|
Το χωριό Βοδίνο όπως φαίνεται από την κοιλάδα του ποταμού Ξηριά. |
Το παρακάνω κείμενο αποτελεί μέρος της έρευνας – μελέτης του Αποστόλου Μπρέντα, που έχει τίτλο: «Η πορεία του 40ου Συντάγματος Ευζώνων Άρτας, στον ελληνοϊταλικό πόλεμο του 1940 – 41».
Η
ιστορία που θα διαβάσετε παρακάτω, είναι αληθινά γεγονότα και
περιστατικά και έχουν σχέση με τη μάχη του Βοδίνου, όπως τη μολόγησαν
αυτοί που την είδαν και την έζησαν. Ήταν η πρώτη μάχη που έδωσε ο
Ελληνικός Στρατός όταν πέρασε τα ελληνοαλβανικά σύνορα. Ήταν το πρώτο
ελληνικό αίμα που χύθηκε στην πολυβασανισμένη βορειοηπειρωτική γη. Για
εμάς τους Αρτινούς, απογόνους αυτών των παλικαριών, έχει να μας πει και
να μας θυμίσει και κάτι παραπάνω. Την υποχρέωση που έχουμε να μην τους
ξεχάσουμε να μην λησμονήσουμε τους αγώνες τους και κάθε χρόνο να
στεκόμαστε με σεβασμό και υπερηφάνεια μπροστά στα ΜΝΗΜΕΙΑ ΤΟΥΣ και να
τους ευγνωμονούμε, καταθέτοντας εκεί, ένα στεφάνι, ένα μικρό λουλούδι,
ένα δάκρυ, μια σκέψη, ακόμα και τη σιωπή μας. Και να είμαστε σίγουροι
ότι τα ΠΑΙΔΙΑ ΜΑΣ εκεί ψηλά, θα ηρεμούν, θα γαληνεύουν, και θ’
αναπαύονται, ξέροντας πως έκαναν το καθήκον τους, δίνοντας για όλους
εμάς ότι πολυτιμότερο είχαν. Τα λιγοστά τους χρόνια. ΑΙΩΝΙΑ Η ΜΝΗΜΗ
ΑΥΤΩΝ!
Η
μάχη έλαβε χώρα σ’ ένα χωριό της Βορείου Ηπείρου, το Βοδίνο κατά την
περίοδο του ελληνοϊταλικού πολέμου 1940 – 41. Σ’ αυτή την ιστορία δεν θα
διαβάσετε για ημίθεους και υπερανθρώπους, για κατορθώματα και πράξεις
που ξεπερνούν τα ανθρώπινα όρια και κάνουν τη φαντασία να οργιάζει.
Είναι μια απλή μικρή ιστορία τριών νέων παιδιών, τριών Ελλήνων φαντάρων
που «έμειναν» εκεί όπως και χιλιάδες άλλα παλικάρια που δεν θα μάθουμε
ποτέ τα ονόματά τους. Τα
κόκαλά τους είναι σπαρμένα και αφημένα στη γη της Βορείου Ηπείρου και
της Αλβανίας, ξεχασμένα, χωρίς σταυρό, χωρίς τάφο, χωρίς κανένα δάκρυ.
Στην δική μας ιστορία, έχουμε την ευλογία να γνωρίζουμε τα ονόματα των τριών στρατιωτών.
Τα
φύλαξαν με κίνδυνο της ζωής τους οι κάτοικοι του μικρού Βοδίνου και
σήμερα μας τα παρέδωσαν ακέραια, θυμίζοντάς μας ότι οι ΗΡΩΕΣ δεν έχουν
ανάγκη από πατρίδα, αλλά πατρίδα τους είναι όλη η γη.
Που βρίσκεται το Βοδίνο
Το χωριό Βοδίνο, ανήκει στην περιοχή της Δρόπολης και βρίσκεται στο νότιο τμήμα της Αλβανίας. Η Δρόπολη ή Δερόπολη, είναι μια στενόμακρη κοιλάδα που ξεκινάει από τη Θεσπρωτία και φτάνει μέχρι το Αργυρόκαστρο. Το
χωριό Βοδίνο βρίσκεται σκαρφαλωμένο σε μια πλαγιά της οροσειράς
Ακροκεραύνια ή Μακρυβούνι και απέχει 5 χιλιόμετρα από το τελωνείο της
Κακαβιάς. Το χωριό φέρει την ονομασία «το μπαλκόνι της Δρόπολης», διότι
σαν να βρίσκεσαι σε μπαλκόνι, έχεις θέα όλη την κοιλάδα του ποταμού
Δρίνου.
Είναι
ένα από τα 37 χωριά που οριοθετούν την Δροπολίτικη κοιλάδα. Κατά μία
άποψη το χωριό πήρε το όνομά του από μια βασίλισσα της περιοχής η οποία
ονομαζόταν Μποντίνω, ενώ μια δεύτερη εκδοχή αναφέρει ότι παλιότερα
ονομαζόταν Βοδινό από τα πολλά βόδια που υπήρχαν και έβοσκαν στην
περιοχή. Σ’ αυτό το μικρό βορειοηπειρωτικό χωριό γράφτηκε μια μεγάλη
σελίδα της νεώτερης ελληνικής ιστορίας που θα διαβάσετε στη συνέχεια.
Πέμπτη 28 Νοεμβρίου 1940
Μία
μέρα πριν (27 Νοεμβρίου) οι ελληνικές δυνάμεις έχουν απωθήσει τους
Ιταλούς από τα ελληνικά σύνορα και πήραν διαταγή να κυνηγήσουν τους
Ιταλούς και μέσα στο έδαφος της Αλβανίας. Ο καιρός ήταν βροχερός αλλά το
κρύο δεν έκανε την πορεία ακόμα δύσκολη και βασανιστική. Το 40ο Σύνταγμα
Ευζώνων της Άρτας ήταν το πρώτο ελληνικό στρατιωτικό τμήμα που μπήκε
στο αλβανικό έδαφος. Οι τσολιάδες πέρασαν γρήγορα και χωρίς αντίσταση
πρώτα το χωριό Λόγγος, στη συνέχεια πέρασαν το χωριό Πέπελι και
κατευθύνθηκαν προς το χωριό Βοδίνο, αλλά πριν μπούνε στο χωριό τους
έπιασε η νύχτα και σταμάτησαν στα πρώτα υψώματα του χωριού να
διανυκτερεύσουν.
Ο λοχαγός του 6ου λόχου,
Δημήτριος Κουρκούμπας έστειλε στα πρώτα σπίτια του χωριού μερικούς
άντρες οι οποίοι ρώτησαν τους φοβισμένους κατοίκους αν υπάρχουν Ιταλοί
μέσα στο χωριό. Οι κάτοικοι τους είπαν ότι οι ιταλοί είχαν φύγει από το
χωριό τους το πρωί και είχαν δίκιο. Οι Ιταλοί είχαν οπισθοχωρήσει. Όμως
οι Ιταλοί, το ίδιο βράδυ, παίρνοντας διαταγή ν’ αμυνθούν σκληρά, αθόρυβα
επέστρεψαν και οχυρώθηκαν πίσω από τις πέτρινες μάντρες των χωραφιών,
έστησαν πολυβόλα σε μικρά οχυρά υψώματα και στις λιθόχτιστες μάντρες των
σπιτιών, προσπαθώντας με κάθε τρόπο να επιβραδύνουν την ελληνική
αντεπίθεση. Οι κάτοικοι του χωριού, κλεισμένοι στα σπίτια τους, δεν
αντιλήφθηκαν το παραμικρό από την νυχτερινή δραστηριότητα του ιταλικού
τμήματος το οποίο έστησε αριστοτεχνικά την ενέδρα του.
Το πρωί της Πέμπτης 28 Νοεμβρίου 1940, με την ανατολή του ήλιου, ο λοχαγός του 6ου λόχου,
διέταξε τους τσολιάδες του να μπούνε προσεκτικά στο χωριό Βοδίνο.
Αριστερά τους και ψηλότερα στο ύψωμα βρισκόταν και κινούνταν ο 5ος λόχος
του υπολοχαγού Βασιλείου Ρουπάκα από τη Θήβα. Η πρωινή ομίχλη δυσκόλευε
την ορατότητα, τα νυσταγμένα μάτια από την κούραση και την ταλαιπωρία
και η διαβεβαίωση των κατοίκων ότι στο χωριό δεν υπήρχαν Ιταλοί έκανε
πιο εύκολα τα πράγματα και οι τσολιάδες βάδιζαν χωρίς προφυλάξεις και
σχεδόν ανέμελα. Μπήκαν στα πρώτα σπίτια του χωριού και στη συνέχεια
αμέριμνοι διακλαδώθηκαν στα στενά σοκάκια του χωριού, όταν ξαφνικά οι
άντρες του 5ου λόχου
που ήταν ψηλότερα από αυτούς, με φωνές και με αλαλαγμούς τους φώναζαν να
καλυφθούν διότι είδαν τους Ιταλούς. Οι άντρες του 6ου λόχου
ή δεν άκουσαν ή δεν έδωσαν σημασία και πέφτουν στην ενέδρα των ιταλών.
Και άρχισε η μάχη. Διαταγές από τους αξιωματικούς. Φωνές από τους
διμοιρίτες και κραυγές από τους στρατιώτες, που τρέχανε στην
κορυφογραμμή και πιο κάτω «χαλασμός Κυρίου»,από τους πυροβολισμούς.
Οι Έλληνες στρατιώτες έφτασαν τόσο κοντά με τους Ιταλούς που πιάστηκαν στα χέρια.
Σε
λίγο το μικρό χωριό μετατράπηκε σε κόλαση φωτιάς. Χειροβομβίδες,
πολυβόλα, αυτόματα όπλα και μάχη σώμα με σώμα. Ο λοχίας Κόκκας Γεώργιος
του 5ου λόχου, νεοφερμένος στο λόχο, δεν είχε καταλάβει τι συνέβαινε στον 6ο λόχο και γράφει στο πολεμικό του ημερολόγιο τα εξής: «μπροστά από μας πήγαινε ο 6ος λόχος.
Πέρασε μια μικρή ρεματιά και ανέβαινε ολόδρομα την πλαγιά, που ήταν
απέναντι.... Εμείς χωρίσαμε και βαδίζαμε αριστερότερα, για να ανεβούμε
στην κορυφή του ίδιου αντερείσματος. Σε κάποια στιγμή ακούσαμε στο
μέτωπο του 6ου λόχου, πυροβολισμούς κακό και αντάρα..
- Πιάστηκε η μάχη, τρέξτε παιδιά στην κορυφή. Εκεί η μια διμοιρία, εκεί η άλλη.
Κάποτε
έφτασα κι εγώ στην κορυφή. Τι γινόταν όμως, που ήταν ο εχθρός, ούτε που
μπορούσα να καταλάβω, ούτε και μπόρεσα σ’ όλη τη διάρκεια της μάχης να
καταλάβω...
Εδώ
μια ημιομάδα έστηνε το οπλοπολυβόλο της και έφτιαχνε το οπλοπολυβολείο,
που κοιτούσε προς τα πίσω… Εγώ γέμισα το όπλο μου, υπελόγισα την
απόσταση σε 800 μέτρα και αφού ταχτοποίησα το κλισιοσκόπιο, σημάδεψα και
έριξα. Αμέσως πετάχτηκαν με φωνές οι τσολιάδες από γύρω μου να με φάνε:
- Τι ρίχνεις, μωρέ; θα προδώσεις το οπλοπολυβόλο κ.λ.π.
Αλλά,
όταν είδαν πως είμαι από τους νέους, ησύχασαν και μου έδωσαν μια
συμβουλή, να πιάσω μια πέτρα και να καθίσω. Σε λίγο από πάνω μου άκουσα
τη φωνή του ανθυπολοχαγού Κουτσοσπύρου, που με φώναζε. Έτρεξα προς τα
κει.
- Τι γίνεται κύριε ανθυπολοχαγέ; Τι θα φτιάσουμε; Που είναι ο εχθρός;
Οι σφαίρες σφύριζαν γύρω μας και αυτός μου είπε να κρυφτώ πίσω από την πέτρα...».
Η
μάχη ήταν στο κορύφωμά της, όταν ξαφνικά δύο έλληνες στρατιώτες που
προσπαθούσαν να στήσουν το πολυβόλο τους γαζώνονται από ιταλικό πολυβόλο
και πέφτουν νεκροί.
Ήταν
ο Στέφανος Γραβιάς από το συνοικισμό Σγάρα Καταρράκτη Άρτας και ο
Γιάννης Μπουραντάς από το Κομπότι Άρτας. Ο δεκανέας Κώστας Κοντοδήμας
από τις Πηγές Άρτας, στοιχειάρχης του πολυβόλου θυμάται: «χωρίς να
το καταλάβουμε βρεθήκαμε κυκλωμένοι με τους άνδρες του στοιχείου μου. Ο
προμηθευτής μου και ο γεμιστής του πολυβόλου μου, ο Γιάννης Μπουραντάς
από το Κομπότι και ο Στέφανος Γραβιάς από την Σγάρα Καταρράκτη,
σκοτώθηκαν ενώ προσπαθούσαν να στήσουν το πολυβόλο. Εμένα με είχαν
πιάσει από την χλαίνη και με τραβούσαν προς το μέρος τους. Την χλαίνη
την είχα κάνει ρολό και την πέρασα πάνω μου χιαστί για να κινούμαι
εύκολα στην μάχη. Αυτό με έσωσε από την αιχμαλωσία, γιατί έτσι όπως την
είχα, με μια αστραπιαία κίνηση, την πέταξα από πάνω μου και χάθηκα μες
τους θάμνους, αφήνοντας την στους Ιταλούς ενθύμιο».
Λίγο πιο πάνω οι τσολιάδες προσπαθούσαν να βγάλουν τους ιταλούς από τα οχυρά τους.
Με
τις ξιφολόγχες και με πάλη σώμα με σώμα, αγωνίζονταν να κερδίσουν το
εχθρικό έδαφος. Οι Ιταλοί τότε μη μπορώντας να σταματήσουν τους
τσολιάδες, άρχισαν να ρίχνουν πολλές χειροβομβίδες για να τους
αποκρούσουν. Μια χειροβομβίδα τραυμάτισε θανάσιμα τον στρατιώτη Χρήστο
Στάμο από τα Άγναντα Άρτας. Το παλικάρι έπεσε στο χώμα, ενώ ένα ιταλικό
πολυβόλο συνέχισε να ρίχνει πάνω του. Ο άδικος θάνατος των τριών
στρατιωτών, αφήνιασε τον υπόλοιπο λόχο που επιτέθηκε με λύσσα. Οι
ξιφολόγχες και των υπολοίπων βγήκαν από τα θηκάρια τους και μπήγονταν σε
κορμιά. Μέχρι το μεσημέρι η μάχη μαίνονταν από άκρη σε άκρη μέσα στο
χωριό. Τα ιταλικά πολυβόλα κροτάλιζαν συνεχώς.
Ξαφνικά
όμως τα πάντα σταμάτησαν. Οι ιταλοί τα παράτησαν και κίνησαν τροχάδην
να σωθούν στον κατήφορο, αφήνοντας τους νεκρούς και τραυματίες
συντρόφους τους στο έλεος του Θεού. Δεκατρείς, ήταν οι έλληνες
στρατιώτες που τραυματίστηκαν. Κατά το μεσημέρι οι κάτοικοι του Βοδίνου
βγήκαν από τα σπίτια τους και μάζεψαν τα τρία νεκρά παλικάρια.
Το
τι έγινε τότε δεν περιγράφεται. Θρήνος και κλάματα από ολόκληρο το
χωριό. Η νεκρική πομπή κατευθύνθηκε στην εκκλησία της Αγίας Παρασκευής,
πάνω στο λόφο και εκεί τα έθαψαν μαζί, δίπλα – δίπλα, τον Χρήστο, το
Γιάννη και τον Στέφανο, για ν’ αναπαυθούν και να κοιμηθούν τον αιώνιο
ύπνο τους.
Την
επόμενη μέρα ο ελληνικός στρατός έφυγε από το χωριό και προχώρησε
μπροστά, αφήνοντας τα τρία παιδιά του στα αιματοβαμμένα χώματα της
βορειοηπειρωτικής γης.
Στη μάχη του Βοδίνου, σκοτώθηκαν τρεις στρατιώτες του 6ου λόχου:
1) ο στρατιώτης του 6ου λόχου, Γραβιάς Στέφανος του Χρήστου, από το χωριό Σγάρα
Καταρράκτη Άρτας.
2) ο στρατιώτης του 6ου λόχου, Μπουραντάς Ιωάννης του Ευαγγέλου, από το χωριό
Κομπότι Άρτας.
3) ο στρατιώτης του 6ου λόχου, Στάμος Χρήστος του Γεωργίου, από το χωριό Άγναντα Άρτας.
Γραβιάς Στέφανος του Χρήστου (+28/11/1940)
Ο Στέφανος Γραβιάς, γεννήθηκε στο συνοικισμό Σγάρα Καταρράκτη το έτος 1916. (1) Ήταν
γιός του Χρήστου και της ............ Είχε ακόμα τρία αδέρφια, ενώ με
τον μεγαλύτερο αδερφό του Ευάγγελο πολεμούσαν μαζί στον ελληνοϊταλικό
πόλεμο. Υπηρέτησε κανονικά τη στρατιωτική του θητεία και απολύθηκε το
έτος 1938. Επιστρατεύτηκε με ατομική πρόσκληση στις 2 Οκτωβρίου 1940 και
κατατάχτηκε στο 40ο Σύνταγμα Ευζώνων Άρτας. Τοποθετήθηκε στο ΙΙ/40 Τάγμα στον
2ο λόχο
πολυβόλων και πήρε την ειδικότητα του γεμιστή πολυβόλου. Όταν
επιστρατεύτηκε ήταν ανύπανδρος. Φονεύθηκε κατά την αντεπίθεση του
ελληνικού στρατού, την Πέμπτη 28 Νοεμβρίου 1940, στην μάχη για την
κατάληψη των υψωμάτων προ του χωριού Βοδίνο στο έδαφος της Βορείου
Ηπείρου.
Ο στρατιώτης Κίτσιος Γεώργιος του ΙΙΙ/40 Τάγματος, από το χωριό Καλόβατος Άρτας, θυμάται τη μάχη στο Βοδίνο και σημειώνει: «την άλλη μέρα, ακούμε κάτι πυροβολισμούς κάτω που ήταν το 2ο Τάγμα που είχε προχωρήσει μπροστά. Ήταν σε κάτι χωράφια. Εκεί
σ’ αυτά τα χωριά τα χωράφια τα έχουν όλα κλειστά, όπως είναι το κλούρι
στην εκκλησιά, όλα κλειστά με πέτρες και στις γωνίες έχουν τρύπες να
φεύγει το νερό. Εκεί μέσα ήταν τρυπωμένοι οι Ιταλοί, οι δικοί μας
προχώραγαν χωρίς να τους πάρουν χαμπάρι. Τους φώναζαν οι χωριάτες:
- Μην προχωράτε, οι Ιταλοί είναι απέκια και θα σας πιάσουν.
- Προχωρείτε, έλεγε ο αξιωματικός και καβάλαγε ένα άλογο ψαρί, ένα άλογο παρδαλό.
Πετάγονται απάνω οι Ιταλοί τους βάζουν με τα πολυβόλα και σκοτώνονται τρείς δικοί μας και τραυματίστηκαν πολλοί».
Ο
δεκανέας Κώστας Κοντοδήμας (Παπαγιάννης) από τις Πηγές, στοιχειάρχης
πολυβόλου κίνησης, περιγράφει το θάνατο του Στέφανου Γραβιά: «στο
Βοδίνο λίγο έλειψε να με πιάσουν αιχμάλωτο. Βρέθηκα κυκλωμένος με τους
άνδρες του στοιχείου μου. Ο προμηθευτής μου και ο γεμιστής του πολυβόλου
μου, ο Γιάννης Μπουραντάς από το Κομπότι και ο Στέφανος Γραβιάς από την
Σγάρα Καταρράκτη, σκοτώθηκαν ενώ προσπαθούσαν να στήσουν το πολυβόλο.
Εμένα με είχαν πιάσει από την χλαίνη και με τραβούσαν προς το μέρος
τους.
Την
χλαίνη την είχα κάνει ρολό και την πέρασα πάνω μου χιαστί για να
κινούμαι εύκολα στην μάχη. Αυτό με έσωσε από την αιχμαλωσία, γιατί έτσι
όπως την είχα, με μια αστραπιαία κίνηση, την πέταξα από πάνω μου και
χάθηκα μες τους θάμνους, αφήνοντας την στους Ιταλούς ενθύμιο. Θυμάμαι
ότι όταν μας ζύγωναν οι Ιταλοί, μας φώναζαν: - Γκρέκο, θα πάμε στην Άρτα
να φάμε πορτοκάλια! Λες και ξέρανε ότι εμείς ήμασταν από κει».
Η ημερησία διαταγή του 40ου Συντάγματος, γράφει τα παρακάτω: «οι
κάτωθι έφεδροι οπλίτες φονεύθηκαν ενδόξως υπέρ της πατρίδος στο πεδίον
της μάχης. Διαγράφω της δύναμης των οπλιτών της 1325 μονάδας και τους
οικείου λόχους. ...2) στρατιώτην Γραβιάν Στέφανον του Χρήστου, κλάσεως 1936, Α.Σ.Μ. 99815, του ΙΙου λόχου πολυβόλων, φονευθέντα την 28ην Νοεμβρίου 1940».
Ο λοχίας Κόκκας Γεώργιος, του 7ου λόχου, βρέθηκε στο χωριό Βοδίνο πέντε μέρες μετά τη φονική μάχη και γράφει στο πολεμικό ημερολόγιό του, τα εξής: «Τετάρτη
4 Δεκεμβρίου. Ξημέρωσε καινούργια μέρα. Πήραμε ψωμί, τσάι και τυρί.
Αφού μάζεψα τα πράματα, ανέβηκα στην κορυφή του λόφου. Εδώ έγινε πριν
από πέντε μέρες η μάχη του Βοδίνου. Εδώ πάνω ήταν οι Ιταλοί κι εδώ πάνω
έγινε η σύγκρουση με τον 6ο Λόχο και είχαμε και λίγα θύματα.
Μερικοί τσολιάδες προσπαθούσαν να αναπαραστήσουν τη μάχη.
- Να, εδώ ήταν οι Ιταλοί, εκεί ήρθαν οι δικοί μας, φαίνεται από τις χειροβομβίδες, που τους έριξαν οι Ιταλοί.
- Μπα! Ήρθαν εδώ οι δικοί μας; ρώτησε ένας νέος τσολιάς.
-
Τι λες μωρέ, ήρθαν και παραήρθαν. Να! Βλέπεις εκείνη τη μάντρα; εκεί
ήρθαν οι δικοί μας κι έστησαν το οπλοπολυβόλο. Από μέσα όμως από τη
μάντρα ήταν Ιταλοί και τους άρπαξαν το οπλοπολυβόλο από την κάνη και
έριξαν χειροβομβίδες. Αμέσως, οπισθοχώρησαν οι δικοί μας, για να
καλυφθούν και τότε σκοτώθηκαν όσοι σκοτώθηκαν.
Όλη η παρέα των τσολιάδων μετατοπίστηκε κατά τη μάντρα, για να κάμει αυτοψία.
- Να, εδώ ακούμπησαν το οπλοπολυβόλο, εδώ πάνω…
- Βρε παιδιά μια καραβάνα! φώναξαν.
Όλοι
τρέξαμε προς αυτόν και είδαμε. Μια καραβάνα χιλιοτρυπημένη από
θραύσματα χειροβομβίδας. Δηλαδή η χειροβομβίδα χτύπησε το στρατιώτη στο
σακίδιο, στη μέση του αριστερού πλευρού, έκανε κομμάτια το σακίδιο και
την καραβάνα, και «έφαγε» και τα τελευταία πλευρά του στρατιώτη. Στην
καραβάνα ήταν ακόμα κολλημένο χνούδι από το σακίδιο, που κατάκοψε η
χειροβομβίδα και ξεραμένες μερικές σταγόνες από αίμα.
Κι
ακόμα, ανάμεσα σ’ αυτά μια υπογραφή, χαραγμένη με σουγιά: «Γραβιάς».
Δεν θυμάμαι το μικρό του όνομα, γιατί ήταν σύμπλεγμα. Κάπου εκεί σιμά
ήταν θαμμένος κι αυτός.
Ο Θεός να τους συγχωρέσει όλους. Δεν θα ξαναγυρίσουν σπίτια τους. Οι φαμελιές τους δε θα τους ξαναδούν. Μου είπανε πως στον 6ο Λόχο υπηρετούσε κι ο αδερφός του Γραβιά. Αυτός παράστεκε στην κηδεία και τώρα έκαμαν χαρτιά ν’ απολυθεί».
Οι
τρείς στρατιώτες που σκοτώθηκαν την ημέρα εκείνη στη μάχη του χωριού
Βοδίνου, ήταν ο Στέφανος Γραβιάς από τη Σγάρα Καταρράκτη, ο Μπουραντάς
Ιωάννης από το Κομπότι και ο Χρήστος Στάμος από τα Άγναντα. Οι κάτοικοι
του βορειοηπειρωτικού χωριού έθαψαν τους τρεις στρατιώτες σε κοινό τάφο,
στο λόφο της Αγίας Παρασκευής, εκεί που βρίσκεται και το ομώνυμο
εκκλησάκι. Στις 2 Ιουλίου 2009, ο ανιψιός του στρατιώτη Μπουραντά από το
Κομπότι, Ιωάννης με τη βοήθεια και τη συμπαράσταση των κατοίκων του
χωριού, έκαναν εκταφή των στρατιωτών και ανήγειραν μνημείο, αντάξιο
της θυσίας των Ηρώων. Σ’ αυτό το μνημείο αναπαύεται σήμερα ο ΗΡΩΑΣ,
Στέφανος Γραβιάς.
Μπουραντάς Ιωάννης του Ευαγγέλου (+28/11/1940)
Ο Μπουραντάς Ιωάννης, γεννήθηκε στο Κομπότι Άρτας το έτος 1914. (1) Ήταν
γιός του Ευαγγέλου και της .......... Υπηρέτησε την κανονική θητεία
του και απολύθηκε το έτος 1936. Το επάγγελμά του ήταν αγρότης.
Επιστρατεύτηκε στις αρχές Οκτωβρίου του ΄40, και κατατάχτηκε στο 40ο Σύνταγμα Ευζώνων Άρτας. Τοποθετήθηκε στο ΙΙ/40 Τάγμα, στον 2ο λόχο
πολυβόλων. Όταν έφυγε για τον πόλεμο ήταν ανύπαντρος. Πήρε την
ειδικότητα του προμηθευτή πολυβόλου και πήρε μέρος σ’ όλες τις μάχες που
έδωσε ο λόχος του, πολεμώντας ηρωικά. Φονεύθηκε την Πέμπτη 28 Νοεμβρίου
1940, στο χωριό Βοδίνο της Βορείου Ηπείρου όπως αναφέρει η ημερησία
διαταγή: «οι κάτωθι έφεδροι οπλίτες φονεύθηκαν ενδόξως υπέρ της
πατρίδος στο πεδίον της μάχης. Διαγράφω της δύναμης των οπλιτών της 1325
μονάδας και τους οικείου λόχους. ...3) στρατιώτην Μπουραντάν Ιωάννην
του Ευαγγέλου, κλάσεως 1934, Α.Σ.Μ. 102336, φονευθέντα την 28ην Νοεμβρίου 1940, του ΙΙου λόχου πολυβόλων».
Ο
δεκανέας Κώστας Κοντοδήμας (Παπαγιάννης) από τις Πηγές, στοιχειάρχης
πολυβόλου κίνησης, περιγράφει το θάνατο του Μπουραντά Ιωάννη: «στο
Βοδίνο λίγο έλειψε να με πιάσουν αιχμάλωτο. Βρέθηκα κυκλωμένος με τους
άνδρες του στοιχείου μου. Ο προμηθευτής μου και ο γεμιστής του πολυβόλου
μου, ο Γιάννης Μπουραντάς από το Κομπότι και ο Στέφανος Γραβιάς από την
Σγάρα Καταρράκτη, σκοτώθηκαν ενώ προσπαθούσαν να στήσουν το πολυβόλο.
Εμένα με είχαν πιάσει από την χλαίνη και με τραβούσαν προς το μέρος
τους.
Την
χλαίνη την είχα κάνει ρολό και την πέρασα πάνω μου χιαστί για να
κινούμαι εύκολα στην μάχη. Αυτό με έσωσε από την αιχμαλωσία, γιατί έτσι
όπως την είχα, με μια αστραπιαία κίνηση, την πέταξα από πάνω μου και
χάθηκα μες τους θάμνους, αφήνοντας την στους Ιταλούς ενθύμιο. Θυμάμαι
ότι όταν μας ζύγωναν οι Ιταλοί, μας φώναζαν: - Γκρέκο, θα πάμε στην Άρτα
να φάμε πορτοκάλια! Λες και ξέρανε ότι εμείς ήμασταν από κει».
Ένα κείμενο που έγραψε η κυρία Ελευθερία Μποτέτσιου, δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα
«ΤΟ ΚΟΜΠΟΤΙ» τον Οκτώβριο του 1991- αρ. φύλ.128. Έχει τίτλο «Ο ΝΑΚΟΣ, Ο ΑΓΝΩΣΤΟΣ ΗΡΩΑΣ» και
είναι αφιερωμένο στον στρατιώτη Μπουραντά Ιωάννη. Είναι γραμμένο με
σεβασμό και ευγνωμοσύνη, για τον ΗΡΩΑ, Νάκο Μπουραντά, όπως χαϊδευτικά
τον φώναζαν στο χωριό μας. «Με
τις ευχές της μάνας του έφυγε για το μέτωπο. Τον φίλησε, τον κοίταξε
κατάματα και τον χτύπησε στον ώμο. Αντάμα με άλλα παλικάρια του χωριού
πήγε ο Νάκος στην Ήπειρο, πάνω στα βουνά της Αλβανίας. Πέρασαν όλοι τους
πολλά. Δεν ήταν οι ψείρες που τους καταρούφηξαν το αίμα, δεν ήταν η
πείνα, μα πιο πολύ ήταν το κρύο που δεν το άντεχαν άλλο. Αυτό τους
πάγωνε τα κόκαλα. Δεν έκανε τίποτε ούτε η χλαίνη, ούτε τα μάλλινα τα
γάντια. Χιόνια πολλά ήταν στα βουνά. Λες πως κι ο ίδιος ο Θεός τα έβαλε
μαζί τους. Περπατούσαν μερόνυχτα μέσα στα χιόνια και τ’ άρβυλα χωνόταν
βαθιά στη λάσπη την ανακατωμένη με το χιόνι. Τα μουλάρια κολλούσαν μέσα
στη λάσπη τόσο που έπρεπε να τα ξεφορτώσουν, για να καταφέρουν να τους
βγάλουν τα πόδια από ‘κει. Περπατούσε κι αυτός ανάμεσα τους για να
φτάσει εκεί. Περπατούσε, κρύωνε και συλλογιζόταν το χωριό του, τη μάνα
του εκεί δίπλα στη φωτιά. Έβλεπε μπρος στα μάτια του τη φιγούρα της με
το χέρι στο μέτωπο την ώρα που χανόταν στον ορίζοντα. Την έβλεπε με το
φαρδύ το μαύρο της φουστάνι και το μαντήλι στο κεφάλι. Πόσες βραδιές τις
πέρασε κάτω από ένα έλατο κουκουλωμένος με τη χλαίνη του, γιατί το
ανεμόβροχο δεν άφηνε να στήσουν τις σκηνές τους! Τότε ήταν που τη
θυμόταν πιο πολύ.
Και
προχωρούσε με τους άλλους αντάμα. Ήταν Νοέμβρης μήνας και ήθελαν να
φτάσουν στο Βουδίνο. Οι Ιταλοί ήταν ταμπουρωμένοι εκεί, και καραδοκούσαν
ν’ ανοίξουν πυρ. Άφησε τις σκέψεις ο Νάκος και μαζί με τους άλλους
ετοιμάστηκε. Ο λοχαγός τους είπε όσα λένε σ’ αυτές τις περιπτώσεις.
Θάρρος, ηρωισμό και αντοχή να δείξουν, για να διώξουν τους
κοκορόφτερους. Να πολεμήσουν γενναία, για να λευτερώσουν τον τόπο τους,
για να γυρίσουν στο σπίτι τους, κοντά στη μάνα που τους περιμένει και σ’
όλους τους αγαπημένους. Τέτοιες ώρες δεν σκέφτεσαι τίποτε. Τέτοιες ώρες
παραλογίζεσαι, γίνεσαι γενναίος, ξεχνάς τους φόβους. Το όπλο γίνεται
συνέχεια του χεριού σου. Το ίδιο συνέβη και με το Νάκο, που υπηρετούσε
στο τάγμα των Ευζώνων. Όλοι τους ήταν ομορφοκαμωμένοι κι η φορεσιά του
Εύζωνα τους τόνιζε τη λεβεντιά. Σε λίγο ακούγονται τα πρώτα δαιμονισμένα
σφυρίγματα των αεροπλάνων.
Οι
Εύζωνοι δεν γίνονται αντιληπτοί. Όμως οι ταμπουρωμένοι Ιταλοί τους
βλέπουν πολύ καλά κι αρχίζουν να πυροβολούν. Οι δικοί μας κρατώντας γερά
τις θέσεις τους ανταποκρίνονται στα πυρά. Κάποιοι που ήρθαν για
ενισχύσεις έφεραν το μήνυμα πως ο Ταγματάρχης Κωστάκης έκανε χαλασμό
στους Ιταλούς. Έριχνε, λέει, εκεί που ήθελε, σημάδευε ακόμα και τα
καζάνια των Ιταλών και τους τα διέλυε. Μάθαιναν ετούτοι τα καλά μαντάτα
κι αντρώνονταν, πάλευαν με χέρια και με δόντια. Ξαφνικά έβλεπες αυτά τα
απλά, τα καθημερινά χωριατόπουλα να γίνονται υπεράνθρωποι. Λες κι
έβγαιναν απ’ τον εαυτό τους, λες και δεν είχαν σώμα, έμεναν μόνο με το
όπλο και την ψυχή τους. Εκεί ήταν που μέθυσε κι ο Νάκος. Μέθυσε στο
πανηγύρι για τη λευτεριά κι αψήφησε τις ριπές των όπλων. Σαν ήρωας
πολέμησε, είπε ο λοχαγός κι όλοι οι συμπολεμιστές του. Μέσα σ’ αυτό το
παραλήρημα, μέσ’ το τρελό πανηγύρι, πολεμώντας και φωνάζοντας «αέρα»
ήταν που δέχτηκε την πρώτη σφαίρα.
- Οι μανούλα μου, είπε.
Συνέχισε
να πολεμάει μα σε λίγο το όπλο του ‘πεσε απ’ το χέρι. Τον πήραν πιο
πέρα. Κρατούσε με το χέρι την πληγή του απ’ όπου πετιόταν το αίμα και
κοκκίνιζε το πάλλευκο χιόνι.
- Μανούλα μου, ξανάπε, μανούλα μου δεν θα σε ξαναδώ.
Ο
βόγκος του θύμιζε θεριό πληγωμένο. Αντιλάλησαν γύρω τα πλάγια κι οι
ποταμιές. Ήταν τότε που ο ήρωας πέθαινε. Η μάνα του δε θα τον ξαναδεί.
Οι συμπολεμιστές πρέπει να γυρίσουν στο πεδίο της μάχης. Κανείς δεν
ξέρει. Λένε πως τον έθαψαν εκεί στο κάτασπρο χιόνι, που τον σκέπασε,
όπως θα τον σκέπαζε το άσπρο σεντόνι της μάνας του. Έφυγε ο ήρωας κι η
μανούλα του πρόσμενε στο χωριό. Καρτερούσε μαντάτα απ’ το γιο της να
μάθει.
Και ρωτούσε όποιον έβρισκε μην έμαθε τίποτε και για το Νάκο της, το δικό της το λεβέντη. Βρήκε και την Αποστολάκαινα.
- Μην έμαθες τίποτι, της είπε, για τα παιδιά;
-
Ναι, μας έστειλε γράμμα το παιδί μ’ και λέει πως είναι όλοι καλά και
πως συνέχεια νικάν τους Ιταλούς. Δε θ’ αργήσουν να ‘ρθουν.
- Μακάρ’ να τα καλοδεχτούμι.
Και
το κακό το νέο σε λίγο έφτασε στο χωριό και πλανιόταν σ’ όλο τον
ορίζοντα. Το ήξεραν όλοι, μόνο η μάνα δεν τ’ άκουσε. Ρωτούσε καιρούς
ακόμα και καρτερούσε το γιο της.
Μέχρι
που τ’ άκουσε μια μέρα κι έπεσε κάτω. Γύρισε ο ουρανός και γκρεμίστηκαν
όλα γύρω της. Πέρασαν όλα της τα χρόνια με πίκρα για το χαμό του
παιδιού της και πέθανε με τον καημό του Νάκου της, του ήρωα του
αγνώστου, του εύζωνα που υπηρετούσε στον 3ο λόχο του 3ου τάγματος, του 40ου Συντάγματος,
που ξεκίνησε από το Κομπότι και αφού έπεσε πολεμώντας ηρωικά, τον
έθαψαν πάνω στα βουνά της Αλβανίας κάτω από το κάτασπρο χιόνι».
Το
νεκρό σώμα του ΗΡΩΑ, Μπουραντά Ιωάννη, το πήραν οι συμπολεμιστές του
και μαζί με τους κατοίκους του χωριού το έθαψαν στο προαύλιο της
εκκλησίας, στο λόφο της Αγίας Παρασκευής Βοδίνου, δίπλα – δίπλα με τ’
άλλα δύο παλικάρια που φονεύθηκαν εκεί.
Στάμος Χρήστος του Γεωργίου (+28/11/1940)
Ο Χρήστος Στάμου, γεννήθηκε στο χωριό Άγναντα Άρτας το έτος 1915. (1) Ήταν
γιός του Γεωργίου και της Αλεξάνδρας. Η οικογένειά τους ήταν πολύτεκνη.
Όταν έφυγε για τον πόλεμο ήταν παντρεμένος με την Αρετή και άφησε πίσω
του ένα κοριτσάκι 6 μηνών.
Επιστρατεύτηκε
τον Οκτώβριο του ΄40 και παρουσιάστηκε στο 3/40 Σύνταγμα Ευζώνων Άρτας.
Ήταν στρατιώτης και τοποθετήθηκε στο ΙΙ/40 Τάγμα, στον 6ο λόχο. Ακολούθησε την πολεμική πορεία του λόχου του και πολέμησε ηρωικά σ’ όλες τις μάχες στις οποίες έλαβε μέρος.
Φονεύθηκε την Πέμπτη 28 Νοεμβρίου 1940, στη μάχη του Βοδίνου.Η ημερησία διαταγή του 40ου Συντάγματος, αναφέρει τα εξής: «οι
κάτωθι έφεδροι οπλίτες φονεύθηκαν ενδόξως υπέρ της πατρίδος στο πεδίον
της μάχης. Διαγράφω της δύναμης των οπλιτών της 1325 μονάδας και τους
οικείου λόχους. ...1) στρατιώτην Στάμον Χρήστον του Γεωργίου, κλάσεως 1935, Α.Σ.Μ. 102603, του 6ου λόχου, φονευθέντα την 28ην Νοεμβρίου 1940».
Ο στρατιώτης Κίτσιος Γεώργιος από το χωριό Καλόβατος Άρτας, θυμάται τα παρακάτω:
«την άλλη μέρα, ακούμε κάτι πυροβολισμούς κάτω που ήταν το 2ο Τάγμα το δικό μας που είχε προχωρήσει μπροστά. Ήταν σε κάτι χωράφια. Εκεί
τα χωράφια τα έχουν όλα κλειστά, όπως είναι το κλούρι στην εκκλησιά,
όλα κλειστά με πέτρες και στις γωνίες έχουν τρύπες να φεύγει το νερό.
Εκεί μέσα ήταν τρυπωμένοι οι Ιταλοί, οι δικοί μας προχώραγαν χωρίς να
τους πάρουν χαμπάρι. Τους φώναζαν οι χωριάτες:
- Μην προχωράτε, οι Ιταλοί είναι απέκια και θα σας πιάσουν.
- Προχωρείτε, έλεγε ο αξιωματικός και καβάλαγε ένα άλογο ψαρί, ένα άλογο παρδαλό.
Πετάγονται
απάνω οι Ιταλοί τους βάζουν με τα πολυβόλα και σκοτώνονται τρείς δικοί
μας και τραυματίστηκαν πολλοί. Ένας λεγόταν Στάμος».
Ο στρατιώτης Κωνσταντίνος Γιάπρος από το Γραικικό Άρτας, μας λέει: «εκεί στα Βοδινά, σκοτώθηκε ο συνέταιρός μου, ο Χρήστος Στάμος. Μ’ αυτόν είχαμε μαζί τη σκηνή, ανά δύο φτιάχναμε μια σκηνή.
Ένα
αντίσκηνο εγώ κι ένα αντίσκηνο αυτός τα κουμπώναμε με κουμπιά στην
κορυφή, μπήγαμε παλούκια γύρα – γύρα και φτιάχναμε τη σκηνή μας και
ξημερώναμε εκεί τα βράδια. Οι Ιταλοί εκεί στα Βοδινά ήταν μέσα στο
χωριό, σ’ ένα ύψωμα ταμπουρωμένοι.
- Εμπρός να πάρουμε το ύψωμα, φώναξε ο λοχαγός, κι εκεί βαρέθηκε ο Χρήστος.
Ξέρεις με πόσες σφαίρες βαρέθηκε ο Στάμος, μπροστά στα μάτια μας; 20 σφαίρες, 30 σφαίρες, δεν μετριόνταν, τον βάραγαν 3 πολυβόλα τον φουκαρά, τον έκαναν κόσκινο ντήπ.
Καλύτερα, καλύτερα έτσι, αφού δεν ένιωσε πόνο. Από την Άγναντα ήταν ο
Στάμος, γερό παιδί, κοντός και λίγο γεμάτος, ενώ ο άλλος ο Μπουραντάς
ήταν πιο λεπτός και πιο ψηλός».
Οι
κάτοικοι του Βοδίνου, έθαψαν το σώμα του ΗΡΩΑ, Χρήστου Στάμου, δίπλα
στους άλλους δύο συμπολεμιστές του, στο προαύλιο της Αγίας Παρασκευής.
Και για περίπου 69 ολόκληρα χρόνια, σχεδόν καθημερινά ανέβαιναν ως το
λόφο, άναβαν το καντήλι πάνω στον τάφο τους και στις δύσκολες εποχές του
καθεστώτος, άφηναν κρυφά να τρέξει ένα δάκρυ, φόρος τιμής και
ευγνωμοσύνης στους ΗΡΩΕΣ του '40.
Στη
μάχη του χωριού Βοδίνο, τραυματίστηκαν ακόμα και οι παρακάτω στρατιώτες
από τα χωριά της Άρτας και του Βάλτου Αιτωλοακαρνανίας:
1) ο λοχίας του 6ου λόχου, Παπαχρήστου Ιωάννης του Δημητρίου, κλάσεως 1929, από το
χωριό Γρετσίστα Άρτας, τραυματίστηκε στις 28 Νοεμβρίου στο ύψωμα Βοδίνο.
2) ο δεκανέας του 6ου λόχου, Τσιρώνης Ελευθέριος του Γεωργίου, κλάσεως 1938, από το
χωριό Χώσεψη Άρτας, τραυματίστηκε στις 28 Νοεμβρίου στο ύψωμα Βοδίνο.
3) ο στρατιώτης του 6ου λόχου, Λαγός Ιωάννης του Κωνσταντίνου, κλάσεως 1938, από το
χωριό Πέτα Άρτας, τραυματίστηκε στις 28 Νοεμβρίου στο ύψωμα Βοδίνο.
4) ο στρατιώτης του 6ου λόχου, Μιχαλόπουλος ........ (αδιάγμωστο όνομα) του Αλεξάνδρου, κλάσεως
1937, από το χωριό Νησίστα Παλαιάς Ελλάδος, τραυματίστηκε στις 28 Νοεμβρίου.
5) ο στρατιώτης του 6ου λόχου, Μάρας Γεώργιος του Κωνσταντίνου, κλάσεως 1933, από το
χωριό Νησίστα Παλαιάς Ελλάδος, τραυματίστηκε στις 28 Νοεμβρίου στο ύψωμα Βοδίνο.
6) ο στρατιώτης του 6ου λόχου, Κωστάκης Ευάγγελος του Δημητρίου, κλάσεως 1933, από το
χωριό Άγναντα Άρτας, τραυματίστηκε στις 28 Νοεμβρίου στο ύψωμα Βοδίνο.
7) ο στρατιώτης του 6ου λόχου, Πρέντζας Χρήστος του Σπυρίδων, κλάσεως 1936, από το
χωριό Νησίστα Παλαιάς Ελλάδος, τραυματίστηκε στις 28 Νοεμβρίου στο ύψωμα Βοδίνο.
8) ο στρατιώτης του 6ου λόχου, Κασβίκης Γεώργιος του Γεωργίου, κλάσεως 1939, από το
χωριό Περδικάκι Βάλτου, τραυματίστηκε στις 28 Νοεμβρίου στο ύψωμα Βοδίνο.
9) ο στρατιώτης του 6ου λόχου, Ζαρμακούπης Κωνσταντίνος του Φωτίου, κλάσεως 1936,
από το χωριό Σύντεκνο Βάλτου, τραυματίστηκε στις 28 Νοεμβρίου στο ύψωμα Βοδίνο.
10) ο στρατιώτης του 6ου λόχου, Βασίλας Κωνσταντίνος του Χρήστου, κλάσεως 1936, από το
χωριό Φλωριάδα Βάλτου, τραυματίστηκε στις 28 Νοεμβρίου στο ύψωμα Βοδίνο.
11) ο στρατιώτης του 6ου λόχου, Καραγιάννης Ιωάννης του Ηλία, κλάσεως 1930, από το
χωριό Λειψώ Άρτας, τραυματίστηκε στις 28 Νοεμβρίου στο ύψωμα Βοδίνο.
12) ο στρατιώτης του 6ου λόχου, Παππάς Κωνσταντίνος του Γεωργίου, κλάσεως 1936, από το
χωριό Αγία Παρασκευή Άρτας, τραυματίστηκε στις 28 Νοεμβρίου στο ύψωμα Βοδίνο.
13) ο στρατιώτης του 6ου λόχου, Ρουμελιώτης Λεωνίδας του Χρήστου, κλάσεως 1934, από το
χωριό Μεσούντα Άρτας, τραυματίστηκε στις 28 Νοεμβρίου στο ύψωμα Βοδίνο.
Αργά το απόγευμα τα πάντα τέλειωσαν. Η μάχη του Βοδίνου πέρασε στην ιστορία.
Ο λοχίας του 5ου λόχου, Γεώργιος Κόκκας, γράφει: «κάποια
ώρα τέλειωσε η μάχη, μα εμείς, ακούνητοι πίσω από τις πέτρες μας,
βαστούσαμε τις θέσεις μας. Εμάς τους νέους μας ταχτοποίησαν εκείνη την
ώρα σε διάφορες ομάδες. Εγώ με το Μανώλη Παπαϊωάννου πήγαμε στην ομάδα
του λοχία Σαρλή. Ο Σαρλής – από τα χωριά της Άρτας - ήταν ένα σωστό
παλικάρι Άπλυτος, αξύριστος, γεροδεμένος, ψύχραιμος και με επιβολή
στους άντρες του…
Ούτε
ψωμί, ούτε νερό, ούτε τσιγάρο όλη αυτή τη μέρα… Είχε κρυφτεί ο ήλιος
πίσω από τα βουνά από ώρα… Πρώτη νύχτα στην πρώτη γραμμή! Κάτω στο δρόμο
τον αμαξιτό που περνούσε καταμεσής στον κάμπο, χαλούσε ο κόσμος από τα
αυτοκίνητα, μούγκριζαν μέσα στη νύχτα, λόγχιζαν τα σκοτάδια με τους
προβολείς και έβαζαν όλους μας σε συλλογή.
Αραιά και που, καμιά οβίδα ερχόταν να μας θυμίσει ότι μας έχουν υπόψη τους... Βάρυνε τόσο πολύ εκείνο το βράδυ από τον πόνο η ψυχή μου, που παρ’ ολίγο ν’ ανεβούν στα μάτια μου δάκρυα.
Δεν
ανέβηκαν. Μόνο τα μάτια μου υψώθηκαν προς τον ουρανό και βοήθησαν την
ψυχή να βρει παρηγοριά!... Θερμότερη προσευχή από εκείνη που έκαμα
εκείνο το βράδυ, ούτε θυμήθηκα άλλη φορά στη ζωή μου…»
69 Χρόνια αργότερα
Ο
πόλεμος τελείωσε και τα χρόνια περνούσαν. Η Αλβανία ελευθερώθηκε από
τους Ιταλούς, αλλά σκλαβώθηκε από ένα άλλο καθεστώς, πιο απάνθρωπο και
πιο σκληρό. Διωγμοί, διώξεις, φυλακίσεις και βασανιστήρια περίμεναν
όποιον θα τολμούσε να κάνει το σταυρό του ή να μπει μέσα σε εκκλησία,
αλλά και εσχάτη προδοσία αν το βλέμμα του γύριζε και κοίταζε προς τη
μεριά της Ελλάδας.
Όμως
οι ηρωικοί κάτοικοι του χωριού Βοδίνο, διακινδύνευαν ακόμα και την ίδια
τους τη ζωή, για να «ρίξουν» τρισάγιο στον τάφο των τριών
παλικαριών. Ο παπά-Δημήτρης, κρυφά μες στο σκοτάδι έψελνε πάνω στον
τάφο τους και οι γυναίκες του χωριού που αντικατέστησαν τις μανάδες
τους, χρόνια ολάκερα άναβαν το καντήλι και τα κεριά στον τάφο των
παιδιών της Ελλάδας.
Η Ελευθερία Μποτέτσιου, στο διήγημά της «Ο ΝΑΚΟΣ, Ο ΑΓΝΩΣΤΟΣ ΗΡΩΑΣ» έγραψε τα παρακάτω: «τον τάφο αυτό οι χωριανοί και ο δάσκαλος τον μετέτρεψαν σε μνημείο και κάθε χρόνο στις 28 Οκτωβρίου πήγαινε
εκεί τα παιδιά και ψέλνανε τον Εθνικό Ύμνο καταθέτοντας στεφάνι. Όλα
αυτά γινότανε κρυφά και με φόβο, γιατί τα χρόνια ήτανε δύσκολα για τους
Βορειοηπειρώτες κι ο δάσκαλος έπαιζε κορώνα – γράμματα το κεφάλι του».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου