Μιά ημέρα, καθώς πήγαινα για το σπίτι της γιαγιάς μου, την συνάντησα σε ένα στενό σοκάκι του χωριού μας. Περπατούσε με σκυμμένο το κεφάλι και με τα χέρια πίσω από την μέση της, ανάμεσα σε δυό οπλισμένους αντάρτες. Δύο ακόμη αντάρτες ακολουθούσαν πιό πίσω. Καθώς ο δρόμος ήταν πολύ στενός, σταμάτησα και στάθηκα στην άκρη για να περάσουν αυτοί. Όταν έφθασαν εκεί που στεκόμουν, η κυρά Σουλτάνα κοντοστάθηκε και με ρώτησε τίνος είμαι και που βρίσκονται οι γονείς μου. Πρώτα ο πατέρας μου, και μετά η μητέρα μου. Γιά τον πατέρα μου της είπα ότι δεν ξέρω, και γιά την μητέρα μου ότι είναι στο σπίτι μας. Την στιγμή που οι αντάρτες την σκούνταγαν να προχωρήσει, γύρισε λίγο το πρόσωπό της προς το μέρος μου και μου είπε να δώσω χαιρετίσματα στην μάννα μου από την θειά Σούλτα.
Αργότερα εκείνο το βράδυ αρχίσαμε να ακούμε τις φωνές και τα ουρλιαχτά πόνου της κυρά Σουλτάνας λόγω των βασανιστηρίων που προφανώς υπέφερε από τους κομμουνιστές αντάρτες. Οι αντάρτες την είχαν οδηγήσει στο σπίτι του θείου μου Παπαγερμανού, το οποίον μετά την φυγή του για την Καστοριά το χρησιμοποιούσαν οι αντάρτες σαν τοπικό αρχηγείο τους. Τα βασανιστήρια της άτυχης Σουλτάνας συνεχίσθηκαν ως αργά την νύχτα. Το επόμενο πρωί, οι αντάρτες την ανέβασαν σε ένα μουλάρι και την οδήγησαν έξω από το χωριό. Επειδή από τα βασανιστήρια φαίνεται ότι δεν μπορούσε να σταθεί πάνω στο μουλάρι, οι αντάρτες έδεσαν στο σαμάρι του ένα σανίδι, και έτσι στερέωσαν πάνω του την κυρά Σουλτάνα. Καθώς την περνούσαν μπροστά από το σπίτι μας, αυτή φαινόταν χωρίς ζωή επάνω στο μουλάρι. Ίσως να ήταν λιπόθυμη. Εγώ με την μητέρα μου την είδαμε που την πέρασαν από ένα μικρό παραθυράκι του σπιτιού μας. Την επήγαν λίγο βορειότερα από τον Άγιο Δημήτριο, μέσα στην ρεματιά και την σκότωσαν.
{Κατά μια μαρτυρία που μου έδωσε ο Η. Π. στην Καστοριά, η δολοφονία της Σουλτάνας Πετρίδη από τους κομμουνιστές αντάρτες έγινε με σφαγιασμό διά μαχαίρας.}
Το απόγευμα εκείνης της ημέρας, η μητέρα μου είδε ότι η πόρτα του σπιτιού του θείου μου ήταν ανοικτή. Απεφάσισε να μπεί μέσα να δεί τι είχε γίνει. Επήγα και εγώ μαζί της. Στις τέσσαρες άκρες του κρεβατιού του θείου μου είδαμε σχοινιά δεμένα. Φαίνεται ότι με αυτά είχαν δέσει οι αντάρτες την κυρά Σουλτάνα όταν την βασάνιζαν. Τα σχοινιά ήταν γεμάτα αίματα, και αίματα υπήρχαν στο κρεβάτι και στο πάτωμα. Καταλάβαμε τι είχε τραβήξει η κυρά Σουλτάνα, και φύγαμε βιαστικά κατατρομαγμένοι.
Εκείνη την περίοδο η μητέρα μου είχε κανονίσει με δυό-τρείς συγχωριανές μας κοπέλλες να έχονται τα βράδυα εκ περιτροπής να κοιμούνται μαζί μας στο σπίτι μας, επειδή πράγματι φοβόταν και αυτή κάποια νυκτερινή επίσκεψη των ανταρτών. Μετά τον βασανισμό και την δολοφονία της κυρά Σουλτάνας, αυτές οι κοπέλλες είπαν στην μητέρα μου ότι δεν μπορούν πια να κοιμηθούν στο σπίτι μας.
Τα παιδιά της κυρά Σουλτάνας τα πήραν οι κομμουνιστές στο Παραπέτασμα. Μετά από χρόνια επέστρεψαν στην Ελλάδα. Το αγόρι επισκέφθηκε την Καστοριά και ζητούσε να μάθει «γιατί οι φασίστες σκότωσαν την μάνα του». Έναν από αυτούς που ρώτησε ήταν και ο θείος μου Λεωνίδας Λαζαρίδης, από τον οποίο το πληροφορήθηκα εγώ. Αυτός γνώριζε τους πραγματικούς δολοφόνους της Σουλτάνας Πετρίδη, και τον ενημέρωσε. Του είπε ότι οι δολοφόνοι της μάνας του ήταν ακριβώς αυτοί που δίδαξαν αυτόν και την αδελφή του τις ιστορίες περί «φασιστών δολοφόνων».
Δεν ξέρω αν πείσθηκε, και αν φρόντισε να μάθει όλη την αλήθεια για τα βασανιστήρια που τράβηξε η μητέρα του πριν από την άγρια δολοφονία της από τους οπλοφόρους του ΚΚΕ. Γνωρίζω ότι μέχρι πρόσφατα, ο γυϊός αυτός της κυρά Σουλτάνας ζούσε στην Θεσσαλονίκη, και η αδελφή του Πολυτίμη ζούσε στο Σικάγο των ΗΠΑ."
ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΩΑΝΝΗ ΜΠΟΥΓΑ
ΑΙΩΝΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΙΣΤΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου