Δημοβόρος βασιλεὺς, ἐπεὶ οὐτιδανοῖσιν ἀνάσσεις». Χαρά στον λαοφαγά τον άρχοντα, που ορίζει τιποτένιους!
Ιλιάς, Α 231. Απόδοση στη νέα ελληνική Καζαντζάκης - Κακριδής.
Ο εξοργισμένος Αχιλλεύς δίνει απάντηση σ' ένα φαινομενικά δυσεπίλυτο αίνιγμα που έχουν θέσει στους λαούς οι αιώνες εξάσκησης στην πολιτική τέχνη (είναι τέχνη διότι, αν ήταν επιστήμη, τα «πειράματα», δηλαδή η άσκηση πολιτικής εξουσίας, θα μπορούσαν να επαναληφθούν πολλές φορές στον ίδιο τόπο με τις ίδιες συνθήκες).
Ο «λαοφαγάς» άρχοντας είναι ο Αγαμέμνων, ο οποίος θέλει να πάρει το «γέρας» του Αχιλλέα, τη Βρισηίδα, που ήταν σκλάβα του. Ο επικεφαλής του στρατεύματος των Αχαιών στον Τρωικό Πόλεμο ήθελε με την «κατάσχεση» της σκλάβας του ατίθασου και τολμητία Αχιλλέα να αναπληρώσει τη δική του απώλεια, εκείνην της ποθητής Χρυσηίδας, την οποία έπρεπε να επιστρέψει στον πατέρα της ούτως ώστε να εξευμενιστεί ο Απόλλων. Ο Χρύσης, πατέρας της Χρυσηίδας, ήταν ιερέας του Απόλλωνα, είχε ζητήσει την επιστροφή της κόρης του από τον Αγαμέμνονα και ο βασιλεύς των Μυκηνών όχι μόνο αρνήθηκε, αλλά συμπεριφέρθηκε προσβλητικά στον ιερέα του Φοίβου.
Ο τελευταίος, ευρισκόμενος εν δικαίω, προσευχήθηκε στον Απόλλωνα να τιμωρήσει τον στρατό των Ελλήνων και οι προσευχές του εισακούστηκαν. Το θανατικό που έπεσε στο ελληνικό εκστρατευτικό σώμα υποχρέωσε τον Αγαμέμνονα να αναθεωρήσει την ασέβεια που επέδειξε στο πρόσωπο του Χρύση και να επιστρέψει την κόρη του, η οποία είχε γίνει παλλακίδα του. Ωστόσο, η εμμονή του με την ιδέα της υπεροχής έναντι των άλλων τον οδήγησε να διαπράξει το ατόπημα πάνω στο οποίο στηρίχθηκε τούτο το ομηρικό έπος. Εχοντας την αλαζονεία της εξουσίας, αντιμετωπίζει τον Αχιλλέα σαν... υπήκοο, σαν ένα ασήμαντο κομμάτι, ψηφίο ενός μεγάλου αθροίσματος δυνάμεων, και πλήττει τον πυρήνα της προσωπικότητάς του και με το ύφος του αλλά και -κυρίως- με την πράξη του να απαιτήσει τη Βρισηίδα ως «αποζημίωση» για τη δική του απώλεια.
Ο Αχιλλεύς έχει εξοργιστεί αλλά η οξύνοιά του δεν υποχωρεί ούτε ενώπιον των κυμάτων της αγανάκτησης που έχουν πλημμυρίσει το θυμικό του. Αποδίδει στον Αγαμέμνονα έναν χαρακτηρισμό αντάξιο του έπους, που μας εξιστορεί τις περιπέτειές του: «δημοβόρος». Η νεοελληνική απόδοση των Καζαντζάκη - Κακριδή είναι εξίσου εύστοχη: «λαοφαγάς»!
Η άτεχνη, βάναυση, βουλιμική αλλά τόσο αρχαϊκά ειλικρινής διεκδίκηση μιας γυναίκας οδήγησε έναν βιρτουόζο, μάγο του πολέμου, σε ένα εύστοχο συμπέρασμα. Ο ηγέτης που δεν είναι αντάξιος του αξιώματός του δεν εξαντλεί απλά τους πολίτες, τους καταναλώνει. Τους τρώει! Ο δημοβόρος επικεφαλής του συλλογικού βίου καταναλώνει πόρους, ζωές, υλικά και άυλα κεφάλαια του δήμου. Είναι... ασύμφορος και αποτελεί εξαιρετικά κακή συναναστροφή για τους υφισταμένους, τους υπηκόους, τους πολίτες του.
Ο Αχιλλεύς χαρακτηρίζει «τιποτένιους» αυτούς που ορίζει και διατάζει ο Αγαμέμνων. Αποδίδει την ουτιδανότητά τους στον βασιλέα, όχι στους ίδιους. Οι βασιλείς του ομηρικού κόσμου (όπως και οι περισσότεροι, διαχρονικά) δεν εκλέγονταν. Ο λαοφαγάς Αγαμέμνων δεν ψηφίστηκε ούτως ώστε να νομιμοποιείται κάποιος να ισχυριστεί ότι οι πολλοί προτίμησαν κάποιον σαν εκείνους. Ο βασιλιάς έδωσε το ποιοτικό στίγμα στο πλήθος. Η δική του ανημποριά να λειτουργήσει ενάρετα διαχύθηκε στην κοινωνία και μετέτρεψε τον λαό σε τιποτένιους.
Αυτό, η ηγεσία που αλλάζει και συμπαρασύρει ολόκληρη την κοινωνία στους ρυθμούς της, παρότι έχει αποδειχθεί πολλές φορές στην ελληνική Ιστορία, τίθεται συχνά ως τάχα ρητορικό ερώτημα ή ακόμα και τοποθέτηση: Διαλέγουμε αυτούς που μας αξίζουν;
Κι όμως, η ίδια η φύση της διαπίστωσης είναι μια πλάνη. Ο Ομηρος στα έπη του ξεκαθαρίζει αρκετά ζητήματα υψηλής και καθημερινής πολιτικής, γεωπολιτικής, ψυχολογίας και κοινωνικής μηχανικής. Στην «Ιλιάδα» και την «Οδύσσεια» είναι συμπυκνωμένη η φοβερή περιπέτεια της πάλης του ανθρώπου με τον θάνατο, τον εαυτό και τον περίγυρό του - κοινωνικό και φυσικό. Τα μόνα που απαιτούνται για να αντληθεί πλούτος από τούτο το πνευματικό θησαυροφυλάκιο της ανθρωπότητας είναι ανοικτό πνεύμα, φαντασία και παρατηρητικότητα.
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΑΙΩΝΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΙΣΤΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου