Η κατάληψη τής Σφακτηρίας από τούς Αιγυπτίους έφερε τή δυσφορία σέ όσους ήταν κλεισμένοι στά κάστρα. Ενισχύσεις από τήν κυβέρνηση δέν φαίνονταν καί όλα προμήνυαν τήν πτώση καί τών δύο κάστρων τής Πύλου. Στίς 29 Απριλίου 1825 ισχυρή αιγυπτιακή δύναμη επιτέθηκε κατά τού φρουρίου τού Παλαιόκαστρου. Ο Ιμπραήμ αδιαφορώντας γιά τίς απώλειες τών Αραπάδων (Αράβων) τούς έστελνε κατά κύματα εναντίον τών Ελλήνων, οι οποίοι είχαν τρομερές ελλείψεις σέ πολεμοφόδια καί τρόφιμα.
Τή νύκτα οι πολιορκημένοι επιχείρησαν έξοδο, η οποία δέν στέφθηκε μέ επιτυχία, καθώς τό αιγυπτιακό ιππικό τούς κατέκοψε μέ τά σπαθιά του. Πολλοί Έλληνες σκοτώθηκαν καί ακόμα περισσότεροι αιχμαλωτίσθηκαν. Μεταξύ τών αιχμαλώτων ήταν ο επίσκοπος Μεθώνης Γρηγόριος, ο Χατζηχρήστος, ο Αναγνώστης Κανελλόπουλος, ο Δαρειώτης καί ο Βάρβογλης. Τήν επόμενη ημέρα οι εναπομείναντες 800 άνδρες παρέδωσαν τό κάστρο στούς απεσταλμένους τού Ιμπραήμ, ο οποίος τούς επέτρεψε νά αποχωρήσουν χωρίς τόν οπλισμό τους. Ο μόνος πού δέν δέχτηκε τήν παράδοση ήταν ο Σωτήριος Κοτζαμάνης, ο οποίος ακολουθούμενος από τούς συντρόφους του καί μέ τά σπαθιά στά χέρια, κατάφερε νά σπάσει τόν μουσουλμανικό κλοιό καί νά σωθεί.
Η προσοχή τού Ιμπραήμ στράφηκε εξ ολοκλήρου στήν κατάληψη τού Νεόκαστρου. Μετέφερε καί άλλα πυροβόλα όπλα από τήν ξηρά, τά οποία σέ συνδυασμό μέ τά κανόνια τών φρεγατών, βομβάρδιζαν τά γερασμένα τείχη τού κάστρου. Τή χειρότερη όμως ζημιά τήν έκανε η διακοπή τού νερού, αφού ο Ιμπραήμ κατάφερε νά καταστρέψει τό υδραγωγείο. Η ζωή τών πολιορκημένων έγινε αφόρητη, αλλά τό ηθικό τους είχε ενισχυθεί κάπως μέ τήν άφιξη τών Μακρυγιάννη, Παναγιώτη Γιατράκου καί Γεωργίου Μαυρομιχάλη, γιού τού Πετρόμπεη. Ανάμεσα στούς πολιορκημένους βρισκόταν καί ο Άγγλος γιατρός Μίλλινγκεν, ο οποίος στά απομνημονεύματά του αναφέρει ότι ένα μεγάλο πλήθος Γάλλων, Άγγλων, Ιταλών καί άλλων Ευρωπαίων βρίσκονταν στήν υπηρεσία τού μωαμεθανού πασά, προδίδοντας τήν πίστη τους στόν Σταυρό. Ο γιατρός βέβαια στά απομνημονεύματά του παραλείπει νά αναφέρει ότι έστελνε πληροφορίες γιά τήν κατάσταση τών Ελλήνων στόν Ιμπραήμ, ο οποίος είχε άριστη γνώση γιά τίς λεπτομέρειες τών οχυρώσεων καί τήν κατάσταση τών πολιορκημένων.
Ο Ιμπραήμ ζήτησε τήν παράδοση τού φρουρίου καί απέστειλε γι' αυτόν τόν σκοπό τόν Χατζηχρήστο, τόν επίσκοπο Μεθώνης καί τόν εξισλαμισμένο Γάλλο αξιωματικό Σουλεϋμάν μπέη. Οι αρχηγοί τών Ελλήνων απέρριψαν τήν πρόταση παράδοσης καί ο Αιγύπτιος πασάς οργισμένος βομβάρδισε ακατάπαυστα γιά τρείς ημέρες τό Νεόκαστρο. Ήδη οι ρωγμές στά τείχη ήταν αισθητές καί μάταια οι αμυνόμενοι προσπαθούσαν νά τίς επιδιορθώσουν τοποθετώντας πέτρες καί σύροντας βράχια.
Ο Ιμπραήμ ζήτησε εκ νέου απεσταλμένους τών Ελλήνων, τούς οποίους οδήγησε στή σκηνή του, κάνοντας επίδειξη τού πλούτου του καί τής ισχύος του. Ένας από τούς απεσταλμένους ήταν ο Μακρυγιάννης, ο οποίος είδε τόν πασά, καθισμένο σέ πανάκριβα χαλιά μέσα στό πελώριο τσαντήρι του, περιστοιχισμένο από τά ρετζάλια του, τούς τσιμπούκ - ογλάν (νέους πού άναβαν τά τσιμπούκια του καί διασκέδαζαν μέ κάθε τρόπο τόν πασά) καί φυσικά τίς αμέτρητες Χριστιανές σκλάβες τού χαρεμιού του. Ο Ιμπραήμ προσέφερε ρούμι καί έδειξε αμέσως πόσο καλά ήταν πληροφορημένος γιά τίς ελλείψεις τού κάστρου καί γιά τή δεινή κατάσταση τών αμυνομένων.
«Τά δύο κάστρα τού Ναβαρίνου, τό Νιόκαστρο καί τό Παλιόκαστρο, βρίσκονταν πιά καταδικασμένα. Πρώτο υπέκυψε τό τελευταίο, καθώς ήταν καί πιό αδύναμο. Όσοι κατόρθωσαν νά ξεφύγουν από τό βορεινό ρηχό πέρασμα τής Σφακτηρίας - άλλοι κολυμπώντας, άλλοι μέ βάρκες κι άλλοι πού δέθηκαν μέ σκοινιά καί τούς τράβαγαν - κλείστηκαν στό Παλιόκαστρο. Δέν είχαν όμως μήτε τρόφιμα, μήτε μπαρουτόβολα. Αποφασίζουν νά στείλουν κάποιο νησιώτη πού κολυμπώντας, νά πάει στά Φιλιατρά καί νά γυρέψει από τούς δικούς μας ναρθούν τήν άλλη νύχτα νά χτυπήσουν από πίσω τούς εχθρούς κι έτσι νά βρούν τήν ευκαιρία νά κάνουν έξοδο κι όσοι σωθούν.
Ο αντρόκαρδος αγωνιστής, πού η ιστορία δέν μάς έσωσε τό όνομά του, κατάφερε νά φτάσει στά Φιλιατρά κι ο Γιατράκος, μέ πεντακόσιους νοματαίους, ξεκινά νά τούς βοηθήσει. Όταν όμως πέσανε τά σκοτάδια, κιότισαν "ήρχισαν νά διασκορπίζωνται, νά μένωσι καθ' οδόν, νά κρύπτωνται, καί μόλις έμειναν ως πενήντα". Ο Γιατράκος τότε δέν αποτολμά μέ τόσους λίγους νά σιμώσει τά ταμπούρια τού Ιμπραήμ. Στή μπαταριά πού ρίχνει νά δώσει είδηση στούς δικούς μας τού αποκρίνονται μέ μπαταριά οι κλεισμένοι καί μέ κεφαλή τόν Χατζηχρήστο κάνουνε γιουρούσι νά διαβούν από τήν άκρη τού λιβαριού (διβαριού) πού τούς έκλεινε τό δρόμο πρός τό Πετροχώρι. Κατάφεραν νά προχωρήσουν λίγο, μά όπως ο εχθρός είχε, στό στενό παραλιακό δρόμο, τό ένα ταμπούρι πίσω από τ' άλλο τάχασαν καί πέσανε στό λιβάρι όπου οι πιότεροι πνίγηκαν. Μόλις εκατό μπόρεσαν νά περάσουν κι ώς τετρακόσιοι είτε σκοτώθηκαν είτε αιχμαλωτίσθηκαν, Ανάμεσα στούς τελευταίους κι ο Χατζηχρήστος, ο αρχηγός τών Βουλγάρων. Αφού τράβηξε πολλά μαρτύρια στήν Αίγυπτο, τέλος ανταλλάχτηκε μέ Τούρκους αιχμαλώτους καί γύρισε τό 1828 στήν Ελλάδα, όπου τού δόθηκε ο βαθμός τού στρατηγού κι αργότερα έγινε υπασπιστής τού Όθωνα.
Όταν ξημέρωσε μετρήθηκαν όσοι είχαν απομείνει. Βρέθηκαν νά είναι 1525. Σέ λίγο οι εχθροί κάνουνε νέο γιουρούσι. Μά οι δικοί μας κατορθώνουν, πολεμώντας ακόμα καί μέ πέτρες, όπως πολλοί δέν είχαν πιά μπαρούτι, νά τούς αποκρούσουν. Ως τριακόσιοι όμως - μαζώματα καί τουρκανάκατους τούς ονομάζει ο Φωτάκος - πέφτουν σέ κουβέντες μέ τούς εχθρούς, πού ανάμεσά τους βρίσκονταν καί Χριστιανοί, πού ακολουθούσαν τόν Ιμπραήμ πασά ως μισθωτοί, τά ταιριάζουν καί παραδίνονται.
Όσοι απόμειναν στό Παλιόκαστρο "δέν ήθελαν νά προσκυνήσουν, λέγοντες, ότι καλλίτερον ήτον νά σκοτωθούν μεταξύ των παρά νά πέσουν αιχμάλωτοι καί νά απαχθούν εις τήν Αίγυπτον. Απελπισθέντες λοιπόν ωρκίζοντο μεταξύ των δύο, δύο, καί ούτως εφόνευεν ο ένας τόν άλλον, καί απεφάσισαν νά φονευθούν αμοιβαίως έως ενός". Βλέποντας τή φοβερή αυτή σκηνή οι καπεταναίοι - ο Τσώκρης, ο Καπετανάκης, ο Χριστόπουλος - πέφτουνε στή μέση νά σταματήσουν τήν αλληλοσφαγή.
- "Γιατί σκοτωνόσαστε ανάμεσά σας καί κολαζόσαστε; Κάλλιο είναι νά ριχτούμε όλοι μαζί πάνω στούς Τούρκους καί νά κάνουμε τράμπα τό αίμα μας μέ τό δικό τους."
Κι έτσι δώσανε τέλος σέ τούτη τήν άγρια αδελφική αλληλοσφαγή. Στέλνουν τόν Τσώκρη στόν Ιμπραήμ νά διαπραγματευθεί. Δέχεται νά τούς αφήσει ελεύθερους νά φύγουν αφού τού παραδώσουν τ' άρματά τους, τά χρήματα πού είχαν καί καθετί άλλο πολύτιμο. Οι πολιορκημένοι τού ζήτησαν νά ορκιστεί στό κεφάλι τού σουλτάνου καί τό δικό του καί κλήρα (γενιά) νά μήν αποκτήση ποτέ άν παραβή τόν όρκο του πώς δέν θά τούς αγγίξει. Ο Ιμπραήμ ορκίστηκε καί οι Έλληνες βγήκαν. Αφού τούς πήραν ό,τι είχαν, "επέρασαν άφοβα έμπροσθεν καί ολίγον μακράν τού πασά, όστις ήτο περιστοιχισμένος από τούς αξιωματικούς τού επιτελείου του, όντας Ευρωπαίους τούς πλείστους, ως είπομεν ανωτέρω, καί από τούς σωματοφύλακάς του καί έβλεπε διαβαίνοντας τούς Έλληνας. Είχε δέ πρός τούτοις διατάξει δύο Τούρκους νά στέκωνται από τό ένα καί από τό άλλο μέρος καί νά κρατούν τά σπαθιά των γυμνά καί υψωμένα, καί κάτωθεν αυτών νά περνώσιν οι Έλληνες ως δείγμα υποταγής".
Τό Νεόκαστρο σέ λίγο χτυπιόταν από στεριά καί θάλασσα. Μηνάει ο Ιμπραήμ στούς πολιορκημένους νά στείλουν απεσταλμένους νά μιλήσουν μέ τά ρετζάλια (αξιωματικούς) του γιά τήν παράδοση τού κάστρου, "διά νά μήν χυθή αδίκως αίμα". Διαφορετικά θά τόπαιρνε μέ ρεσάλτο. Η φρουρά έστειλε τόν Γιώργη Μαυρομιχάλη, τόν Παναγιώτη Γιατράκο καί τόν Μακρυγιάννη. Γυρεύουν από τούς εκπροσώπους τού Ιμπραήμ νά μπαρκαριστούν σ' ευρωπαϊκά καράβια καί νά φύγουν, νά πάρουν μαζί τους τ' άρματά τους, νά πλερωθούν τούς μισθούς τους καί ν' αφήσει ελεύθερους τό δεσπότη, τόν Χατζηχρήστο "κι' όλους τούς σκλάβους" πού είχανε πιάσει στό Παλιόκαστρο, καί τότε "τού παραδίνομεν εφοδιασμένο κάστρο". Κι ο Μακρυγιάννης προσθέτει ειρωνικά: "Εφόδιασμα μόνο μέ τίς σάπιες πέτρες."»
ΑΓΙΑ ΣΟΦΙΑ
ΑΙΩΝΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΙΣΤΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου