Ἀθῆναι, 5 Ἀπριλίου 1885
Κύριε Ἰατρέ,
Ὁ Ἀρχηγὸς τῶν ληστῶν Βασιλάκης αναχωρεῖ σήμερον. Σᾶς αποστέλλομεν μὲ αὐτὸν 50 ὅπλα châssepots καὶ 4 κιβώτια πολεμοφοδίων. Νὰ διανείμητε αὐτὰ εἰς τοὺς ἐπαναστάτας. Εἴπατε εἰς αὐτοὺς νὰ καίουν χωριά, νὰ φονεύουν Τούρκους, νὰ αἰχμαλωτίζουν ανθρώπους ἄνευ διακρίσεως θρησκείας καὶ νὰ τοὺς ηπάγουν εἰς τὰ ὄρη. Ἐν μιᾷ λέξει, ἂς διαπράττουν παντὸς εἴδους αγριότητας. Ἐκ συμφώνου μὲ τὸν Πηχιῶν,αποστέλλετε αναφορὰς καὶ ανταποκρίσεις ἐπὶ τῶν ὠμοτήτων διαπραχθεισῶν παρὰ τῶν κτηνῶν τῶν ὀρέων (ληστῶν) διὰ νὰ πιστεύουν ἐν Εὐρώπει, ὅτι
ἐν Μακεδονίᾳ βασιλεύει διαρκὴς αναρχία καὶ ὅτι ἡ τουρκικὴ διοίκησις δὲν εἶναι ἱκανὴ νὰ ἐξασφαλίσῃ τὴν καλὴν τάξιν καὶ τὴν δημοσίαν ασφάλειαν καὶ ἡσυχίαν.
Ἐὰν αἱ οἰκογένειαι τῶν ἐπαναστατῶν ἔχουν ανάγκην χρημάτων αποσύρατε (tirez)
αναλάβετε τοιαῦτα παρὰ τοῦ ἐν Θεσσαλονίκῃ κ. Μ……. Εἴθε ὁ καλὸς Θεὸς νὰ σᾶς σώζῃ απὸ τοὺς Τούρκους!
Φίλιππος
Την επιστολή δημοσίευσε με σχετική ανταπόκριση από την Κλεισούρα της 24ης Φεβρουαρίου 1888, η γαλλόφωνη εφημερίδα της Βουδαπέστης Revue de Hongrie et d’Orient (=Επιθεώρηση της Ουγγαρίας και της Ανατολής)29 γράφοντας τα εξής:
Καθημερινῶς συλλαμβάνουν καὶ ἄλλους συνενόχους…. Όπως μπορεί να συμπεράνει κανείς, η εφημερίδα τάσσεται υπέρ των οθωμανικών αρχών και συναινεί στην άποψη ότι προετοιμαζόταν επανάσταση εναντίον των Τούρκων από την ελληνική κυβέρνηση και τους Έλληνες προκρίτους· μάλιστα η ελληνική εφημερίδα Νεολόγος επέκρινε τον Χαλήλ Ριφάτ πασά και κατηγορούσε την εφημερίδα Revue de Hongrie et d’Orient που υποστήριζε την Οθωμανική αυτοκρατορία31. Άλλη μια πλαστή επιστολή με ίδιο αποστολέα απευθυνόμενη προς τον Κλεισουριώτη Συμεών Τσέγκα, ανέφερε χαρακτηριστικά ότι ο Αργυρόπουλος είχε παραλάβει πολεμοφόδια μέσω του καπετάνιου Ζούρκα και έπρεπε να τα μοιράσει στους αντάρτες.
Η επιστολή αυτή αναγνώσθηκε και στη δίκη του Αργυρόπουλου, που έγινε στο τουρκικό στρατοδικείο του Μοναστηρίου στις 20 Ιουλίου 1888, αλλά ο ίδιος ο ιατρός παρατήρησε ότι ήταν γραμμένη σε τελείως καινούριο χαρτί και ζήτησε από τους δικαστές να αποφανθούν περί του πώς ήταν δυνατόν επιστολή μεταφερόμενη «εἰς τὰ θυλάκια τῶν ανταρτῶν» για πολλές μέρες να μην φέρει κανένα ίχνος τσαλακώματος και φθοράς. Έτσι μετά την ανάκριση του ιατρού από τον Χασάν Χαφούζ εφέντη επιτεύχθηκε η αποφυλάκισή του.
Η δράση όμως των ρουμανιζόντων δεν σταμάτησε εδώ. Παρά τη μετάβαση του ίδιου του Μαργαρίτη στην Κωνσταντινούπολη τον Απρίλιο του 1888 για διαπραγματεύσεις με την Πύλη, οι οπαδοί του στην Κλεισούρα με επικεφαλείς τον μουχτάρη Αναστάσιο ή Τασιούλα Στεφίκη και τον γιο του Μαργαρίτη, Τάκη, συνεχίζουν τις καταγγελίες επιφανών κατοίκων στις τουρκικές αρχές. Μάλιστα ο μουχτάρης ευθυνόταν και για ένα όπλο που είχε βρεθεί στο σπίτι του ιατρού35. Την ίδια εποχή οι ρουμανίζοντες μεταθέτουν το πεδίο δράσης τους και στην ιδιαίτερη πατρίδα του Αργυρόπουλου, το Βογατσικό, όπου υπό την καθοδήγηση του γιου του μουχτάρη Τασ. Στεφίκη επιχείρησαν να συκοφαντήσουν τους εκεί προκρίτους με πλαστές επιστολές, αλλά εκδιώχθηκαν από βογατσιώτες των οποίων προΐστατο ο αδελφός του ιατρού, Αργύριος. Αλλά και ο Μαργαρίτης κατά την παραμονή του στην Πόλη δεν παρέμεινε αδρανής, αλλά φρόντισε να συκοφαντήσει τους εκεί εγκατεστημένους Κλεισουριώτες και να προκαλέσει έρευνες των αρχών στα σπίτια τους.
Το 1889 ο Αργυρόπουλος αποφυλακίσθηκε και χωρίς να πτοηθεί εξακολούθησε να αγωνίζεται εναντίον της ρουμανικής προπαγάνδας, παρά τις εκ νέου ανακρίσεις εκ μέρους των τουρκικών αρχών τον Ιανουάριο του έτους εκείνου. Στενοί συνεργάτες του ήταν οι δημοδιδάσκαλοι και κυρίως οι Ιωάννης Βαδραχάνης, Νικόλαος και Γιαννάκης Νέσσα, Τασιούλας Πίνδου, Γεώργιος Πάτσα και Γεώργιος Λέκκου.
Οι ρουμανίζοντες με επικεφαλή τους τον ιερέα Νικόλαο Ποπέσκου ή Παπαφλέσσα,αδερφό του περιβόητου ρουμανίζοντα αρχιμανδρίτη Βενιαμίν Ποπέσκου, και με τη συνδρομή των τουρκικών αρχών σχεδίαζαν τότε να καταλάβουν την εκκλησία του Αγίου Νικολάου με σκοπό να λειτουργούν εκεί μόνο αυτοί. Οι κάτοικοι όμως το πληροφορήθηκαν και την Κυριακή εκείνη εκκλησιάστηκαν στον ναό και οι ενορίτες του ναού του Αγίου Δημητρίου. Κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης του Αποστόλου από τον μαθητή Μάρκο Μούσια, εμφανίστηκε το παιδί κάποιου ρουμανίζοντα για να τον απαγγείλει ρουμανιστί, αλλά αμέσως άρχισαν διαπληκτισμοί Ελλήνων και ρουμανιζόντων εκκλησιαζόμενων. Κατά τη διάρκεια του ξυλοδαρμού που ακολούθησε, ο Αργυρόπουλος έσπασε στα κεφάλια των ρουμανιζόντων το ασημοκόλητο μπαστούνι του από έβενο και τα κομμάτια του τα διατηρούσε για πολλά χρόνια προς ανάμνηση του γεγονότος εκείνου. Μετά τις συμπλοκές ακολούθησαν ανακρίσεις των αναμιχθέντων Ελλήνων στην Καστοριά και οι τοπικές αρχές της Κλεισούρας διατάχθηκαν από τους Τούρκους να εκκλησιάζονται εκ περιτροπής στον ναό του Αγίου Νικολάου οι Έλληνες και οι ρουμανίζοντες. Επιτυχία των ρουμανιζόντων την εποχή εκείνη ήταν και η κατάληψη των εκπαιδευτηρίων της Κλεισούρας, στα οποία δίδαξε έπειτα ο κλεισουριώτης Νικ. Μυρώνης. Η συκοφαντηκή δυσφήμηση του Αργυρόπουλου και των άλλων προκρίτων της Κλεισούρας είχε ως αποτέλεσμα τη συχνή φυλάκιση, ανάκριση και προσαγωγή τους στα δικαστήρια με αποτέλεσμα οι Καστοριανοί να λένε συχνά στον ιατρό: Πάλι γιατρὲ σὲ φέρανε;
Τον Σεπτέμβριο του 1889 ο έλληνας πρόξενος του Μοναστηρίου Γ. Φοντανάς κατήγγειλε προς τον γενικό διοικητή Χαλήλ Ριφάτ τις προσπάθειες των ρουμανοδιδασκάλων να καταλάβουν δια της βίας τα ελληνικά εκπαιδευτήρια της Κλεισούρας και την επίρριψη ευθυνών για τον φόνο στα 1888 του Mussa, καβάση (=οπλοφόρου συνοδού) του Απόστολου Μαργαρίτη, στους έλληνες προκρίτους της κωμόπολης, αλλά διαμαρτυρήθηκε έντονα και για τη στάση του Διευθυντή της αστυνομίας Αλάι μπέη, που με τη συνεργασία του γιου του Μαργαρίτη, Τάκη, είχε υπεξαιρέσει μια επιστολή των αδελφών Μαυραγάνη προς τον ιατρό Αργυρόπουλο με την οποία ζητούνταν η δια κοινής αναφοράς συνδρομή του Μητροπολίτη Πελαγονίας για την αποφυλάκιση των φυλακισμένων στο Μοναστήρι Κλεισουριέων. Την περίοδο εκείνη η οθωμανική και η ρουμανική προπαγάνδα συνήθιζαν να παραλαμβάνουν τους άπορους μαθητές και να τους αποστέλλουν προς συνέχιση των σπουδών τους ή στη Ρουμανία ή στα ξενόγλωσσα σχολεία της Τουρκίας, για να τους έχουν στη συνέχεια όργανα προς επίτευξη των σκοπών τους. Ένας από αυτούς τους μαθητές ήταν και ο Συμεών Στεφ. Βαρβέρης, που αφού σπούδασε ιατρική με υποτροφίες στο τουρκικό πανεπιστήμιο της Κωνσταντινούπολης,μετά την αποφοίτηση το 1890 εστάλη με ενέργειες της ρουμανικής προπαγάνδας στην Καστοριά ως αστίατρος. Πρώτο μέλημα του Βαρβέρη ήταν η ενίσχυση των ρουμανιζόντων της γενέτειράς του Κλεισούρας και κυρίως η δωροδοκία του Αργυρόπουλου και μετέπειτα η απομάκρυνσή του από την κωμόπολη και η εγκατάστασή του στη Θεσσαλονίκη. Ο Αργυρόπουλος όμως, αφού άκουσε τις φιλοφρονήσεις του Βαρβέρη και αρνήθηκε να χρηματιστεί, του απάντησε με τα παρακάτω: Σὲ ἄκουσα μὲ προσοχὴν εἰς ὅσα μοῦ ανέπτυξες, αλλὰ εἶμαι Ἕλλην καὶ θὰ ἐξακολουθήσω μὲ περισσότερον φανατισμὸν τὸν αγώνα μου ἐναντίον τῆς ρουμανικῆς προπαγάνδας.
Το 1892 ο Αργυρόπουλος πληροφορήθηκε σε ποιο μέρος της πόλης Πλεύνα (Pleven) στη Βουλγαρία ήταν θαμμένος ο δολοφονημένος πατέρας του. Κατά την επίσκεψή του εκεί έκανε την ανακομιδή των οστών του και παράλληλα επισκέφθηκε στον Πύργο της Βουλγαρίας τους εκεί εγκατεστημένους Κλεισουριώτες αδελφούς Μπέζη. Στη συνέχεια κατευθύνθηκε στην Κωνσταντινούπολη, όπου αποφάσισε να μείνει, αλλά μετά από λίγους μήνες επανήλθε στην Κλεισούρα, καθώς νοστάλγησε την οικογένειά του, και άρχισε πάλι τις ενέργειές του εναντίον των ρουμανιζόντων. Την περίοδο όμως αυτή δραστηριοποιείται στον ευρύτερο χώρο της Μακεδονίας και η βουλγαρική προπαγάνδα με απώτερο σκοπό τον προσηλυτισμό των σλαβόφωνων κατοίκων της. Ο βογατσιώτης πολιτικός Στέφανος Δραγούμης διακηρύσσοντας προς την τότε κυβέρνηση της Ελλάδας Σώσατε τὴν Μακεδονίαν, διότι αὐτὴ θὰ μᾶς σώσῃ, απέστειλε ως γραμματέα του Ελληνικού Προξενείου Μοναστηρίου τον γιό του Ίωνα με σκοπό να εργαστεί εναντίον του βουλγαρικού κομιτάτου. Κατά τις περιοδείες του από τη Λάρισα μέχρι το Μοναστήρι ο Ίωνας έρχεται σε επαφή με τον Μητροπολίτη Καστοριάς Γερμανό Καραβαγγέλη και με τον Αργυρόπουλο, που τον είχε συναντήσει προηγουμένως στο Μοναστήρι, και αποφασίζουν με τη συγκατάθεση των τουρκικών αρχών να αποσταλούν δέκα Κρήτες οπλοφόροι για τη φαινομενική φρούρηση του Μητροπολίτη, καθώς στην πραγματικότητα προορίζονταν να γίνουν αρχηγοί των αποστελλόμενων ανταρτικών σωμάτων με την προσωρινή καθοδήγηση του καπετάν Βαγγέλη Στρεμπενιώτη που ήδη εργαζόταν κατά των βουλγαρικών συμμοριών. Ο Αργυρόπουλος διακρίνοντας πρόωρα τον επικείμενο κίνδυνο του πανσλαβισμού υπέβαλε προς την τότε ελληνική κυβέρνηση υπόμνημα για τον κίνδυνο εκβουλγαρισμού της Μακεδονίας και την υποστήριξη της Ρωσίας προς τη Βουλγαρία. Το υπόμνημα εκείνο, χωρίς να τηρηθεί μυστικό για χάρη της ζωής του, δόθηκε σε δημοσιογράφους, που μάλιστα έσπευσαν να δημοσιεύσουν αποσπάσματά του και είχε ως αποτέλεσμα τη σύλληψη και τη φυλάκιση του ιατρού για άλλη μια φορά. Κατά την ανάκρισή του μετά από λίγες μέρες υποστήριξε ότι αγωνιζόταν κατά των Σλάβων, που ήταν εχθροί της Τουρκίας, και ότι οι Έλληνες και οι Τούρκοι ακολουθούσαν κοινή πολιτική. «Μπράβο Ἕλληνα», του είπε ο τούρκος συνταγματάρχης που διενεργούσε την ανάκριση και έκτοτε Έλληνες και Τούρκοι τον αποκαλούσαν «Ἕλληνα».
Στις 23 Ιουλίου 1903, τρεις μόλις μέρες μετά την επανάσταση των Βουλγάρων ανήμερα της εορτής του Προφήτη Ηλία, οι βουλγαρίζοντες κομιτατζήδες της περιφέρειας Καστοριάς με στρατολογημένους οπαδούς τους από τα γύρω χωριά επιτίθενται εναντίον της μικρής τουρκικής φρουράς της Κλεισούρας έχοντας ως αρχηγό τον εξωμότη πρώην ελληνοδιδάσκαλο Βασίλ ή Τσίλιο Τσακαλάρωφ (1874-1913)50. Μετά την αποχώρηση της φρουράς εισήλθαν στην κωμόπολη οι κομιτατζήδες και αφού φόνευσαν τον μουδίρη, κάλεσαν τους δημογέροντες στην κεντρική αγορά Τσαΐρι και τους ζήτησαν καταλύματα, διατεινόμενοι ότι είχαν έλθει ως απελευθερωτές τους από τους Τούρκους. Ο Τσακαλάρωφ εγκαταστάθηκε στο αρχοντικό του Μπέκα, όπου κάλεσε τους ευπορότερους κατοίκους και υπό τις απειλές των όπλων απαίτησε να του δοθούν λίρες και όπλα για τους απελευθερωτές51. Ο Αργυρόπουλος απουσίαζε στα λουτρά Λαγκαδά και η σύζυγός του Ιφιγένεια, που κλήθηκε να παρουσιαστεί στον αρχικομιτατζή, δήλωσε ότι λόγω της απουσίας του στερούνταν χρημάτων. Το αποτέλεσμα ήταν να κρατηθεί υπό περιορισμό εκείνο το βράδυ μαζί με άλλες γυναίκες σε ένα δωμάτιο, αλλά το άλλο πρωί παρέδωσε ένα τουφέκι γκρα. Ο ιατρός από την άλλη, όταν πληροφορήθηκε τα περί της ψευδεπανάστασης, διέκοψε τα λουτρά
του και κατευθύνθηκε προς τα Καϊλάρια (σημ. Πτολεμαΐδα), όπου διανυκτέρευσε στην οικία του πελάτη του Τοπάλ Ισμαήλ και την επόμενη ημέρα με άλογο και δυο οπλισμένους σωματοφύλακες έφθασε στην Κλεισούρα μέσω Εμπορίου. Οι κομιτατζήδες παρέμειναν στην Κλεισούρα είκοσι ημέρες γλεντώντας, τρομοκρατώντας τον πληθυσμό και συγκεντρώνοντας χρήματα για τον αγώνα τους. Τότε ακριβώς διαδόθηκε ότι ο τούρκος αρχιστράτηγος Μπαχτιάρ Πασάς προχωρούσε προς τον νότο με στρατιωτικές δυνάμεις καταστέλλοντας την ψευδεπανάσταση και πυρπολώντας τα σλαβόφωνα χωριά. Ο Τσακαλάρωφ πληροφορηθείς την προέλαση των τουρκικών στρατευμάτων, που ήδη βρίσκονταν στο γειτονικό Λέχοβο και επρόκειτο να πυρπολήσουν την Κλεισούρα, διέφυγε με τους ληστοσυμμορίτες του στο δάσος του Μουρικίου. Ενόψει του επικείμενου κινδύνου η δημογεροντία αποφάσισε να αποστείλει πενταμελή επιτροπή με επικεφαλή τον Αργυρόπουλο για να συναντήσει τον Πασά και να τον κατευνάσει, εξηγώντας του παράλληλα ότι ο πληθυσμός της κωμόπολης ήταν αμέτοχος του κινήματος. Ο Πασάς, αφού άκουσε με προσοχή όσα του εξέθεσε ο Αργυρόπουλος σε άπταιστα τουρκικά και πείσθηκε για την ειλικρίνεια των δηλώσεων της επιτροπής, υποχώρησε και έτσι αποτράπηκε η καταστροφή της Κλεισούρας. Δέχθηκε όμως πρόσκληση της επιτροπής να επισκεφθεί την Κλεισούρα, όπου τον υποδέχθηκε πλήθος Κλεισουριέων με τους μαθητές των σχολείων και τον φιλοξένησαν στο αρχοντικό του Μπέκα. Την επόμενη ημέρα τα τουρκικά στρατεύματα έστησαν κανόνια στη ράχη του Αγίου Αθανασίου και από εκεί άρχισαν να βάλλουν κατά των σλαβόφωνων γύρω χωριών, Ζαγορίτσανη (σημ. Βασιλειάδα), Μπόμπιστα (σημ. Βέργας), Χόλιστα (σημ. Μελισσότοπος) και Μόκρενη (σημ. Βαρυκό), που είχαν στείλει εθελοντές στο σώμα του Τσακαλάρωφ.
Έτσι τον χειμώνα εκείνο η Κλεισούρα φιλοξένησε πολλούς πρόσφυγες από τα κατεστραμμένα σλαβόφωνα χωριά. Το πρώτο Σάββατο μετά την καταστολή της ψευδεπανάστασης του Ήλιντεν και
την αναχώρηση των τουρκικών στρατευμάτων ο Μητροπολίτης Καστοριάς Γερμανός Καραβαγγέλης επισκέφθηκε την Κλεισούρα και λειτούργησε στην εκκλησία του Αγίου Δημητρίου, όπου παρευρέθηκαν και όλοι οι πρόσφυγες ιερείς των γύρω σλαβόφωνων χωριών. Κατά το κήρυγμά του καυτηρίασε τη βουλγαρική προπαγάνδα, η οποία ευθυνόταν για την καταστροφή τόσων χωριών και τον φόνο τόσων οικογενειών. Μετά την λειτουργία επισκέφθηκε την οικία του Αργυρόπουλου μαζί με όλους τους ιερείς και κάλεσε τους σχισματικούς ιερείς να επανέλθουν στους κόλπους του Πατριαρχείου. Αυτοί όμως προέβαλαν ως δικαιολογία της απόσχισής τους το γεγονός ότι ο πρώην Μητροπολίτης Καστορίας Φιλάρετος Βαφείδης ζητούσε πολλά χρήματα για τη χειροτονία τους και υπέρογκες μηνιαίες συνδρομές. Ο Καραβαγγέλης μπροστά σε μια τέτοια κατάσταση υποσχέθηκε τη χρηματική αρωγή τους και την οικονομική ενίσχυση των ενδεέστερων οικογενειών, αλλά πολύ λίγοι επανήλθαν στο Πατριαρχείο, καθώς η βουλγαρική προπαγάνδα τους υποχρέωνε δια της βίας να ακολουθήσουν το σχίσμα.
Στα τέλη του 1903 και στις αρχές του 1904 φθάνουν στη Μακεδονία οι πρώτες ομάδες αξιωματικών του ελληνικού στρατού, που με ψευδώνυμα ζωεμπόρων απέβλεπαν στη στρατολόγηση εντοπίων Μακεδόνων αγωνιστών. Στην περιοχή της Καστοριάς κατευθύνθηκαν τον Μάρτιο του 1904 ο ανθυπολοχαγός Παύλος Μελάς και οι λοχαγοί Αλέξανδρος Κοντούλης και Αναστάσιος Παπούλας και ο υπολοχαγός Γεώργιος Κολοκοτρώνης 56. Κύριο μέλημα ήταν ο κατατοπισμός τους, ο εκφοβισμός των εξαρχικών και η στήριξη των πατριαρχικών. Στη Μονή Αγίου Νικολάου
Τσιριλόβου συναντήθηκαν με τον Γερμανό Καραβαγγέλη που τους συνέστησε να συναντηθούν και με τον Αργυρόπουλο στην Κλεισούρα. Κατά την εκεί πορεία τους αντάμωσαν τον ιατρό που είχε μεταβεί στη Ζαγορίτσανη (σημ. Βασιλειάδα) για να επισκεφθεί κάποιον ασθενή του. Παρόλο που είχε ενημερωθεί για αυτούς από τον Μητροπολίτη, τους ρώτησε πού πήγαιναν και τί επαγγέλονταν και έλαβε ως απάντηση ότι ήταν ζωέμποροι που πήγαιναν στο Σόροβιτς (σημ. Αμύνταιο). Αφού λοιπόν πείστηκε ότι είναι αυτοί τους είπε περιπαιχτικά: Οἱ ζωέμποροι δὲν καβαλικεύουν απὸ μεργιά, καθώς και οι τρεις κάθονταν στα σαμάρια των ζώων από μεργιά (από το πλάι) για να ξεκουράζονται από την παρατεταμένη ιππασία. Κατά τη συζήτηση που ακολούθησε οι αξιωματικοί κατάλαβαν ότι ήταν ο Αργυρόπουλος και έτσι όλοι μαζί κρυμμένοι σε κάποιους θάμνους συζήτησαν διάφορα θέματα που αφορούσαν στον αγώνα, χωρίς να χρειαστεί να μεταβούν στην Κλεισούρα, όπου
έδρευε λόχος του τουρκικού στρατού. Τον χειμώνα του ίδιου έτους τριμελής επιτροπή άλλων αξιωματικών επισκέφθηκε τον ιατρό στην οικία του και συζήτησαν μαζί του τη διέλευση ελληνικών ανταρτικών σωμάτων από την περιοχή.
Ο Κωνσταντίνος Αργυρόπουλος συνάντησε χρόνια αργότερα, το 1917, έναν από τους αξιωματικούς εκείνους, τον Ιωάννη Αβράσογλου, που ήταν τότε Διοικητής του Γ΄ Σώματος Στρατού στη Θεσσαλονίκη, και του προσκόμισε φιλική επιστολή από τον πατέρα του. Κατά τη συζήτησή τους ο τότε Διοικητής αποκάλυψε στον ανθυποφαρμακοποιό Αργυρόπουλο ένα περιστατικό που καταδεικνύει ότι η αλλαγή τρόπου ζωής από τους περισσότερους έλληνες αξιωματικούς κατά το πέρασμά τους στη Μακεδονία δεν ήταν ούτε εύκολη ούτε και ανώδυνη. Κατά την παραμονή λοιπόν στην οικία του Αργυρόπουλου τον χειμώνα εκείνο του 1904, η σύζυγος του ιατρού Ασπασία φρόντισε να θερμάνει το δωμάτιο του σπιτιού στο οποίο θα κοιμόνταν οι φιλοξενούμενοι αξιωματικοί, με ένα μεγάλο μαγκάλι γεμάτο κάρβουνα. Μόλις όμως η οικογένεια του ιατρού κατακλίθηκε ακούστηκε θόρυβος από το δωμάτιο των αξιωματικών. Ο Ιωάννης Αργυρόπουλος ανοίγοντας
την πόρτα του δωματίου, τους αντίκρισε όλους ζαλισμένους και πεσμένους κάτω. Αντιλήφθηκε αμέσως πως έπαθαν δηλητηρίαση από τις αναθυμιάσεις της θράκας και αφού άνοιξε τα παράθυρα τους συνέφερε με εντριβές.Μεταξύ των προσωπικοτήτων που είχαν επισκεφθεί την οικία Αργυρόπουλου ο Κωνσταντίνος θυμόταν και τον Νικολαΐδη, διευθυντή της εφημερίδας Νεολόγος Τεργέστης, η έκδοση της οποίας είχε απαγορευθεί στην Κωνσταντινούπολη και μοιραζόταν κρυφά μέσω των ελληνικών προξενείων. Εξάλλου ανταποκριτής της εφημερίδας από την περιοχή της Καστοριάς ήταν ο Ιωάννης Αργυρόπουλος. Χαρακτηριστικό της υπολήψεως και του σεβασμού των κατοίκων της Κλεισούρας προς το πρόσωπο του ιατρού είναι το γεγονός ότι πάντοτε προΐστατο κατά τις επισκέψεις επισήμων στην περιοχή, όπως του Βασιλιά Αλέξανδρου και αργότερα του Ελευθερίου Βενιζέλου. Τον Δεκέμβριο του 1901 ο ιατρός απέστειλε επιστολή προς τον τότε πρόεδρο του Υπουργικού Συμβουλίου και Υπουργό των Εξωτερικών Α. Ζαΐμη, με την οποία πρότεινε την απονομή του Χρυσού Σταυρού του Τάγματος του Σωτήρος στον κλεισουριώτη Γεώργιο Σπίρτα στο Σεμλίνο.
Από την αρχή του αγώνα τα ελληνικά σώματα συνειδητοποίησαν ότι χωρίς τη συνδρομή των εντοπίων δεν θα έφερναν σε πέρας την αποστολή τους και θα εξολοθρεύονταν. Επιτακτική, λοιπόν, πρόβαλλε η ανάγκη δημιουργίας μιας επιμελητείας που θα εξασφάλιζε οδηγούς, πληροφοριοδότες και αγγελιοφόρους, αλλά θα φρόντιζε και για τη διατροφή και απόκρυψη των σωμάτων και για την περίθαλψη των τραυματιών. Έτσι δημιουργήθηκαν σε όλη την ύπαιθρο της βορειοδυτικής Μακεδονίας τοπικές εθνικές επιτροπές με κύρια ευθύνη τη διευκόλυνση της δράσης των
σωμάτων. Η Επιτροπή της Κλεισούρας ορκίστηκε ενώπιον του Καραβαγγέλη στα μέσα Δεκεμβρίου 1904 και στη συνέχεια φρόντισε για τη σύσταση επιτροπών στο Γέρμα, το Λέχοβο, τη Βλάστη και το Εμπόριο. Πρόεδρός της είχε οριστεί ο ιατρός Ιωάννης Αργυρόπουλος, βοηθός γραμματέας ο δημοδιδάσκαλος Γεώργιος Κ. Κιάντος, ταμίας ο Κωνσταντίνος Σ. Βούτσιας και σύμβουλος ο Γεώργιος Ι. Πάτσας. Βοηθοί και αναπληρωματικά μέλη αυτών ορίστηκαν οι Τασιούλας και Νικόλαος Πίνδος και ο Νικόλαος Μάνου. Η ευθύνη της επιτροπής αυτής ήταν πολύ μεγάλη καθώς στην Κλεισούρα υπήρχε λόχος τουρκικού στρατού και πάρα πολλοί ρουμανίζοντες που κατέδιδαν κάθε κίνηση των μελών. Εντούτοις το επάγγελμα του ιατρού παρείχε στον Αργυρόπουλο μια σημαντική κάλυψη, καθώς οι επισκεπτόμενοι την οικία του αγγελιοφόροι προσποιούνταν τους ασθενείς και έτσι παρέδιδαν την κρυπτογραφημένη αλληλογραφία.
Σημαντική όμως ήταν και η συμβολή της συζύγου του ιατρού, της Ασπασίας Αργυροπούλου που καλούσε τους αγγελιοφόρους της Κλεισούρας για να διεκπεραιώσουν την αλληλογραφία.
Ως γυναίκα που δεν προκαλούσε τις υποψίες των τουρκικών αρχών και των ρουμανιζόντων, πήγαινε και εύρισκε τον αγγελιοφόρο Δημήτριο Στάγκα, τον μετέπειτα καπετάν Μίζα, που ήταν κτίστης και συνθηματικά τον καλούσε με το αιτιολογικό δήθεν της επισκευής της οικίας της. Η μυστική δράση της αγωνίστριας αυτής, μέχρι και το 1908 περίπου, ήταν ένα μνημόσυνο προς τον αδερφό της Δημήτριο Παπαπέτρου, που λόγω της στενής του φιλίας με τον καπετάν Βαγγέλη Γεωργίου ή Νάτση από το Στρέμπενο (σημ. Ασπρόγεια) συνελήφθη στις 17 Ιουνίου 1905 από τους κομιτατζήδες έξω από το χωριό Αετός μαζί με άλλους επτά πατριαρχικούς χωρικούς από το Λέχοβο και το Ζέλενιτς (σημ.Σκλήθρο), ξυλοκοπήθηκαν και τέλος ρίχτηκαν σε μια αναμμένη ασβεσταριά με την
κατηγορία ότι συνεργάζονταν με τον προαναφερθέντα καπετάνιο.
Την 25η Μαρτίου 1905, ανήμερα της εορτής του Ευαγγελισμού, ο οπλαρχηγός Γεώργιος Τσόντος ή καπετάν Βάρδας με τον υπολοχαγό του πεζικού Στέφανο Δούκα πραγματοποίησαν με περίπου 180 άνδρες νυχτερινή επίθεση στο εξαρχικό χωριό Ζαγορίτσανη, που εκείνη την εποχή χαρακτηριζόταν ως «μικρή Σόφια», λόγω του μεγάλου αριθμού των σχισματικών βουλγαριζόντων κατοίκων της. Σε εκείνη την επίθεση φονεύθηκαν 79 άτομα, μεταξύ των οποίων κατά λάθος και ορισμένοι σλαβόφωνοι πατριαρχικοί. Οι ευθύνες για εκείνη την επιχείρηση επιρρίφθηκαν εκ μέρους των τουρκικών αρχών στον ιατρό Αργυρόπουλο, λόγω των συχνών επισκέψεών του στη Ζαγορίτσανη για τους ασθενείς του. Μάλιστα παρουσίασαν και δυο γυναίκες ψευδομάρτυρες, εκ των οποίων η μια φιλοξενούσε τον ιατρό στο σπίτι της όσες φορές πήγαινε εκεί. Στη δυσφήμηση όμως του Αργυρόπουλου συνέβαλαν και οι ρουμανίζοντες της Κλεισούρας που ζήτησαν από τον μουδίρη, που ήταν μίσθαρνο όργανό τους, την επίπληξη όλων των μελών της τοπικής επιτροπής του αγώνα.
Αποτέλεσμα ήταν η σύλληψη του ιατρού και η φυλάκισή του στην Καστοριά με την κατηγορία ότι ήταν ο ηθικός αυτουργός της υπόθεσης. Η ταυτόχρονη πραγματοποίηση ερευνών στο σπίτι του για εύρεση ενοχοποιητικών στοιχείων δεν απέφερε κανένα αποτέλεσμα, αφού ο γιος του Κωνσταντίνος είχε προλάβει να κάψει την αλληλογραφία που είχε ο πατέρας του με τον Παύλο Μελά και άλλους οπλαρχηγούς του αγώνα και τη φύλαγε σε γραφείο μέσα στο δωμάτιο του σπιτιού του, που χρησιμοποιούνταν ως φαρμακείο. Κατά την παραμονή του ιατρού στις φυλακές Καστοριάς τον επισκέπτονταν εκτός του Καραβαγγέλη, που είχε επιχειρήσει και τη χρηματική εξαγορά του, και πολλοί πρόκριτοι της πόλης, πηγαίνοντάς του συχνά και φαγητό για να μην τρώει από το συσσίτιο. Εκεί τον επισκέφθηκαν και οι δυο γιοί του Κωνσταντίνος και Χαρίλαος και φιλοξενήθηκαν από έναν φίλο του πατέρα τους, τον τούρκο φοροεισπράκτορα Ετέμ εφέντη. Ένας άλλος στενός φίλος του Αργυρόπουλου από τη Λειψίστη, ο αλβανός Βελή μπέης, μόλις πληροφορήθηκε τη φυλάκισή του, τον επισκέφθηκε στη φυλακή και στη συνέχεια πήγε στη σύζυγό του Ασπασία στην Κλεισούρα, στην οποία και εκμυστηρεύθηκε ότι παρά τη μεγάλη κατηγορία θα φρόντιζε ο ίδιος να δωροδοκήσει τους δικαστές που ήταν φίλοι του. Αμέσως η Ασπασία παρέδωσε στο Βελή μπέη χρηματικό ποσό 200 χρυσών λιρών, ανάμεσα στις οποίες και τις λίρες του «τεπέ» από το φέσι της, και έτσι η ποινή μετατράπηκε σε εξορία από τον νομό Μοναστηρίου.
Μετά την αποφυλάκισή του στις αρχές Ιουνίου του 1905 ο ιατρός πέρασε από την οικία του στην Κλεισούρα και την επόμενη ημέρα αναχώρησε για τη Θεσσαλονίκη «σχεδὸν πένταρος», αλλά με τη σκέψη του στην Κλεισούρα, όπου παρέμειναν πέντε μέλη της οικογένειάς του, καθώς οι δυο προαναφερθέντες γιοι του ήταν τρόφιμοι του Γυμνασίου Τσοτυλίου. Μάλιστα 50μελής συμμορία κομιτατζήδων της περιοχής του είχε στήσει ενέδρα στην τοποθεσία Ιάζια για να τον συλλάβει, ελπίζοντας ότι θα περνούσε από εκεί. Η αδυναμία και ανικανότητα των κομιτατζήδων να εξοντώσουν τον ίδιο τον ιατρό είχε σαν αποτέλεσμα την απαγωγή των οικείων του από το βαρυκιώτη βοεβόδα Νικόλα (Κόλε) Αντρέεφ τον Ιούνιο του 1905. Με την άφιξή του στη Θεσσαλονίκη θεώρησε καθήκον του να επισκεφθεί τον εκεί έλληνα γενικό πρόξενο Λάμπρο Κορομηλά και να του εκθέσει την κατάσταση που επικρατούσε στην περιφέρεια της Καστοριάς. Η τραγική οικονομική
του κατάσταση τον ώθησε να ζητήσει από τον πρόξενο χρηματική ενίσχυση για την παραμονή του στην πόλη, αλλά η απάντηση που πήρε ήταν αρνητική. Έκτοτε δεν τον επισκέφθηκε καμία φορά. Τη στιγμή ακριβώς εκείνη επενέβησαν οι εκεί εγκατεστημένοι Κλεισουριείς και φίλοι του ιατρού, που φρόντισαν για την εγκατάστασή του σε μια νεόκτιστη οικία στη συνοικία του Αγίου Αθανασίου, όπου και άνοιξε ιατρείο. Από έγγραφο του Προξενείου Μοναστηρίου με ημερομηνία 26 Ιουνίου 1907 γίνεται αντιληπτό ότι ο Αργυρόπουλος δεν αδρανοποιήθηκε και κατά τη διάρκεια της παραμονής του στη Θεσσαλονίκη, αλλά συνέχισε να έχει επαφές με τα ανταρτικά σώματα και να εργάζεται για την επιστροφή των σχισματικών στους κόλπους της Ορθοδοξίας. Ο Ιω. Καραβίτης γράφει στα απομνημονεύματά του το 1907 ότι ο Αργυρόπουλος περιέθαλπε τους τραυματισμένους αγωνιστές στην περιοχή Μοναστηρίου και μάλιστα διέθετε και ποσότητα φαρμάκων και άλλων φαρμακευτικών ειδών για την περιποίηση των τραυμάτων. Στην Κλεισούρα επέστρεψε το 1909 και η εκεί πελατεία του τον περιέβαλλε και πάλι με μεγάλη εμπιστοσύνη, απέφυγε όμως να αναμιχθεί στα κοινοτικά ζητήματα, γιατί τον επέβλεπαν οι τουρκικές αρχές.
Μετά την ανακήρυξη του τουρκικού συντάγματος το 1908 και τη δοθείσα γενική αμνηστία, οι ελληνικές ανταρτικές ομάδες διαλύθηκαν και επέστρεψαν στην ελεύθερη Ελλάδα. Έτσι στη Μακεδονία δρούσαν πια εναντίον των βουλγαριζόντων μόνο τα σώματα των εντοπίων οπλαρχηγών, που έπρεπε να αντιμετωπίσουν άπειρες βιαιοπραγίες των κομιτατζήδων85. Κατά την κήρυξη του πολέμου των σύμμαχων βαλκανικών κρατών εναντίον της Τουρκίας το 1912 οι κλεισουριώτες οπλαρχηγοί Δημ. Κ. Στάγκας (καπετάν Μίζας)86 και Ανδρέας Π. Παναγιωτόπουλος ή Τζήκας (καπετάν Ανδρέας), αφού εκδίωξαν τις τουρκικές αρχές, ύψωσαν την ελληνική σημαία στο κωδωνοστάσιο του ναού του Αγίου Νικολάου και παράλληλα διόρισαν επαναστατική Επιτροπή Τοπική Διοικήσεως με πρόεδρο τον Ιωάννη Αργυρόπουλο. Κατά την προέλαση του ελληνικού στρατού στη Δυτική Μακεδονία και την απελευθέρωση του Σόροβιτς (σημ. Αμύνταιο) από την V Μεραρχία, ο Αργυρόπουλος έστειλε με αγγελιοφόρο τον κλεισουριώτη Γεώργιο Ντούλα (τον μετέπειτα Παπα-Ντούλα) επιστολή στον Μέραρχο Ματθαιόπουλο, με την οποία του υπενθύμιζε την ύπαρξη κοντά στο Εξί-Σου (σημ. Ξυνό Νερό) της διάβασης Κιρλί-Δερβέν (Στενά Κλειδίου), απ’ όπου μπορούσε να τους χτυπήσει ανυποψίαστα ο τουρκικός στρατός. Η προφορική απάντηση του στρατηγού στον κομιστή της επιστολής ήταν: Ὁ γιατρὸς νὰ κοιτάξῃ τοὺς αρρώστους του καὶ ταῖς συνταγές του. Την ίδια νύχτα τα τουρκικά στρατεύματα, καταδιωκόμενα από τον προελαύνοντα σερβικό στρατό κατάφεραν να πλήξουν τον ελληνικό στρατό που είχε στρατοπεδεύσει κοντά στο Δερβένι. Ακολούθησε η οπισθοχώρηση των ελλήνων στρατιωτών προς τα Καϊλάρια (σημ. Πτολεμαΐδα) και την Κοζάνη, αλλά η αναχαίτιση ήρθε γρήγορα από τα ελληνικά στρατεύματα που βρίσκονταν στην Κοζάνη και από τους κατοίκους της περιοχής, που προσέφεραν τη βοήθειά τους ακόμη και με τα κυνηγετικά τους όπλα. Ο τουρκικός στρατός απεγνωσμένος κατάφερε να διαφύγει μέσω της διάβασης Καραγιάννια και από εκεί μέσω Σιατίστης και Βογατσικού, το οποίο και πυρπόλησε, να φτάσει στην Καστοριά. Ένα τμήμα του τουρκικού στρατού πέρασε στις 2 Νοεμβρίου 1912 από την Κλεισούρα, όπου μετά τη λεηλασία και την πυρπόληση των εμπορικών καταστημάτων
και των πλουσιότερων οικιών, φόνευσαν και 12 γέροντες, καθώς τα γυναικόπαιδα είχαν καταφέρει να διαφύγουν στο γύρω πυκνό δάσος του Μουρικίου, στην ιερά Μονή Γενεθλίου της Θεοτόκου και στο γειτονικό βλαχοχώρι Μπλάτσι (σημ. Βλάστη). Ο Κωνσταντίνος Αργυρόπουλος που εκείνη την εποχή βρισκόταν λόγω των σπουδών του στην Αθήνα, μόλις πληροφορήθηκε την πυρπόληση της γενέτειράς του αναχώρησε μαζί με τον βογατσιώτη Αλέξανδρο Λέτσα σιδηροδρομικώς μέχρι την Λάρισα και από εκεί άλλοτε με άμαξα και άλλοτε με ζώα μέχρι την Κοζάνη. Από εκεί ο μεν Λέτσας κατευθύνθηκε στο Βογατσικό, ο δε Κωνσταντίνος πεζοπορώντας έφτασε στην Κλεισούρα, στην οποία μόλις είχε επιστρέψει από τη Βλάστη η οικογένειά του. Κατά την εκεί ολιγοήμερη παραμονή του συνέβη ένα άσχημο περιστατικό με τον μετέπειτα κατοχικό πρωθυπουργό Ιωάννη Ράλλη που περιόδευε εκείνη την εποχή στην περιοχή και διαμαρτυρόταν ότι δεν έτυχε της δέουσας υποδοχής από τους κατοίκους, αδιαφορώντας για το πλήγμα που είχαν υποστεί.
Μετά την απελευθέρωση ο Ιωάννης Αργυρόπουλος συνέχισε να ασχολείται με τα κοινοτικά ζητήματα και μάλιστα κατάφερε να μεταφερθεί στην Κλεισούρα η έδρα του ειρηνοδικείου και ο αστυνομικός σταθμός, που επρόκειτο να τοποθετηθούν στο Λέχοβο, προβάλλοντας τη σπουδαία εθνική δράση της κωμόπολης στους υπεύθυνους για το θέμα ανώτερους δικαστικούς, που περιέτρεχαν τη Μακεδονία ορίζοντας τις κατάλληλες πόλεις και χωριά.
Εκτός όμως της εθνικής του δράσης, ο Ιωάννης Αργυρόπουλος ήταν αφιερωμένος και στο λειτούργημα του ιατρού μέχρι τέλους της ζωής του. Οι υψηλές μάλιστα αμοιβές που έπαιρνε, μόνο όμως από όσους είχαν την ευχέρεια, τον είχαν καταστήσει στόχο των ληστών της περιοχής, που πάντα παραμόνευαν για να τον ληστέψουν. Κάποιο χειμώνα επιστρέφοντας από επίσκεψη ασθενή του στη Βλάστη, κινδύνεψε να σκοτωθεί μαζί με το άλογό του λόγω του πάγου που είχε καλύψει τον απόκρημνο και δύσβατο δρόμο. Στην τοποθεσία εκείνη ανήγειρε αργότερα μια βρύση που
οι Μπλατσιώτες ονόμαζαν τὸ π’γάδι τ’ Ἀργυρόπουλ’.
Στα τέλη Δεκεμβρίου του 1919 και λίγο πριν τα Χριστούγεννα τον κάλεσαν να επισκεφθεί ασθενή του πελάτη στη Ζαγορίτσανη, μολυσμένο από τον εξανθηματικό τύφο που είχε προσβάλει τα υποχωρούντα από τη Δυτική Μακεδονία σερβικά στρατεύματα και κατ’ επέκταση και αρκετά χωριά της περιοχής. Στις παρακλήσεις των οικείων του να μην πάει λόγω του φόβου μολύνσεώς του απάντησε: Εἶμαι ἰατρός, ὁ δὲ ασθενὴς εἶναι ἕνας απὸ τοὺς καλοὺς φίλους καὶ πελάτας μου καὶ φανατικὸς Ἕλλην καὶ εἶμαι ὑποχρεωμένος νὰ κάμω τὸ ἰατρικὸν καὶ φιλικὸν καθῆκον μου.
Θὰ φροντίσω νὰ προφυλαχθῶ νὰ μὴ πιάσω ψείρα. Η επίσκεψη όμως εκείνη ήταν μοιραία για τον Αργυρόπουλο, που πέρασε τις εορτές των Χριστουγέννων με την οικογένειά του, έχοντας όμως καταληφθεί από μια παράδοξη μελαγχολία λόγω της υποψίας ότι είχε μολυνθεί. Σε μια επίσκεψή του στο Παλιοχώρι (σημ. Φούφας) μετά από λίγες ημέρες αναγκάστηκε να διανυκτερεύσει λόγω του υψηλού πυρετού του, αλλά την επομένη επέστρεψε στην οικία του στην Κλεισούρα, όπου αφού έκανε μόνος τη διάγνωση παρήγγειλε ενέσεις και άλλα αντιπυρετικά φάρμακα. Ο γιος του Κωνσταντίνος ειδοποίησε αμέσως τους ιατρούς φίλους του πατέρα του από την Καστοριά, που πρόθυμα ανταποκρίθηκαν. Ένας άλλος μάλιστα φίλος του, ο Διευθυντής Δημόσιας Υγείας Θεσσαλονίκης Κοπανάρης, απέστειλε και δυο ανθυ-πίατρους με σχετικά φάρμακα, αλλά οι προσπάθειες αυτές δεν απέδωσαν τίποτε. Έντεκα ημέρες μετά την εκδήλωση της ασθένειας, την 20η Ιανουαρίου 1920 πέθανε, αφήνοντας ως παρακαταθήκη στους απογόνους του και σε όλους εμάς τη συχνή φράση του: Νὰ εἴμεθα ὑπερήφανοι ποὺ ἐγεννήθημεν Ἕλληνες. Στην κηδεία του
παρευρέθηκαν οι περισσότεροι συνάδελφοί του ιατροί από την Καστοριά και εκτός των κλεισουριέων και πολλοί φανατικοί φίλοι και πελάτες του από τα γύρω χωριά. Το ελληνικό κράτος τον τίμησε για την προσφορά του προς το έθνος με το παράσημο του Μακεδονικού Αγώνα 1903–1909 και τον αναγνώρισε ως πράκτορα Β΄ τάξης.
Αυτοί ήταν οι ανώνυμοι άνθρωποι του Μακεδονικού αγώνα, που με το πέρασμα του χρόνου περιβλήθηκαν το πέπλο του μύθου, αλλά παρέμειναν άγνωστοι στους μετέπειτα ερευνητές. Με την ειλικρινή τους πίστη στα μεγάλα ιδανικά αξιώθηκαν να υψωθούν ώς τη σφαίρα του μύθου και την πίστη τους αυτή τη σφράγισαν με τον θάνατο τους. Έτσι αναδείχθηκαν υπέρτεροι των ανθρωπίνων μέτρων σε φιλοπατρία, σε θάρρος, σε ανδρεία και σε πνεύμα θυσίας και κατέστησαν πρότυπα ζωής για εμάς τους νεότερους.
ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ
ΑΙΩΝΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΙΣΤΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου