Του Γεωργίου Αθ. Τσούτσου
Η δράση του Χρυσοστόμου σε Μακεδονία-Θράκη
Αναπόσπαστα συνδεδεμένος με τον Μακεδονικό Αγώνα, ο Χρυσόστομος ως Μητροπολίτης Δράμας ανέπτυξε έντονη δραστηριότητα στη Μακεδονία όπου συγκρούστηκε με τον βουλγαρικό εθνικισμό ο οποίος, ως προϊόν του Πανσλαβισμού, έπληξε την Ορθοδοξία και την ελληνική ταυτότητα των κατοίκων της Μακεδονίας που ήθελαν να παραμείνουν πιστοί στο Οικουμενικό Πατριαρχείο. Ως επαρχία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η Βουλγαρία δεν ήταν δυνατόν να αποκτήσει δική της αυτοκέφαλη εκκλησία, της οποίας η δικαιοδοσία θα ταυτιζόταν με τα όρια του βουλγαρικού κράτους. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο δεχόταν ότι οι δικαιοδοσίες των Εκκλησιών υπάγονταν σε τοπικά-κρατικά κριτήρια, καταβαλλόταν δηλαδή προσπάθεια τα όρια της εκκλησιαστικής διοικήσεως να ακολουθούν τα όρια της υφιστάμενης κρατικής οντότητας.
Η
πολιτική των Βουλγάρων συνοδεύτηκε από μια βίαιη προσπάθεια
εκβουλγαρισμού των χριστιανών της Μακεδονίας. Ο Χρυσόστομος κατέβαλε
προσπάθεια να προστατεύσει τους ορθοδόξους πληθυσμούς της Μακεδονίας ενώ
ανέπτυξε πλούσιο κοινωνικό και φιλανθρωπικό έργο. Για να κατανοηθεί
καλύτερα η εθνική δράση του Χρυσοστόμου στη Μακεδονία, θεωρούμε
απαραίτητο να αναφερθούμε δι’ ολίγων στις πολιτικές και εκκλησιαστικές
διεργασίες που συντελούντο στην εν λόγω επαρχία της Οθωμανικής
αυτοκρατορίας.
Η ίδρυση της Βουλγαρικής Εξαρχίας το 1870, δηλαδή μιας Εθνικής Εκκλησίας, με σουλτανικό φιρμάνι, αποτελούσε ένα βήμα για τη δημιουργία βουλγαρικού κράτους. Τα όριά του περιλάμβαναν τη σημερινή Βουλγαρία, και τις περιοχές της Μακεδονίας και της Θράκης των οποίων τα δύο τρίτα θα δήλωναν εξαρχικοί (1). Οι απαρχές της εθνικής και πολιτιστικής αφύπνισης των Βουλγάρων βρίσκονται στον Μεσαίωνα αλλά εκφράστηκαν έντονα κατά τα μέσα του 19ου αιώνα. Η εθνική συνείδηση των Βουλγάρων είχε αμβλυνθεί κατά την διάρκεια της Τουρκοκρατίας σε μεγάλο βαθμό λόγω της μακροχρόνιας δουλείας από το 1393 και της ασθενικής τους παιδείας.
Από την άλλη πλευρά ο βουλγαρικός μεσαιωνικός πατριωτισμός είχε αντικατασταθεί με την ορθόδοξη εκκλησιαστική συνείδηση, αφού και οι Βούλγαροι ανήκαν στο Ορθόδοξο Γένος. Η εθνική τους αφύπνιση συμπίπτει με την μορφωτική τους αφύπνιση (2 ). Οι αξιώσεις τους για εθνική Εκκλησία υποδαυλίστηκαν και από τους Οθωμανούς ως αντιπερισπασμός στο Κρητικό Ζήτημα. Εξάλλου οι επεμβάσεις της Ρωσίας υπέρ των Βουλγάρων μέσα στο πλαίσιο της θεωρίας του Πανσλαβισμού σε συνδυασμό με τα αντίστοιχα συμφέροντα χωρών όπως η Γαλλία και η Μεγ. Βρεττανία δημιουργούσαν ένα ρευστό περιβάλλον (3). Επιπλέον, η εθνική αφύπνιση των Βουλγάρων τον 19 ο αιώνα οφείλει πολλά και στην ιεραποστολική δραστηριότητα των Αμερικανών προτεσταντών της εποχής (4).
Ως απάντηση στην ίδρυση της Βουλγαρικής Εξαρχίας τον Σεπτέμβριο του 1872 η « Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος » στην Κωνσταντινούπολη ψηφίζει τον Όρο καταδίκης του « φυλετισμο ῦ »: «Ἀποκηρύττομεν, κατακρίνοντες καί καταδικάζοντες τόν φυλετισμόν, τοὐτέστιν τάς φυλετικάς διακρίσεις καί τάς ἐθνικάς ἔρεις καί ζήλους καί διχοστασίας ἐν τῇ τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία». Με τον όρο «εθνο φυλετισμός » εισάγεται η έννοια μιας καινοφανούς εκκλησιαστικής παρεκκλίσεως -η οποία περνά στα όρια της αιρέσεως- που συνιστά «ἡ λόγ ῳ διαφόρου φυλετικῆς καταγωγῆς καί γλώσσης διάκρισις καί διεκδίκησις ἤ έξάσκησις ἀ ποκλειστικῶν δ ικαιωμάτων παρ’ἀ τόμων ἤ ὁμάδων ἀνθρώπων ὁμοχώρων τε καί ὁμοταγῶν ». Στη νεοελληνική βιβλιογραφία ο όρος αυτός χρησιμοποιείται ευρύτερα για να υποδηλώσει την αντίθεση μεταξύ μιας οικουμενικής και « αντιεθνικιστικής » διάστασης της Ορθοδοξίας έναντι του « εθνικισμού » ή του « εθνο-φυλετισμού » ή του « θρησκευτικού εθνικισμού » . Γενικότερα εμφανίζεται να υπάρχει σύγκρουση ή αντίθεση μεταξύ μιας οικουμενικής, μη εθνικιστικής ή προ εθνικιστικής θρησκευτικής αντίληψης και στον εθνικισμό (5).
Στο πλαίσιο αυτών των συσχετισμών η κήρυξη του Αυτοκεφάλου της Ελληνικής Εκκλησίας το 1833 συνδέεται με την Βουλγαρική Εξαρχία στο μέτρο κατά το οποίο οι Βούλγαροι μιμήθηκαν το ελληνικό παράδειγμα. Οι συσχετισμοί αυτοί χωρίς να παραβλέπονται, δεν πρέπει όμως και να υπερεκτιμώνται. Επί παραδείγματι η έννοια του Ορθόδοξου Γένους πρέπει να εξετάζεται παράλληλα με την διαπίστωση ότι ο Νέος Ελληνισμός, δηλαδή το Ελληνικό έθνος δημιουργεί και αναπτύσσει ελληνική εθνική συνείδηση «…από το τέλος του 11ου και τις αρχές του12ου αιώνα, για να διαρκέσει, περνώντας από διάφορα στάδια ως τις αρχές του 19ου αιώνα ». Όπως διευκρινίζει ο Σβορώνος, ο μεσαιωνικός Ελληνισμός, δεν αποτελεί «.. .έναν νέο λαό, μια καινούργια εθνότητα άσχετη ή με κάποια μόνο μακρινή σχέση με τον αρχαίο Ελληνισμό, αλλά …μια νέα φάση του ίδιου λαού, που με την ενηλικίωση αλλάζει τη φυσιογνωμία του » (6).
Από την άλλη πλευρά στην Μακεδονία, κατά την εποχή του Μακεδονικού Αγώνα, συναντώνται ομάδες πληθυσμού με προεθνικά χαρακτηριστικά. Ο Χρυσόστομος γνωρίζει για αυτές τις ομάδες πληθυσμού και έχει αναλύσει σε κείμενά του την εθνολογική σύνθεση του πληθυσμού της Μακεδονίας, αντιτιθέμενος στην προσπάθεια βίαιης αλλοίωσής της ή αλλαγής της μέσω των προπαγανδιστικών μεθόδων των Βουλγάρων. Επί παραδείγματι διακρίνει τους «Βουλγαριστές», δηλαδή τους υποστηρικτές της βουλγαρικής εθνικής ιδεολογίας οι οποίοι αποσχίστηκαν από το Οικουμενικό Πατριαρχείο από τους «Βουλγαρίζοντες», οι οποίοι είχαν ρευστή εθνοφυλετική ταυτότητα.
Ο Αλέξης Αλεξανδρής σημειώνει στην εισαγωγή του Αρχείου του Χρυσοστόμου ότι ο αοίδιμος ιεράρχης «…υπήρξε από τους πρώτους πατριαρχικούς ιεράρχες που διέγνωσαν ότι το μακεδονικό πρόβλημα δεν ήταν μόνο μια εκκλησιαστική αντιπαράθεση μεταξύ του φαναριώτικου οικουμενισμού και του βουλγαρισμού της Εξαρχίας αλλά η έκφραση ενός μακροχρόνιου εθνικιστικού αλυτρωτικού αγώνα για την επικράτηση του σλαβομακεδονισμού στη Μακεδονία και τη Θράκη». Ο Χρυσόστομος δρα με γνήσιο εκκλησιαστικό ήθος, αποτιμά ορθά στο ιστορικό τους πλαίσιο και προσπαθεί « …να συμβιβάσει αλληλοσυγκρουόμενες έννοιες όπως ο ελληνικός μεγαλοϊδεατισμός και ο πολυεθνικός οθωμανισμός ή ακόμη ο πατριαρχικός οικουμενισμός και ο ελλαδικός εθνοκεντρισμός » (7). Ο τρόπος δράσεως και σκέψεως του Χρυσοστόμου είναι συνθετικός, καθώς δεν αποτελεί απλή αντανάκλαση των περί έθνους θεωριών της εποχής του. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει πως τις αγνοεί.
Εάν ο Χρυσόστομος ως εκκλησιαστικός άνδρας έχει ευρύτερα κριτήρια θεωρήσεως της εθνικής ιδέας, η ίδια η Μεγάλη Ιδέα των Ελλήνων έχει πρωτίστως εθνικά και όχι εθνικιστικά χαρακτηριστικά. Επηρεάζεται αλλά και διακρίνεται από τις θεωρίες περί Έθνους που ανεφύησαν από τον Διαφωτισμό και μετά, αλλά και μέχρι των ημερών μας. Ο χαρακτήρας του νεοελληνικού εθνισμού είναι προαστικός και ως εκ τούτου δεν επιζητεί την κατάκτηση ξένων λαών, και ιδίως ξένων αγορών. Ακόμη και το κυπριακό ζήτημα στη συνείδηση των Ελλήνων δεν είναι θέμα γεωγραφικής επεκτάσεως, αλλά έχει αλυτρωτικές διαστάσεις, δηλαδή απελευθέρωση υποδούλων αδελφών (8). Πέραν αυτών, όπως σημειώνει ο Αλέξης Αλεξανδρής, « μόνο στο τέλος της θητείας του στη Δράμα, και αφού είχε εκτοπισθεί δύο φορές από τη μητροπολιτική του έδρα, ο Χρυσόστομος κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ήταν αδύνατη η ειλικρινής συνεργασία με τους Τούρκους και ότι η επιβίωση του ελληνοοθωμανικού στοιχείου ήταν άμεσα εξαρτημένη από τη στενή συνεργασία με το ελληνικό κράτος .» (9)
Είναι γνωστές οι διαφορές απόψεων μεταξύ του Χρυσοστόμου και του Πατριάρχη Ιωακείμ Γ΄ ως προς τον πλέον ενδεδειγμένο τρόπο αντιμετωπίσεως της πολιτικής της Υψηλής Πύλης και των Βουλγάρων
2. Εθναρχία και Εθνική ιδέα στον Χρυσόστομο
Η απομάκρυνση του Χρυσοστόμου από την εθναρχική παράδοση, δηλαδή τους πολλαπλούς ρόλους που επιτελεί η Εκκλησία ως θεσμικός παράγων, αλλά και ατύπως, στο πλαίσιο της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, δεν αποτελεί ασφαλώς καινοφανές γεγονός. Αντιθέτως συνιστά συνέχεια της αντιστασιακής παράδοσης του κλήρου, ο οποίος πλήρωσε βαρύ φόρο αίματος στο πλαίσιο της αντιστασιακής του δράσης από τον 15 ο αιώνα και μετά. Η Εθναρχία άλλωστε εδράζεται στην αναγκαστική συνεργασία με την Υψηλή Πύλη (10). Μεταξύ της οικουμενικής αντίληψης του πατριαρχικού θρόνου και των εθνικών ανησυχιών του Χρυσοστόμου, μεσολαβούν αποτυχημένες προσπάθειες συνδυασμού και των δύο.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελε ί το αποτυχημένο κίνημα του Υψηλάντη στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες, που εκδηλώθηκε τον Φεβρουάριο του 1821. Κατά τον π. Γ. Μεταλληνό, « …η κυρίαρχη, στην Εκκλησία και τα ευρύτερα στρώματα του Λαού, ιδεολογία συνδεόταν με την ανάσταση της Ελληνορθόδοξης Ρωμανίας / Βυζαντίου . Με το Κίνημα του Υψηλάντη η Επανάσταση χάνει τον οικουμενικό ρωμαϊκο στόχο της και περιορίζεται στην αποκατάσταση του ελληνικού Έθνους….Η Συνέλευση της Επιδαύρου (1821) …επέβαλε τη λύση που επεφύλαξαν για το Εθνος μας οι Δυτικές Δυνάμεις…..που επέβαλαν το δικό τους όραμα και όχι εκείνο του Ρήγα ή των Κολυβάδων » (11).
Πρέπει όμως να παρατηρήσουμε ότι η αλλαγή της στοχοθεσίας του κινήματος του Υψηλάντη συνέβη λόγω των τοπικών αντιδράσεων. Η εχθρική στάση τμήματος του ρουμανικού πληθυσμού κατά του Κινήματος του Υψηλάντη -η οποία μάλιστα εκδηλώθηκε και με την μορφή ένοπλης σύρραξης -κατέστησε αδύνατη την επέκτασή του μεταξύ των βαλκανικών λαών. Είναι χαρακτηριστικό της αρχικής στόχευσης του κινήματος του Υψηλάντη ότι στην αρχή απευθύνθηκε και στους Μουσουλμάνους. Προβληματισμούς εγείρει επίσης η στόχευση του Ρήγα καθώς οραματίζεται μία « ελληνική αυτοκρατορία » της οποίας οι κάτοικοι θα ομιλούν την ελληνική γλώσσα και στην οποία τόσο οι μουσουλμάνοι όσο και οι χριστιανοί θα έχουν από κοινού τον σταυρό ως επαναστατικό σύμβολο (12).
Οι διαφορές μεταξύ του Πατριάρχη Ιωακείμ Γ΄ και του Χρυσοστόμου αφορούν στον καλύτερο τρόπο προστασίας της ελληνορθόδοξης παράδοσης και είναι εύλογες από την στιγμή κατά την οποία ο Πατριάρχης έχει κατά νου το σύνολο των ορθοδόξων πληθυσμών της Αυτοκρατορίας και ο Χρυσόστομος την προστασία των ελληνορθόδοξων πληθυσμών τους οποίους έχει κληθεί να ποιμάνει. Γενικότερα, η στρατιωτική αναμέτρηση με την Οθωμανική Αυτοκρατορία ή η εκ των έσω άλωσή της αποτέλεσε σημαντικό στοιχείο διαφοροποίησης μεταξύ των Φαναριωτών και των ελληνικών κυβερνήσεων (13). Αναμφισβήτητα το Πατριαρχείο τόνιζε την ενότητα όλων των χριστιανών της οθωμανικής αυτοκρατορίας ανεξαρτήτως της μητρικής τους γλώσσας αλλά η διαμάχη με εκείνους που τόνιζαν την ενότητα των ελληνοφώνων δεν εμπόδιζε την ιδεολογική επικοινωνία ανάμεσα στις δύο τάσεις (14).
Διαφορές με συγκεκριμένο περιεχόμενο μεταξύ της εθναρχικής συνείδησης και της εθνικής ιδέας εντοπίζονται ύστερα από την ίδρυση του ελληνικού κράτους. Οι νέες κοινωνικές και πολιτικές δομές αυτού του κράτους οικοδομούνται εν μέσω πολιτικών, ιδεολογικών κ.α. διαφορών ή διεθνών πιέσεων, πράγμα εν πολλοίς αναμενόμενο. Αφορούν στην ελευθερία του Τύπου, την απονομή της εκκλησιαστικής δικαιοσύνης, κ.α. Υπάρχει προβληματισμός και διχογνωμία η οποία διατρέχει το σύνολο του βίου του ελεύθερου ελληνικού κράτους ως προς τον βαθμό προσαρμογής του στις πολιτικές, ιδεολογικές και κοινωνικές αντιλήψεις της Εσπερίας. Παράδειγμα αποτελούν οι σχέσεις Εκκλησίας-Πολιτείας (15). Οι αλλαγές αυτές αφορούν και στην ίδια την Οθωμανική Αυτοκρατορία η οποία αλλάζει σταδιακά χαρακτήρα. Παύει να βασίζεται στο σύστημα των θρησκευτικών κοινοτήτων (millet) και οδεύει προς ένα κοσμικό κράτος (16).
Ο Χρυσόστομος ως Μητροπολίτης Σμύρνης συγκρούστηκε με τον τουρκικό εθνικισμό ο οποίος, κατόπιν γερμανικών παραινέσεων βαρύνεται με γενοκτονίες εναντίον των Αρμενίων και των Ποντίων αλλά και Μικρασιατών εν γένει. Η περίοδος των διωγμών εναντίον του ελληνικού στοιχείου περιλαμβάνει δύο φάσεις: Η πρώτη εκτείνεται χρονικά μεταξύ των ετών 1913-1918 και η δεύτερη καλύπτει την διάρκεια της Μικρασιατικής Εκστρατείας (1919-1922). Διωγμοί εναντίον του ελληνικού στοιχείου είχαν σημειωθεί και κατά το παρελθόν (π.χ. επί Σουλτάνου Σελήμ Α΄) αλλά στις πιο πάνω περιπτώσεις έλαβαν την μορφή γενοκτονίας ενώ τα μέσα που χρησιμοποιήθηκαν συμπίπτουν με εκείνα του ναζιστικού ολοκαυτώματος (17). ύμφωνα με τα στοιχεία της « Ιστορίας του Ελληνικού Έθνους », από το 1913 μέχρι και το 1918 εκτοπίστηκαν 773.915 άτομα εκ των οποίων τουλάχιστον το ήμισυ έχασε τη ζωή του υπό αντίξοες συνθήκες. Είχε προηγηθεί η έκρηξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου το 1914 οπότε η Οθωμανική Αυτοκρατορία ήταν σύμμαχος της Γερμανίας.
Εν όψει της συμμετοχής των Τούρκων οι Γερμανοί προέτρεπαν τους Τούρκους να λάβουν προληπτικά μέτρα εναντίον των Ελλήνων επειδή προέβλεπαν ότι η Ελλάδα θα συμμετάσχει στον πόλεμο στο πλευρό των Αγγλογάλλων και ανησυχούσαν μήπως οι χριστιανικοί πληθυσμοί παίξουν ρόλο « Δούρειου Ίππου. » Οι μαζικές εκτοπίσεις ελληνικών πληθυσμών ηλικίας 20-45 ετών στην Ανατολία και στην Μεσοποταμία προκειμένου να εργαστούν στην κατασκευή μεγάλων οδικών έργων, σε λατομεία και αγροτικές εργασίες είχε ως αποτέλεσμα να χάσουν τη ζωή τους από έλλειψη τροφής, τύφο και χολέρα. Μετά το 1916, οπότε έλαβε χώρα η Γενοκτονία των Αρμενίων ήλθε η σειρά των αμάχων. Ολόκληρες οικογένειες εξαναγκάστηκαν να διανύσουν τεράστιες αποστάσεις και να αφήσουν την τελευταία τους πνοή στις Ποντιακές ’λπεις (18).
Ο Χρυσόστομος ανέπτυξε έντονη δραστηριότητα για την ανακούφιση όσων διωκομένων βρίσκονταν στα όρια της Μητροπόλεώς του. Με ογκώδεις εργασίες του καταγράφει λεπτομερώς τους διωγμούς και τις ωμότητες που διαπράχθηκαν. Η πολιτική αυτή των Νεοτούρκων συνεχίστηκε και από το κίνημα του Μουσταφά Κεμάλ. Είναι χαρακτηριστικό το υπόμνημα που έστειλε το Νοέμβριο του 1921 το Οικουμενικό Πατριαρχείο στην Κοινωνία των Εθνών στο οποίο τονίζεται μεταξύ άλλων ότι «… οὐδέποτε οἱ Χριστιανοί τῆς Τουρκίας ἐξετέθησαν εἰς μεγαλυτέρας καταστροφάς εἰ μή ὑπό τό ἐπαναστατικόν καθεστώς του Μουσταφᾶ Κεμάλ ». Κατά τον γράφοντα, η στάση αυτή του Κεμάλ προσδίδει εθνικιστικά χαρακτηριστικά και όχι εθνικά στο κίνημά του. Ο Erik J . Z ü rcher παρατηρεί σχετικά ότι « πολύ συχνά ξεχνάμε ότι το σύγχρονο τουρκικό κράτος δημιουργήθηκε μέσω «εθνοκάθαρσης» σε μαζική κλίμακα » (19).
Θεωρούμε ότι ο Χρυσόστομος είχε ορθά διαβλέψει τον τρόπο σκέψεως της ηγετικής τάξης της Τουρκίας της εποχής του και δεν έβλεπε τρόπο ειρηνικής συμβίωσης των πληθυσμών στους κόλπους του παλαιού και από μακρού καταρρέοντος- οθωμανικού κράτους, αν και ήταν απολύτως αντίθετος στην ιδέα περί ανταλλαγής πληθυσμών. Πίστευε ότι το ελληνοχριστιανικό πολιτιστικό οικοδόμημα θα μπορούσε να δώσει ένα πρότυπο στους λαούς της Μικράς Ασίας και όχι ο ισοπεδωτικός τουρκικός εθνικισμός της εποχής του. Στο πλαίσιο αυτό της σταδιακής αλλαγής των οθωμανικών δομών ο Χρυσόστομος έδωσε έμφαση στην πατριωτική του ιδιότητα «… αναμφίβολα με πιστότητα προς την ελληνορθόδοξη παράδοσή μας » (20). Ως Μητροπολίτης Σμύρνης αγωνίστηκε για την Ένωση των Εκκλησιών και εξεδήλωνε έμπρακτα την χριστιανική αλληλεγγύη προς τους μουσουλμάνους της Σμύρνης χωρίς να παραλείπει το φιλανθρωπικό έργο εν γένει.
Για την περίοδο αυτή της ζωής του ο Λοβέρδος γράφει ότι ενεργεί ως « ἐθνικόφρων μέ τήν στενωτέραν ἔννοιαν τῆς λέξεως καί κηρύσσει τό εὐαγγέλιον τοῦ διεθνισμοῦ ὡς τήν ἐκπλήρωσιν τοῦ χριστιανικοῦ ἰδεώδους ». Τα ιδεώδη τα οποία τον εμπνέουν τα αναπτύσσει μεταξύ άλλων στην Σμύρνη στον λόγο που εξεφώνησε όταν κατέπλευσε το αντιτορπιλλικό «Λέων» (21). Είναι « … ἡ ἐλευθερία τοῦ ἀτόμου, τά δίκαια τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ἀνεξαρτησία τῶν λαῶν, ἡ αὐτονομία παντός ἔθνους ὑπό τόν οὐρανόν, ἡ ἰσονομία μεγάλων καί μικρῶν λαῶν, ἡ διεθνής ἀλληλεγγύη καί ἀσφάλεια πάντων ὑπέρ πάντων καί πάντων ὑπέρ τοῦ ἑνός, τοῦ ἀδυνάτου, τοῦ μικροῦ, τοῦ ἀθώου, τοῦ ἐγκαταλελειμμένου, τοῦ ἀπροστατεύτου,»
Συνεπώς, θεωρούμε τουλάχιστον αδόκιμο τον χαρακτηρισμό του Χρυσοστόμου (ως Μητροπολίτου Δράμας) και του Μητροπολίτου Καστορίας Γερμανού ως « αφοσιωμένων εθνικιστών » οι οποίοι, « παρά την καταδίκη του φυλετισμού » εισήγαγαν σταδιακά « μία νέα νοοτροπία στην πολιτική του Οικουμενικού Πατριαρχείου » (22). Ο όρος «εθνικισμός», χωρίς αυστηρή οριοθέτηση, πέραν του ότι αποδίδει εκκοσμικευμένο τρόπο σκέψεως σε ένα ορθόδοξο κληρικό και ως εκ τούτου συνεπάγεται απομάκρυνση από το εκκλησιαστικό ήθος, δύναται να σημαίνει και καθ’ υπερβολήν αφοσίωση στα εθνικά ιδεώδη (23).
3. Σχέσεις Εκκλησίας Κύπρου Χρυσοστόμου Σμύρνης
Η εθνική δράση του Χρυσοστόμου σαφώς συνδέεται με την Κύπρο τόσο σε εκκλησιαστικό όσο και σε πολιτικο-διπλωματικό επίπεδο. Ήδη, από το 1912,ο Τσώρτσιλ – σε συμφωνία με τον Λόυντ Τζωρτζ- είχε κάνει λόγο για παραχώρηση της Κύπρου στην Ελλάδα με ταυτόχρονη χρήση της Κεφαλλονιάς για τις ανάγκες του βρεττανικού στόλου (24). Μολονότι οι σχετικές διαπραγματεύσεις μεταξύ Ελλάδος-Μεγ. Βρεττανίας απέβησαν άκαρπες, στην Κύπρο πραγματοποιήθηκε ψήφισμα υπέρ της Ενώσεως το επόμενο έτος υπό την προεδρία του Αρχιεπισκόπου Κυρίλλου του Β΄. Η συμμετοχή 11000 Κυπρίων στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο συνεπεία της προσαρτήσεως της νήσου στην Μεγ. Βρεττανία το 1914, δημιούργησε νέες προοπτικές στο Κυπριακό ζήτημα.
Το 1915 η Βρεττανία προσέφερε την Κύπρο στην Ελλάδα ως αντάλλαγμα της συμμετοχής της στον πόλεμο. Αν και το 1917 η Ελλάδα εισήλθε στον πόλεμο, η Βρεττανία απέσυρε την προσφορά αυτή η οποία δεν είχε γίνει αποδεκτή το 1915 από την τότε κυβέρνηση Ζαΐμη διότι η τελευταία δεν ήθελε να εγκαταλείψει την ουδετερότητα. Ύστερα από τη λήξη του πολέμου η Βρεττανία υποσχέθηκε να παραχωρήσει την Κύπρο στην Ελλάδα μόλις η Ιταλία έπραττε το ίδιο με την Ρόδο (25). Δεν θα αναφερθούμε περαιτέρω στις ενέργειες των Κυπρίων στην Συνδιάσκεψη Ειρήνης των Παρισίων και μέχρι την Μικρασιατική Καταστροφή για την προάσπιση των εθνικών τους δικαίων αλλά θα μνημονεύσουμε ενδεικτικά την επαφή του Χρυσοστόμου ως Μητροπολίτου Σμύρνης με τον Κυπριακό Ελληνισμό διαρκούσης της Μικρασιατικής Εκστρατείας.
Την 2 α Μαΐου του 1919, ένα από τα πρώτα συγχαρητήρια τηλεγραφήματα που ελάμβανε ο Χρυσόστομος επί τη αφίξει του ελληνικού στρατού προερχόταν από τον Αρχιεπίσκοπο Κύπρου. Στην εφημερίδα « Θάρρος » της Σμύρνης που εκδιδόταν από τους αδελφούς Σολομωνίδη προέβη σε δηλώσεις ο Μητροπολίτης Πάφου Ιάκωβος Αντζουλάτος τον Μάιο του 1922 οπότε και επισκέφθηκε την Σμύρνη. Στις δηλώσεις αυτές, επαναλάμβανε την σταθερή υποστήριξη του Κυπριακού Ελληνισμού προς το Μικρασιατικό Ελληνισμό και έκανε γνωστή την διενέργεια παλλαϊκού εράνου στην Κύπρο υπέρ του αγώνα των Μικρασιατών. Δημοσιοποίησε ακόμη δύο επιστολές των οποίων ήταν κομιστής εκ μέρους της Κυπριακής Εκκλησίας οι οποίες απευθύνονταν στον Μητροπολίτη Σμύρνης Χρυσόστομο και στον Αρχηγό της Στρατιάς της Μικράς Ασίας κ. Παπούλα αντίστοιχα.
Απαντώντας ο Χρυσόστομος Σμύρνης ευχαρίστησε μεταξύ άλλων τους Κυπρίους για την βοήθειά τους και τόνισε ότι «… η σύμπνοια και η αλληλεγγύη του Ελληνισμού… θέλουσι μετατρέψει τας αποφάσεις των ισχυρών » κάνοντας μνεία στον Κυπριακό Αγώνα. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι εφημερίδες που εκδίδονταν εκείνη την εποχή στην Κύπρο, προέτρεπαν το λαό να ανταποκριθεί στην έκκληση του Αρχιεπισκόπου Κυρίλλου υπέρ της ενίσχυσης των Μικρασιατών ενώ στην επιστολή του προς τον Αρχιστράτηγο Παπούλα, ο Κύπρου Κύριλλος συνδέει τον Κυπριακό Αγώνα με τον αγώνα του Μικρασιατικού Ελληνισμού και εκφράζει την ευχή να δει τον Αρχιστράτηγο αποβιβαζόμενο «. ..ε ἰ ς τάς ἀ κτάς τ ῆ ς νήσου ταύτης » (26).
4. Η αγιοκατάταξη του Χρυσοστόμου, αναγνώριση της ελληνορθόδοξης μαρτυρίας του
Το ενδιαφέρον για την όλη προσφορά του Χρυσοστόμου Σμύρνης δεν περιορίζεται στην δραστηριότητά του στην Μακεδονία και την Σμύρνη αλλά και στο γεγονός της μετά θάνατον κατάταξής του στην « χορείαν τῶν ἁγίων »Την ιδιότητα του εθνομάρτυρος είχε αποκτήσει με τον μαρτυρικό του θάνατο. Όμως, από πολύ νωρίς υπήρξαν πρωτοβουλίες για την κατάταξή του μεταξύ των αγίων, μία ακόμη απόδειξη της ελληνορθόδοξης μαρτυρίας του. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι στην πρώτη έκδοση του ομώνυμου βιβλίου του Σπυρίδωνος Λοβέρδου το 1929, διακηρύσσεται ο στόχος της συλλογής χρημάτων για την κατασκευή προτομής του Χρυσοστόμου.
Το επόμενο έτος, το Πατριαρχείο Αλεξανδρείας επανατυπώνει το βιβλίο στο Πατριαρχικό Τυπογραφείο, στην Αλεξάνδρεια. Αυτή τη φορά, στόχος είναι η υποστήριξη του αιτήματος που, από το 1923 είχε διατυπώσει ο πατριάρχης Φώτιος: Να αναγνωριστεί ο Χρυσόστομος από την Ορθόδοξη Εκκλησία ως άγιος. Την αγιότητά του είχε ήδη αναγνωρίσει η Αμερικανική Επισκοπική Εκκλησία λίγο μετά το μαρτυρικό του τέλος. Πράγματι η αναγνώριση ήλθε ύστερα από σχετικό αίτημα που υπέβαλε στην Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος η Ένωση Σμυρναίων και ο Μητροπολίτης Κορίνθου Παντελεήμων Καρανικόλας τον Μάρτιο του 1992 (27).
Στη συνεδρίαση της 14 ης Νοεμβρίου 1992, η Διαρκής Ιερά Σύνοδος ανεκήρυξε ομόφωνα ως αγίους τον Μητροπολίτη Σμύρνης Χρυσόστομο, τους Μητροπολίτες Κυδωνίων Γρηγόριο, Μοσχονησίων Αμβρόσιο, Ικονίου Προκόπιο, τον Επίσκοπο Ζήλων Ευθύμιο και όλους εκείνους, κληρικούς και λαϊκούς, που έδωσαν τη ζωή τους το 1922… (28). Κατ’αυτόν τον τρόπο ο μέχρι τότε καλούμενος εθνομάρτυς Χρυσόστομος κατέστη εθνοϊερομάρτυς. Στην εισήγησή του προς την Ιερά Σύνοδο ο Μητροπολίτης Πατρών Νικόδημος αναφέρει μεταξύ άλλων πως η Εκκλησία δεν απαξίωσε να λάβει και εθνική μορφή κατά τόπους « συντρέχουσα παντοιοτρόπως τούς ἐθνικούς ἀγωνιστάς καί τούς ἱερούς αὐτῶν ἀγώνας » μιμούμενη τον Χριστό ο οποίος « μορφήν δούλου λαβών, ἐ ν ὁ μοιώματι ἀνθρώπων γενόμενον» «ἑαυτόν ἐκένωσε ». Σε άλλο σημείο, ο Μητροπολίτης Πατρών Νικόδημος παρουσιάζει το παράδειγμα του Αποστόλου Παύλου ο οποίος ευχόταν « ἀ νάθεμα ε ἶ ναι ἀπό τοῦ Χριστοῦ ὑπέρ τῶν άδελφῶν μου, τῶν συγγενῶν μου κατά σάρκα, οἷτινες εἰσίν Ἰσραηλῖται… » (29).
Ακόμη και όταν ήταν εν ζωή ο Χρυσόστομος έχαιρε ιδιαίτερης τιμής από τον πληθυσμό της Μικράς Ασία που τον είχε ήδη κατατάξει μεταξύ των αγίων. Σχετική μαρτυρία δίνει ο Μητροπολίτης Γλυφάδας Παύλος σύμφωνα με την οποία όταν ήταν μαθητής ο πατέρας του, του έδωσε μία φωτογραφία του Μητροπολίτη Σμύρνης Χρυσοστόμου με τα εξής λόγια: «Παιδί μου σου δίνω την εικόνα του Αγίου Χρυσοστόμου, Μητροπολίτου Σμύρνης και σου δίνω την ευχή μου, να την έχης στα εικονίσματα πάντοτε. Κάποτε η Εκκλησία της Ελλάδος θα τον ανακηρύξη επίσημα ’γιον. Για μας τους Μικρασιάτας είναι ’γιος και Μάρτυρας από την ημέρα του Μαρτυρίου του…» Ακόμη, στη Ραφήνα όπου εγκαταστάθηκαν πρόσφυγες από την πόλη Τρίγλια, γενέτειρα του Χρυσοστόμου, βάπτιζαν προς τιμήν του τα παιδιά τους με το όνομά του (30).
Εκ των ανωτέρω εκτιμούμε ότι η εθνική δράση του Χρυσοστόμου Σμύρνης μπορεί να συνδέεται περιστασιακά με την εξωτερική πολιτική του ελληνικού κράτους, αλλά είναι απότοκη μιας ευρύτερης θεωρήσεως των πραγμάτων, ενταγμένης στην ελληνορθόδοξη παράδοση, η οποία αναμφίβολα προσαρμόζεται στο πνεύμα της εποχής, χωρίς όμως να χάνει τα ιδιάζοντα χαρακτηριστικά της. Όπως άλλωστε είχε προείπει ο ίδιος ο Χρυσόστομος στον Πατριάρχη Ιωακείμ Γ΄ την 23 η Μαϊου 1902, ημέρα της χειροτονίας του,
«.. «Ἐν ὅλῃ τῇ καρδίᾳ καί ἐν ὅλῃ τῇ διανοίᾳ θά ὑπηρετήσω τήν Ἐκκλησίαν καί τό Γένος καί ἡ μίτρα τήν ὁποίαν αἱ ἅγιαι χεῖρες σας ἐναπόθεσαν ἐπί τῆς κεφαλῆς μου, ἐάν πέπρωται νά ἀπολέσῃ ποτε τήν λαμπηδόνα τῶν λίθων της θά μεταβληθῇ εἰς ἀκάνθινον στέφανον μάρτυρος Ἱεράρχου» (31).
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
(1) Γ. Πρίντζιπα , Εκκλησία και Ελληνισμός από το 1821 έως σήμερα. Ιστορική Επισκόπηση, Αθήνα 2005, σσ. 69-71.
(2) Δ. Γόνη, Ιστορία της Εκκλησίας της Βουλ γαρίας, Αθήναι 1995, σσ.114-115.
(3) D . Dakin, Η ενοποίηση της Ελλάδας 1770-1923 μτφρ. Α. Ξανθόπουλος, Αθήνα 1989 σσ.188-190.
(4) Παυλίνας Νάσιουτζικ, Αμερικανικά οράματα στη Σμύρνη τον 19 ο αιώνα. Η
συνάντηση της αγγλοσαξωνικής σκέψης με την ελληνική, Αθήνα 2002 σ. 38.
(5) Π. Ματάλα, Έθνος και Ορθοδοξία, Οι περιπέτειες μιας σχέσης, από το «ελλαδικό» στο βουλγαρικό σχίσμα , Ηράκλειο 2002, σσ.1-6.
(6) Ν. Σβορώνου , Το ελληνικό έθνος, γένεση και διαμόρφωση του νέου Ελληνισμού, Αθήνα 2004 (δέκατη έκτη έκδοση), σσ.64-65.
(7) Α. Αλεξανδρή, Το αρχείον του Εθνομάρτυρος Σμύρνης Χρυσόστόμου όπως
διεσώθη από τον Μητροπολίτη Αυστρίας Τσίτερ, τ. Α΄, Αθήνα 2000 σσ. Xlvii
και 382.
(8) Δ. Τσάκωνα, Κοινωνιολογική ερμηνεία του νεοελληνικού βίου, Αθήναι 1974 σ. 35.
(9) Το Αρχείον του Εθνομάρτυρος Σμύρνης Χρυσοστόμου, ό.π. .σημ. x Ιν ii .
(10) Πρωτ. Γ. Μεταλληνού, Ιχνηλασία Πνευματικής Σχοινοβασίας (Ψηλάφηση
καίριων στιγμών στην πορεία του Χριστιανικού Ελληνισμού), Κατερίνη 1999,
σ.125.
(11) Πρωτ. Γ. Μεταλληνού , Η εποχή του Επισκόπου Ταλαντίου Νεοφύτου,
εις: Πρακτικά Ημερίδος εις τιμήν και Μνήμην του από Ταλαντίου
Μητροπολίτου Αθηνών Νεοφύτου Μεταξά , 15 Οκτωβριου 2011 Αταλάντη, Αθήναι
2012 σσ.7-8.
(12) Δ. Κιτσίκη, Ιστορία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας 1280-1924, Αθήνα 1996, (τρίτη έκδοση), σσ. 220-226
(13) Τσάκωνα, ό.π.σ. 37
(14) Dakin, ό.π. σσ. 25-26
(15) Γ. Τσούτσου, Θέσεις-αντιθέσεις στην ελληνική εξωτερική πολιτική (1988-2006) Αθήνα 2007. σσ.79-81, 87-89
(16) Ντιλέκ Γκιουβέν , Εθνικισμός, Κοινωνικές μεταβολές και μειονότητες, Αθήνα 2006, σσ. 9-10
(17) Vasileios Meichanetsidis (Et al. ed.) Τ he Genocide of the Ottoman
Greeks, Studies on the State Sponsored Campaign of Extermination of
the Christians of Asia Minor (1912- 1922) and Its Aft e rmath : History,
Law, Memory, New York- Athens 2011, passim
(18) Φ. Κλεάνθη , Έτσι χάσαμε τη Μικρασία , Αθήνα χ.χ. σσ. 164-165
(19) Erik J . Z ürcher , Σύγχρονη ιστορία της Τουρκίας, Αθήνα 2004 σσ. 11-23
(20) Μητρ. Δημητριάδος Χριστοδούλου, Η συμβολή των Ελλήνων ιεραρχών της
Μακεδονίας στην ευόδωση του Μακεδονικού Αγώνα Νέα Εστία, τ. 1571,
Χριστούγεννα 1992 σ. 11
(21) Σπ. Λοβέρδου, Ο Μητροπολίτης Σμύρνης Χρυσόστομος, Αθήναι 1929, σσ. 135, 178
(22) Π. Κιτρομηλίδη , Το εθνικό ζήτημα στα Βαλκάνια, εις Εθνική
Ταυτότητα και Εθνικισμός στη Νεότερη Ελλάδα, Αθήνα 1999, σσ.12-117 Βλέπε
επίσης Π. Κιτρομηλίδη, Το τέλος της εθναρχικής παράδοσης . Μαρτυρίες
από ανέκδοτες επιστολές του Χρυσοστόμου Σμύρνης προς τον Ίωνα
Δραγούμη, στο Αμητός στην μνήμη Φώτη Αποστολοπούλου Κέντρο Μικρασιατικών
Σπουδών Αθήνα 1984 σ. 486-507 Με την άποψη Κιτρομηλίδη συντάσσεται και ο
Μητροπ. Αρκαλοχωρίου, Καστελλίου και Βιάννου Ανδρέας, «Από την Εθναρχία
στο Έθνος Από την Χάλκη στην Κρήτη και στην Μακεδονία»εις εις Οιακοστρ ὀ
φιον, Τιμητικός Τόμος Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Σύρου-Τήνου κ.
Δωροθέου Β΄επί τη δεκαετηρίδι της αρχιερατείας αυτού (2001-2011), Ιερά
Νήσος Τήνος 2013 σσ. 165-170
(23) Λεξικόν Πρωϊας, λήμμα «εθνικισμός» και «εθνικιστής»Τόμ. Δεύτερος Αθήναι χ.χ .σσ.832- 833
(24) L . M . Smith, Το όραμ α της Ιωνίας. Η Ελλάδα στη Μικρά Ασία 1919-1922Μτφρ. Λίνα Κάσδαγλη, Αθήνα 2002 σσ. 54-57
(25) Ν. Κρανιδιώτη , Η Κύπρος εις τον αγώνα της Ελευθερίας Αθήναι 1958, σσ. 38-41
(26) Χρ. Σολομωνίδη , Ο Σμύρνης Χρυσόστομος, Αθήνα 1993 σσ. 38-41
(27) Π. Καρανικόλα, Ο ’γιος Χρυσόστομος , Κόρινθος 1992 σσ.10-14
(28) Ν. Βικέτου , Η αγιότητα του Χρυσοστόμου Σμύρνης και η μαρτυρία της Εκκλησίας, Αθήνα 1993 σσ. 11-12, 53-54
(29) Μητροπ. Πατρών Νικοδήμου, Περί Ανακηρύξεως του Εθνομάρτυρος
Μητροπολίτου Σμύρνης Χρυσοστόμου (Καλαφάτη) ως Ιερομάρτυρος ( +1922 )
Εκκλησία, τεύχ. 18, 1/15 Δεκεμβρίου 1992 σσ. 696-699.
(30) Πρίντζιπα, ό.π. σσ. 69-71
(31) Λοβέρδου, ό.π. σ.28
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου