Του Δημητρίου Μπατσιούλα
Ήταν
μία Παρασκευή του Δεκεμβρίου του 1841, στον Πειραιά των 210 οικογενειών
τότε και των μόλις 1500 κατοίκων. Στο δρόμο που σήμερα είναι η εκκλησία
της Ευαγγελίστριας, ζητιάνευε ένας ρακένδυτος και σχεδόν τυφλός.
Αντιλήφθηκε ότι τον ζύγωνε κάποιος, που από την φορεσιά του φαινόταν ότι
είναι ξένος. Μάζωξε αμέσως το χέρι του που είχε απλωμένο για να
ζητιανεύει.
– Τι κάνετε στρατηγέ μου; Ρώτησε ο ξένος τον ζητιάνο.
– Απολαμβάνω την ελεύθερη πατρίδα μου, αποκρίθηκε περήφανα ο ζητιάνος.
– Μα εδώ την απολαμβάνετε, καθισμένος στο δρόμο; Επέμενε ο ξένος.
–
Η πατρίδα μου μ’ έχει χορηγήσει σύνταξη για να περνώ καλά. Αλλά έρχομαι
εδώ για να παίρνω μία ιδέα πώς περνά ο κόσμος που για τη λευτεριά του
πολέμησα, αποκρίθηκε και πάλι περήφανα ο ζητιάνος.
Ο ξένος κατάλαβε και φεύγοντας, άφησε διακριτικά να του πέσει ένα πουγκί με χρυσά φλουριά.
Ο σχεδόν τυφλός ζητιάνος, άκουσε τον ήχο, έπιασε το πουγκί και φώναξε προς τον ξένο: «Σ’ έπεσε του πουγκί σου. Πάρ’ το μη το βρει κανένας και το χάσεις».
Ο
ξένος ήταν ο τότε πρεσβευτής της Ρωσίας στην Ελλάδα και ο ζητιάνος ο
Νικήτας Σταματελόπουλος, που στην ιστορία που διδαχτήκαμε στα σκολειά
μας για την επανάσταση του 1821, τον έλεγαν Νικηταράς ο Τουρκοφάγος.
Ο
Νικήτας Σταματελόπουλος γεννήθηκε το 1787 στο χωριό Μεγάλη Αναστάσοβα
της Μεσσηνίας. Η μάνα του, η Σοφία Καρούτσου, ήταν αδελφή της γυναίκας
του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη. Τα παιδικά του χρόνια τα πέρασε στο χωριό του
πατέρα του, το Τουρκολέκα Αρκαδίας. Σε ηλικία όμως ένδεκα χρονών
ακολούθησε τον πατέρα του στο κλέφτικο. Τι ήταν οι κλέφτες;
Οι Τούρκοι με τη άκαμπτη και ανελέητη φοροεισπραχτική τους πολιτική,
είχαν οδηγήσει τους ραγιάδες στην εξαθλίωση. Και όταν λέμε ραγιάδες δεν
εννοούμε μονάχα τους υπόδουλους στους Τούρκους Έλληνες, αλλά και όλες
τις εθνότητες και φυλές που επίσης σκλαβώθηκαν σε αυτούς. Αυτοί οι
εξαθλιωμένοι ραγιάδες έβγαιναν στο βουνό. Μαζί τους πήγαιναν κι όλοι οι
κυνηγημένοι από τους Τούρκους, για προσωπικές αντιπαραθέσεις με αυτούς ή
για συμμετοχή τους σε απελευθερωτικά κινήματα τοπικού κυρίως χαραχτήρα.
Με μια υποτυπώδη στρατιωτική οργάνωση κατέβαιναν και λήστευαν τα
τσιφλίκια των Τούρκων μπέηδων μα και των Ελλήνων που στο μεταξύ και παρά
την σκλαβιά, κατάφεραν με διαφόρους τρόπους να πλουτίσουν. Ότι έκλεβαν
τα μοίραζαν στα πεινασμένα χωριά, αφού κρατούσαν το μερτικό τους για να
ζήσουν.
Οι
Τούρκοι μπέηδες, μα και οι Έλληνες κοτζαμπάσηδες για να προφυλαχτούν
από τους κλέφτες, μίσθωναν ραγιάδες πάλι και τους εξόπλιζαν. Αυτοί ήταν
οι Αρματωλοί, οι οποίοι όμως τις πιο πολλές φορές έκαναν τα στραβά μάτια
και διευκόλυναν τους Κλέφτες. Άλλες φορές πάλι οι Κλέφτες γίνονταν
Αρματωλοί και οι Αρματωλοί Κλέφτες. Για το λόγο αυτό ο σουλτάνος
εξαπέλυσε το 1805 έναν ανελέητο διωγμό σε βάρος των Κλεφτοαρματωλών,
κατά τον οποίο σκοτώθηκε ο πατέρας του Νικήτα Σταματελόπουλου. Τότε
αυτός ακολούθησε τον θείο του Θεόδωρο Κολοκοτρώνη στα Επτάνησα, που την
εποχή εκείνη τα κατείχαν οι Ρώσοι.
Κατατάχτηκαν
στον Ρωσικό στρατό και στάλθηκαν αμέσως στην Ιταλία να πολεμήσουν κατά
του Γαλλικού στρατού του Ναπολέοντα. Επιστρέφοντας στα Επτάνησα, τα
βρήκαν τη φορά αυτή υπό Γαλλική κατοχή, οπότε κατατάχτηκαν στο Γαλλικό
στρατό. Το 1818 μυήθηκαν στη Φιλική Εταιρεία κι ο Νικήτας
Σταματελόπουλος έφυγε για την Πελοπόννησο, όπου περιόδευσε μαζί με τον
Αναγνωσταρά και τον Πλαπούτα, οργανώνοντας τον απελευθερωτικό αγώνα.
Η
συμμετοχή του Νικήτα Σταματελόπουλου στον απελευθερωτικό αγώνα ήταν
πλουσιότατη. Ήταν από τους πρώτους που συμμετείχε στην επανάσταση και
μάλιστα από τις πρώτες στιγμές. Πήρε μέρος και πρωταγωνίστησε σε πολλές
μεγάλες και νικηφόρες μάχες, με κορυφαία εκείνη, που μετά την μάχη του
Βαλτετσίου κι ενώ κατευθυνόταν προς το Ναύπλιο με 200 άνδρες,
αναγκάσθηκε να αντιμετωπίσει μεγάλη Τουρκική δύναμη 6000 ανδρών περίπου.
Εκεί κατάφερε να προξενήσει πανωλεθρία στους Τούρκους, που άφησαν στο
πεδίο της μάχης 300 σκοτωμένους και όλα τους τα πυροβόλα. Μετά τη μάχη
αυτή προήχθη σε στρατηγό και ονομάσθηκε «Τουρκοφάγος».
Δεν
πήρε ποτέ λάφυρα μετά από τις νικηφόρες μάχες του. Μια φορά μονάχα
έστειλε στη γυναίκα του ένα μικρό δέμα. Εκείνη πίστεψε ότι το δέμα θα
είχε κάτι πολύτιμο και καταχάρηκε που επιτέλους ο άνδρας της την έστειλε
κάτι για να μπορέσει να ζήσει τα παιδιά τους. Όταν το άνοιξε βρήκε μια
ξύλινη ταμπακέρα κι ένα μικρό σημείωμα που έγραφε « Τα
παλικάρια μου ύστερα από τη μάχη με έδωκαν ένα σπαθί με φιλντισένια λαβή
κι αυτή την ταμπακιέρα. Το σπαθί το έστειλα στους Υδραίους για να
αρματώσουν τα καράβια τους και την ταμπακιέρα σε σένα για να σε δείξω
την αγάπη μου».
Για
να συντηρήσει όμως το στρατιωτικό του απόσπασμα έπαιρνε, όπως εξ’ άλλου
και όλοι οι οπλαρχηγοί, δάνεια από τους επιτήδειους που σε κάθε εποχή
και σε κάθε καταστάσεις υπάρχουν. Θα τα αποπλήρωναν με την απελευθέρωση,
καταβάλλοντας φυσικά και τον ανάλογο τόκο. Είναι μια λεπτομέρεια, που
αρκετοί αγνοούν (καμιά φορά και επιδεικτικά).
Ο
Νικηταράς ο Τουρκοφάγος, ξέμπλεξε από τις πολεμικές επιχειρήσεις στο
τέλος του Σεπτεμβρίου του 1828, όταν ο Ιμπραήμ πασάς εκδιώχθηκε από την
Πελοπόννησο από τα Γαλλικά στρατεύματα. Την περίοδο εκείνη η Ρωσία
νικούσε την Τουρκία στον μεταξύ τους πόλεμο και η ανεξαρτησία του
τμήματος της Ελλάδας μέχρι την Λάρισα ήταν γεγονός. Το ελεύθερο ελληνικό
κράτος παραχώρησε στους οπλαρχηγούς κρατικές εκτάσεις, να τις
καλλιεργήσουν και να αποπληρώσουν τα δάνεια που πήραν για τη συντήρηση
των στρατιωτικών τους αποσπασμάτων.
Στο
Νικηταρά παραχώρησαν μια βαλτώδη έκταση στην Αργολική πεδιάδα, στη θέση
Σερεμέτι, εκεί όπου σήμερα είναι η Νέα Κίος, γεμάτη με υφάλμυρο νερό,
που πρώτα και πάνω απ’ όλα ήθελε αποξηραντικά έργα για να καλλιεργηθεί.
Για το σκοπό αυτό πήρε καινούργιο δάνειο. Στο μεταξύ ήρθε στην Ελλάδα ο
Καποδίστριας. Ο Νικηταράς τάχθηκε στο πλευρό του κι έγινε από τους
στενότερους συνεργάτες του. Έγινε μάλιστα και υπασπιστής του και πήρε
μέρος στην 4η εθνοσυνέλευση του Άργους το 1829. Λίγο πρωτύτερα ιδρύθηκαν
και τα πολιτικά κόμματα στην Ελλάδα, το Γαλλικό, το Αγγλικό και το
Ρωσικό, ανάλογα με την προέλευση των Ελλήνων πολιτικών που τα ίδρυσαν.
Ο
Νικηταράς με το θείο του τον Κολοκοτρώνη προσχώρησαν στο Ρωσικό κόμμα.
Την εποχή εκείνη ήταν που τον ζύγωσε ένας αρχιμανδρίτης, ο Πύρρος ο
Θετταλός και τον έπεισε να ιδρύσουν χαρτοποιείο, καταβάλλοντας ο καθένας
από 3000 γρόσια, τα οποία ο Νικηταράς και πάλι τα δανείστηκε.
Κατασκεύασαν περίπου 1000 φύλλα χαρτιού και περίμεναν να τα πουλήσουν.
Ποιος όμως θα αγόραζε τότε χαρτί και να το κάνει τι. Μη έχοντας την
οικονομική δυνατότητα να συνεχίσουν απευθύνθηκαν στον Καποδίστρια για να
τους βοηθήσει. Ο αρχιμανδρίτης δεν χώνευε τον Καποδίστρια, ευελπιστούσε
όμως ότι θα τους βοηθούσε λόγω του Νικηταρά. Ο Καποδίστριας από την
άλλη μεριά γνώριζε ότι μία τέτοια επιχείρηση δεν είχε τότε μέλλον στην
Ελλάδα και δεν απάντησε καθόλου στο αίτημα των δύο συνεταίρων. Κατόπιν
αυτού ανέστειλαν τη λειτουργία του χαρτοποιείου.
Ο Νικηταράς έριξε όλο του το βάρος στην αποξήρανση του κτήματος του στο
Σερεμέτι. Με το ερχομό του Όθωνα, απευθύνθηκαν και σ’ αυτόν. Αλλά ούτε
και ο Όθωνας συμμερίστηκε τις απόψεις τους και κατόπι αυτού η επιχείρηση
χαρτοποιίας έληξε άδοξα, αφήνοντας τον Νικηταρά πνιγμένο στα δάνεια.
Ασχολήθηκε με το κτήμα του στο Σερεμέτι και αποξήρανε ένα μεγάλο μέρος.
Όμως η παραγωγή δεν ήταν ικανοποιητική, διότι το χώμα ήταν υφάλμυρο και
τα προϊόντα δεν ευδοκιμούσαν. Παρ’ όλα αυτά κατόρθωνε να αποπληρώνει τα
δάνεια του να συντηρεί τη γυναίκα του και τα τρία του παιδιά, ένα γιο
και δυο κορίτσια.
Όμως μεταξύ του 1836 και 1837, η κυβέρνηση των Βαυαρών απαλλοτρίωσε το
μεγαλύτερο μέρος του αποξηραμένου κτήματος του και το χορήγησε σε
ακτήμονες. Απευθύνθηκε διαμαρτυρόμενος προς τον ίδιο τον Όθωνα. Η
απάντηση αργούσε να έρθει. Ήρθε τελικά το 1839 με άλλη όμως μορφή.
Συνελήφθη με την άδικη κατηγορία της συνομωσίας σαν μέλος της
«Φιλορθόδοξης Εταιρείας» που στρεφόταν κατά του Όθωνα. Τον εμφάνισαν
μάλιστα και σαν τον στρατιωτικό αρχηγό της οργάνωσης αυτής που είχε σαν
στόχο την απελευθέρωση των υπόδουλων ακόμη στους Τούρκους Ελληνικών
περιοχών.
Φυλακίσθηκε στο Παλαμήδι του Ναυπλίου, μαζί με το θείο του Θεόδωρο
Κολοκοτρώνη. Δικάστηκε στις 11 Ιουλίου του 1840, αλλά λόγω ελλείψεως
στοιχείων αθωώθηκε. Η αθωωτική απόφαση προκάλεσε την οργή της
κυβέρνησης, η οποία με την προσυπογραφή και του Όθωνα τον φυλάκισε στην
Αίγινα. Από τότε αρχίζει το μαρτύριο του. Έπασχε από σακχαροδιαβήτη, που
φυσικά τότε ήταν αδύνατο να διαγνωσθεί κι άρχισε να χάνει σιγά- σιγά το
φως του. Οι Βαυαροί τον έβγαζαν στο δρόμο και τον χτυπούσαν με
μπαστούνια, τον περιγελούσαν μπροστά στα μάτια των Ελλήνων που έτρεχαν
να δουν τον ήρωα τους, τον Νικηταρά τον Τουρκοφάγο.
Ανάμεσα
στους θεατές ήταν και η δεύτερη του θυγατέρα που την έστειλε εκεί η
μάνα της μήπως και μπορέσει να βοηθήσει τον πατέρα της και η οποία μη
αντέχοντας να τον βλέπει σ’ αυτή την εξαθλίωση αποτρελάθηκε, πήρε τα όρη
και τα βουνά και χάθηκε. Τελικά στις 18 Σεπτεμβρίου του 1841, μετά από
προσωπική και μάλιστα απειλητική παρέμβαση του ορκισμένου εχθρού των
Κολοκοτρωναίων, του στρατηγού Μακρυγιάννη, αμνηστεύθηκε και
αποφυλακίστηκε σχεδόν τυφλός. Γυρίζοντας στο κτήμα του στο Σερεμέτι
βρήκε την οικογένεια του παραπεταμένη, διότι οι δανειστές του το έβγαλαν
στο σφυρί και το πούλησαν, κάνοντας τον να βιώσει την οικονομική κρίση
της εποχής του.
Τότε
πήρε τη γυναίκα του και τα δυο του πλέον παιδιά κι έφυγε για την Αθήνα
ελπίζοντας να βρει καλύτερη τύχη, που φυσικά δεν βρήκε. Κανένας δεν τον
ήξερε, κανένας δεν τον θυμόταν. Κάποιος τον πληροφόρησε ότι η πόλη του
Πειραιά έδινε άδειες για επαιτεία, δηλαδή ζητιανιά, για μέρα την
εβδομάδα και για συγκεκριμένο δρόμο. Ο Νικηταράς έκανε την αίτηση και η
πόλη του Πειραιά, διαπράττοντας ίσως το μεγαλύτερο όνειδος στην ιστορία
της, αντί να τον αναγνωρίσει και να τον βοηθήσει, τον χορήγησε άδεια να
ζητιανεύει κάθε Παρασκευή στο δρόμο που σήμερα είναι η εκκλησία της
Ευαγγελίστριας. Τότε ο Πειραιάς είχε όλο κι όλο 1500 κατοίκους. Από
αυτούς πόσοι άραγε να περνούσαν από το δρόμο όπου ζητιάνευε ο Νικηταράς
και πόσοι από αυτούς να είχαν την οικονομική ευχέρεια να βοηθήσουν ένα
ζητιάνο, δεν νομίζω ότι χρειάζεται ανάλυση. Το γεγονός μαθεύτηκε στη
Ρωσική πρεσβεία στην Αθήνα.
Ο
πρεσβευτής θέλοντας να τον βοηθήσει αφού είχε προσχωρήσει από τους
πρώτους στο Ρωσικό κόμμα, συμβουλεύτηκε την κυβέρνηση του και πήρε τη
σχετική έγκριση. Διαδραματίστηκε το επεισόδιο στο οποίο αναφερθήκαμε
στην αρχή, όπου ο περήφανος και αγέρωχος στρατηγός Νικηταράς ο
Τουρκοφάγος, πάσκισε να κρύψει την κατάντια του και δεν καταδέχθηκε να
πάρει την βοήθεια που ένα ξένο κράτος, αναμεμειγμένο όμως στα πολιτικά
δρώμενα του Ελληνικού κράτους αφού λειτουργούσε πολιτικό κόμμα απ’
ευθείας εξαρτώμενο από την Ρωσία. Έστω κι αν αυτή η βοήθεια του δινόταν
με πολύ διακριτικό τρόπο. Προφανώς το αψεγάδιαστο μυαλό του αγνού
εκείνου αγωνιστή να λειτουργούσε κατά τρόπο αντίστροφο από ότι των
πολιτικών της εποχής μας και να μη καταδεχόταν να είναι υποχείριο του
καθενός για ένα πουγκί χρυσά φλουριά, ακόμα κι αν με αυτά θα ξέφευγε από
την κατάντια του.
Το
Ελληνικό κράτος θυμήθηκε τον Νικηταρά τον Τουρκοφάγο μετά την
συνταγματική εξέγερση της 3ης Σεπτεμβρίου του 1847 και τον έκανε
γερουσιαστή, εξασφαλίζοντας τον την πενιχρή σύνταξη των 111 δραχμών, με
την οποία όπως ήταν φυσικό και πάλι δεν μπορούσε να ζήσει. Τότε ήταν που
υπαγόρευσε τα απομνημονεύματα του στον ποιητή και λογογράφο Παναγιώτη
Σούτσο και στον δικαστή Τσερτσέτη, που αυτός μαζί με τον άλλον δικαστή
τον Πολυζωίδη ήταν οι δυο δικαστές που αρνήθηκαν να δικάσουν τον
Κολοκοτρώνη.
Ο
ήρωας Νικηταράς αφήκε την στερνή του πνοή στις 25 Σεπτεμβρίου του 1849,
σε ηλικία 68 ετών, στον Πειραιά, σ’ ένα καλυβόσπιτο μιας
καρβουναποθήκης κοντά στο λιμάνι, όπου τον είχε μαζέψει ένα από τα παλιά
του παλικάρια.
Και
τότε άστραψε και βρόντηξε όλη η Ελλάδα, τότε τον θυμήθηκαν όλοι. Η
κηδεία του έγινε με δημόσια δαπάνη στη μητρόπολη των Αθηνών, τον
επικήδειο εκφώνησε ο καθηγητής φιλοσοφίας και ρητορικής στο πανεπιστήμιο
Αθηνών Νεόφυτος Βάμβας και τον επιτάφιο ο Παναγιώτης Σούτσος, που σ’
αυτόν είχε υπαγορεύσει τα απομνημονεύματα του. Τον έθαψαν στο πρώτο
νεκροταφείο των Αθηνών, δίπλα στον Γέρο του Μοριά, στον θείο του και
συμπολεμιστή του Θεόδωρο Κολοκοτρώνη κι όλα καλά και άγια αφού η Ελλάδα
έφαγε ακόμα ένα από τα αγνά της παιδιά.
ΑΒΕΡΩΦ
ΑΙΩΝΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΙΣΤΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου