"Τό αίτιον τού παρόντος μου είναι νά σάς ειδοποιήσω, αδελφοί μου φιλογενείς, ότι σήμερον έφθασεν ο κουριέρης (αγγελιοφόρος) από Κωνσταντινούπολιν καί μάς γράφουν τάς μεγάλας δυνάμεις καί τάς ετοιμασίας, οπού εκστρατεύει ο σουλτάνος πρός τό μέρος τής Ελλάδος διά ξηράς καί θαλάσσης. Ο στόλος του είναι από κομμάτια 58, από τριπόντες έως μπρίκια. Είναι οι τριπόντες 2, ντιλίνια 8, βάζει όμως καί 60 ορτάδες (λόχους) γιανιτσάρων μέσα, προσέτι έπεμψε καί εις όλην τήν επικράτειαν προσταγές, ήτοι φιρμάνια αφοριστικά διά νά τρέξουν όσοι πιστοί Ανατολή καί Ρούμελη. Προσέτι (επιπλέον) προστάζει όλην του τήν δύναμιν καί τούς δίδει τήν άδειαν νά κτυπήσουν, νά αφανίσουν, νά σκλαβώσουν όλον τό μέρος τής Ελλάδος καί τά νησιά - Ψαρά πρώτον, Σάμον, Τήνο, Ύδρα, Σπέτσες καί Κάσον. Από επτά χρονών καί πάνω σκλάβον δέν θέλει, μόνο σπαθί...".
Τήν 16ην Μαΐου 1824 ελήφθη πληροφορία εις Ψαρά ότι ο τουρκικός στόλος ήτο πλέον έτοιμος νά αποπλεύση διά νά κτυπήση τά Ψαρά. Οι Ψαριανοί απηυθύνθησαν πρός τήν κυβέρνησιν, ζητούντες νά ληφθούν επειγόντως μέτρα πρός αντιμετώπισιν τού κινδύνου, αλλά τό εκτελεστικόν επέδειξε τήν συνήθη του αδιαφορίαν. Δέον νά σημειωθή ότι μεταξύ τών τριών νήσων είχεν εκδηλωθή αντιμαχία, οι δέ Σπετσιώται καί Ψαριανοί εδυσπίστουν πρός τήν Ύδραν, τήν οποίαν κατηγόρουν ότι εφρόντιζε μόνον περί αυτής, ενδιαφερομένη διά τήν είσπραξιν τών εσόδων τού Αιγαίου πρός τόν σκοπόν όπως διαθέτη τά χρήματα μόνον πρός ενίσχυσιν τού στόλου της.
Όταν ο τουρκικός στόλος εξήλθε τών Στενών, η Βουλή τών Ψαρών απέστειλε, τήν 12ην Ιουνίου 1824, επιστολήν πρός τούς παραστάτας τής νήσου εις τό βουλευτικόν μέ έγγραφον πρός τήν διοίκησιν, διά τής οποίας εζητείτο νά εκπλεύση ο στόλος πρός αντιμετώπισιν τού κινδύνου. Εις τήν έκκλησιν ταύτην η κυβέρνησις απήντησε δι' εγγράφου υπό ημερομηνίαν 17 Ιουνίου, υπογραφομένου υπό τών Γεωργίου Κουντουριώτου, Παναγιώτη Μπόταση, Ιωάννου Κωλέττη, Αναγνώστη Σπηλιωτάκη εις τό οποίον ανεφέροντο μεταξύ άλλων καί τά εξής:
"Σείς ενώ περιμένετε περίστασιν, καί αύθις τούς εχθρούς νά τρομάξετε, ηξεύρετε ότι καί όλοι οι λοιποί Έλληνες στέκονται προσεκτικοί νά χειροκροτήσωσι τόν ελληνικόν στόλον. Χθές έλαβεν η διοίκησις τήν χαροποιόν αγγελίαν ότι εξέπλευσαν τά υδραιοσπετσιώτικα πλοία, καί ελπίζει μέχρι τούδε νά έφθασαν αυτόθι (εκεί) καί συνεννοηθήτε καθ' όλα."
Είναι όμως γνωστόν ότι οι στόλοι τής Ύδρας καί τών Σπετσών ανεχώρησαν διά Κάσον καί όχι διά Ψαρά, ο δέ Νικόδημος ορθώς παρατηρεί εις τό "Υπόμνημά" του ότι ψευδώς τό εκτελεστικόν ανήγγειλεν εις τούς Ψαριανούς περί τής αφίξεως τού ελληνικού στόλου τήν 17ην Ιουνίου 1824, διότι καί τήν ημερομηνίαν τής αναχωρήσεως καί τόν προορισμόν του εγνώριζε.»
Μάταια οι Ψαριανοί παραστάτες Νικόλαος Βελισσάριος, Γεώργιος Καλαφάτης, Απόστολος Νικολάου καί Νικόλαος Λουμάκης επιχειρούσαν νά πείσουν τό Εκτελεστικό νά μή στείλει τό στόλο στήν ήδη κατεστραμμένη Κάσο, αλλά νά τόν κατευθύνει βορείως πρός τά Ψαρά, πού βρίσκονταν υπό άμεση απειλή.
"Ημέτεροι Παραστάται!
Σπεύδομεν αύθις νά σάς περικλείσομεν επιστολήν μας πρός τήν υπερτάτην Διοίκησιν, πληροφορητικήν τών κινημάτων καί σκοπών τού εχθρικού στόλου από 70 πλοία μικρά καί μεγάλα, ός τις ευρίσκεται ήδη εις Μυτιλήνην, εξ ών 17 μεγάλα είναι εις τήν επιφάνειαν κατά τό Σίγρι. Έχει εμβαρκάτους έως 15.000 στρατόν, κηρύττει ότι θέλει κτυπήσει ή τήν Σάμον, ή τήν νήσον μας καί σήμερα ή αύριον τόν περιμένομεν...
Τή 12η Ιουνίου 1824 - Η Βουλή τής νήσου Ψαρών."
Εκ τών αποφασισθέντων πρός έκπλευσιν πλοίων, πεντήκοντα ενός τόν αριθμόν καί δεκατεσσάρων ηφαιστείων, εξέπλευσαν μέρος μετά παρέλευσιν πεντήκοντα πέντε ημερών (Υδραίων καί Σπετσιωτών), αλλά διά πού; διά τά κινδυνεύοντα Ψαρά; όχι. Διά τήν καταστραφείσα Κάσσον. Οι δέ πρόκριτοι τών Σπετσών αναγγέλουσι τήν έκπλευσιν των πρός τήν Διοίκησιν διά τής επομένης αναφοράς.
"Πρός τό Σεβαστόν Εκτελεστικόν Σώμα.
Ειδοποιούμεν τήν Σεβαστήν Διοίκησιν ότι όλος ο ημέτερος στόλος αναχωρεί ήδη εντεύθεν, καί κατ' ευθείαν πρός Κάσσον διευθύνει τάς πρώρας. Ευχόμεθα τοιγαρούν (επομένως) πρός Θεόν, νά επιβραβεύση εις αυτόν ουρανόθεν τήν νίκην, πρός δόξαν τού ονόματός του, καί ευλόγησιν τού λαού του.
Εκ Σπετσών, τήν 16ην Ιουνίου 1824 - Οι πρόκριτοι τής νήσου Σπετσών."
Τό δέ Εκτελεστικόν πέμπει τήν εξής διαταγήν.
"Προσωρινή Διοίκησις Ελλάδος
Τό Εκτελεστικόν Σώμα, πρός τούς κυρίους προκρίτους τής νήσου Σπετσών.
Ελήφθη η χθεσινή επιστολή σας ειδοποιούσα τήν έκπλευσιν καί διεύθυνσιν πρός τήν νήσον Κάσσον τών πλοίων σας. Η Διοίκησις επήνεσε τόν πατριωτισμόν καί τόν ζήλον όπου βασιλεύει εις τάς ευαισθήτους καρδίας σας καί χαίρει κατά πολλά διά τήν προθυμίαν, ήν έχετε διά τήν καταστροφήν τών εχθρών τής πατρίδος, καί εύχεται διά νά επιστρέψουν εστεμμένα μέ τά νικητήρια.
Εν Ναυπλίω, τήν 17ην Ιουνίου 1824 - Ο πρόεδρος"
Επί δέ τής αναφοράς τής Βουλής τών Ψαρών τής 12ης Ιουνίου, πέμπει τήν εξής διαταγήν.
"Προσωρινή Διοίκησις Ελλάδος
Τό Εκτελεστικόν Σώμα, πρός τούς ευγενεστάτους προκρίτους τής νήσου Ψαρών.
Ελήφθη η αναφορά σας από τάς 12 τού τρέχοντος καί εξ αυτής βεβαιούται η Διοίκησις όσην πεποίθησιν πατριωτισμού, καρτερίας καί γενναιότητος συνέλαβε διά τούς ανδρείους Ψαριανούς, καί όσην ελπίδα ελληνικής προόδου καί καταδιωγμού εχθρικού έχει από τούς απτοήτους σας προμάχους ναύτας.
Χθές έλαβεν η Διοίκησις τήν χαροποιάν αγγελίαν ότι εξέπλευσαν τά υδραιοσπετσιώτικα πλοία, καί ελπίζει μέχρι τούδε νά έφθασαν αυτόθι (ακριβώς εκεί) καί συνεννοηθήτε καθ' όλα. Εκπλεύσετε λοιπόν κύριοι καί τά υμέτερα (δικά σας) πλοία, οδηγηθήτε από τάς περιστάσεις καί τά εχθρικά κινήματα καί συμφώνως πράξατε ό,τι περιμένει πάλιν τό ενεστώς νά ιδή από τάς τρείς ναυτικάς νήσους.
Τή 17η Ιουνίου 1824, εν Ναυπλίω
Ο πρόεδρος Γεώργιος Κουντουριώτης, Παναγιώτης Μπότασης, Ιωάννης Κωλέττης, Αναγνώστης Σπηλιωτάκης."
Τέλος πάντων εστάλη εις τούς Ψαριανούς διαταγή, ουχί ειλικρινής, ίνα εκπλεύσωσι τά πλοία των, αλλά πρός τίνα πλέον σκοπόν; ήτο πλέον αργά. Αι ανωτέρω διαταγαί πρός τούς προκρίτους Σπετσών καί Ψαρών φέρουσι τήν αυτήν χρονολογίαν. Ώστε εγράφησαν τήν αυτήν ημέραν, εκ δέ τού αύξοντος αριθμού δηλούται ότι εγράφησαν καί τήν αυτήν ώραν. Ο δέ σκοπός των είναι ανεξήγητος καί τά γραφόμενα ακατάληπτα, διότι εις μέ τούς προκρίτους Σπετσών λέγει "χαίρω διά τήν έκπλευσιν τών πλοίων εις Κάσσον", εις δέ τούς Ψαριανούς κρύπτει τήν αποστολήν εις Κάσσον καί τούς λέγει ότι τά υδραιοσπετσιώτικα εξέπλευσαν καί ελπίζει νά έφθασαν αυτόθι (εις Ψαρά)...»
Ο Μαχμούτ είχε φροντίσει μέ φετβά (θρησκευτικό διάταγμα) νά καλέσει τούς πιστούς σέ ιερό πόλεμο κατά τών απίστων μέ αποτέλεσμα νά συγκεντρωθούν στά παράλια τής Μικράς Ασίας χιλιάδες άτακτοι στρατιώτες οι οποίοι περίμεναν τά πλοία πού θά τούς μετέφεραν στίς εστίες τής ελληνικής επανάστασης. Ο Χοσρέφ παρέλαβε επιπλέον Αλβανούς στρατιώτες από τήν Θεσσαλονίκη, ούτως ώστε νά έχει στή διάθεσή του μία αξιόλογη αποβατική δύναμη. Τό μεγαλύτερο μέρος τού στόλου του περιπολούσε ανοιχτά στό Σίγρι τής Λέσβου, γιά τυχόν επίθεση από τόν ελληνικό στόλο, η οποία όμως δέν θά γινόταν ποτέ. Τά Ψαρά ήταν πλέον στό έλεος τών γενιτσάρων καί τών ατάκτων μουσουλμανικών στιφών τής Ανατολής.
Τήν ημέρα πού ο ελληνικός στόλος ξεκινούσε από τίς Σπέτσες καί τήν Ύδρα μέ κατεύθυνση τήν Κάσο, φάνηκε ο τουρκικός στόλος έξω από τά Ψαρά. Μόνο η εμφάνιση τού ελληνικού στόλου, θά ήταν δυνατή νά τρέψει τόν άτολμο Τούρκο ναύαρχο σέ φυγή. Οι Ψαριανοί όμως θά αντιμετώπιζαν ολομόναχοι τόν εχθρό, μέ εξαίρεση μερικούς Μακεδόνες καί Αρβανίτες οπλαρχηγούς, οι οποίοι μάλιστα τούς εξανάγκασαν νά χαλάσουν τά πηδάλια τών πλοίων τους ώστε νά μήν τούς εγκαταλείψουν σέ περίπτωση ήττας από τόν τουρκικό στρατό. Η ολέθρια αυτή απόφαση θά στοίχιζε αργότερα τή ζωή σέ χιλιάδες αμάχους.
Γέμισε η θάλασσα καράβια, ίσαμε 235 μεγάλα καί μικρά πλεούμενα. Πολλά από τά φορτηγά, τά γεμάτα στρατό, ήταν ευρωπαϊκά καί γιά τούτο αρμένιζαν δίχως παντιέρα. Έτσι στέκονταν εν τάξει μέ τήν ουδετερότητα πού είχαν προκηρύξει οι κυβερνήσεις τους. Σ' αυτά βρίσκονταν στοιβαγμένοι πάνω από 15.000 πολεμιστές. Μά κι από τούς πιλότους οι περισσότεροι Ευρωπαίοι. Τούς προμήθεψαν στούς Τούρκους οι Λεβαντίνοι (Ευρωπαίοι τής Σμύρνης), πού μέ κάθε τρόπο γύρευαν νά λείψει τούτη η σφηκοφωλιά πού έβλαφτε τό εμπόριό τους.
Προστάζει ο Χοσρέφ ν' αρχίσει η απόβαση. Φελούκες, σαλούπες, σκαμπαβίες, λαντσόνια γεμάτα ασκέρι, αθώρητα μέσα στή θολούρα τής μάχης φτάνουν στήν ξηρά. Μπήγοντας οι Τούρκοι τίς πολεμικές τους κραυγές ορμάνε νά πατήσουν τά ταμπούρια τών Ψαριανών. Θερίζονται όμως από τή φωτιά τών δικών μας, πισωδρομάνε, ξαναμπαίνουν στά πλεούμενά τους καί φεύγουν. Λυσσομανάει ο Χοσρέφ. Στέλνει καινούργιο ασκέρι μέ τήν προσταγή στά πληρώματα μόλις τούς βγάλουν στήν ξηρά ν' αποτραβηχτούν, έτσι πού νά μήν τούς απομένει τίποτ' άλλο παρά είτε νά νικήσουν είτε νά χαθούν. Προσπάθησαν, πολέμησαν καί χάθηκαν.
Μόλις θαμποχάραξε η άλλη μέρα (Σάββατο, 21 Ιουνίου 1824) τά κανόνια τής αρμάδας αρχίζουν νά κτυπάνε τίς ντάπιες (προμαχώνες) τού Κάναλου. Σύγκαιρα ώς εκατό σαλούπες καί λαντσόνια ξαναρίχνουν καινούργια στρατεύματα στήν ξηρά. Κι όπως λογαριάζουν πώς τά πρώτα κύματα τής νέας επίθεσης τους θά τσακίζονταν, είχαν δεμένες τίς σαλούπες μέ σκοινιά από τά καράβια τους, νά τίς τραβάνε πίσω, νά τίς ξανακαργάρουν (ξαναγεμίσουν) πολεμιστές καί νά τίς ξαναστέλνουν στή στεριά. Τέσσερις ώρες κράταγε ο πεισματικός αυτός πόλεμος δίχως κανένα κέρδος τών Τούρκων.
Βλέποντας ο Χοσρέφ, τά ρετζάλια (αξιωματικοί) του καί οι Ευρωπαίοι αξιωματικοί πού είχε συμβουλάτορές του πώς τόσο αίμα χύσανε νά ξεφωλιάσουν από τά ταμπούρια τού Κάναλου τούς δικούς μας δίχως τίποτα νά πετύχουν, προστάζουν, τά ευρωπαϊκά φορτηγά νά βγούνε από τήν παράταξη καί νά τραβήξουνε αλλού. Πίσω από τά σύννεφα καπνού, πού τά έκανε αθώρητα στούς Ψαριανούς, προχωράνε κατά τή βορειοανατολική άκρη τού νησιού, συνοδευόμενα από πολλές φρεγάδες.
Πατάνε τή μικρή αμμουδιά στόν Ερινό κι αρχίζουν νά σκαρφαλώνουν στήν απότομη πλαγιά. Φτάνουν σέ στενό μονοπάτι, όπου κάποιος μοναχικός Έλληνας, βιγλάτορας εκεί, τούς σταματά. Καθώς οι Τούρκοι δέν μπόραγαν μ' άλλο τρόπο ν' ανεβούν παρά ο ένας πίσω από τόν άλλον, σκοτώνει ίσαμε έντεκα. Τρομαγμένος όμως από τό πλήθος τών εχθρών πού μεγάλωνε αδιάκοπα, γυρεύει νά φύγει. Τόν κυνηγάνε καί τόν ξεκάνουν. Ξεμπουκάρουν τότε πάνω στήν κορυφή τού κάβου, ορμάνε καί φτάνουν στήν ντάπια μέ τά τρία κανόνια πού κουλάντριζαν ως τριάντα Ψαριανοί πού ξαφνιάζονται, πισωδρομάνε, λιώνουν. Οι Τούρκοι, συνεπαρμένοι από τήν επιτυχία τους, χύνονται πάνω στούς Λιάπηδες (Αρβανίτες), πού μ' αρχηγό τους τόν Κότα ήταν ταγμένοι νά υπερασπίσουν τήν ντάπια. Ο Κότας, μπροστά στό χρήμα πού καρτέραγε νά πάρει από τόν εχθρό, ξεχνά καί δόξα καί τιμή καί όρκους καί προστάζει τούς δικούς του νά ρίξουν τ' άρματα καί νά παραδοθούν.
Ίσαμε δέκα χιλιάδες Τούρκοι ροβόλαγαν πιά χωρισμένοι σέ δύο κολώνες, πάνω στά Ψαρά. Η μία τράβαγε γιά τό Φτελιό καί η άλλη γιά τήν πολιτεία. Οι δικοί μας στό Φτελιό αντισκόβουν τήν πρώτη ορμή τους καί τούς αναγκάζουν νά πισωδρομήσουν. Μπαίνουν οι μπαϊραχτάρηδές τους μπροστά καί ρίχνονται σέ νέο γιουρούσι. Αντιβγαίνουνε μέ τόσο πλήθος οι λίγοι εκείνοι Έλληνες, πού τούς αναγκάζουν νά πισωγυρίσουν γιά δεύτερη φορά. Οι ντερβισάδες (δερβίσηδες), ανεμίζοντας τ' αστραφτερά τσεκούρια τους, φανατίζουν τ' ασκέρι μέ ρητά από τό Κοράνι, προσκαλώντας το, στ' όνομα τού Μωάμεθ, νά ξεπαστρέψει τούς γκιαούρηδες. Τότε οι εχθροί, κρατώντας μέ τό ένα χέρι μία πέτρα στό κούτελο νά προφυλαχτούν, προχωράνε όσοι κι άν σωριάζονται. Σέ λίγο πολεμάνε στήθος μέ στήθος. Δουλεύει πιά μονάχα τό σπαθί καί τό γιαταγάνι. Οι δικοί μας, σπρωγμένοι από τό μπούγιο τού εχθρού, κλείνονται τέλος στό στρατώνα πού είχανε φτιάσει από καιρό κι όπου βρισκόταν καί η μπαρουταποθήκη. Οι Τούρκοι, μπήγοντας τίς νικητήριες κραυγές, χυμάνε νά τόν πάρουν μέ ρεσάλτο. Μία φλόγα αναπηδά καί τό νησί τραντάζεται. Οι κλεισμένοι τινάχτηκαν στόν αέρα μαζί μέ τούς εχθρούς.»
Οι ομηρικές μάχες πού δίνονταν σέ κάθε γωνιά τού νησιού είχαν τό ίδιο αποτέλεσμα. Οι Ψαριανοί έπειτα από σύντομη αναμέτρηση είτε τινάζονταν στόν αέρα είτε μέ ξαφνικό γιουρούσι, όταν τούς τελείωναν τά πυρομαχικά έβρισκαν ένδοξο θάνατο από τά γιαταγάνια τού εχθρού. Τά πλοία πού θά μπορούσαν νά τά χρησιμοποιήσουν γιά νά διαφύγουν ήταν αχρηστευμένα στό λιμάνι τών Ψαρών, αφού δέν είχαν τιμόνια. Ο πανικός έκανε τίς μανάδες νά τρέχουν μέ τά μωρά στά χέρια γιά νά σωθούν. Αλλά πού νά τρέξουν; Πώς νά σωθούν; Πολλές έπεφταν στή θάλασσα γιά νά γλυτώσουν τήν ατίμωση καί πνίγονταν, ενώ άλλες πήδαγαν στίς βάρκες καί ήταν τόσοι πολλοί οι απελπισμένοι πού έμπαιναν σ' αυτές, πού έκαναν τίς βάρκες νά αναποδογυρίσουν.
- "Αδέλφια, σκλαβιά ή θάνατος;"
Όλοι απάντησαν "Θάνατος!" καί ο ναυτικός έριξε τό δαυλό στήν μπαρουταποθήκη γιά νά βρεθεί μαζί μέ τούς συντρόφους του στά Ηλύσια Πεδία. Μερικά μόνο μπρίκια καί πυρπολικά κατάφεραν νά ξεφύγουν από τόν κλοιό τού τουρκικού στόλου καί νά τρέξουν πρός τήν σωτηρία τής ανοιχτής θάλασσας. Τίς περισσότερες αργοκίνητες βάρκες γεμάτες μέ γυναίκες καί παιδιά, οι Τούρκοι τίς συλλαμβάνανε εύκολα, σφάζανε τούς άνδρες, πετούσαν τά βρέφη στή θάλασσα καί αιχμαλώτιζαν τίς γυναίκες. Ο κυβερνήτης τής γαλλικής κορβέτας "Ίσις", σύμφωνα μέ τόν Graviere, μέτρησε σέ λίγα μόνο λεπτά τριάντα πτώματα γυναικών καί παιδιών. Πολλά από τά πτώματα θά έφθαναν αργότερα μέχρι τίς ακτές τής Μυκόνου καί τής Τήνου.
Ο Εγγλέζος πλοίαρχος Γιόρκ ανέβηκε στή ναυαρχίδα τού Χοσρέφ γιά νά τού ζητήσει χάρη γιά κάποιον φίλο του αρχιμανδρίτη. Ο Τούρκος πασάς πού καθόταν στήν άνετη καρέκλα του καί μοίραζε φλουριά σέ όσους ακουμπούσαν μπροστά του τά κεφάλια τών γκιαούρηδων, χαμογέλασε στόν πλοίαρχο καί έδωσε εντολή σέ ένα υπηρέτη του. Αυτός έφερε μπροστά ένα κεφάλι μέ μία μεγάλη γενειάδα καί ο Τούρκος είπε στόν Εγγλέζο: "Ιδού ο φίλος σου...". Ας σημειωθεί ότι ο Χοσρέφ εθεωρείτο από τούς Οθωμανούς ως ο περισσότερο πράος καί συμβιβαστικός από τούς Οθωμανούς αξιωματούχους. Ο καπουδάν πασάς κατά τήν επιστροφή του στήν Ιστανμπούλ θά παρέδιδε στόν πατισάχ του 500 κεφάλια καί χιλιάδες μύτες καί αυτιά Χριστιανών γιά νά στολίσει μέ αυτά ο σουλτάνος τό σαράϊ του. Υπολογίζεται ότι στά Ψαρά χάθηκαν ή σκλαβώθηκαν περίπου 20.000 ψυχές.
Τό φρούριον μόνον τού Αγίου Νικολάου ανθίστατο έτι. Ο ασθενής ούτος προμαχών αντεπυροβόλει μετ' εκπληττούσης δυνάμεως κατά τών σφαιροβολούντων αυτό φρεγατών, καί κατά τού πειρωμένουν νά καταλάβη αυτό πεζικού. Τετρακόσιοι Έλληνες υπό αθλίου περιβόλου προασπιζόμενοι, ανθίσταντο κατά εξακισχιλίων καί πλέον Τούρκων.
Περί τήν έκτην εσπερινήν ώραν ευρίσκοντο εις απόστασιν φωνής από τού φρουρίου καί τότε ήρξαντο μετά τών εντός αι αμοιβαίαι προκλήσεις διά μυρίων ύβρεων. Περί τήν έκτην καί ημίσειαν, φοβερά εγείρεται βοή, οι Τούρκοι πανταχόθεν κυκλώσαντες ανέρχονται τόν λόφον, τά εξωτερικά χαρακώματα περιπίπτουσιν εις χείρας των. Εκ τής "Ίσιδος" διακρίνουσι, παρακολουθούσι τά ελάχιστα τής μάχης επεισόδια. Οι Γάλλοι αξιωματικοί, μέ τό τηλεσκόπιον εις τήν χείρα, θεωρούσιν αδιαλείπτως τήν ελληνικήν σημαίαν. Εφ' όσον τό ιερό τούτον ράκος κυματίζει επί τού πυροβολείου, πάσα ελπίς δέν απωλέσθη ακόμη.
Εις Τούρκος ορμά. Δέν είχε έτι εγγύση τόν ιστόν εφ' ού μόλις κινείται η σημαία υπό τής θνησκούσης πνοής τού ανέμου σαλευομένη, καί φοβερά έκρηξις έσεισε τό στερέωμα. Τό φρούριον, οι υπερασπίσαντες αυτό ήρωες, ο εισβαλών εις αυτό πολέμιος, τά πάντα ανετινάχθησαν εις μυρία τεμάχη. Οι Ψαριανοί ετήρησαν τόν λόγον των, ουδείς αυτών προέδωκε τόν υπέρ πατρίδος καί πίστεως αγώνα.
Μόλις τό σκότος τής νυκτός ηδυνήθη νά καλύψη τάς κινήσεις αυτής, η "Ίσις" πλησιάζει τό βάραθρον ούτινος δεσπόζει τό καταστραφέν φρούριον. Βαθεία σιγή αποκρίνεται εις τάς κλήσεις αυτής. Δέν υπάρχουσι πλέον εκεί θύματα πρός διάσωσιν. Ουδένα ελησμόνησεν η λύσσα τών Τούρκων. Τή επαύριον πρωΐα τά εφόλκια (βάρκες) τής "Ίσιδος" επισκέπτονται τούς σκοπέλους τής βορείας ακτής. Οι Γάλλοι ναύται ερευνώσι μετά θρησκευτικής ακριβείας, τά άντρα, τάς χαράδρας, τάς ελαχίστας τών βράχων κοιλότητας. Νύν δέ, χάριτι Θεία, αι έρευναι αυτών δέν αποβαίνουσι μάταιαι, γυναίκες, παιδία, βαρέως τετραυματισμένοι στρατιώται κατέφυγον εις τήν από τού πεδίου μάχης μεμακρυσμένην ταύτην γωνίαν τής νήσου καί λησμονηθείσαν κατά συνέπειαν υπό τών Τούρκων. Περί τών πρώτην ώραν μετά μεσημβρίαν η γαλλική σημαία έσκεπε υπό τήν προστάτιδα αυτής σκιάν εκατόν πεντήκοντα έξ άτομα από βεβαίου θανάτου διασωθέντα.
Από τής καταστροφής τής Χίου, ουδέποτε τοιαύτη σφαγή είχε καθαιμάξη τό θέατρον τού πολέμου, ουδέποτε τοσούτον φοβερά συμφορά είχεν εφελκύση τήν συμπάθειαν τής Ευρώπης. Έξ επτά χιλιάδων Ψαριανών, τρισχίλιοι μόνον διεσώθησαν φεύγοντες, δεκαεπτά δέ χιλιάδες προσφύγων κατεσφάγησαν ή ήχθησαν εις αιχμαλωσίαν.»
Στό Παλιόκαστρο κατάφεραν νά συγκεντρωθούν 150 ένοπλοι άνδρες Ψαριανοί καί Αρβανίτες. Μαζί τους είχαν 1000 γυναικόπαιδα. Οι μωαμεθανοί καθ' όλη τή διάρκεια τής ημέρας επιχειρούσαν απανωτά γιουρούσια γιά νά ανέβουν τή μάντρα, ενώ τά πλοία τους κανονιοβολούσαν τίς θέσεις τών Χριστιανών. Στά ανοιχτά υπήρχαν καί γαλλικά πολεμικά, πού παρατηρούσαν αμέτοχα τήν μάχη μεταξύ δύο διαφορετικών κόσμων. Τής βαρβαρότητας τής Ασίας καί τού πολιτισμού τής Ευρώπης. Πολεμούσαν οι Ψαριανοί γιά τήν πατρίδα τους καί οι μουσουλμάνοι γιά τήν άλωση κι άλλης χριστιανικής πόλης. Πολεμούσαν οι Έλληνες γιά τήν προστασία τής πατρίδας τους καί οι Τούρκοι γιά νά τήν κατακτήσουν. Τό Ισλάμ μαχόταν τόν Σταυρό. Τό τυραννικό καί απάνθρωπο καθεστώς τού σουλτάνου πολεμούσε τήν δημοκρατική Βουλή τών Ψαρών. Πολεμούσαν αυτοί πού διψούσαν γιά αίμα καί αυτοί πού διψούσαν γιά ελευθερία καί αξιοπρέπεια. Πολεμούσαν αυτοί πού πεινούσαν γιά γυναικεία σάρκα εναντίον αυτών πού αγωνιούσαν γιά τήν τύχη τών παιδιών τους.
Τελικώς η απέραντη πολυπολιτισμική καί χωρίς σύνορα Οθωμανική αυτοκρατορία θά έσβηνε από τό χάρτη μία μικρή μονοεθνική καί ελεύθερη χριστιανική οντότητα, όπως ήταν τά Ψαρά. Μέ τή σημερινή ορολογία, οι πράκτορες τών Τούρκων πού κοσμούν τήν ελληνική Βουλή μπορούν νά μιλούν χωρίς νά ντρέπονται γιά τόν συνωστισμό τών Ψαρών.
Έπεσε η νύκτα καί βρήκε τή μάντρα στή Μαύρη Ράχη απάτητη καί τή σημαία τού Σταυρού νά κυματίζει μπαρουτοκαπνισμένη καί ξεσκισμένη πάνω στόν ιστό της. Οι αμυνόμενοι τσακισμένοι από τήν κούραση καί τή δίψα έπρεπε νά αντέξουν όχι μόνο γιά τούς εαυτούς τους αλλά καί γιά τά παιδιά καί τούς άμαχους πού είχαν υπό τήν προστασία τους. Τό καράβι, δίχως τιμόνι, τού Αναγνώστη Τζώρτζη ήταν αραγμένο κάτω από τό Παλιόκαστρο. Τή νύκτα οι άνδρες άρχισαν νά κατεβάζουν από τά βράχια τίς γυναίκες μέ τά παιδιά γιά νά επιβιβαστούν στό μπρίκι, πού θά επιχειρούσε νά διαφύγει μέσα από τόν εχθρικό κλοιό. Η Μαρία Σπανού ήταν από εκείνες πού αρνήθηκαν νά ανέβουν στό καράβι, λέγοντας:
- "Όχι, θά μείνω νά πεθάνω εδώ μαζί σας."
Οι Τούρκοι αντιλήφθησαν τήν κίνηση κι έστειλαν σκαμπαβίες γιά νά συλλάβουν τό μπρίκι, αλλά τά κανόνια από τό Παλιόκαστρο τίς ανάγκασαν νά γυρίσουν πίσω. Πάνω στό μπρίκι ανέβηκαν οι Δημήτρης Κοτζιάς, Χατζηαντρέας Μοναρχίδης, Αλέξανδρος Μαμούνης καί Γιάννης Σίδερος. Τήν τελευταία στιγμή γύρισαν καί έβαλαν άλλους στή θέση τους.
- "Θά μείνουμε νά πεθάνουμε στό βράχο μας. Τραβάτε στό καλό αδέλφια. Θά σμίξουμε πάλι στήν άλλη ζωή."
Τό μπρίκι κατάφερε χωρίς τιμόνι καί μέ μόνο βοηθό του τά πανιά νά ξεγλυστρήσει πρός τή σωτηρία. Εκείνη τή νύκτα οι υπόλοιποι μαζεύτηκαν στό εκκλησάκι τού Άη Γιάννη καί πήραν τήν απόφαση νά μήν τούς πιάσουν ζωντανούς οι Αγαρηνοί. Ανάμεσά τους ήταν ο γέρο - τυφλός Δημήτρης Βρατσάνος μέ τόν γιό του Αντώνη καί ο γενναίος Ράντος σλαβικής καταγωγής. Τό αχνό φώς τού καντηλιού φώτιζε τά χλωμά πρόσωπα πού είχαν τήν όψη τού θανάτου.
Τό πρωϊνό τής Κυριακής στίς 21 Ιουνίου 1824 ο Γάλλος Γκραβιέρ από τό πολεμικό πού παρακολουθούσε μέ τό τηλεσκόπιό του έβλεπε πάνω στήν Μαύρη Ράχη νά ανεμίζει η σημαία τών Ψαρών μέ τόν κόκκινο σταυρό καί τίς λέξεις "ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ή ΘΑΝΑΤΟΣ". Από τά ευρωπαϊκά φορτηγά ξεκίνησαν οι λέμβοι φορτωμένες ασκέρια τής Ανατολής πού είχαν ορκιστεί μπροστά στό δερβίση τους καί στό όνομα τού Αλλάχ ότι θά καταλάβουν τή μάντρα καί θά κόψουν τά κεφάλια όλων τών Ρωμηών πού βρίσκονταν μέσα σ' αυτή. Ο Χοσρέφ γιά καλό καί γιά κακό είχε προστάξει τούς γκαλιοντζήδες (πεζοναύτες) του νά βρίσκονται στίς πλάτες τών ατάκτων καί σέ περίπτωση πού αυτοί υποχωρούσαν νά τούς ρίξουν στό ψαχνό. Οι άτακτοι στρατιώτες τού Αλλάχ μέ αλαλαγμούς όρμηξαν στή μάντρα, ενώ βροντούσαν τά κανόνια τής αρμάδας πού έστελναν πάνω στό Παλιόκαστρο τή μία βόμβα μετά τήν άλλη.
Τό ένα γιουρούσι έδινε τή θέση του στό επόμενο, μά η μάντρα δέν έπεφτε. Οι πολεμίστρες ξερνούσαν φωτιά καί ατσάλι. Όσο κι άν έβριζαν καί απειλούσαν οι αξιωματικοί καί οι τσαούσηδες, τά άτακτα στίφη τό μόνο πού κατάφερναν ήταν νά γεμίζουν μέ τά πτώματά τους τό χώρο μπροστά στό τείχος. Όποιος ανέβαινε τό τείχος γέμιζε μέ μολύβι. Η σημαία εξακολουθούσε νά κυματίζει καί ο Χοσρέφ νά λυσσάει από τό κακό του. Είχε αποτραβήξει τίς βάρκες από τήν παραλία καί είχε δηλώσει στό στρατό του ότι θά τίς έστελνε πίσω μονάχα όταν θά έπεφτε τό τείχος.
Τό απόγευμα έφτασε καί ο ήλιος άρχισε νά πλαγιάζει. Οι αμυνόμενοι είχαν λιώσει από τήν κούραση καί τίς λαβωματιές. Ο ιδρώτας από τήν κούραση κολλούσε πάνω τους μαζί μέ τόν καπνό από τό μπαρούτι. Δέν άντεχαν άλλο. Οι γενίτσαροι πάτησαν τό τείχος. Τό τελευταίο ίχνος αντίστασης τών Ψαρών είχε σβήσει καί μαζί του θά χανόταν γιά πάντα η ηρωϊκότερη βραχονησίδα τού Αιγαίου. Ο Αντώνης Βρατσάνος, περιτριγυρισμένος από τά γυναικόπαιδα μέσα στήν μπαρουταποθήκη κοιτούσε τούς συντρόφους του κρατώντας αναμμένο τόν δαυλό πού θά έφερνε τή λύτρωση.
- "Βάλε φωτιά Αντώνη!"
Εκείνος περίμενε νά μπούν καί άλλοι εχθροί μέσα στήν αποθήκη καί έριξε τό δαυλό στό μπαρούτι. Οι Γάλλοι στήν έκθεσή τους θά έγραφαν αργότερα ότι η έκρηξη έμοιαζε μέ τήν έκρηξη ηφαιστείου. Τά καράβια κουνήθηκαν σάν νά επρόκειτω γιά σεισμό. Όσες γυναίκες είχαν απομείνει ζωντανές έπεσαν από τά βράχια στή θάλασσα μέ τά παιδιά τους στήν αγκαλιά τους. Από τούς άντρες δέν επέζησε κανένας. Μέ τή θυσία τους, οι Ψαριανοί ήρωες έστειλαν τό μήνυμα ότι οι απόγονοι τού Λεωνίδα είχαν σπάσει μιά γιά πάντα τίς αλυσίδες τής σκλαβιάς.
περπατώντας η Δόξα μονάχη,
μελετά τά λαμπρά παλληκάρια,
καί στήν κόμη στεφάνι φορεί,
γινομένο από λίγα χορτάρια
πούχαν μείνει στήν έρημη γή."
Οι εις τάς βορείας θέσεις οπλαρχηγοί Αντώνιος Σαρής, Αντώνιος Κατσουλιέρης, Νικόλαος καί Ανδρέας αυτάδελφοι Μαυραγιανναίοι, όταν είδον σμήνη τούρκων ασιατικών κατ' αυτών ερχομένων είπον:
"Ώ αδελφοί! μή δειλιάσωμεν τά ταγκαλάκια (Τούρκοι στρατιώτες από τήν Ασία), αλλ' άς ορμήσωμεν κατά τών ανάνδρων ασιατικών τούρκων. Σήμερον άς είπωμεν ότι εγεννήθημεν, σήμερον πάντες υπέρ Πίστεως καί Πατρίδος άς αποθάνωμεν, καί η δεξιά τού Υψίστου θά μάς στεφανώση!"
Ποιήσαντες δέ τό σημείον τού Σταυρού καί όντες περί τούς τριακοσίους σχεδόν άνδρας ώρμησαν κατ' αυτών, εκκενώσαντες τά όπλα των, έπειτα δέ ξιφουλκήσαντες συνεπλάκησαν μανιωδώς μετ' αυτών, εφόνευσαν δέ εκατοντάδας τούρκων ασιατικών, περικυκλωθέντες όμως έπειτα καί αυτοί εκ τού πλήθους απέθανον υπέρ Πίστεως καί Πατρίδος ενδόξως.
Μόλις βλέπων ο επί τών βαρβάρων στρατάρχης τούνομα Πανούσης (Τουρκαλβανός αρχηγός) τόν εαυτόν του κύριον τής νήσου, εντέλλεται καί αυστηρώς διατάσσει τούς ομοίους αυτώ βαρβάρους, κρατών καί αυτός ανά χείρας τήν εαυτού αιμοσταγούσαν μάχαιραν, ίνα φονεύωσι πάντα Χριστιανόν. Όθεν, ως λύκοι ορυώμενοι, καί ως λυσσώδεις κύνες γαυγίζοντες, εισέρχονται εις τήν χώραν, διασκορπίζονται εις τάς οικίας, προχωρούσιν εις τόν λιμένα, φονεύουσιν, αρπάζουσι, λεηλατούσι καί αιχμαλωτίζουσι. Τότε προχωρούσιν εις τό ακρωτήριον τών μύλων, περικυκλούμενοι από ασιατικούς βαρβάρους οι ιερείς τού Υψίστου Γαβριήλ ο Ανέζης καί ο εκκλησιάρχης τού Αγίου Νικολάου Μελέτιος, φονεύουσι τινάς διά πιστολίων καί επιτέλους εκμετρούσι καί αυτοί τού ζήν διά φασγάνων (τούς μαχαίρωσαν μέ σπαθιά).
Αυτόθι ο Κωνσταντίνος Κυπαρίσσης έχων οικίσκον επί τού ακρωτηρίου τού λιμένος κάι κλεισθείς εν αυτώ μετά τής συζύγου του, εμάχετο γενναίως καί απελπιστικώς, μέχρις ού εξηντλήθη η εν αυτώ πυρίτις καί φονεύει πολλούς τών εχθρών. Απατηθείς δέ μετά ταύτα εκ τών λόγων τού οπλαρχηγού Πανούση, τού αλβανού, παραδίδεται αυτώ, καί παραδίδει αυτόν ούτως τοίς στρατιώταις, ούτοι δέ δέσαντες αυτόν χείράς τε καί πόδας, τόν καίουσιν εις πυράν!
Απέναντι δέ, κατά τά Λιμονάρια λεγόμενα, κυκλωθέν τό πλοίον τού εν μακαρία τή λήξει καπετάν Δημήτρη Λένου καί τινων εκεί παρευρεθέντων ανδρών καί πλήρες όν γυναικοπαίδων, ίνα μή αιχμαλωτισθώσιν, ανθίσταντο μετά καρτερίας ηρωϊκής καί ψυχικής γενναιότητος, καί πολεμούντες, εθαυματούργησαν υπερανθρωπίνως. Επαπειλούμενοι δέ, καί ουδαμού ευρίσκοντες άσυλον ή σμικράν τινα βοήθειαν, ευρισκόμενοι δέ καί εντός κινδύνου, προετίμησαν τόν θάνατον μάλλον, ή τήν αιχμαλωσίαν! Διό ρίψαντες πεπυρακτωμένους άνθρακας εις τήν πυριταποθήκην, κατεκάησαν άπαντες!
Τήν επιούσαν, ημέραν Κυριακήν, εξέρχεται ο ναύαρχος αυτών Χοσρέφης εις τήν ξηράν, προσκαλεί τόν επί τής ξηράς στρατάρχην Πανούσην, καί διατάσσει, ίνα μετά τού στρατού του, καί μεθ' ετέρων βαρβάρων ασιανών, καταλάβη τό φρούριον τού Παλαιοκάστρου. Εν τούτοις μεσιτεύει ο κατά τύχην τότε ευρεθείς εκεί διοικητής τής βασιλογαλλικής Γαμβάρας, ίνα παραλάβη τούς εν τώ φρουρίω Έλληνας, καί νά κατάσχη, ως έλεγεν, αυτό αμαχητί, αλλ' ο βάρβαρος διψών εισέτι αίματος, απορρίπτει τήν πρότασιν ταύτην, καυχώμενος δέ καί μεγαλορρημονών, διατάσσει διά κήρυκος τήν επίθεσιν.
Ενισχυθέντες όθεν οι βάρβαροι εκ τών υποσχέσεων τού αλλαζώνος στρατάρχου, επιπίπτουσι λυσσωδώς κατά τού επί τού Παλαιοκάστρου φρουρίου. Οι δέ εν αυτώ, ευάριθμοι όντες, εμάχοντο ανδρείως καί καρτερικώς, τών βαρβάρων τετράκις εις φυγήν τραπέντων, ως μή δυναμένων αποκρούσαι τήν γενναίαν τών Ελλήνων αντίστασιν.
Τέλος πλήθος ασεβών αλαλαζόντων καί τών μιαρών αυτών κραυγών μέχρι τού ουρανού αναβαινόντων, εισπηδώσι δέ εντός αυτού από πολλά μέρη καί συμπλέκονται μετ' αυτών. Η εκατέρωθεν σφαγή υπήρξε φρικωδεστάτη. Ιδόντες οι ημέτεροι, ότι αι γυναίκες καί τά τέκνα ηρπάζοντο, προετίμησαν μάλλον τόν έντιμον καί ένδοξον θάνατον, ή τήν άτιμον καί άδοξον ζωήν! Διό καί άμα είδον ότι ο περίβολος τού φρουρίου ήτο πλήρης βαρβάρων, λαμβάνουσι πύρ, καί χωρίς νά φεισθώσι τής εαυτών ζωής, θέτουσι αυτό επί τής πυριταποθήκης καί πάραυτα ανατινάσσονται εις τόν αέρα καί καταφλέγονται!
Ο Νάννος (Ιωάννης Τσόντζας από τή Μακεδονία) σχεδόν πεντηκοντούτης εδιωρίσθη επί τού νησιδίου Δασκαλειό, επί τού οποίου είχον δύο μεγάλα πυροβόλα, είχε πολλούς μετ' αυτού. Ελθόντος δέ τού Ορταλάμπεη μέ μίαν φρεγάδα καί πολεμούντος κατ' αυτού, μή δυνηθέντος δέ νά τούς βλάψη, επενόησεν άλλως νά τούς συλλάβη μέ απάτην. Εξήλθεν ο ίδιος μετά πολλών, καί τινος Χριστιανού, όν εξαπέστειλεν εξ ονόματός του, ειπόντος αυτώ νά τοίς είπη νά παύση τό πύρ καί ορκίζεται εις τόν προφήτην του νά τοίς χαρίση τήν ζωήν, καί νά τοίς δώση καί αξιώματα.
Τότε τώ είπεν ο Νάννος, τί ενομίσας; ότι ελεύθερος Έλλην, θά προσκυνήση βαρβάρους; προτιμότερος είναι εις ημάς ο θάνατος, παρά νά κλίνωμεν τάς κεφαλάς ημών εις άστατον καί βάρβαρον δοβλέτιον (κράτος). Ορμησάντων δέ τινων διά νά τόν συλλάβωσιν, εξεκένωσεν όπλον κατ' αυτών καί εφόνευσε δύο. Πλησιασάντων δέ κατόπιν πολλών διά νά τόν συλλάβωσιν εξεκένωσαν αύθις τά όπλα των έκαστος τούτων. Ο δέ Νάννος εξεκένωσε τότε έν πιστόλιον εις τήν πυριταποθήκην καί ούτω εγένοντο πάντες παρανάλωμα τού πυρός υπέρ πατρίδος καέντες.»
ΑΓΙΑ ΣΟΦΙΑ
ΑΙΩΝΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΙΣΤΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου