Πέμπτη 22 Φεβρουαρίου 2024

ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΓΕΡΜΑΝΟΣ ΚΑΡΑΒΑΓΓΕΛΗΣ : ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΤΗΣ ΑΙΩΝΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΠΙΣΤΗΣ ΣΤΟΝ ΕΛΛΗΝΑ ΕΘΝΙΚΙΣΤΗ, ΘΕΟΛΟΓΟ, ΚΑΘΗΓΗΤΗ ΑΠΟΦΟΙΤΟ ΤΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗΣ ΤΗΣ ΧΑΛΚΗΣ - ΣΤΟΝ ΠΑΠΑΦΛΕΣΣΑ ΤΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ ΠΟΥ ΕΦΥΓΕ ΣΤΙΣ 11 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 1935 ΛΗΣΜΟΝΗΣΜΕΝΟΣ ΚΑΙ ΠΑΜΠΤΩΧΟΣ ΟΠΩΣ ΟΛΟΙ ΟΙ ΓΙΓΑΝΤΕΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ

Ο Μακαριστός Μητροπολίτης Κυρός Γερμανός, [το κοσμικό του όνομα ήταν Στυλιανός Καραβαγγέλης], Έλληνας εθνικιστής, Θεολόγος καθηγητής απόφοιτος της Θεολογικής Σχολής Χάλκης όπου υπήρξε συμμαθητής με τον Εθνομάρτυρα Μητροπολίτη Κορυτσάς Φώτιο, Μητροπολίτης Καστοριάς και κατόπιν Αμασείας, Ιωαννίνων και Μεσευρώπης, Εθνικός αγωνιστής με σημαντικό ρόλο στο Μακεδονικό Αγώνα και στον αγώνα του Ποντιακού Ελληνισμού, που οι υπηρεσίες του στο Έθνος και την Ελλαδική Ορθόδοξη Εκκλησία υπήρξαν ανεκτίμητες, γεννήθηκε στις 16 Ιουνίου του 1866 στη Στύψη στο νησί της Λέσβου και πέθανε [1] το πρωί της 11ης Φεβρουαρίου 1935 στο προάστιο Baden της Βιέννης, από αποπληξία ως αποτέλεσμα αρτηριοσκληρώσεως. 

Η ταφή του, σύμφωνα με το βιβλίο θανάτων της Ελληνικής Κοινότητας της Αγίας Τριάδος στη Βιέννη, έγινε στις 15 Φεβρουαρίου 1935 στο Ελληνικό τμήμα του Κεντρικού Κοιμητηρίου της Βιέννης από τον Αρχιμανδρίτη Αγαθάγγελο [Ξηρουχάκη], Ιερατικώς Προϊστάμενο, τότε, της Ελληνικής Κοινότητος της Αγίας Τριάδος. Δώδεκα χρόνια αργότερα, τα οστά του μεταφέρθηκαν στη Θεσσαλονίκη κι από εκεί στην Καστοριά.  

Βιογραφία

Ο παππούς του Στυλιανού Καραβαγγέλη ήταν συμπολεμιστής των Ανδρέα Μιαούλη και Κωνσταντίνου Κανάρη. Γονείς του ήταν ο Χρυσόστομος Καραβαγγέλης ή Μαχαίρας, με καταγωγή από τα Ψαρά και η Μαριγώ Κουτσουβέλη το γένος Κωνσταντίνου Γελαγώτου, των οποίων ήταν το πρωτότοκο από τα παιδιά τους. Ο Στυλιανός είχε άλλα έξι αδέλφια, πέντε κορίτσια, την Αφροδίτη μετέπειτα Χαρισιάδου, την Πηνελόπη Στυλιανοπούλου, τη Δέσποινα Αψή, την Κλεονίκη Ρώμπαπα, την Ευριδίκη Χατζηαποστόλου, και ένα αγόρι, τον Ευριπίδη [2], ο οποίος όπως κι ένα κορίτσι πέθαναν νωρίς.

Σπουδές

Ο Στυλιανός έμαθε τα πρώτα γράμματα στο «Ελληνικό Σχολείο» στο Αδραμύττιο της Μικράς Ασίας, όπου ο πατέρας του είχε ανοίξει εμπορικό κατάστημα και στη συνέχεια σπούδασε με υποτροφία του Μητροπολίτη Εφέσου Αρχαγγέλλου, από το Σεπτέμβριο του 1882 έως το 1888, στη Θεολογική Σχολή Χάλκης στις Κυκλάδες από όπου αποφοίτησε αριστούχος [3]. Στη υπήρξε συμμαθητής και έκτοτε δέθηκε με στενή φιλική σχέση με τον Εθνομάρτυρα Μητροπολίτη Κορυτσάς Φώτιο.

Εκκλησιαστική δράση

Την ημέρα της αποφοιτήσεως του ο Στυλιανός χειροτονήθηκε διάκονος, από τον Οικουμενικό Πατριάρχη Διονύσιο τον Ε', και για να τιμηθεί στο πρόσωπο του ο ιδρυτής της Σχολής Πατριάρχης Γερμανός ο Α' του δόθηκε το όνομα του. Ακολούθησαν οι σπουδές του ως το 1891, με την υποστήριξη του εθνικού ευεργέτη Παύλου Σκυλίτση-Στεφάνοβικ, στα Πανεπιστήμια της Βόννης και της Λειψίας, όπου στις 13 Φεβρουαρίου 1891, ανακηρύχθηκε διδάκτορας Φιλοσοφίας με βάση τη μελέτη του «Η περί Θεού διδασκαλία Θεοφίλου του Αντιοχείας». Τον Αύγουστο του 1891, διορίστηκε καθηγητής στη Σχολή της Χάλκης και στις 6 Μαρτίου του 1894 χειροτονήθηκε Πρεσβύτερος από τον Πατριάρχη Νεόφυτο τον Η'. Τον ίδιο χρόνο επισκέφτηκε το Άγιο Όρος, ενώ μέχρι τις 20 Φεβρουαρίου 1896, δίδαξε Εκκλησιαστική Ιστορία, Ομιλητική, Εγκυκλοπαίδεια της Θεολογίας και Εβραϊκή Αρχαιολογία.

Επίσκοπος Πέραν

Το Φεβρουάριο του 1896, μετά τη λήξη της καθηγητικής του θητείας στη Χάλκη, ο Γερμανός εκλέχτηκε Επίσκοπος Χαριουπόλεως αρχιερατικός Προϊστάμενος Σταυροδρομίου, που περιλάμβανε την Κοινότητα του Πέραν της Κωνσταντινουπόλεως. Με την εκλογή του στράφηκε κατά της Καθολικής Εκκλησίας, η οποία μέσω της Ουνίας και του Ουνίτη ιερέα Ιλαρίωνα Δόντη, ιερολογούσε τα μυστήρια όσων κατέφευγαν σε αυτόν επειδή είχαν κάποιο κώλυμα. Όπως γράφει στα «Απομνημονεύματα» του, με δυο κλητήρες του Πατριαρχείου «...που έπιασαν τον αποστάτη και τον έσυραν στην αυλή των Πατριαρχείων...» ενώ με τη σύμπραξη του μετέπειτα Επισκόπου Σμύρνης Χρυσοστόμου «...φωνάξαμε κρυφά έναν κουρέα, κι αφού του ξούρισε τη λευκή γενειάδα και τα μαλλιά του, του φορέσαμε ένα φέσι και τον αφήσαμε έπειτα να φύγη ως κύριος Ιλάριος, όμοιος με μπακάλη του Φαναριού, υπό τους γιουχαϊσμούς των χαμινιών..». Η επισκοπή του ήταν μια περιοχή εντόνου προπαγάνδας των Γάλλων καθολικών, μέσω των σχολείων που διατηρούσαν εκεί με σκοπό τον προσεταιρισμό των Ελληνοπαίδων, αφού πρώτα «...εστρεβλώνετο το πνεύμα των μαθητών, η ελληνική γλώσσα και η ελληνική ιστορία ήσαν άγνωστες, και τα παιδιά βρίσκονταν σε ξένο περιβάλλον και εκφυλλίζονταν σε κοσμοπολίτες αδιάφορους προς τα εθνικά ιδεώδη και ψυχρούς στας παραδόσεις των, αφού όλη τους η μόρφωσις είχε σκοπό προπαγανδιστικό...{...}... Απεκαλύφθησαν μάλιστα και ένα σωρό προσηλυτιστικά σκάνδαλα, ιδίως κοριτσιών αρίστων οικογενειών...».

Ο Καραβαγγέλης ενίσχυσε την Ελληνική εκπαίδευση, ίδρυσε Ελληνικό σχολείο δανειζόμενος χρήματα βάζοντας υποθήκη τα ιερά του άμφια και την αρχιερατική του μίτρα, που τελικά κατασχέθηκαν από τους τοκογλύφους και πουλήθηκαν έναντι πινακίου φακής, το Ελληνογαλλικό Παρθεναγωγείο του Πέραν, το οποίο αν και ονομάσθηκε «Ελικών», μετονομάσθηκε από τον λαό σε Παρθεναγωγείο Καραβαγγέλη. Εκεί δίδασκαν οι καθηγητές της Μεγάλης Σχολής του Γένους, Αυθεντόπουλος, Μοστράτος, Φ. Δημητριάδης, Παχτίκος, Καλλίνικος και οι αδελφές Σαντοριναίου, καθώς και πολλές γαλλοδιδασκάλισσες. Μεταξύ των μαθητριών του Παρθεναγωγείου ήταν η μαθήτρια Ελπίδα Καλογεροπούλου, που η φωνή της τράβηξε την προσοχή του μουσικοδιδασκάλου Παχτίκου, ο οποίος έβαλε τις πρώτες βάσεις στη μουσική εξέλιξη της διάσημης καλλιτέχνιδος του τραγουδιού, της γνωστής ως Σπεράντζα Καλό.

Μητροπολίτης Καστοριάς

Την 21η Οκτωβρίου 1900, ο Γερμανός εκλέχθηκε Μητροπολίτης Καστοριάς [4], ύστερα από πρόταση του Νικόλαου Μαυροκορδάτου, Έλληνα Πρεσβευτή στην Κωνσταντινούπολη, όπου προσέφερε ανεκτίμητες υπηρεσίες στον Μακεδονικό Αγώνα και αναδείχθηκε εθνικός ήρωας. Εξοικονόμησε τα έξοδα για τη μετάβασή του στη Μητρόπολη Καστοριάς από την υποθήκευση των ιερών του αμφίων και στις αρχές του 1901, διαπιστώνοντας την κατάσταση που επικρατούσε, επισκέφθηκε τον Έλληνα Πρόξενο Κ. Πεζά στο Μοναστήρι και του πρότεινε να σταλούν ένοπλοι από την Ελλάδα δυτική Μακεδονία, ενώ υπέβαλλε και αναφορά στην Ελληνική κυβέρνηση. Διαπιστώνοντας είτε αδυναμία, είτε απροθυμία, επιδόθηκε στη στρατολόγηση ντόπιων αρχηγών και ενόπλων, όπως ο καπετάν Κώττας από την Ρούλια, αλλά και Έλληνες από την Κλεισούρα, το Λέχοβο, και το Βογατσικό, δημιουργώντας ένοπλα σώματα αυτοάμυνας.

Με το ψευδώνυμο «Κώστας» ή «Κώστας Γεωργίου», ανέπτυξε έντονη δραστηριότητα, και αποτέλεσε το κεντρικό πρόσωπο της τριανδρίας που αποτελούσαν με τον Ίωνα Δραγούμη και το Λάμπρο Κορομηλά, πρόξενο της Ελλάδος στη Θεσσαλονίκη. O Ίων Δραγούμης, αδελφός της συζύγου του Παύλου Mελά, διορίστηκε υποπρόξενος στο Μοναστήρι στα τέλη Νοεμβρίου 1902, με ξεκάθαρες οδηγίες «να μη γεννά ζητήματα» [5], όμως ο Δραγούμης αμέσως μόλις έφτασε άρχισε αλληλογραφία με τον Μελά ζητώντας οικονομική βοήθεια, ενώ ίδρυσε μυστικό σωματείο, την «Άμυνα» και ο Παύλος Μελάς ήταν ο σύνδεσμος της «Άμυνας» με τις εθνικιστικές οργανώσεις των Αθηνών. Την ίδια εποχή οι Βούλγαροι κομιτατζήδες είχαν εντείνει την πίεσή τους στον ελληνικό πληθυσμό της Δυτικής Μακεδονίας. Ο Γερμανός Καραβαγγέλης, γνωρίστηκε με τον Παύλο Μελά τον Μάρτιο του 1904, όταν τον φιλοξένησε μυστικά στην Καστοριά και τον «ξανασυνάντησε» στις 23 Οκτωβρίου 1904, νεκρό και ακέφαλο, όταν μετά από έντονη αντιπαράθεση με τον Τούρκο διοικητή και πολλά τεχνάσματα, απέσπασε τη σορό του, τον ξενύχτησε και στις 24 Οκτωβρίου 1904, τον κήδευσε.

Λίγο καιρό αργότερα ο Γερμανός γνώρισε Ναταλία Δραγούμη-Μελά, την οποία υποδέχθηκε στη Θεσσαλονίκη, μυστικά την πρώτη φορά και τη συνόδευσε στον τάφο του Παύλου, όπως και το 1905, όταν μαζί με τον Ίωνα Δραγούμη και τον Κωνσταντίνο Μελά, επέστρεψαν για την τέλεση επίσημου μνημόσυνου του Παύλου Μελά. Οι δραστηριότητές του προκάλεσαν την αντίδραση των Βουλγάρων και της Τουρκικής κυβερνήσεως. Η εφημερίδα «Εμπρός» και ο Δημήτριος Καλαποθάκης, υπέπεσαν σε δημοσιογραφική γκάφα, στις 12 Σεπτεμβρίου 1906, όταν εξέθεσαν τον μητροπολίτη Καστοριάς στις τουρκικές αρχές, ανακοινώνοντας την υποτιθέμενη δολοφονία του και πλέκοντας του το εγκώμιο ως Μακεδονομάχου αλλά και γενικότερα για την εθνική του δράση, όμως στην πραγματικότητα είχε δολοφονηθεί ο Μητροπολίτης Κορυτσάς Φώτιος.

Την ίδια ώρα Ρώσοι και Βρετανοί πίεζαν τον μεγάλο βεζίρη Φερίτ πασά, σχετικά με τη συνέχεια της παρουσίας του στη Μακεδονία. Στις αρχές του 1907 αποκλείστηκε από το διοικητικό συμβούλιο της Καστοριάς και του απαγορεύτηκαν οι περιοδείες, ενώ το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως τον διόρισε μέλος της Ιεράς Συνόδου του και τον ανακάλεσε. Στη μητρόπολη Καστοριάς τον αντικατέστησε ο πρωτοσύγκελος Πλάτωνας Αϊβαζίδης και οι «Times» πανηγύρισαν, διότι η απομάκρυνσή του είχε βοηθήσει την ειρήνευση στην περιοχή, ενώ ο ίδιος έγραψε, «..Η απομάκρυνσή μου από τη Καστοριά θεωρήθηκε σαν ένα τραύμα στο Μακεδονικό αγώνα, μα ο αγώνας βρισκόταν πια σχεδόν στο τέλος του..».

Σύμφωνα με την συγγραφέα Αντιγόνη Μπέλου-Θρεψιάδη, που ήταν πρόσωπο της εμπιστοσύνης του: «...Ένα απ’ τα μεγαλύτερα όπλα του, αν όχι το μεγαλύτερο, ήταν η ρητορική του δεινότητα, η πειθώ που είχε ... κατόρθωνε, επιτυγχάνοντας μια ή δύο συναντήσεις με Βουλγάρους κομιτατζήδες, να τους μεταστρέφει και να τους μεταβάλλει σε πιστά και αφοσιωμένα όργανα του ελληνικού κομιτάτου...» [6] ενώ ο Ίωνας Δραγούμης περιέγραφε τον Καραβαγγέλη με τα παρακάτω λόγια, «...Ήταν ψηλός, στέκονταν όρθιος και όταν περπατούσε ήταν σαν να πήγαινε να σώσει την ανθρωποσύνη. Τέτοια μάτια είχε που τραβούσαν και καθένας που τον έβλεπε, του έρχονταν να τον ακολουθήσει...». Στα χρόνια της παρουσίας του στη Μητρόπολη Καστοριάς έκτισε εκατόν δεκαπέντε σχολεία και σχολές.

Μητροπολίτης Αμάσειας

Στις 5 Φεβρουαρίου 1908, ο Γερμανός εκλέχθηκε μητροπολίτης Αμάσειας, με έδρα την Αμισό, τη Σαμσούντα, στον Εύξεινο Πόντο και ίδρυσε σχολεία και άλλα ευαγή ιδρύματα, ανήγειρε ναούς και νέο μητροπολιτικό μέγαρο, ενώ τέθηκε επικεφαλής νέων Εθνικών και Θρησκευτικών αγώνων, καθώς συγκρούστηκε, εξαιτίας των διωγμών εναντίον του Χριστιανικού πληθυσμού, με το Κίνημα των Νεότουρκων. Έκτισε 115 σχολεία και σχολές μέσα σε τρία μόλις χρόνια και με πρωτοβουλία του ιδρύθηκε στον Πόντο μια μυστική αντιστασιακή εταιρεία, με τη επωνυμία «Μιθριδάτης». Το 1914 εμπόδισε και απέτρεψε την πρώτη απόπειρα εγκαταστάσεως Τούρκων προσφυγών από τα Βαλκάνια στα Ελληνικά χωριά του Πόντου, ενώ το 1915 προφύλαξε νεαρά Αρμενόπουλα κατά τη διάρκεια της Αρμενικής Γενοκτονίας και το 1916 προστάτευσε την Αμισό από τους Τούρκους.

Τον Οκτώβριο του 1917, απελάθηκε με διαταγή του Τούρκου Πρωθυπουργού Ταλαάτ, μέσω Άγκυρας στην Κωνσταντινούπολη, και έμεινε στις φυλακές για μερικές ημέρες. Μετά την ανακωχή γύρισε στην επαρχία του, οργάνωσε και καθοδήγησε το ανταρτικό του Πόντου, που ο Κεμάλ χαρακτήρισε «...έργο και όργανο του Καραβαγγέλη...». Το 1922 καταδικάστηκε σε θάνατο από τον Κεμάλ Ατατούρκ και αφού επικηρύχθηκε, αρχικά, στη συνέχεια καθαιρέθηκε από τη θέση του Μητροπολίτη, στις 27 Οκτωβρίου 1922, με απαίτηση των Τουρκικών αρχών. Μαζί του καταδικάστηκαν σε θάνατο κι εκτελέστηκαν οι συνεργάτες του, ο εκ Παρακίλων Λέσβου επίσκοπος Ζήλων Ευθύμιος Αγριτέλης και ο πρωτοσύγγελός του Πλάτωνας Αϊβαζίδης, όμως ο Γερμανός σώθηκε, καθώς ήταν εν πλω, επιστρέφοντας από το Βουκουρέστι, όπου είχε πάει για να επιδώσει τον Πατριαρχικό Τόμο της χειραφετήσεως των νέων σερβικών επαρχιών και της αναγνωρίσεως του μητροπολίτη Βελιγραδίου ως Πατριάρχη.

Μητροπολίτης Ιωαννίνων & Μεσευρώπης

Τον Απρίλιο του 1923 ο Γερμανός εκλέχθηκε και έως τον Απρίλιο του 1924 διατέλεσε μητροπολίτης Ιωαννίνων [7], όπου έφτασε αποφασισμένος να δώσει «...βιομηχανική ώθηση στον τόπο, ώστε ν' αναχαιτιστεί το ρεύμα εκπατρισμού των Ηπειρωτών». Στον έναν χρόνο της παραμονής του στα Γιάννενα, ίδρυσε δύο σχολές Ταπητουργίας και είχε ετοιμάσει άλλες δύο σχολές, μια Γεωπονική και μια Σηροτροφίας, ενώ πέτυχε να επαναλειτουργήσει η εκεί Ιερατική Σχολή. Πίστευε ότι «..δια της ταπητουργίας, της σηροτροφίας και της θαυμαστής ηπειρωτικής μεταλλοτεχνίας ... .η περιοχή των Ιωαννίνων θα εγνώριζεν οικονομικήν άνθησιν».

Το 1923 υποδείχθηκε και έχασε την εκλογή στον Αρχιεπισκοπικό Θρόνο της Ελλαδικής εκκλησίας κατόπιν εντολής του τότε Πρωθυπουργού Στυλιανού Γονατά, που υποστήριξε τον Αρχιμανδρίτη Χρυσόστομο ως υποψήφιο για το αξίωμα του Αρχιεπισκόπου Αθηνών. Το 1924 αποκαταστάθηκε τυπικά, στη Μητρόπολη Αμασείας, ενώ διορίστηκε έξαρχος της νεοσύστατης Μητροπόλεως Ουγγαρίας, η οποία ονομάστηκε Κεντρώας Ευρώπης, με έδρα τη Βιέννη. Η τοποθέτησή του για να διευθύνει τις αποσπασθείσες από την Μητρόπολη Θυατείρων ορθόδοξες κοινότητες Ιταλίας, Αυστρίας και Ουγγαρίας, ήταν μέρος ενός σχεδίου για την υποβάθμιση και την αδρανοποίηση του και συνοδεύτηκε από την περικοπή του μισού του μισθού, ενώ για μήνες παρέμεινε απλήρωτος. Ήταν δύο φορές το 1913 και το 1921, υποψήφιος για τον Πατριαρχικό θρόνο.

Το έργο του

Με εντολή του Πατριάρχη Ανθίμου ΣΤ', ο Γερμανός ανέλαβε ως καθηγητής της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης, τη σύνταξη του σχεδίου της εγκυκλίου, η οποία εκδόθηκε ως απάντηση, στην αντίστοιχη ενωτική εγκύκλιο του 1895, του πάπα Λέοντος ΙΓ'.

Έργο του είναι η αντιρρητική εγκύκλιος

  • «Πραγματεία Ιστορική επί της κατά Ιούνιον του Παρελθόντος έτους Απολυθείσης Εγκυκλίου του πάπα Λέοντος ΙΓ».

Το 1959 εκδόθηκαν τα

  • «Απομνημονεύματα» του, καθώς και η αλληλογραφία του, γραμμένα σε δημοτική γλώσσα.

Τα απομνημονεύματα που έγραψε ειδικά για τον Μακεδονικό Αγώνα εκδόθηκαν από την «Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών», ενώ η εταιρεία το ίδιο έτος από κοινού με το «Ίδρυμα Μελετών της Χερσονήσου του Αίμου» επιχορήγησαν τη μεταφορά των οστών του με τιμητική συνοδεία.

Πολλά έργα του όπως τα

  • «Εγκυκλοπαίδεια της Θεολογίας»,
  • «Εκκλησιαστική Ρητορική»,
  • Εκκλησιαστική Ιστορία»,

χάθηκαν, κατά πάσα πιθανότητα, στην Αμάσεια του Πόντου.

Τα σωζόμενα έργα του έχουν περιληφθεί στην διδακτορική διατριβή του Μητροπολίτη Αυστρίας Μιχαήλ Θ. Στάϊκου:

  • «Γερμανός Καραβαγγέλης. Μητροπολίτης Αμασείας και Έξαρχος Κεντρώας Ευρώπης (1924-1935)»,

η οποία εγκρίθηκε από το Τμήμα Θεολογίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και εξεδόθη το 1998 με χορηγία του υπουργείου Μακεδονίας Θράκης στη Θεσσαλονίκη.

Το τέλος του

Ο Γερμανός Καραβαγγέλης πέθανε στο ξενοδοχείο «Bristol» της λουτρόπολης Baden, ένα προάστιο της της Βιέννης και το Ελληνικό κράτος αρνήθηκε να καλύψει τα ελάχιστα έξοδα για τη νεκρώσιμη ακολουθία του. Με ιδιόχειρη διαθήκη, [8], που συνέταξε στην Αθήνα [9], στις 5 Ιουνίου 1935, δώρισε το σύνολο της περιουσίας του στη γενέτειρά του, τότε κοινότητα Στύψης, ορίζοντας ως εκτελεστές της τους φίλους του Περικλή Κεχαγιόγλου και Ιωάννη Χρυσαφίδη. Με τη διαθήκη του [10] όριζε, «...την μεν ιδιόκτητόν μου διώροφον οικίαν, ευρισκομένην εν Χαροκόπου οδός Εσπερίδων 35, εις την Κοινότητα Στύψης, προς μνημόσυνον αιώνιον των γονέων μου...», ενώ ζητούσε, «...Η κηδεία μου θα γίνει στο Ναό του Αγίου Γεωργίου Καρύτση με ένα μόνο ιερέα, χωρίς διάκονο. Δεν δέχομαι δε στην κηδεία μου ούτε αντιπρόσωπο του κράτους, ούτε της εκκλησίας, εάν τυχόν ήθελαν αναμνησθή μετά θανάτου τας εθνικάς μου υπηρεσίας. Δεν χρεωστώ εις κανένα ουδέ οβολόν, εις το Έθνος προσέφερα ό,τι ήτο δυνατόν ως Ιεράρχης του '21...».

Έζησε την αχαριστία της πατρίδος και της πολιτείας και μετά το θάνατο του την ηθική αμνησία του έργου του και την ιστορική περιθωριοποίηση του. Τα οστά του διακομίστηκαν [11] στις 12 Ιουνίου 1959 στη Θεσσαλονίκη και δύο ημέρες αργότερα, στις 14 Ιουνίου στην Καστοριά [12] [13], με πρωτοβουλία της «Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών» και του «Ιδρύματος Μελετών Χερσονήσου του Αίμου», όπου βρίσκονται τοποθετημένα σε κρύπτη, η οποία υπάρχει στη βάση του ανδριάντα του [14].

Μνήμη Γερμανού Καραβαγγέλη

Η Αντιγόνη Μπέλλου-Θρεψιάδη δίνει σ' ένα σημείο της αφηγήσεως της μια εντυπωσιακή περιγραφή για τον άτρομο Γερμανό. «...Περνούσε καλπάζοντας με το άλογο του μεσ’ από τα Βουλγαρικά χωριά, τη στιγμή που κανένας απ' αυτούς δεν περίμενε να τον δει εκεί πέρα κι ίσως-ίσως του είχαν στημένη ενέδρα και τον περίμεναν κοντά στα ελληνικά χωριά. Πως μια μέρα που τον αναγνώρισαν, τον κυνήγησαν και τον πρόφτασαν. Και τότε αυτός αφιππεύοντας οχυρώθηκε πίσω από ένα Βράχο και πυροβολώντας μαζί με τον Εμίν, τον πιστό Τουρκαλβανό καβάση του, τους ανάγκασε να υποχωρήσουν και να φύγουν. Γιατί φαίνεται πως εκτός απ' όλα τ' άλλα ήταν και δεινός σκοπευτής, πάνω σ' άλογο ... είχε όλη τη μεγαλοπρέπεια και την άγρια ομορφιά των Ακριτών του Βυζαντίου. Ακρίτας κι αυτός στα μακρινά κι εγκαταλειμμένα εκείνα σύνορα του Ελληνισμού, προσπαθούσε ν' αναχαιτίσει το θεριεμένο κύμα της βουλγαρικής απληστίας, έχοντας για μόνο όπλο του την αλύγιστη ψυχή και φλογερή φιλοπατρία του.».

Γράφει ο ίδιος στα «Απομνημονεύματά» του. «...Κι έτσι σήμερα κατάντησα να περιφέρομαι σχεδόν άνεργος σ΄ ερείπια, εξόριστος απ' την Καστοριά, απ' την Αμάσεια, απ' την Κωνσταντινούπολη, αφού γλίτωσα πολλές φορές το μαρτυρικό θάνατο στην Τουρκία, και τελικά εξόριστος κι απ' την Ελλάδα .... Ο κληρικός αυτός φαίνεται πως δεν θα ήταν χρήσιμος πια στην Εκκλησία της Ελλάδος και γι' αυτό θα έπρεπε να ταλαιπωρηθεί, να εξευτελισθεί και να εξορισθεί τέλος απ' την ίδια του την πατρίδα, για να πεθάνει μακριά της εξόριστος στην ξένη γη!...».  

Παραπομπές

  1. Ο θάνατος του Γερμανού Καραβαγγέλη
  2. Απομνημονεύματα Γερμανός Καραβαγγέλης
  3. [«...Ένα χρόνο πριν τελειώσω, είχε έρθει στο Αδραμύττι και παρευρέθηκε στις εξετάσεις μας τις προφορικές ο φιλόμουσος μητροπολίτης Εφέσου Αγαθάγγελος. Όταν τελείωσαν οι εξετάσεις μας, προσκάλεσε τον πατέρα μου και του είπε: «Το παιδί σου πρέπει να το στείλεις να σπουδάσει στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης» (Η Σχολή της Χάλκης είχε γυμνάσιο και πανεπιστήμιο, δηλαδή εν όλω φοιτήσεως 7 ή 8 ετών), Και τον άλλο χρόνο, τον Σεπτέμβρη του 1882, με πήρε o πατέρας μου και με πήγε στη Σχολή. Κατατάχτηκα αμέσως στη Β' γυμνασίου, δηλαδή πήδηξα μια τάξη...».] Απόσπασμα από το έργο «Απομνημονεύματα» του Γερμανού Καραβαγγέλη.]
  4. [Μητροπολίτης Καστοριάς-Γερμανός Καραβαγγέλης]
  5. [Ναταλίας Μελά, «Παύλος Μελάς», εκδόσεις «Σύλλογος προς διάδοσιν Ελληνικών Γραμμάτων», «Δωδώνη», Αθήνα-Γιάννινα, 1992, σελίδα 181]
  6. [«Μορφές μακεδονομάχων και τα ποντιακά του Γερμανού Καραβαγγέλη», Αντιγόνη Μπέλου-Θρεψιάδη το 1992, εκδόσεις «Τροχαλία»]
  7. Ο Μητροπολίτης Ιωαννίνων Γερμανός Καραβαγγέλης
  8. [Πρωτοδικείο Αθηνών, 28 Φεβρουαρίου 1935, απόφαση 1381/1935]
  9. [Η διαθήκη Γερμανός Καραβαγγέλης]
  10. [«Εν Αθήναις σήμερον την 27ην Μαρτίου 1933 χιλιοστού εννεακοσιοστού τριακοστού τρίτου έτους ο υπογεγραμμένος Μητροπολίτης Αμασίας και Εξαρχος Κ. Ευρώτας Γ. Καραβαγγέλης θέλων να διακανονίσω τα της περιουσίας μου μετά τον θανατόν μου, γράφω την παρούσαν διαθήκην μου ιδία χειρί και ορίζω τα εξής. Εξ ολοκλήρου της περιουσίας μου κινητής και ακινήτου, οπουδήποτε ευρισκομένης και εξ οιασδήποτε στοιχείων και αν σύγκειται αύτη κατά τον χρόνού του θανάτου μου, διαθέτων την μεν ιδιόκτητόν μου διώροφον οικίαν, ευρισκομένην εν Χαροκόπου οδός Εσπερίδων 35, εις την Κοινότητα Στύψης, προς μνημόσυνον αιώνιον των γονέων μου. Την επικαρπίαν αυτής θα έχη εν όσω ζη η Αδελφή μου Αφροδίτη Απαμ. Χαρισιάδου το γένος Χρυσοστόμου Καραβαγγέλη, μετά δε τον θάνατον αυτής θα περιέλθη εξ ολοκλήρου άνευ των σκευών και επίπλων εις την κατοχήν της Κοινότητας Στύψης, παρακαλώ δε το Κοιν. Συμβούλιον εν συνεννοήσει μετά του Μητροπολίτου Μηθύμνης, ή μή υπάρχοντος τούτου, εν συνεννοήσει μετά του Μητροπολίτου Μυτιλήνης, να προβούν τότε εις πώλησιν της οικίας μου σύμφωνα με τον νόμον, συνεννοούμενοι με 2 μεσίτας της Κοινότητας Χαροκόπου προς εύρεσιν αγοραστών, να γίνη η πώλησις επισήμως δια δημοπρασίας. Το εκ της πωλήσεως εισπραχθησόμενον ποσόν να κατατεθή εις την Εθνικήν Τράπεζαν εντόκως. Εκ των τόκων των χρημάτων θα προικοδοτούνται κατ' έτος Χριστούγεννα και Πάσχα δύο πτωχά κοράσια της Στύψης εκ των μακρινών συγγενών μου και εν ελλείψει τοιούτων, εξ άλλων κορασίων, λαμβανομένης σχετικής αποφάσεως υπό του Μητροπολίτου Μηθύμνης ή Μυτιλήνης και του Κοιν. Συμβουλίου. Το ποσόν της δωρεάς θα είναι δύο χιλιάδες δραχμές δι' έκαστον κοράσιον (2.000), δηλ. ετησίως τέσσαρας χιλιάδας δραχμαί (4.000). Εκ των υπολοίπων τόκων της Τραπέζης ζητώ όπως ιδρυθή εν Στύψη αθλητικός Σύλλογος, εις τον οποίον να μορφώνονται τα παλικάρια της πατρίδας μου εις τον αθλητισμόν ως και των χωρίων της Επαρχίας Μηθύμνης. Εκ του Συλλόγου θα αποκλείονται οι μέθυσοι, διότι το οινόπνευμα διαστρέφει την σωματικήν και διανοητικήν αλκήν της νεολαίας, ζητώ δε όπως κατ' έτος γίνονται σχετικοί διαγωνισμοί, προσφέρονται δε και δώρα δια τους νικητάς, τας λεπτομερείας θα κανονίζη το Κοιν. Συμβούλιον, το προεδρείον του αθλητικού Συλλόγου και o Μητροπολίτης Μηθύμνης ή Μυτιλήνης. Το εν Ψυχικώ οικόπεδό μου υπ' αριθ. 3 του τετραγώνου 59 διαθέτω δια την μικρανεψιάν μου Βασούλα Κ. Χατζηπετρή. Αφήνω επίσης όσα τυχόν έπιπλα και σκεύη, ως είναι οι τάπητες, τα εκ της Βιέννης μαχαιροπήρουνά μου, και αρχιερατικά μου κ.λπ., τα εν Βιέννη εις την Εκκλησίαν Αγίας Τριάδας ευρισκόμενα πολύτιμα αρχιερατικά μου 2 σεντούκια πλήρη και άλλα τινά μικρότερα αντικείμενα.Τα δε εις χείρας του ιατρού εν Βιέννη Εμμανουήλ Δημητριάδου κατοικούντος εν τη Εκκλησία Αγίας Τριάδας, κατατεθειμένος 4 εικόνας των 4 Ευαγγελιστών Βενετικής ή Φλαμανδικής τέχνης κατά πάσαν πιθανότητα 17ου αιώνος, αφήνω εις το Μουσείού του εν Αθήναις αειμνήστου Μπενάκη. Το προς εμέ χρέος του Παύλου Κοντοπούλου θα διατεθεί κατά τον εξής τρόπον: Το εκ τριών χιλιάδων (3.000) δραχ. μηνιαίου χρέος του θα κατατίθεται εις την Εθνικήν Τράπεζαν μέχρι εξοφλήσεως, το δε εν τη Τραπέζη συλλεχθησόμενον χρήμα θα δοθή εις τον μικροανεψιόν μου Νικόλαον Κ. Ρύμπαπαν, εν περιπτώσει δε αρνήσεως τούτου εις την μικρανεψιάν μου Πολυξένην Αριστοκλέους Μιχαηλίδου, ως προγαμιαία δωρεά. Εκ των ρευστών χρημάτων μου θα διατεθή το ποσόν της κηδείας μου και του τάφου μου, εάν δε ευρεθή περισσότερον χρήμα, θα κατατεθή επίσης εις την Εθν. Τράπεζαν προς όφελος του εν Στύψη αθλητικού Συλλόγου. Η κηδεία μου θα γίνη εν τω ναώ Γεωργίου Καρίτση με 1 μόνον ιερέα άνευ διακόνου. Δεν δέχομαι δε εις την κηδείαν μου ούτε αντιπρόσωπον του Κράτους ούτε της Εκκλησίας, εάν τυχόν ήθελαν αναμνησθή μετά θάνατον τας Εθνικάς μου υπηρεσίας. Δεν χρεωστώ σε κανέναν ουδέ οβολόν. Εις το Εθνος προσέφερα ό,τι ήτο δυνατόν ως Ιεράρχης του '21, τας αδελφάς μου αποκατέστησα ως πατήρ, εφάνην δε χρήσιμος περισσότερον του πατρός και εις ανεψιούς, αδιάφορον εάν τιμές εκ των γαμβρών, αδελφών και ανεψιών μου απεδείχθησαν αχάριστοι προς εμέ. Διορίζω εκτελεστάς της διαθήκης μου τους φίλους Περικλή Κεχαγιόγλου και Ιωάννην Χρυσαφίδην και τους παρακαλώ να δεχθώσι το βάρος αυτό. Ακριβές αντίγραφού της άνω ιδιογράφου δημοσιευθείσας υπό του Πρωτοδικείου Αθηνών την 28ην Φεβρουαρίου 1935 και κηρυχθείσης κυρίας δια της υπ' αριθμόν 1381/1935 αποφάσεώς του. Εν Αθήναις τη 5η Ιουνίου 1935 Ο Δικ. Γραφεύς]
  11. [Διεκομίσθησαν τα οστά του Μακεδονομάχου Γερμανού Καραβαγγέλη Εφημερίδα «Ελευθερία», 13 Ιουνίου 1959, σελίδα 6η.]
  12. [Ο Γερμανός Καραβαγγέλης Εφημερίδα «Μακεδονία», 12 Ιουνίου 1959, σελίδα 3η.]
  13. [Ο Γερμανός Καραβαγγέλης Εφημερίδα «Μακεδονία», 13 Ιουνίου 1959, σελίδα 3η.]
  14. [Αγάλματα και προτομές στην πόλη της Καστοριάς] 

 

ΜΕΤΑΠΑΙΔΕΙΑ Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΑ

Ο ΝΙΚΟΛΑΚΗ ΕΦΕΝΤΗΣ ΚΑΙ Η ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΤΩΝ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ (21 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 1913)

Ο Νικολάκη Εφέντης, του οποίου το πραγματικό όνομα, κατά πάσα πιθανότητα, ήταν Νικόλαος Μιζαντζιόγλου, ανήκε στους πολλούς ομογενείς μας αξιωματικούς του Τουρκικού Στρατού στα Ιωάννινα και υπηρετούσε ως Λοχαγός (κατ΄ άλλους ως Υπολοχαγός) του Μηχανικού, και ήταν συνεργάτης του Γκολτς Πασά κατά την κατασκευή των Οχυρών Μπιζανίου και μετά του ανετέθη η συντήρησή τους. Όταν περί τα τέλη Ιανουαρίου του 1913 ο Ελληνικός Στρατός αποφάσισε, ύστερα από πολλές δυσκολίες, πολλές αποτυχίες και πολλές θυσίες, να κάνει την οριστική γενική επίθεση για την πτώση του Μπιζανίου και την απελευθέρωση της πόλεως των Ιωαννίνων, είχε ένα μεγάλο πρόβλημα, σχετικά με τα μέχρι τότε απόρθητα οχυρά του Μπιζανίου και ειδικότερα του οχυρού «ΣΚΥΛΛΑ», διότι δεν είχαν καθόλου πληροφορίες περί αυτών.
Θα έπρεπε, λοιπόν, οι Μυστικές Ελληνικές Υπηρεσίες στα σκλαβωμένα Ιωάννινα να πληροφορηθούν την ακριβή θέση, την κατασκευή, την επάνδρωση και τον εξοπλισμό των οχυρών αυτών, για να μπορέσουν να σχεδιάσουν και να πετύχουν την κατάληψη της πόλεως των Ιωαννίνων.
Κατά την περίοδο εκείνη άμεσα υπεύθυνος των Μυστικών μας Υπηρεσιών, έναντι του Ελληνικού Στρατού ήταν ο Έλληνας υποπρόξενος στα Ιωάννινα Νικ. Χαντέλης, του οποίου η καταγωγή ήταν από τα Κάτω Πεδινά Ζαγορίου Ιωαννίνων. Για την επίτευξη του σκοπού αυτού, οργανώθηκε μια ιδιαίτερα μυστική σύσκεψη στη Μητρόπολη των Ιωαννίνων, υπό του τότε Μητροπολίτη Γεβράσιου, στην οποία συμμετείχαν ο Νικόλαος Χαντέλης και ο Αθανάσιος Τσεκούρας.
Κατά την σύσκεψη αυτή αποφασίστηκε να εντοπισθεί, κατά τον πλέον μυστικό τρόπο, ο γνωστός ομογενής αξιωματικός του Τουρκικού Στρατού στα Ιωάννινα Νικολάκη Εφέντης, που ήταν ο αρμόδιος συντηρητής των οχυρών και επομένως γνώριζε αυτά πολύ καλά και με κάθε λεπτομέρεια..
Την αποστολή αυτή ανέλαβε ο Αθ. Τσεκούρας, ο οποίος αφού, με άκρα μυστικότητα, συναντήθηκε με αυτόν, του ζήτησε να συνδεθεί με τον Μητροπολίτη, το οποίο και πέτυχε. Θα πρέπει εδώ να επισημανθεί ότι από τα κορυφαία στελέχη, κατά την πολεμική εκείνη περίοδο, των Μυστικών μας Υπηρεσιών στα Ιωάννινα ήταν ο Ιωάννης Λάππας, το σπίτι του οποίου είχε μετατραπεί σε κέντρο κρυπτογραφικών εγκαταστάσεων του αγώνα.
Ο Μητροπολίτης ζήτησε από τον Νικολάκη Εφέντη, αφού του υπογράμμισε την ελληνική καταγωγή του και του επεσήμανε την σπουδαιότητα, την ιερότητα, και την κρισιμότητα του αγώνα, να του δώσει πλήρη αντίγραφα των σχεδίων των οχυρών του Μπιζανίου και ιδιαίτερα του ονομαζόμενου οχυρού «ΣΚΥΛΛΑ». Πράγματι ο Νικολάκη Εφέντης, υπακούοντας στη φωνή της πατρογονικής ελληνικής καταγωγής του πείστηκε και μέσα στο σπίτι του Ιωάννη Λάππα σχεδίασε κρυφά και επί δύο συνεχείς νύχτες τα οχυρά και τα παρέδωσε σ΄ αυτόν, ο οποίος στη συνέχεια, μέσω ενός χωρικού αγγελιοφόρου, τα έστειλε στο Ελληνικό Στρατηγείο στο Εμίν Αγά, και ακολούθησε την 21η Φεβρουαρίου η, ύστερα από 500 χρόνια σκλαβιά, απελευθέρωση της πόλεως των Ιωαννίνων. Αυτό φαίνεται από πολλά στοιχεία και αναφορές του Γενικού Επιτελείου Στρατού. Με την υπ. αριθμ. 192 πολεμική έκθεση του ΓΕΣ αναφέρεται ως "ο ομογενής αξιωματικός". Η μεταβίβαση κάθε πληροφορίας γινόταν αποκλειστικά στο Ελληνικό Κομιτάτο Ιωαννίνων και διαβιβαζόταν στο Ελληνικό στρατηγείο. Η υπ. αριθμ. 877/31-12-1912 πληροφορία από τα Ιωάννινα αναφέρονται: Αριθμοί και είδη πυροβόλων ανά τοποθεσία, πληροφορεί ότι αν δεν υποχωρούσε ο στρατός το Μπιζάνι θα παρεδίδετο και μεταξύ άλλων συμβουλεύει η έφοδος δεν πρέπει να γίνει ημέρα αλλά "μετά δύο νυχθημερών βροχή οβίδων"...

Η υπ. αριθμ. 1100/12-1-1913 πληροφορία από το Ιωάννινα ενημερώνει ότι 100 στρατιώτες "νύκτωρ καταγίνονται δι' επισκευήν". Με την υπ. αριθμ. 1314/4-2-1913 πληροφορία από τα Ιωάννινα παραθέτει τον αριθμό των τηλεβόλων του Μπιζανίου με λεπτομερή περιγραφή βεληνεκούς, ταχυβολίας, δ/νση βολής κ.λπ. στοιχεία. Ο Β. Λάππας αφηγείται: "Ο Ν. Μιζαντζιόγλου επεσήμανε την αστοχία του Ελληνικού πυροβολικού και παρεκλήθηκε να στείλει ακριβείς θέσεις των πυροβολείων και ιδιαίτερα του πυροβολείου "Σκύλλα". Τα ανωτέρω επιβεβαιώνονται από την Πολεμική Έκθεση Νο 879/3-1-1913.

Όσα υπέδειξε ο Νικολάκης Εφέντης ήταν και ακριβή και αν κανείς διαβάσει την εξέλιξη της μάχης του Μπιζανίου θα παρατηρήσει ότι μετά δύο νυχθημερών βροχή οβίδων κατελήφθη αυτή η οχυρά θέση και στην συνέχεια απελευθερώθηκαν τα Ιωάννινα συνελληφθηκαν δε αιχμάλωτοι 30.000 Τούρκοι, 1.000 Τούρκοι αξιωματικοί και πλήθος εφοδίων. Η μεγάλη σημασία της ηρωικής αυτής πράξεως του Νικολάκη Εφέντη είναι ανυπολόγιστη και είναι άγνωστο εάν κατά την περίοδο εκείνη χωρίς αυτόν θα είχε επιτευχθεί η πτώση του Μπιζανίου, και η απελευθέρωση των Ιωαννίνων. Όμως, το τέλος του Νικολάκη Εφέντη και της οικογένειάς του ήταν τραγική, Όταν συνελήφθη, ως αιχμάλωτος, από το Ελληνικό Στρατό και τον παρουσίασαν στον Αρχιστράτηγο Διάδοχο, αυτός τον ρώτησε τι θα ήθελε ως αντάλλαγμα για την μεγάλη του προσφορά. 
Εκείνος του απάντησε απολύτως τίποτε, παρά μόνο να μείνει απολύτως μυστική η ηρωική του πράξη και δια της ανταλλαγής των αιχμαλώτων να επιστρέψει στη Σμύρνη, όπου ήταν η οικογένειά του.Δυστυχώς, όμως, λόγω κάποιου επιπόλαιου και αφελούς ενθουσιώδους δημοσιογράφου, που δημοσίευσε στην εφημερίδα του το γεγονός, το πληροφορήθηκαν οι Τούρκοι, και όταν αποβιβάστηκε, με τους άλλους ανταλλαγέντες αιχμαλώτους στην Σμύρνη κρατήθηκε αμέσως από τις τοπικές αρχές και, ύστερα από φρικτά βασανιστήρια, εκτελέστηκε.
 
Πηγές




Σάββατο 17 Φεβρουαρίου 2024

ΟΤΑΝ ΤΟ ΑΦΥΣΙΚΟ ΓΙΝΕΤΑΙ ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΚΌ - Αφού, λοιπόν, βομβαρδίσεις την κοινωνία με όλες τις μουρλές θεωρίες και πεποιθήσεις διαφόρων, το παράλογο, το αφύσικο, το εξωφρενικό αρχίζει και φαίνεται συμπαθές

Της Δρ. Ελένης Παπαδοπούλου
Διδάκτωρ Διδακτικής Γλωσσών και Πολιτισμών του Πανεπιστημίου Paris III – Sorbonne Nouvelle
 

Είναι πολύ απλό το αφύσικο να γίνει φυσιολογικό. Πρώτα βάζεις το θέμα στο τραπέζι. Πάντα υπάρχουν οι καλοθελητές που θα κάνουν την αρχή. Το τυλίγεις με ένα αμπαλάζ πιασιάρικο, ευαισθητούλικο, να έχει κάτι από «ανθρώπινα δικαιώματα», «ισότητα», «δημοκρατία». Και το δίνεις σε πολιτικούς «προοδευτικούς» και συνεργαζόμενα ΜΜΕ για να ξεκινήσει η προπαγάνδα στην κοινωνία.

Συγχρόνως οργανώνεις τη διαπόμπευση, τον τραμπουκισμό, τη συκοφάντηση, ακόμη και το κυνήγι όποιου τολμήσει να πει ότι ο γάιδαρος δεν πετάει. Διότι κατά τον «προοδευτικό νου» ο γάιδαρος φυσικά και πετάει. Και εκτός από τον ιπτάμενο γάιδαρο, έχουν δικαίωμα σε πτήσεις και η κατσίκα και ο ασβός και άλλα ζώα, τα οποία ναι μεν δεν τα προίκισε η φύση με φτερά, αλλά αυτό δεν έχει καμία σημασία στις μέρες μας.

Αφού, λοιπόν, βομβαρδίσεις την κοινωνία με όλες τις μουρλές θεωρίες και πεποιθήσεις διαφόρων που σε παλαιότερες εποχές θα ήταν του γιατρού, αλλά τώρα τους ακούμε με ανοιχτό το στόμα, το παράλογο, το αφύσικο, το εξωφρενικό αρχίζει και φαίνεται συμπαθές. Εξοικειώνεται το κοινό με τον ιπτάμενο ασβό. Σου λέει, αυτός δηλαδή γιατί να μη δει τη γη από ψηλά όπως ο αετός; Και έτσι αρχίζει η κοινωνία να σκέφτεται πόσο αδικημένα είναι από τη φύση ο ασβός, το κουνάβι, ο τράγος και πώς θα αποκατασταθεί η αδικία. Ερχεται, λοιπόν, ο «προοδευτικός» πολιτικός και δίνει λύση. Με έναν νόμο και ένα άρθρο όλα αυτά τα ζώα που δεν μπορούν να πετάξουν θα αποκτήσουν φτερά.

Υπάρχουν βέβαια και μερικοί γραφικοί, κάτι συντηρητικοί, καθόλου ανοιχτόμυαλοι που επιμένουν πως αυτό δεν γίνεται. Και έχουν καταντήσει στις μέρες μας οι λογικοί να φαίνονται ζουρλοί και οι ζουρλοί κανονικοί άνθρωποι.

Ο,τι ακριβώς συνέβη και στο θεατρικό έργο του Ιονέσκο «Ρινόκερος». Οταν εμφανίστηκε ο πρώτος ρινόκερος στην πόλη, όλοι ήταν ανάστατοι. «Τι είναι αυτό;» έλεγαν. Σιγά σιγά οι ρινόκεροι πολλαπλασιάζονταν. Ο κόσμος άρχιζε να τους συνηθίζει. Δεν προκαλούσαν πια εντύπωση. Μέχρι που τελικά όλοι στην πόλη έγιναν κι αυτοί ρινόκεροι και ο ήρωας έμεινε ο μόνος άνθρωπος. Δεν είναι τυχαία η επιλογή του ζώου από τον συγγραφέα.
Ετσι και τώρα. Οι ρινόκεροι γίνονται κανονικότητα και ο κόσμος συνηθίζει. Μόνο που όσοι αποδέχονται τους ρινόκερους μετατρέπονται και οι ίδιοι σε παχύδερμα. Οι άνθρωποι τελικά σε αυτήν τη χώρα θα μείνουν μία μειοψηφία;

NEWSBREAK 

Παρασκευή 16 Φεβρουαρίου 2024

ΕΘΝΙΚΟΣ ΑΚΡΩΤΗΡΙΑΣΜΟΣ


Του Γιάννη Χ. Κουριαννίδη 

Ιδρυτή και Διευθυντή του περιοδικού ''ΕΝΔΟΧΩΡΑ''

Η ελαφρότητα με την οποία αντιμετωπίζουν διαχρονικά οι ελληνικές κυβερνήσεις την προπαγάνδα γειτονικών κρατών μας και, κυρίως των βόρειων γειτόνων μας, αναφορικά με θέματα Ιστορίας και ταυτότητας δεν ταιριάζει σε ένα κράτος που σέβεται την ιστορία και την κληρονομιά του. Αυτή η αβελτηρία είναι που καλλιέργησε και τελικά οδήγησε στη Συμφωνία» των Πρεσπών, την οποία υπέγραψε μια προδοτική κυβέρνηση και «σεβάστηκε» η επόμενη. Η ίδια αβελτηρία ευθύνεται και για τη μη απάντηση σε προκλήσεις που δεχόμαστε και από άλλες πλευρές, που προέρχονται από τον χώρο της επιστήμης, των τεχνών, της διανόησης κ.λπ., όπως η πρόσφατη τηλεοπτική δημιουργία γνωστής αμερικανικής εταιρίας, που παρουσιάζει τον Μέγα Αλέξανδρο ως ομοφυλόφιλο.

Θα αναρωτηθεί εύλογα κάποιος, βεβαίως, τι μπορεί να περιμένει ο Έλληνας από την κυβέρνησή του πάνω σε αυτό το θέμα, όταν επί σειρά δεκαετιών όλες οι κυβερνήσεις κρύβονταν πίσω από το δάχτυλό τους, λέγοντας ότι το Μακεδονικό είναι ένα θέμα ανύπαρκτο και ότι σύντομα όλοι οι Έλληνες θα το έχουν ξεχάσει. Κάποιοι όντως το ξέχασαν, αλλά δεν το ξέχασαν οι Σκοπιανοί… Και τα αποτελέσματα τα βλέπουμε σήμερα.

Με την ίδια νοοτροπία αντιμετωπίζονται τόσο οι Αλβανοί, που οικειοποιούνται σημαντικά ταυτοτικά στοιχεία του Ελληνισμού της περιοχής που κατέχει σήμερα το αλβανικό κράτος, όσο και οι Βούλγαροι, που έχουν ταυτίσει τους αρχαίους Θράκες με τους προδρόμους… Βουλγάρους! Και η μεν Βουλγαρική Ακαδημία Επιστημών παίζει διεθνώς χωρίς αντίπαλο, αλλά τι μπορεί να πει κανείς για κυβερνήσεις ελλαδίτικες, όπως αυτή που έφτασε στο σημείο, το 2005, να διοργανώσει κοινή τουριστική εκστρατεία με την τότε βουλγαρική με τίτλο «Ελάτε στη Θράκη, τη γη του Ορφέα»; Μη μας φανεί παράξενο αν άλλη κυβέρνηση συνδιοργανώσει με τους Σκοπιανούς κάποια στιγμή ανάλογη καμπάνια με τίτλο «Ελάτε στη Μακεδονία, τη γη του Μεγάλου Αλεξάνδρου»! Ειδικά μετά την υπογραφή της προδοτικής συμφωνίας, όλα είναι πλέον πιθανά…

Επίσης, μη μας φανεί καθόλου παράξενο αν είναι οι Σκοπιανοί αυτοί που θα αντιδράσουν στην ύβρι προς το πρόσωπο του Μ. Αλεξάνδρου (και απορώ πώς δεν το έχουν κάνει ακόμη!). Μπορεί στην Ελλάδα της επικείμενης νομιμοποίησης γάμου και τεκνοθεσίας από τους ομοφυλοφίλους μια τέτοια ιστορική ύβρις να μη θεωρείται από την ηγεσία της κάτι μεμπτό, αλλά δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι κάτι τέτοιο ισχύει και σε χώρες όπως τα Σκόπια.

Να θυμίσουμε ότι, ακόμη και στην περίπτωση της παραγωγής τηλεοπτικής σειράς της ίδιας αμερικανικής εταιρίας, στην οποία παρουσιαζόταν η Ελληνίδα βασίλισσα της Αιγύπτου, Κλεοπάτρα, ως… μαύρη (!), αυτή που αντέδρασε ήταν η… Αίγυπτος, η οποία διά του υπουργείου Αρχαιοτήτων της ανακοίνωσε με κάθε επισημότητα ότι «η τελευταία Φαραώ της Αιγύπτου είχε λευκό δέρμα και ελληνιστικά χαρακτηριστικά», φτάνοντας μάλιστα στο σημείο να εξεταστεί η αναστολή λειτουργίας του Netflix στην επικράτειά της!

Έτσι αντιδρούν σοβαρές χώρες, που σέβονται την ιστορία και την κληρονομιά τους (ακόμη κι όταν αυτά δεν είναι αμιγώς δικά τους, όπως στην περίπτωση της Αιγύπτου) και όχι κλαψουρίζοντας εκ των υστέρων, όταν τα αποτελέσματα της αβελτηρίας τους θα έχουν δημιουργήσει καταστάσεις που δύσκολα πια ανατρέπονται.

Όταν αποφασίσουμε κάποια στιγμή να μιλάμε εμείς οι ίδιοι για την ιστορία μας και δεν θα αφήνουμε να το κάνει αυτό κάθε «Αμερικανάκι», όταν δηλαδή καταλάβουμε επιτέλους την αναγκαιότητα υπεράσπισης της ιστορικής αλήθειας, τότε ίσως θα είμαστε και άξιοι της κληρονομιάς μας. Μέχρι τότε θα τσιμεντώνουμε Ακροπόλεις και θα μπαζώνουμε Αμφιπόλεις…

https://www.antinews.gr/50329/antitheseis/ethnikos-akrotiriasmos/

ΨΥΧΙΑΤΡΟΣ ΚΑΛΛΙΟΠΗ ΠΡΟΚΟΠΑΚΗ : «ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΜΕΛΕΤΕΣ ΠΟΥ ΑΝΑΦΕΡΟΥΝ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΣΕ ΠΑΙΔΙΑ ΠΟΥ ΜΕΓΑΛΩΝΟΥΝ ΟΜΟΦΥΛΟΦΙΛΟΙ» - ΟΣΑ ΚΑΤΕΘΕΣΕ ΣΤΗΝ ΒΟΥΛΗ

Στη δυνατότητα τεκνοθεσίας από ομόφυλα ζευγάρια αναφέρεται υπόμνημα της ψυχιάτρου Παιδιών και εφήβων Καλλιόπη Προκοπάκη το οποίο απέστειλε στις ειδικές επιτροπές στη Βουλή με αφορμή το νομοσχέδιο για το γάμο των ομόφυλων ζευγαριών.

Μεταξύ άλλων επισημαίνει την ανάγκη των παιδιών να έχουν την φροντίδα δύο ετερόφυλων γονέων, “με τις διαφορετικές συνεισφορές τους στον ψυχισμό του.” Θέτει ως ερώτημα τη σταθερότητα που εγγυάται στο παιδί ένας ομόφυλος “γάμος”, παραθέτοντας στοιχεία από τη Σουηδία, την πρώτη χώρα που καθιέρωσε τέτοιους “γάμους”, από τα οποία προκύπτει -με βάση μελέτη εικοσαετούς διάρκειας-, ότι οι ομόφυλοι λεσβιακοί γάμοι είναι εξαιρετικά ασταθείς

Επιπλέον, αναφέρει χαρακτηριστικά ότι ως προς την επιστημονική έρευνα για την ψυχική υγεία, σχολική και κοινωνική προσαρμογή των παιδιών που ζουν με ομόφυλα ζευγάρια, τα αποτελέσματα είναι αντικρουόμενα. “Ακόμη κι αν πολλές μελέτες δεν εντοπίζουν κάποιο πρόβλημα, υπάρχουν αρκετές που αναφέρουν προβλήματα όπως άγχος, κατάθλιψη, μειωμένες σχολικές επιδόσεις, δυσκολίες στον ρόλο και στην ταυτότητα φύλου και ομοφυλοφιλικό σεξουαλικό προσανατολισμό” τονίζει.

Υπογραμμίζει πως για αποφάσεις που έχουν μεγάλη βαρύτητα καθώς ανατρέπουν τους υπάρχοντες θεσμούς που βασίζονται στην ανθρώπινη φύση και μας οδηγούν σε αχαρτογράφητα νερα κάνει λόγο μεταξύ άλλων της ψυχιάτρου Παιδιών και Εφήβων κ. Καλλιόπης Προκοπάκη στην κατάθεσή της στις επιτροπές στη Βουλή με αφορμή το νομοσχέδιο για το γάμο των ομόφυλων ζευγαριών.

Αναλυτικά το υπόμνημά της:

ΠΡΟΣ

ΔΙΑΡΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΗΣ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ

ΔΙΑΡΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΥΠΟΘΕΣΕΩΝ

ΕΙΔΙΚΗ ΜΟΝΙΜΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΙΣΟΤΗΤΑΣ, ΝΕΟΛΑΙΑΣ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ

Κυρίες και Κύριοι Βουλευτές,

Κατόπιν προσκλήσεως που μου αποστείλατε, θεωρώ τιμή και υποχρέωσή μου να καταθέσω την επιστημονική μου άποψη, που πηγάζει από τις Ιατρικές σπουδές μου, από πολλά χρόνια κλινικής εμπειρίας και άσκησης της Ειδικότητος της Ψυχιατρικής Παιδιών και Εφήβων, την μακροχρόνια ενασχόληση μου με το θέματα σεξουαλικότητας, και την συστηματική μελέτη της σχετικής βιβλιογραφίας. Θα ήθελα να είναι σαφές ότι δεν εκπροσωπώ οποιοδήποτε κόμμα.

Το ζήτημα ως προς το οποίο μπορώ να συνεισφέρω, αφορά στην δυνατότητα τεκνοθεσίας από ομόφυλα ζευγάρια, που θα ακολουθήσει αναπόφευκτα την δυνατότητα γάμου. Θα προσπαθήσω να παρουσιάσω εν συντομία κάποιες από τις σύνθετες των βιολογικές, ψυχολογικές, κοινωνικές και δεοντολογικές πλευρές του θέματος, ώστε να διευκολυνθεί η ενημερωμένη απόφαση σας.

Τα ζητήματα στα οποία θα αναφερθώ και τα οποία περισσότερο η λιγότερο έχουν τεθεί στον δημόσιο διάλογο, είναι τα εξής:

1. Τρόποι απόκτησης τέκνων από ζευγάρια μη-συμβατά με αναπαραγωγή

2. Γονεϊκότητα

3. Μητέρα και “παρένθετη μητέρα”

4. Μελέτες για την ανάπτυξη των παιδιών που έχουν ομοφύλους κηδεμόνες 5. Σημασία των λέξεων “γονέας” και “φυσιολογικό”

6. Συμπέρασμα

Τρόποι απόκτησης τέκνων από ζευγάρια μη-συμβατά με αναπαραγωγή

– Τέκνο που αποκτήθηκε μέσα σε ετερόφυλη σχέση, ακολούθησε χωρισμός και σύναψη ομόφυλης σχέσης.

– Απόκτηση τέκνου με φυσιολογικό τρόπο, κατόπιν σεξουαλικής επαφής με άτομο του αντίθετου φύλου, όχι σε πλαίσιο σχέσης αγάπης, αλλά με μόνο σκοπό την σύλληψη και γέννηση.

– Απόκτηση τέκνου μέσω εξωσωματικής γονιμοποίησης, με χορήγηση γενετικού υλικού (σπέρματος ή ωαρίου), χωρίς χρήση “παρένθετης μητέρας”

– Παρένθετη μητέρα

– Τεκνοθεσία

Γονεϊκότητα

Από νωρίς στην εγκυμοσύνη η γυναίκα αρχίζει να συμπεριφέρεται μητρικά και ο άντρας πατρικά. Οι οργανικές και ψυχολογικές αλλαγές του ζευγαριού κατά την εγκυμοσύνη πυροδοτούνται από την ενεργοποίηση βασικών, μόνιμα ενσωματωμένων, νευρικών κυκλωμάτων του εγκεφάλου. Αυτό καταδεικνύει και την σημασία τους στην φυλογενετική εξέλιξη και διαιώνιση του είδους.

Άλλωστε, σε όλα τα είδη, τα αρσενικά και τα θηλυκά άτομα έχουν διαφέρουσες γονεϊκκές συμπεριφορές. Οι διαφορές αυτές οφείλονται στον φυλετικό διμορφισμό του εγκεφάλου, που σημαίνει ότι νευρικά κυκλώματα λειτουργούν διαφορετικά στα θηλυκά και στα αρσενικά άτομα. Η σύγχρονη κοινωνική νευροεπιστήμη, ένας πρωτοποριακός συνθετικός κλάδος, διερευνά και την νευροβιολογία της γονεϊκότητας και δείχνει ότι νευρικά δίκτυα που διατηρήθηκαν μέσα στις χιλιετίες της ανθρώπινης εξέλιξης ενεργούν συντονισμένα, για να υποστηρίξουν την κατάλληλη ανταπόκριση των γονέων προς το βρέφος: το συναίσθημα, την προσοχή, την κατανόηση και ενσυναίσθηση, το κίνητρο, την λήψη αποφάσεων, την φροντίδα (Swain J et al,2007).

Οι γονεϊκές συμπεριφορές διαμορφώνονται επίσης πολιτισμικά και ψυχολογικά, ως ψυχικά βιώματα των γονέων. Είναι γνωστό ότι η ακατάλληλη γονεϊκή συμπεριφορά αυξάνει την πιθανότητα να μην έχει καλές γονεϊκές δεξιότητες το τέκνο όταν γίνει γονέας. Η φροντίδα των γονέων διαμορφώνει καθοριστικά τόσο την τωρινή όσο και την μελλοντική συμπεριφορά του βρέφους. Η σχέση γονέα-βρέφους παρέχει στο παιδί τις πρώτες κοινωνικές εμπειρίες, δημιουργεί πρότυπα για το τι μπορεί να περιμένει από τους άλλους και πως να ανταποκρίνεται με τον καλύτερο δυνατό τρόπο στις προσδοκίες των άλλων. Ο John Bowlby τόνισε την σημασία της δημιουργίας δεσμού και το πως μέσω αυτού το παιδί χτίζει εσωτερικές αναπαραστάσεις του φυσικού και κοινωνικού περιβάλλοντος και του εαυτού του, που επηρεάζουν την ικανότητα του να δημιουργεί οικείες σχέσεις με τους άλλους.

Γνωρίζουμε ότι η διαμόρφωση του ψυχισμού, και των στάσεων ζωής επηρεάζεται βαθύτατα από τις σχέσεις και τα συναισθήματα που δρουν συνειδητά και ασυνείδητα μέσα στην οικογένεια. Πχ. η παιδική αγάπη μέχρι έρωτος προς τον ετερόφυλο γονέα προσδιορίζει ερωτικές επιλογές στο μέλλον, οι ταυτίσεις, οι συγκρούσεις και τα τραύματα επηρεάζουν καθοριστικά τις διαπροσωπικές σχέσεις, τις στάσεις ζωής την διαμόρφωση κοινωνικών ρόλων και την επιλογή συντρόφων. Ο τρόπος ανατροφής και οι μορφές οικειότητας επηρεάζουν τον μελλοντικό ρόλο του ατόμου ως γονέα και σύντροφο.

Όλα τα παραπάνω δεν σημαίνουν ότι ο σεξουαλικός προσανατολισμός ενός ατόμου καθορίζει την ικανότητά του να αγαπήσει και να φροντίσει ένα παιδί. Ούτε προδιαγράφουν ότι όλα τα ετερόφυλα ζευγάρια φροντίζουν τα παιδιά τους με τον αρμόζοντα τρόπο. Όμως επισημαίνουν την κατ’ αρχάς ανάγκη των παιδιών να έχουν την φροντίδα δύο ετερόφυλων γονέων, με τις διαφορετικές συνεισφορές τους στον ψυχισμό του. 

Κάθε παιδί αναζητά απάντηση στο ερώτημα ” πως και γιατί ήρθα στον κόσμο”; Ποιο θα είναι το αφήγημα που θα ειπωθεί στο παιδί ως απάντηση; Οι αφηγήσεις τύπου “σε φιλοξένησε μία κυρία στην κοιλίτσα της” όσο κι αν μοιάζουν ειλικρινείς, δεν διαφωτίζουν το μυστήριο της έλευσης ενός ανθρώπου στον κόσμο. Οι περιγραφικές εξηγήσεις προσπαθούν να προτείνουν απαντήσεις, όταν η ίδια η κατάσταση οικογένειας που βιώνει το παιδί, του στερεί την δυνατότητα να τις σκεφτεί και να τις κατανοήσει. Το παιδί δεν ζητά εξήγηση του “πως έγινε”, η σύλληψή του, κάτι τέτοιο θα αποτελούσε μόνο κυριολεκτική κατανόηση του ερωτήματος του. Αυτό που στην πραγματικότητα ρωτάει είναι ποιος είναι ο λόγος ύπαρξής του. Όταν οι δύο γονείς είναι συνδημιουργοί (ή δυνητικά συνδημιουργοί), μπορεί να συλλάβει μία ύπαρξη με νόημα, μία δημιουργία με σκοπό, και αυτό με όλες τις υπαρξιακές διαστάσεις. Αντίθετα, όταν αποδίδεται στους ενηλίκους ένας ψευδής ρόλος δημιουργού, που δεν μπορούν να κατέχουν, παγιδεύουμε την σκέψη του. Η ψευδής νομιμοποίηση του ομόφυλου συντρόφου ως γονέα σημαίνει ότι επιβάλλουμε στο παιδί να πιστέψει το ασύλληπτο. Γιατί άραγε η δική του σύλληψη να αποφασίστηκε από την επιστημονική τεχνογνωσία, όταν των άλλων παιδιών αποφασίζεται από την φύση; Γιατί οι δικοί του “γονείς” χρειάστηκαν εμπλοκή και άλλων προσώπων, όταν οι άλλοι γονείς είναι συνδημιουργοί ζωής;

Ας δούμε επίσης την περίπτωση όπου, ένας διαφυλικός άντρας (γυναίκα βιολογικά με αντρική ταυτότητα) που έχει ως σύντροφο γυναίκα, διεκδικεί “ρόλο πατέρα”. Η πατρότητα δεν είναι ένας ρόλος, είναι βιωματική σχέση που έχει ρίζες στο παρελθόν και προεκτείνεται στο μέλλον. Ο διαφυλικός άντρας δεν υπήρξε ποτέ “γιός του πατέρα του”, αλλά “κόρη του πατέρα της”. Ἀρα είχε μία άλλης τάξης σχέση τόσο με τον πατέρα όσο και με την μητέρα, άλλη ψυχική θέση και άλλες φαντασιώσεις, βάσει των οποίων μετρήθηκε με την πραγματικότητα και δόμησε την προσωπικότητά “του”. Το μήνυμα προς το παιδί στην περίπτωση αυτή, είναι: “ήμουν μια κόρη που ήθελε να είναι γιος, μια γυναίκα που ήθελε να είναι άντρας, μια εν δυνάμει μητέρα που θέλει να είναι πατέρας”.

Αυτό το διαγενεακό κενό στο βίωμα και η διαγενεακή σύγχυση ως προς τα ψυχικά περιεχόμενα των γονεικών ιδιοτήτων, μεταβιβάζεται στο παιδί. Το παιδί παγιδεύεται σε ένα διπλό μήνυμα, μεταξύ αυτού που φαίνεται και αυτού που είναι, όχι μόνο στο ψυχικό επίπεδο, αλλά και στο σωματικό. Η τεκνοθεσία από ένα μόνο άτομο διαφέρει, γιατί διατηρεί ένα κενό στην θέση του δεύτερου γονέα και έτσι η προέλευση του παιδιού από δύο φύλα ούτε διαστρεβλώνεται, ούτε ακυρώνεται. (Christian Flavigny, 2020)

Τέλος, ένα σημαντικό ερώτημα είναι η σταθερότητα που εγγυάται στο παιδί ένας ομόφυλος “γάμος”. Στην Σουηδία, που ήταν η πρώτη χώρα που καθιέρωσε τέτοιους “γάμους”, προκύπτει από μελέτη εικοσαετούς διάρκειας, ότι οι ομόφυλοι λεσβιακοί γάμοι είναι εξαιρετικά ασταθείς (Kolk M, Andersson G, 2020)

Μητέρα και “Παρένθετη Μητέρα” 

Ο ρόλος της μητέρας που κυοφορεί είναι πολύ σημαντικός. Η μητέρα κατά την κύηση είναι το περιβάλλον και ταυτόχρονα ο ρυθμιστής του περιβάλλοντος του εμβρύου. Οι αλλαγές στην φυσιολογία του μητρικού σώματος, συνοδεύονται από ψυχολογικές αλλαγές που ευαισθητοποιούν την γυναίκα στις ανάγκες του μωρού που αναπτύσσεται μέσα της. Η μητέρα και το βρέφος αποτελούν μία αδιάσπαστη σωματική και ψυχική ενότητα, η οποία σε ένα βαθμό συνεχίζεται και μετά την γέννηση. Στην ψυχολογία του βάθους, στην έννοια βρέφος εμπεριέχεται η φροντίδα που αυτό λαμβάνει από την μητέρα. Μετά την γέννηση, η ταύτιση της μητέρας με το μωρό, της επιτρέπει να αντιλαμβάνεται και να συναισθάνεται τις ανάγκες του, να το φροντίζει, να το προστατεύει και να θέτει την σχέση τους σε απόλυτη προτεραιότητα στις σκέψεις της, στα συναισθήματα, της, στις ανησυχίες και στις πράξεις της. Χάρι σε αυτή την ευαίσθητη σωματική και ψυχική φροντίδα, το μωρό αρχίζει να αποκτά μία αίσθηση συνέχειας της ύπαρξής του και να αναπτύσσει το δυναμικό που έχει κληρονομήσει (Winnicott DW, 1960).

H ικανότητα της μητέρας να “διαβάζει το παιδί”, δηλαδή να το κατανοεί χωρίς λόγια, είναι προϋπόθεση για την παροχή επαρκούς φροντίδας. Μελέτες δείχνουν ότι αυτή η ικανότητα της μητέρας διευκολύνει τα θετικά συναισθήματα του βρέφους και ενισχύει την συναισθηματική του ρύθμιση και την ψυχική του ανθεκτικότητα (Hanford LC et al, 2018). Το αίσθημα εμπιστοσύνης που δημιουργεί στο παιδί η αξιόπιστη και ευαίσθητη φροντίδα, αποτελεί το θεμέλιο του αισθήματος ταυτότητας. (Κ Προκοπάκη, 2020)

Τι σημαίνει “παρένθετη μητέρα”; Μια μητέρα που παύει να είναι μητέρα μόλις γεννήσει ένα τέκνο που δεν κυοφορήθηκε από την μητέρα της οποίας φέρει (η και δεν φέρει καν) το γενετικό υλικό. Τι συμβαίνει όταν κλείσει η παρένθεση της “παρένθετης”; τι βιώνει η μητέρα που πια δεν “παρεμβάλλεται”; πώς νοιώθει μια γυναίκα αφού “χρησιμοποιηθεί” ως μητέρα; Τι σημαίνει για ένα βρέφος να αποκλεισθεί από το σώμα που του προσέφερε την δυνατότητα να ζήσει; Πως επηρεάζει την εξέλιξή του; Πρακτικές που υπερβαίνουν τα όρια της φύσης και μετατρέπουν την γυναίκα σε μηχανή αναπαραγωγής και το βρέφος σε απόκτημα. Παρά την μη-κερδοσκοπική επίφαση, πρόκειται πολύ συχνά για μία αμειβόμενη εργασία και εμπορευματοποίηση της εγκυμοσύνης. Αυτή είναι μία συζήτηση που δεοντολογικά και επιστημονικά εκκρεμεί.

Μελέτες για την ανάπτυξη των παιδιών που έχουν ομοφύλους κηδεμόνες

 Στην συζήτηση για την τεκνοθεσία από ομόφυλα ζευγάρια είναι απαραίτητες οι επιστημονικές έρευνες και τα συμπεράσματά τους. Στον δημόσιο διάλογο κυριαρχεί η άποψη (χωρίς να τεκμηριώνεται) ότι ο σεξουαλικός προσανατολισμός των γονέων δεν έχει επιπτώσεις στην ψυχική υγεία των παιδιών ή στην κοινωνική τους προσαρμογή. Όμως δεν έχουν έτσι τα πράγματα. Η αλήθεια είναι ότι τα αποτελέσματα των ερευνών είναι αντικρουόμενα: κάποιες έρευνες δεν βρίσκουν διαφορά μεταξύ ομόφυλων και ετερόφυλων κηδεμόνων, άλλες βρίσκουν μειονεκτήματα και κάποιες άλλες πλεονεκτήματα.

Πολλές μελέτες δείχνουν ότι τα παιδιά που μεγαλώνουν με ομόφυλα ζευγάρια δεν παρουσιάζουν διαφορές από τα παιδιά που ζουν με ετερόφυλα ζευγάρια σε θέματα ψυχικής υγείας, όμως τα αποτελέσματα διαφέρουν ανάλογα με τα δείγματα πληθυσμού (Mazrekaj, D., Jin, Y, 2023). Στην πλειοψηφία τους τα δείγματα του πληθυσμού είναι δείγματα ευκολίας, μικρά , μη-τυχαιοποιημένα και μη-αντιπροσωπευτικά, πληθυσμιακά ομοιογενή, που δεν απεικονίζουν την ποικιλία των ομόφυλων ζευγαριών. Πχ, ομόφυλα λευκά ζευγάρια, Αμερικανοί, με υψηλό κοινωνικο-οικονομικό επίπεδο, που έκαναν ιδιωτικές υιοθεσίες, και ενεγράφησαν στις έρευνες μέσω επιλεγμένων ομάδων στήριξης ομόφυλων ατόμων.

Στις περισσότερες έρευνες δεν υπάρχει ομάδα ελέγχου, (ομάδα ετερόφυλων γονέων αντίστοιχη με την ομάδα των ομόφυλων γονέων) ώστε να υπάρχει σύγκριση. Ή, όταν υπάρχει, τα χαρακτηριστικά της δεν αντιστοιχούν με τα χαρακτηριστικά της ομάδας των ομόφυλων ατόμων, άρα δεν μπορούν να συγκριθούν. Επίσης δεν διευκρινίζονται σημαντικοί παράγοντες, όπως ποια παιδιά ζουν και με τον φυσικό γονιό του άλλου φύλου, ποια δεν είχαν ποτέ έναν γονιό του άλλου φύλου, ποια παιδιά διαθέτουν babysitter διαφορετικού φύλου από το ομόφυλο ζευγάρι, αν υπάρχουν αδέλφια, πόσα παιδιά είναι υιοθετημένα, πόσα αποκτήθηκαν με ιατρικές τεχνολογίες. Σημαντικό ρόλο επίσης παίζει η πηγή των πληροφοριών, που συνήθως είναι οι ίδιοι οι κηδεμόνες (που πιθανότατα θέλουν να παρουσιάσουν μία ευνοϊκή εικόνα) και όχι ειδικοί ψυχικής υγείας.

Οι περισσότερες έρευνες εξετάζουν σύντομες περιόδους ενώ ελάχιστες παρακολουθούν μακροπρόθεσμα την εξέλιξη των παιδιών στην ενηλικίωση. Οι περισσότερες μελέτες αναφέρονται σε ζευγάρια ομοφυλόφιλων γυναικών, λίγες σε ζευγάρια ομοφυλόφιλων ανδρών και ακόμα λιγότερες σε ζευγάρια αμφισεξουαλικών ή τρανσέξουαλ ατόμων Τέλος, σε πολλές από τις μελέτες απουσιάζει η πηγή χρηματοδότησης και η δήλωση σύγκρουσης συμφερόντων (conflict of interest). Τα προβλήματα αυτά συνιστούν σημαντικούς περιορισμούς για την ισχύ, την αξιοπιστία και σημασία των συμπερασμάτων τους.

Υπάρχουν επιστημονικές ανακοινώσεις που υιοθετήθηκαν ευρέως και διαμόρφωσαν την κοινή γνώμη, αν και παρουσίασαν σοβαρότατα σφάλματα δεν βασίζονται σε ορθή ερευνητική μεθοδολογία. Παραθέτω τρία χαρακτηριστικά παραδείγματα:

Η American Academy of Pediatrics, το 2002 δήλωσε ότι δεν υπάρχουν διαφορές στην στάση και συμπεριφορά των “γονέων”, στην συναισθηματική και κοινωνική ανάπτυξη, στην ταυτότητα φύλου και στον σεξουαλικό προσανατολισμό, μεταξύ παιδιών ετερόφυλων και ομόφυλων οικογενειών. Παραδέχεται βέβαια ότι οι στατιστικές δεν είναι ακριβείς,, ότι τα δείγματα των μελετών είναι πολύ μικρά και αφορούν μόνο σε παιδιά μικρής ηλικίας, και συνιστά επιφυλακτικότητα στην ερμηνεία των αποτελεσμάτων (American Academy of Pediatrics, 2002).

Η Αμερικανική Ψυχολογική Εταιρεία το 2005 ανακοίνωσε ότι “σε 59 έρευνες δεν έχει βρεθεί ούτε μία μελέτη που να δείχνει ότι τα παιδιά των λεσβιών ή ομοφυλόφιλων γονέων είναι σε μειονεκτική θέση από κάθε άποψη, σε σχέση με τα παιδιά των ετεροφυλόφιλων γονέων”. (American Psychological Association, 2005)). Όμως η εξέταση των ερευνών αυτών δείχνει ότι στην πλειοψηφία τους παρουσιάζουν σοβαρά μεθοδολογικά και συστηματικά σφάλματα (Marks L. 2012).

Μία από τις συχνότερα αναφερόμενες μελέτες ( Reczek C et al 2016) χρησιμοποίησε δεδομένα του Εθνικού Κέντρου Στατιστικών Υγείας των Η.Π.Α. (National Center for Health Statistics) για τα έτη 2004-2013 που αποδείχθηκαν λανθασμένα για την περίοδο 2004-2007: πάνω από τα τρία τέταρτα των ζευγαριών που χαρακτηρίστηκαν αρχικά ως ομόφυλα ταξινομήθηκαν λανθασμένα ως ετερόφυλα! Μετά την διόρθωση προέκυψε ότι, τα συναισθηματικά προβλήματα στα παιδιά των ομόφυλων ζευγαριών ήταν διπλάσια από τα αρχικά αναφερόμενα και ότι ο γάμος των ομόφυλων ζευγαριών δεν παρείχε πλεονεκτήματα στα παιδιά, όπως αρχικά είχε αναφερθεί (Sullins DP, 2017).

Αντίστοιχο σφάλμα υπάρχει και σε άλλες τρείς μελέτες, όπου το 61,3 % των εφήβων που αρχικά αναφέρθηκε ότι ζούσαν με λεσβιακό ζευγάρι, ζούσαν στην πραγματικότητα κυρίως με τον πατέρα και την συντροφό του. Εξετάζοντας το υπόλοιπο 38,6% των εφήβων, που όντως ζούσαν αποκλειστικά με το λεσβιακό ζευγάρι, διαπιστώθηκε ότι είχαν πολύ χειρότερα αποτελέσματα σε ψυχομετρικές αξιολογήσεις άγχους και αυτονομίας, σε σύγκριση με εφήβους που ζούσαν με ετερόφυλα γονεικά ζευγάρια.

Άλλες μελέτες εντόπισαν σημαντικές διαφορές, όπως δυσκολίες στον ρόλο φύλου, δυσκολίες στην οικειότητα και εμπιστοσύνη ή αυξημένη κατάθλιψη στην ενηλικίωση. Σύμφωνα με πρόσφατη ανασκόπηση, αν και δεν παρατηρήθηκαν διαφορές στην γενική προσαρμογή στα παιδιά που ζούσαν με ομόφυλα ζευγάρια, επηρεάστηκε η ταυτότητα φύλου και ο σεξουαλικός προσανατολισμός ήταν πιθανότερο να είναι ομοφυλοφιλικός (Yun Zhang, et al, 2023). Η μόνη μελέτη που έχει γίνει σε αμφιφυλόφιλα ζευγάρια (bisexual) έδειξε ότι τα παιδιά έχουν αυξημένα προβλήματα ψυχικής υγείας (Calzo et al., 2019).

Σημασία των λέξεων “γονέας” και “φυσικό”

Οι λέξεις έχουν μεγάλη βαρύτητα, καθώς δεν είναι παρά συμβολικές αναπαραστάσεις πραγματικοτήτων. Άρα, λανθασμένη χρήση, και σημασία διαστρεβλώνει την πραγματικότητα. Για αυτό, επιλέγω προς το παρόν να χρησιμοποιώ την λέξη κηδεμόνας για την τεκνοθεσια. Η λέξη γονέας δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί εν προκειμένω, καθώς προέρχεται από την λέξη γόνος, που είναι το προϊόν των γονάδων, δηλαδή των όρχεων και των ωοθηκών, και προτιμητέο είναι να χρησιμοποιείται όταν πρόκειται για βιολογικό γονέα. Το πώς θα αποκαλούνται θεσμικά οι ομόφυλοι κηδεμόνες παιδιών είναι θέμα που συζητείται. Επίσης δεν είναι σαφές το πώς θα τους αποκαλεί το κηδεμονευόμενο παιδί.

Ο όρος “φυσικό” αναφέρεται ευθέως σε αυτό που παρέχεται από την φύση. Δύο σπερματοζωάρια, δεν δημιουργούν παιδί, ούτε δύο ωάρια, αλλά χρειάζεται ένα από το κάθε είδος. Η συμπληρωματική προσφορά γονιδίων από ωάριο και σπερματοζωάριο, προσφέρει επιπλέον δυνατότητες στον νέο οργανισμό και προστασία από νόσους. Ακόμη και αν το ένα σπερματοζωάριο η ωάριο διαιρεθούν με κλωνοποίηση και δημιουργήσουν οργανισμό, αυτός θα είναι μη βιώσιμος.

Όπως αποδεικνύει ο Antonio Damasio , ο πολιτισμός απορρέει από την βιολογία. Από την πιο απλή μονοκύτταρη μορφή ζωής έως το πολυσύνθετο ανθρώπινο ον, η επιταγή για ζωή δίνει την ώθηση στην εξέλιξη και αποτελεί προϋπόθεση επιβίωσης, σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο. Η γονεϊκότητα είναι βαθιά ριζωμένη βιολογική διαδικασία και εξυπηρετεί τις ανάγκες του νέου οργανισμού, ο οποίος φυσιολογικά δημιουργείται και ανατρέφεται από δύο φύλα, επωφελούμενος από τις διαφορετικές βιολογικές και ψυχολογικές συνεισφορές τους. Η γονεϊκότητα μεταβιβάζει την αναπαραγωγική εξουσία από γενιά σε γενιά, καθώς ο πατέρας και η μητέρα παραδίδουν την “σκυτάλη” της γονιμότητας στα παιδιά τους, ο πατέρα και η μητέρα στον γιό και στην κόρη. Και αυτό είναι σαφές, φυσικό και αυτονόητο!

Συμπέρασμα

Χιλιετίες εξέλιξης του ανθρώπινου είδους οδήγησαν στην επιλογή των κοινωνιών να ανατρέφονται τα παιδιά από τους γονείς και των δύο φύλων. Η μητρότητα και η πατρότητα έχουν διαφορετικά χαρακτηριστικά βιολογικά και ψυχολογικά και συνεισφέρουν με διαφορετικό τρόπο στην ανάπτυξη των παιδιών. Μέθοδοι όπως “παρένθετη μητέρα”, δεν έχουν ελεγχθεί και θα πρέπει να επανεξεταστούν ως προς τις επιπτώσεις στα παιδιά, στην παρένθετη, αλλά και στους γονείς που κάνουν αυτή την “χρήση”. 

Ως προς την επιστημονική έρευνα για την ψυχική υγεία, σχολική και κοινωνική προσαρμογή των παιδιών που ζουν με ομόφυλα ζευγάρια, τα αποτελέσματα είναι αντικρουόμενα. Ακόμη κι αν πολλές μελέτες δεν εντοπίζουν κάποιο πρόβλημα, υπάρχουν αρκετές που αναφέρουν προβλήματα όπως άγχος, κατάθλιψη, μειωμένες σχολικές επιδόσεις, δυσκολίες στον ρόλο και στην ταυτότητα φύλου και ομοφυλοφιλικό σεξουαλικό προσανατολισμό. Όλοι δε παραδέχονται ότι παρουσιάζουν σημαντικά προβλήματα μεθοδολογίας, που συνιστούν σημαντικούς περιορισμούς για την ισχύ, την αξιοπιστία και σημασία των συμπερασμάτων τους. Επίσης όλοι συμφωνούν στο ότι χρειάζεται περισσότερη και πιο αξιόπιστη έρευνα για το θέμα αυτό.

Στις νομοθετικές αποφάσεις πρέπει να είναι σαφές αν η προτεραιότητα δίδεται στις διεκδικήσεις των ενηλίκων, ή στο συμφέρον των παιδιών. Αυτοί που αποφασίζουν για θέματα γονεικότητας, θα πρέπει να μην αγνοούν τις πραγματικές διαστάσεις των ζητημάτων που διαχειρίζονται. Τέτοιες αποφάσεις έχουν μεγάλη βαρύτητα καθώς ανατρέπουν τους υπάρχοντες θεσμούς που βασίζονται στην ανθρώπινη φύση και μας οδηγούν σε αχαρτογράφητα νερά.

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΝΕΟΛΑΙΑ

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΣΑΤΣΟΣ : Ο ΣΥΝΤΗΡΗΤΙΣΜΟΣ, Ο ΡΟΜΑΝΤΙΣΜΟΣ, Η ΑΡΙΣΤΕΡΑ (Γ' ΜΕΡΟΣ)


Γράφει ο Σπύρος Κουτρούλης

Το 1975 κυκλοφορεί σε δεύτερη έκδοση το έργο του Κ. Τσάτσου «Πολιτική –Θεωρία πολιτικής δεοντολογίας»[81], το οποίο γράφτηκε δέκα χρόνια πριν. Πρόκειται για το κορυφαίο έργο της ωριμότητας του, που αποκρυσταλλώνει, αποσαφηνίζει ή και σπανιότερα επανερμηνεύει παλαιότερες σκέψεις του. Όπως προϊδεάζει ο τίτλος δεν ασχολείται τόσο Είναι όσο με το Δέον Στόχος του είναι να συνθέσει σε ένα ενιαίο σύνολο την ιδεοκρατία από την εποχή του Πλάτωνα μέχρι τους νεώτερους χρόνους. Δηλαδή τον πλατωνισμό με τον γερμανικό ιδεαλισμό (Kάντ, Φίχτε, Σέλλινγκ, Χέγκελ), τους νεοεγελιανούς και τους νεοκαντιανούς [82]. Το εγχείρημα έχει εξ αρχής μια λανθασμένη βάση διότι εκτός από τα κοινά στοιχεία, υπάρχουν πολλά που τους διαφοροποιούν. Οι δρασκελισμοί που πραγματοποιεί είναι τεράστιοι όχι μόνο χρονικά αλλά και νοηματικά κινδυνεύοντας όλο το εγχείρημα να γκρεμοτσακιστεί. Κατ’ αυτό τον τρόπο πολύ εύκολα περνά από τον Πλάτωνα, στον Θωμά τον Ακυινάτη, στον Κάντ για να καταλήξει μαζί με τον Έγελο στην απόφανση «Η ιστορία είναι ιστορία του πνεύματος μέσα στο χρόνο. Και οι πράξεις που απαρτίζουν το ιστορικό γίγνεσθαι, όσο δεν θεωρούνται σαν απλά φυσικά φαινόμενα, άσχετα από κάθε αξιολόγηση, αποτελούν πνευματικά γεγονότα»[83]. Συγχρόνως όμως εξομαλύνει παλαιότερες αρνητικές αξιολογήσεις προς τον υπαρξισμό γράφοντας ότι «ωρισμένες όμως έρευνες, με αφετηρία κυρίως τον υπαρξισμό υψηλότερης στάθμης (Jaspers, Husserl), είναι ιδιαιτέρως χρήσιμες και στα θέματα αυτά».[84]

Όπως ο Χέγκελ (φιλοσοφία του Πνεύματος), ή ο Μαρξ (αταξική κοινωνία), ο Τσάτσος θεωρεί ότι υπάρχει ένας ύπατος σκοπός της ιστορίας, στην πραγμάτωση του οποίου κατευθύνεται και αυτός είναι η ελευθερία. Όπως επισημαίνει «όλες οι αξίες αυτές, απόλυτες στην ουσία τους, δεν είναι παρά τρόποι (modi) μιας απόλυτης αρχής, της ελευθερίας, τρόποι του ύπατου σκοπού».[85]Παρόμοια προσπάθεια έκανε ο Φουκουγιάμα που θεώρησε ότι η ιστορία τελείωσε με την νίκη της «αμερικάνικης φιλελεύθερης δημοκρατίας», για να διαψευσθεί βέβαια και αυτός, όπως καθένας που ανήγγειλε με μεταφυσικό και εσχατολογικό τρόπο το τέλος της ιστορίας. Βεβαίως θα πρέπει να λάβουμε σοβαρά υπόψη ότι στον Τσάτσο η ελευθερία δεν αφορά τόσα τα πολιτικά δικαιώματα όσο την «ανεξαρτησία» από την ύλη, τα ένστικτα και την φυσική αναγκαιότητα[86]. Πρόκειται περισσότερο για την εσωτερική κατάσταση του ανθρώπου, την «εσωτερική ελευθερία», την ελευθερία που είναι πνεύμα, παρά για κάποια δικαιώματα που είναι υποχρεωμένο καταστατικά να απονέμει ένα κράτος στον πολίτη, ώστε να λειτουργεί με την μεγαλύτερη δυνατή ελευθερία. Συνεπώς ελεύθερος είναι αυτός που δρα ακολουθώντας «ένα απόλυτο δέον, δηλαδή μιαν ιδέα ή απόλυτη αξία»[87]. Ο λόγος δεν κυριαρχεί στην πραγματικότητα, αλλά κάθε πράξη θα πρέπει να οδηγείται από αυτόν. Το άλογο στοιχείο του ανθρώπου θα πρέπει να τιθασευτεί από την λογική. Κάθε συναίσθημα – ακόμη και η αγάπη – είναι αναγκαίο να εκλογικευτεί.

 

 

Ο Τσάτσος θεωρεί ότι οι σκοποί του ατόμου θα πρέπει να ταυτίζονται με τους σκοπούς του συνόλου. Η δε πολιτεία θα πρέπει να έχει ως σκοπό τον πολιτισμό. «Ο τελικός σκοπός και της πολιτείας είναι ο πολιτισμός. Η αληθινή πολιτεία είναι πολιτεία πολιτισμού (kulturstaat) και όχι πολιτεία δύναμης (machtstaat), ούτε πολιτεία δικαίου (Rechtstaat). Δύναμη και δίκαιο είναι απλώς μέσα για να εδραιωθή η πολιτιστική λειτουργία της πολιτείας»[88]. Όταν υπάρχει αντινομία μεταξύ ατόμου και ολότητας, η επιλογή του Τσάτσου είναι σαφής, η ολότητα προηγείται: «Όταν παρουσιάζεται αντίθεση μεταξύ του ορθού σκοπού που επιδιώκει ένα άτομο και του ορθού σκοπού που επιδιώκει μια κοινωνική ολότητα, μια πολιτεία, χωρίς κανείς να μπορή να θέση έναν κανόνα, είναι δυνατόν να υποστηρίξη πως συνήθως ο σκοπός της ολότητας θα πρέπει να θεωρηθή ο επικρατέστερος. Αλλά εκτός αυτού, πρέπει να υπομνησθή ότι τα ομαδικά πνεύματα, οι κοινωνίες και δη οι πολιτικές, μπορεί να επιτελέσουν κατά κανόνα έργα που το άτομο, γιατί είναι πιο βραχύβιο και πιο αδύνατο, δεν μπορεί να κατορθώση. Υπάρχουν έργα που από τη φύση τους σχεδόν αποκλειστικά μπορεί να επωμισθούν μόνον ομάδες ανθρώπων, όπως λ.χ. η οργάνωση και η λειτουργία της πολιτείας. Γι’ αυτό και σε αυτούς ιδιαίτερα τους τομείς, όταν ανακύψη αντίθεση με ορθούς ατομικούς σκοπούς, οι τελευταίοι πρέπει κατά κανόνα να υποκύψουν στη βούληση της ολότητας»[89].

 

 

Ο Τσάτσος, αναπτύσσοντας σκέψεις που είχε διατυπώσει σε ένα πρώτα του έργα με θέμα την έννοια του θετικού δικαίου, ταυτίζει το ορθό με το θετικό δίκαιο[90], αποκλείοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο το εθιμικό δίκαιο, που όπως έδειξαν άλλοι πολιτειολόγοι, σαν τον Ν. Πανταζόπουλο, μπορεί να αποτελέσει μια άλλη πηγή του δικαίου. Βεβαίως υπό ορισμένες προυποθέσεις θεωρεί ότι και το φυσικό δίκαιο ταυτίζεται με το ορθό[91]. Συγχρόνως όμως θα καταφύγει στις απόψεις του Ρουσσώ που «πιστεύει πως με το κοινωνικό συμβόλαιο σώζεται η αυτονομία μέσα στην ετερονομία της πολιτείας. Η εκούσια υποταγή του ατόμου στην πολιτεία, αποτελεί μιαν εκχώρηση όλων των εξουσιών του προς την πολιτεία, η οποία όμως αμέσως τις επαναδίδει στο άτομο, με το γεγονός ότι κάθε άτομο είναι παράγοντας δημιουργίας της καθολικής βούλησης, που είναι και βούληση της πολιτείας».[92]

Κατόπιν, ο Τσάτσος, προχωρεί σε μια πολύ πυκνή και ουσιαστική αναδρομή στις θεωρίες του Δικαίου ξεκινώντας από τους Σοφιστές που ταυτίζουν ισχύ και δίκαιο για να περάσει στην συνέχεια στον Χόμπς και στον Σπινόζα, με στόχο όμως να τις αναιρέσει και να καταλήξει ότι το Δίκαιο θεμελιώνεται στην ιδέα και στον ύπατο σκοπό, ενώ θα επισημάνει «Το ότι δίκαιο υπάρχει μόνο όπου υπάρχει και δύναμη επιβολής, διόλου δεν σημαίνει ότι δίκαιο είναι ό,τι η δύναμη επιβάλλει».[93] Δίχως την αφετηριακή παραδοχή του ύπατου σκοπού και της ιδέας όλο το οικοδόμημα είναι στο κενό και καταρρέει.

 

 

Οι απόψεις του Τσάτσου για τον ταυτισμό δικαίου και πολιτείας επηρεάζονται από την θεωρία του Kelsen, βασικού αντίπαλου των απόψεων του γερμανού συνταγματολόγου Κ. Σμίτ. Όπως γράφει: «ο τέτοιος ταυτισμός του δικαίου και της πολιτείας αποτελεί μιαν από τις μεγάλες συμβολές της λεγόμενης Σχολής της Βιέννης, θεμελιωτής της οποίας θεωρείται ο H. Kelsen».[94]

Ο Τσάτσος θα ορίσει ορισμένους σκοπούς της πολιτείας που εξειδικεύουν τον ύπατο σκοπό, όπως είναι η κοινωνική ελευθερία και η δικαιοσύνη την οποία δεν ταυτίζει με καμία μορφής ποσοτικής ισότητας, αλλά «Αντίθετα η ανισότητα της αξίας κάθε υποκειμένου οδηγεί στο συμπέρασμα πως η δικαιοσύνη είναι πάντα και ποσοτική ανισότητα. Η ισότητα συμπίπτει με τη δικαιοσύνη μόνον υπό την έννοια, ότι πρέπει να υπάρχη μεταξύ αξίας και δικαιωμάτων πάντοτε για όλους η ίδια αναλογία».[95]

Ειδικότερα ως προς την διανομή των πνευματικών αγαθών – που ενδιαφέρουν κυρίως την σκέψη του Τσάτσου – η αρχή που την διέπει είναι καθορισμένη με ακρίβεια «στον καθένα πρέπει να ανήκη τόσος χώρος όσος του χρειάζεται για να αναπτύξη όλες του τις πνευματικές και ηθικές δυνατότητες.»[96]

Ως προς την κατανομή των υλικών αγαθών ο Τσάτσος εκφράζει παρόμοιες απόψεις με τον μαρξισμό, υπάγοντας τα όμως στην πνευματική στοχοθεσία: «Ο καθένας θα έπρεπε να έχη τόσα υλικά αγαθά όσα χρειάζεται για να αναπτύξη τις πνευματικές του δυνάμεις, γιατί αυτός είναι ο μόνος σκοπός της ζωής. Η μαρξιστική αρχή, “ο καθένας κατά τις ανάγκες του” είναι η ορθή αρχή …Αλλά κανένας, ως υλικό ον, δεν είναι ανώτερος του άλλου. Υπό την έννοιαν αυτήν όλοι οι άνθρωποι είναι ίσοι. Αυτή είναι η δίκαιη διανομή».[97] Η παραγωγή και η κατανομή υλικών αγαθών σχετικεύεται, από την ατομική ιδιοκτησία αφαιρείται ο απόλυτος χαρακτήρας, καθότι το πνεύμα, η ιδέα και η δημιουργία πολιτισμού είναι το διακύβευμα. Συγχρόνως η αποδοχή του ρόλου του κράτους στην διανομή των υλικών αγαθών – όπως τονίζει «η πολιτεία είναι ο ανώτατος ρυθμιστής της τάξης στην επιδίωξη των απόλυτων σκοπών»[98] – και στην προώθηση του πνευματικού πολιτισμού τον φέρει σε σύγκρουση με τον φιλελευθερισμό. Μάλιστα καταλήγει ότι «η θεωρητική αλήθεια γύρω από το θεσμό της ιδιοκτησίας βρίσκεται με το μέρος των ανατολικών»[99], ενώ όλοι θα έπρεπε να τείνουμε σε ένα καθεστώς «όπου η ατομική ιδιοκτησία των υλικών αγαθών θα εξαφανισθή εντελώς».[100]

 

 

Ο εξουσιαστής θα πρέπει «να προτάσση ωρισμένους σκοπούς, να θυσιάζη άλλους, με μοναδικό κριτήριο την προσφορώτερη πραγμάτωση του ύπατου σκοπού της ιστορίας, στη συγκεκριμένη μορφή που αυτός προσλαμβάνει σε ωρισμένο χρόνο και τόπο. Έτσι, χάριν αυτού του ύπατου σκοπού μπορεί να πρέπει να γίνη πόλεμος κατακτητικός, ενώ ο σκοπός της διεθνούς ζωής είναι η διεθνής τάξη και ειρήνη. Μπορεί να πρέπει να θεσπισθούν κανόνες που να προσβάλλουν την ιδέα της δικαιοσύνης, όπως είναι η απεριόριστη ιδιοκτησία ή η απεριόριστη ελευθερία των συναλλαγών. Μπορεί να πρέπει να περιορισθή η προσωπική ελευθερία, ενώ σκοπός της κοινωνικής οργάνωσης είναι η ολοκλήρωσή της. Οι εξειδικεύσεις αυτές, οι απροσδόκητες, είναι εσφαλμένες μόνον όταν δεν θεμελιώνωνται στους γενικώτερους σκοπούς στους οποίους αποβλέπουν. Γι’αυτό χρέος του εξουσιαστή είναι, ό,τι αποφασίζει και πράττει, να συνάγεται τελολογικά από τους ορθούς σκοπούς που πρέπει να διέπουν την κρίση του»[101]. Ο ύπατος σκοπός στο Τσάτσο, που επιτρέπει την εναρμόνιση ρεαλισμού και εξιδανίκευσης, είναι η ελευθερία, αλλά μπορεί κάλιστα να είναι, κατά περίπτωση η ενσάρκωση του Πνεύματος ή η αταξική κοινωνία. Ο εξουσιαστής, ο ηγέτης λαμβάνει τελικά την μορφή του πλατωνικού «άνδρα βασιλικού» δηλαδή του ηγέτη- στοχαστή, που δεν διαθέτει τόσο γνώσεις όσο λογική κρίση. Ο τελευταίος όρος δεδομένου ότι όταν διατυπώθηκαν ίσχυε στην χώρα μας το καθεστώς της μοναρχίας υπήρξε αφορμή πολλών παρεξηγήσεων και της ανάπτυξης ενός σοβαρού διαλόγου με τον Α. Μάνεση[102]. Γι αυτό και ο Τσάτσος προβαίνει σε ορισμένες διευκρινήσεις που δείχνουν ότι οι «βασιλικοί άνδρες» είναι αυτοί που έχουν ορισμένα έκτακτα χαρακτηριστικά αλλά όμως «πρέπει να είναι όλοι όσοι εξουσιάζουν, είτε είναι ένας, είτε λίγοι, είτε πολλοί, είτε εξουσιάζουν χαρισματικά, είτε με βάση την καταγωγή ή τον πλούτο, είτε γιατί εκλέγονται από τους πολλούς που θεωρείται ότι εκφράζουν το σύνολο. Προ παντός όμως οι τελευταίοι που υποτίθεται ότι εκλέγονται διότι είναι άξιοι να εξουσιάζουν, πρέπει να είναι άνδρες βασιλικοί. Η δημοκρατία είναι γι’ αυτό το πολίτευμα όπου υποτίθεται ότι κατ’ εξοχήν πρέπει να άρχουν οι βασιλικοί άνδρες» .[103]

Ο Τσάτσος επισημαίνει την απόσταση, που υπάρχει ανάμεσα στα κριτήρια αυτών που κατέχουν και αυτών που ασκούν την εξουσία: «Κατά ένα μέρος μόνο συμπίπτουν, κατά ένα άλλο μπορεί να διαφέρουν, μπορεί κάλλιστα να είναι αντίθετα»[104]. Θεωρεί ότι η ποιότητα της δημοκρατίας θα εξαρτηθεί από την ποιότητα της παιδείας που λαμβάνουν οι πολίτες. Ισχυρίζεται ότι είναι αναγκαίο η δημοκρατία να ενσωματώνει κάποια στοιχεία «αριστοκρατίας», παρότι δεν του διαφεύγει ότι στην Δύση και στην Ανατολή επικρατούν διαφορετικές μορφές ολιγαρχίας, ενώ στην αστική δημοκρατία «οι κοινωνικά ισχυρότεροι, εκείνοι που διαθέτουν περισσότερα οικονομικά μέσα, εκείνοι που ελέγχουν τον ημερήσιο τύπο και τα άλλα μέσα επηρεασμού της κοινής γνώμης, είναι οι κύριοι συντελεστές της διαμόρφωσης της λεγόμενης “γενικής βούλησης”«[105]. Τελικά καταλήγει ότι η αριστοκρατία είναι η «πολιτειακή μορφή που στην ιστορική πραγματικότητα θα μπορούσε να πλησιάση περισσότερο την έννοια μιας ιδεατής πολιτείας, χωρίς βέβαια να είναι η ιδεατή λύση, γιατί στην πραγματικότητα και οι αξιώτεροι δεν είναι παρά σχετικά ελεύθεροι και αυτόνομοι και έτσι ούτε η αριστοκρατία δεν είναι απόλυτη λύση»[106].

 

 

Βεβαίως όλη αυτή η επιχειρηματολογία παράλειψε να καθορίσει τον τρόπο και τα κριτήρια επιλογής των αρίστων. Κατάδειξε όμως τους λόγους που θα πρέπει να αποκλείονται οι πολύ πλούσιοι («διότι συνδέονται και άλλα συμφέροντα, που πολύ συχνά είναι ισχυρότερα και αλλοιώνουν τη γνησιότητα της κρίσης των ευπόρων» [107]), οι πολύ φτωχοί διότι ενδιαφέρονται κυρίως για την ικανοποίηση των πιο άμεσων υλικών αναγκών τους και οι διανοούμενοι διότι εμμένουν δογματικά στον απόλυτο σκοπό και παραβλέπουν την σχετικότητα των πραγματοποιήσεων του. Τελικά κατέληξε στην ανάγκη ενός σώματος εκλεκτόρων «που αποτελείται από ένα αδιαφοροποίητο σύνολο μελών της κοινωνίας, που κατά κάποιον τρόπο, πολύ σχετικό, εκφράζει την θέληση της ολότητας των μελών της»[108] με δημοκρατική όπως γράφει υποθεμελίωση, που βέβαια προϋποθέτει την παραδοχή ότι «η κάποτε διαισθητικά κινούμενη ορθοφροσύνη των μαζών, ασφαλώς μπορεί να στηριχθή σε πολλά ιστορικά παραδείγματα.».[109]Επιγραμματικά μάλιστα θα προσθέσει «οι λίγοι είναι επικίνδυνοι γιατί επιδιώκουν το συμφέρον τους, οι πολλοί γιατί δεν το ξέρουν».[110]Ενώ με ένα επιχείρημα μαρξιστικής εμπνεύσεως διακρίνει την ουσία από τον νομικό τύπο του λαού και κατ’ επέκτασης της νομικά αναγνωρισμένης από την πραγματική δημοκρατία. Στο πλαίσιο αυτό η αναγνώριση της κυριαρχίας της πλειοψηφίας κάλλιστα αποκρύπτει μια κατάσταση, όπως στις δημοκρατίες δυτικού τύπου, που την δύναμη στην εκλογή των αρχόντων την διαθέτουν «ο τύπος, ωργανωμένα οικονομικά συμφέροντα»[111] και στις ανατολικές «ένα κόμμα ή ένας δικτάτωρ»[112], ενώ παραδέχεται ότι «η κριτική που ασκεί ο μονολιθικός κομμουνισμός εναντίον της δημοκρατίας δυτικού τύπου περιέχει αναμφισβήτητα σπέρματα αλήθειας».[113] Φυσικά αποδοκιμάζει ως ιστορικές ανωμαλίες τις «δικτατορίες του φασισμού, του εθνικοσοσιαλισμού και άλλες προπολεμικές δικτατορικές εκδηλώσεις».[114]Το προσωπικό δέον του Τσάτσου ταυτίζεται με το πρότυπο της αρχαίας Ρώμης όπου εναρμονίζονταν – σύμφωνα με την δική του ερμηνεία- δημοκρατικά, ολιγαρχικά και δικτατορικά στοιχεία εξασφαλίζοντας στο καθεστώς αποτελεσματικότητα και διάρκεια. Συγχρόνως θεωρεί την εξουσία ως ενιαία και ως μη ρεαλιστική την διάκριση που γίνεται από το Μοντεσκιέ σε νομοθετική, εκτελεστική, δικαστική. Σημαντική είναι επίσης η διαπίστωση ότι δεν υπάρχουν προπολιτειακά δικαιώματα, αλλά δικαιώματα που απονέμει ή εκχωρεί η ίδια η πολιτεία ώστε να υπηρετούν τον ύπατο σκοπό. Από αυτήν την οπτική το κράτος δεν είναι ανεύθυνο απέναντι στην δυνατότητα για εργασία ώστε «το δικαίωμα της εργασίας είναι αγαθό που οφείλει να απονέμη η πολιτεία στα άτομα ανάλογα με τις ικανότητές τους». [115] Θα προσθέσει μάλιστα εγελιανά «η εργασία για την πραγματοποίηση του ύπατου σκοπού είναι χρέος κάθε ανθρώπου, αυτό είναι η ουσία της ζωής του».[116]

Η ελευθερία της σκέψης και των ιδεών σχετικοποιείται από τον Τσάτσο με τον εξής τρόπο. Αναγνωρίζει ελευθερία στην διακίνηση του λογικού στοχασμού αλλά πιστεύει ότι δεν πρέπει να ισχύει «για τα άλογα πάθη που απευθύνονται στα άλογα στοιχεία μιας άλλης ψυχής»[117]. Παρόμοια ενώ επικρίνει την αποικιοκρατία συγχρόνως θεωρεί ως ευρωκεντριστής ότι υπάρχουν ανώριμοι λαοί οι οποίοι θα πρέπει να κυβερνώνται, να «κηδεμονεύονται» γράφει συγκεκριμένα, από ώριμους λαούς «ικανούς να τους οδηγήσουν με σταθερό ρυθμό προς την ωριμότητα»[118]. Ο ευρω-κεντρισμός καθόρισε την σκέψη, όχι μόνο ιδεαλιστών όπως ήταν ο Τσάτσος ακόμη και του Μαρξ, ο οποίος πίστευε ότι η Αγγλία έδειχνε το πρότυπο που θα πρέπε αναγκαστικά να ακολουθήσουν- και θα ακολουθήσουν νομοτελειακά – όλοι οι λαοί.

 

 

Ο Τσάτσος καταλήγει να αποδέχεται την επανάσταση όταν υπηρετεί τον ύπατο σκοπό της ιστορίας: «Κάθε πράξη που μας φέρνει προς την πραγματοποίηση του ύπατου σκοπού είναι ορθή, ακόμη και η επανάσταση. Όπως είναι μη ορθή η επανάσταση όταν δεν υπηρετεί τον ύπατο σκοπό …. Δεν υπάρχει δικαίωμα επανάστασης, υπάρχει καθήκον να επαναστατήσης όταν αυτό υπηρετή τον ύπατο σκοπό και κανένα κοινωνικό συμβόλαιο δεν μπορεί να θεμελιώση το καθήκον αυτό όπως και κανένα “σύμφωνο υποταγής” δεν μπορεί να το άρη» [119]. Μάλιστα την θέση αυτή την θεμελιώνει σε παραδείγματα της Παλαιάς Διαθήκης, της αρχαίας Ελλάδας όπως και της Καθολικής Εκκλησίας που κατά την ερμηνεία του Θωμά του Ακυινάτη αναγνωρίζει ως νόμιμη, στην οποία οφείλεται υπακοή, μόνο την εξουσία που δρα σύμφωνα με τους θεϊκούς νόμους. Βέβαια ο ύπατος σκοπός της ιστορίας, από τον οποίο αντλεί νομιμότητα, στον στοχασμό του Τσάτσου, η πολιτεία, είναι μια μεταφυσική κατασκευή ή μια υποκειμενική ερμηνεία του, που θεμελιώθηκε πάνω στον εγελιανό ιδεαλισμό. Παρόμοια η αιώνια ειρήνη, που αποδέχεται για την διεθνή πολιτική τάξη, είναι δάνειο από την καντιανή σκέψη. Αντίθετα η νομιμότητα της πολιτείας αντλείται από την συναίνεση των πολιτών της, όχι από μια εσχατολογική κατασκευή είτε αυτή έχει την μορφή της ενσάρκωσης του πνεύματος είτε την μορφή της αταξικής κοινωνίας, ενώ μάλλον ακόμη απέχουμε πολύ από την απουσία της βίας και του καταναγκασμού στις διακρατικές σχέσεις.

Στο βιβλίο του Κ. Τσάτσου «Θεωρία της Τέχνης»[120] διευκρινίζονται ή επαναλαμβάνονται απόψεις, που έχουν διατυπωθεί και σε άλλα κείμενα του με στόχο να διατυπωθεί μια αισθητική θεωρία, που βασίζεται στην αισθητική του Κάντ και των νεοκαντιανών. Έτσι η τέχνη κατά κάποιο τρόπο είναι αυτόνομη, δεν υπηρετεί σκοπούς έξω από αυτή. Η διδακτική τέχνη δε, δεν είναι τέχνη.

Ειδικότερα ο Τσάτσος ασχολείται με θέματα όπως είναι το ωραίο, το αισθητικό υποκείμενο και αντικείμενο, το ωραίο και η πραγματικότητα, ο ποιητικός, ο μουσικός και εικαστικός λόγος καθώς και η ρητορική και η γλώσσα.

Όπως και σε άλλα έργα του αποβλέπει σε μια «δημοκρατία των αρίστων», η οποία θα έχει το καθήκον να δημιουργήσουν μια «νέα ελληνική ωραιότητα». Οι διαλεχτοί όπως τους ονομάζει επιλέγονται από όλο τον λαό δίχως εισοδηματικά κριτήρια. Ο Τσάτσος θεωρεί ότι η πλουτοκρατία και η Τέχνη είναι δύο κατηγορίες αντίθετες και ανταγωνιστικές: «Δεν σκέπτονται πως μόνο γιατί η κοινωνία είναι πλουτοκρατικά οργανωμένη αναγκάσθηκε ο καλλιτέχνης να γίνη παράσιτο. Πώς σε μια δίκαια κοινωνία, στα πιο ψηλά σκαλιά της κοινωνικής ιεραρχίας και της πάντα αντίστοιχης απολαβής θα είναι οι καλλιτέχνες, και πως μπορεί θαυμάσια, αντί να τους δίνωνται παραγγελίες έργων για τους αντιθαλάμους βασιλικών εταιρών να προσκαλούνται να κοσμήσουν και να υψώσουν τα δημόσια κτίρια, τους πνευματικούς ναούς ενός ολόκληρου ελεύθερου λαού. Δεν πρόκειται ούτε η ομορφιά ούτε η πολυτέλεια, η αισθητική αξία, να λείψη από την αυριανή κοινωνιστική κοινωνία. Θα αλλάξη μόνο κυρίους, θα ανήκη στην κοινότητα του λαού και θα τη χαίρεται με ιεραρχική τάξη ο καθένας»[121].

Η αισθητική απόλαυση δεν προϋποθέτει τον πλούτο: «Άλλωστε η αισθητική χαρά δε ζητάει τη χλιδή του πλούτου. Το χωριάτικο δώμα με τα καπνισμένα δοκάρια και το μεγάλο ιερό τραπέζι από κυπαρισσόξυλο, με τις κρεμασμένες αρμαθιές και τα καρβέλια αραδιασμένα γύρω- γύρω στο περβάζι, το βράδυ, όταν η νοικοκυρά, πριν καθίση για το δείπνο, σταυροκοπιέται, είναι πολύ πιο αισθητικό από τους άψυχους μπετονένιους κύβους των δρόμων μας, με τα αλληλοσυγκρουόμενα έπιπλα και τα αλληλοσυγκρουόμενα συμφέροντα, τη γλωσσική τους βαβυλωνία και όλα τα παράταιρα και παράφωνα, που το δίδαγμα της γραμμής του Υμηττού, αυτό που σιωπηλά κάθε ανατολή χαράζεται στον ορίζοντα, πάν να το σβήσουν από τις καρδιές των παιδιών μας»[122].

Ο Τσάτσος εδώ επικρίνει τον διανοητισμό και τον θετικισμό που υποτιμούν το αισθητικό γεγονός και την ίδια την τέχνη: «Τούτη η νοοτροπία ήρθε σαν παρακολούθημα ενός μεγάλου καλού, του τεχνικού πολιτισμού και ενός μεγάλου κακού, του αστικού κεφαλαιοκρατισμού του περασμένου αιώνα»[123]. Θεωρεί ότι η ελληνική διανόηση δεν μπόρεσε να αντιμετωπίσει τον ευρωπαϊκό πολιτισμό στο βάθος του, αλλά επιφανειακά και γι’ αυτό εγκαθιδρύθηκε μια «εγκεφαλοκρατία βαριάς μορφής»[124].

Στο κείμενο αυτό ο Τσάτσος, ίσως ξεπερνά τον εαυτό του. Αντιμετωπίζει με θαυμασμό τον λαϊκό πολιτισμό («υπάρχουν τα ντενεκεδένια σπιτάκια των συνοικισμών που τα ομορφαίνει μια κληματαριά, δυο τρείς φροντισμένες γλαστρούλες, δύο τρείς μολόχες με τα πολύχρωμα κόκκινά τους, υπάρχουν, ας πούμε έτσι, μερικές διαφυγές από κάποιον κρυμμένο και πνιγμένο πόθο για την ωραία μορφή» [125]), και τις δυνατότητες του λαού μας («Στο βάθος του λαού μας κοιμούνται αισθητικές δυνατότητες πολύ μεγαλύτερες από όσες διαθέτουν οι περισσότεροι λαοί του κόσμου. Και πιστεύω πως δεν με επηρεάζει εδώ η ελληνολατρεία μου. Από το δημοτικό τραγούδι ως την αρχιτεκτονική των νησιώτικων σπιτιών, από κείμενα σαν του Μακρυγιάννη ως τη χάρη του λόγου των σύγχρονων γερόντων στα βουνήσια χωριά, από πού δε μας έρχονται περισσότερο από ενδείξεις και υποσχέσεις» [126]). Δυστυχώς η αισιοδοξία του Τσάτσου δεν επιβεβαιώθηκε. Η άνοδος του βιοτικού επιπέδου, που στηρίχτηκε κατά το μεγαλύτερο μέρος της όχι στο τέντωμα της παραγωγικής προσπάθειας αλλά στον παρασιτισμό και στον αλόγιστο δανεισμό από το εξωτερικό, αφυδάτωσε όλη την πνευματική ενέργεια που διέθετε ο λαός μας, αποτέλεσμα πολλές φορές των μακραίωνων ιστορικών εμπειριών του.

Ο Τσάτσος υποστηρίζει την αλληλουχία λόγου και μύθου: «Θαρρούν πως ο μύθος εμποδίζει τη θετική σκέψη. Αν ήξεραν να φθάσουν ως τη ρίζα της θετικής σκέψης, θα επείθονταν για το αντίθετο»[127].Εδώ δεν θέλει να τονίσει τις αντιθέσεις, όπως την αντίθεση κλασικισμού – ρομαντισμού, αλλά τις συνθέσεις. Έτσι ο νεοελληνισμός, θεωρεί ότι ενσωματώνει πολλούς επιμέρους μύθους, στοιχεία αναγκαία για να τον κατανοήσουμε.

Θετικά αποτιμά, κατ’ αρχήν τον βυζαντινό πολιτισμό, χωρίς να λείπουν οι επιμέρους ενστάσεις: «Το Βυζάντιο το έχομε μέσα μας. Το δέχθηκε η κλασσική φύση η ίδια, σφιχτοδένοντας θαυμαστά τον αγέλαστο βυζαντινό ναό με τη δική της φωτεινή ιλαρότητα. Πρέπει και εμείς να το δεχθούμε. Θα αγωνισθούμε για μια σύνθεση του κλασσικού και του ρωμαντικού, δηλαδή του χριστιανικού, που για μας έχει συνυφανθή με το βυζαντινό»[128]. Όμως θα προσθέσει ότι ο ασκητισμός των βυζαντινών εικόνων «μισούν τη σάρκα, την εγκόσμια ζωή. Έχουν, να το πούμε έτσι, μιαν αρνητική θρησκευτικότητα. Η θετική θα ήταν ο μυστικισμός και γενικότερα η αγάπη. Οι βυζαντινές εικόνες δεν στερούνται από ουσία, αλλά η ουσία τους είναι αρνητική. Στην άρνηση αυτήν υπάρχει ένας σπαρακτικός πόνος, ένα πνεύμα θυσίας και εγκατάλειψης.Αλλά ακριβώς όλα αυτά αποτελούν το αρνητικό στοιχείο της βυζαντινής θρησκευτικότητας που εκφράζεται και με τη βυζαντινή τέχνη» [129], ενώ ισχυρίζεται ότι οι Βυζαντινοί από την αρχαία Ελλάδα πήραν μόνον τον τύπο, αλλά όχι «το ελεύθερο εταστικό πνεύμα, αυτό που δεν τολμά μόνο στις συνέπειες αλλά και στις αρχές».[130]

Βέβαια πάντα το κέντρο της σκέψης του είναι αυτό που ονομάζει «κλασσικό πνεύμα». Για να μην παρεξηγηθεί μάλιστα δηλώνει ότι δεν θέλει να δημιουργήσει ένα νεοκλασικισμό σαν της σχολής του Μονάχου. Έχοντας ξεφύγει από τον αντιρομαντισμό άλλων κειμένων επιδιώκει πλέον συνθέσεις αντί μονομέρειες: «Έλλογο είναι το κλασσικό χωρίς να δουλεύη στον διανοητικό λόγο, εγκόσμιο χωρίς να του απολείπη του μυστικού η απεραντοσύνη, ιδεατό χωρίς να μακραίνη από τα πράγματα, άξιο να συμφιλιώνη τη διάταση των αντιθέτων χωρίς να καταπνίγη την ύπαρξή τους»[131].

Γράφοντας για την σημασία και την υφή του θεάτρου, φαίνεται ότι κάνει κάποιες παραχωρήσεις στον υπερρεαλισμό: «Του θεάτρου σκοπός δεν είναι να μιμηθή τη ζωή, να την αναδημιουργήση ή να την αποδώση, για να πλησιάση έτσι την πραγματικότητα. Σκοπός του είναι να δημιουργήση ένα κόσμο μη πραγματικό, έναν κόσμο, που δεν μπορεί να υπάρξη, αλλά δίνοντάς του την υφή μιας ύπαρξης πολύ πιο πραγματικής από την πραγματικότητα, πιο αληθινής από την πραγματική ζωή».[132]

Ενδιαφέρουσες σκέψεις διατυπώνει ο Τσάτσος για τις εποχές, όπως η Αναγέννηση ή το Μπαρόκ, που γνώρισε το «πνεύμα» της Δυτικής Ευρώπης. Βλέπει ότι με το πνεύμα της Αναγέννησης ο Άνθρωπος αντικαθιστά τον Θεό ως το κέντρο του κόσμου. Φυσικά διατηρεί τις αντιρρήσεις του για την νεότερη τέχνη. Καταλογίζει στην αφηρημένη τέχνη ότι «αγνοεί την αισθητική ανάγκη να μένωμε, ως σ’ ένα σημείο, πιστοί στον τρόπο με τον οποίο συλλαμβάνομε διανοητικά τον κόσμο. Αυτό είναι και η αμαρτία της σύγχρονης ποίησης»[133]. Έτσι επιστρέφει στην επιχειρηματολογία που χρησιμοποίησε στον διάλογο με τον Γ. Σεφέρη για την ποίηση. Ο μεγαλύτερος κίνδυνος για την νεώτερη τέχνη είναι, με την απουσία ενός «έλλογου συνειρμού»[134], να στηριχθεί στο υποσυνείδητο που θα οδηγήσει στον υποκειμενισμό και στον σχετικισμό. Βέβαια ο σχετικισμός τελικά ήρθε μεταγενέστερα με την μορφή του μετά- μοντερνισμού.

Η τέχνη κατά τον Τσάτσο δεν πρέπει να εκφράζει την εποχή της, αλλά να την χρησιμοποιεί ως μέσο «για να προχωρήσει πέρα από το άχρονο»[135]. Αλλά πως είναι δυνατόν ο δημιουργός να ξεφύγει από τον εαυτό του, την κοινωνία του, την εποχή του;Αναγκαστικά θα ξεκινήσει από αυτά και αν το έργο έχει υπερχρονική απήχηση και αξία θα είναι ένα αποτέλεσμα, που δεν θα το έχει επιδιώξει.

Ως προς το γλωσσικό ζήτημα λαμβάνει θέση υπέρ της δημοτικής, δίχως να απαξιώνει έργα που γράφτηκαν στην καθαρεύουσα: «Έγραψα όλα τα βιβλία μου σε δημοτική, σε “λόγια” δημοτική, όταν επρόκειτο για φιλοσοφικό ή επιστημονικό λόγο, αλλά δεν την καπηλεύθηκα ποτέ. Δεν συντάχθηκα ποτέ με εκείνους που αρνιότανε ό,τι δήποτε μύριζε καθαρεύουσα, είτε ανθρώπους, είτε κείμενα. Η πίστη μου πως το μέλλον ανήκει κατά κύριο λόγο σε μιάν εξελιγμένη δημοτική, δεν εμπόδιζε ποτέ να θαυμάζω τις ομορφιές της καλής καθαρεύουσας, εκείνης που τώρα πιά ούτε μιλιέται, ούτε γράφεται»[136]. Ενδιαφέρουσα είναι η καταδίκη που διατυπώνει του «λογιωτατισμού» δηλαδή «την υποταγή στα αρχαία σχήματα, άδεια όμως από την αληθινή τους ουσία»[137], που εκτόπισε «πολλά ζωντανά και δημιουργικά στοιχεία της ζωής του έθνους»[138] και οδήγησε στην υιοθέτηση «ψευδοκλασσικών μορφών ή μορφών του δυτικού μπαρόκ ή του ρωμαντισμού, που βέβαια ελάχιστη είχαν συνάφεια με την φυσιολογικήν ανάπτυξη των πνευματικών δυνάμεων του έθνους»[139]. Η επιλογή της δημοτικής δεν οφείλεται στην κατάφαση σε μια γλώσσα που αρδεύεται αναγκαία από το λαϊκό αισθητικό κριτήριο, καθότι «υπάρχει δημοτική που είναι για το λαό, και υπάρχει και δημοτική, η γνησιώτερη, που είναι για τους επίλεκτους, τους λίγους, τους αριστοκράτες του πνεύματος.»[140] και κατά συνέπεια μπορεί να χρησιμοποιηθεί – όπως άλλωστε χρησιμοποιείται – σαν γλώσσα του κράτους και της εξουσίας.

Το έργο τελειώνει με έναν τόνο απολογητικό για τις απόψεις που είχε υποστηρίξει στον Διάλογο για την Ποίηση. Πλέον η καντιανή φιλοσοφία δεν είναι το μέτρο της τέχνης για κάθε περίπτωση, ενώ αποδέχεται ότι και με τη μοντέρνα ποίηση μπορούν να δημιουργηθούν άξια έργα: «Εύχομαι να γίνη κατανοητό ότι για τον φιλόσοφο κάθε τεχνοτροπία γεννά αισθητικώς άξια και ανάξια έργα, διότι το κρίσιμο σημείο βρίσκεται αλλού και ασφαλώς ψηλότερα από την εναλλαγή των τεχνοτροπιών»[141]. Υπερασπίζεται με τρόπο απόλυτο αυτό που ορίζει «αυτονομία της τέχνης», που αποκλείει τον διδακτισμό. Η τέχνη δεν μπορεί να υπηρετεί την επιστήμη, την ηθική, την πολιτική. Βεβαίως είναι άλλο πράγμα η τέχνη που γράφεται κατά παραγγελία ενός ιερέα ή ενός κομματικού στελέχους και άλλο έργα που έχουν κατακτήσει μια αυταξία και γνησιότητα εκφράζοντας συγχρόνως ένα στέρεο λόγο για την εποχή τους και τον τόπο από τον οποίο προέρχονται. Με βάση την λογική του Τσάτσου έργα όπως του Μαλρώ ή του Όργουελ ή του Ρίτσου θα απορριφθούν εκ προοιμίου, ενώ περισσότερο προβληματισμένος πιθανόν να στεκόταν για τα έργα του Σολζενίτσιν.

Το έργο του Κ. Τσάτσου «Διάλογοι σε Μοναστήρι»[142], ένα από τα τελευταία του, έχει την μορφή «πλατωνικού διαλόγου». Τα πρόσωπα που λαμβάνουν μέρος – δύο μοναχοί (Συνέσιος, Σωφρόνιος), ένας έλληνας καθηγητής φιλοσοφίας (Κώστας Ιπλιξής) και ένας γερμανός καθηγητής φιλοσοφίας (Γουσταύος Χάρρερ), ένας γερμανός ελληνιστής (Γιόχαν Μάνχορστ) και ένας γάλλος ιστορικός (Ζακ Μπασσέ) –, καθώς και ο τόπος που διεξάγεται – ένα μοναστήρι, σε ένα μοναστήρι σε βουνό της Αρκαδίας κοντά στο Μυρτώο πέλαγος υποβάλλουν τα θέματα που θα εξετάσει καθώς και την οπτική που θα τα αντιμετωπίσει. Τα πρόσωπα έχουν κάποια βιωματική σχέση με τον Τσάτσο. Έτσι Κ. Ιπλιξής είναι πρόγονος του Κ. Τσάτσου[143], ενώ Ζ. Μπασσέ είναι Γάλλος οικοδιδάσκαλός του.[144]

Η σχέση του ελληνικού λόγου και του χριστιανισμού, του λόγου και της αγάπης όπως υποστηρίζει, η μυστική ένωση με το Θεό είναι τα πρώτα θέματα που αντιμετωπίζει. Στην συνέχεια θα εξετάσει θέματα γνωσιολογίας με σύμβουλους τον πλατωνισμό και τον καντιανισμό. Ο έρωτας και η αγάπη τον απασχολούν ως σημεία συνέχειας και σύγκρουσης του πλατωνισμού και του χριστιανισμού: «Ο δικός μου έρωτας έχει ένα υπερβατικό στοιχείο που οι Έλληνες δεν το διαθέτανε στις σχέσεις τους με τη γυναίκα. Ξεκινώ από τη σάρκα, αλλά την υπερβαίνω και φτάνω ως εκεί που φτάνει η Διοτίμα, ως εκεί που φτάνουν οι μυστικοί, όταν λατρεύουν την Παναγιά, κορυφή της θηλύτητας» [145]. Βεβαίως θα εξετάσει και άλλες πλευρές όπως η σχέση της αγάπης με το οίκτο ή την φιλία. Επαναλαμβάνει για άλλη μια φορά ότι πηγή όλων των αποτρόπαιων συμπεριφορών – δικτατορίες, πόλεμοι κλπ- είναι η έλλειψη φρόνησης, μέτρου και η κυριαρχία του πολιτικού ρομαντισμού. Δεν μπόρεσε να διακρίνει τίποτε, κανένα άλλο κίνητρο, ιδεολογικό, οικονομικό ή υλικό. Ο λόγος είναι ότι ταυτίζει τον Λόγο με την αρετή και το αγαθό και δεν μπορεί να διανοηθεί ότι μπορεί με την λογική να επιδιώξουμε αποτελεσματικότερα από τον συναισθηματισμό να επιδιώξουμε αποτελεσματικότερα καθόλα αρνητικούς και «κακούς» σκοπούς. Για πολλοστή φορά επισημαίνει «οι λεγόμενοι αστοί, όταν μάχονται τον μαρξισμό ως υλισμό, ψεύδονται. Είναι υλιστές όσο και οι κομμουνιστές, που στο κάτω κάτω, με τη μεσσιανική τους πίστη σε μια ιδανική μελλοντική κοινωνία, έχουν ανοιχτό και ένα παράθυρο προς κάτι ιδεατό».[146]

Επίσης προσεγγίζει την σχέση Ευρώπης και Αμερικής, με τρόπο που θυμίζει τις ανάλογες ανησυχίες του Χάιντεγκερ για την διάλυση της Ευρώπης από την διπλή πολιτιστική και πολιτική πίεση που δέχεται από τις ΗΠΑ και την πρώην ΕΣΣΔ: «Παρά τη μεγάλη παράδοση και τη μακρόχρονη καλλιέργεια της σκέψης και του αισθήματος, η Ευρώπη ολοένα περισσότερο υποτάσσεται στην αμερικάνικη νοοτροπία και τον αμερικάνικο τρόπο ζωής. Οι Ευρωπαίοι μιμούνται τους Αμερικανούς και εκεί ακόμη όπου οι ίδιοι αυτοί υπερέχουν … Έτσι βλέπω τη συρρικνωμένη Ευρώπη να συμπιέζεται από δυο αντίθετες υπέρτερες δυνάμεις. Άμυνά της είναι η όσο το δυνατόν βραδύτερη εγκατάλειψη της πνευματικής της φυσιογνωμίας. Με την μετάθεση του βάρους της υλικής και συνακόλουθα της πολιτικής δύναμης στην Αμερική και στην Ασία, ο ευρωπαϊκός πολιτισμός αλλοιώνεται ολοένα και κινδυνεύει να αλλοιωθή ακόμα περισσότερο. Άλλοτε ήλπιζα ότι θα επαναλαμβανόταν το φαινόμενο του πρώτου μ.Χ. αιώνα όταν η αγροίκα Ρώμη κατέκτησε πολιτικά την Ελλάδα, αλλά κατακτήθηκε από το πνεύμα της. Τώρα ολοένα περισσότερο φοβάμαι πως δυο πολιτιστικά κατώτερες, αλλά υλικά ισχυρότερες δυνάμεις τείνουν, ίσως άθελά τους, να κατεβάσουν την Ευρώπη στο επίπεδό τους. Λίγα τα καλά που επιβάλλει η Ευρώπη στους εισβολείς της. Πολλά τα βάρβαρα που της επιβάλλουν οι εισβολείς της».[147]

Ο ελληνισμός αποτελεί για τον Τσάτσο, μια πνευματική κατηγορία διακριτή στον χρόνο «αν όχι μια μονοκόμματη ουσία, ασφαλώς όμως ένα αδιάσπαστο διαλεκτικό σύστημα»[148]. Αυτό που θεωρείται ως «πνευματικός άνθρωπος» πλάστηκε κυρίως από τον ελληνικό λόγο. Έτσι απαριθμεί τις ελληνικές επιρροές στην δυτική σκέψη από τον Κικέρωνα, τον Θωμά Ακυινάτη ως τον Λεοπάρντι, τον Χαίλντερλιν, τον Νίτσε, τον Χάιντεγκερ και πολλούς άλλους. Βεβαίως έτσι ξεκινούν οι υπερβολές και τα λανθασμένα συμπεράσματα, που καταλήγουν στην θεωρία ότι η Ευρώπη είναι κατά κύριο λόγο ελληνική δημιουργία.

Εύστοχη είναι η επισήμανση του: με την ελληνική σκέψη και τον χριστιανισμό ο άνθρωπος αποκτά κεντρική σημασία για τον κόσμο. Βεβαίως μόνο μετά την έλευση του χριστιανισμού η αγάπη αποκτά προτεραιότητα ως αξία, που δεν είχε πιο πριν ούτε στον Πλάτωνα, ούτε στους Στωικούς.

Ένα άλλο συμπέρασμα, που επαναλαμβάνεται όπως είδαμε και σε άλλα έργά του, που αναγκαστικά αμφισβητεί την ταύτιση Ελλάδας- Δύσης: «κανένα έθνος από όσα διεδραμάτισαν κάποιο ρόλο στην ιστορία, δεν περιβάλλεται από τόση μοναξιά όσο το ελληνικό. Προσθέστε στη μοναξιά και το ανέκαθεν ολιγάνθρωπο των Ελλήνων και θα δήτε μια πρόσθετη δραματική όψη της μοίρας των».[149]Με σαφή τρόπο καταδικάζει τον φυλετισμό και τον μύθο της βιολογικής συνέχειας και καθαρότητας, γράφοντας «και ποιος λαός είναι καθαρόαιμος; οι Έλληνες είναι γέννημα αλλεπάληλων διαδοχικών συνθέσεων. Και ποιοι λαοί δεν είναι έτσι;»[150]

Ο ορισμός που δίνει της πολιτικής ευρύς και αόριστος είναι συνεπής με τον ιδεαλισμό του: «Πολιτική είναι, αν θέλετε, η τέχνη του ορθώς πράττειν για την επίτευξη ενός απόλυτα ορθού σκοπού».[151]Μια τέτοια διατύπωση, που περιορίζεται στο Δέον και αποφεύγει το Είναι, μπορεί να χρησιμεύσει ως ορισμός της ορθολογικής πράξης αλλά ως ορισμός του πολιτικού είναι αδόκιμος.

Σε ένα άλλο σημείο των διαλόγων αναφέρει: «Ας λεν οι νιπτικοί. Το κάλλος το εγκόσμιο δεν πρέπει να λησμονηθή για να φτάσης στο Θεό. Αντίθετα πρέπει να το κρατάς ζωντανό μέσα σου, αν θέλης να τον πλησιάσης».[152]Βεβαίως η ασκητική του ορθόδοξου χριστιανισμού δεν προϋποθέτει μια τέτοιου είδους άρνηση. Αντίθετα από τον πλατωνισμό η ύλη ως κτίση έχει την ίδια σημασία με το πνεύμα, για αυτό η μελλοντική ανάσταση θα είναι, κατά την ορθοδοξία και ανάσταση σωμάτων.

Όταν μιλά για την μοντέρνα ποίηση θα διατυπώσει με ένα αρκετά μετριασμένο αλήθεια τρόπο τις αντιρρήσεις του. Εξίσου αρνητικά στέκεται προς την υπαρξιακή φιλοσοφία χωρίς όμως να επεκταθεί ιδιαίτερα. Περισσότερο επιγραμματικά αναφέρεται στις διάφορες συνιστώσες της, γεγονός που επιτρέπει να κατανοήσουμε τις επιφυλάξεις του, αλλά όχι το τι αντιπροσωπεύει η υπαρξιακή φιλοσοφία. Πίσω από τον απορριπτισμό του προβάλλει ο φόβος, ότι με την εγκατάλειψη του θεωρητικού εγώ ως φορέα του λόγου, η αλήθεια θα απολέσει τον απόλυτο χαρακτήρα της και θα υποκατασταθεί από τον σχετικισμό, κάνοντας επίκαιρη την διαμάχη ανάμεσα στον Πλάτωνα και τον Πρωταγόρα. Για αυτό αρνείται να διαχωρίσει το Είναι από το Δέον «το είναι της ύπαρξης είναι αχώριστο από το δέον της ύπαρξης ή αλλιώτικα η ύπαρξη είναι ένα “είναι” φορτισμένο από ένα “δέον”»[153] και αντιτείνει το παλαιότατο επιχείρημα ότι «η σχετικότητα έχει την σχετικότητά της ή – για να το πω αντίστροφα- και η σχετικότητα, όπως νάναι, διαπιστώνεται με απόλυτους κανόνες, με αποφάνσεις που κατά τρόπον αντικειμενικό αποφαίνονται για τη σχετικότητα των πάντων. Έτσι πάντα σε μιαν απόκρυφη γωνίτσα του πιο ακραίου σχετικισμού θα βρούμε στριμωγμένο το απόλυτο. Και πάλι όμως δεν θα συναντήσουμε ποτέ μέσα στο χρόνο, όσο και αν αναρριχηθούμε κοντά στο απόλυτο, το απόλυτο το ίδιο»[154]. Η ευρωπαϊκή φιλοσοφία είναι από τα αγαπημένα θέματα του Τσάτσου για αυτό κινείται με μεγάλη ευκολία ανάμεσα στον Νικόλαο Κουζάνο, τον Καρτέσιο, τον Γκαίτε, τον Πασκάλ, τον Μονταίν, τον Κάντ, τον Κίργκεγκωρ ή ακόμη και τον Γ. Μαρσέλ, τον Χάιντεγκερ, τον Χούσερλ, τον Γιάσπερ. Βεβαίως οι προτιμήσεις του είναι ευδιάκριτες και εξοβελίζουν από την ανθρώπινη κατάσταση την φαντασία, το υποσυνείδητο, την «σκοτεινή πλευρά» της: «Αν η ύπαρξή μας έχει νόημα, αν δηλαδή έχομε συνείδηση της ύπαρξης μας απέναντι σε ό,τι δήποτε άλλο απέναντι στο Σύμπαν, αυτό οφείλεται στην ύπαρξη του Λόγου μέσα μας, που νοεί, κρίνει και λέει το ναι ή το όχι».[155]

Βλέποντας την σκέψη του Κ. Τσάτσου με κάποια χρονική απόσταση μπορούμε να συμπεράνουμε τα ακόλουθα:

διέθετε μια στερεή όσο και σπάνια φιλοσοφική παιδεία που μπορεί να μην έφτασε στα επίπεδα άλλων φιλοσόφων όπως ο Χάιντεγκερ ή συντηρητικών στοχαστών όπως ο Ρ. Αρόν, αλλά μπορούσε να είναι η βάση για να αναπτυχθεί μια πρωτότυπη νεοελληνική φιλοσοφική σκέψη. Όσο και να μην το αποδέχεται πολλές από τις απόψεις του – όπως η υποστήριξη του αντικομουνισμού ως κρατικής ιδεολογίας ή ο ευρωκεντρισμός που δικαιολογεί την «κηδεμονία» των εθνών του τρίτου κόσμου από την Ευρώπη – υπήρξαν προϊόν της εποχής του, ιδιαίτερα του αυταρχικού κράτους που ακολούθησε τον ελληνικό εμφύλιο πόλεμο και της απεγνωσμένης προσπάθειας των ευρωπαϊκών εθνών να διατηρήσουν μετά την καταστροφή του μεγάλου πολέμου την παγκόσμια σημασία τους, που μοιραία θα έχαναν. Οι ιδεαλιστικές του αφετηρίες τον οδηγούν – σε αντίθεση με τον νεοφιλελευθερισμό – να στέκεται εχθρικά απέναντι στην κεφαλαιοκρατία και στην παρασιτική «ελληνική αστική τάξη». Μπορεί να έχει μια συχνά περιοριστική αντίληψη του ελληνισμού – σε σχέση για παράδειγμα με τον Σεφέρη- αλλά τελικά αντιλαμβάνεται την Ευρώπη ως ένα ενιαίο σύνολο πολιτισμού που διακρίνεται με σαφήνεια και απειλείται ριζικά τόσο από τις ΗΠΑ όσο και από την τότε ΕΣΣΔ. Οι απόψεις αυτές δεν είναι ευρύτατα γνωστές, ούτε στην συντηρητική παράταξη από την οποία προήλθε ο Τσάτσος, και η οποία μετά την στροφή της στο νεοφιλελευθερισμό τις περιφρόνησε. Εξαίρεση αποτελεί ο ολιγάριθμος κύκλος διανοούμενων γύρω από το περιοδικό και τις εκδόσεις «Ευθύνη», που ακολουθεί ένα δρόμο παρόμοιο, προσαρμοσμένο όμως στην εποχή μας και στις ιστορικές εμπειρίες που έχουν προηγηθεί[156]. Η αριστερά τον αναγνώρισε στο παρελθόν ως αντίπαλο της και ή συγκρούστηκε μαζί του όπως έγινε με τον Δ. Γληνό και με τον Μ. Λαμπρίδη ή συζήτησε του σε πιο χαμηλούς τόνους όπως έκανε ο Α. Μάνεσης. Ένα μέρος της εκσυγχρονιστικής αριστεράς, με καντιανές επιρροές, χρησιμοποιεί ανάλογα σχήματα με του Τσάτσου, όπως ο ορθολογισμός ενάντια στον ανορθολογισμό και στον σχετικισμό, χωρίς βέβαια να τον μνημονεύει[157]. Αλλά και η αποδοκιμασία του αγώνα της ΕΟΚΑ ως τρομοκρατικού και της πολιτικής Μακαρίου ως εγκληματικής και ως της κυρία υπαίτιας για την τουρκική εισβολή, συναντάται με όλο αυτό το περίεργο συνονθύλευμα από την δεξιά μέχρι την αριστερά που υποστήριξε το σχέδιο Ανάν το οποίο σκόπευε να καταργήσει ουσιαστικά το κυπριακό κράτος και εξακολουθεί εργάζεται προς ανάλογες κατευθύνσεις,ενώ διακηρύσσει ότι «η Κύπρος είναι μακριά». Παρόλα αυτά, ο Τσάτσος, οι θέσεις του και η ιδεολογία που συγκρότησε, ενδεχομένως, επηρέασαν έμμεσα σε κάποιο βαθμό ορισμένες πολιτικές αποφάσεις, που ελήφθησαν αμέσως μετά την μεταπολίτευση όπως: την αναγνώριση του ρόλου του κράτους στην οικονομία, την καθιέρωση της δημοτικής, τον αναπροσανατολισμό της Ελλάδας από τις ΗΠΑ προς την τότε ΕΟΚ, την για ένα έστω σύντομο διάστημα έξοδο από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ και την διερεύνηση της δυνατότητας για μια πολυκεντρική εθνική εξωτερική πολιτική από πολιτικές ηγεσίες, που μεταπολεμικά είχαν αφοσιωθεί στο ατλαντικό δόγμα.

ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ

[81] Κ.Τσάτσου, Πολιτική – Θεωρία πολιτικής δεοντολογίας, Εκδόσεις των Φίλων, Αθήνα, 1975 σελ. 347.

[82] Όπ.π., σελ. 40.

[83] Όπ.π., σελ. 35.

[84] Όπ.π., σελ. 40.

[85] Όπ.π., σελ. 25. Ως προς την εμμονή του στις απόλυτες αξίες ο Π. Κανελλόπουλος επικρίνει τους νεοκαντιανούς ότι παρακάμπτουν τον Κάντ, απομακρύνονται από την σημασία που απέδιδε στην ελευθερία ο Κάντ και καταλήγουν στον σχολαστικισμό: «Ο Κάντ δεν θα ήταν διατεθειμένος ν’ ανεχθεί την υπερβολή του “ιδεαλιστικού” στοιχείου που εν ονόματι του κάνουν οι Νεοκαντιανοί, την υπερβολική κατάχρηση του “απόλυτου”, της “ιδέας”, της “αξίας”. Το στόμα καμπόσων Νεοκαντιανών παραγεμίστηκε με “ιδέες” και με “απόλυτα”. Την υπέροχη ταπεινοφροσύνη που υπάρχει στη σκέψη του Κάντ, τη διαδέχθηκε μια έπαρση που ο φιλόσοφος του Καίνιξμπεργκ θα την έκρινε λιγάκι βέβηλη» (αναφέρεται στο βιβλίο του Κωνσταντίνου Γερ. Γιαννόπουλου, Κ.Δ. Τσάτσος – Α. Μάνεσης: Διάλογος τον οποίο αξίζει και πρέπει να συνεχίσουμε – η διαλεκτική σύνθεση των ιδεών του Καντ και του Μαρξ στον ελληνικό νομικό χώρο και η συνταγματική οργάνωση του κράτους, εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 2010, σελ. 302).

[86] Βεβαίως ο Κ. Τσάτσος, στην αυτοβιογραφία του (Κ. Τσάτσου, Λογοδοσία μιας ζωής, Εκδόσεις των Φίλων, Αθήνα 2001), καταφάσκει, σαν κανονικός άνθρωπος σε όλα τα ένστικτα: στον έρωτα, στις εξωσυζυγικές σχέσεις, στην βούληση για ισχύ που μεταφράζεται σε προσπάθεια για πολιτική και πνευματική αναγνώριση, στην προσπάθεια να αναπληρωθεί η πεποίθηση του ότι πάσχει από σωματική καχεξία με την αγχώδη αναζήτηση της επιβεβαίωσης από το άλλο φύλο ακόμη και το ξέσπασμα του κατά του Φ. Βεγλερή όταν αυτός δεν ψήφισε ως καθηγητή της Νομικής στην Αθήνα τον αδερφό του Θ. Τσάτσο.

[87] Όπ.π., σελ. 22.

[88] Όπ.π., σελ. 72.

[89] Όπ.π., σελ. 73.

[90] Όπ.π., σελ. 85.

[91] Όπ.π., σελ. 96.

[92] Όπ.π., σελ. 87.

[93] Όπ.π., σελ.94.

[94] Όπ.π., σελ.107.

[95] Όπ.π., σελ. 123.

[96] Όπ.π., σελ.123

[97] Όπ.π., σσ. 124, 125.

[98] Όπ.π., σελ. 130.

[99] Όπ.π., σελ. 229.

[100] Όπ.π., σελ. 230.

[101] Όπ.π., σελ.135.

[102] Όπως διαβάζουμε στο ιδιαίτερα πληροφοριακό βιβλίο του Κωνσταντίνου Γερ. Γιαννόπουλου, Κ.Δ. Τσάτσος – Α. Μάνεσης…, από όπου και οι παραπομπές, μεταξύ του Κ. Τσάτσου και του Α. Μάνεση διεξήχθησαν τρείς διάλογοι, οι οποίοι δεν έπληξαν τις προσωπικές τους σχέσεις, αλλά αντίθετα ο πρώτος πρότεινε τον δεύτερο ως ακαδημαϊκό. Ο πρώτος διάλογος περί «βασιλικών ανδρών» αναπτύχθηκε στο περιοδικό «Νέον Δίκαιον» το 1962. Ο Τσάτσος υποστήρίζε ότι οι βασιλικοί άνδρες θα πρέπει να κυβερνούν διότι αυτοί κατέχονται από τον λόγο, «αποτελούν την ενανθρώπηση του αγαθού» (σελ. 127), προϋποθέτοντας βέβαια ότι με τον λόγο προάγονται μόνο ενάρετοι και όχι «κακοί» σκοποί. Ο Μάνεσης αντίθετα θεωρεί ότι πως κάτι τέτοιο, περιορίζει την σημασία των θεσμών ελέγχου, ενώ σε συνδυασμό με την αοριστία που διέπει τον ορισμό του «βασιλικού άνδρα» ευνοεί την αυταρχική εκδοχή του κράτους. Ο Τσάτσος θα συμπληρώσει ότι αν δεν περιοριστούμε μόνο στην «Πολιτεία» του Πλάτωνα, αλλά και στο έργο του «Νόμοι», τότε επέρχεται ισορροπία ανάμεσα στην σημασία της λειτουργίας των θεσμών και την σημασία του ανθρώπινου παράγοντα.

Ο δεύτερος διάλογος διεξήχθη το 1975, στην «Καθημερινή» και αφορούσε τις αρμοδιότητες του Προέδρου της Δημοκρατίας και κυρίως την δυνατότητα να κηρύσσει την «κατάσταση πολιορκίας» ( που στην σκέψη συνταγματολόγων όπως ο Κ. Σμίτ αποκτά σχεδόν μυθική σημασία), δηλαδή να αναστέλλει, κάτω από ορισμένες προυποθέσεις, όπως είναι ο άμεσος κίνδυνος της εθνικής ασφάλειας, βασικά άρθρα του συντάγματος. Ο Κ. Τσάτσος ήταν θετικός σε αντίθεση με τον Α. Μάνεση. Τελικά όπως γνωρίζουμε κάτι τέτοιο, όπως και άλλες αρμοδιότητες του Προέδρου της Δημοκρατίας, μεταφέρθηκαν στην Βουλή, διαμορφώνοντας τελικά ένα πολίτευμα πρωθυπουργικό.

Ο τρίτος διάλογος ξεκίνησε με την μελέτη του Α. Μάνεση «Κριτικές σκέψεις για την έννοια και την σημασία του Δικαίου», που δημοσιεύθηκε το 1980 στον τιμητικό τόμο – αφιέρωμα στον Κ. Τσάτσο (σελ. 363 – 457) και συνεχίστηκε με την μελέτη του Κ. Τσάτσου: Η έννοια του θετικού δικαίου, που δημοσιεύθηκε, το 1985, στο αφιέρωμα στον Α. Λιτζερόπουλο (τόμος Β΄, σελ. 539- 573). Όπως γράφει ο Τσάτσος οι σκέψεις του, επηρεασμένες από τους νεοκαντιανούς Ρίκερτ και Νάτορπ, δεν διεκδικούν πρωτοτυπία, «Διεκδικούν όμως συνέπεια και ενότητα και σύνθεση, στη σφαίρα του δικαίου, ποικίλων θεωριών, των οποίων δεν έχει ίσως ως τώρα διαπιστωθή η ενότητα. Επί πλέον, αντιμετωπίζουν, πιο καθαρά, μερικές μεταγενέστερες και πρόσφατες ακόμη παρανοήσεις των απόψεων μου» (σελ. 224). Θα επιμείνει επίσης στην ύπαρξη απόλυτων αξιών, και απόλυτων δεόντων, αλλά «οι τρόποι οι ειδικοί με τους οποίους αυτά πραγματοποιούνται είναι επίσης δέοντα σχετικής αξίας» (σελ. 225). Πιστεύει ότι η κοινωνική ζωή είναι αδύνατη, χωρίς «ετερονομία», δηλαδή χωρίς εξουσία και την διάκριση ανάμεσα στους εξουσιαστές και εξουσιαζόμενους (σσ. 229,230 και 248). Θα επαναλάβει μάλιστα ότι οι συντηρητικές δυνάμεις στερούνται κοσμοθεωρίας και είναι ευδαιμονιστικές και αισθησιοκρατικές όπως και οι αντίπαλοί τους. Χωρίς δυσκολία θα αντιπαρατεθεί με την μαρξιστική ερμηνεία της δέσμευσης των στοιχείων της υπερδομής από την υποδομή – δηλαδή τις παραγωγικές σχέσεις – επισημαίνοντας την αμφίδρομη σχέση τους όπως φαίνεται από τον κυρίαρχο ρόλο του πουριτανισμού στην διαμόρφωση του καπιταλισμού σύμφωνα με τον Μ. Βέμπερ (σελ. 247). Ο Μάνεσης επηρεασμένος από τον Ν. Πουλαντζά αφενός στοχεύει στον περιορισμό της κρατικής εξουσίας υπέρ των εξουσιαζόμενων, αφετέρου αναδεικνύει την σημασία του πλουραλισμού και την αναγκαιότητα να εμπλουτιστεί ο νομικός θετικισμός από την κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα, δεδομένου ότι το δίκαιο «υλοποιεί νομικά μια σχετική εξισορρόπηση αντιτιθέμενων ταξικών ιδίως συμφερόντων που αντιστοιχούν πάντως σε ένα συγκεκριμένο συσχετισμό κοινωνικοπολιτικών δυνάμεων» (σελ. 263).

[103] Κ. Τσάτσου, Πολιτική – Θεωρία πολιτικής δεοντολογίας, Εκδόσεις των Φίλων, Αθήνα 1975, σελ. 142.

[104] Όπ.π., σελ. 142.

[105] Όπ.π., σελ. 163.

[106] Όπ.π., σελ. 177.

[107] Όπ.π., σελ. 144.

[108] Όπ.π., σελ. 145.

[109] Όπ.π., σελ. 147.

[110] Όπ.π., σελ. 148.

[111] Όπ.π., σελ. 168.

[112] Όπ.π., σελ. 168.

[113] Όπ.π., σελ. 169.

[114] Όπ.π., σελ. 179.

[115] Όπ.π., σελ. 223.

[116] Όπ.π., σελ. 223.

[117] Όπ.π., σελ. 243.

[118] Όπ.π., σελ. 292.

[119] Όπ.π., σελ. 296, 297.

[120] Κ. Τσάτσου, Θεωρία της Τέχνης, Εκδόσεις των Φίλων, Αθήνα 1977, σελ. 223.

[121] Όπ.π., σελ. 14.

[122] Όπ.π., σελ. 15.

[123] Όπ.π., σελ. 19.

[124] Όπ.π., σελ. 20.

[125] Όπ.π., σελ. 29.

[126] Όπ.π., σελ. 29.

[127] Όπ.π., σελ. 31.

[128] Όπ.π., σελ. 35.

[129] Όπ.π., σελ. 33.

[130] Όπ.π., σελ. 34.

[131] Όπ.π., σελ. 37.

[132] Όπ.π., σελ. 55.

[133] Όπ.π., σελ. 70.

[134] Όπ.π., σελ. 86.

[135] Όπ.π., σελ. 96.

[136] Όπ.π., σσ. 113, 114.

[137] Όπ.π., σελ. 178.

[138] Όπ.π., σελ. 179.

[139] Όπ.π., σσ.178, 179.

[140] Όπ.π., σελ. 205.

[141] Όπ.π., σελ. 215.

[142] Κ. Τσάτσου, Διάλογοι σε Μοναστήρι, Εκδόσεις των Φίλων, Αθήνα 1976, σελ. 235.

[143] Κ. Τσάτσου, Λογοδοσία…, σελ. 17.

[144] Όπ.π., σελ. 56 όπου αδρά περιγράφεται «Τάφερε η τύχη και αυτός ο άνθρωπος, αντί να είναι δάσκαλος επαγγελματίας, ήταν ένας ιδιόρρυθμος μποέμ, μουσικός, ζωγράφος, ποιητής. Αυτός ο άνθρωπος άλλαξε για μένα τον ρυθμό του κόσμου».

[145] Κ. Τσάτσου, Διάλογοι…, σελ. 40.

[146] Όπ.π., σσ. 62, 63.

[147] Όπ.π., σσ. 65, 66.

[148] Όπ.π., σελ. 74.

[149] Όπ.π., σελ. 94.

[150] Όπ.π., σελ. 98.

[151] Όπ.π., σελ. 109.

[152] Όπ.π., σελ. 161.

[153] Όπ.π., σελ. 192.

[154] Όπ.π., σελ. 201.

[155] Όπ.π., σελ. 208.

[156] Δείγμα σχετικό του ενδιαφέροντος της «Ευθύνης» είναι ο αφιερωματικός τόμος που εκδόθηκε το 1982 με τον τίτλο Έκφραση τιμής στον Κ. Τσάτσο, (σελ. 237). Παρότι δεν εξετάζονται όλες οι πλευρές του έργου του Τσάτσου είναι η πιο σοβαρή θετική αποτίμηση του έργου του. Ξεχωρίζουν οι μελέτες του Π. Πρεβελάκη «Διάλογοι σε Μοναστήρι», του Γ. Δασκαλάκη «Πολιτεία της ελευθερίας», του Ε. Πλατή για τον διάλογο Τσάτσου και Σεφέρη. Βεβαίως αποδεικνύεται ότι οι «φίλοι» και οι «εχθροί», όπως και η αριστερά και η δεξιά πολλές φορές αναπτύσσουν ένα ιδεολογικό λόγο που συσκοτίζει, παρά φωτίζει την πραγματικότητα.

[157] Ο σημαντικότερος στοχαστής, στο χώρος της αριστεράς με καντιανές επιρροές ήταν ο Κοσμάς Ψυχοπαίδης. Χωρίς να επικαλείται τις απόλυτες αξίες μάχεται τον ανορθολογισμό και τον σχετικισμό ενώ σε διάφορα έργα του, όπως: Ιστορία και μέθοδος, μετάφραση Λένα Σακαλή, εκδόσεις Σμίλη, Αθήνα, 1994, Όροι, αξίες, πράξεις, εκδόσεις Πόλις, Αθήνα, 2005 και Το πρόβλημα της θεμελίωσης μιας κριτικής του θεσμικού λόγου και η καντιανή διαλεκτική, εκδόσεις Έρασμος, Αθήνα, 1976). Ειδικά στο τελευταίο επισημαίνει: «Θέσεις όπως λ.χ. ότι ο γερμανικός ιδεαλισμός είναι “προοδευτική”, “επαναστατική” ή “αντιδραστική” θεωρία κλπ. παραμένουν ψεύτικες διαβεβαιώσεις, όσο δεν παραπέμπουν σε μια εσωτερική έρευνα των αφετηριών και των αναλύσεων της κλασσικής θεωρίας και των κοινωνικών προϋποθέσεων της που να γίνεται με το συμφέρον και την ελπίδα, ότι θα μάθουμε κάτι για τον εαυτό μας, για τη δικιά μας σχέση προς τους σύγχρονους θεσμούς και τις δυνατότητες μας να ζήσουμε στον σύγχρονο θεσμοποιημένο κόσμο, να τον αποδεχθούμε ή να τον αλλάξουμε»(σελ.7,8).


https://www.antibaro.gr/article/35886

ΤΙ ΕΣΤΙ ΕΘΝΟΣ

Το ΕΘΝΟΣ σχηματιζεται απο δυο βασικους παραγοντες,την ΦΥΛΗ και την ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ.Λεγοντας <φυλη>,εννοουμε την<καταγωγη>-οτι πρεπει δηλ.τα ατομα του Εθνους να εχουν κοινη καταγωγη.Δεν αρκει να εχουν αυτα<συνειδηση>
περι κοινης καταγωγης.Δεν αρκει δηλ.να πιστευουν στην κοινη τους καταγωγη,αλλα να εχουν πραγματι κοινη καταγωγη.Διοτι ΜΟΝΟΝ η κοινη καταγωγη-η κοινη<φυλετικη υπαγωγη>-συνεπαγεται ΚΟΙΝΟΥΣ κληρονομικους χαρακτηρες,αρα κοινα πνευματικα στοιχεια.Οταν υπαρχει κοινη καταγωγη,τοτε υπαρχουν κατα το μαλλον η ηττον κοινη γλωσσα,κοινος πολιτισμος,κοινη θρησκεια,κοινα ηθη,κοινη ιστορια.Αυτα τα δευτερογενη στοιχεια δεν αποτελουν,το καθενα ξεχωριστα,απαραιτητο στοιχειο συγκροτησεως Εθνους.Εν τουτοις ολα αυτα,οταν συνυπαρχουν,συντελουν στην συνοχη της κοινοτητος,στην δημιουργια δηλ.ΕΝΙΑΙΑΣ ΣΥΝΕΙΔΗΣΕΩΣ-του δευτερου παραγοντος συγκροτησεως του ΕΘΝΟΥΣ.ΕΘΝΟΣ ειναι επομενως ο ομοειδης φυλετικως λαος,που εχει συνειδηση της υπαρξεως του.
''Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ''

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΔΗΜΟΠΟΥΛΟΣ

Η ΣΗΜΑΙΑ ΜΑΣ

Αυτή η σημαία στα μάτια τα δικά μας συμβολίζει τους Αγώνες όσων πολέμησαν, εργάστηκαν,θυσιάστηκαν, δολοφονήθηκαν, σκοτώθηκαν και έζησαν με πρώτιστες αξίες εκείνες της Ελευθερίας, της Δικαιοσύνης και της Πατρίδας. Αυτούς που έβαλαν το δικό τους λιθαράκι στην αιώνιο πανύψηλο φρούριο του Ελληνικού Πολιτισμού. Δεν είναι ικανή καμία βουλή, κανένα κράτος και κανένας πολιτικός ή κεφάλαιο να την ξεφτιλίζει και να την ξεπουλάει καθημερινά. Οι δειλοί τη βλέπουν με φόβο. Οι προδότες σαν πανί. Οι αστοί σαν ύφασμα. Οι άνανδροι την καίνε. Μα εμείς τη βλέπουμε σαν τη Μάνα που καρτερεί να μας δεί να εκπληρώνουμε τα όνειρα μας. Τα δικά μας,τα δικά της, του Γένους.

ΛΟΓΙΑ ΙΩΝΟΣ ΔΡΑΓΟΥΜΗ




















"Από στενός πατριώτης, γίνομαι εθνικιστής, με τη συνείδηση του έθνους μου και όλων των άλλων εθνών, γιατί οι διαφορές των εθνών πάντα θα υπάρχουν, και έχω τη συνείδησή τους και χαίρομαι που υπάρχουν αυτές οι διαφορές, που με τις αντιθέσεις τους, με τις αντιλήψεις τους, υψώνουν την ανθρώπινη συνείδηση και ενέργεια. Από άτομο γίνομαι άνθρωπος." (ΙΩΝ ΔΡΑΓΟΥΜΗΣ. ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ 18-3-1919)

ΕΘΝΙΚΟ ΠΕΙΣΜΑ

ΙΩΝ ΔΡΑΓΟΥΜΗΣ

''Δεν θελω να πεθανει το Εθνος μου,το Εθνος αυτο, που τοσα εκαμε στην ζωη του, το εξυπνο,το τοσο ανθρωπινο. Για να το φυλαξω απο τον θανατο πρεπει τωρα να το καμω πεισματαρικο στην ΕΘΝΙΚΗ ΠΙΣΤΗ,στον ΕΘΝΙΣΜΟ, ας ειναι και υπερβολικο το αισθημα που θελω να δωσω στους Ελληνες. Μονον ετσι θα ζησει το ΕΘΝΟΣ.''

''Σε οποιους με κατηγορουν η με περιγελουν, γιατι τους κεντρω το Εθνικο τους αισθημα και τους μιλω αποκλειστικα,θα λεγω:Λοιπον θελετε να πεθανει το Εθνος σας;Αν το θελετε,πεστε το καθαρα,μην κρυβοσαστε''

ΙΩΝ ΔΡΑΓΟΥΜΗΣ

Η ΡΗΣΗ ΠΟΥ ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΔΕΝ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΞΕΧΝΑΜΕ



πισταμνους πρς εδτας τι δκαια μν ν τ
νθρωπείῳ λγ π τς σης νγκης κρνεται, δυνατ δ
ο
προχοντες πρσσουσι κα ο σθενες ξυγχωροσιν.

κατά την συζήτησιν των ανθρωπίνων πραγμάτων το επιχείρημα του δικαίου αξίαν έχει, όπου ίση υπάρχει δύναμις προς επιβολήν αυτού, ότι όμως ο ισχυρός επιβάλλει ό,τι του επιτρέπει η δύναμίς του και ο ασθενής παραχωρεί ό,τι του επιβάλλει η αδυναμία του"

ΘΟΥΚΥΔΙΔΟΥ ΙΣΤΟΡΙΑΙ Ε89

Μετάφραση Ελ. Βενιζέλου


28η ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1940 - ΔΙΑΓΓΕΛΜΑ Ι. ΜΕΤΑΞΑ

https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEi9AYAjQboFh1_5M3bFMvoiwdv6qY5bDyiuBuwvPV3Yjtp1ZG3BAXNnY5CWdpxeWu7FvNRIyWEpe_RHBqBZHx93XDCYKW4LJe3j_4jgmwduvaKGVqaTsCSNu7bWjJSewd6rxVoBPh5kloo/s400/%CE%99%CE%A9%CE%91%CE%9D%CE%9D%CE%97%CE%A3+%CE%9C%CE%95%CE%A4%CE%91%CE%9E%CE%91%CE%A3.jpg

“Η στιγμή επέστη που θα αγωνισθώμεν διά την ανεξαρτησίαν της Ελλάδος, την ακεραιότητα και την τιμήν της.
Μολονότι ετηρήσαμεν την πλέον αυστηράν ουδετερότητα και ίσην προς όλους, η Ιταλία μη αναγνωρίζουσα εις ημάς να ζήσωμεν ως ελεύθεροι Έλληνες, μου εζήτησε σήμερον την 3ην πρωινήν ώραν την παράδοσιν τμημάτων του Εθνικού εδάφους κατά την ιδίαν αυτής βούλησιν και ότι προς κατάληψιν αυτών η κίνησις των στρατευμάτων της θα ήρχιζε την 6ην πρωινήν. Απήντησα εις τον Ιταλόν Πρεσβευτήν ότι θεωρώ και το αίτημα αυτό καθ’ εαυτό και τον τρόπον με τον οποίον γίνεται τούτο ως κήρυξιν πολέμου της Ιταλίας κατά της Ελλάδος.
Έλληνες
Τώρα θα αποδείξωμεν εάν πράγματι είμεθα άξιοι των προγόνων μας και της ελευθερίας την οποίαν μας εξησφάλισαν οι προπάτορές μας. Όλον το Έθνος θα εγερθή σύσσωμον. Αγωνισθήτε διά την Πατρίδα, τας γυναίκας, τα παιδιά μας και τας ιεράς μας παραδόσεις. Νυν υπέρ πάντων ο αγών.


Η ΕΞΟΝΤΩΣΗ ΕΝΟΣ ΕΘΝΟΥΣ

Το πρώτο βήμα για να εξοντώσεις ένα έθνος
είναι να διαγράψεις τη μνήμη του.
Να καταστρέψεις τα βιβλία του,
την κουλτούρα του, την ιστορία του.
Μετά να βάλεις κάποιον να γράψει νέα βιβλία,
να κατασκευάσει μια νέα παιδεία,
να επινοήσει μια νέα ιστορία.
Δεν θα χρειαστεί πολύς καιρός
για να αρχίσει αυτό το έθνος
να ξεχνά ποιο είναι και ποιο ήταν.
Ο υπόλοιπος κόσμος γύρω του
θα το ξεχάσει ακόμα πιο γρήγορα.


Μ. Κούντερα

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΣΕ 10 ΛΕΠΤΑ

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΕΛΑΣΓΟΣ: 26 ΧΡΟΝΙΑ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗΣ ΣΥΝΕΙΣΦΟΡΑΣ ΣΤΗΝ ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ.

free counters