμιτό κι ο ίδιος να πράττει παρομοίως, μη προσπαθώντας για κάτι καλύτερο.
Όπως το θέτει ο Μάνος Χατζηδάκης:
«Η εξαφάνισις κάθε ηθικής αναστολής που ξεκίνησε το 1974, από το 1981 εκτινάχθηκε, δημιουργώντας έναν νέο τύπο “νεο-έλληνα”, ο οποίος θέλει ν’ αποκτά τα περισσότερα με τον λιγότερο μόχθο. Τα κατώτερα ένστικτα βγήκαν στην επιφάνεια του… “σοσιαλιστικά μετασχηματισμένου” Έλληνα. Ο χαφιεδισμός, η παράβασις των νόμων, ο εύκολος νεοπλουτισμός και η προσφυγή στο έγκλημα.»[18]
Η πασοκική αυτή νοοτροπία, φυσικά, υφίσταται μέχρι και σήμερα στην «Γη του Αιωνίου ΠΑΣΟΚ»…
Τα αμαρτήματα όμως των Κυβερνήσεων Παπανδρέου δεν τελείωναν στην πλήρη διάλυση του κράτους. Συνεχίζονταν και στην παιδεία, στην οικονομία και στις διεθνείς σχέσεις της χώρας.
Το 1982, ο Παπανδρέου έδωσε την χαριστική βολή στην παιδεία των Ελλήνων, όταν και κατήργησε το πολυτονικό σύστημα γραφής. Όπως εξηγεί ο Μάνος Χατζηδάκης:
«Στην δραματική ποιοτική πτώσι της γλώσσας, συνέβαλαν και οι λεκτικές κενολογίες που επέβαλε το ΠΑ.ΣΟ.Κ. στην ρητορεία του και στα Μ.Μ.Ε., επιβάλλοντας αυτό που ειρωνικά χαρακτηρίσθηκε “σοσέλ” (σοσιαλιστική ελληνική!). Ο Ιούλιος έγινε “Γιούλης”! Η επιβολή νέων φόρων “φορολογική διαρρύθμιση”, η αύξησις των τιμών “αναπροσαρμογή”, η υποτίμησις της δραχμής “αποδέσμευση” κ.ο.κ. Ενώ ο λεκτικός πλούτος συρρικνώθηκε, επινοήθηκαν νέοι ακατάληπτοι όροι που κατά τον Θ. Φ. Παπακωνσταντίνου δημιούργησαν “Υπερομιλία και Υποσκέψι”!»[19]
Παρόμοια κατρακύλα σημείωσε και η εθνική οικονομία επί ΠΑΣΟΚ, η οποία πλέον ήταν σε επίπεδα τριτοκοσμικών χωρών. Ενδεικτικώς, αναφέρουμε πως ο μέσος ετήσιος ρυθμός αυξήσεως του Α.Ε.Π. έπεσε στο 2,1%, ο ρυθμός αυξήσεως της βιομηχανίας στο 1,3%, ο δείκτης όγκου βιομηχανίας στο 0,6%, ενώ τα χρέη των επιχειρήσεων έφτασαν τα 200.000.000.000 δραχμές. Παράλληλα, η ανεργία διπλασιάστηκε (από 148.000 ανέργους το 1981, σε 315.000 ανέργους το 1984), ο πληθωρισμός αυξήθηκε κατά 3,7% και οι έμμεσοι φόροι κατά 181,4%(!), ενώ το εξωτερικό χρέος της Ελλάδος σημείωσε αύξηση 70% (από 16.100.000.000 δραχμές το 1981, σε 23.500.000.000 δραχμές το 1984).
Η δε εξωτερική πολιτική του Ανδρέα ήταν ακόμη χειρότερη από του Καραμανλή. Οι βάσεις του ΝΑΤΟ, τις οποίες ο Ανδρέας δήλωνε πως έπρεπε να φύγουν από την Ελλάδα, τελικά ήλθαν πιο μέσα… Οι δε χώρες τις οποίες προσέγγιζε ο Ανδρέας ήταν ενδεικτικές του πολιτικού επιπέδου εκείνου του ανθρώπου: με την Παλαιστίνη του Γιασέρ Αραφάτ, την Πολωνία του αριστερού δικτάτορα Βόιτσεχ Γιαρουζέλσκι, την Αλβανία του Ενβέρ Χότζα, την Γιουγκοσλαβία του Γιόσιπ Τίτο και την Λιβύη του Μουαμάρ Καντάφι…
Τέλος, η στάση του στα ελληνοτουρκικά ήταν το λιγότερο μειοδοτική, καθώς απέτρεπε, όπως και ο προκάτοχός του, τις διαρκείς τουρκικές παραβιάσεις. «Ανανέωσε», στις 24 Ιανουαρίου 1983, το Πρωτόκολλο της Βέρνης και στα τέλη του ιδίου έτους αποδέχθηκε μοιρολατρικά την ανακήρυξη του ψευδοκράτους της Βορείου Ηπείρου.
Αυτά, όλα τα ανωτέρω, ξεκίνησαν στις 24 Ιουλίου 1974. Επομένως, κλείνοντας, δίχως να παραθέσω κανένα άλλο σχόλιο, θα απευθύνω το εξής ερώτημα στους φίλους αναγνώστες:
Τι ακριβώς γιορτάζουμε, κάθε χρονιά, στις 24 Ιουλίου;
[1] «Γεώργιος Χρ. Παπαδόπουλος: Βιογραφία», Τόμος Δ’, σελ. 504.
[2] «Η Αλήθεια», σελ. 321.
[3] Μάνου Χατζηδάκη «Γεώργιος Χρ. Παπαδόπουλος: Βιογραφία», Τόμος Δ’, σελ. 505.
[4] «Η Αλήθεια», σελ. 322.
[5] «Γεώργιος Χρ. Παπαδόπουλος: Βιογραφία», Τόμος Δ’, σελ. 507.
[6] «Οι άνθρωποι της Χούντας μετά την Δικτατορία», σελ. 16-17.
[7] «Οι άνθρωποι της Χούντας μετά την Δικτατορία», σελ. 17.
[8] «Γεώργιος Χρ. Παπαδόπουλος: Βιογραφία», Τόμος Δ’, σελ. 508.
[9] «Γεώργιος Χρ. Παπαδόπουλος: Βιογραφία», Τόμος Δ’, σελ. 514.
[10] «Γεώργιος Χρ. Παπαδόπουλος: Βιογραφία», Τόμος Δ’, σελ. 514.
[11] «Γεώργιος Χρ. Παπαδόπουλος: Βιογραφία», Τόμος Δ’, σελ. 519.
[12] «Επίκαιρα», τεύχος 562.
[13] «Η Μεγάλη Περιπέτεια», σελ. 298.
[14] «Η Μεγάλη Περιπέτεια», σελ. 164.
[15] «Γεώργιος Χρ. Παπαδόπουλος: Βιογραφία», Τόμος Δ’, σελ. 536.
[16] «Η Μεγάλη Περιπέτεια», σελ. 266-267.
[17] «Η Μεγάλη Περιπέτεια», σελ. 199.
[18] «Γεώργιος Χρ. Παπαδόπουλος: Βιογραφία», Τόμος Δ’, σελ. 537.
[19] «Γεώργιος Χρ. Παπαδόπουλος: Βιογραφία», Τόμος Δ’, σελ. 537.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου