|
Μετακίνηση τμήματος κυβερνητικών στρατευμάτων
για να ολοκληρωθεί η περικύκλωση
των Δημοκρατικών Ταγμάτων |
Ήδη
από τις πρώτες πρωινές ώρες της 9ης Σεπτεμβρίου πυκνές στρατιωτικές περίπολοι
κινούνταν στο κέντρο της Αθήνας και ιδιαίτερα στους δρόμους γύρω από την
πλατεία Συντάγματος. Η κίνηση γύρω από το Φρουραρχείο και τα γραφεία του Α΄ Σώματος
Στρατού είχε απαγορευτεί, ενώ εκατοντάδες αξιωματικοί βρίσκονταν μπροστά στο Υπουργείο
Στρατιωτικών λαμβάνοντας συνεχώς οδηγίες και αποστολές. Ο εκνευρισμός ήταν
παντού έκδηλος και φαινόταν ότι κάτι σοβαρό έμελλε να συμβεί. Στις 6.00 το πρωί
εμφανίστηκαν τμήματα του Στρατού που κατέλαβαν την πλατεία Κολωνακίου και τους
γύρω δρόμους, οχυρώνοντας πρόχειρα την περιοχή.[2]
Το ίδιο πρωί, ο Ζέρβας ξύπνησε στην οικία του από τον δημοσιογράφο
Παπαλουκά, ενημερώθηκε για τις κινήσεις μονάδων στην ευρύτερη περιοχή και
φάνηκε να αιφνιδιάζεται από τις εξελίξεις. Έσπευσε στο στρατόπεδο της μονάδας
του, όπου αντιλήφθηκε ότι το Β΄ Δημοκρατικό Τάγμα ήταν περικυκλωμένο από όλες
τις υπόλοιπες μονάδες Στρατού που βρίσκονταν στο λεκανοπέδιο. Η αρχική εντύπωση
των δύο διοικητών των Ταγμάτων ήταν ότι είχε εκδηλωθεί κίνημα πλαστηρικών
αξιωματικών εναντίον του Κονδύλη. Ο Ζέρβας προσπάθησε να επικοινωνήσει
τηλεφωνικά με τον Κονδύλη, αλλά αυτό στάθηκε αδύνατο. Και οι δύο διοικητές
έστειλαν αγγελιαφόρους στις μονάδες που τους είχαν κυκλώσει ρωτώντας τι
συμβαίνει, αλλά οι απαντήσεις που πήραν ήταν αόριστες.[3]
Υποψιαζόμενος ότι κάτι σοβαρό συμβαίνει, ο Ζέρβας έστειλε μια περίπολο η οποία
επιβεβαίωσε την περικύκλωση, οπότε έθεσε αμέσως τη μονάδα του σε επιφυλακή. Ως
πρώτο αμυντικό μέτρο εγκατέστησε φρουρές στη διασταύρωση των λεωφόρων Κηφισίας
και Αλεξάνδρας με διαταγή να συλλαμβάνουν οποιονδήποτε διερχόμενο αξιωματικό.[4]
Στις 8.30 το πρωί είχε ολοκληρωθεί η κύκλωση των στρατώνων των δύο
Δημοκρατικών Ταγμάτων. Ως εκείνη τη
στιγμή οι διοικητές των κυβερνητικών μονάδων απαντούσαν στους αγγελιαφόρους των
Δημοκρατικών Ταγμάτων ότι βρίσκονταν σε ασκήσεις. Τρία τέταρτα μετά, στις 9.15,
τους κοινοποιήθηκε από τον συνταγματάρχη Ματσούκα η διαταγή του Κονδύλη που
προέβλεπε τη διάλυση των δύο Ταγμάτων εκτός του λόχου τεθωρακισμένων. Σύμφωνα
με τη διαταγή, οι στρατιώτες των Ταγμάτων είχαν την επιλογή είτε να ενταχθούν στη
Χωροφυλακή με ακριβώς τις ίδιες υψηλές αποδοχές είτε να απολυθούν λαμβάνοντας
ως αποζημίωση μισθούς δύο μηνών. Η ίδια διαταγή έθετε τους Ζέρβα και Ντερτιλή
σε αποστρατεία με σύνταξη που αντιστοιχούσε σε εικοσαετή υπηρεσία.[5] Τη στιγμή
της κοινοποίησης αεροπλάνα έριπταν φυλλάδια στους στρατώνες των Ταγμάτων τα
οποία καλούσαν τους στρατιώτες τους να μην προβάλλουν αντίσταση καθώς τα
παραπήγματα ήταν περικυκλωμένα από τις φρουρές των Αθηνών, Χαλκίδας και Λαμίας, ο Στόλος βρισκόταν στο πλευρό της
κυβέρνησης, ενώ τους προειδοποιούσαν για επερχόμενο λουτρό αίματος. Το μήνυμα
στο φυλλάδιο έφερε την υπογραφή του ίδιου του Κονδύλη και προσπαθούσε να
ενημερώσει τους οπλίτες των Ταγμάτων για τη διαταγή διάλυσης σε περίπτωση που ο
Ζέρβας και ο Ντερτιλής απέκρυπταν το περιεχόμενό της, αλλά και να επηρεάσει το
ηθικό τους. Παράλληλα καθησύχαζε τους στρατιώτες διαβεβαιώνοντάς τους ότι θα
μετατάσσονταν στη Χωροφυλακή χωρίς να μειωθούν οι αποδοχές τους. Οι αντιδράσεις
των διοικητών των Δημοκρατικών Ταγμάτων ήταν εξαρχής αρνητικές: ο Ζέρβας ζήτησε
από τον κυβερνητικό απεσταλμένο υποστράτηγο Παλαιολόγου να αποσυρθούν τα
κυβερνητικά στρατεύματα για να αποφευχθεί η αιματοχυσία και για να «το σκεφθεί»,
ενώ ο Ντερτιλής σε έξαλλη κατάσταση φώναζε ότι δεν αναγνώριζε τίποτα.[6]
Ως τις 9.30, οι φρουρές των Δημοκρατικών Ταγμάτων που είχαν
εγκατασταθεί στην Κηφισίας συνέλαβαν αρκετούς αξιωματικούς, όπως τον ταγματάρχη
Καρακατσάνη, τον αντισυνταγματάρχη Ματσούκα, ακόμη και τον λοχαγό Γερακάρη που
ήταν υπασπιστής του Κονδύλη. Η ένταση και τα νεύρα όλων ήταν τεντωμένα, έτσι οι
στρατιώτες ξυλοκόπησαν τους συλληφθέντες,[7]
ενώ στην κακοποίησή τους πρωτοστάτησε ο λοχαγός Παπαδόπουλος, διοικητής του
λόχου με τα τεθωρακισμένα αυτοκίνητα, και ο κουνιάδος του Ζέρβα λοχαγός
Ποιητίδης, οι οποίοι φώναζαν ότι «δεν θα παραδίδονταν σαν γυναίκες». Λίγο
αργότερα, στις 9.30, κατέφθασαν στα παραπήγματα ο διοικητής της ΙΙ Μεραρχίας
υποστράτηγος Παλαιολόγου και ο συνταγματάρχης Φλούλης, ζητώντας από τον Ζέρβα
να συμμορφωθεί με τις διαταγές τις οποίες έχει λάβει για να μη γίνει
αιματοκύλισμα. Ο Ζέρβας διαμαρτυρήθηκε έντονα λέγοντας ότι αν ήταν αληθινή η
διαταγή διάλυσης θα την εφάρμοζε μόνο αν αποσύρονταν τα στρατεύματα που τον
είχαν κυκλώσει. Εκείνη την ώρα στον περίβολο του Β΄ Δημοκρατικού Τάγματος οι
στρατιώτες ήταν συγκεντρωμένοι και επευφημούσαν τους κατώτερους αξιωματικούς
τους που τους παρακινούσαν σε αντίσταση κατά των κυβερνητικών εντολών.[8] Οι μεσαίοι
και κατώτεροι αξιωματικοί των Ταγμάτων ένιωθαν προσβεβλημένοι και ταπεινωμένοι
από τις αποφάσεις της κυβέρνησης και είχαν διάθεση να μην υπακούσουν.
Ο Παλαιολόγου μετέφερε την πρόταση του Ζέρβα στον Κονδύλη για απόσυρση
|
Γεώργιος Κονδύλης |
των κυβερνητικών και (πιθανή) παράδοση των Ταγμάτων. Ο Κονδύλης αρχικά αρνήθηκε
με επιμονή, αλλά τελικά δέχθηκε επιφορτίζοντας τον συνταγματάρχη Δημήτριο
Ψιάρρη να μεταφέρει τη σχετική διαταγή στις μονάδες που βρίσκονταν μπροστά στα
παραπήγματα του Β΄ Δημοκρατικού Τάγματος με την ελπίδα ότι δεν θα επερχόταν η
σύγκρουση. Ήδη, με διαταγή του Κονδύλη είχαν συλληφθεί και κρατούνταν όλοι οι
παλαιοί παγκαλικοί αξιωματικοί που συμπαθούσαν τα Τάγματα (Κατσώτας,
Ζουμπουλάκης, Μάταλας, Πετρόπουλος, Τσίγκανος). Τα παραπήγματα των Δημοκρατικών
Ταγμάτων «έβραζαν» κυριολεκτικά, ενώ τα νεύρα όλων των στρατιωτών ήταν τόσο
τεντωμένα ώστε, όταν ένας λοχίας αποπειράθηκε να προτείνει συνθηκολόγηση,[9] όλοι
στράφηκαν να τον λιντσάρουν και γλίτωσε μόνο χάρη στην επέμβαση του Παλαιολόγου
και του ίδιου του Ζέρβα. Λίγο πριν από τις 10.00 ο Ζέρβας κατάφερε να συνδεθεί
τηλεφωνικά αρχικά με τον Μανέτα και μετά με τον Κονδύλη. Στην πρώτη συνομιλία ο
Ζέρβας απείλησε τον Μανέτα ότι αν δεν απέσυρε τις δυνάμεις του γύρω από τα
παραπήγματα θα κατέβαινε στην πόλη και θα συνελάμβανε τον Κονδύλη.[10] Στη δραματική
συνομιλία που ακολούθησε, ο Ζέρβας διαμαρτυρήθηκε για την ατιμωτική απόφαση και
τα μέτρα ασφαλείας εις βάρος του, ενώ απείλησε με αιματοχυσία σε περίπτωση που
δεν αποσύρονταν οι κυβερνητικοί. Ο Κονδύλης δέχθηκε να μετακινηθεί μόνο το 1ο Σύνταγμα
από τη Ριζάρειο Σχολή, καλώντας τον Ζέρβα να υπακούσει στην απόφασή του[11] και σε
καμία περίπτωση να μην κινηθεί προς το κέντρο.
Τυχαία στις 10.00 το πρωί
βρέθηκε στη λεωφόρο Αλεξάνδρας ο ναύαρχος Δεμέστιχας, αρχηγός του ναυτικού
επιτελείου, γνωστός του Ζέρβα από τη συνεργασία τους για την ανατροπή του Πάγκαλου.
Όταν πληροφορήθηκε ότι υπήρχε διαταγή διάλυσης των Δημοκρατικών Ταγμάτων,
προσήλθε στα παραπήγματα όπου από την ένταση των αξιωματικών και των στρατιωτών
κατάλαβε ότι η σύγκρουση ήταν πολύ πιθανή. Στον δρόμο του για το γραφείο του
Ζέρβα τον σταμάτησε ο λοχαγός Παπακυριαζής και με κοφτό τρόπο τού είπε ότι
περίττευε να συνεχίσει. Μέσα στη σκόνη του στρατοπέδου που χρύσιζε από τον
φθινοπωρινό ήλιο, ο Δεμέστιχας διέκρινε τον Ζέρβα περιστοιχισμένο από
αξιωματικούς να δίνει διαταγές για τη μετακίνηση του Τάγματος με κατεύθυνση
προς την Κηφισίας. Ο Δεμέστιχας του φώναξε εξορκίζοντάς τον να μην προχωρήσει
με στρατεύματα έξω από τα παραπήγματα και κινήθηκε προς το μέρος του. Ο Ζέρβας
τού απάντησε ότι έπρεπε να φύγει ο Κονδύλης και να σχηματιστεί άλλη κυβέρνηση,
ενώ κάποιοι υπαξιωματικοί παρεμπόδισαν τον Δεμέστιχα να πλησιάσει περισσότερο.
Η ώρα ήταν 10.05. Ο Ζέρβας ήταν ιδιαίτερα εκνευρισμένος με την εξέλιξη
των πραγμάτων, που τη θεωρούσε μειωτική και ατιμωτική, και ήταν αποφασισμένος
να κινηθεί επηρεαζόμενος και από τους υπόλοιπους αξιωματικούς που τον
προέτρεπαν να αντιδράσει. Σύμφωνα με τη μεταγενέστερη κατάθεση του Παλαιολόγου,
όλοι οι αξιωματικοί των Δημοκρατικών Ταγμάτων είχαν εξοργιστεί μέχρι παραφοράς
για τη διάλυση των μονάδων τους και εξωθούσαν επίμονα τους διοικητές σε
αποφάσεις ανυπακοής που αποδείχθηκαν μοιραίες.[12]
Σύμφωνα με το κατηγορητήριο της δίκης, ο λοχαγός Παπαδόπουλος απείλησε ακόμη
και τον ίδιο τον Ζέρβα ότι θα τον έδενε αν υποχωρούσε στην κυβερνητική διαταγή
διάλυσης.[13] Λίγο πριν
από την έξοδο του Β΄ Δημοκρατικού Τάγματος από τον στρατώνα του, ο Ζέρβας συναντήθηκε
με δημοσιογράφους τους οποίους διαβεβαίωσε ότι τόσο ο ίδιος όσο και ο Ντερτιλής
θα πολεμούσαν μέχρις εσχάτων,[14] ενώ έριξε
την ευθύνη όσων θα γίνονταν στους κυβερνητικούς και στον Κονδύλη. Οι
προετοιμασίες για τη μετακίνηση του Τάγματος συνεχίζονταν πυρετωδώς και οι
στρατιώτες με τις χαρακτηριστικές γαλάζιες στολές τους στοιχίζονταν πίσω από
τους αξιωματικούς τους γι’ αυτή που έμελλε να είναι η τελευταία τους παρέλαση
κάτω υπό τον αττικό ουρανό, ενώ κατέφθαναν τα τρία τεθωρακισμένα που είχε
στείλει προς ενίσχυσή τους ο Ντερτιλής.
Ο Ζέρβας είχε αποφασίσει να βαδίσει με το Τάγμα του ως το Υπουργείο
|
Η ενέδρα των κυβερνητικών στρατευμάτων |
Στρατιωτικών, προκειμένου να συζητήσει ο ίδιος με τον Κονδύλη, σύμφωνα με τη μεταγενέστερη
απολογία του στο στρατοδικείο. Αυτό όμως πιθανότατα αποτελούσε εκ των υστέρων
αφελή δικαιολογία ως γραμμή υπεράσπισης γιατί αν ήθελε απλά να συζητήσει δεν θα
πήγαινε με πολυβόλα και τεθωρακισμένα. Το πιθανότερο είναι ότι ο Ζέρβας
επιθυμούσε να καταλάβει το Υπουργείο Στρατιωτικών και να συλλάβει τον Κονδύλη
σκεπτόμενος ότι συνήθως στα στρατιωτικά κινήματα επικρατεί ο τολμηρότερος και ότι
οι στρατιώτες σπάνια πυροβολούν. Σε μια τέτοια περίπτωση, θα γινόταν κύριος της
κατάστασης, διότι το Υπουργείο Στρατιωτικών ήταν εκείνη την εποχή το κέντρο των
εξελίξεων. Από εκεί θα μπορούσε να τηλεγραφήσει στις μονάδες της επαρχίας και
να εξασφαλίσει τη στήριξή τους ή να επιδιώξει κάποιου είδους συμβιβασμό.
Τα κυβερνητικά στρατεύματα βρίσκονταν στην κυριολεξία με το δάχτυλο στη
σκανδάλη και αναμφίβολα όλοι οι διοικητές των κυβερνητικών μονάδων δεν θα
δίσταζαν να διατάξουν πυρ. Άλλωστε οι
κυβερνητικοί γνώριζαν επακριβώς τις στασιαστικές προθέσεις του Ζέρβα, καθώς ο
ανθυπολοχαγός Δουφλίδης είχε υποκλέψει μια τηλεφωνική συνομιλία των αρχηγών των
Δημοκρατικών Ταγμάτων, στην οποία ο Ζέρβας απειλούσε ότι ο Κονδύλης θα πλήρωνε
ακριβά την ατιμία του, και καλούσε τον Ντερτιλή να τον ακολουθήσει στην κάθοδό
του στην πόλη.[15] Σε κάθε
περίπτωση ο Ζέρβας δεν περίμενε ότι οι αντίπαλοί του θα χρησιμοποιούσαν
ορειβατικό πυροβολικό στο κέντρο της Αθήνας ή ότι θα πυροβολούσαν χωρίς έλεος «στο
ψαχνό».
Το πλέον σημαντικό εκείνη τη στιγμή για τον Ζέρβα ήταν να εξασφαλίσει
την αφοσίωση των ανδρών του τους οποίους θα οδηγούσε κατά της κυβέρνησης. Έτσι,
μίλησε στους άνδρες του Tάγματός του και προσπάθησε να τους φανατίσει λέγοντας: «Τα Γιαννάκια
(σ.σ. οι κληρωτοί) ζητούν να πάρουν τα όπλα μας. Ρίξτε τους στο ψαχνό, παιδιά».[16]
Περί τις 10.10 διέταξε τις δυνάμεις του να κινηθούν. Τα τεθωρακισμένα οχήματα
ξεκίνησαν πρώτα με χαμηλή ταχύτητα και υπερέβησαν εύκολα τα οδοφράγματα που
είχαν ανεγείρει οι κυβερνητικοί στο ύψος του Ευαγγελισμού. Ακολουθούσαν οι
οπλίτες του Β΄ Δημοκρατικού Τάγματος με επικεφαλής τον Ζέρβα έφιππο, και ο
σχηματισμός κατευθυνόταν αργά προς το υπουργείο από την Κηφισίας. Κατά τη μοιραία
πορεία του σχηματισμού, εμφανίστηκε ο Παλαιολόγου με τον Πρωτοσύγγελο, οι
οποίοι προσπάθησαν απεγνωσμένα να αποτρέψουν το μοιραίο. Ο Παλαιολόγου
ενημέρωσε τον Ζέρβα για τη διαταγή που είχε εκδώσει το Σώμα και κομιζόταν από
τον Ψιάρρη εκείνη την ώρα για υποχώρηση των κυβερνητικών στρατευμάτων,
παρακαλώντας τον την ύστατη στιγμή να μην προχωρήσει και να επιστρέψει στους στρατώνες.[17] Οι
αξιωματικοί του Τάγματος όμως με πρωτοστατούντα τον λοχαγό Παπαδόπουλο φώναζαν
στον Ζέρβα να μην υποχωρήσει και έτσι ο σχηματισμός συνέχισε τη μοιραία πορεία
του.
Όταν οι μονάδες έφτασαν στο ύψος της οικίας Πρεζάνη και της Ριζαρείου Σχολής
στις 10.20, ο Ζέρβας τέθηκε αντιμέτωπος με διμοιρίες του 2ου Συντάγματος πίσω
από οδοφράγματα στο αλσύλλιο του Ευαγγελισμού και στο παρακείμενο κτίριο της
Εφορείας στρατιωτικού υλικού, αλλά και με στοιχεία πυροβολικού που ήταν παρατεταγμένα
στην πλατεία Ρηγίλλης υπό τις διαταγές του υπολοχαγού Χατζηαθανασίου. Ο Ζέρβας
είδε τον αντισυνταγματάρχη Ταμπάκη που διοικούσε τις δυνάμεις στην περιοχή και
βρισκόταν στην οικία Πρεζάνη και του ζήτησε να του ανοίξει τον δρόμο γιατί
αλλιώς «δεν ήξερε και αυτός τι θα
γίνει». Ο Ταμπάκης τον πλησίασε και
προσπάθησε να τον ηρεμήσει, αρνούμενος όμως να υποχωρήσει χωρίς σχετική διαταγή
από το Σώμα.[18] Ο Ζέρβας
όμως ήταν εκνευρισμένος, του φώναξε ότι είχε εκδοθεί η σχετική διαταγή από τον
Κονδύλη, οπότε η στάση του αποτελούσε ανυπακοή. Οι δύο άνδρες λογόφεραν, ο
Ζέρβας τον έπιασε από το χέρι απειλώντας τον με σύλληψη αν δεν έδινε διαταγή να
ανοιχτεί ο δρόμος, ενώ τον απείλησε ότι θα «περνούσε από πάνω του». Εναντίον
του Ταμπάκη φώναζε και ο λοχαγός Παπαδόπουλος που με δύο στρατιώτες κινήθηκε να
τον συλλάβει.
Η μοναδική αναλυτική περιγραφή της δραματικής αυτής ημέρας βρίσκεται στον
Δαφνή, αλλά η έρευνά μου με οδήγησε σε μια κάπως διαφορετική εκδοχή από τη δική
του. Προσπάθησα να συναρμολογήσω την αλληλουχία των γεγονότων στηριζόμενος στα
δημοσιεύματα του Τύπου, διασταυρώνοντας τις πληροφορίες τους με τις καταθέσεις
των σημαντικότερων πρωταγωνιστών στη δίκη των Ταγμάτων που ακολούθησε. Κατά
κανόνα δεν υπήρχαν αντιφάσεις ή σοβαρές διαφορές στο πρωτογενές υλικό που
επεξεργάστηκα, οπότε φρονώ ότι η διήγηση που παραθέτω προσεγγίζει σε μεγάλο
βαθμό ακριβείας τις εξελίξεις εκείνης της αιματηρής ημέρας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου