Το 1ο Μέρος εδώ http://eoniaellhnikhpisti.blogspot.gr/2018/04/blog-post_92.html
ΟI ΦΩΚΑΔΕΣ
Ο Νικηφόρος Φωκάς καταγόταν από ονομαστή και αρχαία οικογένεια της Καππαδοκίας, της οποίας τα μέλη ήταν στρατιωτικοί, είχαν υπηρετήσει στις τάξεις του στρατού κατά των Περσών και στη συνέχεια κατά των Αράβων. Ο παππούς του ονομαζόταν και αυτός Νικηφόρος και είχε ηγηθεί ρωμαίηκων δυνάμεων στην Ιταλία και την Σικελία επί Βασιλείου Α’1. Κατά τους χρόνους του Λέοντος του Στ’ προβιβάσθηκε σε Δομέστικο των Σχολών και ανέλαβε επιχειρήσεις κατά του Συμεών2. Η αντικατάστασή του από τον μάγιστρο Κατακαλών Αβίδηλα, λόγω δυσμένειας, είχε μοιραία αποτελέσματα στην πορεία της εκστρατείας3. Αυτός ο Νικηφόρος απέκτησε δύο γιους, τον Βάρδα και τον Λέοντα. Ο Λέων είχε χρηματίσει Δομέστικος των Σχολών με επιχειρήσεις κατά των Βουλγάρων, αλλά στο ενεργητικό του είχε και μια συνομωσία κατά την αντιβασιλεία της αυτοκράτειρας Ζωής, όταν ο Κωνσταντίνος Ζ’ ήταν ανήλικος. Ο Βάρδας Φωκάς, πατέρας του μετέπειτα αυτοκράτορα Νικηφόρου, είχε προσφέρει τις υπηρεσίες του στον Κωνσταντίνος Ζ’ Πορφυρογέννητο. Τον είχε βοηθήσει ν’ απαλλαγεί από τους Λεκαπηνούς5, τα δε πολεμικά του κατορθώματα κατά των Αράβων, τον είχαν καταστήσει λαϊκό ήρωα. Κατά τους χρόνους της βασιλείας του γιου του ήταν πια παλαίμαχος. Αυτός έλαβε σύζυγο εκ του γένους των Μαλεϊνών, αδελφή του οσίου Μιχαήλ του Μαλεϊνού, και μαζί της απέκτησε τους Λέοντα και Νικηφόρο Φωκάδες6. Αυτοί τιμήθηκαν από τον Κωνσταντίνο Ζ’ με το αξίωμα του Δομέστικου των Σχολών, της Δύσης ο Λέων και της Ανατολής ο Νικηφόρος.
Ο Νικηφόρος έλαβε σύζυγο και απέκτησε ένα γιο, τον Βάρδα. Αυτός παίζοντας με τον εξάδελφό του Πλεύση, τραυματίστηκε στο μάτι από ακόντιο και πέθανε σε νεαρή ηλικία. Φαίνεται, ότι σύντομα τον ακολούθησε και η μητέρα του7. Ως φύση έντονα θρησκευτική ο Νικηφόρος επηρεάστηκε βαθύτατα από τον θάνατο των προσφιλών του προσώπων κι εκδήλωσε επιθυμία να μονάσει. Απέφευγε την κρεωφαγία και δεν ήθελε να νυμφευθεί ξανά. Σε μια επίσκεψη του θείου του οσίου Μιχαήλ Μαλεϊνού στην Κωνσταντινούπολη γνωρίστηκε με τον Αβράμιο8, κατοπινό όσιο Αθανάσιο Αθωνίτη, ο οποίος είχε επισκεφθεί τον όσιο παρέα με το στρατηγό Ζεφινεζέρ9.Οι δυο άνδρες συνδέθηκαν στενά και μετά την κουρά του ο όσιος Αθανάσιος ανέλαβε την καθοδήγηση του Νικηφόρου με την προτροπή του οσίου Μιχαήλ. Τότε ο Νικηφόρος έδωσε υπόσχεση να μονάσει10, την οποία, όμως, δεν πρόλαβε να εκπληρώσει.
Ο Λέων Φωκάς μαζί με τα παιδιά του πατρίκιο Νικηφόρο και δούκα Βάρδα, εξορίστηκαν, οι δυο πρώτοι στη Μύθημνα της Λέσβου, ο δε Βάρδας στην Αμάσεια, μετά τη δολοφονία του αυτοκράτορα Νικηφόρου Β’. Ο Βάρδας Φωκάς εστασίασε το 971 μ.Χ. και αντιμετωπίστηκε από το μάγιστρο Βάρδα Σκληρό. Φωκάδες θα συμμετέχουν σε στασιαστικά κινήματα καθ’ όλη τη διάρκεια του Ι’ αιώνα και θα δημιουργήσουν δυναστικά προβλήματα στο Βασίλειο Β’ Βουλγαροκτόνο, χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία. Τελευταίο ονομαστό μέλος της οικογένειας των Φωκάδων είναι ο Ιωάννης Απόστολος Φωκάς Βαλεριανός, εκ Κεφαλληνίας. Εκεί βρέθηκαν οι Φωκάδες μετά την άλωση. Γεννήθηκε το 1530 μ.Χ. στο Βαλεριάνο και έδρασαε στην υπηρεσία του Ισπανού βασιλιά Φιλίππου του Β’ στο Νέο Κόσμο. Δεινός ναυτικός ο Juan de Fuca ή Juan Griego, ηγούμενος μικρής εξερευνητικής αποστολής το 1592 μ.Χ>, έπλευσε Βόρεια μέχρι τα στενά που φέρουν σήμερα τ’ όνομά του, μεταξύ Βανκούβερ και Σηάτλ11.
Η ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ
Το έτος 959 μ.Χ. κάθεται στο θρόνο ο Ρωμανός Β’, γιος του Κωνσταντίνου Ζ’ του Πορφυρογέννητου, στεφθείς αυτοκράτωρ υπό του πατρός του το 945 μ.Χ. σε παιδική ηλικία. Πρώτη σύζυγός του η Βέρθα, νόθα κόρη του βασιλιά της Ιταλίας Ούγου και της Βεζόλης, είχε μετονομασθεί Ευδοξία, αλλά πέθανε 5 χρόνια μετά τον γάμο τους το 949 μ.Χ. Το 956 σύνηψε δεύτερο γάμο με τη Θεοφανώ, ταπεινής καταγωγής αλλά παροιμιώδους ομορφιάς, μητέρα των Βασιλείου Β’ και Κωνσταντίνου Η’. Ο αυτοκράτωρ Ρωμανός Β’ υπήρξε και ο ίδιος άνθρωπος εξαιρετικού φυσικού παραστήματος και εξωτερικής ομορφιάς. Όλοι οι χρονογράφοι της εποχής συμφωνούν, ότι πέραν τούτων και εξαιτίας τους ήταν παραδομένος στην τρυφηλή ζωή, στο κυνήγι, τα σπορ της εποχής, τις διασκεδάσεις. Είχε, όμως την προνοητικότητα (ή τη διπλωματία) ν’ απομακρύνει με έμμεσους τρόπους, χωρίς να προκαλέσει αντιδράσεις, τους συμβούλους του πατέρα του και να επιλέξει νέους και ικανούς συνεργάτες. Ένας από αυτούς ήταν ο αρχιευνούχος, πατρίκιος, μέγας πραιποσίτος και μέγας δρουγγάριος Ιωσήφ Βρίγγας, προήχθη από τον Ρωμανό στο αξίωμα του πρύτανη της συγκλήτου και αρχιθαλαμηπόλου των κουβικουλάριων, δηλ. παρακοιμώμενος12 ( πρωθυπουργός θα λέγαμε σήμερα). Κατά τη μαρτυρία του Λέοντος του Διακόνου, ο Ιωσήφ ήταν «κακούργος και περιπόνηρος»13. Επίσης προβίβασε τον Νικηφόρο Φωκά σε Δομέστικο των σχολών της Ανατολής. Αυτόν ο Λέων περιγράφει ως «άνδρα ρέκτην τε και δραστήριον, αγαθόν τε τα πολεμικά και την ισχύν ανυπόστατον»14.
Στόλισε, επίσης, την περίοδο της βασιλείας του με σημαντικές εκστρατείες, αν και ο ίδιος λίγο ασχολήθηκε μ’ αυτές. Μία εξ αυτών ήταν η απελευθέρωση της Κρήτης από τους Αγαρηνούς, θέμα ζωτικής σημασίας για την κυριαρχία της αυτοκρατορίας στο Αιγαίο και τα παράλια της περιοχής. Είχαν γίνει, ήδη, αρκετές προσπάθειες προς αυτήν την κατεύθυνση, από τους προηγούμενους αυτοκράτορες, χωρίς επιτυχία, και το κακό προηγούμενο δημιουργούσε αμφιβολίες και αμφισβητήσεις. Χάρη στον συνεχιστή του Θεοφάνη γνωρίζουμε για το συμβούλιο που συγκλήθηκε πριν την ανάληψη της εκστρατείας. Το σύνολο του σώματος ήταν αντίθετο προς την πρόταση, της οποίας η πατρότητα και η υποστήριξη ανήκε αποκλειστικά στον Ιωσήφ Βριγγά. Αυτός αφού έλαβε το λόγο έτσι μίλησε: «ημείς μεν, δέσποτα , ίσμεν πάντες όσα δεινά Ρωμαίοις συνέβησαν παρά των αρνητών του Χριστού εις ημάς∙ και δίκαιον εστι λογίσασθαι τας σφαγάς και τας παρθένων φθοράς και τας των εκκλησιών καταστροφάς και τας των παραλίων θεμάτων αιχμαλωσίας και πρέπον εστίν υπέρ των Χριστιανών και ομοφύλων αγωνίσασθαι και μη δεδιέναι της οδού το μήκος και τα της θαλάσσης πελάγη και της νίκης το άδηλον και της φήμης το αδύνατον»15. Η εμπιστοσύνη την οποία έτρεφε ο αυτοκράτορας, τελικός κριτής, για το πρόσωπο του παρακοιμώμενού του, τον έπεισε να συγκατανεύσει και να διορίσει «αυτοκράτορα στρατηγόν της προς τους Κρήτας μάχης» τον Νικηφόρο Φωκά. Οφείλουμε να παραδεχθούμε, ότι η προσωπικότητα του Νικηφόρου, άνδρα ικανού να φέρει εις πέρας ένα τόσο δύσκολο εγχείρημα, έπαιξε επίσης αποφασιστικό ρόλο στην απόφαση του Ρωμανού.
Το εκστρατευτικό σώμα αναχώρησε από την Κωνσταντινούπολη στις 5 Ιουλίου 960 μ.Χ., αποτελούμενο από 2000 «πυρφόρα»16 χελάνδια, 1000 δρόμωνες, 307 «καματηρά» (πλοία εφοδιοπομπής). Μέγας Δρουγγάριος (ναύαρχος) της εκστρατείας ορίσθηκε εις αντικατάσταση του Βριγγά ο κοιτωνίτης ή κλειδούχος Μιχαήλ. Ο στρατός αποτελούνταν από τμήματα στρατιωτών των θεμάτων Μακεδονίας, Θράκης και συμμάχους Σκλαβήνους. Επίλεκτο τμήμα ήταν το μισθοφορικό των Βαράγγων με επικεφαλής τον στρατηγό Θρακησίων Παστιλά. Σταθμοί της διαδρομής (όπως μας την παραδίδει η Εκθεσις της Βασιλείου Τάξεως του Κωνσταντίνου Ζ’) ήταν η Ηράκλεια, η Προκόννησος, η Άβυδος, τα Πεύκια, η Τένεδος, η Μυτιλήνη, η Χίος, η Σάμος, οι Φούρνοι, η Νάξος, η Ίος, η Αγία Ειρήνη (Σαντορίνη) και τέλος η νησίδα Δία κοντά στις ακτές της Κρήτης. Κατά τον Μιχαήλ Ατταλειάτη, η διαδρομή από την Ίο μέχρι την Κρήτη ήταν άγνωστη στους Ρωμηούς της τότε εποχής, διότι τα πλοία τους δεν τολμούσαν να πλεύσουν νότια από τον φόβο των πειρατών. Συνεπώς ο Νικηφόρος προβληματιζόταν πάνω σ’ αυτό το θέμα. Τη λύση έδωσαν Καρπάθιοι ναυτικοί, οι οποίοι οδήγησαν τον στόλο μέχρι την Κρήτη. Από τη νησίδα Δία ο Νικηφόρος απέστειλε ανιχνευτικά σκάφη να κατοπτεύσουν τις ακτές. Οι μουσουλμάνοι της μεγαλονήσου αιφνιδιάστηκαν από τη θέα του υπερμεγέθη στόλου. Προφανώς δεν περίμεναν να επαναληφθεί εκστρατεία εναντίον τους τόσο σύντομα, μετά την αποτυχία της προηγούμενης το 956 μ.Χ. Ξεπερνώντας γρήγορα τον αιφνιδιασμό τους συνάχθηκαν στην ακτή απέναντι του στόλο για να εμποδίσουν την απόβαση των στρατιωτών. Δεν γνωρίζουμε που ακριβώς έγινε αυτή. Γνωρίζουμε, ότι στην περιοχή εκείνη δεν υπήρχε φυσικό λιμάνι κι αυτό δυσκόλευε την αποβίβαση. Για να ξεπεράσει και αυτό το πρόβλημα ο Νικηφόρος εφοδίασε τα πλοία με επικλινείς σανίδες «κλίμακας επί των πορθμείων επιφερόμενοι» κατά τον Λέοντα. Οι δρόμωνες προσέγγισαν την ακτή με τα κουπιά ταυτόχρονα τοξότες και σφενδονήτες έβαλαν κατά των Αράβων των συντεταγμένων στα υπερκείμενα υψώματα. Την κατάλληλη στιγμή έπεσαν οι κλίμακες και αποβιβάσθηκαν άπαντες, πεζοί και έφιπποι. Αμέσως ο Νικηφόρος διαίρεσε το στράτευμα σε τρία μέρη με πυκνή παράταξη και διέταξε να προπορεύεται το λάβαρο του σταυρού. Σε κάθε φάλαγγα ηγείτο και ένας επίσκοπος, περιστοιχισμένος από κληρικούς και έφερε τεμάχια Τιμίου Ξύλου. Τα πυκνά κατατοξεύματα και η ακάθεκτη ορμή τεθωρακισμένης φάλαγγας έτρεψαν γρήγορα σε φυγή τους ακάλυπτους και ανυπόδητους μωαμεθανούς. Ακολούθησε καταδίωξη μέχρι το οχυρό του Χάνδακα, στο οποίο κλείσθηκαν οι Αγαρηνοί με ασφάλεια, εφόσον εκ της κατασκευής του και της διαμόρφωσης του τοπίου θεωρείτο απόρθητο. Αν θέλουμε να κάνουμε μια αποτίμηση της πρώτης εχθροπραξίας, πρέπει να αναφέρουμε, ότι δυο ήταν οι αποφάσεις που επέτρεψαν την επιτυχή αποβίβαση. Πρώτον, ο υπομονετικός Νικηφόρος περίμενε τη συγκέντρωση του πολυάριθμου στόλου πριν προβεί σε οποιαδήποτε ενέργεια. Δεύτερον, ο στρατηγικός του νους πέτυχε την συγχρονισμένη προσέγγιση της ακτής και την ταχύτατη αποβίβαση των στρατευμάτων. Σ’ αυτό σημαντικό ρόλο έπαιξαν η πειθαρχία των στρατιωτών (την οποία απαιτούσε πάντα ο στρατηγός) και το ετοιμοπόλεμό τους, που είχε αποκτηθεί με συνεχείς αγώνες και πολύ αίμα. Αντίθετα οι αντίπαλοι, αν και δεν υστερούσαν σε ηθικό, πολύ δε περισσότερο σε πολεμικό μένος, ήταν συνηθισμένοι σε επιδρομές κατά αμάχων, ως επί το πλείστον. Όσες φορές αντιμετώπιζαν τακτικό στρατό, προτιμούσαν τακτικές ανταρτοπολέμου. Έτσι είχαν καταφέρει μέχρι τώρα ν’ αντιμετωπίζουν τις προσπάθειες απελευθέρωσης της Κρήτης από ρωμαίικα στρατεύματα και αυτό θα έκαναν στη συνέχεια. Ο Νικηφόρος Φωκάς ήταν γνώστης όλων αυτών, έχοντας μεγάλη εμπειρία στην αντιμετώπιση αραβικών επιδρομών στην Ανατολή με παρόμοιες τακτικές. Το θεωρητικό μέρος αυτής της εμπειρίας θα κατέγραφε αργότερα στο Περί παραδρομής Πολέμου εγχειρίδιό του. Απ’ αυτή την άποψη η εκστρατεία στην Κρήτη ήταν μια αντιστροφή ρόλων αλλά και η επίσημη πρεμιέρα της αντεπίθεσης. Αντιστροφή ρόλων διότι τώρα ο Φωκάς βρισκόταν σε εχθρικό έδαφος και έπρεπε να αντιμετωπίσει τις τακτικές που ο ίδιος εφάρμοζε στη Μικρά Ασία. Η επιτυχία αυτής της επιχείρησης θα ήταν ενδεικτική των ικανοτήτων του, προοίμιο της δράσης του στη Συρία.
Την εποχή εκείνη αμηράς της Κρήτης ήταν ο Abd al-Aziz ibn Schu ‘ab, ο επιλεγόμενος Κουρουπάς17. Αυτός έστειλε έκκληση βοήθειας προς τους ηγέτες του αραβικού κόσμου σε Συρία, Αίγυπτο, Ιφρικίγια, Κόρδοβα. Δυστυχώς γι’ αυτόν η πολιτική κατάσταση των Αράβων, την εποχή εκείνη δεν επέτρεψε την βοήθεια εκ μέρους τους. Οι Ισχιδήδες στην Αίγυπτο πάλευαν να διατηρήσουν την ανεξαρτησία τους από τους Φατιμίδες της Ιφρικίγια (Ifrikiya= Β. Αφρική), που την κατέκτησαν το 969 μ.Χ. Ο σουνίτης Αββασίδης χαλίφης της Βαγδάτης έχει υποκατασταθεί στην άσκηση εξουσίας από τους Μπουΐδες σουλτάνους που βρίσκονταν σε συνεχείς προστριβές με του σιΐτες βεζύρηδες και ο συνολικός μουσουλμανικός πληθυσμός της Ανατολής ήταν σε αναβρασμό λόγω θρησκευτικών διαφορών. Ο Ομμεϋάδης της Κόρδοβας Αβδέραμος Γ’ έστειλε κατασκόπους για να πληροφορηθεί τις εξελίξεις, οι οποίοι έφθασαν αργά, όταν η πολιορκία έβαινε προς την λήξη της. Προσπάθειες αντιπερισπασμού στο σύνορο της Συρίας αντιμετωπίστηκαν με επιτυχία από το στρατό του θέματος των θρακησίων. Ομάδα μαχητών, που έστειλαν οι Ισχιδήδες της Αιγύπτου αργότερα, προδόθηκαν από δύο αυτόμολους και υπέστησαν αιφνιδιαστική επίθεση και συντριπτική ήττα. Μόνη αξιόλογη πηγή αστάθειας στην Ανατολή αποτελεί ο εμίρης του Χαλεπιού Sayf ad-Dawla(=ξίφος της πίστης), ο Χαμβδάς των πηγών, που μαζί με τον αδελφό του Nasir ad-Dawla(=βοηθός της πίστης) συνεχίζουν την δυναστεία των Χαμβδανιδών στη Μοσούλη και το Χαλέπι. Αυτός στην αρχή του καλοκαιριού του 960 μ.Χ. και ενόσω ο Νικηφόρος στρατοπέδευε στην Κρήτη, εισέβαλε στα εδάφη της αυτοκρατορίας, ηγούμενος 30,000 ιππέων18, δηώνοντας τη χώρα μέχρι το Χαρσιανό κάστρο, γειτονικό της Μελιτήνης και βόρεια των Σαμοσάτων. Ο Λέων Φωκάς διαθέτοντας λιγοστές δυνάμεις, καταπονημένες από τις συνεχείς εκστρατείες, προτίμησε να καταλάβει τα στενά του Ταύρου και ν’ αποκόψει τη δίοδο διαφυγής των επιδρομέων. Δεν μπορούσε, βέβαια, να τους αντιμετωπίσει σε μάχη εκ παρατάξεως. Εκεί εμψύχωσε τους μαχητές του, έστησε τις ενέδρες στα στενά περάσματα και ανέμενε την επιστροφή του εχθρού. Πρράγματι, οι Σαρακηνοί φάνηκαν στους πρόποδες του ανατολικοί Ταύρου, κατάφορτοι λάφυρα και αιχμαλώτους. Εισήλθαν στις στενωπούς χωρίς να έχουν αντιληφθεί την παγίδα, παρά μόνο όταν ήταν αργά. Οι Ρωμηοί επέπεσαν σ’ αυτούς και τους αποδεκάτισαν., εκδικούμενοι τις προηγούμενες καταστροφές19 κι ελευθέρωσαν τους αιχμαλώτους. Ο εμίρης του Χαλεπιού μόλις και μετά βίας διέφυγε. Ο Λέων Διάκονος20 αφηγείται, ότι σκόρπισε χρυσά νομίσματα προκειμένου να καθυστερήσει τους διώκτες του. Έτσι, χάρη στην πιστή τήρηση των συμβουλών του «Περί παραδρομής πολέμου» ανταπεξήλθε ο Λέων Φωκάς στην κρισιμότητα της κατάστασης, ανακουφίζοντας τον αδελφό του από τους αντιπερισπασμούς των Αράβων. Η μάχη αυτή στην Κλεισούρα της Ανδρασσού χρονολογείται στις 8 Νοεμβρίου του 960 μ.Χ.
Μετά την επιτυχή απόβαση των δυνάμεών του στην Κρήτη και την πρώτη κατά των Αράβων νίκη, ο Νικηφόρος προέβη σε μια επιτόπου εκτίμηση της οχύρωσης του εχθρού. Πραγματικά η οχύρωση του Χάνδακα ήταν επιβλητική. Για την κατασκευή των τειχών του είχαν χρησιμοποιηθεί οικοδομικά υλικά των ερειπίων της Κνωσσού. Τα ψηλά τείχη είχαν θεμελιωθεί επί απόκρημνου βράχου και περιχαρακωθεί από βαθιά και πλατιά τάφρο. Η συγκολυτική ουσία ήταν πυλός μεμιγμένος με τρίχες αιγός και χοίρου, υλικό που έδινε μεγαλύτερη συνοχή άρα πιο ανθεκτικά. Το πλάτος των τειχών ήταν τόσο, ώστε μπορούσαν να συναντηθούν και να περάσουν δυο άμαξες επ’ αυτών. Για να φανεί πόσο απόρθητη ήταν η πόλη, αρκεί ν’ αναφερθεί, ότι αργότερα οι Οθωμανοί για να την καταλάβουν, την πολιόρκησαν από το 1648 ως το 1669 (σε μια εποχή κατά την οποία η πολιορκητική πρακτική διέθετε πιο εξελιγμένα μέσα απ’ ότι το 960).
Έκρινε, λοιπόν, ο Νικηφόρος, ότι μια έφοδος τη δεδομένη στιγμή θα είχε ως αποτέλεσμα να χυθεί το ρωμαίικο αίμα χωρίς ν’ αποφέρει αποτελέσματα. Αποφάσισε τον άμεσο αποκλεισμό της πόλης από στεριά και θάλασσα και την ταυτόχρονη επικράτηση στο υπόλοιπο του νησιού. Προς αυτήν την κατεύθυνση ενεργώντας, έστησε το στρατόπεδό του πλησίον του Χάνδακα για να επιτηρεί άμεσα τις κινήσεις του αντιπάλου. Ο ισχυρός στόλος απέκλεισε την δια θαλάσσης επικοινωνία, όχι μόνο της πόλης αλλά ολόκληρου του νησιού. Για ν’ αποφεύγουν τις παρενοχλήσεις των πολιορκημένων, τα στρατεύματά του όρυξαν τάφρο και ύψωσαν ξύλινο περιτείχισμα, από ακτή σε ακτή, καθ’ όλη την περίμετρο της πόλης. Έτσι ο αποκλεισμός κατέστη ολοσχερής. Περιτείχισαν το στρατόπεδο, το οποίο απείχε τρία στάδια, κι έσκαψαν τάφρους, ώστε ν’ αποφύγουν αιφνιδιασμό από τους Άραβες, αιτία αποτυχίας προηγούμενων εκστρατειών. Τμήματα του στρατού διέτρεχαν την Κρήτη, καταλύοντας την μουσουλμανική κυριαρχία κι ενισχύοντας το χριστιανικό στοιχείο. Οι οδηγίες του αρχιστράτηγου Νικηφόρου για την διενέργεια των επιχειρήσεων ήταν ακριβείς, κι έδιναν βαρύτητα στην ασφάλεια των στρατιωτών. Όσες φορές αυτές καταστρατηγήθηκαν το αποτέλεσμα ήταν η ήττα, όπως στην περίπτωση του Νικηφόρου Παστιλά. Αυτός διατάχθηκε να εκτελέσει αναγνωριστικές επιχειρήσεις μαζί με τάγμα Βαράγγων μισθοφόρων. Ο Φωκάς τον συμβούλευσε να βρίσκεται σε εγρήγορση για να μην εκτεθεί σε αιφνιδιασμό. Παρακούοντας ο Παστιλάς και οι σύντροφοί του, έπεσαν σε αμεριμνία κι εξαιτίας του πλούτου που βρήκαν, σε μέθη και καλοπέραση. Σ’ αυτήν την κατάσταση τους επιτέθηκαν Αγαρηνοί που καιροφυλακτούσαν και τους πετσόκοψαν. Αυτό ήταν μια υπενθύμηση στο στρατό του Νικηφόρου, ότι η πολιορκία δεν είχε τελειώσει κι έπρεπε να αγρυπνούν κάθε στιγμή.
Γνώστης του ψυχολογικού πολέμου ο Νικηφόρος, εφάρμοσε κάθε πρόσφορο μέτρο για να σπάσει το ηθικό των πολιορκούμενων, που ήδη υπέφεραν από λιμό. Αναφέραμε προηγουμένως, ότι είχε σταλεί άγημα από την Αίγυπτο προς επικουρία των ομοθρήσκων τους. Αυτοί αντιμετωπίστηκαν επιτυχώς από το ρωμαίικο στρατό. Η καταστροφή του αγήματος αυτού προκάλεσε αρνητική εντύπωση στους πολιορκημένους. Δεν ήταν μόνο ο κλονισμός του ηθικού ο σκοπός. Ενδεχομένως ήθελε να προκαλέσει και λοιμό μέσα στην πόλη μειώνοντας ακόμα περισσότερο την άμυνά της. Βομβάρδιζαν την πόλη νυχθημερόν, κυρίως τα τείχη, για να προκαλέσουν κάποιο ρήγμα, από το οποίο θα μπορούσαν να εισέλθουν. Παράλληλα συνεργεία σκαπανέων διάνοιγαν σήραγγες κάτω από τα τείχη, για να τα υπονομεύσουν. Και ενώ η τειχοδομία ήταν πάνω σε βράχο, σε κάποια σημεία κάτω από την πέτρα υπήρχαν ψαμμολιθικά στρώματα, καθιστώντας εφικτή την επιχείρηση.
Με τέτοιες ενέργειες και στρατιωτικά γυμνάσια συνεχιζόταν η πολιορκία του Χάνδακα όλο το χειμώνα του 960-1, ο οποίος σημειωτέον ήταν αρκετά βαρύς. Προκάλεσε σιτοδεία στην Ανατολή και έγινε αισθητή από τους πολιορκητές. Από την έλλειψη των αναγκαίων ταλαιπωρήθηκαν τα στρατεύματα και χρειάστηκε όλο το κύρος του Φωκά για την διατήρηση της συνοχής του στρατοπέδου και της συνέχισης της εκστρατείας. Για την αντιμετώπιση της δύσκολης κατάστασης ο παρακοιμώμενος Ιωσήφ προέβη σε τεράστιες αγορές σιταριού, του οποίου η τιμή είχε ανέβη σε ένα χρυσό νόμισμα οι τέσσερις μόδιοι. Μέρος των προμηθειών πωλούσε μισοτιμής, για να χτυπήσει το μονοπώλιο των μεταπρατών και ν’ ανακουφίσει την πείνα των κατοίκων της πρωτεύουσας. Το υπόλοιπο σιτάρι έστειλε με εφοδιοπομπές στο στρατόπεδο της Κρήτης.
Την περίοδο αυτή επιχειρήθηκε έξοδος των πολιορκημένων. Χίλιοι πεντακόσιοι ιππείς και τριανταέξι χιλιάδες πεζοί, αφού πίστεψαν τις υποσχέσεις του εμίρη τους για τις ηδονές που επιφυλάσσει ο μουσουλμανικός παράδεισος στους πολεμιστές, με ξυρισμένο κεφάλι κατά την παράδοσή τους, εφόρμησαν εναντίον των Ρωμηών, σε μια ύστατη προσπάθεια για τη λύση της πολιορκίας. Ο αρχιστράτηγος Νικηφόρος, άριστος γνώστης της βυζαντινής πολεμικής τέχνης, είχε εγκατασπείρει κατασκόπους μέσα στο Χάνδακα. Απ’ αυτούς πληροφορήθηκε τα σχέδια για την εξόρμηση και ετοίμασε την υποδοχή. Σχεδίασε εικονική υποχώρηση κι έστησε τέσσερις ενέδρες, ώστε όταν επιτέθηκαν οι Σαρακηνοί έπεσαν στην παγίδα χωρίς να υποψιαστούν τίποτα. Η μάχη υπήρξε λυσσαλέα και η απελπισία των επιτιθεμένων σε συνδυασμό με το θρησκευτικό τους μένος τους οδήγησε σε σκληρό αγώνα. Η στρατηγική του Νικηφόρου αποδείχθηκε ανώτερη και όταν η παγίδα έκλεισε γύρω τους αποκόπηκαν από την οδό διαφυγής τους και υπέστησαν αναρίθμητες απώλειες. Σαν άλλος Ξέρξης ο Κουρούπης παρακολουθούσε την εξέλιξη της μάχης αφ’ υψηλού πύργου και εξοργισμένος για την αποτυχία έκλεισε τις πύλες της πόλης για ν’ αναγκάσει τους μαχητές του σε απεγνωσμένο αγώνα. Απέδειξε το ψεύδος των λόγων του. Επτά επιθέσεις επιχείρησαν οι Άραβες αυξάνοντας τις απώλειές τους. Στο τέλος, αφού πείσθηκε για το μάταιο του εγχειρήματος, άνοιξε τις πύλες για να σωθεί από την πανωλεθρία και από φόβο μη μείνει μόνος του μέσα στην πόλη.
Με το τέλος του χειμώνα, ο Δομέστικος Νικηφόρος αποφάσισε να πραγματοποιήσει την τελική έφοδο. Με στρατιωτικά γυμνάσια είχε κρατήσει τους μαχητές του ετοιμοπόλεμους. Είχε υπονομεύσει τα τείχη με σήραγγες, τις οποίες είχε υποστηλώσει, ώστε να κρατήσουν μέχρι την κατάλληλη στιγμή και τις είχε γεμίσει φρύγανα και ξερόκλαδα, στα οποία θα έβαζε φωτιά ώστε με το κάψιμο των υποστυλωμάτων να καταπέσουν συμπαρασύροντας τα υπερκείμενα τείχη. Είχε αδυνατήσει την αντοχή της οχύρωσης με συνεχείς βολές από τους καταπέλτες και τις βαλλίστρες και απέμεναν τα χτυπήματα των πολιορκητικών κριών, για να ολοκληρώσουν το έργο τους. Είχε εξασθενήσει την αντοχή και το ηθικό των αμυνόμενων με το στενό αποκλεισμό και τον πόλεμο νεύρων. Είχε μειώσει αισθητά τον αριθμό τους κατά την απόκρουση της εξόδου τους. Είχε κάνει ότι ήταν ανθρωπίνως δυνατόν να γίνει για να προετοιμάσει την τελική έφοδο, της οποίας η επιτυχής έκβαση ήταν πια στα χέρια του Θεού. Ορίσθηκε, λοιπό, η 7η Μαρτίου ως ημέρα της τελικής επίθεσης. Από νωρίς το πρωί οι ιερείς του στρατοπέδου τέλεσαν ιερό συλλείτουργο. Οι στρατιώτες εξομολογήθηκαν όλοι και κοινώνησαν των Αχράντων Μυστηρίων. Προετοίμασαν έτσι τον εαυτό τους για την μεγάλη προσπάθεια. Στη συνέχεια συγκεντρώθηκαν κατά τάγματα μπροστά στον αρχιστράτηγο και άκουσαν από τα χείλη του λόγια που τους εμψύχωσαν. Ως κατακλείδα των λόγων του απεύθυνε δέηση προς την προστάτιδα των Χριστιανών Θεοτόκο, την οποία παρακαλούσε να συνδράμει ως υπέρμαχος την προσπάθειά τους. Στην συνέχεια παράταξε τις μοίρες τους σε τετραγωνική παράταξη και πυκνή φάλαγγα, παιάνισε τις σάλπιγγες, κροτάλισε τα τύμπανα κι έφερε το στρατό μπροστά στα τείχη. Τότε εκτυλίχθηκε ένα επεισόδιο μπροστά στα έκπληκτα μάτια των στρατιωτών. Από τις επάλξεις του κάστρου ξεπρόβαλε μια Σαρακηνή, γριά φαρμακεύτρια, η οποία εξασκούσε απόκρυφες τέχνες της θρησκείας της. Αυτή με άσεμνες χειρονομίες και κατάρες προσπαθούσε να επισύρει την επήρεια των δαιμόνων εναντίον των Ρωμηών. Δεν χρειάσθηκε περισσότερο από μια εύστοχη βολή ενός ευσεβούς τοξότη για να σταματήσει τις βλασφημίες της και να την κρημνίσει στο βάθος της τάφρου.
Με την πτώση της μάγισσας δόθηκε και το σήμα της επίθεσης. Μετά την προπαρασκευή των πετροβόλων μηχανημάτων ήρθε η ώρα των κριών να δονήσουν τα τείχη, την στιγμή που στις σήραγγες πυροτεχνουργοί έβαζαν φωτιά στα υποστυλώματα. Με την καύση τους το έδαφος έπαθε καθίζηση παρασύροντας στην πτώση του δύο επάλξεις του κεντρικού τείχους. Αμέσως βοή χαράς ακούστηκε από το στόμα των Ρωμηών, που εφόρμησαν προς το γκρεμισμένο τμήμα του τείχους με αλαλαγμούς. Επική μάχη δόθηκε στο άνοιγμα, καθώς οι πολιορκημένοι προσπαθούσαν μάταια να εμποδίσουν την είσοδό τους στην πόλη. Γρήγορα η αντίστασή τους κάμφθηκε και τράπηκαν σε φυγή. Τότε η έφοδος μετατράπηκε σε διάσπαρτες οδομαχίες. Οι εισβολείς αργά αλλά συστηματικά εκκαθάρισαν την πόλη από τις εστίες αντίστασης και θα εξελισσόταν σε σφαγή, αν ο ίδιος ο Νικηφόρος δεν συγκρατούσε τους στρατιώτες του, αποτρέποντας αυτό το ενδεχόμενο. Όσοι πειρατές επέζησαν, αιχμαλωτίστηκαν. Μεταξύ αυτών ο Κουρούπης και ο γιος του Ανεμάς21. Επίσης συνελήφθει το σύνολο του μουσουλμανικού πληθυσμού του κάστρου. Μετά από 137 χρόνια οι επήλυδες της Συρίας θα επέστρεφαν στην πατρίδα τους. Πρώτα οι ρωμαλαιότεροι απ’ αυτούς θα κοσμούσαν τον θρίαμβο του Δομέστικου στον ιππόδρομο της Κωνσταντινούπολης. Στη συνέχεια, μέσα από τις διαδικασίες που είχαν καθορισθεί από τη μακροχρόνια αντιπαράθεση, θα γινόταν η ανταλλαγή τους με Χριστιανούς, αιχμαλώτους των Αράβων. Μερικοί υποστηρίζουν, ότι οι μουσουλμάνοι που συνελήφθησαν, πουλήθηκαν ως σκλάβοι. Νομίζω, όμως, ότι με μια προσεκτική ανάγνωση των πηγών, ειδικά της αφήγησης του Καμινιάτη, όπου βλέπουμε την αναλογία Χριστιανών-Μουσουλμάνων που ανταλλάσσονταν να γέρνει υπέρ των δευτέρων με διαφορά, κάτι τέτοιο θα ήταν ανεπίτρεπτη πολυτέλεια. Διαφωτιστική επί του θέματος η διπλωματική επιστολή του Οικουμενικού Πατριάρχη Νικολάου Α’ Μυστικού, την οποία έστειλε στις αρχές της δεύτερης δεκαετίας του Ι’ αιώνα, είτε στον εμίρη της Κρήτης, όπως επιγραφόταν, είτε στον Χαλίφη Al Nuqtadir21-1 . Συμπληρωματικά για το θέμα ανταλλαγής αιχμαλώτων, να θυμίσουμε την πρεσβεία του Λέοντα Χοιροσφάκτη στη Βαγδάτη το 904-5 που έφθασε σε αίσιο τέλος μετά διετείς προσπάθειες21-2.
Στο νησί ο Νικηφόρος Φωκάς ξεκίνησε τις διαδικασίες ανασυγκρότησης. Αποκατέστησε τη Ρωμαίικη διοίκηση, πολιτική και εκκλησιαστική. Για την πραγμάτωση του δεύτερου στόχου κατέβαλε ιδιαίτερες προσπάθειες. Κάλεσε από το Άγιο Όρος τον πνευματικό του πατέρα Αγ. Αθανάσιο τον Αθωνίτη. Επίσης κατέφθασε στο νησί και ο Αγ. Νίκων ο Μετανοείτε, σε μια προσπάθεια ανάτασης του χριστιανικού στοιχείου. Ο «επανευαγγελισμός» του νησιού είναι σημείο αντιλεγόμενο. Γνωρίζουμε ότι μουσουλμάνοι επήλυδες είχαν εγκατασταθεί στο νησί κατά τη μακρά διάρκεια της αραβικής κατοχής και οπωσδήποτε υπήρξαν βίαιοι εξισλαμισμοί. Υπήρξαν, όμως και περιοχές τις οποίες δεν κατάφερε ν’ αγγίξει η αραβική διοίκηση, πολύ δε περισσότερο να εισδύσει ο Μωαμεθανισμός. Συνεπώς ο λεγόμενος «εκχριστιανισμός» της νήσου είχε να κάνει κυρίως με την αποκατάσταση της εκκλησιαστικής οργάνωσης, την οποία είχαν εξαλείψει οι κατακτητές – μαρτύριο Κυρίλλου επισκόπου Γορτύνης – και την υπαγωγή των κατοίκων στην έννομη τάξη της αυτοκρατορίας22, την οποία είχαν ξεχάσει μετά από 137 χρόνια αναρχίας. Δευτερευόντως, με εκχριστιανισμό των αποίκων που είχαν έρθει από διάφορα μέρη του αραβικού κόσμου κι επιθυμούσαν να παραμείνουν ως κάτοικοι, πλέον, του πιο οργανωμένου κράτους της εποχής. Για το σκοπό αυτό συνόδευαν την αποστολή, εκτός των ιερέων και επίσκοποι. Μισό αιώνα μετά, ο Αγ. Ιωάννης ο Ξένος θ’ αναβίωνε τον μοναχισμό στην Κρήτη.
Ως κατακλείδα, ν’ αναφέρουμε πως η διοίκηση της Κωνσταντινούπολης εξέδωσε ως προληπτικό μέτρο απαγόρευση στην εξαγωγή ξυλείας προς τους Άραβες. Την οδηγία αυτή δεν ακολούθησε η Βενετία, αν και τυπικά, τουλάχιστον, την εποχή εκείνη υπαγόταν στην Αυτοκρατορία21-2. Το ξύλο, απαραίτητο για την κατασκευή πλοίων, θεωρείτο εκτός από εμπορεύσιμο προϊόν, υλικό στρατηγικής σημασίας. Άλλη μια ενδιαφέρουσα πληροφορία συναντούμε στον Βίο του Οσίου Νείλου της Καλαβρίας. Εκεί βλέπουμε τον όσιο να συνομιλεί με τον στρατηγό Βασίλειο (Βοϊωάννη κατά Αμάντο) και να μαθαίνει, ότι το ένδυμα από «τριχών καμήλου» (Ματθ. γ’.4) του Αγίου Ιωάννη του Βαπτιστή το έχει αποκτήσει ο Νικηφόρος Φωκάς από κάποιον πρεσβύτερο κατά τη διάρκεια της κρητικής εκστρατείας22-2.
ΤΟ ΜΕΤΩΠΟ ΣΤΗ ΜΙΚΡΑ ΑΣΙΑ
Ο Νικηφόρος Φωκάς δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει την οργάνωση των περιοχών που είχε απελευθερώσει. Κλήθηκε εσπευσμένα στην Κωνσταντινούπολη για ν’ αναλάβει δράση στο ανατολικό σύνορο. Στην Πόλη ο νικητής της κρητικής εκστρατείας τέλεσε εντυπωσιακό θρίαμβο. Οι κάτοικοι εντυπωσιάστηκαν από το πλήθος των λαφύρων και των αιχμαλώτων και τον ανακήρυξαν ήρωα, ενώ ο Ρωμανός Β’ του απένειμε τα διάσημα του αξιώματος του Δομέστικου των Σχολών της Ανατολής. Στη συνέχεια αναχώρησε για το ανατολικό μέτωπο. Δεν ήθελε να δώσει χρόνο στον Χαμβδά να συνέλθει από την πανωλεθρία που υπέστη στην κλεισούρα της Ανδρασσού. Η φήμη του προηγήθηκε της άφιξής του. Στις περιοχές των Σαρακηνών ο τρόμος απλώθηκε σαν επιδημία.
Μέχρι το τέλος του 961 μ.Χ. ο Νικηφόρος επιδόθηκε στην ανασύνταξη των ανατολιών στρατευμάτων. Σ’ αυτά εντάχθηκαν και τμήματα του στρατού της Κρήτης. Με την έναρξη του 962 μ.Χ. κατευθύνθηκε στην Κιλικία οδηγώντας πολυάριθμο στράτευμα. Πέρασε τις Κιλίκιες Πύλες (κλεισούρες και στενώματα της οροσειράς του Ταύρου καταλαμβάνοντας διαβάσεις και συνοριακά φυλάκια. Από κει οι Ρωμηοί ξεχύθηκαν στην πεδιάδα της Κιλικίας. Οι Σαρακηνοί δεν μπορούσαν ν’ αντιπαρατεθούν σε τόσο πλήθος αντιπάλων, ειδικά σε πεδινό έδαφος, γι’ αυτό κλείσθηκαν στις οχυρωμένες πόλεις τους. Το σύμπλεγμα αυτό των οχυρώσεων αποτελούσε την αμυντική γραμμή των Αράβων στα σύνορα με την αυτοκρατορία. Ήλκαν την κατασκευή τους από την εποχή που ανήκαν στους Ρωμηούς και οι μουσουλμάνοι, μετά τις κατακτήσεις τους φρόντισαν να τις συντηρήσουν και να τις ενισχύσουν. Δυστυχώς δεν έχουμε πολλές πληροφορίες για την εκστρατεία αυτή από τους χρονογράφους της εποχής. Υπήρξε πραγματικά κεραυνοβόλα. Κατά τον Αβουλφαράγιο (Άραβα ιστορικό) καταλήφθηκαν 55 φρούρια και πόλεις σε διάστημα 22 ημερών. Κατά τον Λέοντα Διάκονο ο παραπάνω αριθμός ανέρχεται σε 60 πόλεις22. Κάποιες απ’ αυτές καταλήφθηκαν με έφοδο και κάποιες παραδόθηκαν μετά το σφυροκόπημα των πολιορκητικών μηχανών. Στη συνέχεια προχώρησε προς την Ανάζαρβο. Καθ’ οδόν δέχθηκε την επίθεση του εμίρη της Ταρσού Ibn Alzayyat. Αυτός είχε αποτινάξει την επικυριαρχία του Sayf ad-Dawla μετά την ήττα του δευτέρου, και μ’ αυτήν την ενέργεια ήθελε να δείξει, ότι πρωτοστατεί στον αγώνα κατά της Χριστιανοσύνης και ν’ ανεβάσει τη δημοτικότητά του. Ευσεβής πόθος που δεν ευοδώθηκε. Γύρισε στην Ταρσό κατισχυμένος, έχοντας αφήσει στο πεδίο της μάχης 5,000 από τους άνδρες του.
Μετά από αυτή την νίκη του ο Νικηφόρος διέταξε, την 25η Φεβρουαρίου, αναστολή των επιχειρήσεων. Άφησε το στρατό στην Κιλικία και μετέβη στην Καισάρεια της Καππαδοκίας για να περάσει την Αγία και Μεγάλη Τεσσαρακοστή. Το Πάσχα της χρονιάς εκείνης εορτάστηκε στις 30 Μαρτίου. Ακολούθησε ζεστό καλοκαίρι, ανασταλτικός παράγοντας των επιχειρήσεων. Αυτές ξεκίνησαν πάλι με την αρχή του φθινοπώρου. Ενίσχυσε το στρατό του με χιλιάδες ιππείς και σκαπανείς, ειδικευμένους στην πολιορκία οχυρωμένων πόλεων. Πρώτος στόχος του ήταν η Ανάζαρβος. Η ευκολία με την οποία παραδόθηκε, εξέπληξε και τον ίδιο το Νικηφόρο. Η πολυάριθμη φρουρά της οχυρωμένη πίσω από ισχυρά τείχη, παρέλυσε στη θέα των Ρωμηών και στο άκουσμα του ονόματος του Ελ Νικφούρ (αραβική απόδοση του ονόματος του Νικηφόρου Φωκά). Λόγω της άμεσης παράδοσης της πόλης ο Δομέστικος εγγυήθηκε την ασφάλεια των κατοίκων της και τους επέτρεψε να φύγουν και να πάρουν μαζί τους την κινητή περιουσία τους. Όλοι οι κάτοικοι κατέφυγαν στην Ταρσό. Τα τείχη της Ταρσού ισοπεδώθηκαν. Εγκαταστάθηκε ρωμαίικη φρουρά σ’ αυτήν καθώς και σ’ όλες τις ακροπόλεις της δυτικής Κιλικίας και του όρους Αμανού.
Ο Ibn Alzayyat αυτοκτόνησε μετά τη συντριβή του από το Νικηφόρο. Προς το παρόν ούτε η Ταρσός ούτε η Μομψουεστία αποτελούσαν πρόβλημα για το ρωμαίηκο στρατό. Γι’ αυτό ο Νικηφόρος κατευθύνθηκε προς το όρος Αμάνος (σημερινό Γκιαούρ Νταγ), ώστε να εξασφαλίσει τη δίοδο προς Χαλέπι και Συρία. Ο στρατός εισήλθε από τις Αμανίδες Πύλες (είσοδος της Κιλικίας) και εξήλθε από τις Σύριες Πύλες (έξοδος Συρίας), αφού κατέλαβε τα ενδιάμεσα φρούρια και την Αλεξανδρέττα (Ισκαντερούμ). Ο Sayf ad-Dawla έστειλε δύναμη 4,000 ιππέων να παρενοχλεί τους εισβολείς, και ο ίδιος οχυρώθηκε στην πρωτεύουσά του το Χαλέπι. Οι Ρωμηοί εκπόρθησαν τις πόλεις της επικράτειας, την μια μετά την άλλη. Γερμανικεία, Δολίχη, Ιεράπολη, Βαμβύκη κι έφθασαν μέχρι τον Ευφράτη. Σύντομα βρέθηκαν κάτω από τα τείχη του Χαλεπιού (αρχαία Βέροια).
Ο εμίρης είχε συντονίσει προσωπικά τις εργασίες και είχε προπαρασκευάσει την πόλη για ν’ αντιτάξει σθεναρή άμυνα. Όπως είπαμε είχε στείλει 4,000 ιππείς να παρακολουθούν και να παρενοχλούν τον Νικηφόρο. Ο πολυμήχανος στρατηγός κινήθηκε βορειοανατολικά μέχρι τη Δολίχη, υποκρινόμενος υποχώρηση, με τον Ναζδά και τους Άραβες να τον ακολουθούν. Πίσω από τα υψώματα της Δολίχης και καλυπτόμενος απ’ αυτά, διέγραψε ημικυκλική πορεία κι επανήλθε στην προηγούμενη προς Νότο πορεία του. Ο Ναζδάς έχασε τα ίχνη του και συνέχισε ευθεία, αναζητώντας τον, μάταια. Έτσι, με το ευφυές αυτό στρατήγημα, αποπροσανατόλισε την υπολογίσιμη δύναμη του εχθρού κι ανακούφισε τα νώτα του. Το Χαλέπι στερήθηκε τη μόνη εξωτερική βοήθεια που μπορούσε να περιμένει, κι έστεκε απομονωμένο στην προέλαση των Ρωμηών. Η είδηση της άφιξης του αυτοκρατορικού στρατού έφθασε στην πόλη με Άραβες νομάδες. Σε μια ύστατη προσπάθεια, ο εμίρης προσπάθησε ν’ ανακόψει την πορεία του στον Χάλο ποταμό, ανεπιτυχώς. Οι Ρωμηοί διαπεραιώθηκαν από στενό και αβαθές πέρασμα με αρχηγό τον Ιωάννη Τσιμισκή και πλαγιοκόπησαν τους Άραβες, τους οποίους έτρεψαν σε φυγή. Ακολούθησε καταδίωξη και σφαγή. Ο Sayf ad-Dawla δεν κατάφερε να επιστρέψει στο Χαλέπι, διότι ο δρόμος ήταν κλειστός. Στράφηκε ανατολικά προς τον Ευφράτη κυνηγημένος από το αυτοκρατορικό ιππικό. Στη δύσκολη αυτή περίσταση, τον έσωσε η ταχύτητα του περίφημου αραβικού αλόγου του. Οι διώκτες του τον έχασαν μετά τη διέλευση από το χωριό Σαβίν. Έφθασε στην οχυρή πόλη Χαλκίδα κι εκεί σώθηκε.
Η πρωτεύουσά του βρισκόταν στη διάθεση του Νικηφόρου. Η πόλη λεηλατήθηκε. Το λαμπρό ανάκτορο του εμίρη πυρπολήθηκε. Πλούσια λάφηραν έπεσαν στα χέρια των Ρωμηών. Η άλωση του Χαλεπιού έγινε την Τρίτη 23 Δεκεμβρίου 962 μ.Χ. Η ακρόπολη παρέμενε απόρθητη στη ΒΑ πλευρά πάνω σε απότομο βράχο. Σε μια προσπάθεια κατάληψής της σκοτώθηκε ο ανηψιός του Νικηφόρου, Θεόδωρος. Η αντίστασή της κάμφθηκε τελικά τον Φεβρουάριο του 96323. Τα αποτελέσματα της εκστρατείας του 962 μ.Χ. ήταν θετικά για το Βυζάντιο/Ρωμανία. Καταλήφθηκε ολόκληρη η Κιλικία, οι διαβάσεις του Αμάνου και σημαντικές πόλεις και φρούρια δυτικά του Ευφράτη. Πλήθος από λάφυρα περιήλθαν στα χέρια των Ρωμηών, χιλιάδες Χριστιανοί δούλοι ελευθερώθηκαν. Κατά την επιστροφή επίμηκες καραβάνι μετέφερε τη συγκομιδή αυτή και φρουρές εγκαταστάθηκαν στα φρούρια, ώστε να παραμείνει ανοιχτός ο δρόμος για τις επόμενες εκστρατείες.
Ο αυτοκράτορας Ρωμανός Β’ πέθανε την 15η Μαρτίου 963. Η είδηση έφτασε στον Νικηφόρο λίγο έξω από την Καισάρεια. Επέστρεψα στην Βασιλεύουσα κι έδωσε όρκο πίστης στα παιδιά του θανόντος, Βασίλειο και Κωνσταντίνο, ενώπιον της συγκλήτου. Γεγονότα, όμως που ξέφυγαν τον έλεγχό του, πολύ δε περισσότερο αντέκειντο στην επιθυμία του, τον οδήγησαν στον θρόνο. Ανακηρύχθηκε αυτοκράτορας από τα στρατεύματά του στις 3 Ιουλίου του 963. Έλαβε το στέμμα από τον Πατριάρχη Πολύευκτο την Κυριακή 16 Αυγούστου του ίδιου έτους και στις 20 Σεπτεμβρίου νυμφεύθηκε την χήρα του εκλιπόντος Θεοφανώ. Τα γεγονότα αυτά έδωσαν τον χρόνο στους Άραβες, να συσπειρωθούν μετά την πανωλεθρία τους, και ν’ ανασυνταχθούν. Ο Sayf ad-Dawla επέστρψε στο Χαλέπι και ξεκίνησε εργασίες ανοικοδόμησης, πρωτίστως των τειχών και λοιπών οχυρώσεων. Στην Ταρσό τον εμίρη Καραμούντη (Ibn al- Zayyat) αντικατέστησε ο Ρασίκ Νασιμής, ενώ στη Δαμασκό εξακολουθούσε να κυβερνά ο Nassir ad-Dawla. Αυτοί οι τρεις εμίρηδες, επωφελούμενοι των περιστατικών που διαδραματίζονταν στην Κωνσταντινούπολη, προσπαθούσαν ν’ αναιρέσουν όσα είχε πετύχει την προηγούμενη χρονιά ο Νικηφόρος. Αντίπαλό τους είχαν έναν επίσης ανδρείο στρατηγό των Ρωμηών, τον Ιωάννη Τσιμισκή. Αυτός κατάφερε να κρατήσει ανοικτές τις ορεινές διαβάσεις, ν’ αποκρούσει τις αραβικές επιθέσεις και να πολιορκήσει την Μοψουεστία. Δεν κατάφερε να την αλώσει. Σε μια άλλη περίπτωση συνέτριψε τις ενωμένες δυνάμεις 15,000 Σαρακηνών, αφού τους έστησε ενέδρα και τους περικύκλωσε24. Τον μήνα Σεπτέμβριο επιχείρησε επίθεση κατά των Αδάνων, η οποία έμεινε ανολοκλήρωτη.
Ο Νικηφόρος επέστρεψε στο θέατρο των επιχειρήσεων το καλοκαίρι του 964 μ.Χ., αποφασισμένος να πετύχει πιο μόνιμα αποτελέσματα. Οι Άραβες, που είχαν επανεποικίσει τα εδάφη δυτικά του Ευφράτη μετά την αποχώρησή του, τώρα έπρεπε να εκδιωχθούν οριστικά. Η καταστροφή που είχε προκαλέσει στις σοδείες του προηγούμενου χρόνου, είχαν σαν αποτέλεσμα λιμό την χρονιά εκείνη στην περιοχή. Οι πόλεις ήταν φανερά αδυνατισμένες, αλλά στην Ταρσό υπήρχε ισχυρή αντίσταση και αφθονία αγαθών. Ενώθηκε με τις δυνάμεις του τσιμισκή τον Ιούλιο. Ο Λέων Διάκονος αναφέρει, ότι στην εκστρατεία αυτή ο Νικηφόρος στρατοπέδευσε πρώτα πλησίον της Ταρσού. Αδυνατώντας να την καταλάβει εξ εφόδου και μη θέλοντας να χρονοτριβεί, στράφηκε σε πιο εύκολους στόχους. Εκπόρθησε τα Άδανα, την Ανάζαρβο, (πιθανόν πρόκειτε για πόλεις στις οποίες είχαν επιστρέψει οι κάτοικοι) και άλλα είκοσι φρούρια. Ο Σκυλίτζης αναφέρει την Ρωσσό, λιμάνι κοντά στην Αλεξανδρέττα25, ενώ ο Λέων Διάκονος αναφέρει, ότι η άλωση της Μοψουεστίας έγινε στην εκστρατεία αυτή26. Ακολουθούμε την άποψη των περισσοτέρων ιστορικών στο θέμα, γι’ αυτό θα γράψουμε γι’ αυτήν την άλωση στην εκστρατεία του 965 μ.Χ. Πραγματοποίησε επιδρομές και στην Συρία μέχρι τη Έδεσσα, οι οποίες πολύ πιθανό να ήταν πρώτες αναγνωριστικές επιχειρήσεις. Ο χειμώνας πλησίαζε και οι δύο πόλεις Ταρσό και Μοψουεστία άντεχαν. Το μέλλον τους προβλεπόταν δυσοίωνο, διότι ο στρατός των Ρωμηών είχε καταστρέψει ολοσχερώς τις γύρω αγροτικές περιοχές. Η πτώση τους ήταν θέμα χρόνου. Θα μπορούσε να είχε επιταχύνει τις εξελίξεις ο Φωκάς με συνεχείς εφόδους μέχρι την πτώση τους. Δεν το επιχείρησε φειδόμενος τους στρατιώτες του. Προτίμησε να περιμένει. Άφησε δυνάμεις να επιτηρούν τις δύο πόλεις και απέστειλε το μεγαλύτερο μέρος του στρατού να ξεχειμωνιάσει στην πατρίδα. Ο ίδιος πήγε στην Καισάρεια για τα Χριστούγεννα. Εκεί τον περίμενε η Θεοφανώ με τα παιδιά της.
Με την αλλαγή του έτους η Κύπρος επανέρχεται στην εξουσία του αυτοκράτορα, με τις ενέργειες του Νικήτα Χαλκούτζη και τη συνδρομή του στόλου. Η Κύπρος τελούσε υπό ιδιόρρυθμο νομικό καθεστώς από το 688 μ.Χ., το οποίο η Αικ. Χριστοφιλοπούλου ερμηνεύει ως καθεστώς συμπεφωνημένης ουδετερότητας27. Μετά την υπαγωγή του στη Βυζαντινή διοίκηση το 965, παρέμεινε υπό την προστασία του αυτοκράτορα μέχρι το 1191 μ.Χ., χρονιά κατάκτησής της από τον Ριχάρδο Λεοντόκαρδο.
Το Μάρτιο του 965 ξεκίνησε η νέα εκστρατεία κατά της επικράτειας του εμίρη Sayf ad-Dawla. Ο Νικηφόρος ηγείτο μεγάλης στρατιάς. Ο Λέων Διάκονος και οι Άραβες ιστορικοί αναφέρουν 400,000 άνδρες, αριθμό υπερβολικό. Όσοι χρονογράφοι δέχονται ότι η Μοψουεστία έπεσε στην αποστολή του 965 μ.Χ. δίνουν την παρακάτω πληροφορία. Ο Νικηφόρος μόλις εισήλθε στην Κιλικία, διαίρεσε τον στρατό του σε δύο τμήματα. Στο πρώτο άφησε επικεφαλή τον αδελφό του Λέοντα, να ελέγχει την κατάσταση στην Ταρσό. Ο ίδιος επικεφαλής του δεύτερου τμήματος, βάδισε κατά της Μοψουεστίας, την πολιόρκησε στενά, με τον Λέοντα να εμποδίζει κάθε αποστολή βοήθειας προς αυτήν, εκ μέρους της Ταρσού. Τον καιρό αυτό ο Δομέστικος δέχθηκε πρεσβεία, που σκοπός της ήταν η διαπραγμάτευση των όρων παράδοσης των δυο πόλεων. Ο Νικηφόρος γνώριζε από την πείρα του, από όσα είχε δει στις συνεχείς εκστρατείες, ότι αυτοί που παραδίνονταν τη δεδομένη στιγμή, την επομένη θα προσπαθούσαν πάλι να του δημιουργήσουν προσκόμματα. Το είχε δει να γίνεται στο Χαλέπι στην Ανάζαρβο, στα Άδανα. Κάθε χρόνο πολιορκούσε τις ίδιες πόλεις, τα ίδια φρούρια, και όταν επέστραφε στην αυτοκρατορία, όσοι παραδόθηκαν επανέρχονταν, ύψωναν τείχη, οργάνωναν άμυνα, γενικά τον καθυστερούσαν, με το να επαναλαμβάνει τις ίδιες επιχειρήσεις. Δεν σκόπευε να κάνει το ίδιο λάθος και μ’ αυτές τις πόλεις, διότι ήταν ισχυρές και είχαν αντέξει την πολιορκία γι’ αρκετό διάστημα. Το να τις κατακτήσει και να τις εγκαταλείψει στους Άραβες θα ήταν σφάλμα ολέθριο, και θα του κόστιζε χρόνο, χρήμα, ζωές. Γι’ αυτό απαίτησε άνευ όρων παράδοση. Χαρακτηριστική είναι η απόκρισή του στους πρέσβεις των Αράβων: «Υμεις τε και οι υμέτεροι, είσθε ως ο όφις. Εν ώρα ψύχους και παγετού το ιοβόλον ερπετόν κείται εκτάδην άκαμπτον και άψυχον· δύναταί τις υπολαβείν αυτό νεκρόν. Αλλά άμα ως ελεήμων, διαβάτης αναλάβη αυτό εν τοις κόλποις και επιμεληθή και αναθερμάνη, αυθωρεί δάκνη αυτόν θανασίμως»28.
Τότε οι κάτοικοι των δυο πόλεων αποφάσισαν ν’ αντισταθούν σθεναρά. Την πόλη της Μοψουεστίας διασχίζει ο ποταμός Σάρος (Πύραμος κατά Λέοντα) και τη χωρίζει σε δύο μέρη. Επιθεωρώντας τα τείχη και τους πύργους της πόλης ο Νικηφόρος, διαπίστωσε, ότι στην πλευρά που ο ποταμός εξέρχεται, το υπέδαφος ήταν πιο σαθρό (ίσως να είχε δημιουργηθεί από τις προσχώσεις του ποταμού κι εκεί πάνω να είχε κτισθεί τείχος. Διέταξε τους σκαπανείς ν’ ανοίξουν σήραγγες που οδηγούσαν στους παρακείμενους πύργους και το ενδιάμεσο τείχος. Έδωσε ιδιαίτερη οδηγία, το χώμα από τις εκσκαφές να διοχετεύεται μέσα στο ποτάμι για να μην αντιληφθούν κάτι οι πολιορκημένοι. Με εντατική εργασία κατάφεραν οι σκαπανείς να υπονομεύσουν τα θεμέλια των πύργων, να στήσουν υποστυλώματα και να γεμίσουν τις σήραγγες με εύφλεκτο υλικό μέσα σ’ ένα βράδυ. Από νωρίς ο Νικηφόρος έκρυψε τις φάλαγγες πίσω από κοντινό ύψωμα. Με την ανατολή του ήλιου δόθηκε το σύνθημα. Η ρητίνη με την οποία είχαν εμβάψει στουπιά κατέκαυσε τ’ αντιστηρίγματα, οι σήραγγες κατακρημνίσθηκαν και οι δύο πύργοι κατέπεσαν, συμπαρασύρωντας τους έκπληκτους Αγαρηνούς, που μια στιγμή πριν χλεύαζαν τους αυτοκρατορικούς. Οι Ρωμηοί ξεπρόβαλαν αυτοστιγμεί από τις κρυψώνες τους παιανίζοντας τον «Ακάθιστο Ύμνο». Εισέβαλαν από το ρήγμα και μετά από σύντομες οδομαχίες κατέλαβαν το ένθεν του ποταμού τμήμα της Μοψουεστίας. Οι Άραβες περνώντας τη γέφυρα, κατέφυγαν στο ανατολικό τμήμα και οχύρωσαν την διάβαση. Ήταν μια κίνηση απελπισίας χωρίς αποτέλεσμα. Ο Νικηφόρος συγκράτησε το στρατό του και άφησε την πείνα να δουλέψει προς όφελός του. Πράγματι, την επομένη οι αμυνόμενοι παραδόθηκαν. Η οριστική παράδοση της Μοψουεστίας έγινε την 14η προς 15η Ιουλίου 965 μ.Χ. Από το στρατό του αυτοκράτορα χάθηκαν 4,000 οπλίτες, ενώ Άραβες ιστορικοί μιλούν για 200,000 αιχμάλωτους συμπατριώτες τους. Από αυτούς, όσοι δέχθηκαν τον Χριστιανισμό, έλαβαν την άδεια να παραμείνουν στις εστίες τους, οι υπόλοιποι μετοίκισαν. Η ατέλειωτη σειρά αιχμαλώτων πέρασε μπροστά από τα τείχη της Ταρσού, προκειμένου να κάμψει το ηθικό των υπερασπιστών της.
Αυτό, βέβαια, ήταν ανεδαφικό, εφόσον ο νέος εμίρης της Ταρσού, ο Ρασήμ αν-Ναζίμ, ήταν υποτελής του εμίρη του Χαλεπίου, όπως και όλοι οι γειτονικοί εμίρηδες μέχρι και αυτός της Δαμασκού για σύντομο χρονικό διάστημα. Συνεπώς, η αντίσταση στις δυνάμεις των Ρωμηών δεν ήταν επιλογή των κατοίκων της Ταρσού, αλλά εντολή του επικυρίαρχου εμίρη, ο οποίος τους έστελνε ενισχύσεις. Βοήθεια περίμεναν και από του ομοπίστους της Αιγύπτου. Ο Λέων με το τμήμα που του αναλογούσε επέτεινε την πολιορκία, δηώνοντας την πέριξ αγροτική χώρα. Δέχθηκε πολλές επιθέσεις από τους Ταρσείς, καμιά δε στάθηκε ικανή να τον αναγκάσει να λύσει την πολιορκία. Μετά την άλωση της Μοψουεστίας, ο Νικηφόρος ενώθηκε με το στρατό του αδελφού του κι έσφιξε περισσότερο τον κλοιό γύρω από την Ταρσό. Ακολούθησε την τακτική που είχε εφαρμόσει και στην Κρήτη. Περιέφραξε το στρατόπεδό του κι έστησε φρουρές για ν’ αποφύγει νυχτερινούς αιφνιδιασμούς από τους αλλοθρήσκους. Σε μια των περιπτώσεων αντιμετώπισε ομαδική έξοδο των κατοίκων, ενισχυμένων προφανώς από τους αδελφούς τους της Συρίας και της Αιγύπτου. Σ’ αυτή τη μάχη η παράταξη των Ρωμηών είχε ως εξής: στο κέντρο πρώτη γραμμή το νεοϊδρυθέν σώμα των κατάφρακτων με επικεφαλής τον Λέοντα και πίσω απ’ αυτούς δύο στίχοι σφενδονιτών και τοξοτών. Στο δεξιό κέρας ο Νικηφόρος, αρχηγός των μισθοφορικών ταγμάτων Αλανών και Ιβήρων ιππέων. Στο αριστερό κέρας ο δούκας Ιωάννης Τσιμισκής. Μόλις παιάνισαν τον ενυάλιο ξεκίνησαν οι φάλαγγες με βηματισμό και με την λάμψη των όπλων ανίκητο λάβαρο. Η πίεση που ασκούσανε στους αντιπάλους, αύξανε με το χρόνο. Τελικά οι Ταρσείς δεν άντεξαν, τράπηκαν σε φυγή και κλείστηκαν στην πόλη τους, αφήνοντας στο πεδίο της μάχης πολυάριθμους συντρόφους. Τελικά, υπέκυψαν την επόμενη μέρα από την πείνα. Ήρθαν σε συνεννόηση με τον αυτοκράτορα, ο οποίος τους επέτρεψε να φύγουν, παίρνοντας μαζί τους μόνο τον ιματισμό τους. Πλούσια λεία περίμενε το στρατό και σ’ αυτή την πόλη· τμήμα της ήταν και οι χρυσοί σταυροί που είχαν αιχμαλωτίσει οι πολεμιστές τις Ταρσού σε κάποια από τις συγκρούσεις με του Χριστιανούς.
Η πόλη δε λεηλατήθηκε με εντολή του Νικηφόρου. Αυτός έδειξε να σέβεται την μακρόχρονη ιστορία της αρχαίας τούτης πόλης, που ήλκε την καταγωγή της στην εποχή του Σαρδανάπαλου και το γεγονός ότι απ’ αυτήν καταγόταν ο Απόστολος Παύλος29. Αρμένιοι στρατιώτες προσπάθησαν να προβούν σε έκτροπα αλλά τιμωρήθηκαν παραδειγματικά. Τρεις μέρες μετά την παράδοση της πόλης φάνηκε μοίρα του αιγυπτιακού στόλου στις εκβολές του Κύδνου, που έφερνε εφόδια για τους πολιορκημένους. Τους κατεδίωξαν ρωμαίικοι δρόμωνες και τους αποτελείωσαν, ώστε υπολείμματα μόνο επέστρεψαν. Με την πτώση της Ταρσού άνοιγε ο δρόμος για τη Συρία. Ο Νικηφόρος επιδόθηκε στην αναδιοργάνωση των περιοχών που είχε καταλάβει υπάγοντας αυτές στην ρωμαίικη διοήκηση. Χριστιανοί από αυτά τα μέρη, που για ν’ αποφύγουν τον εξισλαμισμό είχαν καταφύγει σε δύσβατες περιοχές της Κιλικίας, επάνδρωσαν τις πόλεις. Πλήθος Σαρακηνών, ίσως κρυπτοχριστιανών, ασπάζονταν την Ορθοδοξία κι επέστρεφαν στις εστίες τους. Εγκαταστάθηκαν επίσης, πληθυσμοί που πριν δεν είχαν σχέση με την περιοχή (π.χ. Κούρδοι), αλλά δυσαρεστημένοι από τη μουσουλμανική διοίκηση και τη διαβίωση στις περιοχές τους δέχονταν τον Χριστιανισμό κι εγκαταστάθηκαν σ’ εδάφη της Αυτοκρατορίας30.
Τον Οκτώβριο του 965 ο Νικηφόρος επέστρεψε γι’ άλλη μια φορά θριαμβευτής στην Κωνσταντινούπολη. Κατέθεσε τα λάφυρα στο αυτοκρατορικό θησαυροφυλάκιο. Τους πολύτιμους σταυρούς αφιέρωσε στην Αγία Σοφία. Έφερε μαζί του τις πύλες της Ταρσού και τις Μοψουεστίας, τις οποίες εξέθεσε στην ακρόπολη (πύργο Βουκολέοντα) και τη Χρυσή Πύλη.
Την άνοιξη του 966 ο αυτοκράτορας βρέθηκε στα εδάφη της Μεσοποταμίας. Στόχος του αυτή τη φορά ήταν η Συρία και αντικειμενικός σκοπός η Αντιόχεια, ελληνικότατη πόλη και έδρα του ομωνύμου Πατριαρχείου. Δεν μπορούσε να στραφεί στους Αγίους Τόπους, αν δεν εξασφάλιζε αυτή τη χώρα, αλλά και οι αρμενιακές επαρχίες, που είχαν πρόσφατα προσαρτηθεί, κινδύνευαν, όσο η Συρία παρέμενε σε μουσουλμανικά χέρια. Υπάρχει πρόβλημα κατάταξης των επιτυχιών στις εκστρατείες της κάθε χρονιάς. Και είναι αλήθεια, ότι όσοι ακολουθούν τους Άραβες ιστορικούς, επιμένουν, ότι η εκστρατεία του 966 είχε προπαρασκευαστικό χαρακτήρα. Από την άλλη, όσοι ακολουθούν την διήγηση του Λέοντα του Διακόνου (που είναι πράγματι συγκεχυμένη) και το Σκυλίτζη (εκεί τα γεγονότα είναι πιο ευδιάκριτα) θεωρούν ότι είχε εδαφικά αποτελέσματα. Εμείς ακολουθούμε την εξής απλή συλλογιστική. Εφόσον το 967 μ.Χ. δεν πραγματοποιήθηκε εκστρατεία στην Ανατολή, λόγω του βουλγαρικού θέματος και της ενσωμάτωσης της χώρας των Ταρών στην Αυτοκρατορία, ότι προπαρασκευή και να έγινε το 966 μ.Χ. (π.Χ. δηώσεις, λαφυραγωγίες, καταστροφές καλλιεργειών αλλά όχι πτώσεις πόλεων), δεν μπορεί να επηρέαζε τη ζωή των κατοίκων για τα επόμενα δύο χρόνια. Ακόμα και ο Schlumberger που είναι της άποψης, ότι τίποτα ουσιαστικό δεν έγινε, μιλά για συσπείρωση του μουσουλμανικού κόσμου και ιερό πόλεμο. Δεν είναι δυνατόν αυτή η συσπείρωση, η συμμαχία ν’ αντιμετώπισε τις πολιορκίες των πόλεων, παρόντος του ρωμαίικου στρατού το 966 μ.Χ., στην απουσία του, όμως, τα επόμενα δυο χρόνια να μην επιδιόρθωσε τις ζημιές με αποτέλεσμα την ετεροχρονισμένη παράδοση των πόλεων μέχρι και αυτής της Αντιοχείας. Πιο ρεαλιστικό φαίνεται η εκστρατεία του 966 να είχε τα αποτελέσματα που αναφέρουν οι Βυζαντινοί χρονογράφοι, οπότε και η πτώση της Συρίας υπήρξε σταδιακή.
Ο Νικηφόρος ξεκίνησε τη νέα εκστρατεία την άνοιξη του 966 μ.Χ. Έδειξε αμέσως τις προθέσεις του, προχωρώντας προς την Αντιόχεια, την οποία περικύκλωσε. Για μια ακόμη φορά ξεκίνησε σφιχτή πολιορκία, διότι δεν επιθυμούσε να θυσιάσει στρατιώτες σε αλλεπάλληλες εφόδους, άσχετα αν ο στρατός υπερτερούσε στους αριθμούς. Άφησε φρουρές γύρω από την πόλη και συνέχισε βαθύτερα στη Συρία. Εξεπόρθησε την Έδεσσα στα ΒΑ κι εκεί προσκύνησε στον Ι. Ν. των Αγίων Ομολογητών. Στην πόλη αυτή βρήκε και την «κέραμο», στην οποία ήταν αποτυπωμένη η μορφή του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού31. Κατασκεύασε θήκη χρυσή, στολισμένη με πολύτιμους λίθους, την εναπέθεσε και την αφιέρωσε στον Ναό της Θεοτόκου εντός του Ιερού Παλατίου. Στη συνέχεια κινήθηκε κατά της Ιεράπολης, την οποία κατέλαβε και περνώντας τον Λίβανο έφθασε στην Τρίπολη. Δεν επέμεινε, όμως στην εκπόρθησή της, διότι είχε καθυστερήσει ο στόλος. Αντ’ αυτής κατέλαβε την Άκρα και άλλα φρούρια της περιοχής. Είχε πια πλησιάσει ο χειμώνας κι έπρεπε να επιστρέψει στην πρωτεύουσα για ν’ ασχοληθεί με τις κρατικές υποθέσεις. Διάφορα προβλήματα που προέκυψαν στο βόρειο και δυτικό σύνορο, τον κράτησαν μακριά από την Συρία το 967 μ.Χ. Νέα εκστρατεία ετοιμάστηκε και ξεκίνησε το 968 μ.Χ.
Γι’ άλλη μια φορά έκανε επίδειξη δύναμης μπροστά στην Αντιόχεια. Εκεί έχτισε περίβολο και απέκοψε οριστικά την πόλη. Άφησε φρουρά αποτελούμενη από 500 ιππείς και χίλιους πεζούς για να παρενοχλούν συνεχώς τους κατοίκους. Ο ίδιος κατεύθυνε το στρατό του στο Χαλέπι. Μετά το θάνατο του Sayf ad Dawla το 967 την ηγεσία των Χαμβδανιδών είχε αναλάβει ο γιος του Αβδούλ Μααλή. Σε μικρή προς Βορρά απόσταση από την πόλη, εμπροσθοφυλακή 5000 ιππέων και πεζών αντιμετώπισε μοίρα Αιγύπτιων μισθοφόρων. Εδώ ν’ καταδείξουμε για άλλη μια φορά τον μωαμεθανικό φανατισμό στη διάρκεια της τζιχάντ. Βλέπουμε μισθοφόρους από όλο τον αραβικό κόσμο ν’ αφήνουν κατά μέρος τις διχόνοιες τους και να προσέρχονται προς αντιμετώπιση του κοινού εχθρού, των Χριστιανών. Λίγο πριν είχε προηγηθεί η πυρπόληση του Ναού της Αναστάσεως στον Πανάγιο Τάφο και η δολοφονία του Πατριάρχου Ιεροσολύμων Ιωάννη από το φανατισμένο πλήθος.
Μετά την πρώτη κρούση με τους υπερασπιστές του Χαλεπιού, ο Νικηφόρος στράφηκε δεξιά κατά της Άρρας. Για μερικούς αυτή η κίνηση, όπως και πολλές άλλες ξαφνικές κινήσεις του, σηματοδοτούν αλλαγές στη γνώμη του «ανεξήγητες». Εμείς, όμως, διαβλέπουμε ένα κοινό, τρόπον τινά, σχέδιο δράσης, σ’ αυτές τις εκστρατείες, το οποίο θα περιγράψουμε στο τελευταίο κεφάλαιο, μαζί με τον απολογισμό του στρατιωτικού του έργου. Η Αρράς αιφνιδιάστηκε και παραδόθηκε αμέσως. Στη συνέχεια κατέλαβε την Επιφανεία, και την Έμεσα, την οποία βρήκε έρημη, σχεδόν, κατοίκων. Ανακάλυψε ένα θρησκευτικό θησαυρό, την κάρα του Τιμίου Προδρόμου. Ξαναπέρασε τον Λίβανο κι έφθασε στις ακτές της Φοινίκης. Οι ίπποι του λούστηκαν στα νερά της Μεσογείου, όπως γράφει ο Υαχίας (άραβας ιστορικός). Κατέλαβαν τα Γάβαλα, την Καισάρεια του Λιβάνου (κατά Λέοντα Διάκονο αυτό συνέβη στην εκστρατεία του 966), μετά από πολιορκία εννέα ημερών και έφοδο. Στην πόλη βρήκαν και τον εκδιωγμένο εμίρη της Τρίπολης. Με πλούσια λάφυρα έφθασαν μπροστά στην Τρίπολη, αλλά δεν χρονοτρίβησαν, διότι ήταν ισχυρότατη από πλευράς οχύρωσης και με αρκετές προμήθειες, κάτι που φάνηκε από το γεγονός, ότι οι κάτοικοι είχαν κάψει οι ίδιοι τα προάστιά, τους αγρούς και τα περιβόλια. Γι’ αυτό ο Νικηφόρος άλλαξε πορεία προς Λαοδικεία. Ο φρούραρχος της πόλης αυτής, ονόματι Αβδούλ Χουσεΐν Αλί Μπεν Ιμπραχήμ Μπεν Γιουσουφ Αλφοζαής εξήλθε για να προϋπαντήσει τον Νικηφόρο. Σε μια ένδειξη καλής θέλησης αντάλλαξαν ομήρους και συνομολόγησαν συνθήκη, βάσει της οποίας, ο Αλφοζαής γινόταν φόρου υποτελής στο Νικηφόρο. Οι κάτοικοι της Λαοδικείας δεν πειράχθηκαν από το χριστιανικό στρατό.
Μετά ήρθε η σειρά της Ορθωσίας και της Μαρακείας να καταληφθούν. Η πτώση των δυο αυτών πόλεων απέφερε πλούσια λάφυρα. Ήδη πλησίαζε ο χειμώνας και το τέλος της εκστρατείας. Ο Νικηφόρος εμφανίστηκε για τελευταία φορά μπροστά στην Αντιόχεια στις 18 Νοεμβρίου του 968. Σοβαρές του κράτους υποθέσεις, εσωτερικές και εξωτερικές, τον ανάγκασαν να επιστρέψει στην Κωνσταντινούπολη. Ας μην ξεχνάμε, ότι ήταν ο πρώτος στρατηγός αυτοκράτορας μετά από δεκαετίες, κι έλειπε συχνά από το διοικητικό κέντρο της Αυτοκρατορίας. Πριν αποχωρήσει έχτισε πύργο στη θέση των Παγρών, μεταξύ Αμάνου (πρόποδες) και Αντιόχειας, για να εξασφαλίσει τον έλεγχο της περιοχής. Άφησε επικεφαλής της φρουράς τον πατρίκιο Μιχαήλ Βούρτζη. Επίσης στρατοπεδάρχη στην Κιλικία άφησε τον ανεψιό του Πέτρο Φωκά, γιο του Λέοντα. Ο ίδιος επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη.
Η πτώση της Αντιόχειας συνέβη κατά τη διάρκεια της απουσίας του Νικηφόρου. Κάποιοι χρονογράφοι αναφέρουν, ότι είχε απαγορεύσει την άλωσή της πριν από την επάνοδό του, κι ότι εξοργίστηκε εναντίον του Βούρτζη για την απείθειά του, οδηγώντας τον στην συνεργασία με τους συνομώτες του Τσιμισκή. Ο Λέων Διάκονος λέει, ότι απαγόρευσε την λεηλασία της πόλης, όσο θα έλειπε, κάτι εντελώς λογικό. Όπως και να ‘χει, η πρωτοβουλία ανήκει στον Μιχαήλ Βούρτζη. Αυτός παρατήρησε σημείο του τείχους χαμηλότερο των άλλων και κατασκεύασε σκάλες με ανάλογο ύψος. Συντόνισε νυκτερινή επίθεση κι έπιασε τους Αγαρηνούς στον ύπνο. Κατέλαβαν τα τείχη, κατέβησαν από τους πύργους και πυρπόλησαν την πόλη σε τέσσερις μεριές. Άλλη εκδοχή, αυτή του Σκυλίτζη, μας πληροφορεί, ότι με προδοσία κάποιου Σαρακηνού, που ονομαζόταν Αύλαξ, ο Βούρτζης πληροφορήθηκε το ύψος του πύργου Κάλλα, στη δυτική πλευρά της Αντιοχείας και κατασκεύασε τις σκάλες. Εφόρμησε και αναρριχήθηκε στα τείχη με 300 άνδρες κι έσφαξε τις φρουρές δυο πύργων. Εκεί τους πολιόρκησαν οι μουσουλμάνοι της Αντιοχείας επί τρεις ημέρες, αλλά τους έσωσε η έγκαιρη άφιξη του στρατοπεδάρχη Πέτρου, ο οποίος αν πολέμησε ανδρεία. Ο Βούρτζης εκμεταλλευόμενος την σύγχυση που δημιούργησε η άφιξη των ενισχύσεων, κατάφερε να σπάσει το μοχλό της κλειδαριάς της πύλης. Έτσι ο Πέτρος εισήλθε στην πόλη και η Αντιόχεια έπεσε.
Υπάρχει και μια Τρίτη άποψη, αυτή του Κεμάλ Ελντίν και την ακολουθεί ο Schlumberger (σελ. 825-6). Σύμφωνα μ’ αυτήν οι Χριστιανοί της πόλης Λούκας είχαν παρεισφρήσει στην Αντιόχεια, καθοδηγούμενοι από τον αυτοκράτορα, να προσεταιριστούν τους ομοθρήσκους τους. Αυτοί, υποτίθεται, ενημέρωσαν τον Βούρτζη για την αναρχία της πόλης (στην πραγματικότητα την πόλη κυβερνούσε δημογεροντία, η οποία ανέθετε στους επίδοξους μωαμεθανούς την υπεράσπιση της Αντιοχείας), για το ύψος του τείχους και την κατάσταση της φρουράς. Στην συνέχεις της ιστορίας του Κεμάλ ο Βούρτζης εισέρχεται από το σημείο που φυλάνε οι Χριστιανοί και αυτοί κάνουν τα στραβά μάτια. Τα υπόλοιπα συνεχίζουν όμοια με τον Σκυλίτζη, με τη διαφορά ότι ο Κεμάλ αναφέρει και την παρουσία του Τσιμισκή στον στρατό του Πέτρου. Είναι καταφανής στο παραπάνω κείμενο η προσπάθεια ή να πω καλύτερα η προπαγάνδα, να επιρριφθούν ευθύνες στο χριστιανικό στοιχείο της πόλης. Είναι γνωστό, ότι δυναστικές έριδες εμπόδιζαν την ανάληψη της άμυνας από κάποιον εν ενεργεία εμίρη ή επίδοξο, τουλάχιστον. Οι κάτοικοι είχαν αποσκιρτήσει από την εξουσία των Χαμβδανιδών το 967 και εμπιστευόταν υποψήφιους Μαχντίδες να τους βοηθήσουν. Η παραπάνω προπαγάνδα απέβλεπε στο να προκαλέσει αντίποινα εναντίον των Χριστιανών και διαπιστώνουμε, ότι σαν φήμη που κυκλοφόρησε τις ημέρες εκείνες από στόμα σε στόμα απέδωσε. Πρώτο θύμα, όπως και σε κάθε παρόμοια περίπτωση ήταν ο οικείος Μητροπολίτης και ειδικά εδώ ο Πατριάρχης Αντιοχείας Χριστoφόρος. Η πτώση της Αντιοχείας έγινε την 29η Οκτωβρίου του 969 μ.Χ. ύστερα από 230 χρόνια μωαμεθανικής κυριαρχίας32. Για άλλη μια φορά οι Μουσουλμάνοι αφέθηκαν να πορευθούν, όπου βούλονταν με ασφάλεια.
Αυτή ήταν η τελευταία νίκη επί βασιλείας Νικηφόρου Β’ Φωκά. Μετά τη δολοφονία του ο Ιωάννης Τσιμισκής ανέλαβε τον αγώνα κατά των Αράβων.
Η ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΤΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
Η Χριστιανική Ρωμαίικη Αυτοκρατορία, ως υποτύπωση της Ουρανίου Βασιλείας, δεν επιδίδονταν σε κατακτητικούς πολέμους. Δεν έπαψε ν’ αμύνεται, καθώς ήταν περικυκλωμένη από βαρβάρους που ξεχύνονταν στα εδάφη της από κάθε σημείο του ορίζοντα. Ιδιάζουσες περιπτώσεις είναι οι εκστρατείες επί Ιουστινιανού και του Νικηφόρου Φωκά, που ως απελευθερωτικές είχαν επιθετικό χαρακτήρα. Επιθετικό χαρακτήρα είχε και ο αγώνας του Ηρακλείου εναντίον των Περσών, ο οποίος ξεκίνησε ως αμυντικός αντιπερισπασμός και τελικά εφάρμοσε το «η επίθεση είναι η καλύτερη άμυνα».
Μετά τις πρώτες αραβικές επεκτάσεις και όταν σταθεροποιήθηκαν λίγο πολύ τα κοινά σύνορα Ρωμηών-Αράβων ο αγώνας τη Αυτοκρατορίας ήταν καθαρά αμυντικός μέχρι που στο θρόνο ανέβηκε ο Νικηφόρος Φωκάς. Δηλ. από το 634 μ.Χ. μέχρι το 961 μ.Χ. (ως ημερομηνία της κρητικής εκστρατείας) , επί 330 περίπου χρόνια. Η Κωνσταντινούπολη αμυνόταν. Οι διοικητικές και στρατιωτικές δομές κυρίως, αλλά και οι παραγωγικές και άλλες οικονομικές διεργασίες, είχαν εξελιχθεί και είχαν προσαρμοστεί στον αμυντικό χαρακτήρα του αγώνα για επιβίωση33. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα ο θεσμός των θεμάτων (διοίκηση), οι στρατιωτικοί κλήροι (αγροτική παραγωγή), θεματικός στρατός (άμυνα), εκχρηματισμένη φορολογία (οικονομία). Πραγματικά η εξειδίκευση του θεματικού στρατού ήταν η αντιμετώπιση των αραβικών επιδρομών, αλλά και κάθε βαρβαρικής εισβολής. Την βαθειά επίδραση των σύνθετων και αλληλένδετων αυτών καταστάσεων μπορούμε να δούμε και στη δημώδη ποίηση, εκφραστική των καιρών και ειδικά στο έπος του Διγενή Ακρίτα.
Στα μέσα του Ι’ αιώνα η κατάσταση αλλάζει. Έχουν προηγηθεί νίκες σημαντικών στρατηγών (Βάρδας Φωκάς, Ιωάννης Κούρκουας). Το χαλιφάτο εισέβαλε σε ένα ξένο πολιτισμό, τον οικειοποιήθηκε αλλά δεν τον εξέλιξε με βάση τις ιδιαιτερότητες της αραβικής ψυχοσύνθεσης. Απλώς τον αντέγραψε. Όσο τα αποθέματα των λαφύρων διαρκούσαν και ενισχύονταν με νέες λεηλασίες, μπορούσε να προβάλει ένα κοσμοπολίτικο πρόσωπο, και ν’ αντέχει τις εσωτερικές δονήσεις. Όταν η αιμοδοσία ελαττώθηκε με τις επιτυχίες των παραπάνω στρατηγών, άρχισαν να τρίζουν τα θεμέλια του αραβικού κατεστημένου. Η αντιμετώπιση κρίσεων που για την Αυτοκρατορία ήταν καθημερινότητα, για τους Άραβες αποδείχθηκε εξαιρετικά δύσκολη υπόθεση, διότι αδυνατούσαν να προσαρμοσθούν στις νέες συνθήκες, στα νέα δεδομένα. Μετά από λίγα χρόνια θ’ αναλάμβαναν οι Σελτζούκοι.
Η μεγάλη αντεπίθεση ξεκινά με την άνοδο του Νικηφόρου Φωκά στο αξίωμα του Δομέστικου, και στη συνέχεια του αυτοκράτορα. Εδώ τώρα είναι το αξιοθαύμαστο. Η αλλαγή αυτή μεταφράζεται τάχιστα σε μεταβολές στο στράτευμα και στην κοινωνία με όλες τις δραστηριότητές της. Να διευκρινίσουμε ότι δεν πρόκειται για μεταρρυθμίσεις, αλλά για προσαρμογές (τις οποίες, όπως είπαμε παραπάνω, δεν μπόρεσε ν’ ακολουθήσει το Χαλιφάτο).
Η νέα επιθετική απελευθερωτική πολιτική απαιτεί στρατό επαγγελματικό. Κάθε χρόνο σχεδόν ο αυτοκράτορας ετοιμάζει εκστρατεία στ’ ανατολικά που ξεκινά την άνοιξη και τελειώνει με την έλευση του χειμώνα. Οι στρατιώτες είναι απασχολημένοι τις τρεις εποχές του έτους, στις οποίες εκτελούνται οι αγροτικές εργασίες, για συνεχόμενες χρονιές. Αυτό καθιστά τον θεματικό στρατό πρακτικά άχρηστο. Δίνεται προτεραιότητα στον ταγματικό στρατό. Δημιουργούνται νέα τάγματα.
Νέες τεχνικές γνώσεις είναι απαραίτητες για την διεξαγωγή του αγώνα με κυριότερη την πολιορκία πόλεων, η οποία από την ύστερη αρχαιότητα είχε περιπέσει σε αχρηστία. Ο πόλεμος μέχρι τώρα ήταν κυρίως πόλεμος κινήσεων. Οι τεχνικώτερες επιχειρησιακές τακτικές απαιτούν εξειδικευμένο προσωπικό και δημιουργούνται νέες ή εμπλουτίζονται ήδη υπάρχουσες ειδικότητες, π.χ. σκαπανείς, μηχανικοί, πυροτεχνουργοί, οπλουργοί.
Το αποκορύφωμα του συγκερασμού των δύο προηγούμενων εξελίξεων είναι η δημιουργία του νέου τμήματος θωρακοφόρου ιππικού, οι κατάφρακτοι ή κλιβανάριοι34 που δρουν ως ιππικό κρούσης. Οι κατάφρακτοι, βέβαια, δεν ήταν εφεύρεση του Νικηφόρου Φωκά. Υπήρχαν ως τμήματα στο στρατό των Περσών (αρχαίων και μέσων χρόνων) και υιοθετήθηκαν από τους Μακεδόνες. Στο Νικηφόρο ανήκει η εισαγωγή τους στον βυζαντινό στρατό και η οργάνωσή τους σε τμήμα αυτού. Η δυσκολία αφορούσε το κόστος μετατροπής ενός ελαφρού ιππέα σε βαρύ θωρακοφόρο, και εν συνεχεία στη συντήρησή του. Γι’ αυτό παρατηρούμε, ότι οι στρατοί που είχαν στη σύνθεσή τους κατάφρακτους στηρίζονταν σε κοινωνίες που η μεγάλη έγγεια ιδιοκτησία κυριαρχούσε (το ίδιο θα συμβεί λίγο αργότερα στη φεουδαρχική Δύση με τους ιππότες της). Αν σκεφτούμε, ότι η βυζαντινή κοινωνία απευχόταν τέτοιες καταστάσεις και οι αυτοκράτορες έπαιρναν μέτρα για να διατηρούν μια κάποια ισορροπία στη διαλεκτική σχέση γαιοκτημόνων/ελεύθερων αγροτών, τότε καταλαβαίνουμε ότι η λύση του Νικηφόρου είναι ευρηματική στην απλότητά της. Ορίζει ότι για τη συντήρηση ενός κλιβανάριου απαιτείται «στρατεία» αξίας 12 λίτρων χρυσού (864 νομίσματα) δηλ. ποσό που αναλογεί σε 2.600 μόδιους γης. Συγκριτικά έχουμε για τον απλό ιππέα «στρατεία» αξίας 4 λιτρών χρυσού και για τον κατάφρακτο δώδεκα και αυτές οι εκτάσεις μένουν αναπαλλοτρίωτες. Στην περίπτωση ιδιοκτησίας των παραπάνω στρατειών από ένα πρόσωπο, αυτό συνεισέφερε εξ ολοκλήρου. Σε περιπτώσεις κατοχής μικρότερων αγροτεμαχίων υπήρχαν οι «συνδόται» που πρακτικά συνεισέφεραν στον εξοπλισμό και τη συντήρηση του στρατιώτη. Αναλογικά, λοιπόν, αυτοί που μέχρι τώρα προσέφεραν τρεις ιπποτοξότες με τις νέες ρυθμίσεις προσέφεραν έναν κατάφρακτο. Έτσι δημιουργήθηκε το αντίστοιχο σώμα, το οποίο πολύ εντυπωσίασε τους Άραβες όταν το πρωτοαντίκρυσαν35, χωρίς ν’ αναγκάζεται ο αυτοκράτορας να στηριχθεί στη μεγάλη γαιοκτησία.
Σημαντική αλλαγή έχει να κάνει με τη σύνθεση των μονάδων. Εμφανίζονται για πρώτη φορά η ταξιαρχία και ο ταξιάρχης. Αντιστοιχεί σε μια χιλιαρχία και αποτελείται από 500 λογχοφόρους, 200 κονταράτους, 300 τοξότες. Στο ιππικό εμφανίζεται η παράταξη που αποτελείται από 10 βάνδα των 50 ιππέων. Νέοι βαθμοί δίνονται σε νέες ιεραρχικές θέσεις. Δρουγγοκόμης, δομέστικος Ανατολής, Δύσης 36 και στρατοπεδάρχης, βαθμός που δίνεται για πρώτη φορά στον Πέτρο, όπως αναφέραμε παραπάνω (ίσως διότι ως ευνούχος δεν μπορούσε να κατέχει ψηλότερη θέση). Ο βαθμός του στρατοπεδάρχη χωρίζεται επίσης, σε Ανατολής και Δύσης και αντικαθιστά τον αντίστοιχο Δομέστικο κατά την απουσία του. Αυτό γίνεται διότι αρχίζει η μεταφορά του ταγματικού στρατού στα σύνορα και η μόνιμη εγκατάστασή του εκεί, σε αντικατάσταση του θεματικού.
Η Κωνσταντινούπολη θεωρείται ασφαλής, συνεπώς, δεν χρειάζεται στρατό. Ο αυτοκράτορας, βέβαια, χρειάζεται προστασία. Το θέμα προσπάθησε να διευθετήσει ο Νικηφόρος, πρώτον με τη δημιουργία Ακροπόλεως, δηλ. την οχύρωση του Ιερού Παλατίου37 και δεύτερον με τη δημιουργία του βαθμού του στρατοπεδάρχη, ο οποίος συν τοις άλλοις «επιβλέπει» τους «δυνάμει» διεκδικητές του θρόνου, δηλ. τους Δομέστικους. Κατά τη διάρκεια των εκστρατειών του είχε χρειαστεί πολλές φορές να εκπορθήσει ακροπόλεις και γνώριζε την αξία τους στην προστασία της κυβέρνησης και του κυβερνήτη. Η επιλογή του Ιερού Παλατίου για οχύρωση ενδεχομένως να σχετίζεται με την λειτουργία του νομισματοκοπείου στο υπόγειό του και των αποθεμάτων χρυσού που περιέκλειε. Λίγο αργότερα θα δημιουργηθεί η φρουρά των Βαράγγων και θα προσφέρει εγγυημένη προστασία στον αυτοκράτορα.
Εξελίχθηκε, επίσης το είδος των επιχειρήσεων, με την νέα κατάσταση. Ενώ μέχρι τώρα επιδρομές μικρής κλίμακας επιχειρούσαν οι ομάδες των Ακριτών των συνόρων (τραπεζίται ή τρασινάριοι), τώρα οι επιδρομές είναι μεγαλύτερης κλίμακας, προοίμιο κυρίως μεγαλύτερης εισβολής ή επικείμενης πολιορκίας φρουρίου ή πόλεως. Και ενώ μέχρι τώρα οι Ρωμηοί εισέβαλαν για τους εξής λόγους:
α) για να συλλάβουν αιχμαλώτους, από τους οποίους αποσπούσαν πληροφορίες -δηλ. λόγοι κατασκοπίας- ή αντάλασσαν με Χριστιανούς,
β) για να διενεργήσουν μικρής κλίμακας επιδρομές κυρίως προληπτικού χαρακτήρα π.χ. όταν από πληροφορίες τους μάθαιναν για επικείμενη αραβική επιδρομή -δηλ. λόγοι αντιπερισπασμού ή δολιοφθοράς- και προσπαθούσαν να την σταματήσουν ή να την καθυστερήσουν μέχρι να εκκενωθούν οι περιοχές για τις οποίες οι πληροφορίες έλεγαν ότι είναι στόχοι
από τα μέσα του Ι’ αιώνα τα σχέδια αλλάζουν και οι επιδρομές είναι μεγαλύτερης κλίμακας με στόχους:
α) αναγνωριστικούς, καθώς συλλέγουν πληροφορίες που βρίσκονται πια στην ενδοχώρα και όχι στα σύνορα, θέτουν στόχους και συμβάλουν στην σχεδίαση των επόμενων επιθέσεων,
β) εκκαθαρίζουν μικρούς στόχους, φρούρια, φυλάκια και ανοίγουν διόδους για την πορεία της κύριας εκστρατείας,
γ) δολιοφθορές, προκαλούν εκτεταμένες καταστροφές σε πόρους και έργα υποδομής που στηρίζουν τοπικές οικονομίες και μεγάλες πόλεις προκειμένου να τις εξασθενήσουν και να μειώσουν το χρόνο πολιορκίας
δ) εντυπωσιασμού, ειδικά μετά την σύνθεση του σώματος των κατάφρακτων που ως γνωστόν προκαλούσε δέος στους ελαφρά οπλισμένους μουσουλμάνους ή μετά από πτώση κάποιας πόλης, με την παρέλαση των αιχμαλώτων μπροστά απ’ αυτήν που ήταν ο επόμενος στόχος.
Ο χαρακτήρας αυτών των επιχειρήσεων ήταν γενικά σκληρός, όπως και η ίδια η φύση του πολέμου σε κάθε εποχή. Ο Νικηφόρος προσπαθούσε να εξομαλύνει την τραχύτητα των καταστάσεων. Και είναι αλήθεια ότι δεν κωλλυώταν να προκαλέσει εκτεταμένες καταστροφές σε άψυχα αντικείμενα, όποτε αυτό κρινόταν απαραίτητο, για να γλιτώσει τις ζωές των στρατιωτών του, αλλά και των εχθρών, εφόσον η παράδοση, ακόμα και άνευ όρων, θα τους εξασφάλιζε ασφαλή απομάκρυνση από την πόλη. Αυτή η μεγαλοψυχία δεν ήταν προσόν μόνο του Νικηφόρου, αλλά και κάθε Ρωμηού στρατηγού και προσπαθούσε να την εμφυσήσει στους στρατιώτες του, αποτρέποντας αναίτιες σφαγές και καταστροφές. Αυτή η τακτική δεν έβρισκε αντίκρυσμα στην απέναντι πλευρά. Οι μωαμεθανοί, όπως συμπεραίνουμε από τις περιγραφές δικών τους επιδρομών, αρέσκονταν στη θέα του αίματος, και η αδυναμία του θύματος δεν τους προκαλούσε καμμιά συμπόνια. Επιδίδονταν σε εκτεταμένες καταστροφές με μανία, πιστεύοντας ότι έτσι κερδίζουν μια θέση στον παράδεισο και πλήθος ουρί να τους υπηρετούν. Διαφορές θρησκειολογικές με αντίστοιχες επιδράσεις στην ψυχοσύνθεση του κάθε λαού και στην επικοινωνία τους με το περιβάλλον.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Επειδή η μελέτη μας για τον Νικηφόρο Φωκά δεν τελειώνει εδώ, αλλά θα συνεχίσει με το έργο του ως αυτοκράτορα πλέον, στην επόμενη, ο επίλογος αυτός θα επικεντρωθεί στον στρατηγό. Πιστεύουμε πως όσα εκθέσαμε παραπάνω δείχνουν την στρατηγική ικανότητα του ανδρός. Τονίζουν την αγάπη του όχι τόσο για τον πόλεμο, αλλά για τη ζωή του στρατιωτικού, την στερημένη, αλλά πειθαρχημένη. Την μετρημένη αλλά και μοιρασμένη με τους συντρόφους του, τον απλό στρατιώτη, τον αδελφό στρατηγό. Συνηθισμένος σ’ αυτήν τη ζωή, σ’ αυτήν την «άσκηση», φαίνεται πλεόν ως φυσική κατάληξη η επιθυμία του να μονάσει. Με τέτοια σκληραγωγία και πειθαρχία, κατάφερε εκπληκτικά αποτελέσματα, σε στρατιωτικό επίπεδο, και βοήθησε σε τελική ανάλυση όχι τον εαυτό του, εφόσον ο θρόνος στήθηκε στον προθάλαμο του μαυσωλείου, αλλά την αυτοκρατορία. Αντικειμενικότερος κριτής οι αντίπαλοί του, οι μεν δυτικοί λοιδωρώντας τον, του χάρισαν χαρακτηρισμό σεβαστό (Χλωμός Θάνατος των Σαρακηνών) ενώ αυτό που φοβόταν οι Άραβες το διετύπωσε ορθά κοφτά ο Υαχίας στα παρακάτω λόγια: Οι επιδρομές του Νικηφόρου έγιναν διασκέδαση για τους στρατιώτες του, αφού κανείς δεν αντιστέκονταν στον αυτοκράτορα. Βάδιζε εκεί όπου τον ευχαριστούσε και κατέστρεφε ό,τι ήθελε, χωρίς να συναντά κανένα μουσουλμάνο ή οποιονδήποτε άλλο που θα τον εμπόδιζε να κάνει εκείνο που επιθυμούσε.[…] Δεν υπήρχε κανείς που να μπορούσε να του αντισταθεί38.
Παραπομπές
1) Σκυλίτζης, Χρονογραφία, σελ. 180.
2) Σκυλίτζης, Χρονογραφία, σελ. 199.
3) Σκυλίτζης, Χρονογραφία, σελ. 200, Καραγιαννόπουλος, Ιστορία…, τ.Β’, σελ. 321.
4) Σκυλίτζης, Χρονογραφία, σελ. 238.
5) Σκυλίτζης, Χρονογραφία, σελ. 268, Ι.τ.Ε.Ε., τ.Η’, σελ. 100.
6) Αναφέρεται ως γιος του και ο Κωνσταντίνος, στρατηγός της Σελεύκειας, ο οποίος βρήκε τραγικό θάνατο αιχμάλωτος των Αράβων μετά την ήττα στη Γερμανικεία το 949 μ.Χ. Σκυλίτζης, Χρονογραφία, σελ. 270,275, Schlumberger, O Αυτοκράτορας Νικηφόρος Φωκάς, σελ.54.
7) Λέων Διάκονος, Ιστορία, ΙΙΙ.4, Σκυλίτζης, Χρονογραφία, σελ. 299.
8) Νικοδήμου (Μπιλάλη) Μοναχού Αγιορείτου, Ο Όσιος Αθανάσιος Αθωνίτης2, Αθήνα, εκδ. Παρουσία, 2000, τ.Α’, σελ.77-78.
9) Γυναικαδελφός του Ιωάννη Γαρίδα, που αντικατέστησε τον Λέοντα (θείο) ως Δομέστικο των Σχολών, λόγω υποψίας για συνομωσία εναντίον του Κωνσταντίνου Ζ’. Αυτός, λοιπόν, ο Ζεφινέζερ (ή Ζουφινέζερ) Θεόδωρος μαζί με τον γιο του Γαρίδα, Συμεών, έγιναν οι εταιρειάρχες. Σκυλίτζης, Χρονογραφία, σελ. 236.
10) Νικοδήμου (Μπιλάλη) Μοναχού Αγιορείτου, Ο Όσιος…, τ.Α’, σελ. 81-83.
11) Περισσότερες πληροφορίες στο άρθρο του Μιλτιάδη Βαρβούνη, Ιωάννης Φωκάς, Ιστορικά Θέματα, τευχ.39, εκδ. Περισκόπιο, Απρίλιος 2005.
12) Schlumberger, O Αυτοκράτορας Νικηφόρος Φωκάς, σελ.32.
13) Λέων Διάκονος, Ιστορία, ΙΙ.11.
14) Λέων Διάκονος, Ιστορία, Ι.3
15) Συνεχιστής Θεοφάνη, 475.3, εν Καραγιαννόπουλου Ι., Ιστορία…,τ.Β’, σελ.384-5.
16) Έφεραν ειδική συσκευή εκτόξευσης υγρού πυρός. Για την περιγραφή του στόλου βλ. Schlumberger, O Αυτοκράτορας Νικηφόρος Φωκάς, σελ.67-82.
17) Είτε από τη λέξη Qurtubi=Κόρδοβα είτε από τη λέξη κουροπαλάτης. Κατά την Αικ. Χριστοφιλοπούλου ο τίτλος «εμίρης» είναι στρατιωτικό αξίωμα, ενώ «βεζύρης» πολιτικό. Τη διάκριση αυτή δεν την γνώριζαν οι Βυζαντινοί και στα κείμενα τους μπλέκουν τους τίτλους. Βλ. Αικ. Χριστιφιλοπούλου, Ιστορία…, τ.Β2, σελ. 19, σημ. 1.
18) Schlumberger, O Αυτοκράτορας Νικηφόρος Φωκάς, σελ.165.
19) Παραθέτω σε μετάφραση τους στίχους του Άραβα ποιητή Abou’t tayyb Ahmed Djauffi Mottenabbi, υμνητή του Sayf ad-Dawla, ενδεικτικούς της νοοτροπίας του Άραβα επιδρομέα: «Για σένα μεγαλώνουν τα παιδιά τους, για να πέσουν στα χέρια σου τα νέα κορίτσια, όταν θα έχει σχηματιστεί το στήθος τους, και τα νέα αγόρια θα έχουν μεγαλώσει. Κάθε φορά που μια Ρωμηά κόρη ονειρεύεται, βλέπει στον ύπνο της να την μεταφέρουν σε καμήλα αιχμάλωτη» Βλ. Αικ. Χριστοφιλοπούλου, Ιστορία…, τ. Β2′, σελ. 123. Δεν γνωρίζω ποιος έκανε τη μετάφραση. Αντικατέστησα το «Ελληνίδα κόρη» της μετάφρασης με το «Ρωμηά κόρη» διότι ως γνωστόν οι Άραβες, όπως και όλοι οι λαοί που είχαν επαφές με την αυτοκρατορία, πλην των Φράγκων, αποκαλούσαν τους κατοίκους της Ρωμαίους (Rum, επίθετο ρούμι = Ρωμαϊκός) και όχι Έλληνες.
20) Λέων Διάκονος, Ιστορία, ΙΙ.5.
21) Αυτός είναι ο Nu ‘man, ο οποίος εντάχθηκε στην υπηρεσία του αυτοκράτορα κι έπεσε ηρωικά στον πόλεμο του Τσιμισκή εναντίον των Ρως το 971 μ.Χ. Βλ. Αικ. Χριστοφιλοπούλου, Ιστορία, τ.Β2, σελ. 113, σημ.5
21-1) Ο Α. Σαββίδης καταγράφει ως παραλήπτη της επιστολής τον εμίρη της Κρήτης, είτε τον Μουχάμμαντ ιμπν Σουάυμπ ή «Ζερκούνης» (895-910) είτε τον Γιουσούφ ιμπν Ούμαρ Β’ (910-915), Αλ. Σαββίδης, Το Εμιράτο της Κρήτης, Ιστορικά Θέματα, τευχ. 40, εκδ. Περισκόπιο, Αθήνα Μάιος 2005, σελ.35. Η Αικ. Χριστοφιλοπούλου δέχεται ως παραλήπτη της επιστολής Χαλίφη της Βαγδάτης Αλ Νουκταντιρ, όπως κατέδειξε ο R. J. H. Jenkins, Αικ. Χριστοφιλοπούλου, Ιστορία…, τ. Β2′, σελ. 66 & 265.
21-2) Βέβαια, η αποστολή του Λέοντα Χοιροσφάκτη δεν απέβλεπε μόνο στην ανταλλαγή αιχμαλώτων, αλλά άπτονταν και άλλων ζητημάτων. Φαίνεται, όμως, ο ρόλος των αιχμαλώτων, άλλοτε ως σκοπός των διαπραγματεύσεων και άλλοτε ως μέσο πίεσης. Για την αποστολή στην Αικ. Χριστοφιλοπούλου, Ιστορία…, τ. Β2′, σελ. 66.
22) Λέων Διάκονος, Ιστορία, ΙΙ §9.
22-1) Βλ. Γεώργιου Μακρή, Πλοία, εν Οικονομική Ιστορία του Βυζαντίου,(συλλογικό), εκδ. ΜΙΕΤ, Αθήνα 2006, τ.Α’, σελ. 178
22-2) Βίος οσίου Νείλου του Νέου,116β, εκδ. Ιερού Μετοχίου Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, Ορμύλια 1991.
23) Ι.τ.Ε.Ε., τ.Η’, σελ. 110. Ο Schlumberger (sel. 285) επικαλούμενος αραβικές πηγές, ισχυρίζεται, ότι ο Νικηφόρος εγκατέλειψε την πολιορκία της ακρόπολης.
24) Σκυλίτζης, Χρονογραφία, σελ. 309-310.
25) Σκυλίτζης, Χρονογραφία, σελ. 310.
26) Λέων Διάκονος, Ιστορία, ΙΙΙ §11
27) Αικ. Χριστιφιλοπούλου, Ιστορία…, τ.Β2, σελ. 313-4.
28) «Εσείς και οι δικοί σας, είστε σαν το φίδι. Όταν έχει κρύο και παγωνιά, το δηλητηριώδες ερπετό είναι ξαπλωμένο αλύγιστο και άψυχο. Μπορεί κάποιος να το περάσει για νεκρό. Αλλά μόλις κάποιος ελεήμων περαστικός το πάρει στην αγκαλιά του και το φροντίσει και το ζεστάνει, αμέσως τον τσιμπάει θανάσιμα.» Μετ. Τέζας Γεώργιος, φιλόλογος. Το απόσπασμα από Schlumberger, O Αυτοκράτορας Νικηφόρος Φωκάς, σελ.555.
29) Πράξεις κβ’.5
30) Αικ. Χριστιφιλοπούλου, Ιστορία…, τ.Β2, σελ. 120.
31) Η εκδοχή αυτή στον Λέοντα Διάκονο IV§10. Στον Σκυλίτζη (Χρονογραφία, σελ. 312) η «κέραμος» ανακτήθηκε στην Ιεράπολη μαζί με βόστρυχο του Τιμίου Προδρόμου, βουτηγμένη στο αίμα.
32) Κατάκτηση της από τους Άραβες 636-8 μ.Χ. Ι. Καραγιαννόπουλος, Ιστορία…, τ.Β’, σελ. 70.
33) Σίγουρα το θέμα δεν είναι τόσο απλό, όσο διατυπώνεται, αλλά εδώ μας ενδιαφέρει μόνο η εξέλιξη της αυτοκρατορίας σε σχέση με τους αραβικούς αγώνες.
34) Επειδή η βαριά θωράκιση ζεσταινόταν κάτω από τον ήλιο της Ανατολής λεγόταν κλίβανος.
35) Την εντύπωση που του προκάλεσε η θέα των κατάφρακτων περιγράφη σε ποίημά του ο Αμπού Φιράζ λόγιος και διοικητής της Βαμβύκης. βλ. Schlumberger, Νικηφόρος … , σελ 257.
36) Ο ένας βαθμός του Δομέστικου των Σχολών χωρίστηκε σε Ανατολής και Δύσης κατ’ αναλογία των magister militum per Orientem ή per Thracias, που είχαν εκλείψει από καιρό. Ο διαχωρισμός έγινε επί Ρωμανού Β’ ( βλ. Ι.τ.Ε.Ε., τ.Η’, σελ.166).
37) Λέοντος του Διακόνου, Ιστορία,IV§6, Schlumberger, Νικηφόρος…, σελ. 628-631.
38) Παραθέτει ο Αλ. Σαββίδης, Η Μακεδονική Δυναστεία στο Βυζάντιο και η Επέλαση στην Ανατολή και τον Καύκασο, εν Από την Ύστερη Αρχαιότητα στον Μεσαίωνα, εκδ. Ηρόδοτος, Αθήνα 2006, σελ.287. Επίσης A.A. Vasiliev, Ιστορία …, τόμος Α’, σελ. 384-385.
Βιβλιογραφία
α) Πηγές
1) Βίος και Πολιτεία και Μερική Θαυμάτων Διήγησις του Οσίου Νίκωνος του Μετανοείτε, μετ. Γεωργίου Κατσούλα, εκδ. Τήνος, Αθήνα 1997.
2) Βίος(Α’) και Πολιτεία του Οσίου και Θεοφόρου Πατρός Ημών Αθανασίου του Αθωνίτου, εν Νικοδήμου Μπιλάλη, Αγιορείτου Μοναχού, Όσιος Αθανάσιος Αθωνίτης2, τ.Α’, εκδ. Παρουσία, Καρυαί 2000.
3) Οσίου Θεοφάνους, Ηγουμένου του Αγρού και Ομολογητού, Χρονογραφία, τ. Γ’, μετ. Ανανίας Κουστένης, Αρχιμανδρίτης, εκδ. Αρμός, Θεσσαλονίκη 2007.
4) Καμινιάτη Ιωάννη, Εις την άλωσιν της Θεσσαλονίκης, μετ. Εύδοξος Τσολάκης, εκδ. Κανάκη, Αθήνα 2000.
5) Λέοντος του Διακόνου, Ιστορία, μετ. Βρασίδας Καραλής, εκδ. Κανάκη, Αθήνα 2000.
6) Λιουτπράνδος της Κρεμώνας, Relatio de Legatione Constantinopilata, μετ. Δημήτρης Δεληολάνης, εκδ. Στοχαστής, Αθήνα 1997.(περιλαμβάνει και τα βιβλία V & VI της «Ανταπόδοσης»)
7) Αγίου Νικηφόρου, Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως του Ομολογητού, Ιστορία Σύντομος, μετ. Λίνα Κωσταρέλη, εκδ. Κανάκη, Αθήνα 1994.
8) Ιωάννου Σκυλίτζη, Χρονογραφία, μετ. Διονύσιος Μούσουρας, εκδ. Μίλητος, Αθήνα χ.χ.
β) Βοηθήματα
9) Ελένη Γλυκατζή-Αρβελέρ, Ελένη, Η Πολιτική Ιδεολογία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας7, μετ. Τούλα Δρακοπούλου, εκδ. Ψυχογιός, Αθήνα 2003.
10) Ιστορία του Ελληνικού Έθνους,(συλλογικό) Εκδοτικής Αθηνών, τ. Η’ (Βυζαντινός Ελληνισμός – Μεσοβυζαντινοί Χρόνοι), Αθήνα 1978.
11) Καραγιαννόπουλος, Ιωάννης, Ιστορία Βυζαντινού Κράτους, τ.Β’ (565-1081), εκδ. Βάνιας, Θεσσαλονίκη 51993.
12) Menthon, Bernardin, Μοναστήρια και Άγιοι του Ολύμπου της Βιθυνίας, μετ. Ναταλία Βασιλοπούλου, εκδ. Ορθόδοξος Κυψέλη, Θεσσαλονίκη 1980.
13) Μπελέζος, Δημήτρης, Βυζαντινός Στρατός, στη σειρά Μονογραφίες της Στρατιωτικής Ιστορίας, εκδ. Περισκόπιο, Αθήνα 2006.
14) Nicolas, David, Η Εξέλιξη του Μεσαιωνικού Κόσμου, μετ. Μαριάννα Τζιάτζη, εκδ. ΜΙΕΤ, Αθήνα 42007.
15) Παπαρηγόπουλος, Κωνσταντίνος, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τομ.Γ’ & Δ’, Επιμ. Παύλου Καρολίδη, εκδ. Ελευθερουδάκη, Αθήνα χ.χ.(81932).
16) Ρωμανίδης, Ιωάννης, Ρωμηοσύνη Ρωμανία, Ρούμελη. Εκδ. Πουρνάρα, Θεσσαλονίκη (Έκδοση Τρίτη) 2002.
17) Φιλιππίδης, Αναστάσιος, Ρωμηοσύνη ή Βαρρβαρότητα, Έκδ. Ιερά Μονή Γενεθλίου της Θεοτόκου, Λειβαδιά (Έκδ. Δεύτερη) 1997.
18) Χριστοφιλοπούλου, Αικατερίνη , Βυζαντινή Ιστορία, τ. Β1′ (610-867)(21998) τ.Β2′ (867-1081)(21997),εκδ. Βάνιας, Θεσσαλονίκη.
19) Schlumberger, Gustave, Ο Αυτοκράτωρ Νικηφόρος Φωκάς, μετ. Ιωάννης Λαμπρίδης, εκδ. Δημιουργία, Αθήνα 1999.
20) Vasiliev, A. A., Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, τ.Α’ (324-1204), μετ. Δημοσθένη Σαβράμη, εκδ. Μπεγαρδή, Αθήνα χ.χ.
ΙΕΡΟΝ ΗΣΥΧΑΣΤΗΡΙΟΝ ΠΑΝΤΟΚΡΑΤΟΡΟΣ ΜΕΛΙΣΣΟΧΩΡΙΟΥ
ΑΙΩΝΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΙΣΤΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου