- ΑΝΤΙΟ - Από το ημερολόγιο ενός αιχμαλώτου
(σ.σ. Ο Πιερής Πιερή, ήταν αστυνομικός όταν συνελήφθη στις 26 Ιουλίου 1974 και στάλθηκε αιχμάλωτος σε διάφορες πόλεις της Τουρκίας όπου υπέστη τα πάνδεινα μέχρι να επιστρέψει ξεριζωμένος πια και να συναντήσει την προσφυγοποιημένη οικογένειά του. Στα βιβλία του «ΑΝΤΙΟ» ΚΑΙ «ΤΟ ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ Της ΑΙΧΜΑΛΩΣΙΑΣ» περιγράφει όσα έζησε από τη στιγμή της σύλληψής του ως την επιστροφή του που έγινε στις 26 Οκτωβρίου 1974)
Παρασκευή 26 Ιουλίου, 1974
Το αυτοκίνητο προχωρούσε αγκομαχώντας στον ανηφορικό δρόμο που μας οδηγούσε σε μέρη γνωστά αλλά με άγνωστο προορισμό. Το φορτίο του δεν ήταν βέβαια υπερβολικό, αλλά λόγω της ηλικίας του φαίνεται ή της κακής συντήρησης, δυσκολευόταν να προχωρήσει στον ανήφορο, παρά τις αγριοφωνάρες και τις βρισιές του Τουρκοκύπριου οδηγού του.
Ήταν ένα μικρό λεωφορείο των δώδεκα θέσεων που η ηλικία του θα ήταν τουλάχιστον όσο και ο αριθμός των θέσεών του. Κι εμείς οι επιβάτες το φορτίο του ας πούμε. Έντεκα Ελληνοκύπριοι «αιχμάλωτοι». Τρείς οπλισμένοι Τούρκοι αστυνομικοί, και ο επίσης Τούρκος οδηγός, δεκαπέντε άνθρωποι όλοι κι όλοι. Προχωρούσε με δυσκολία και το αγκομαχητό του μεγάλωνε ολοένα και περισσότερο όσο προχωρούσε προς την ανηφόρα, γινόταν βρυχηθμός, άγριος και βαρύς. Ο οδηγός του άλλαζε συνεχώς τις ταχύτητες, βλαστημούσε και φώναζε μη τύχει και του μείνει στο δρόμο.
Άφωνοι και σκεφτικοί εμείς, πληγωμένοι στα βάθη της ψυχής μας κι απογοητευμένοι από το μεγάλο κακό που μας βρήκε, κι από το βέβαιο ξεριζωμό μας, γιατί αυτό προσπαθούσαν να κάμουν τώρα οι βάρβαροι κατακτητές, παρακαλούσαμε από τα βάθη της ψυχής μας το Θεό: «Θεέ μου, να σταματήσει το σαράβαλο έστω και για μια στιγμή μονάχα, ν’ απολαύσουμε για λίγο ακόμα την όμορφη Κερύνεια μας που δεν χόρτανε το μάτι μας να την βλέπει. Τη μικρή αυτή πόλη στην οποία εγκαταλείπαμε όλοι, με το βέβαιο ξεριζωμό μας, τις παιδικές και εφηβικές μας αναμνήσεις, τις γυναίκες και τα παιδιά μας, τα σπίτια και το βιός μας κι ότι άλλο είχαμε δημιουργήσει κι αγαπήσει σ’ αυτόν τον κόσμο.
Και οι έντεκα είχαμε γεννηθεί στην όμορφη τούτη πόλη και τα περίχωρα της. Και δημιουργήσαμε τις δικές μας οικογένειες, χτίζοντας το μέλλον μας με όνειρα κι ελπίδες πολλές. Με όλη τη δύναμη της ψυχής μας ριχτήκαμε στον αγώνα της ζωής, τον σκληρό και δύσκολο, με μοναδική μας επιδίωξη να κάνουμε τα όνειρα εκείνα πραγματικότητα. Πονέσαμε πολύ στο έργο μας και κλάψαμε στις ατυχίες και τα κτυπήματα της μοίρας και στις δυσκολίες που μας βρήκαν, μα δεν λυγίσαμε. Προχωρήσαμε με θάρρος κι αγωνιστήκαμε όσο μπορούσαμε για να φτιάξουμε αυτό που θέλαμε, όπως το θέλαμε γιατί έτσι το θέλαμε…
Αχ καλύτερα να μην τα σκέφτεται κανείς. Γιατί όλα τα όνειρα και οι ελπίδες που με τόσους κόπους και μόχθους υλοποιήθηκαν κι έγιναν έργα πολιτισμένα, παίρνοντας σάρκα και οστά, ποτισμένα με το αίμα, το μόχθο και τον ιδρώτα μας, να τώρα όλα μαζί κλεισμένα σ’ ένα παλιό αυτοκίνητων των δώδεκα θέσεων να γκρεμίζονται με πάταγο μπροστά στα μάτια μας και να χάνονται…
…………………
Με το κούρσεμα της πόλης, άρχισε μια ανελέητη εκστρατεία για επισήμανση των ανθρώπων που είχαν το «θράσος» να μείνουν στα σπίτια τους ή να κρυφτούν όπου ξέκοψαν ή που έκριναν πιο ασφαλισμένα. Άρχισε ένα άγριο και οδυνηρό ανθρωπομάζωμα και το σκληρό ξεκλήρισμά των κατοίκων της περιοχής που οδηγούνται σε πρόχειρα στρατόπεδα αιχμαλώτων, με τελικό προορισμό τις φυλακές της Τουρκίας.
Κι εμείς…, εμείς οι έντεκα που για τον έναν ή τον άλλο λόγο ξεκόψαμε και μείναμε κρυμμένοι στην Κερύνεια, περιμέναμε τώρα με δέος κι αμηχανία τη μοίρα μας…
…………………
Ω του θαύματος! Σ’ ευχαριστούμε Θεέ μου που θέλησε να μας σώσεις. Ας είναι δοξασμένο το όνομά Σου. Ο από μηχανής Θεός, που με τόση αγωνία και λαχτάρα περιμέναμε και παρακαλούσαμε να φανεί, βρισκόταν ήδη εκεί μπροστά μας, έτοιμους να μας πάρει μακριά, να μας λυτρώσει. Τρία αυτοκίνητα της Ειρηνευτικής Δύναμης των Ηνωμένων Εθνών είχαν σταματήσει στο δρόμο μπροστά από το σπίτι όπου μέναμε. Τα δύο ήταν στρατιωτικά, γεμάτα πάνοπλους άνδρες της Δύναμης και το άλλο ήταν ένα λεωφορείο με τρεις μόνον πάνοπλους επίσης άνδρες, τους ΟΗΕδες όπως τους λέγαμε. Τρέξαμε όλοι με ανυπομονησία κοντά τους και τεντώσαμε τα’ αυτιά ν’ ακούσουμε ένα καλό λόγο από τα στόματά τους. Η κατάσταση ήταν πολύ άσχημη, έτσι άφησαν να νοηθεί. Τους ζητήσαμε να μας πάρουν να φύγουμε μακριά από την κόλαση στην οποία βρισκόμαστε.
Ο υπεύθυνος αξιωματικός των ΟΗΕδων, μας είπε ότι όποιος ήθελε να φύγει, μπορούσε να μπει στο λεωφορείο…
…………………
Στεναγμοί ανακουφίσεως βγήκαν από τα βάθη της ψυχής μας κι αρχίσαμε όλοι τα σταυροκοπήματα, ενώ ψίθυροι ευχαριστιών προς τον Ύψιστον, αναπέμποντας από όλα τα στόματα για τη σωτηρία μας. Ευγνωμονούσαμε το Θεό που εισάκουσε τις προσευχές μας κι έστειλε τους Ειρηνευτές να μας πάρουν υπό την προστασία τους….
…………………
Δεν πρόλαβαν όμως τα τρία αυτοκίνητα να φθάσουν στον προορισμό τους. Στα μισά του δρόμου, ένοπλοι Τούρκοι αστυνομικοί έφραξαν το δρόμο και υπό την απειλή των όπλων, ανάγκασαν τα αυτοκίνητα να σταματήσουν. Μπήκαν κι αυτοί μέσα και υποχρέωσαν τους ΟΗΕδες να μας οδηγήσουν στην αστυνομία τους…
…………………
Ύστερα, ένας Τούρκος σκαρφάλωσε στο αυτοκίνητο μας και μίλησε με σπασμένα ελληνικά:
- Να μεν φοάστε. Εν εν να κάμουμεν τίποτε. Να πάρουμε μόνον στοιχεία τους, να ξέρουμε ποίοι είναι και κανένας να μεν πάθει τίποτε. Για καλόν τους να κάμουμεν τούτο.
- Θα μας τους φέρετε πίσω, ρώτησαν με αγωνία οι γυναίκες.
- Βέβαια να φέρουμεν, τες καθησύχασε ο Τούρκος και πρόσθεσε: Αυτοκίνητο να μείνει να περιμένει.
Μη έχοντας άλλην εκλογή, κατεβήκαμε οι άνδρες από το λεωφορείο. Είμαστε εφτά κι οδηγηθήκαμε στον Σταθμό, ακολουθούμενοι από δύο ΟΗΕδες. Μας έμπηξαν σ’ έναν γραφείο στο οποίο βρίσκουνταν άλλοι τέσσερεις νέοι από την Κερύνεια κι αυτοί και που είχαν συλληφθεί με τον ίδιο τρόπο όπως κι εμείς.
Φρικτές Μαρτυρίες
Ένα γκριζόμαυρο σύννεφο πλανιόταν πένθιμα πάνω από την Κερύνεια κι έσμιγε με τους καπνούς που αναδίδονταν σαν θυμίαμα στον ουρανό από τα καμένα πτώματα και τα ερείπια της χαμένης – νεκρής πολιτείας. Οι καπνοί έβγαιναν από κάθε σημείο της πόλης που την είχαν κτυπήσει ανελέητα οι δολοφονικές βόμβες των κατακτητών κι από τα όμορφα χιλιοτραγουδημένα και κοσμαγάπητα δάση της που καίγονταν απ άκρους σ’ άκρη από τις εμπρηστικές βόμβες κι έκαναν τον Πενταδάκτυλο να φαντάζει σαν μια πελώρια αναμμένη λαμπάδα. Ανέβαιναν κατάμαυροι στον ουρανό σμίγονταν πάνω από την πόλη κι ενώνουνταν μαζί με το σύννεφο που βάραινε όλο και περισσότερο, πιέζοντας ασφυκτικά την ατμόσφαιρα.
Φωνή δεν ακουγόταν. Οι νεκροί που ήταν σκορπισμένοι εδώ κι εκεί δεν μιλούσαν. Βρίσκουνταν ξαπλωμένοι στο έδαφος φουσκωμένοι απαίσια, με τα χαρακτηριστικά τους αλλοιωμένα και παραμορφωμένα. Ολόγυρα τους σκορπούσαν την αηδιαστική εκείνη μυρουδιά που έρχεται μαζί με την αποσύνθεση και σου θυμίζει νεκροταφείο, με κορμιά άταφα, διάτρητα από σφαίρες και κομματιασμένα από τα κτυπήματα της λόγχης. Άλλα ήταν πεσμένα μπρούμυτα και το πρόσωπό τους φιλούσε το χώμα, λες και ικέτευαν τη μάνα γη, ν’ ανοίξει και να τους καταπιεί, να τους χώσει βαθιά μέσα στην αγκαλιά της, στα σπλάχνα της, όπου κανείς πια δεν θα μπορούσε να τους ενοχλήσει, να διαταράξει τη γαλήνη του και να τους πικράνει άλλο. Άλλα, ξαπλωμένα ανάσκελα με τα χέρια διάπλατα ανοικτά, μάτια γουρλωμένα από τον τρόμο και με την απογοήτευση και τον πόνο τυπωμένα ανεξίτηλα στα χλωμά πρόσωπά τους, παρακαλούσαν το Θεό να βάλει το χέρι Του και να σταματήσει το κακό που βρήκε τον τόπο μας, να μην επιτρέψει άλλους σκοτωμούς και να τους δε3χθεί στην γαλήνια και ανέμελη βασιλεία Του.
……………
Μόλις οι Τούρκοι πάτησαν το πόδι τους στη ξηρά, απέκοψαν τον δρόμο που ενώνει την Κερύνεια με τις κωμοπόλεις Καραβά και Λαπήθου. Πριν ξημερώσει είχαν μπλοκάρει όλους τους δρόμους και τα μονοπάτια… Ενέδρευαν παντού, χωμένοι μέσα στα χαντάκια και πίσω από τους θάμνους κι αλλοίμονο στα τρομαγμένα κι ανίδεα πλήθη που έτρεχαν κυνηγημένα για να σωθούν. Έπεφταν όλοι σαν ποντικοί στη φάκα που είχαν στήσει οι αιμοδιψείς κατακτητές. Τους σκότωναν πυροβολώντας τους αδιάκριτα ενώ έφευγαν μέσα στα αυτοκίνητά τους ή περπατητοί. Τους περισσότερους τους μάζευαν και τους έστηναν γραμμή τον έναν δίπλα στον άλλον όπως σε εκτελεστικό απόσπασμα. Νέους, γέρους, γυναίκες και μικρά παιδιά και χωρίς οίκτο, χωρίς έλεος κι ανθρώπινα αισθήματα, πυροβολούσαν από τον πρώτο μέχρι τον τελευταίο διασκεδάζοντας με τον ανθρώπινο σπαραγμό και τον θάνατο.
Σπαρταρούσαν τα θύματα στο έδαφος ώσπου να ξεψυχήσουν πληγμένα από τις σφαίρες κι οι δολοφόνοι γελούσαν και πανηγύριζαν με τον πόνο των ανθρώπων και τον αγώνα της ψυχής ώσπου να αποχωριστεί από το σώμα. Αν κανείς αργούσε να ξεψυχήσουν και τους άφηνε και την παραμικρή αμφιβολία ότι υπήρχε πιθανότητα να ζήσει, ορμούσαν πάνω του κα με τις λόγχες τους κομμάτιαζαν το κορμί. Τις έμπηγαν με μαία και λύσσα πρωτοφανή στο μέρος της καρδιάς ή έκοβαν τον λαιμό, τα άκρα, ακόμα και τα γεννητικά όργανα του θύματος, του άνοιγαν χίλιες τρύπες στο κορμί, μέχρι να πάψει να κινείται. Αρκετούς τους λόγχιζαν πρώτα, και ενώ ήταν ακόμα ζωντανοί, τους έβγαζαν τα μάτια και τους έκοβα τα άκρα και τα όργανα διασκεδάζοντας με τον πόνο τους πριν τους αποτελειώσουν με τις σφαίρες.
Συνεχίζεται
http://kostasxan.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου