Ο πατέρας του Θεόδωρου, Κωνσταντής Κολοκοτρώνης, παντρεύτηκε τη μάνα του Κολοκοτρώνη Ζαμπία Κωτσάκη, από την Αλωνίσταινα.
Ήταν εποχή που το κίνημα των Ορλόφ απέτυχε, κι έτσι άφησε τους Έλληνες στην τύχη τους και η μανία και το μίσος των Τούρκων ξεσπούν επάνω τους. Όλοι φεύγουν από τα σπίτια τους να γλυτώσουν το Τούρκικο μαχαίρι.
Ήταν 3/4/Ι770 κατατρεγμένη όπως και πολλοί άλλοι Έλληνες , η νεαρή Ζαμπία βρισκόταν στην πλαγιά ενός βουνού από κάτω από ένα δέντρο στο Ραμοβούνι της παλαιάς Μεσσηνίας ,που την έπιασαν οι πόνοι της γέννας. Ξελεχώνεψε με την βοήθεια συγγενών στην ύπαιθρο, έχοντας κρεβάτι και στρώμα ,κλαδιά δέντρων. Έτσι ήρθε στον κόσμο από την Κωσταντού, με σπαραγμό και οδυνηρό πόνο, ο Θεοδωράκης.
Μετά από κάποιες ώρες συγύρισε το παιδί και, αποσταμένη, κουρασμένη, φοβισμένη η καημένη , πήρε πάλη το δρόμο για τον τελικό προορισμό της, να κρυφτεί στα βουνά και τους λόγγους για ασφάλεια. Έπρεπε να περπατά με το μωρό στην αγκαλιά ή στην πλάτη μερόνυχτα. Να σταματά για λίγο να το βυζάξει και ύστερα να ξεκινά για το μακρινό ταξίδι μέσα στις ορεινές περιοχές.
Άλλα τέσσερα παιδιά γέννησε η Ζαμπία από τότε. Το Χρήστο, το Γιάννη , τον Νικόλαο και μια κόρη. Οι φόβοι συνεχίζονται, ο Κωνσταντής βρίσκεται συνέχεια σε πόλεμο με τους Τούρκους και η Ζαμπία αναγκάζεται πολλές φορές να κρύβεται. Φοβάται προ πάντων να μην κακοπάθουν τα παιδιά της, που πρέπει να μεγαλώσουν. Νιώθει πόσο μεγάλη ανάγκη έχουν τα παιδιά της από την δική της φροντίδα και στοργή.
Το άγριο κυνηγητό από τους Τούρκους συνεχίζεται και ο άντρας της με την οικογένειά του, τ’ αδέρφια του και τους συγγενείς και φίλους κλείνεται στους πύργους της Καστάνιτσας του φίλου και κουμπάρου του Παναγιώταρου.
Έμελε όμως οι Πύργοι αυτοί να πέσουν στα χέρια των Τούρκων. Ο άνδρας της, ο Κωνσταντής σκοτώθηκε με τα τρία αδέρφια του, τον Παναγιώταρο και πολλούς συγγενείς του. Τα δυο παιδιά της πέσανε αιχμάλωτα στα χέρια των Τούρκων! Καταστροφή!..
Ο Τάκης Κανδηλώρος στη Γορτυνία γράφει:
« Κατά την έξοδο εκ του Πύργου εσώθησαν μετά των Γορτυνίων παληκαριών του πατρός του, ο Θεόδωρος, ο Νικόλαος, θηλάζον έτι νήπιον, η αδελφή των και η μήτηρ των . Τα δύο άλλα παιδιά ηχμαλωτίσθησαν. Τον Χρήστο εξηγόρασεν αργότερα ο Κολοκοτρώνης από κάποιον Τούρκο στο Λεωντάρι ,τον δε μικρότερον Ιωάννην έκλεψε ένας Υδραίος από Οθωμανικό πλοίο και τον έστειλε από την Ύδρα στους συγγενείς του.»
Η Μάνα, η ηρωική καπετάνισσα Ζαμπία, ντυμένη σαν άντρας, με το σπαθί στο χέρι, με το ένα παιδί στο βυζί και τον δεκάχρονο Θοδωρή δίπλα της, μπόρεσε να διαφύγει και έτσι έσωσε τον αρχιστράτηγο του Μωριά!.
Μετά την διαφυγή της εγκαταστάθηκε στο χωριό Μηλιά της Μάνης πάντα με την βοήθεια του κουνιάδου της και θείου του Κολοκοτρώνη Αναγνώστη, που και κείνος είχε σωθεί στην Καστάνιτσα.
Αλλά πώς να ηρεμήσει κι εδώ η καπετάνισσα.
Σκεπτόταν, στα δώδεκα περίπου χρόνια που ήταν παντρεμένη, τις πίκρες και τα βάσανε που πέρασε, τις τόσες εγκυμοσύνες που είχε και τις δυσκολίες τους. Ανατρίχιασε σαν ήρθαν στο νου της, οι πόνοι, οι αϋπνίες, οι αρρώστιες, η πείνα, το άγριο κυνηγητό των Τούρκων και οι συχνές μετακινήσεις με φόβο, κόπο και κούραση. Η μητρική της καρδιά μάτωνε για το σκλάβωμα των δυο παιδιών της από τους Τούρκους, τον σκοτωμό του άντρα της και των άλλων συγγενών.
«Πώς θα τα καταφέρω να μεγαλώσω τους γιούς μου και να τους κάνω άντρες;» διαλογίζεται. Ζήταγε προστασία, ταπεινωνόταν, όμως είχε πίστη στο Θεό.
Η Ζαμπία είχε να παλαίψει με δύσκολα καιρικά φαινόμενα, με λιγοστά μέχρι ανύπαρκτα τρόφιμα και όσο τα παιδιά της ήταν μικρά η δοκιμασία της ήταν μεγάλη.
Άντεξε η Ζαμπία, στέκονταν όρθια στις αβάσταχτες στερήσεις και δεν έφτανε στην απόγνωση. Όταν έχασε τον άντρα της δεν δευτεροπαντρεύτηκε, αλλά είχε αφιερωθεί στο ανάθρεμμα των πέντε παιδιών της.
Στη Μηλιά της Μάνης όπου είχε εγκατασταθεί ενέσκυψε μεγάλη πείνα. Τα αδέρφια της, οι Κωτσακαίοι, την μετέφεραν στο χωριό της, στην Αλωνίσταινα. Εκεί ήταν αναγκασμένη πολλές φορές να κρύβεται στα βουνά της Πιάνας, από το φόβο των Τούρκων.
Μόλις κατάφερνε να κερδίζει τον επιούσιο, υφαίνοντας ξένα ρούχα και στέλνοντας στην Τρίπολη τον δωδεκαετή Κολοκοτρώνη με ένα δανεικό γαϊδουράκι να πουλάει τα ξύλα που μάζευαν από τα γύρο βουνά.
Ο Παναγιώτης Σούτσος στον επικήδειο λόγο του, στον θάνατο του Κολοκοτρώνη το 1843 λέγει : «Ο νύν περιφανής ούτος νέος ανήρ, παιδίον πενητεύον και άγνωστον εισήρχετο μετά ταύτα περί δείλην οψίαν εις την Τριπολιτζάν φέρον ξύλα επι ημιόνου , ότε καθ’ οδόν εραπίσθη παρ’ οθωμανού. Το παιδίον καταλιπόν και τα ξύλα και τον ημίονον, προσέφυγεν εις τα όρη, και ώμοσε ράπισμα αντί ραπίσματος. Και ιδού η χειρ του ασήμου τούτου παιδίου μετ’ ου πολύ θέλει κολαφίσει Αυτοκρατορίαν ήτις δυσκόλως θέλει ανασηκωθεί μετά το κολάφισμα….» Ο αείμνηστος συμπέθερός μου Κωνσταντίνος Δημόπουλος από το χωριό Δαβιά πρίν (20) είκοσι και πλέον χρόνια μου έλεγε δια αυτό το περιστατικό και μου έδειχνε το σημείο ξάγναντα στην Τρίπολη που συνέβει: « Ο δρόμος (προς την Τρίπολη) ήταν γεμάτος λακούβες, γεμάτος νερό από την πρόσφατη βροχή. Σε κάποιο σημείο του δρόμου γλίστρησε το ζώο και πιτσίλισε έναν τούρκο. Αυτός θύμωσε και σκαμπίλισε τον Κολοκοτρώνη! Γυρίζοντας στο σπίτι το είπε κλαίγοντας στην μάνα του, ότι στην Τρίπολη δεν ξανά πάει. Και ορκίστηκε να πολεμήσει τους Τούρκους, μέχρι να ελευθερωθεί ο τόπος!»
Η Ζαμπία έκλαιγε η δύστυχη για τις συμφορές και τις δυσκολίες. Φίλαγε τα παιδιά της πολλές φορές και τα ρώταγε:
__Πότε θα μεγαλώσετε, να κόψετε με το σπαθί τους Τούρκους, που σκότωσαν τον πατέρα σας;
__Εγώ σαν μεγαλώσω, της έλεγε ο εξαετής Χρήστος, θα σου φέρω εφτά κεφάλια Τούρκικα.
__Μπράβο Χρήστο. Και συ Γιάννη τί θα μου φέρεις;
__Εγώ μάνα, θα σου φέρω εκατό και θ’ ανάψουμε φωτιά να τα κάψουμε και θα τα πηδήσουμε.
__Αμ εσύ Θεοδωράκη, πρόσθεσε η μητέρα του, που είσαι και μεγαλύτερος!
__Εγώ δε βάνω κεφάλια τούρκικα εις το ταγάρι μου, γιατί βρωμούν. Θα διώξω τους Τούρκους από το Μοριά, όπως έλεγε ο πατέρας, για να γλυτώσουμε.
Η Ζαμπία ταράχθηκε από τα λόγια του Θοδωρή! Πήρε το τέταρτο, μόλις πενταετές, τέκνο της στα γόνατά της, το φίλησε και στενάζουσα είπε:
__Εσύ Νικόλα, είσαι κουταβάκι ακόμη, δεν μπορείς να ρίξεις τουφεκιά.
__Πώς μάνα, εψέλισε ο μικρός, δεν μου ‘δωκες τη Λαμπρή και έριξα δύο;
Έτσι ανέτρεφε τα τέκνα της η Ζαμπία, η χήρα του Κωνσταντή Κολοκοτρώνη. Με χριστιανική πίστη και άμετρη φιλοπατρία. Κάθε βράδυ εξιστορούσε τις αντρειοσύνες του πατέρα τους, τα ηρωϊκά κατορθώματά του, και κείνα έδιναν την υπόσχεση να πάρουν εκδίκηση και να διώξουν τους Τούρκους από την πατρίδα. Τα έμαθε να αγαπάνε το καθήκον και το γενικό καλό. Όταν έχασε τον άντρα της έμεινε πιστή στην θύμησή του και ζητούσε, μέσω των παιδιών της, την εκδίκηση των Τούρκων.
Ο Κολοκοτρώνης 15ετής διορίσθηκε αρχηγός ομάδας αρματολών για να προστατεύει την επαρχία Λεονταρίου.
Η γλυκιά καπετάνισσα χαιρόταν που έμοιαζε του άντρα της. Τον συμβούλευε , τον εμψύχωνε και έβλεπε ότι τα λόγια της δεν πήγαν χαμένα.
Στη Ζάκυνθο, που ξαναγκάστηκαν να καταφύγουν αργότερα , χάρισε ο Κολοκοτρώνης στην μάνα του κάποια χρόνια άνετης ζωής. Ήρθε όμως η στιγμή, που έπρεπε να φύγει, στις 13/1/1821, με καΐκι για την Πελοπόννησο, να σηκώσει την σημαία της επαναστάσεως και να βροντοφωνάξει με άλλους καπεταναίους «Λευτεριά ή θάνατος».
Χαιρετάει την μάνα του, την προσκυνάει και της φιλάει πολλές φορές το χέρι . Εκείνη τον σφιχταγκαλιάζει, τον φιλάει, τα δάκρυα τρέχουν και του λέει:
__Στο καλό παιδί μου. Ώρα σου καλή και ο Θεός μαζί σου…
Πίσω από την προσωπικότητα του Κολοκοτρώνη στέκεται η μάνα του, το χάδι της , η ορμήνεια της , η αγάπη της. Η ίδια καθοδηγεί, εμπνέει, ενδυναμώνει και στέκεται παράδειγμα θάρρους, αντοχής και καρτερίας.
Η Ζαμπία είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα αφοσίωσης, αγάπης και μάθησης για τα παιδιά της. Τα έμαθε να αγαπούν την πατρίδα και να εργάζονται για το καλό του έθνους. Μα προ πάντων να πιστεύουν και να αγαπούν το Θεό. «Ο Θεός έβαλε την υπογραφή του, έλεγε ο Κολοκοτρώνης, να απελευθερωθούμε και την υπογραφή του δεν την παίρνει πίσω» .
Συχνά εκκλησιάζεται, κάνει τάματα στην Παναγία και φτιάχνει Ιερούς Ναούς στην Καρύταινα, στο Λιμποβίσι κι αλλού.
Στην πλατεία της Αλωνίσταινας βρίσκεται το μνημείο της Ζαμπίας Κωτσάκη-Κολοκοτρώνη να κρατάει από το χέρι τον γυιό της Θεόδωρο Κολοκοτρώνη και ,δίπλα στην εκκλησία της Αγίας Παρασκευής, ο Τάφος της . Μας θυμίζουν το μεγαλείο της ψυχής της, την δύναμη, και το σθένος της αδούλωτης μάνας.
Μένω με σέβας καπετάνισσα.
ΚΑΛΗΜΕΡΑ ΑΡΚΑΔΙΑ
ΑΙΩΝΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΙΣΤΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου