Ο Μακαριστός Μητροπολίτης Κυρός Γερμανός, [το κοσμικό του όνομα ήταν Στυλιανός Καραβαγγέλης], Έλληνας εθνικιστής, Θεολόγος καθηγητής απόφοιτος της Θεολογικής Σχολής Χάλκης όπου υπήρξε συμμαθητής με τον Εθνομάρτυρα Μητροπολίτη Κορυτσάς Φώτιο, Μητροπολίτης Καστοριάς και κατόπιν Αμασείας, Ιωαννίνων και Μεσευρώπης, Εθνικός αγωνιστής με σημαντικό ρόλο στο Μακεδονικό Αγώνα και στον αγώνα του Ποντιακού Ελληνισμού, που οι υπηρεσίες του στο Έθνος και την Ελλαδική Ορθόδοξη Εκκλησία υπήρξαν ανεκτίμητες, γεννήθηκε στις 16 Ιουνίου του 1866 στη Στύψη στο νησί της Λέσβου και πέθανε [1] το πρωί της 11ης Φεβρουαρίου 1935 στο προάστιο Baden της Βιέννης, από αποπληξία ως αποτέλεσμα αρτηριοσκληρώσεως.
Η ταφή του, σύμφωνα με το βιβλίο θανάτων της Ελληνικής Κοινότητας της Αγίας Τριάδος στη Βιέννη, έγινε στις 15 Φεβρουαρίου 1935 στο Ελληνικό τμήμα του Κεντρικού Κοιμητηρίου της Βιέννης από τον Αρχιμανδρίτη Αγαθάγγελο [Ξηρουχάκη], Ιερατικώς Προϊστάμενο, τότε, της Ελληνικής Κοινότητος της Αγίας Τριάδος. Δώδεκα χρόνια αργότερα, τα οστά του μεταφέρθηκαν στη Θεσσαλονίκη κι από εκεί στην Καστοριά.
Βιογραφία
Ο παππούς του Στυλιανού Καραβαγγέλη ήταν συμπολεμιστής των Ανδρέα Μιαούλη και Κωνσταντίνου Κανάρη. Γονείς του ήταν ο Χρυσόστομος Καραβαγγέλης ή Μαχαίρας, με καταγωγή από τα Ψαρά και η Μαριγώ Κουτσουβέλη το γένος Κωνσταντίνου Γελαγώτου, των οποίων ήταν το πρωτότοκο από τα παιδιά τους. Ο Στυλιανός είχε άλλα έξι αδέλφια, πέντε κορίτσια, την Αφροδίτη μετέπειτα Χαρισιάδου, την Πηνελόπη Στυλιανοπούλου, τη Δέσποινα Αψή, την Κλεονίκη Ρώμπαπα, την Ευριδίκη Χατζηαποστόλου, και ένα αγόρι, τον Ευριπίδη [2], ο οποίος όπως κι ένα κορίτσι πέθαναν νωρίς.
Σπουδές
Ο Στυλιανός έμαθε τα πρώτα γράμματα στο «Ελληνικό Σχολείο» στο Αδραμύττιο της Μικράς Ασίας, όπου ο πατέρας του είχε ανοίξει εμπορικό κατάστημα και στη συνέχεια σπούδασε με υποτροφία του Μητροπολίτη Εφέσου Αρχαγγέλλου, από το Σεπτέμβριο του 1882 έως το 1888, στη Θεολογική Σχολή Χάλκης στις Κυκλάδες από όπου αποφοίτησε αριστούχος [3]. Στη υπήρξε συμμαθητής και έκτοτε δέθηκε με στενή φιλική σχέση με τον Εθνομάρτυρα Μητροπολίτη Κορυτσάς Φώτιο.
Εκκλησιαστική δράση
Την ημέρα της αποφοιτήσεως του ο Στυλιανός χειροτονήθηκε διάκονος, από τον Οικουμενικό Πατριάρχη Διονύσιο τον Ε', και για να τιμηθεί στο πρόσωπο του ο ιδρυτής της Σχολής Πατριάρχης Γερμανός ο Α' του δόθηκε το όνομα του. Ακολούθησαν οι σπουδές του ως το 1891, με την υποστήριξη του εθνικού ευεργέτη Παύλου Σκυλίτση-Στεφάνοβικ, στα Πανεπιστήμια της Βόννης και της Λειψίας, όπου στις 13 Φεβρουαρίου 1891, ανακηρύχθηκε διδάκτορας Φιλοσοφίας με βάση τη μελέτη του «Η περί Θεού διδασκαλία Θεοφίλου του Αντιοχείας». Τον Αύγουστο του 1891, διορίστηκε καθηγητής στη Σχολή της Χάλκης και στις 6 Μαρτίου του 1894 χειροτονήθηκε Πρεσβύτερος από τον Πατριάρχη Νεόφυτο τον Η'. Τον ίδιο χρόνο επισκέφτηκε το Άγιο Όρος, ενώ μέχρι τις 20 Φεβρουαρίου 1896, δίδαξε Εκκλησιαστική Ιστορία, Ομιλητική, Εγκυκλοπαίδεια της Θεολογίας και Εβραϊκή Αρχαιολογία.
Επίσκοπος Πέραν
Το Φεβρουάριο του 1896, μετά τη λήξη της καθηγητικής του θητείας στη Χάλκη, ο Γερμανός εκλέχτηκε Επίσκοπος Χαριουπόλεως αρχιερατικός Προϊστάμενος Σταυροδρομίου, που περιλάμβανε την Κοινότητα του Πέραν της Κωνσταντινουπόλεως. Με την εκλογή του στράφηκε κατά της Καθολικής Εκκλησίας, η οποία μέσω της Ουνίας και του Ουνίτη ιερέα Ιλαρίωνα Δόντη, ιερολογούσε τα μυστήρια όσων κατέφευγαν σε αυτόν επειδή είχαν κάποιο κώλυμα. Όπως γράφει στα «Απομνημονεύματα» του, με δυο κλητήρες του Πατριαρχείου «...που έπιασαν τον αποστάτη και τον έσυραν στην αυλή των Πατριαρχείων...» ενώ με τη σύμπραξη του μετέπειτα Επισκόπου Σμύρνης Χρυσοστόμου «...φωνάξαμε κρυφά έναν κουρέα, κι αφού του ξούρισε τη λευκή γενειάδα και τα μαλλιά του, του φορέσαμε ένα φέσι και τον αφήσαμε έπειτα να φύγη ως κύριος Ιλάριος, όμοιος με μπακάλη του Φαναριού, υπό τους γιουχαϊσμούς των χαμινιών..». Η επισκοπή του ήταν μια περιοχή εντόνου προπαγάνδας των Γάλλων καθολικών, μέσω των σχολείων που διατηρούσαν εκεί με σκοπό τον προσεταιρισμό των Ελληνοπαίδων, αφού πρώτα «...εστρεβλώνετο το πνεύμα των μαθητών, η ελληνική γλώσσα και η ελληνική ιστορία ήσαν άγνωστες, και τα παιδιά βρίσκονταν σε ξένο περιβάλλον και εκφυλλίζονταν σε κοσμοπολίτες αδιάφορους προς τα εθνικά ιδεώδη και ψυχρούς στας παραδόσεις των, αφού όλη τους η μόρφωσις είχε σκοπό προπαγανδιστικό...{...}... Απεκαλύφθησαν μάλιστα και ένα σωρό προσηλυτιστικά σκάνδαλα, ιδίως κοριτσιών αρίστων οικογενειών...».
Ο Καραβαγγέλης ενίσχυσε την Ελληνική εκπαίδευση, ίδρυσε Ελληνικό σχολείο δανειζόμενος χρήματα βάζοντας υποθήκη τα ιερά του άμφια και την αρχιερατική του μίτρα, που τελικά κατασχέθηκαν από τους τοκογλύφους και πουλήθηκαν έναντι πινακίου φακής, το Ελληνογαλλικό Παρθεναγωγείο του Πέραν, το οποίο αν και ονομάσθηκε «Ελικών», μετονομάσθηκε από τον λαό σε Παρθεναγωγείο Καραβαγγέλη. Εκεί δίδασκαν οι καθηγητές της Μεγάλης Σχολής του Γένους, Αυθεντόπουλος, Μοστράτος, Φ. Δημητριάδης, Παχτίκος, Καλλίνικος και οι αδελφές Σαντοριναίου, καθώς και πολλές γαλλοδιδασκάλισσες. Μεταξύ των μαθητριών του Παρθεναγωγείου ήταν η μαθήτρια Ελπίδα Καλογεροπούλου, που η φωνή της τράβηξε την προσοχή του μουσικοδιδασκάλου Παχτίκου, ο οποίος έβαλε τις πρώτες βάσεις στη μουσική εξέλιξη της διάσημης καλλιτέχνιδος του τραγουδιού, της γνωστής ως Σπεράντζα Καλό.
Μητροπολίτης Καστοριάς
Την 21η Οκτωβρίου 1900, ο Γερμανός εκλέχθηκε Μητροπολίτης Καστοριάς [4], ύστερα από πρόταση του Νικόλαου Μαυροκορδάτου, Έλληνα Πρεσβευτή στην Κωνσταντινούπολη, όπου προσέφερε ανεκτίμητες υπηρεσίες στον Μακεδονικό Αγώνα και αναδείχθηκε εθνικός ήρωας. Εξοικονόμησε τα έξοδα για τη μετάβασή του στη Μητρόπολη Καστοριάς από την υποθήκευση των ιερών του αμφίων και στις αρχές του 1901, διαπιστώνοντας την κατάσταση που επικρατούσε, επισκέφθηκε τον Έλληνα Πρόξενο Κ. Πεζά στο Μοναστήρι και του πρότεινε να σταλούν ένοπλοι από την Ελλάδα δυτική Μακεδονία, ενώ υπέβαλλε και αναφορά στην Ελληνική κυβέρνηση. Διαπιστώνοντας είτε αδυναμία, είτε απροθυμία, επιδόθηκε στη στρατολόγηση ντόπιων αρχηγών και ενόπλων, όπως ο καπετάν Κώττας από την Ρούλια, αλλά και Έλληνες από την Κλεισούρα, το Λέχοβο, και το Βογατσικό, δημιουργώντας ένοπλα σώματα αυτοάμυνας.
Με το ψευδώνυμο «Κώστας» ή «Κώστας Γεωργίου», ανέπτυξε έντονη δραστηριότητα, και αποτέλεσε το κεντρικό πρόσωπο της τριανδρίας που αποτελούσαν με τον Ίωνα Δραγούμη και το Λάμπρο Κορομηλά, πρόξενο της Ελλάδος στη Θεσσαλονίκη. O Ίων Δραγούμης, αδελφός της συζύγου του Παύλου Mελά, διορίστηκε υποπρόξενος στο Μοναστήρι στα τέλη Νοεμβρίου 1902, με ξεκάθαρες οδηγίες «να μη γεννά ζητήματα» [5], όμως ο Δραγούμης αμέσως μόλις έφτασε άρχισε αλληλογραφία με τον Μελά ζητώντας οικονομική βοήθεια, ενώ ίδρυσε μυστικό σωματείο, την «Άμυνα» και ο Παύλος Μελάς ήταν ο σύνδεσμος της «Άμυνας» με τις εθνικιστικές οργανώσεις των Αθηνών. Την ίδια εποχή οι Βούλγαροι κομιτατζήδες είχαν εντείνει την πίεσή τους στον ελληνικό πληθυσμό της Δυτικής Μακεδονίας. Ο Γερμανός Καραβαγγέλης, γνωρίστηκε με τον Παύλο Μελά τον Μάρτιο του 1904, όταν τον φιλοξένησε μυστικά στην Καστοριά και τον «ξανασυνάντησε» στις 23 Οκτωβρίου 1904, νεκρό και ακέφαλο, όταν μετά από έντονη αντιπαράθεση με τον Τούρκο διοικητή και πολλά τεχνάσματα, απέσπασε τη σορό του, τον ξενύχτησε και στις 24 Οκτωβρίου 1904, τον κήδευσε.
Λίγο καιρό αργότερα ο Γερμανός γνώρισε Ναταλία Δραγούμη-Μελά, την οποία υποδέχθηκε στη Θεσσαλονίκη, μυστικά την πρώτη φορά και τη συνόδευσε στον τάφο του Παύλου, όπως και το 1905, όταν μαζί με τον Ίωνα Δραγούμη και τον Κωνσταντίνο Μελά, επέστρεψαν για την τέλεση επίσημου μνημόσυνου του Παύλου Μελά. Οι δραστηριότητές του προκάλεσαν την αντίδραση των Βουλγάρων και της Τουρκικής κυβερνήσεως. Η εφημερίδα «Εμπρός» και ο Δημήτριος Καλαποθάκης, υπέπεσαν σε δημοσιογραφική γκάφα, στις 12 Σεπτεμβρίου 1906, όταν εξέθεσαν τον μητροπολίτη Καστοριάς στις τουρκικές αρχές, ανακοινώνοντας την υποτιθέμενη δολοφονία του και πλέκοντας του το εγκώμιο ως Μακεδονομάχου αλλά και γενικότερα για την εθνική του δράση, όμως στην πραγματικότητα είχε δολοφονηθεί ο Μητροπολίτης Κορυτσάς Φώτιος.
Την ίδια ώρα Ρώσοι και Βρετανοί πίεζαν τον μεγάλο βεζίρη Φερίτ πασά, σχετικά με τη συνέχεια της παρουσίας του στη Μακεδονία. Στις αρχές του 1907 αποκλείστηκε από το διοικητικό συμβούλιο της Καστοριάς και του απαγορεύτηκαν οι περιοδείες, ενώ το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως τον διόρισε μέλος της Ιεράς Συνόδου του και τον ανακάλεσε. Στη μητρόπολη Καστοριάς τον αντικατέστησε ο πρωτοσύγκελος Πλάτωνας Αϊβαζίδης και οι «Times» πανηγύρισαν, διότι η απομάκρυνσή του είχε βοηθήσει την ειρήνευση στην περιοχή, ενώ ο ίδιος έγραψε, «..Η απομάκρυνσή μου από τη Καστοριά θεωρήθηκε σαν ένα τραύμα στο Μακεδονικό αγώνα, μα ο αγώνας βρισκόταν πια σχεδόν στο τέλος του..».
Σύμφωνα με την συγγραφέα Αντιγόνη Μπέλου-Θρεψιάδη, που ήταν πρόσωπο της εμπιστοσύνης του: «...Ένα απ’ τα μεγαλύτερα όπλα του, αν όχι το μεγαλύτερο, ήταν η ρητορική του δεινότητα, η πειθώ που είχε ... κατόρθωνε, επιτυγχάνοντας μια ή δύο συναντήσεις με Βουλγάρους κομιτατζήδες, να τους μεταστρέφει και να τους μεταβάλλει σε πιστά και αφοσιωμένα όργανα του ελληνικού κομιτάτου...» [6] ενώ ο Ίωνας Δραγούμης περιέγραφε τον Καραβαγγέλη με τα παρακάτω λόγια, «...Ήταν ψηλός, στέκονταν όρθιος και όταν περπατούσε ήταν σαν να πήγαινε να σώσει την ανθρωποσύνη. Τέτοια μάτια είχε που τραβούσαν και καθένας που τον έβλεπε, του έρχονταν να τον ακολουθήσει...». Στα χρόνια της παρουσίας του στη Μητρόπολη Καστοριάς έκτισε εκατόν δεκαπέντε σχολεία και σχολές.
Μητροπολίτης Αμάσειας
Στις 5 Φεβρουαρίου 1908, ο Γερμανός εκλέχθηκε μητροπολίτης Αμάσειας, με έδρα την Αμισό, τη Σαμσούντα, στον Εύξεινο Πόντο και ίδρυσε σχολεία και άλλα ευαγή ιδρύματα, ανήγειρε ναούς και νέο μητροπολιτικό μέγαρο, ενώ τέθηκε επικεφαλής νέων Εθνικών και Θρησκευτικών αγώνων, καθώς συγκρούστηκε, εξαιτίας των διωγμών εναντίον του Χριστιανικού πληθυσμού, με το Κίνημα των Νεότουρκων. Έκτισε 115 σχολεία και σχολές μέσα σε τρία μόλις χρόνια και με πρωτοβουλία του ιδρύθηκε στον Πόντο μια μυστική αντιστασιακή εταιρεία, με τη επωνυμία «Μιθριδάτης». Το 1914 εμπόδισε και απέτρεψε την πρώτη απόπειρα εγκαταστάσεως Τούρκων προσφυγών από τα Βαλκάνια στα Ελληνικά χωριά του Πόντου, ενώ το 1915 προφύλαξε νεαρά Αρμενόπουλα κατά τη διάρκεια της Αρμενικής Γενοκτονίας και το 1916 προστάτευσε την Αμισό από τους Τούρκους.
Τον Οκτώβριο του 1917, απελάθηκε με διαταγή του Τούρκου Πρωθυπουργού Ταλαάτ, μέσω Άγκυρας στην Κωνσταντινούπολη, και έμεινε στις φυλακές για μερικές ημέρες. Μετά την ανακωχή γύρισε στην επαρχία του, οργάνωσε και καθοδήγησε το ανταρτικό του Πόντου, που ο Κεμάλ χαρακτήρισε «...έργο και όργανο του Καραβαγγέλη...». Το 1922 καταδικάστηκε σε θάνατο από τον Κεμάλ Ατατούρκ και αφού επικηρύχθηκε, αρχικά, στη συνέχεια καθαιρέθηκε από τη θέση του Μητροπολίτη, στις 27 Οκτωβρίου 1922, με απαίτηση των Τουρκικών αρχών. Μαζί του καταδικάστηκαν σε θάνατο κι εκτελέστηκαν οι συνεργάτες του, ο εκ Παρακίλων Λέσβου επίσκοπος Ζήλων Ευθύμιος Αγριτέλης και ο πρωτοσύγγελός του Πλάτωνας Αϊβαζίδης, όμως ο Γερμανός σώθηκε, καθώς ήταν εν πλω, επιστρέφοντας από το Βουκουρέστι, όπου είχε πάει για να επιδώσει τον Πατριαρχικό Τόμο της χειραφετήσεως των νέων σερβικών επαρχιών και της αναγνωρίσεως του μητροπολίτη Βελιγραδίου ως Πατριάρχη.
Μητροπολίτης Ιωαννίνων & Μεσευρώπης
Τον Απρίλιο του 1923 ο Γερμανός εκλέχθηκε και έως τον Απρίλιο του 1924 διατέλεσε μητροπολίτης Ιωαννίνων [7], όπου έφτασε αποφασισμένος να δώσει «...βιομηχανική ώθηση στον τόπο, ώστε ν' αναχαιτιστεί το ρεύμα εκπατρισμού των Ηπειρωτών». Στον έναν χρόνο της παραμονής του στα Γιάννενα, ίδρυσε δύο σχολές Ταπητουργίας και είχε ετοιμάσει άλλες δύο σχολές, μια Γεωπονική και μια Σηροτροφίας, ενώ πέτυχε να επαναλειτουργήσει η εκεί Ιερατική Σχολή. Πίστευε ότι «..δια της ταπητουργίας, της σηροτροφίας και της θαυμαστής ηπειρωτικής μεταλλοτεχνίας ... .η περιοχή των Ιωαννίνων θα εγνώριζεν οικονομικήν άνθησιν».
Το 1923 υποδείχθηκε και έχασε την εκλογή στον Αρχιεπισκοπικό Θρόνο της Ελλαδικής εκκλησίας κατόπιν εντολής του τότε Πρωθυπουργού Στυλιανού Γονατά, που υποστήριξε τον Αρχιμανδρίτη Χρυσόστομο ως υποψήφιο για το αξίωμα του Αρχιεπισκόπου Αθηνών. Το 1924 αποκαταστάθηκε τυπικά, στη Μητρόπολη Αμασείας, ενώ διορίστηκε έξαρχος της νεοσύστατης Μητροπόλεως Ουγγαρίας, η οποία ονομάστηκε Κεντρώας Ευρώπης, με έδρα τη Βιέννη. Η τοποθέτησή του για να διευθύνει τις αποσπασθείσες από την Μητρόπολη Θυατείρων ορθόδοξες κοινότητες Ιταλίας, Αυστρίας και Ουγγαρίας, ήταν μέρος ενός σχεδίου για την υποβάθμιση και την αδρανοποίηση του και συνοδεύτηκε από την περικοπή του μισού του μισθού, ενώ για μήνες παρέμεινε απλήρωτος. Ήταν δύο φορές το 1913 και το 1921, υποψήφιος για τον Πατριαρχικό θρόνο.
Το έργο του
Με εντολή του Πατριάρχη Ανθίμου ΣΤ', ο Γερμανός ανέλαβε ως καθηγητής της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης, τη σύνταξη του σχεδίου της εγκυκλίου, η οποία εκδόθηκε ως απάντηση, στην αντίστοιχη ενωτική εγκύκλιο του 1895, του πάπα Λέοντος ΙΓ'.
Έργο του είναι η αντιρρητική εγκύκλιος
- «Πραγματεία Ιστορική επί της κατά Ιούνιον του Παρελθόντος έτους Απολυθείσης Εγκυκλίου του πάπα Λέοντος ΙΓ».
Το 1959 εκδόθηκαν τα
- «Απομνημονεύματα» του, καθώς και η αλληλογραφία του, γραμμένα σε δημοτική γλώσσα.
Τα απομνημονεύματα που έγραψε ειδικά για τον Μακεδονικό Αγώνα εκδόθηκαν από την «Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών», ενώ η εταιρεία το ίδιο έτος από κοινού με το «Ίδρυμα Μελετών της Χερσονήσου του Αίμου» επιχορήγησαν τη μεταφορά των οστών του με τιμητική συνοδεία.
Πολλά έργα του όπως τα
- «Εγκυκλοπαίδεια της Θεολογίας»,
- «Εκκλησιαστική Ρητορική»,
- Εκκλησιαστική Ιστορία»,
χάθηκαν, κατά πάσα πιθανότητα, στην Αμάσεια του Πόντου.
Τα σωζόμενα έργα του έχουν περιληφθεί στην διδακτορική διατριβή του Μητροπολίτη Αυστρίας Μιχαήλ Θ. Στάϊκου:
- «Γερμανός Καραβαγγέλης. Μητροπολίτης Αμασείας και Έξαρχος Κεντρώας Ευρώπης (1924-1935)»,
η οποία εγκρίθηκε από το Τμήμα Θεολογίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και εξεδόθη το 1998 με χορηγία του υπουργείου Μακεδονίας Θράκης στη Θεσσαλονίκη.
Το τέλος του
Ο Γερμανός Καραβαγγέλης πέθανε στο ξενοδοχείο «Bristol» της λουτρόπολης Baden, ένα προάστιο της της Βιέννης και το Ελληνικό κράτος αρνήθηκε να καλύψει τα ελάχιστα έξοδα για τη νεκρώσιμη ακολουθία του. Με ιδιόχειρη διαθήκη, [8], που συνέταξε στην Αθήνα [9], στις 5 Ιουνίου 1935, δώρισε το σύνολο της περιουσίας του στη γενέτειρά του, τότε κοινότητα Στύψης, ορίζοντας ως εκτελεστές της τους φίλους του Περικλή Κεχαγιόγλου και Ιωάννη Χρυσαφίδη. Με τη διαθήκη του [10] όριζε, «...την μεν ιδιόκτητόν μου διώροφον οικίαν, ευρισκομένην εν Χαροκόπου οδός Εσπερίδων 35, εις την Κοινότητα Στύψης, προς μνημόσυνον αιώνιον των γονέων μου...», ενώ ζητούσε, «...Η κηδεία μου θα γίνει στο Ναό του Αγίου Γεωργίου Καρύτση με ένα μόνο ιερέα, χωρίς διάκονο. Δεν δέχομαι δε στην κηδεία μου ούτε αντιπρόσωπο του κράτους, ούτε της εκκλησίας, εάν τυχόν ήθελαν αναμνησθή μετά θανάτου τας εθνικάς μου υπηρεσίας. Δεν χρεωστώ εις κανένα ουδέ οβολόν, εις το Έθνος προσέφερα ό,τι ήτο δυνατόν ως Ιεράρχης του '21...».
Έζησε την αχαριστία της πατρίδος και της πολιτείας και μετά το θάνατο του την ηθική αμνησία του έργου του και την ιστορική περιθωριοποίηση του. Τα οστά του διακομίστηκαν [11] στις 12 Ιουνίου 1959 στη Θεσσαλονίκη και δύο ημέρες αργότερα, στις 14 Ιουνίου στην Καστοριά [12] [13], με πρωτοβουλία της «Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών» και του «Ιδρύματος Μελετών Χερσονήσου του Αίμου», όπου βρίσκονται τοποθετημένα σε κρύπτη, η οποία υπάρχει στη βάση του ανδριάντα του [14].
Μνήμη Γερμανού Καραβαγγέλη
Η Αντιγόνη Μπέλλου-Θρεψιάδη δίνει σ' ένα σημείο της αφηγήσεως της μια εντυπωσιακή περιγραφή για τον άτρομο Γερμανό. «...Περνούσε καλπάζοντας με το άλογο του μεσ’ από τα Βουλγαρικά χωριά, τη στιγμή που κανένας απ' αυτούς δεν περίμενε να τον δει εκεί πέρα κι ίσως-ίσως του είχαν στημένη ενέδρα και τον περίμεναν κοντά στα ελληνικά χωριά. Πως μια μέρα που τον αναγνώρισαν, τον κυνήγησαν και τον πρόφτασαν. Και τότε αυτός αφιππεύοντας οχυρώθηκε πίσω από ένα Βράχο και πυροβολώντας μαζί με τον Εμίν, τον πιστό Τουρκαλβανό καβάση του, τους ανάγκασε να υποχωρήσουν και να φύγουν. Γιατί φαίνεται πως εκτός απ' όλα τ' άλλα ήταν και δεινός σκοπευτής, πάνω σ' άλογο ... είχε όλη τη μεγαλοπρέπεια και την άγρια ομορφιά των Ακριτών του Βυζαντίου. Ακρίτας κι αυτός στα μακρινά κι εγκαταλειμμένα εκείνα σύνορα του Ελληνισμού, προσπαθούσε ν' αναχαιτίσει το θεριεμένο κύμα της βουλγαρικής απληστίας, έχοντας για μόνο όπλο του την αλύγιστη ψυχή και φλογερή φιλοπατρία του.».
Γράφει ο ίδιος στα «Απομνημονεύματά» του. «...Κι έτσι σήμερα κατάντησα να περιφέρομαι σχεδόν άνεργος σ΄ ερείπια, εξόριστος απ' την Καστοριά, απ' την Αμάσεια, απ' την Κωνσταντινούπολη, αφού γλίτωσα πολλές φορές το μαρτυρικό θάνατο στην Τουρκία, και τελικά εξόριστος κι απ' την Ελλάδα .... Ο κληρικός αυτός φαίνεται πως δεν θα ήταν χρήσιμος πια στην Εκκλησία της Ελλάδος και γι' αυτό θα έπρεπε να ταλαιπωρηθεί, να εξευτελισθεί και να εξορισθεί τέλος απ' την ίδια του την πατρίδα, για να πεθάνει μακριά της εξόριστος στην ξένη γη!...».
Παραπομπές
- Ο θάνατος του Γερμανού Καραβαγγέλη
- Απομνημονεύματα Γερμανός Καραβαγγέλης
- [«...Ένα χρόνο πριν τελειώσω, είχε έρθει στο Αδραμύττι και παρευρέθηκε στις εξετάσεις μας τις προφορικές ο φιλόμουσος μητροπολίτης Εφέσου Αγαθάγγελος. Όταν τελείωσαν οι εξετάσεις μας, προσκάλεσε τον πατέρα μου και του είπε: «Το παιδί σου πρέπει να το στείλεις να σπουδάσει στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης» (Η Σχολή της Χάλκης είχε γυμνάσιο και πανεπιστήμιο, δηλαδή εν όλω φοιτήσεως 7 ή 8 ετών), Και τον άλλο χρόνο, τον Σεπτέμβρη του 1882, με πήρε o πατέρας μου και με πήγε στη Σχολή. Κατατάχτηκα αμέσως στη Β' γυμνασίου, δηλαδή πήδηξα μια τάξη...».] Απόσπασμα από το έργο «Απομνημονεύματα» του Γερμανού Καραβαγγέλη.]
- [Μητροπολίτης Καστοριάς-Γερμανός Καραβαγγέλης]
- [Ναταλίας Μελά, «Παύλος Μελάς», εκδόσεις «Σύλλογος προς διάδοσιν Ελληνικών Γραμμάτων», «Δωδώνη», Αθήνα-Γιάννινα, 1992, σελίδα 181]
- [«Μορφές μακεδονομάχων και τα ποντιακά του Γερμανού Καραβαγγέλη», Αντιγόνη Μπέλου-Θρεψιάδη το 1992, εκδόσεις «Τροχαλία»]
- Ο Μητροπολίτης Ιωαννίνων Γερμανός Καραβαγγέλης
- [Πρωτοδικείο Αθηνών, 28 Φεβρουαρίου 1935, απόφαση 1381/1935]
- [Η διαθήκη Γερμανός Καραβαγγέλης]
- [«Εν Αθήναις σήμερον την 27ην Μαρτίου 1933 χιλιοστού εννεακοσιοστού τριακοστού τρίτου έτους ο υπογεγραμμένος Μητροπολίτης Αμασίας και Εξαρχος Κ. Ευρώτας Γ. Καραβαγγέλης θέλων να διακανονίσω τα της περιουσίας μου μετά τον θανατόν μου, γράφω την παρούσαν διαθήκην μου ιδία χειρί και ορίζω τα εξής. Εξ ολοκλήρου της περιουσίας μου κινητής και ακινήτου, οπουδήποτε ευρισκομένης και εξ οιασδήποτε στοιχείων και αν σύγκειται αύτη κατά τον χρόνού του θανάτου μου, διαθέτων την μεν ιδιόκτητόν μου διώροφον οικίαν, ευρισκομένην εν Χαροκόπου οδός Εσπερίδων 35, εις την Κοινότητα Στύψης, προς μνημόσυνον αιώνιον των γονέων μου. Την επικαρπίαν αυτής θα έχη εν όσω ζη η Αδελφή μου Αφροδίτη Απαμ. Χαρισιάδου το γένος Χρυσοστόμου Καραβαγγέλη, μετά δε τον θάνατον αυτής θα περιέλθη εξ ολοκλήρου άνευ των σκευών και επίπλων εις την κατοχήν της Κοινότητας Στύψης, παρακαλώ δε το Κοιν. Συμβούλιον εν συνεννοήσει μετά του Μητροπολίτου Μηθύμνης, ή μή υπάρχοντος τούτου, εν συνεννοήσει μετά του Μητροπολίτου Μυτιλήνης, να προβούν τότε εις πώλησιν της οικίας μου σύμφωνα με τον νόμον, συνεννοούμενοι με 2 μεσίτας της Κοινότητας Χαροκόπου προς εύρεσιν αγοραστών, να γίνη η πώλησις επισήμως δια δημοπρασίας. Το εκ της πωλήσεως εισπραχθησόμενον ποσόν να κατατεθή εις την Εθνικήν Τράπεζαν εντόκως. Εκ των τόκων των χρημάτων θα προικοδοτούνται κατ' έτος Χριστούγεννα και Πάσχα δύο πτωχά κοράσια της Στύψης εκ των μακρινών συγγενών μου και εν ελλείψει τοιούτων, εξ άλλων κορασίων, λαμβανομένης σχετικής αποφάσεως υπό του Μητροπολίτου Μηθύμνης ή Μυτιλήνης και του Κοιν. Συμβουλίου. Το ποσόν της δωρεάς θα είναι δύο χιλιάδες δραχμές δι' έκαστον κοράσιον (2.000), δηλ. ετησίως τέσσαρας χιλιάδας δραχμαί (4.000). Εκ των υπολοίπων τόκων της Τραπέζης ζητώ όπως ιδρυθή εν Στύψη αθλητικός Σύλλογος, εις τον οποίον να μορφώνονται τα παλικάρια της πατρίδας μου εις τον αθλητισμόν ως και των χωρίων της Επαρχίας Μηθύμνης. Εκ του Συλλόγου θα αποκλείονται οι μέθυσοι, διότι το οινόπνευμα διαστρέφει την σωματικήν και διανοητικήν αλκήν της νεολαίας, ζητώ δε όπως κατ' έτος γίνονται σχετικοί διαγωνισμοί, προσφέρονται δε και δώρα δια τους νικητάς, τας λεπτομερείας θα κανονίζη το Κοιν. Συμβούλιον, το προεδρείον του αθλητικού Συλλόγου και o Μητροπολίτης Μηθύμνης ή Μυτιλήνης. Το εν Ψυχικώ οικόπεδό μου υπ' αριθ. 3 του τετραγώνου 59 διαθέτω δια την μικρανεψιάν μου Βασούλα Κ. Χατζηπετρή. Αφήνω επίσης όσα τυχόν έπιπλα και σκεύη, ως είναι οι τάπητες, τα εκ της Βιέννης μαχαιροπήρουνά μου, και αρχιερατικά μου κ.λπ., τα εν Βιέννη εις την Εκκλησίαν Αγίας Τριάδας ευρισκόμενα πολύτιμα αρχιερατικά μου 2 σεντούκια πλήρη και άλλα τινά μικρότερα αντικείμενα.Τα δε εις χείρας του ιατρού εν Βιέννη Εμμανουήλ Δημητριάδου κατοικούντος εν τη Εκκλησία Αγίας Τριάδας, κατατεθειμένος 4 εικόνας των 4 Ευαγγελιστών Βενετικής ή Φλαμανδικής τέχνης κατά πάσαν πιθανότητα 17ου αιώνος, αφήνω εις το Μουσείού του εν Αθήναις αειμνήστου Μπενάκη. Το προς εμέ χρέος του Παύλου Κοντοπούλου θα διατεθεί κατά τον εξής τρόπον: Το εκ τριών χιλιάδων (3.000) δραχ. μηνιαίου χρέος του θα κατατίθεται εις την Εθνικήν Τράπεζαν μέχρι εξοφλήσεως, το δε εν τη Τραπέζη συλλεχθησόμενον χρήμα θα δοθή εις τον μικροανεψιόν μου Νικόλαον Κ. Ρύμπαπαν, εν περιπτώσει δε αρνήσεως τούτου εις την μικρανεψιάν μου Πολυξένην Αριστοκλέους Μιχαηλίδου, ως προγαμιαία δωρεά. Εκ των ρευστών χρημάτων μου θα διατεθή το ποσόν της κηδείας μου και του τάφου μου, εάν δε ευρεθή περισσότερον χρήμα, θα κατατεθή επίσης εις την Εθν. Τράπεζαν προς όφελος του εν Στύψη αθλητικού Συλλόγου. Η κηδεία μου θα γίνη εν τω ναώ Γεωργίου Καρίτση με 1 μόνον ιερέα άνευ διακόνου. Δεν δέχομαι δε εις την κηδείαν μου ούτε αντιπρόσωπον του Κράτους ούτε της Εκκλησίας, εάν τυχόν ήθελαν αναμνησθή μετά θάνατον τας Εθνικάς μου υπηρεσίας. Δεν χρεωστώ σε κανέναν ουδέ οβολόν. Εις το Εθνος προσέφερα ό,τι ήτο δυνατόν ως Ιεράρχης του '21, τας αδελφάς μου αποκατέστησα ως πατήρ, εφάνην δε χρήσιμος περισσότερον του πατρός και εις ανεψιούς, αδιάφορον εάν τιμές εκ των γαμβρών, αδελφών και ανεψιών μου απεδείχθησαν αχάριστοι προς εμέ. Διορίζω εκτελεστάς της διαθήκης μου τους φίλους Περικλή Κεχαγιόγλου και Ιωάννην Χρυσαφίδην και τους παρακαλώ να δεχθώσι το βάρος αυτό. Ακριβές αντίγραφού της άνω ιδιογράφου δημοσιευθείσας υπό του Πρωτοδικείου Αθηνών την 28ην Φεβρουαρίου 1935 και κηρυχθείσης κυρίας δια της υπ' αριθμόν 1381/1935 αποφάσεώς του. Εν Αθήναις τη 5η Ιουνίου 1935 Ο Δικ. Γραφεύς]
- [Διεκομίσθησαν τα οστά του Μακεδονομάχου Γερμανού Καραβαγγέλη Εφημερίδα «Ελευθερία», 13 Ιουνίου 1959, σελίδα 6η.]
- [Ο Γερμανός Καραβαγγέλης Εφημερίδα «Μακεδονία», 12 Ιουνίου 1959, σελίδα 3η.]
- [Ο Γερμανός Καραβαγγέλης Εφημερίδα «Μακεδονία», 13 Ιουνίου 1959, σελίδα 3η.]
- [Αγάλματα και προτομές στην πόλη της Καστοριάς]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου