Του Ηλία Ηλιόπουλου
Πηγή: ΝΕΜΕCΙS – Τεύχος 15 Οκτωβρίου 1998
Από της Αμερικανικής και της Γαλλικής επαναστάσεως και έπειτα, η
σύγχρονη δημοκρατική σκέψη αναγνωρίζει δικαιώματα του ανθρώπου και
πολίτου. Το (ναζιστικής καταγωγής) ιδεολόγημα των «εθνοτικών ομάδων»
σηματοδοτεί ιστορικών διαστάσεων αναστροφή κατά τη μακρά πορεία του
ανθρώπου για τη χειραφέτηση και απελευθέρωσή του από αρχαϊκά
προ-πολιτικά δεσμά (θρησκοληψία – φυλετισμός), σημαίνει δε, εν τέλει,
την ακύρωση του ουμανισμού, του Διαφωτισμού και του νεωτερικού
δημοκρατικού έθνους-κράτους και την επιστροφή στον Μεσαίωνα.
Η αντίληψη ότι ουδείς άνθρωπος επιτρέπεται του λοιπού να διωχθεί ή
να τύχει αρνητικής μεταχειρίσεως μόνον και μόνον επειδή έχει την τάδε ή
τη δείνα εθνικότητα ή θρησκευτική πίστη, απετέλει κοινή πεποίθηση των
απανταχού της γης ελευθέρων πνευμάτων, την επαύριο του τελευταίου
μεγάλου πολέμου.
Συγκλονισμένη από τη φρίκη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου αλλά και από
το πρωτοφανές και ασύλληπτον («einmalig und unvorstellbar») των
εγκλημάτων του φασισμού (ακόμη και εν αντιπαραβολή προς προηγουμένους
πολέμους ή γενοκτονίες), ακριβώς δε επειδή τα εγκλήματα αυτά
διεπράχθησαν αδιακρίτως εις βάρος αμάχων ανθρώπων μόνον και μόνον εξ
αίτιας του »ανήκειν» σε μία άλφα ή βήτα εθνική ή θρησκευτική κοινότητα
(χαρακτηριστικότερο παράδειγμα η γενοκτονία κατά των Εβραίων), η
ανθρωπότης αισθάνθηκε την ανάγκη να εκδηλώσει πανηγυρικώς την ευαισθησία
της ειδικά ως προς το ζήτημα των διακρίσεων εις βάρος ατόμων λόγω
εθνικότητος, χρώματος ή θρησκεύματος.
Υπό την έννοια αυτήν, λοιπόν, ο νεοϊδρυθείς τότε Οργανισμός
Ηνωμένων Εθνών συνομολόγησε το 1948 την »Σύμβασιν προς πρόληψιν και
δίωξιν της γενοκτονίας». Η συμφωνία απετέλεσε το νομικό πλαίσιο (λίαν
αυστηρό, υπό το κράτος και των αλγεινών εμπειριών του φασισμού) γιά την
προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και Πολίτου.
Όλως ενδιαφέρον, σε σχέση με το εξεταζόμενο θέμα μας, είναι το
γεγονός ότι ή σύμβαση του ΟΗΕ αφορά πρόσωπα, όχι σύνολο. Ο άνθρωπος, ο
πολίτης, είναι πού προστατεύεται από ενδεχόμενη δίωξη ή διάκριση εις
βάρος του, επειδή ανήκει στην άλφα ή τη βήτα μειονότητα, θρησκευτική ή
εθνική. Πουθενά δεν αναφέρεται ότι »ή» μειονότης χ ή ψ πρέπει να έχει,
ως τοιαύτη, συλλογικά δικαιώματα.
Ήγουν: Η Διακήρυξη του ΟΗΕ αναφέρεται σε δικαιώματα του προσώπου,
του Ανθρώπου και του Πολίτου! Συλλογικά »δικαιώματα» αρχαϊκών συνόλων
(»εθνοτική ομάδα / μειονότης») δεν γνωρίζει ο ΟΗΕ! Τούτο δε όχι επειδή
ίσως ο ΟΗΕ »ξέχασε» τις μειονότητες, όπως κατ’ επανάληψιν ισχυρίσθηκε
τον τελευταίο καιρό ο κ. Σωτήρης Νταλής, παρουσιάζων τις δήθεν
«μοντέρνες» εκδόσεις κάποιων ανιστόρητων «ευρωπαϊστών» προφεσόρων για
τις «μειονότητες» στην Ελλάδα. Ο Ισχυρισμός ότι ή «διεθνής κοινότης»
είχε »ξεχάσει» τις »εθνοτικές και γλωσσικές μειονότητες» επί σαράντα και
πλέον χρόνια (1945-1990), προδίδει ασύγγνωστη πολιτική αφέλεια και
τερατώδη άγνοια κρίσιμων ιστορικών αληθειών. Και καλόν θα ήτο όσοι
αναλαμβάνουν κατά καιρούς να «μετακενώσουν» στους εν Ελλάδι “ιθαγενείς»
τα »φώτα της Εσπερίας (πανεπιστημιακοί αστέρες του συρμού,
αρθρογράφοι-βιβλιοπαρουσιαστές του «Βήματος», του «Αντί», της
«Ελευθεροτυπίας” κ.α). να υιοθετούν μια κριτική στάση και να μη
λειτουργούν απλώς ως πρακτορεία αναμεταδόσεως των κυριάρχων
ιδεολογημάτων της «Νέας Τάξεως».
Για να επανέλθουμε όμως, η διεθνής κοινότης (ότι και αν σημαίνει
τούτο) δεν ήταν ποτέ δυνατόν να αναφερθεί σε «εθνοτικές και γλωσσικές
μειονότητες» το 1954, την επαύριο του «μεγάλου σφαγείου», για δύο
λόγους:
Πρώτον, η ενδεχόμενη αναγνώριση δικαιωμάτων όχι προσώπων αλλά
συνόλων θα εσήμαινε αποδοχή, εκ μέρους των Ηνωμένων Εθνών, της αρχής της
συλλογικής ευθύνης, η οποία όμως είναι παντελώς ξένη στην προοδευτική
ευρωπαϊκή πολιτική και νομική σκέψη, μετά το 1789, και αντίκειται προς
πάσαν έννοιαν δημοκρατίας (όρα τα προαναφερθέντα περί ιστορικής
αναστροφής). Δεν είναι, άλλωστε, τυχαίο ότι, κατά τους τελευταίους
αιώνες, η αρχή της συλλογικής ευθύνης εξακολουθούσε να ισχύει μόνον σε
κοινωνίες με «παρωχημένη πολιτική κουλτούρα» (»parochial culture»).
Τυπικό παράδειγμα το οσμανικό κράτος, όπου δεν ανεγνωρίζετο το πρόσωπο,
αλλά το «μιλλέτ» (Ρωμιοί, Εβραίοι κ.λπ.).
Δεύτερον, επί της ιδίας αρχής της συλλογικής ευθύνης είχε βασισθεί
η όλη πολιτική και πολιτειακή σκέψη της ναζιστικής Γερμανίας. Οι
πολιτειολόγοι, νομομαθείς και λοιποί διανοούμενοι του ναζισμού είχαν
αναγάγει σε ύπατο αξίωμα την προ-νεωτερική, προ-πολιτική, προ-αστική και
προ-δημοκρατική αρχή της συλλογικής ευθύνης (η οποία δεν απαντούσε
πλέον πουθενά στην Ευρώπη, παρά μόνον, ως προελέχθη, στην Οθωμανική
Αυτοκρατορία ή σε εκτός Ευρώπης αποικιοκρατούμενες κοινωνίες).
Για τούς θεωρητικούς του ναζισμού δεν υπήρχαν πλέον πρόσωπα, αλλά
εθνοφυλετικές ομάδες. «Ελευθερία είναι η συμφωνία με το είδος», εξηγούσε
ο κορυφαίος εξ αυτών Άλφρεντ Ρόζενμπεργκ. Και το αξίωμα αυτό απετέλεσε
τη λυδία λίθο της ευρωπαϊκής σχεδιάσεως του ναζισμού, όπως θα δούμε
κατωτέρω (η γνωστή »διεθνιστική» παρέα της «Ελευθεροτυπίας» και οι
λοιποί φωνασκούντες για την καταπίεση των «εθνοτικών ομάδων» εν Ελλάδι
για «Μακεδόνες» καί »Αρωμούνους» και τα τοιαύτα, θα εξεπλήσσοντο, εάν μάθαιναν πόθεν κατάγονται τα ιδεολογήματά τους).
Επομένως, οι στοχαστές και οι διανοούμενοι οι οποίοι συνέτασσαν το
1948 διακηρύξεις υπέρ των ανθρωπίνων δικαιωμάτων – διακατεχόμενοι από
την ιδεαλιστική πίστη ότι, τώρα πλέον, μετά το πέρας της τραγωδίας και
δια της ιδρύσεως του ΟΗΕ, η ανθρωπότης θα εύρει τον δρόμο της ειρήνης
και της συναδελφώσεως (πίστη ανθρωπίνως εύλογη και αξιέπαινη, ασχέτως
του πώς κατήντησε αργότερα ο ταλαίπωρος ο διεθνής οργανισμός!)- δεν θα
διενοούντο ποτέ να υιοθετήσουν τη φασιστική αρχή της συλλογικής ευθύνης
-πολλώ μάλλον, καθ’ όσον είχαν ακόμη νωπές τις οδυνηρές μνήμες από την
ακατάσχετη χιτλερική ρητορεία υπέρ των «μειονοτήτων» και «έθνοτικών
ομάδων».
Αλλά ακόμη και σήμερα, η «διεθνής επιστημονική κοινότης» (ότι
και αν σημαίνει αυτό) δεν έχει κατασταλάξει σε ένα κοινής αποδοχής
ορισμό περί «μειονοτήτων», ακόμη λιγότερο δε αναγνωρίζει τη βεβαρημένου
ναζιστικού παρελθόντος έννοια της «εθνοτικής ομάδος» – παρά τις
ενταθείσες μετά το 1990 προσπάθειες της γερμανικής διπλωματίας και παρ’
όλον τον εκκωφαντικό θόρυβο διαφόρων, υπόπτου προελεύσεως,
«Ινστιτούτων» και «Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων»!
Το χαρίεν της υποθέσεως έγκειται στο ότι, πολύ προτού…
ανακαλυφθούν, τα τελευταία χρόνια, από τους κατ’ επάγγελμα «διεθνιστές»,
οι «εθνοτικές ομάδες» και «μειονότητες» είχαν αναχθεί από τους ναζιστές
ιθύνοντες σε ακρογωνιαίο λίθο του «νεο-ταξικού» ευρωπαϊκού
οικοδομήματος τους!
Οι ευφυέστεροι και διορατικότεροι εκπρόσωποι των γερμανικών
οικονομικών, πολιτικών και διπλωματικών ελίτ είχαν διαγνώσει. ήδη από
της επομένης του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, ότι οι στρατηγικοί στόχοι της
Γερμανίας στην Ευρώπη, πρωτίστως δε στην Ανατολική και Νοτιοανατολική
Ευρώπη, έπρεπε να προσλάβουν μίαν τινά «ήθική” νομιμοποίηση στα όμματα
της διεθνούς κοινής γνώμης, πράγματι, η Γερμανική Δημοκρατία του
Μεσοπολέμου, η αποκληθείσα και Δημοκρατία της Βαϊμάρης και η οποία, όπως
έχει, εν τω μεταξύ, μετά βεβαιότητος αποφανθεί η σύγχρονη ιστορική
επιστήμη, ακολουθούσε σαφώς αναθεωρητική πολιτική (πολιτική
αναθεωρήσεως/ακυρώσεως των δυσμενών για τη Γερμανία γεωπολιτικών
αποτελεσμάτων του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου), αξιοποίησε το ιδεολόγημα των
«εθνοτικών ομάδων» και ενέταξε την «προστασία των δικαιωμάτων των
μειονοτήτων» στην εξωτερική πολιτική της.
Η άμα τη λήξει του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου ιδρυθείσα Κοινωνία των
Εθνών δημιούργησε, συν τοις άλλοις, και ένα όργανο για την προστασία των
πολιτών-μελών διαφόρων εθνικών μειονοτήτων. Το πρόσωπο το οποίο
θεωρούσε ότι ετύγχανε αρνητικής μεταχειρίσεως εκ μέρους του κράτους του,
εξ αίτιας της εθνικής καταγωγής του, διέθετε για πρώτη φορά θεσμούς
στους οποίους και ηδύνατο πλέον να απευθύνεται, προκειμένου να
προστατεύσει τα δικαιώματα του (Γραμματεία Κοινωνίας των Εθνών,
εδρεύουσα εν Γενεύη, Διεθνές Δικαστήριο Χάγης).
Δεν πρόλαβε, καλά-καλά, να εγκαθιδρυθεί το νέο σύστημα και η
Γερμανία του «άλλαξε τα φώτα”, κατά το κοινώς λεγόμενον, χρησιμοποιούσα
αυτό καταχρηστικώς και καθ’ υπερβολήν, προς επίτευξιν των στρατηγικών
στόχων της στην Ευρώπη. Η σημαντικότερη πολιτικώς διαστρέβλωση
συνίστατο στο ότι, ενώ το νομικό πλαίσιο της ΚτΕ (όπως και το
μεταγενέστρο του ΟΗΕ, περί του οποίου εγένετο λόγος) αφορούσε πρόσωπα,
οι Γερμανοί ιθύνοντες επέμεναν να το εννοούν και να το ερμηνεύουν ως
αναφερόμενο σε σύνολα («έθνοφυλετικές ομάδες»).
Η εμμονή αυτή εκλαμβάνεται συνήθως, και ορθώς, ως τυπική απόδειξη
της θεμελιώδους διαφωνίας μεταξύ της συγχρόνου, πολιτικής και
δημοκρατικής περί έθνους αντιλήψεως («γαλλική / αγγλοσαξονική σχολή»)
και της αντίστοιχης αρχαϊκής και φυλετιστικής περί έθνους αντιλήψεως της
«γερμανικής σχολής». Πέραν αυτού, όμως, η γερμανική στάση πρέπει να
εξηγηθεί και σε συνάρτηση προς τις στρατηγικές επιδιώξεις της Γερμανίας
στην Ευρώπη.
Διακεκηρυγμένος, ήδη από το 1914, στρατηγικός στόχος του γερμανικού
κεφαλαίου ήταν η συγκρότηση ενός ηνωμένου γεωοικονομικού και
γεωστρατηγικού χώρου της ηπειρωτικής Ευρώπης, υπό γερμανική ηγεμονία. Η
ναζιστική Γερμανία (1933-1945) εξήγγειλε την πρόθεσή της να εκπληρώσει
αυτόν τον στόχο. Τα επίσημα και ημιεπίσημα γερμανικά κείμενα της
περιόδου βρίθουν αναφορών στον σχεδιαζόμενο Μεγάλο Ευρωπαϊκό Οικονομικό
Χώρο («Europaische Grossraumwirtschaft») και στην ιδρυθησομένη Ευρωπαϊκή
Οικονομική Κοινότητα («Europaische Wirschaftsgemeinschaft»)!
Απαραίτητος όρος, όμως, της δημιουργίας αυτού του υπερεθνικού
ευρωπαϊκού Ράιχ ήταν η διάλυση ή σημαντική αποδυνάμωση των σχετικώς
(ισχυρών εθνών-κρατών τής Ευρώπης. Όσον και αν, εκ πρώτης και μόνον
όψεως, φαίνεται οξύμωρον, η επιδιωκομένη υπό του γερμανικού
ιμπεριαλισμού «ευρωπαϊκή ενοποίηση» συνεβάδιζε με τον εθνοφυλετικό
κατακερματισμό της Ευρώπης. Και ένα θαυμάσιο εργαλείο προς τον
σκοπόν αυτό συνιστούσαν οι διάσπαρτες ανά την Ευρώπη γερμανικές
μειονότητες (συνεπεία της ήττας της, το 1918, η Γερμανία απώλεσε
σημαντικές εκτάσεις υπέρ της Πολωνίας, της Τσεχοσλοβακίας, του Βελγίου,
της Δανίας κ.λπ., οπότε εκατομμύρια Γερμανών κατέστησαν αίφνης πολίτες
άλλων κρατών), αλλά και οι μη γερμανικές εθνοφυλετικές ομάδες.
Ήδη λοιπόν από της επομένης του πολέμου, η Γερμανία (σημειωτέον: η
δημοκρατική Γερμανία των Σοσιαλδημοκρατών του Γουσταύου Στρέζεμαν!)
ανήγαγε τις μειονότητες σε μοχλό της αναθεωρητικής πολιτικής της. Προς
τον σκοπό αυτό συνεστήθησαν διάφορες «μη κυβερνητικές» οργανώσεις για
τα δικαιώματα των «εθνοτικών ομάδων», οι οποίες, ενισχυόμενες με
κρατικούς πόρους και δρώσες βάσει κρατικών οδηγιών, ανέλαβαν να
προωθήσουν την πρώτιστη επιδίωξη της Γερμανίας στην Ευρώπη: την
αναθεώρηση της Συνθήκης Ειρήνης και των συνόρων στην Ανατολική Ευρώπη.
Ο χειρισμός της υποθέσεως απαιτούσε μεγίστη προσοχή και εχεμύθεια.
Σε καμία περίπτωση δεν έπρεπε να διαρρεύσει ή, έστω, να δοθεί η εντύπωση
ότι το γερμανικό κράτος ήταν αναμεμειγμένο. Αντιθέτως, έπρεπε να
φαίνεται ότι όλα είναι προϊόν της τοπικής δράσεως, των εκπροσώπων
διαφόρων γερμανικών μειονοτήτων, καθηγητών, δημοσιογράφων, δικηγόρων,
πολιτικών. Η εντολή του γερμανικού υπουργείου Εξωτερικών προς την
Ομοσπονδία Γερμανικών Εθνοτικών Ομάδων Ευρώπης ήταν σαφής: «Στην
προκειμένη περίπτωση, το κράτος πρέπει να δράσει λίαν προσεκτικώς και να κρατηθεί στο παρασκήνιο«. Σημειωτέον ότι τούτα ελέγοντο τον Απρίλιο του 1922, ήτοι ένδεκα χρόνια προ της ανόδου του ναζισμού στην αρχή!
Απόρρητο υπόμνημα του (Σοσιαλδημοκράτη) Στρέζεμαν όριζε τα της
μυστικής χρηματοδοτήσεως των ανά την Ευρώπη δραστηριοποιουμένων
μειονοτικών οργανώσεων της Γερμανίας. Το υπουργείο Οικονομικών εκλήθη να
καταβάλει τριάντα εκατομμύρια (παλαιά) μάρκα, ποσό σημαντικό για την
εποχή εκείνη. Διάφοροι
«σύνδεσμοι» ανέλαβαν την προώθηση των χρημάτων αυτών στις μειονοτικές
οργανώσεις του εξωτερικού, ούτως ώστε να «εξασφαλίζεται το απόρρητο της
πηγής των χρημάτων», όπως σημείωνε ο προαναφερθείς Γερμανός
υπουργός Εξωτερικών. Τον ρόλο των συνδέσμων επεφορτίσθησαν ορισμένα
γραφεία, ιδρυθέντα, κατά προτίμησιν, σε παραμεθόριες περιοχές.
Και από που θαρρείτε ότι ξεκίνησε η εκστρατεία αποσταθεροποιήσεως;
Από το… Φλένσμπουργκ, στη γερμανοδανική μεθόριο! Τό Φλένσμπουργκ της
Βορείου Γερμανίας επέλεξε ο «μακεδονολόγος» κ. Στέφαν Τρέμποτ και η
βεβαρημένου παρελθόντος παρέα του (μεταξύ αυτών σεσημασμένοι
παλαιοναζί!) ως έδρα, από τον Δεκέμβριο του 1996, του «Ευρωπαϊκού
Κέντρου Μειονοτήτων» (όρα σχετική αρθρογραφία στην ΝΕΜΕCΙΝ). Και το
ίδιο Φλένσμπουργκ είχαν επιλέξει, κατά τη δεκαετία του 1920, οι
ομογάλακτοί τους, ως αφετηρία της εξορμήσεώς τους για τη διάλυση της
Ευρώπης των κυριάρχων και ισοτίμων εθνών-κρατών και τη μετατροπή της σε
μιά μάζα από εκατοντάδες «ανεξάρτητα» εθνάρια («εύκολη τροφή» πλέον για
τον τευτονικό «Γαργαντούα”).
Ιδρύθηκε, λοιπόν, ένα «Συνοριακό Γραφείο Συνδέσεως Βορρά» στο
Φλένσμπουργκ, το οποίο και ανέλαβε αμέσως δράση από την άλλη πλευρά της
γερμανοδανικής μεθορίου. Η γεωγραφική γειτνίαση με την Δανία συνιστούσε
για τούς ιθύνοντες ένα πρώτης τάξεως άλλοθι: Αφού υφίστατο μία
γερμανική μειονότης «απέναντι», η οποιαδήποτε «πολιτιστική»
δραστηριότης επί δανικού εδάφους όχι μόνον δεν εφάνταζε ύποπτη, αλλά
έμοιαζε, αντιθέτως, ως αυθόρμητη και δικαιολογημένη συνεργασία των
ανθρώπων των διαβιούντων ένθεν και ένθεν των συνόρων («διπλωματία των
πολιτών», που θα έλεγαν σήμερα και οι ευρωλάγνοι του »Aristera»!).
Η ομοιότης με τη σημερινή τακτική του «Ευρωπαϊκού Κέντρου
Μειονοτήτων» είναι συγκλονιστική: Για να διασκεδάσουν τις εντυπώσεις και
να πείσουν περί των… καλών προθέσεων τους, ο κ. Τρέμποτ και η παρέα του
δεν διεκδίκησαν, βεβαίως, από τη Δανία την «επιστροφή», του «Βορείου
Σλέσβιχ” στη Γερμανία (ανόητοι δεν είναι -κάθε άλλο- είναι πανέξυπνοι
και μεθοδικότατοι, και γι’ αυτό λίαν επικίνδυνοι!), αλλά χρησιμοποίησαν
ευφυώς την ύπαρξη μιάς… δανικής μειονότητος στη βορειότερη περιοχή της
Γερμανίας, στο ομόσπονδο κρατίδιο του Σλέσβιχ-Χολστάιν! Τι πιό λογικό
και θεάρεστον, επομένως, από το να… «προωθήσουμε» τον «διαπολιτισμικό
διάλογο» εμείς εδώ στο Φλένσμπουργκ, που έχουμε και έναν λόγο παραπάνω,
λόγω των δανικής καταγωγής συμπολιτών μας – αυτό το επιχείρημα
επικαλούνται κατά κόρον (και αυτό επανελάμβανε, προμηνών, στον γράφοντα,
κατά τη διάρκεια προσωπικής συνομιλίας, ο υπεύθυνος σημαντικού
γερμανικού «think-tank»).
Πράγματι, μεγαλοφυές! Όθεν και επέτυχαν να συμπαρασύρουν, ως
«τσόντα», κάποιους ανυποψίαστους Δανούς (και τους προβάλλουν τώρα ως
άλλοθι!) καθώς και μερικούς καλοκάγαθους Γερμανούς αριστερούληδες του
Σλέσβιχ-Χολστάιν. Εδώ επιβάλλεται μία επεξήγηση: Πολλοί καλλιεργημένοι
Γερμανοί, καταγόμενοι, κατά κανόνα, από την λεγομένη «γενιά του 1968»,
προερχόμενοι δηλαδή, κυρίως, εκ του αριστερού χώρου της δεκαετίας του
1970, τρέφουν, υπό το βάρος και του εβραϊκού Ολοκαυτώματος, μίαν
ιδιαίτερη ευαισθησία σε θέματα προστασίας ανθρωπίνων δικαιωμάτων και
μειονοτήτων. Καλοπροαίρετοι όντες, ενίοτε μέχρις αφελείας,
κινδυνεύουν πολύ συχνά να παρασυρθούν σε ύποπτες ατραπούς, μόλις τους
«παραμυθιάσει» κανείς με «προστασία μειονοτήτων» και «πολυπολιτισμικά»
φούμαρα! Έτσι, άλλωστε, «την πάτησαν» μόλις προ ετών πολλοί πρώην
ειρηνιστές, Σοσιαλδημοκράτες και Πράσινοι Οικολόγοι, οι οποίοι,
παγιδευμένοι από την ενορχηστρωμένη αντισερβική παραπληροφόρηση των
κυριάρχων ΜΜΕ περί «Σέρβων σφαγέων, συμμοριτών και βιαστών», έφθασαν στο
σημείο, προς μεγίστην έκπληξιν και αυτών των παλαιών και νέων ναζί, να
ζητούν εξ ίσου επιτακτικώς τον… βομβαρδισμό των Σέρβων. Υποθέτουμε ότι
κάπως έτσι πρέπει να «την έπαθαν» και στην προκειμένη περίπτωση όσοι
καλόπιστοι βοήθησαν την ίδρυση του Κέντρου Μειονοτήτων, όπως η, κατά τα
λοιπάν λίαν αξιόλογη, θαρραλέα και δυναμική, Σοσιαλδημοκράτισσα τοπική
πρωθυπουργός του Σλέσβιχ-Χολστάιν κ. Χάιντε Ζιμόνις.
Ας αφήσουμε, όμως, επί του παρόντος, το σύγχρονο αποσταθεροποιητικό
«κέντρο μειονοτήτων» του Φλένσμπουργκ και ας επιστρέψουμε στους
πνευματικούς του πατέρες του Μεσοπολέμου. Η ναζιστική Γερμανία
(1933-1945), η οποία διεδέχθη τη Δημοκρατία της βαϊμάρης (1918-1933),
συνέχισε την περί μειονοτήτων πολιτική της τελευταίας. Όπως και
παλαιότερα από των στηλών της ΝΕΜΕCΕΩS επισημάναμε, ο Γερμανός
καγκελάριος Αδόλφος Χίτλερ επέτυχε να ανατρέψει άπαντα σχεδόν τα
αρνητικά για τη χώρα του γεωπολιτικά αποτελέσματα του πρώτου πολέμου
ειρηνικώς, μέχρι του θέρους του 1939, και το επέτυχε τούτο ομιλών
διαρκώς για δύο μόνον πράγματα: για την ειρήνη στην Ευρώπη και για τα
δικαιώματα των γερμανικών (και άλλων) μειονοτήτων της Κεντρικής και
Ανατολικής Ευρώπης.
Μία σημαντική μερίς της γαλλικής και της αγγλικής πολιτικής ελίτ και διανοήσεως έβλεπε, επί χρόνια, με έκδηλη συμπάθεια και κατανόηση τον Γερμανό καγκελάριο, που δεν ζητούσε παρά… σεβασμό των μειονοτήτων! Στην
Αγγλία, μάλιστα, όπου είχαν το πάνω χέρι οι «ειρηνιστές» οπαδοί της
πολιτικής κατευνασμού (ομογάλακτοι των «ειρηνιστών” του σημερινού
αθηναϊκού «Μετώπου Λογικής κατά του εθνικισμού»), οι πάντες σχεδόν, από
τους «ευρωπαϊστές» Συντηρητικούς τύπου Τσάμπερλεν μέχρι τους
Φιλελευθέρους και τους μετριοπαθείς Εργατικούς, εφαίνοντο να μη θεωρούν
δα και τόσο τραγικό το ότι οι Γερμανοί ζητούσαν «απλώς» μειονοτικά
δικαιώματα για τους συμπατριώτες τους στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη
(στην προκειμένη περίπτωση: στην Τσεχοσλοβακία).
Μόνον μερικοί πολιτικοί και αναλυτές, προερχόμενοι εκ των «δύο
άκρων», οι «υπερεθνικιστές» Συντηρητικοί τύπου Τσόρτσιλ και η αριστερά
πτέρυγα των Εργατικών (οι… αντιευρωπαίοι «εθνικοκομμουνιστές», που θα
έλεγε και ο κ. Ριχάρδος Σωμερίτης!), έβλεπαν προς τα πού πήγαινε το
πράγμα και έκρουαν τον κώδωνα του κινδύνου, αλλά ουδείς τους ελάμβανε
σοβαρώς υπ’ όψιν.
Η περαιτέρω έκβαση της ιστορίας μας είναι σήμερα γνωστή:
Αρχικώς, οι Γερμανοί ζητούσαν «απλώς» να γίνουν σεβαστά τα δικαιώματα
της μειονότητας τους στην Τσεχοσλοβακία (Σουδήτες), και ουδείς λογικός
και φιλειρηνικός Ευρωπαίος πολιτικός διεφώνει. Την επομένη επανήρχοντο,
προβάλλοντες πλέον αίτημα αυτονομίας της μειονότητάς τους, «άπλώς» για
να μπορεί η τελευταία να προάγει δήθεν τον πολιτισμό της και να
προστατεύσει την… εθνοφυλετική της ταυτότητα.
Μεθ’ ου πολύ εγένετο και τούτο δεκτό, οπότε οι εκπρόσωποι των
Γερμανών Σουδητών της Τσεχοσλοβακίας, υποκινούμενοι εκ Βερολίνου,
αξίωσαν να παύσει το «καθεστώς τρομοκρατίας και καταπιέσεως» της Πράγας
εις βάρος της γερμανικής μειονότητος και απήτησαν πλέον την αποχώρηση
των τσεχικών δυνάμεων ασφαλείας, αλλά και των εν γένει τσεχικών Αρχών
από την αυτόνομη «Σουδητία», διαβεβαιούντες τους Αγγλογάλλους ότι τα
κίνητρά τους ήσαν αγαθά και ότι δεν σκόπευαν να αποσχισθούν από την
Τσεχοσλοβακία (δεν σας θυμίζει το σημερινό «θέατρο» με το
Κοσσυφοπέδιο;).
Αφού συνέβη δε και αυτό, η Γερμανία σκηνοθέτησε μία «εθνοτική
σύγκρουση» στη Σουδητία, μεταχειριζόμενη ως «acteur provocateur» τη
μειονότητά της. Ο δυτικός Τύπος κατεκλύζετο από ειδήσεις και
ανταποκρίσεις περί «ταραχών» και περί «καταπιέσεως» της γερμανικής
μειονότητος στην Τσεχοσλοβακία -η οποία, σημειωτέον, στη Σουδητία δεν
ήταν καθόλου μειοψηφία, αλλά συντριπτική πλειοψηφία. Οι
(τηλεκατευθυνόμενες) γερμανικές οργανώσεις για τα δικαιώματα των
μειονοτήτων είχαν «λυσσάξει», οι Άγγλοι (οι «πλανητάρχες» της εποχής!),
στην προσπάθειά τους να ηρεμήσουν τους Γερμανούς και να αντιμετωπίσουν
την κρίση, αξίωναν επιτακτικώς από τους Τσέχους περίπου να
«αυτοευνουχισθούν» ως κράτος, και, τέλος, οι ταλαίπωροι οι Τσέχοι (οι…
Σέρβοι της εποχής!), διερωτώμενοι τι διάβολο συμβαίνει και τους χτυπά
όλος ο κόσμος, αναγκαστικώς υπέκυψαν. Αποτέλεσμα; Η απόσχιση της
Σουδητίας και η προσάρτησή της στη Γερμανία (Συμφωνία Μονάχου,
φθινόπωρο 1938).
Τουλάχιστον, το ζήτημα έληξε, θα σκεφθεί κανείς. Τέσσερα
εκατομμύρια Γερμανών πήγαν και «κόλλησαν» στους υπολοίπους, όπερ και
θεμιτόν στο κάτω-κάτω της γραφής! Και η Τσεχοσλοβακία έμεινε με τους
Τσέχους της και τους Σλοβάκους της. Τέλος καλό, όλα καλά!
Αυτό ακριβώς εσκέφθησαν οι Άγγλοι και οι λοιποί. Και, ως γνωστόν, την »πάτησαν»! Διότι,
ήδη από της επομένης, οι Γερμανοί ξεκίνησαν νέο παιχνίδι: Μπορεί μεν
να «επανενώθησαν» με τους δικούς τους, αλλά τώρα άρχισαν να «κόπτονται”
για τις λοιπές «εθνοτικές ομάδες» και «μειονότητες» της Τσεχοσλοβακίας
(Σλοβάκους, Ούγγρους, Πολωνούς κ.λπ.). Τι θα γίνει μ’ αυτές, ρωτούσαν
ξανά και ξανά. Δεν έχουν και αυτές οι «μειονότητες” ιερό και θεμιτό
δικαίωμα «να προστατεύσουν την εθνοφυλετική ταυτότητά τους»;
Προσεταιρίσθησαν, λοιπόν, την ηγεσία των Σλοβάκων και, υποσχόμενοι
«λαγούς με πετραχήλια» (υποστήριξη της μεγάλης και κραταιάς Γερμανίας
στή νέα και ηνωμένη Ευρώπη που σχεδίαζε ο Χίτλερ κ.λπ.), τους μετέβαλαν
σε εργαλείο τους, το οποίο και χρησιμοποίησαν προς διάλυσιν (οριστική
πλέον) της Τσεχοσλοβακίας. Ήτοι, ενώ οι Γερμανοί είχαν πάρει ήδη από το
1938 αυτό που υποτίθεται ότι ήθελαν από την Τσεχοσλοβακία (την περιοχή
της γερμανικής μειονότητος), εν τούτοις προήλασαν την άνοιξη του 1939
μέσα στην ίδια την Πράγα πλέον.
Είναι αυτονόητο ότι, άφ’ ης στιγμής αφηρέθη από την (ήδη
«κολοβή») Τσεχοσλοβακία και η περιοχή των Σλοβάκων, η Τσεχοσλοβακία
έπαυσε να υφίσταται ως κράτος. Η εναπομείνασα Τσεχία δεν ήταν πλέον παρά
ένα φάντασμα κράτους, στερουμένου πάσης πραγματικής ανεξαρτησίας, εξ ου
και η ηγεσία των Τσέχων εξηναγκάσθη να θέσει τη χώρα υπό την
«προστασία» του Γερμανικού Ράιχ, μετονομασθείσα σε «Προτεκτοράτο Βοημίας
και Μοραβίας» (και, όπως φαίνεται, αυτήν την τύχη θα έχει και πάλι,
εντός της «Ευρωπαϊκής Ενώσεως», το τραγικό έθνος που έδωσε στην
ανθρωπότητα πλειάδα ηρώων, μαρτυρησάντων στην πυρά υπέρ της ελευθερίας
-από τον μεταρρυθμιστή Ιωάννη Χούς, τον οποίο έκαψαν ζωντανό οι Παπικοί
προ τεσσάρων αιώνων, μέχρι τον φοιτητή Γιάν Πάλατς, τον αυτοπυρποληθέντα
κατά τη σοβιετική εισβολή του 1968).
Και οι αφελείς Σλοβάκοι έμειναν να πανηγυρίζουν για την
«ανεξαρτησία» τους, όπως έμελλε να κάνουν δύο χρόνια αργότερα, το 1941,
και οι Κροάτες της διαλυθείσης υπό των Γερμανών Γιουγκοσλαβίας, καθώς
και οι Τσετσένοι και Τάταροι της Ρωσίας, αλλά και οι Αλβανοί
Κοσοβάροι και οι Αλβανοτσάμηδες της Θεσπρωτίας και οι Σλαβομακεδόνες των
Σκοπιών και της Φλωρίνης (που ενώθηκαν με τη «μητέρα Βουλγαρία») και οι
(ελάχιστοι ευτυχώς!) Ρουμανόβλαχοι που ίδρυσαν «Πριγκιπάτο» στην υπό
ιταλική κατοχή Ελλάδα, και όλες αυτές οι ανά την Ευρώπη και τον Καύκασο «εθνοτικές ομάδες» και «μειονότητες», οι
οποίες ελειτούργησαν ως «πέμπτη φάλαγγα” του φασισμού, χωρίς ίσως και
οι ίδιες να αντιλαμβάνονται ότι απετέλεσαν απλώς «πιόνια» στην σκακιέρα
του.
Σήμερα, ο γερμανικός Αναθεωρητισμός χρησιμοποιεί ξανά το όπλο
των «μειονοτήτων” και των «εθνοτικών ομάδων», προκειμένου να πλήξει
θανάσιμα την κυριαρχία και ακεραιότητα των ανεξαρτήτων εθνών-κρατών της
Ευρώπης, με πρόδηλο απώτερο σκοπό την εξασθένηση τους και υποβάθμισή
τους σε ρόλο επαρχιών του εκκολαπτομένου Ενιαίου Ευρωπαϊκού Χώρου,
δηλαδή του νέου γερμανικού Ράιχ. Ώς να μη ήρκει δε η χθόνια
υπονομευτική εργασία δεκαετιών, εκ μέρους ποικίλων «ινστιτούτων» και «μη
κυβερνητικών» οργανώσεων, έρχεται τώρα και επισήμως το γερμανικό κράτος
να διακηρύξει τις μειονότητες σε εργαλείο ασκήσεως εξωτερικής
πολιτικής:
Προφασιζομένη ότι κόπτεται δήθεν για τα δικαιώματα των «εθνοτικών
ομάδων» της πάλαι ποτέ Γιουγκοσλαβίας, η γερμανική κυβέρνηση διεκήρυξε
το 1992 «urbi et orbi», διά στόματος τού υπουργού Εξωτερικών Κλάους
Κίνκελ, την πρόθεσή της να «γονατίσει» τη Σερβία («Serbien in die knie
zwingen»), υπό τα ουρανομήκεις ζητωκραυγάς των ανθρωπιστικώς ευαίσθητων
αριστερούληδων (!) και την αυτήν τακτική συνεχίζει και τώρα εξ αφορμής
του Κοσσυφοπεδίου.
Εξάλλου, εσχάτως η γερμανική Ομοσπονδιακή Βουλή, δια της
Διακηρύξεως της 29ης Μαΐου τρέχοντος έτος, έφθασε στο σημείο να εκβιάσει
ανενδοιάστως την Πολωνία (αλλά και την Τσεχία), εξαρτήσασα εμέσως πλην
σαφώς την ένταξη των χωρών αυτών στην Ε.Ε. από την αναγνώριση εκ μέρους
των, του «δικαιώματος” επιστροφής των Γερμανών των εκπατρισθέντων το
1945, καθώς και από την απόδοση των περιουσιών τους.
Η διακήρυξη αυτή ήλθε να προστεθεί σε χορεία δηλώσεων σημαινόντων
πολιτικών, καθώς και σε σειρά άρθρων «εγκύρων” εντύπων, που επί χρόνια
τώρα αξιούν (τους τελευταίους μήνες σε ολοένα και θρασύτερο τόνο!) να
αναγνωρίσουν η Βαρσοβία και η Πράγα το «άδικον» («Unrecht») του
εκπατρισμού εκατομμυρίων Γερμανών από την Πολωνία και την Τσεχοσλοβακία
στα τέλη του πολέμου και συνεπείς της γερμανικής ήττας – χωρίς πλέον
καν να αναφέρονται, έστω για τα προσχήματα, στο τι προηγήθη του 1945,
στο «τις ήρξατο χειρών αδίκων» (όπως τουλάχιστον έπρατταν παλαιότερα,
όταν παρίσταναν τις μεταμελημένες Μαγδαληνές).
Περισσότερα όμως περί της χρησιμοποιήσεως των «μειονοτήτων” πρός
αποδυνάμωσιν και δορυφοροποίησιν των εθνών-κρατών της Ευρώπης θα έχουμε
τη δυνατότητα να εκθέσουμε σε επόμενο σημείωμα.
Olympia.gr
ΑΙΩΝΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΙΣΤΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου