Γεννημένη στη Θράκη στις 11 Φεβρουαρίου του 1910, η Σοφία Μπέμπου, όπως ήταν το πραγματικό της όνομα, ξεκινά την καλλιτεχνική της πορεία ως τραγουδίστρια το 1933 από τη Θεσσαλονίκη για να βρεθεί πολύ γρήγορα στην πρωτεύουσα όπου η εξέλιξή της υπήρξε αλματώδης.
Ωστόσο, τα σύννεφα του πολέμου ολοένα και πυκνώνουν και το 1940 πολλές χώρες ήδη έχουν καταληφθεί από τις δυνάμεις του Άξονα.
Ο Ελληνοϊταλικός πόλεμος μόλις είχε ξεκινήσει.
Η κήρυξη του πολέμου εκτοξεύει την καριέρα της Βέμπο, η οποία ξεκινά να τραγουδά σατιρικά και πολεμικά τραγούδια στην παράσταση Πολεμική Αθήνα που ανέβασε το θέατρο Μοντιάλ, του Μίμη Τραϊφόρου (συνεργάτης και μετέπειτα σύζυγός της).
Από τη σκηνή του θεάτρου Μοντιάλ η Βέμπο ερμηνεύει για πρώτη φορά τα τραγούδια που έγιναν πατριωτικοί ύμνοι (Παιδιά, της Ελλάδος παιδιά και Κορόιδο Μουσολίνι) και γράφει ιστορία. Το ασφυκτικά γεμάτο -καθημερινά- θέατρο Μοντιάλ, ξεκινά να παραχωρεί τις μισές από τις εισπράξεις του για την ενίσχυση του μετώπου, ενώ παράλληλα η Βέμπο προσφέρει στο Ελληνικό Ναυτικό 2.000 χρυσές λίρες.
Το 1941 η Βέμπο ερμηνεύει το Βάζει ο Ντούτσε τη στολή του και ακολουθούν τα Στον πόλεμο βγαίνει ο Ιταλός, Μας χωρίζει ο πόλεμος, κ.α.
Σε μια προσπάθεια να πάρουν κουράγιο οι έλληνες φαντάρει και να γιγαντωθεί το ηθικό τους, το Γενικό Επιτελείο Στρατού στέλνει τους δίσκους της Βέμπο σε όλες τις μονάδες στο μέτωπο.
Λίγο προτού εισέλθουν οι Γερμανοί στην Αθήνα και ενώ με τα τραγούδια της κατά τη διάρκεια του ελληνοϊταλικού πολέμου έχει γίνει η «τραγουδίστρια της νίκης», βγαίνοντας από το θέατρο Μοντιάλ όπου εμφανίζεται και πηγαίνοντας στο Αλάμπρα όπου παίζει η αδελφή της Αλίκη, συνέβη το εξής περιστατικό το οποίο η Σοφία Βέμπο αναφέρει στην αυτοβιογραφία της (η οποία δημοσιεύτηκε το 1947, σε 62 συνέχειες στην καθημερινή ελληνόφωνη εφημερίδα της Νέας Υόρκης «Εθνικός Κήρυξ»): «ξαφνικά ένιωσα ένα τρομερό σε δύναμη κρύο χτύπημα στο πρόσωπο.
Επρόλαβα να φωνάξω:
"Με σκότωσες, παλιάνθρωπε".
Τίποτα άλλο, λιποθύμησα».
Το πρωί της άλλης ημέρας το τηλέφωνο του σπιτιού της χτυπάει και αμέσως μια βαριά φωνή τής λέει:
«Σ' τα σπάσαμε τα μούτρα για να μην μπορής να βγαίνης στο θέατρο και να λες αυτά που λες. Μην στεναχωριέστε, τους απάντησα, θα τα πω από το ραδιόφωνο.
Ηταν φανεροί πλέον οι δολοφόνοι μου: ή φασίσται Ιταλοί ή άνθρωποι της Γκεστάπο».
Την εποχή εκείνη κυκλοφορούν φήμες από τις δυνάμεις κατοχής ότι η Σοφία Βέμπο πέθανε.
Μόλις ξεκίνησε μια απογευματινή της παράσταση, δύο λοχαγοί της Γκεστάπο της λένε να ντυθεί και να τους ακολουθήσει και την οδηγούν στα ανακριτικά της Γκεστάπο.
Ακολουθούν οι φυλακές Αβέρωφ.
Την ξαναπηγαίνουν στην Γκεστάπο και την αφήνουν αφού υπέγραψε χαρτί όπου διαβεβαιώνει ότι δεν θα ξανατραγουδήσει πατριωτικά τραγούδια.
Το κάνει.
Αλλά στέλνει τα μηνύματά της μέσω τραγουδιών.
Οι Ιταλοί στη συνέχεια την καλούν να σταματήσει με ανακοίνωσή τους.
Και έγινε.
Δεν μπορούσε να ασκήσει το επάγγελμά της.
Μετά από λίγο την άδεια την παίρνει πίσω.
Και ανήμερα την 28η Οκτωβρίου, με τους ιταλούς και γερμανούς λογοκριτές δίπλα της, δίνει παράσταση ντυμένη στα γαλανόλευκα.
«Οι Ιταλοί ελύσσαξαν αλλά δεν μπορούσαν να κάνουν πια τίποτα».
Με την είσοδο των ναζιστικών στρατευμάτων στην Αθήνα η Βέμπο φυγαδεύεται μεταμφιεσμένη σε καλόγρια στη Μέση Ανατολή όπου συνεχίζει να τραγουδά για τα ελληνικά και συμμαχικά στρατεύματα της περιοχής.
Στη Μέση Ανατολή, όπου παρέμεινε σχεδόν τρεισήμισι χρόνια (1942-1946), τραγουδά για να ψυχαγωγήσει τις Ένοπλες Δυνάμεις, ανεβάζει επιθεωρήσεις, δίνει ρεσιτάλ και δεν σταματά να δίνει τα πάντα για τον αγώνα.
Μάλιστα, το μεγαλύτερο μέρος από τα έσοδα των εμφανίσεων που πραγματοποιεί, πηγαίνει κατευθείαν για εθνικούς σκοπούς.
Μετά την απόβαση των συμμαχικών δυνάμεων στη Νορμανδία, το Συμμαχικό Στρατηγείο της Μέσης Ανατολής τής διαθέτει πολεμικό αεροσκάφος για να γυρίσει στην Ελλάδα.
Στην Αμερική μένει σχεδόν δυόμισι χρόνια (1947-1949) αλλά στο μυαλό της έχει πάντα τη σκέψη να επιστρέψει στην πατρίδα.
«Η Ελλάδα με δημιούργησε και σ’ αυτή θέλω να γυρίσω.
Θέλω να τελειώσω της καριέρα μου στον τόπο που μου τα έδωσε όλα και με το παραπάνω», αναφέρει.
Το 1949 επιστρέφει στην Ελλάδα, αφήνοντας πίσω δόξες και συμβόλαια, ύστερα από τιμητική πρόσκληση του Γενικού Επιτελείου Στρατού για περιοδεία στις μαχόμενες μονάδες κατά τη μαύρη περίοδο του Εμφυλίου.
Καθώς το διαμέρισμά της βρίσκεται εκεί κοντά, η Βέμπο αψηφώντας τη χούντα των συνταγματαρχών δίνει άσυλο, ανοίγοντας την πόρτα της σε κυνηγημένα παιδιά.
Όταν η Ασφάλεια έρχεται στο κατώφλι της λέει στον επικεφαλής:
Είναι δυνατόν τώρα να φοβηθώ εσάς;
Είναι ποτέ δυνατόν να φοβηθώ τους δικούς μου;
Και μ’ αυτή τη γενναία πράξη έπεσε η αυλαία των εθνικών της προσφορών».
«Η Τραγουδίστρια της Νίκης» Σοφία Βέμπο, «έφυγε» από τη ζωή το πρωί της 11ης Μαρτίου του 1978 σε ηλικία 68 ετών και η κηδεία της μετατράπηκε σε ένα πάνδημο συλλαλητήριο.
*Πληροφορίες και αποσπάσματα που αναφέρονται στο άρθρο προέρχονται από το βιβλίο «Σοφία Βέμπο - Τραγούδαγε την Ελλάδα κι όλη η Ελλάδα τραγουδούσε μαζί της» (εκδόσεις University Studio Press), της Κατερίνας Κ. Πετρίδου η οποία υπήρξε προσωπική φίλη της μεγάλης ερμηνεύτριας-σύμβολο.
http://www.epilekta.com/2017/10/h_14.html?spref=fb&m=1
ΑΙΩΝΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΙΣΤΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου