Με αφορμή τις Τουρκικές προκλήσεις το 2019 και εν μέσω προεκλογικής αναμέτρησης η κατάσταση της αποτρεπτικής στρατηγικής της Ελλάδας είναι απογοητευτική. Η εθνική στρατηγική ενός οποιουδήποτε αξιόπιστου και βιώσιμου κράτους θέτει ως κόκκινες γραμμές την εφαρμογή των προνοιών του διεθνούς δικαίου και των Συμβάσεων για την εθνική Επικράτεια. Την ασφάλεια επίσης και την ακεραιότητα αυτής της Επικράτειας. Ορίζονται οι απειλές, ορίζονται τα μέσα εκπλήρωσης των ιεραρχημένων εθνικών συμφερόντων –με υπέρτατο, τονίζουμε την ασφάλεια και ακεραιότητα της Επικράτειας και την επιβίωση του κράτους– και συνδυάζονται τα διαθέσιμα μέσα με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Η στρατηγική, εξάλλου, ορίζεται ως η χρήση των μέσων για την εκπλήρωση των σκοπών, εδώ των ιεραρχημένων εθνικών συμφερόντων.
Η αντιμετώπιση των απειλών συνεπάγεται εσωτερική εξισορρόπηση με τους οικείους συντελεστές ισχύος και εξωτερική εξισορρόπηση με συμμαχίες. Για τις συμμαχίες θα επανέλθουμε πιο κάτω. Πολύ σύντομα λέμε ότι το σκέλος της εσωτερικής εξισορρόπησης είναι το σημαντικότερο της εθνικής στρατηγικής ενός κράτους. Απαιτεί:
- ποιοτική και ποσοτική επάρκεια πολεμικών μέσων,
- αξιόμαχη στρατιωτική ηγεσία,
- επεξεργασμένα επιτελικά σχέδια,
- υποστηρικτική οικονομική υποδομή,
- υποστηρικτικό εθνικό φρόνημα, ικανή,
- αξιόπιστη πολιτική ηγεσία,
- σταθερότητα στόχων και προσεγγίσεων ανεξάρτητα πολιτικών διακυμάνσεων,
- πλήρη συνεργασία πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας,
- υποστηρικτικές κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις,
- ετοιμότητα / αποφασιστικότητα προάσπισης εθνικού συμφέροντος,
- διπλωματία υψηλών προδιαγραφών που προϋποθέτει γνώση της διεθνούς πολιτικής εκ μέρους της πολιτικής ηγεσίας
- και διαρκή μέριμνα διαφύλαξης της αξιοπιστίας της αποτρεπτικής φήμης της χώρας.
Η αποτρεπτική αξιοπιστία θεωρείται βέλτιστη εάν διαθέτουμε επαρκή οικεία ισχύ άμυνας κατά των απειλών, δυνατότητα αξιοποίησης των οικείων ερεισμάτων και των αδυναμιών ή λαθών του κράτους που απειλεί, διασφάλισης επαρκών πληροφοριών ιδιαίτερα για τα σχέδια και την ισχύ του αντιπάλου και ως εκ τούτου γνώση των τρωτοτήτων του αντιπάλου.
Μείζον είναι βέβαια ότι ένα αξιόπιστο κράτος ποτέ δεν νομιμοποιεί με έμμεσο ή άμεσο τρόπο τις αναθεωρητικές απειλές ενός άλλου κράτους. Ενώ εδώ θα μπορούσαμε να συμπεριλάβουμε και την συμφωνία των Πρεσπών, στεκόμαστε μόνο στην Τουρκία και λέμε ότι παρά την αποτροπή των απειλών τις τελευταίες δεκαετίες στην Θράκη, στο Αιγαίο (πλην Ιμίων) και την περαιτέρω προώθηση των τετελεσμένων στην Κύπρο, τους τελευταίους μήνες η Ελλάδα διολισθαίνει ποικιλότροπα σε έμμεση τουλάχιστον νομιμοποίηση των αναθεωρητικών Τουρκικών αξιώσεων. Στην Κύπρο δε, όπου και η Αχίλλειος πτέρνα λόγω απόστασης, η με κάθε κριτήριο ακύρωση του Ενιαίου Αμυντικού Χώρου πλήττει όχι μόνο τα Ελληνικά συμφέροντα δημιουργώντας κίνδυνο κατάλυσης της Κυπριακής Δημοκρατίας αλλά επιπλέον ευρύτερα πλήττει και την αξιοπιστία της Ελλάδας ως αποτρεπτικό κράτος.
Για την Τουρκική απειλή επειδή πολλά λέγονται, θα μπορούσαμε, πριν θίξουμε το ζήτημα των συμμαχιών, να ειπωθούν μερικά πράγματα.Προηγουμένως γίνεται σαφές ότι ο ακριβής ορισμός της απειλής σε συνάρτηση και με τα απαιτούμενα μέσα αντιμετώπισής της είναι αποκλειστική υπόθεση των κρατικών επιτελείων άμυνας και ασφάλειας, πρωτίστως των Ενόπλων Δυνάμεων. Τα μέσα πού διαθέτουμε για την αποτροπή είναι ευθέως ανάλογα του πως ορίζεται η απειλή. Ούτε ένα δολάριο περισσότερο ούτε ένα λιγότερο, συνηθίζεται να γράφεται σε αναλύσεις στρατηγικής.
Κοινός παρονομαστής ως προς τον οποίο η καθολική πολιτική ομοφωνία είναι αξίωμα, αφορά το γεγονός ότι η τουρκική απειλή είναι υπαρξιακού χαρακτήρα: Έχει ιστορικές ρίζες και σχετίζεται με τον χαρακτήρα του τουρκικού καθεστώτος και των πολιτικών του κυμάνσεων. Υπό ένα ευρύτερο πρίσμα με ιστορικούς όρους τα Βαλκάνια είναι ανάχωμα κατά των ηγεμονικών επιδιώξεων της δύναμης που βρίσκεται ή εφορμά από την Μικρά Ασία. Με κάθε κριτήριο στο πολυσυζητημένο βιβλίο του Νταβούτογλου «Στρατηγικό βάθος» γίνεται σαφές ότι οι Τούρκοι στο σύνολό τους έτσι βλέπουν την Ελλάδα εξ ου και με κάθε κριτήριο ορισμού η Τουρκική απειλή εμπίπτει στα πεδία που η στρατηγική θεωρία ονομάζει «απέραντη απειλή». Εάν δηλαδή εκτελεστεί δεν είναι προδιαγεγραμμένα τα νέα σύνορα. Θα είναι εκεί που ο επιτιθέμενος θα κατορθώσει να φτάσει όταν ο πόλεμος θα τερματιστεί.
Πάντα σε γενικές γραμμές, δεν μπορεί να υπάρχει Έλληνας που να αμφισβητεί που πρέπει να βρίσκονται τα σύνορα της Ελλάδας συμπεριλαμβανομένων αυτών που dejure προβλέπει το δίκαιο της θάλασσας(που νόμιμα, θεμιτά και νομιμοποιημένα περίπου διπλασιάζει την Ελληνική Επικράτεια) ή Έλληνας που να αμφιβάλλει για το γεγονός ότι η Τουρκία στο κεντρικό μέτωπο και στην Κύπρο επιδιώκει την αυθαίρετη και παράνομη αλλαγή του ισχύοντος εδαφικού και κυριαρχικού καθεστώτος.
Συμπεριλαμβάνονται η εναέρια κυριαρχία, τα χωρικά ύδατα, η υφαλοκρηπίδα, η ΑΟΖ, τα νησιά, οι νησίδες και οι βραχονησίδες. Στην Κύπρο με την λεγόμενη διζωνική, δικοινοτική ομοσπονδία με πολιτική ισότητα (σε εθνική ρατσιστική βάση) σημαίνει πλήρη επικυριαρχία, ομηρία εκατοντάδων χιλιάδων Ελλήνων και πλήρη αλλαγή των θαλάσσιων οριοθετήσεων. Στην Θράκη ρητά και απερίφραστα η Τουρκία απειλεί με «κυπροποίηση», δηλαδή μετατροπής των μουσουλμάνων σε στρατηγική μειονότητα.
Συνολικότερα η Τουρκία ρητά και απερίφραστα αποσκοπεί όχι μόνο για αναθεώρηση συνόρων και κυριαρχίας αλλά επίσης για κατάκτηση ηγεμονικής θέσης με δομική ανατροπή της ισορροπίας ισχύος και με κατάκτηση γεωπολιτικών ερεισμάτων που θα αλλάξουν τους περιφερειακούς στρατηγικούς συσχετισμούς. Υπογραμμίζεται ότι η Τουρκία ως προς αυτά πέρασε τις κόκκινες γραμμές επειδή οι σκοποί αναθεώρησης του εδαφικού και κυριαρχικού καθεστώτος συνοδεύονται από ολοένα μεγαλύτερες και πιο συγκεκριμένες στρατιωτικές ενέργειες.
Ενώ λοιπόν από καιρό, αλλά πολύ εντατικά και ανεύθυνα τους τελευταίους μήνες, η Ελλάδα βρίσκεται σε μια δύσκολη θέση στο πλαίσιο μιας αδυσώπητης αναμέτρησης μέσων και θελήσεων. Αντί να μαζέψουμε όλες μας τις δυνάμεις, να συσπειρωθούμε στο πλαίσιο μιας αναγκαίας και μη εξαιρετέας πολιτικής συναίνεσης, παρατηρείται ότι αφενός απουσιάζουν –εν μέσω προεκλογικής αναμέτρησης που συνήθως για θέματα εθνικής ασφάλειας πρέπει να ισχύει το αντίθετο– ρητοί και καταγεγραμμένοι προγραμματικοί προσανατολισμοί της εθνικής στρατηγικής και αφετέρου εμείς οι ίδιοι αποδυναμώνουμε την αξιοπιστία μας με ανεύθυνες δηλώσεις, αντιφάσεις, μισόλογα και κινήσεις που καταμαρτυρούν αδυναμία και υποχωρητικότητα.
Να μην υπάρχει αμφιβολία ότι εδώ σε ένα κείμενο όπως το παρόν, δεν μπορούν να ειπωθούν συγκεκριμένες ενέργειες που αποτελούν προνόμιο αλλά και έργο της πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας. Μπορεί εν τούτοις να επισημανθεί ότι αναδεικνύεται
1. Έλλειμμα ή και παντελής απουσία πολιτικής συναίνεσης.
2. Απουσία ενός ευδιάκριτου προσανατολισμού και των προαναφερθέντων κόκκινων γραμμών της αποτρεπτικής μας στρατηγικής.
3. Κινήσεις που είναι τακτικού και όχι στρατηγικού χαρακτήρα ή και απελπισμένο καταφύγιο μάταιων ελπίδων όπως η καλλιέργεια δυνατοτήτων αποτελεσματικής ευρωπαϊκής συμπαράστασης. Ευρύτερα όπως από καιρό έχουμε επισημάνει, βρισκόμαστε σε μια ρευστή ενδιάμεση κατάσταση όπου διαρκώς η πλάστιγγα γέρνει ολοένα και περισσότερο προς τα Τουρκικά συμφέροντα.
Σε μια τέτοια κατάσταση, θεωρούνται ως ανεύθυνες διάφορες δηλώσεις όπως «να μην είμαστε μονοχοφάηδες», «η Τουρκία έχει μεγάλα θαλάσσια σύνορα» ή και αμφιταλαντεύσεις για το που βρίσκεται το Καστελόριζο. Δηλώσεις επίσης ακόμη και από επίσημα χείλη για το «μερίδιο» της Τουρκίας στα ενεργειακά δρώμενα της Ανατολικής Μεσογείου ως και να μην γνωρίζουμε τι ακριβώς επιδιώκει η Τουρκία.
Για να το πούμε διαφορετικά, πέραν της ολοένα μεγαλύτερης «εθιμικής καθιέρωσης» των «διαφορών» έχουμε και ρητές υποχωρήσεις από τις πρόνοιες του διεθνούς δικαίου, στάσεις που οδηγούν και σε προσαρμογή των θέσεων τρίτων κρατών. Γιατί τα κράτη, πρέπει να ξέρουμε, ιδιαίτερα τα ισχυρά, έχουν μακροχρόνιους σχεδιασμούς οι οποίοι, με δεδομένη πια την Ελληνική αδυναμία, διαρκώς αλλάζουν τα σχέδιά τους για την Τουρκία σχεδόν πάντα αρνητικά για την Ελλάδα ακόμη και όταν συγκρούονται με την Άγκυρα. Η Τουρκία, με ή χωρίς των Ερντογάν, δεν είναι ένα οποιοδήποτε κράτος στους γεωπολιτικούς σχεδιασμούς των μεγάλων δυνάμεων. Το σημαντικότερο κριτήριο για αυτές είναι κατά πόσο η Ελλάδα μπορεί ή δεν μπορεί να αποτρέψει την τουρκική απειλή.
Τέλος, οι συμμαχίες. Αν και ένα πολύ σημαντικό ζήτημα της στρατηγικής ενός κράτους εδώ θα περιοριστούμε λόγω χώρου σε μερικές νύξεις και μπορούμε να επανέλθουμε. Κατ’ αρχάς, η ουσία πάντα βρίσκεται στις ειδοποιούς διαφορές. Δεν τίθεται ζήτημα σημασίας της ανάγκης αξιοποίησης των συμμετοχών σε διεθνείς θεσμούς, συμμαχίες και μεγιστοποίησης του οφέλους λόγω συγκλίσεων συμφερόντων όπως για παράδειγμα των ενεργειακών. Όμως πάντα ισχύουν, μεταξύ άλλων, τέσσερα πράγματα.
- Η συμμαχική υπόσχεση σε κάθε τυπική ή άτυπη σχέση δεν είναι ποτέ βεβαία ενώ το κατά πόσο ένα κράτος θα σπεύσει να συνδράμει στρατιωτικά ένα άλλο επηρεάζεται από πολλές μεταβλητές μεγάλης κύμανσης. Η ρευστότητα της σύγχρονης διεθνούς πολιτικής και οι καταιγιστικές στρατηγικές ανακατατάξεις επιτείνουν αυτό τον παράγοντα.
- Οι ισχυρότερες συμμαχίες της ιστορίας ήταν άτυπες, όπως για παράδειγμα, στην σύγχρονη εποχή, Κίνας-ΗΠΑ επί Μάο-Νίξον και Ισραήλ-ΗΠΑ μετά το 1945. Το μείζον είναι όπως λέμε η «ισορροπία των απειλών» (balanceofthreats) και το τι συμφέρον διακυβεύεται. Τα εμπλεκόμενα κράτη βρίσκονται σε μια διελκυστίνδα προσπαθειών καλλιέργειας παραστάσεων και θέσεων που συμφέρουν, ενώ, λέμε με νόημα, έχουν λιγότερη σημασία οι επετειακές φωτογραφίες των αρχηγών κρατών που κρατούν σφικτά τα χέρια αλλήλων και μεγαλύτερη σημασία οι συμφωνίες μέσα στα «μυστικά κουτιά της διπλωματίας». Παραμένει ότι έτσι λειτουργώντας οι παραστάσεις στρατηγικής αξιοπιστίας πρέπει να είναι πάντα καλά επιμελημένες και προσεγμένες. Όπως ς συνηθίζεται να γράφεται, «ακόμη και οι μορφασμοί του προσώπου όταν ένας πολιτικός ή στρατιωτικός ηγέτης μιλά για την στρατηγική μετρά αρνητικά ή θετικά στην αξιοπιστία του κράτους».
- Διεθνείς θεσμοί όπως ο ΟΗΕ, η ΕΕ και άλλοι συμπεριλαμβανομένου του ΝΑΤΟ είναι πολύτιμα πεδία διπλωματίας, συναλλαγών και απόκτησης νομικών ερεισμάτων για τον αμυνόμενο αλλά δεν είναι το κύριο μέσο μιας εθνικής στρατηγικής όσον αφορά την ασφάλεια της Επικράτειας. Έτσι, όταν πανηγυρίζαμε για «εγγύηση των ελληνικών συνόρων επειδή ενταχθήκαμε στην ΔΕΕ» εμείς τότε προειδοποιήσαμε έγκαιρα ότι αφενός δεν θα πέσουν Δανοί αλεξιπτωτιστές στην Ρόδο και αφετέρου ότι το σημαντικότερο έρεισμα θα μπορούσε να είναι συνεργασίες στην αμυντική βιομηχανία. Εδώ είμαστε όπως ξέρουμε και δεν είναι υπερβολή να ειπωθεί ότι πολλοί Έλληνες ακόμη και ηγέτες αντί να ξέρουν πως θα εκμεταλλευτούν τις συμμετοχές αυτές περιμένουν Ευρωπαίους ή άλλους αλεξιπτωτιστές να επιπέσουν κατά των επιτιθέμενων Τούρκων. Το ίδιο επίσης για την ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ όταν το επιχείρημά μας ήταν πως έτσι δημιουργούνται ερείσματα στα πεδία του Κοινοτικού νομικού κεκτημένου και ότι η στρατηγική μας θα μπορούσε να ενισχυθεί με διασυνδέσεις αλλά και ακλόνητη επίκληση εφαρμογής του κεκτημένου αυτού στην λύση του Κυπριακού.
- Όπως ήδη υπαινιχθήκαμε και τονίσαμε, το κυριότερο κριτήριο στην διαμόρφωση των θέσεων και εναλλακτικών αποφάσεων των άλλων κρατών είναι η αξιοπιστία της δικής εθνικής αποτρεπτικής στρατηγικής. Ενώ για παράδειγμα οι ΗΠΑ ούτε αγαπούν ούτε μισούν τους Τούρκους ή τους Έλληνες, ένα κύριο κριτήριο είναι το κόστος για όλους από το κατά πόσο εάν η Ελλάδα δεχθεί επίθεση μπορεί να την αποκρούσει ή και να αντεπιτεθεί και να συντρίψει τον επιτιθέμενο. Μιλάμε για τον στρατηγικό ορθολογισμό των παικτών, τον σημαντικότερο ίσως όρο της στρατηγικής θεωρίας, ότι δηλαδή όλοι οι δρώντες κάνουν υπολογισμούς κόστους και οφέλους εναλλακτικών αποφάσεων και εναλλακτικών αποτελεσμάτων δικών τους και τρίτων. Το ζήτημα είναι πάντα: Τι κόστος και τι όφελος δημιουργεί ο αμυνόμενος για τον επιτιθέμενο και όλους τους άλλους.
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΟΙΟΤΗΤΑ
ΑΙΩΝΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΙΣΤΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου