Πολλά χρόνια αργότερα, με τη συνθήκη του Βουκουρεστίου τον Αύγουστο του 1913 η Δυτική Θράκη επιδικάζεται στους Βούλγαρους. Ο Θρακιώτικος λαός εξεγείρεται, απωθεί τις Βουλγαρικές δυνάμεις, κηρύσσει την αυτονομία της περιοχής και σχηματίζει προσωρινή Κυβέρνηση. Η Ελληνική Κυβέρνηση όμως, τηρώντας τους όρους της Συνθήκης του Βουκουρεστίου, εγκαταλείπει τη Θράκη , η οποία παραδίνεται στους Βούλγαρους τον Οκτώβριο του 1913. Η ελευθερία κράτησε λοιπόν μόνο τρεις μήνες και έμελλε να αργήσει άλλα έξι χρόνια. Η Βουλγαρική κατοχή κατέστρεψε στα χρόνια που ακολούθησαν τον κοινωνικό και οικονομικό ιστό της τοπικής κοινωνίας. Σταμάτησε τον πολιτισμό και ερήμωσε όλη την περιοχή. 250.000 Έλληνες της Θράκης οδηγήθηκαν στην προσφυγιά. Δεκάδες χιλιάδες σφαγιάσθηκαν.
Το τέλος του Α’ Παγκόσμιου πολέμου βρίσκει την Τουρκία ηττημένη. Η Ελλάδα διεκδικεί ξανά όλη τη Θράκη. Τότε η Γαλλία, για να εξυπηρετήσει τα δικά της συμφέροντα στη Μέση Ανατολή, δια του αρχιστράτηγου των συμμαχικών δυνάμεων της Μέσης Ανατολής Γάλλου Φρανσουά ντ Εσπεραί διατάσσει τα συμμαχικά στρατεύματα να καταλάβουν τη Δυτική Θράκη, επίσημα, για λογαριασμό της συμμαχίας, ουσιαστικά όμως για την επίτευξη των δικών της βλέψεων. Το πρωινό της 4ης Οκτωβρίου 1919 τα συμμαχικά στρατεύματα με επικεφαλής τον στρατηγό Λεοναρδόπουλο μπαίνουν στην Ξάνθη και στη συνέχεια ελευθερώνουν όλη τη Δυτική Θράκη από τους Βούλγαρους.
Οι συμμαχικές δυνάμεις επέβαλαν στη Θράκη καθεστώς διασυμμαχικής κατοχής, ονομάζοντάς την “Χώρα της Θράκης”. Επίσημη γλώσσα ήταν η Γαλλική. Τη Διοίκηση της Θράκης ανέλαβε κατ΄ εξουσιοδότηση του Αρχιστράτηγου ο Στρατηγός Σαρπύ.
Φτάνουμε έτσι στην 14η Μαΐου του 1920, ημέρα που ο Ελληνικός Στρατός διατάσσεται να αναλάβει εξ ονόματος των συμμάχων την κατάληψη και διοίκηση της Δυτικής Θράκης, αντικαθιστώντας τα Γαλλικά στρατεύματα. Τον Ιούλιο του ίδιου χρόνου, με τη Συνθήκη των Σεβρών, η Θράκη προσαρτάται οριστικά στην Ελλάδα.
Οι Θρακιώτες μαθαίνουν το πολυπόθητο γεγονός στις 30 Ιουλίου 1920 από το εξής τηλεγράφημα του ίδιου του Βενιζέλου προς τον κυβερνητικό αντιπρόσωπο της Θράκης: «Χαίρω μεγάλως αγγέλων υμίν ότι σήμερον εβδόμην επέτειον Συνθήκης Βουκουρεστίου υπεγράφη συνθήκη ειρήνης μετά Τουρκίας, δι' ης αι κυριότεραι σύμμαχοι δυνάμεις μεταβίβασαν ημίν Δυτικήν Θράκην».
Σήμερα στη χαραυγή του 21ου αιώνα, η Θράκη στέκεται πια υπερήφανη και στολισμένη με τις ομορφιές της. Τις φυσικές, τις πολιτιστικές, τις πνευματικές. Αποτελώντας το ανατολικό άκρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και έχοντας αναγνωριστεί επιτέλους η σημασία της για την Ελλάδα, ατενίζει το μέλλον με μεγαλύτερη αισιοδοξία. Η γεωπολιτική της θέση καθίσταται όλο και πιο σημαντική.
Οι αγώνες και οι θυσίες των προγόνων μας δικαιώθηκαν. Ελεύθεροι συνεχίζουμε το έργο της ανάπτυξης και της προόδου. Το νόημα της σημερινής Επετείου είναι το χρέος μας να μη λησμονούμε την ιστορία μας και να αποτίουμε φόρο τιμής στους πρωταγωνιστές της.
Λίγα χρόνια πριν από την απελευθέρωση της Θράκης
Το τέλος του πρώτου παγκοσμίου πολέμου βρήκε το Dedeagatch (σημερινή Αλεξανδρούπολη), χτυπημένο από τους συμμαχικούς βομβαρδισμούς του 1915, να παραμένει στην κατοχή της Βουλγαρίας. Πολλοί κάτοικοί του είχαν αναγκαστεί από τη Βουλγαρική κατοχή να εγκαταλείψουν τις κατοικίες τους, το λιμάνι ήταν γεμάτο από λείψανα των σκαφών που είχαν βυθιστεί κατά τους βομβαρδισμούς, σύμφωνα δε με δημοσιεύματα της εποχής 150 οικίες ήταν τελείως κατεστραμμένες και 250 ημικατεστραμμένες («εφημερίς των Βαλκανίων» 12.11.1919).
Στις 29 Σεπτεμβρίου 1918 η Βουλγαρία υπέγραψε στη Θεσσαλονίκη ανακωχή πρώτη από τις κεντρικές δυνάμεις που αντιμάχονταν την Ανταντ. Έτσι συμφώνησε να εγκαταλείψει όλα τα Σερβικά και Ελληνικά εδάφη που εξακολουθούσε να κατέχει ο στρατός της και που μέχρι τότε ισχυριζόταν ότι είναι δικά της. Οι Βρετανοί μπήκαν στη Σόφια και ο FRANCHET D’ ESPEREY αρχιστράτηγος των συμμαχικών δυνάμεων στο βαλκανικό μέτωπο διέταξε το Άγγλο στρατηγό Miln έχοντας υπό τις διαταγές του επτά (7) συμμαχικές μεραρχίες να επιτεθεί εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Έτσι μεταξύ αυτών η 22η Βρετανική Μεραρχία που ανέλαβε την προκάλυψη από τη θάλασσα μέχρι το Σουφλί επιβιβάσθηκε στις 25 Οκτωβρίου από το Σταυρό Χαλκιδικής σε ατμόπλοια για να μεταφερθεί στο Dedeagatch (Αλεξανδρούπολη), ενώ η 122η Γαλλική Μεραρχία έλαβε θέσεις προκαλύψεως από το Σουφλί μέχρι το Αχούρμπεη (σημερινό Χειμώνιο), με αντικειμενικό σκοπό την κατάληψη της σιδηροδρομικής γραμμής Αndrianople - Dedeagatch για την ελεύθερη χρησιμοποίηση της. Μάλιστα οι Βρετανοί με την άφιξή τους στην πόλη εγκατέστησαν Βρετανικό Στρατιωτικό Κοιμητήριο (βλ. προηγούμενο φύλλο).
Οι συμμαχικές δυνάμεις όμως δεν χρειάστηκε να ρίξουν ούτε μια ντουφεκιά γιατί από το φόβο της επικείμενης επιθέσεως και με το στρατό τους αιχμαλωτισμένο και υποχωρούντα στην Παλαιστίνη, οι Οθωμανοί στις 30 Οκτωβρίου 1918 υπέγραψαν και αυτοί ανακωχή στο Μούδρο της Λήμνου με τον Άγγλο ναύαρχο Κάλθορπ ο οποίος ενήργησε εν ονόματι των συμμάχων. Σύμφωνα με τους όρους της ανακωχής μια βρετανική μεραρχία θα καταλάμβανε τα Δαρδανέλια και το Βόσπορο. Ο Φρανσε ντ’ Εσπερέ όμως διέταξε για την ενέργεια αυτή την 28η Βρετανική μεραρχία να επιβιβαστεί σε πλοία από τη Θεσσαλονίκη και την 122η Γαλλική Μεραρχία να συγκεντρωθεί στο Dedeagatch απ’όπου θα μεταφέρετο ατμοπλοϊκώς στο Βόσπορο.
Μετά την υπογραφή της ανακωχής εκ μέρους της Βουλγαρίας και την αποχώρηση των συμμαχικών στρατευμάτων, η Δυτική Θράκη εξακολούθησε να παραμένει υπό την κατοχή της τελευταίας που διατήρησε στρατιωτικές και πολιτικές αρχές αλλά εγκαταστάθηκε διασυμμαχικός έλεγχος και ολιγάριθμα συμμαχικά στρατεύματα κατέλαβαν τα σπουδαιότερα κέντρα για την εξασφάλιση των συγκοινωνιών και τη φρούρηση της σιδηροδρομικής γραμμής Κουλελί Μπουργας (Πύθιο) - Κων/πολεως αλλά και τη διατήρηση της τάξεως στις πόλεις και την ύπαιθρο. Τα ανωτέρω στρατιωτικά τμήματα αποτελούνταν από ένα γαλλικό τάγμα, ένα τάγμα Σενεγαλέζων, ένα γαλλικό λόχο και μια βρετανική διμοιρία. Αρχηγός των στρατευμάτων κατοχής ήταν ο Γάλλος συνταγματάρχης Allier (Αλλιέ) με έδρα αρχικώς το Dedeagatch και εν συνεχεία την Ξάνθη και την Κομοτηνή.
Εντωμεταξύ έντονες ήταν οι διπλωματικές διεργασίες στο συνέδριο της ειρήνης που άρχισε στο Παρίσι όπου η Δυτική Θράκη είχε αποβεί πεδίο ανταγωνισμών διαφόρων ενδιαφερομένων κρατών.
Οι Αμερικανοί αντιπρόσωποι δήλωναν απερίφραστα ότι η Δυτική Θράκη θα πρέπει να παραμείνει στην Βουλγαρία αρνούμενοι το βουλγαρικό αποκλεισμό από το Αιγαίο. Συγκεκριμένα πρότειναν να δοθεί στην Ελλάδα μόνο η περιοχή Ξάνθης - Γκιουμουλτζίνας ενώ η υπόλοιπη βόρεια δυτική Θράκη θα πήγαινε στη Βουλγαρία και η υπόλοιπη νότια δυτική Θράκη μαζί με όλη την Ανατολική στο νεοσύστατο κράτος της Κων/πολεως το οποίο ήλπιζαν ότι θα αναλάμβαναν υπό την κηδεμονία τους με εντολή της νεοσύστατης κοινωνίας των εθνών. Η στάση τους αυτή οφειλόταν και στη ένθερμη συμπάθεια του Δημοκρατικού προέδρου Wilson προς τη Βουλγαρία εξαιτίας της επιρροής τόσο της γυναίκας του και της αδερφής της που είχε παντρευτεί τον πρεσβευτή της Βουλγαρίας στην Ουάσιγκτον, όσο και των ανθελληνικών κύκλων του Ροβερτείου Κολλεγίου Κων/πολεως καθώς και των μεγαλεμπόρων καπνού ανταγωνιστών των ελληνικών συμφερόντων.
Η Γαλλία πρότεινε σαν συμβιβασμό τη δημιουργία ενός ελεύθερου κράτους του Dedeagatch που θα περιείχε ένα διάδρομο κατά μήκος της σιδηροδρομικής γραμμής που συνέδεε τα λιμάνι αυτό με την Αndrianople (Αδριανούπολη). Μετά από πολλές διαπραγματεύσεις τελικά, ύστερα σχεδόν από ένα χρόνο από το τέλος του πολέμου και αφού αποτραβήχτηκε λόγω ασθενείας από το προσκήνιο ο τιμηθείς με Νόμπελ Ειρήνης για το έτος 1919 Πρόεδρος Wilson, η Δυτική Θράκη αφαιρέθηκε από τη Βουλγαρία με τη συνθήκη του Neuilly sur Seine (14/27.11.1919). Με το άρθρο 48 της συνθήκης αυτής η Δυτική Θράκη θα υπάγονταν μέχρι της διευθέτησης της οριστικής της τύχης υπό τη διοίκηση Γάλλου αρμοστή και θα αποτελούσε ένα είδος διασυμμαχικού κράτους (Thrace Interalliee).
Ήδη ενώ προετοιμαζόταν η υπογραφή της οι σύμμαχοι εξουσιοδότησαν τον Φρανσε ντ’ Εσπερέ, αρχηγό πλέον του συμμαχικού στρατού της Ανατολής, όπως εντός του Οκτωβρίου του 1919 διατάξει την εκκένωση της Δυτικής Θράκης από τους Βουλγάρους. Αρμοστής ορίστηκε ο Γάλλος στρατηγός Charpy, ο οποίος στις 10 Οκτωβρίου 1919 εγκαταστάθηκε στην Κομοτηνή όπου παρέλαβε τη διοίκηση από τον Allier (Αλλιέ) ενώ στις 18 Οκτωβρίου 1919 κατελήφθησαν υπό συμμαχικές δυνάμεις η περιφέρεια της Κομοτηνής και του Κaragatch.
Ο ΤΥΠΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΤΗΣ ΘΡΑΚΗΣ
Οι διεργασίες για την ενσωμάτωση της Θράκης στην Ελλάδα και τα στρατιωτικά γεγονότα που ακολούθησαν και είχαν σαν αποτέλεσμα την ενσωμάτωση της Θράκης, απασχόλησαν όλο τον Ελληνικό τύπο της εποχής, κυρίως των Αθηνών («Ακρόπολις», «Πατρίς», «Αθήναι», «Νέα Ελλάς», «Καθημερινή», κ.λ.π.) αλλά και της Θεσσαλονίκης («Μακεδονία», «Φως», «Νέα Αλήθεια»). Στην Αθήνα, ο μεν συμπολιτευόμενος τον Βενιζέλο τύπος (Ακρόπολις, Πατρίς) έδινε στην απελευθέρωση της Θράκης διαστάσεις θριάμβου και περιλάμβανε τα γεγονότα με τον μανδύα του θρύλου. Σε αντίθεση με τον αντιπολιτευόμενο στον Βενιζέλο τύπο, (Καθημερινή, Νέα Αστραπή), ο οποίος, αν και δεν αποσιωπούσε τις θετικές εξελίξεις στη Θράκη, τις υποβάθμιζε και τις απέδιδε περισσότερο στο δαιμόνιο της φυλής, παρά στη πολιτική και στρατηγική ικανότητα του Βενιζέλου, την οποία και δεν αναγνώριζε. Στη Θεσσαλονίκη η «Μακεδονία», ιδρυτής και διευθυντής της οποίας ήταν ο Κ. Βελλίδης, παρουσίαζε τα γεγονότα με πολύ έντονο το βιωματικό στοιχείο και αφουγκραζόμενη τους παλμούς εκείνης της εποχής. Είχε μόνιμο απεσταλμένο στη Θράκη τον Πέτρο Λεβαντή και ήταν πλήρως ενήμερη για τις εξελίξεις, τις οποίες με άρθρα και σχόλια ανέλυε αναδεικνύοντας πέρα από την αντικειμενική θεώρηση των γεγονότων και την εθνική έξαρση που επικρατούσε στον λαό. Η εφημερίδα αυτή ήταν μακριά από το επίκεντρο των πολιτικών αντιπαραθέσεων (Βενιζελικών και Αντιβενιζελικών) και έδινε πληθώρα ειδήσεων, ασκούσε εποικοδομητική κριτική και ζητούσε συνετή διαχείριση των εδαφών που κατακτούσε ο στρατός μας. Σημείωνε συγκεκριμένα: «Η Δυτική Θράκη είναι σήμερον Ελλάς και πρέπει να εξαλειφθεί απ΄ εκεί κάθε ίχνος βουλγαροκρατίας» και απαιτούσε την άμεση κατάργηση του βουλγαρικού δασμολογίου
Η παλιννόστηση των προσφύγων
Το δημοσίευμα όμως που δείχνει καθαρά ότι πλησιάζει η ημέρα έλευσης του ελληνικού στρατού το έχει η «Μακεδονία» στις 8 Μαΐου 1920 με το οποίο πληροφορεί τους αναγνώστες της ότι «Ο Σαρπύ διετάχθη να παραδώση εις τον Ελληνικόιν Στρατόν»। Και στις 12 Μαΐου 1920 «TΟ ΦΩΣ» σε ανταπόκρισή του από την Κομοτηνή αναφέρει: «Γκιουμουλτζίνα 9 Μαϊου…και ετοιμάζονται και φροντίζουν και κεντούν σημαίες … όλα τα κορίτσια φροντίζουν πως θα δείξουν πιο δυνατά, πιο έντονα την χαρά τους. Οι πρόσκοποι, τα παιδιά του σχολείου δοκιμάζουν τις αθώες και ευγενικές φωνές τους με τα τραγούδια που θα ψάλλουν στους ελευθερωτάς, τα ορφανά πως θα συγκινήσουν πιο πολύ, οι δεσποινίδες πως θα ευχαριστήσουν και όλοι περιμένουν…». Την ίδια ημέρα η εφημερίδα «ΠΑΤΡΙΣ» των Αθηνών, σε ανταπόκρισή του Α. Κοντόπουλου από την Κομοτηνή, με τίτλο «Η εγκατάστασις των Αρχών μας συντελείται καθ΄’ όλην την Δυτ. Θράκην. Η σελίς του Βασιλείου της Μεγάλης Ελλάδος» αναφέρει μεταξύ των άλλων: «Συμφώνως προς την διαταγήν του Στρατηγού Σαρπύ εξακολουθεί η αναχώρησις των Γαλλικών στρατευμάτων εκ της Δυτ. Θράκης. Σήμερον (σ.σ. 11 Μαΐου) αναχωρούν εντεύθεν οι Σενεγαλέζοι, αύριον δε αι λοιπαί υπηρεσίαι…. Αι Ελληνικαί αρχαί εγκατεστάθησαν πανταχού. Σήμερον την πρωϊαν εις την ενταύθα Νομαρχίαν έλαβε χώραν συγκινητική τελετή. Εκλείσθησαν τα βιβλία της διασυμμαχικής υπηρεσίας και εν μέσω των γενικών ζητωκραυγών των παραστάντων εις αυτά νέα σελίς με τον τίτλον «ΒΑΣΙΛΕΙΟΝ ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ»….Το απόγευμα παρεδόθησαν εις τα εεληνικάς αρχάς επισήμως όλαι αι υπηρεσία….». Η ημερήσια «Καθημερινή» , ως αντιβενιζελική εφημερίδα, λίγες μέρες πριν την είσοδο του Ελληνικού Στρατού στη Θράκη, στις 12 Μαΐου 1920 στις πληροφορίες στη πρώτη σελίδα της διαπιστώνει μεγάλους κινδύνους από την προετοιμαζόμενη αντίσταση των Βουλγάρων υπό τον στρατηγό Πρωτογίνωφ και τον συνεργάτη του Νάτσεφ.
Στις 13 Μαϊου 1920 «ΤΟ ΦΩΣ» σε ανταπόκριση του απεσταλμένου της αναφέρει: «Μέσω απείρων δυσχερειών ευρίσκομαι επί τέλους με στολήν Έλληνος στραιώτου εις την διασυμμαχικήν και αύριο νελληνικήν πλέον Γκιουμουλτζίναν, ελληνικήν και τυπικώς δηλαδή διότι η Γκιουμουλτζίνα είναι παρ΄ όλας τας προσπαθείας των Βουλγάρων Ελληνική όσον και αι Αθήναι. Παντού Ελληνική γλώσσα, παντού Έλληνες, παντού ελληνικαί σημαίαι…..» Και καταλήγει «Επισήμως εν μέσω επευφημιών εκλείσθησαν σήμερον τα βιβλία και ήρξαντο νέα με τον τίτλον «Βασίλειον της Μεγάλης Ελλάδος.......» Οι Πολεμικοί ανταποκριτές Πριν αναφερθούμε στα γεγονότα της 14ης Μαΐου 1920, σημειώνουμε ότι την προέλαση των ελληνικών στρατευμάτων παρακολουθούσαν από κοντά αρκετοί πολεμικού ανταποκριτές του ελληνικού και ξένου τύπου। Ανάμεσα σ΄ αυτούς είναι ο Ferryman της Morning Post, ο Raymond της Havas, ο Περδίκης της Exchange, ο Μοσχόπουλος του γραφείου τύπου του Ελληνικού Υπουργείου Εξωτερικών, ο Δημ। Σβολόπουλος της «Νέας Ελλάδος», ο Α। Κοντόπουλος της «Πατρίδος», ο Π. Οικονόμου του «Εμπρός», ο Πέτρος Λεβαντής της «Μακεδονίας», ο Αρίστος Χασηριζόγλου της «Νέας Αλήθειας» από τη Θεσσαλονίκη και πολλοί άλλοι, που παρά τις δυσκολίες της εποχής υπηρετούσαν την ενημέρωση. Οι περισσότεροι απ΄ αυτούς συνόδευαν την Μεραρχία των Σερρών με τον Στρατηγό Ζυμβρακάκη από την Ξάνθη προς την Κομοτηνή ή ανέμεναν τον Ελληνικό στρατό στην Κομοτηνή, έδρα της διασυμμαχικής διοίκησης. Έτσι δεν έχουμε λεπτομερείς ανταποκρίσεις από το Δεδέαγατς την ημέρα της αποβίβασης του Ελληνικού στρατού με τον Κων/ντίνο Μαζαράκη - Αινιάν και την Μεραρχία Ξάνθης, διότι δεν είχε επιτραπεί να επιβιβασθούν στα πλοία πολεμικοί ανταποκριτές. Έτσι οι περιγραφές των γεγονότων στο Δεδέαγατς τις δύο πρώτες ημέρες και οι αναφορές σε αυτά γίνονται κυρίως από όσα αναφέροντο στα πολεμικά ανακοινωθέντα.
Στην «Ακρόπολις» παρατίθενται συνεχείς πρωτοσέλιδες ανταποκρίσεις και πολύστηλα ρεπορτάζ από την προέλαση του Ελληνικού στρατού στη Δυτική και Ανατολική Θράκη. «Η προέλασις του στρατού μας εις Θράκην. Γκιουμουλτζίνα και Δεδέαγατς κατελήφθησαν. Ακράτητος ενθουσιασμός και πλήρης τάξις». Και σε άλλη στήλη δημοσιεύει τηλεγράφημα από τη Θεσσαλονίκη με το ανακοινωθέν του Γενικού Στρατηγείου Εθνικής ΄Αμυνας και την παρατήρηση ότι στην Θεσσαλονίκη επικρατούσε μεγάλος ενθουσιασμός για τις επιτυχίες του Ελληνικού στρατού. Αναφέρει το ανακοινωθέν:
«Από πρωϊας σήμερον ήρχισεν η προέλασις του στρατού μας εκ του τριγώνου της Ξάνθης προς κατάληψιν της Γκιουμουρτζίνας, ήτις ήδη θα έχη συντελεσθή». Και στη συνέχεια αναφέρει ότι το ίδιο ανακοινωθέν γνωστοποιούσε και την ταυτόχρονη κατάληψη του Δεδέαγατς, γύρω στις 6 το πρωί, με απόβαση των στρατευμάτων μας στη πόλη και συνεχίζει «εις τον στρατόν μας έγινε ενθουσιώδης υποδοχή εκ μέρους των Ελλήνων και Τούρκων κατοίκων της πόλης . Οι Γάλλοι παρέσχον μεγάλας ευκολίας εις τον στρατόν μας κατά την απόβασιν και κατά την κατάληψιν της πόλεως. Επί τη επισήμω αναγγελία του εφροσύνου γεγονότος συνεκροτήθη (σ.σ. στη Θεσσαλονίκη) ογκώδης διαδήλωσις υπό του ενθουσιώντος λαού ενταύθα Η πόλις πανηγυρίζει. Οι κώδωνες όλων των ναών σημαίνουν χαρμοσύνως»
Στις 15 Μαΐου 1920 με δίστηλο τηλεγράφημα του ανταποκριτή της η «Ακρόπολις» αναγγέλλει: «Ήρχισεν χθες η προέλασις του ελληνικού στρατού εις Θράκην. Κατελήφθη η Γκιουμουλτζίνα και το Δεδέαγατς. Αρχηγός του αποβιβασθέντος εις Δεδέαγατς στρατού είναι ο υποστράτηγος κ. Μαζαράκης και του εισελθόντος εις Γκιουμουλτζίνα ο υποστράτηγος κ. Παμίκος Ζυμβρακάκης».Στη συνέχεια φιλοξενεί το κείμενο της ημερήσιας διαταγής του σωματάρχη Εμμανουήλ Ζυμβρακάκη που άρχιζε με τη φράση «Η Θράκη επανέρχεται εις την μητέρα Ελλάδα».
Την ίδια μέρα και σε άλλη στήλη ανέφερε τηλεγράφημα από το Παρίσι, σύμφωνα με το οποίο ο Τζαφέρ Ταγιάρ προετοίμαζε αντίσταση κατά των Ελλήνων.
Στις 15 Μαΐου 1920 η ίδια εφημερίδα αναφέρει με τίτλο «Η προέλαση εις την Θράκην»: «Ασήμαντος συμπλοκή με κομιτατζήδες και Βουλγάρους στρατιώτες. Δεν υπάρχουν φόβοι σοβαρότερων συρράξεων. Η προέλαση δεν ήταν τόσο απρόσκοπτη και ήρεμη όσον ήθελε να την παρουσιάσει η ελληνική πλευρά. Ομάδες κομιτατζήδων (Τούρκων και Βουλγάρων), υπό την καθοδήγηση του Τούρκου συνταγματάρχη και συνεργάτη του Κεμάλ, Τζαφέρ Ταγιάρ, επιδίδονταν σε ενόπλους επιθέσεις και υπήρχον συνεχή επεισόδια, με υπόδειξη και ενίσχυσιν εκ Σόφιας και Κωνσταντινούπολιν». Κατά την ίδια εφημερίδα: «Κατά την προέλασιν των Ελλήνων είχον κυκλοφορήσει εις την περιοχήν Καραμπανιόλ τουρκοβουλγαρικές προκηρύξεις με τις οποίες εκαλούντο οι Τούρκοι και οι Βούλγαροι της περιοχής να επαναστατήσουν υπό την ηγεσίαν και καθοδήγηση του κομιτάτου. «Η Θράκη ούτε υπήρξεν, ούτε θα γίνει ελληνική. Η Θράκη θα διοικηθεί από τα δικά της τέκνα. Εμπρός ήρωες της Θράκης….Ζήτω η ανεξάρτητος Θράκη…», ανέφερον μεταξύ των άλλων οι προκηρύξεις....".
Η εφημερίδα «Μακεδονία» κάτω από τον τίτλο «Συνεχίζεται η κατάληψη της Θράκης», δημοσιεύει εκτενή ανταπόκριση από την Κομοτηνή «Αληθώς μεγαλειώδης η είσοδος του εθνικού στρατού εις την πόλιν μας και αληθώς συγκινητική η γενομένη προς αυτόν υποδοχή……. Λίαν πρωϊ οι κώδωνες ηχούν χαρμοσύνως, κύματα δε κόσμου εξεχύνοντο προς την είσοδον της πόλης, όπως υποδεχθούν τον ελευθερωτήν σττατόν. Από της 6,30 π.μ. όλαι αι κοινοτικαί αρχαί, Ελληνικαί, Τουρκικαί, Εβραϊκαί, Αρμενικαί, μηδέ των Βουλγαρικών εξαιρουμένων εξήλθον προς προϋπάντησιν του Ελληνικού στρατού….».
Από τις εφημερίδες που συμμετείχαν στην εθνική χαρά για τις επιτυχίες του Ελληνικού Στρατού συμπεριλαμβάνεται και η «Πατρίς» του Δημ. Λαμπράκη η οποία στις 15 Μαΐου 1920 σε πρωτοσέλιδο άρθρο της με τίτλο «ΕΛΛΑΣ ασπάσου τα μέτωπα των πιστών σου τέκνων» και ανταπόκριση από τη Θράκη με τίτλο «Κατελήφθησαν η Γκιουμορτζίνα και το Δεδέαγατς», ενώ την ίδια ημέρα διαβάζουμε στην εφημερίδα «Αθήναι» ότι: «….τα χωρία εξ ων διέρχονται τα στρατεύματα μας, πανηγυρίζουν εν εξάλλω ενθουσιασμώ την απελευθέρωσή τους. Οι κάτοικοι εξέρχονται εις προϋπάντησίν των κρατούντες ελληνικάς σημαίας......».
Η εφημερίδα «ΑΘΗΝΑΙ» στις 15 Μαΐου αναφέρει: «Συντελεσθείσης σήμερον της αποχώρησης των Γαλλικών στρατευμάτων, εδόθη παρά του ημετέρου Στρατηγείου η διαταγή της αμέσου εκκινήσεως του Ελληνικού στρατού προς κατάληψιν ολοκλήρου της Βουλγαρορατούμενης Θράκης. Από τα ξημερώματα χθές ήρχισαν η προέλασις της Μεραρχίας Κρήτης και άλλων Μεραρχιών αι οποίαι είχον συγκεντρωθεί εις την ανατολικήν πλευράν του τριγώνου Ξάνθης προς κατάληψιν της Γκιουμουλτζίνας και της περιοχής αυτής. Τα χωριά εξ ων διέρχοντο τα στρατεύματά μας πανηγυρίζουν εν εξάλλω ενθουσιασμώ την απελευθέρωσίν των. Οι κάτοικοι εξέρχονται εις προϋπάντησιν των στρατευμάτων μας κρατούντες ελληνικάς σημαίας….». Στη συνέχεια περιγράφει με λεπτομέρεια την άφιξη του Ελληνικού στρατού στη Κομοτηνή και την ενθουσιώδη υποδοχή του από τους κατοίκους της πόλης.
Στην εφημερίδα «Καθημερινή», που απέφυγε οποιοδήποτε άρθρο με το οποίο να σχολιάζει τα τεκταινόμενα στη Θράκη, στις 17 Μαΐου 1920, διαβάζουμε στη πρώτη σελίδα άρθρο του Ίωνα Δραγούμη, που διετέλεσε Πρόξενος της Ελλάδος στο Δεδέδαγατς το1907-08, με τίτλο «Νέοι αγώνες» στο οποίο καταφέρεται κατά της τυραννίας του Βενιζέλου, αναφέρει ότι «…εσωτερικώς λυμαίνεται το κράτος μια ολιγαρχία τυράννων, σατραπίσκων και ντερεμπέηδων, χρησιμοποιώντας προς επιβολήν των χωροφύλακας, πραιτωριανούς, μπράβους και χαφιέδες, στρατιωτικούς και άλλους ιδιωνύμους ανόμους νόμους». Στις εσωτερικές της σελίδες αναφέρει τα τηλεγραφήματα από την Θράκη κατά τα οποία: «Συνεπληρώθη η κατάληψις της Θράκης. Άκρα τάξις βασιλεύει απ΄ άκρου εις άκρον». Για την υποδοχή του ελληνικού στρατού στην Γκιουμουλτζίναν : «…Αρμένιοι, Ισραηλίται και Τούρκοι κρατούσαν ελληνικάς σημαίας και εξεδήλωνον ποικιλοτρόπως την χαράν τους. Οι πολίται άδουσι και χορεύουσι μετά των ελευθερωτών των στρατιωτών». Στη συνέχεια αναφέρεται στις διαβεβαιώσεις του κυβερνητικού εκπροσώπου Χαρίση Βαμβακά προς τον Τούρκο διοικητή της Γκιουμουλτζίνας Αρίφ μπέη ότι η ελληνική διοίκηση έρχεται να εφαρμόσει πρόγραμμα ισοπολιτείας «το οποίον είναι ιδεώδες της κυβερνήσεως Βενιζέλου». Οι μειονοτικοί ξεθάρρεψαν και συμμετείχαν αυθόρμητα στο χαρμόσυνο γεγονός της υποδοχής. Και καταλήγει το δημοσίευμα με την είδηση ότι η Ελληνική Κυβέρνηση έφερε από το Κάιρο τον διπλωμάτη Αντώνιο Σαχτούρη τον οποίο προορίζει για «Ύπατο Αρμοστή της Ελλάδος στη Θράκη» (Δυτικής και Ανατολικής, με έδρα την Αδριανούπολη.
Η «Μακεδονία» της Θεσσαλονίκης στο φύλλο της 15ης Μαΐου 1920 αφιερώνει σχεδόν ολόκληρη τη πρώτη της σελίδα στην κατάληψη της Θράκης, με λεπτομερή πανηγυρική ανταπόκριση και πάλλουσα από εθνική συγκίνηση περιγραφή την είσοδο των ελληνικών στρατευμάτων εις την Γκιουμουλτζίναν: «Η δύναμις της Ελλάδος. Η επιβλητική είσοδος του στρατού εις την Γκιουμλτζίναν….Αμέσως σημαιοστολήθηκαν τα δημόσια καταστήματα, ως και πλείστα ιδιωτικά, οι κώδωνες των εκκλησιών ήχουν επί ημίωρον χαρμοσύνως. Η ανακούφισις υπήρξε μεγάλη, τόσον εκ της ενάρξεως της παρελάσεως, όσον και διότι ουδέν εμπόδιον παρενεβλήθη εις τον στρατόν μας, κατά την απόδοσιν της ελληνικής ελευθερίας εις σπουδαία κέντρα της μέχρι χθες Σκλάβας Θράκης». Είναι αξιοσημείωτο ότι η «Μακεδονία» για πολλές ημέρες διατήρησε την ενσωμάτωση της Θράκης ως πρωτοσέλιδη είδηση. Άλλωστε η εφημερίδα αυτή ήταν απομακρυσμένη από το επίκεντρο των πολιτικών συγκρούσεων για αυτό και έδινε πολλές ειδήσεις, ασκούσε εποικοδομητική κριτική και ζητούσε συνετή διαχείριση των κατακτημένων εδαφών.
Τα επίσημα ανακοινωθέντα τα δημοσιεύουν όλες οι εφημερίδες της εποχής. Είτε με δεύτερη έκδοση στις 14 Μαΐου (επί του πιεστηρίου), Ενδεικτικά το «ΕΘΝΟΣ» της 14ης Μαΐου βάζει το ανακοινωθέν κάτω από τον τίτλο: «Επί του πιεστηρίου. Χαράς ευαγγέλια Η Γκιουμουλτζίνας και το Δεδέαγατς κατελήφθησαν».
Το «ΕΜΠΡΟΣ» κάτω από τον τίτλο « Τελευταία ώρα - Η κατάληψη της Δυτικής Θράκης - Απερίγραπτος ενθουσιασμός Ελλήνων και Τούρκων».
Η «Νέα Αλήθεια» της Θεσσαλονίκης σε δεύτερη έκδοση και τίτλο «Η απελευθέρωση της Θράκης υπό του Στρατού μας» έχει τηλεφωνική ανταπόκριση από την Κομοτηνή που αρχίζει: «Η χθεσινή ημέρα υπήρξε δια την Ελληνικήν μας Θράκη την ωραίαν δυστυχή, την Σκλάβαν την πεντάμορφη πέντε ετών δουλείας πένθους δακρύων συμφορών και διωγμών ημέρα Αναστάσεως, απολυτρώσεως αρχή….».
Τις επόμενες ημέρες έχουν ανταποκρίσεις από το Σουφλί, το Διδυμότειχο, την Αδριανούπολη.
Στις 20 Μαΐου η «Μακεδονία» σε ανταπόκριση του μονίμου ανταποκρίνου της από το Σουφλί με ημερομηνία 14 Μαΐου (ταχυδρομικώς), αναφέρει: «Ενθουσιασμός, κίνησις, ρίγη, απ΄ άκρου εις άκρον στο Σουφλί. Η μεγάλη είδηση έφθασε. Η αναμενόμενη ιερά στιγμή επλησίασε. Ο Στρατός, οι Έλληνες, οι ελευθερωταί έρχονται. Αποβιβάσθησαν στο Δεδέαγατς και έως το βράδυ είναι εδώ….. Τα βάσανα τελειώνουν. Θάναι πια ήσυχοι. Έρχονται χαρούμενοι να γιορτάσουν την ανάσταση.».
Όπως βλέπουμε όλοι, η ιστορική σημαία της πόλης, είναι ένα πανί, ραμμένο κάπως βιαστικά, χωρίς μάλιστα τις κανονικές διαστάσεις της Σημαίας, που έχει γύρω του κρόσια. Πάνω στη σημαία είναι κεντημένες με άσπρη κλωστή, πέντε χρονολογίες. Στα 1913, 14 Ιουλίου, ήλθε στην Κομοτηνή τμήμα του Ελληνικού Στρατού. Η υποδοχή που του έγινε από το λαό, δεν περιγράφεται. Ο ενθουσιασμός και το παραλήρημα Ελλήνων και Μουσουλμάνων ήταν κάτι το ασύλληπτο. Επειδή δε το στρατιωτικό τμήμα δεν είχε δική του σημαία ο επί κεφαλής αξιωματικός ζήτησε μία σημαία από τους Κομοτηναίους. Τότε, κορίτσια της Κομοτηνής έραψαν βιαστικά και αμέσως τη σημαία αυτή, τη φιλοτέχνησαν με τα κρόσια και την παρέδωσαν στον επί κεφαλής του Στρατού. Η Σημαία υψώθηκε τότε στο Διοικητήριο - σημερινό κτίριο των δικαστηρίων - και κυμάτιζε εκεί επί όσες μέρες έμεινε ο στρατός μας στην πόλη.
Όταν όμως ο στρατός πήρε διαταγή να αποσυρθεί για μεγάλη λύπη του πληθυσμού, την 6ην Αυγούστου του 1913, ο Κρητικός δεκανέας Παπαηλιάκης (δικηγόρος αργότερα Κρήτης) και με πρωτοβουλία του, πήρε μαζί του τη σημαία. Όταν δε πήγε με άδεια στην πατρίδα του, την παρέδωσε στον παππού του, οπλαρχηγό, με την παράκληση να την αποστείλει στο δήμαρχο Κομοτηναίων, όταν θα ελευθερωθεί πάλι η Κομοτηνή. Ο Παπαηλιάκης, τήρησε το λόγο του. Το 1920, όταν δήμαρχος Κομοτηνής ήταν ο αείμνηστος Απόστολος Σούζος, παρέλαβε τη σημαία αυτή, που συνοδεύονταν από μια συγκινητική και εμπνευσμένη επιστολή του κ. Παπαηλιάκη. Ο ίδιος ο Παπαηλιάκης αργότερα, ευτύχησε να επισκεφθεί ο ίδιος την πόλη μας και να εκφράσει προς αυτή και το λαό της τα αισθήματά του.
Η σημαία από τότε διαφυλάχθηκε στο Δημαρχείο Κομοτηνής, ιερό, ιστορικό κειμήλιο. Από του 1928, επί Δημαρχίας Σοφοκλή Κομνηνού καθιερώθηκε να γίνεται σε επίσημη τελετή, η έπαρσή της κάθε 14η Μαίου. Το 1941, όταν ξανά μπήκαν στην Κομοτηνή οι Βούλγαροι κατακτητές, ο τότε δημοτικός υπάλληλος αείμνηστος Νικόλαος Μακαρώνης, με κίνδυνο της ζωής του, παρέλαβε την ιστορική αυτή σημαία από το δημαρχείο και τη φύλαξε, μέσα σε σωλήνες θερμάστρας στο σπίτι του. Κι όταν ξαναγύρισαν οι νόμιμες ελληνικές αρχές, μετά το τέλος του πολέμου, την παρέδωσε και πάλι στο Δήμο και γι' αυτό έτυχε μάλιστα ειδικής ευαρέσκειας από το Δήμο για τη πατριωτική του αυτή χειρονομία.
dim-sapon.rod.sch.gr
ΑΙΩΝΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΙΣΤΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου