Δευτέρα 29 Ιανουαρίου 2024

16 ΧΡΟΝΙΑ ΧΩΡΙΣ ΤΟΝ ΜΑΚΑΡΙΣΤΟ ΙΕΡΑΡΧΗ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟ - ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΤΗΣ ΑΙΩΝΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΠΙΣΤΗΣ

Ένα αφιέρωμα από την Αιώνια Ελληνική Πίστη στον Μακαριστό Ιεράρχη Χριστόδουλο
Γιατί δεν πρέπει να ξεχνάμε.
Η Έλλειψη μνήμης είναι αυτό που μας έχει στοιχίσει σαν Λαό μέχρι σήμερα.

Γεννήθηκε στις 17 Ιανουαρίου 1939, από πρόσφυγες γονείς. Η οικογένειά του καταγόταν από την Αδριανούπολη της Ανατολικής Θράκης και εγκαταστάθηκε στην Ξάνθη μετά τη Συνθήκη της Λωζάννης. Σε ηλικία 2 ετών, μετά την εμπλοκή της Ελλάδας στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο 1941, η οικογένειά του μετακόμισε για λόγους ασφαλείας στην Αθήνα, όπου ο μετέπειτα Αρχιεπίσκοπος έζησε μέχρι την ηλικία των 35 ετών. Μαθήτευσε στο δημοτικό σχολείο Κοραής και ακολούθως στο Λεόντειο Λύκειο Πατησίων με άριστη επίδοση. Το 1962 έλαβε το πτυχίο της Νομικής σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών με άριστα, και το 1967 αποφοιτά από τη Θεολογική σχολή του ιδίου πανεπιστημίου επίσης με άριστα. Παράλληλα σπούδασε Βυζαντινή Μουσική στο Ωδείο Αθηνών. Το 1982 υπέβαλε τη διδακτορική του διατριβή στη Θεολογική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης με τίτλο «Ιστορική και Κανονική θεώρησις του Παλαιοημερολογητικού ζητήματος κατά τε την γένεσιν και την εξέλιξιν αυτού εν Ελλάδι» και ονομάστηκε διδάκτωρ του Κανονικού Δικαίου με βαθμό άριστα. Ήταν πτυχιούχος της γαλλικής και αγγλικής γλώσσας, γνώστης δε της ιταλικής και γερμανικής γλώσσας. Έχει ανακηρυχθεί Επίτιμος Διδάκτωρ των πανεπιστημίων Κραϊόβας και Ιασίου το 2003 και Λατερανού το 2006.
Το 1957, σε ηλικία 18 ετών, ήταν ήδη ψάλτης στην Αγία Ζώνη Κυψέλης όπου συναντά τον διάκονο Καλλίνικο Καρούσο, μετέπειτα Μητροπολίτη Πειραιώς, ο οποίος λειτουργούσε στον ίδιο ναό. Εκείνος θα του γνωρίσει τον 19χρονο τότε Αθανάσιο Λενή, νυν Μητροπολίτη Καλαβρύτων και Αιγιαλείας Αμβρόσιο. Το 1958 οι τρεις κληρικοί ιδρύουν τη μοναστική αδελφότητα «Χρυσοπηγή» στο Παγκράτι, η οποία ασχολούνταν με φιλανθρωπικές και ανθρωπιστικές δραστηριότητες καθώς και με την οργάνωση κατηχητικών σχολείων. Κείρεται μοναχός στις 16 Μαΐου 1961 στην Ιερά Μονή Βαρλαάμ των Μετεώρων, όπου μόλις είχε εγκατασταθεί η αδελφότητα και στις 17 Μαΐου 1961 χειροτονείται διάκονος στον Ιερό Ναό Αγίων Αναργύρων Τρικάλων. Χειροτονήθηκε πρεσβύτερος το 1965, όταν τοποθετείται ως ιεροκήρυκας στον Ιερό Ναό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου (Παναγίτσας) στο Παλαιό Φάληρο, όπου έμεινε επί 9 χρόνια. Κατόπιν γραπτών εξετάσεων εισήχθη ως γραμματέας της Ιεράς Συνόδου επί αρχιεπισκοπίας Ιερωνύμου Α και ακολούθως του Αρχιεπισκόπου Σεραφείμ. Στις 18 Ιανουαρίου 1973 ιδρύεται στο Καπανδρίτι το Συνοδικό Μοναστήρι της Παναγίας της «Χρυσοπηγής», το οποίο υπαγόταν απ' ευθείας στην Ιερά Σύνοδο.
Το 1974 εξελέγη Μητροπολίτης Δημητριάδος και Αλμυρού σε ηλικία 35 ετών, ο νεότερος στην Ιεραρχία. Η ενθρόνισή του έγινε στις 4 Αυγούστου 1974 μέσα σε κλίμα ενθουσιασμού, με επευφημίες και ροδοπέταλα. Έλαβε μέρος σε πολλές εκκλησιαστικές αποστολές στο εξωτερικό. Συνέγραψε πλήθος Θεολογικών και ηθικοπλαστικών κειμένων. Αρθρογράφησε στον εκκλησιαστικό τύπο και σε εφημερίδες. Στις 28 Απριλίου 1998 εξελέγη από την ιεραρχία με μεγάλη πλειοψηφία Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος, σε διαδοχή του μακαριστού Σεραφείμ. Η ενθρόνιση του Αρχιεπισκόπου έγινε στις 9 Μαΐου 1998 στον Μητροπολιτικό Ναό Αθηνών, όπου εξεφώνησε τον επιβατήριο λόγο του.
Ήταν επίσης Πρόεδρος του Δ.Σ της Σιβιτανιδείου Σχολής.
 
ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ,Α)ΩΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΣ:

Κατά τα 24 χρόνια που διετέλεσε Μητροπολίτης Δημητριάδος και Αλμυρού, ίδρυσε το "Σπίτι της Γαλήνης του Χριστού" για τους ηλικιωμένους, τη "Χριστιανική Αλληλεγγύη" για τους άπορους, το Κέντρο Συμπαράστασης Οικογένειας και το Συμβουλευτικό Σταθμό Προβλημάτων Εφηβείας.
Καθιέρωσε για πρώτη φορά κληρικολαϊκές συνελεύσεις, δημιούργησε κατασκηνώσεις για παιδιά όλων των ηλικιών, στέκι για τη νεολαία, ραδιοφωνικό σταθμό Ορθόδοξη Μαρτυρία (τον πρώτο για Μητρόπολη εκτός Αθηνών) και ιδιωτικό σχολείο της Μητρόπολης. Χορήγησε υποτροφίες εκ μέρους της Ιεράς Μητρόπολης, και συνεισέφερε στην αποστολή αρρώστων στο εξωτερικό. Επί των ημερών του λειτούργησε Ανοιχτό Πανεπιστήμιο, συγκρότησε ενώσεις για την προστασία της ελληνικής γλώσσας σε συνεργασία με επιστήμονες της περιοχής. Θεμελίωσε ένα κτηριακό συγκρότημα σε μία έκταση περίπου 100 στρεμμάτων στην περιοχή Μελισσάτικα, έξω από τον Βόλο. Σήμερα, εκτός των γραφείων της Μητρόπολης στο συγκρότημα αυτό λειτουργεί συνεδριακό κέντρο. Έμφαση όμως έδινε και στο έμψυχο υλικό της περιοχής. Είναι χαρακτηριστικό ότι όταν πρωτοπήγε στον Βόλο υπήρχαν δώδεκα ιερείς θεολόγοι, ενώ όταν έφυγε άφησε πίσω του περίπου 80.
Παράλληλα αρθρογραφούσε σε πολλά έντυπα.
Εξαιτίας ενός άρθρου του, που δημοσιεύτηκε στον τοπικό τύπο, το δημοτικό συμβούλιο του Βόλου, με ψήφισμά του στις 28 Ιουνίου 1984 τον κήρυξε «ανεπιθύμητο» για την πόλη, καθώς θεωρήθηκε ότι με το άρθρο του αυτό είχε «ξεφύγει από τα πλαίσια των θρησκευτικών καθηκόντων του και έβαλλε και κατ' αυτών ακόμη των Δημοκρατικών Θεσμών».
Το 1987 ανέλαβε να τεκμηριώσει και να εκπροσωπήσει την άποψη της Εκκλησίας στα ζητήματα περί Εκκλησιαστικής περιουσίας που είχε θέσει ο τότε Υπουργός Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων Αντώνης Τρίτσης, και ήταν εκ των ομιλητών στο συλλαλητήριο την 1η Απριλίου 1987. Η Ιερά Σύνοδος τον όρισε εκπρόσωπό της στην Επιτροπή Συντάξεως Νέου Καταστατικού Χάρτη της Εκκλησίας το 1988, καθώς επίσης και στο Εθνικό Συμβούλιο Μεταμοσχεύσεων και στο Κέντρο Ελέγχου Ειδικών Λοιμώξεων.
Ο αντιπρόεδρος της Βουλής κ. Γιώργος Σούρλας και ο αρχιμανδρίτης Επιφάνιος Οικονόμου, στενός συνεργάτης του μακαριστού, πρότειναν να στηθεί ο ανδριάντας του μακαριστού Αρχιεπισκόπου μπροστά από τον Μητροπολιτικό ναό του Αγίου Νικολάου Βόλου, ως ένδειξη τιμής στον μεγάλο Ιεράρχη. Την πρόταση άμεσα αποδέχτηκαν ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Δημητριάδος και Αλμυρού κ. Ιγνάτιος, η βουλευτής του ΠΑΣΟΚ κ. Ροδούλα Ζήση και ο αντιδήμαρχος Βόλου κ. Απόστολος Φοινικόπουλος. Ο κ. Σούρλας ζήτησε επίσης να δοθεί η ονομασία «Χριστοδούλου, Αρχιεπισκόπου» σε κεντρικό δρόμο της πόλης του Βόλου.

Β)ΩΣ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΑΘΗΝΩΝ ΚΑΙ ΠΑΣΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ:

Ο Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος ίδρυσε 14 Ειδικές Συνοδικές Επιτροπές για ένα ευρύ φάσμα προβλημάτων της σύγχρονης ζωής, μερικές από τις οποίες είναι για τα εξής θέματα: Βιοηθική (1988), Ακαδημία Εκκλησιαστικών Τεχνών (1999), Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (1999), Γάμου, Οικογενείας, Προστασίας του Παιδιού και Δημογραφικού Προβλήματος (1999), Χριστιανικών Μνημείων (1999), Θείας και Πολιτικής Οικονομίας και Οικολογίας (1999), Πολιτισμικής Ταυτότητας (1999), Γυναικείων Θεμάτων (1999), Παρακολούθησης των Ολυμπιακών Αγώνων "Αθήνα 2004" (1999), Αθλητισμού (2006), Μεταναστών, Προσφύγων και Παλλιννοστούντων (2006) κλπ.
Κατά τη διάρκεια της αρχιερατείας του έλαβε και τις ακόλουθες πρωτοβουλίες:
ίδρυσε το 1998 γραφείο αντιπροσωπείας της Εκκλησίας της Ελλάδος στην Ευρωπαϊκή Ένωση, στο Συμβούλιο της Ευρώπης και στην UNESCO, καθώς και ειδική Συνοδική Επιτροπή παρακολούθησης Ευρωπαϊκών Θεμάτων
συνέστησε το Ίδρυμα Ψυχοκοινωνικής Αγωγής και Στήριξης "Διακονία" το 1999 για την αντιμετώπιση κοινωνικών προβλημάτων με έμφαση στους τοξικομανείς, ενώ παρείχε και κέντρο πρόληψης,
ίδρυσε τη "Στέγη Μητέρας" το ίδιο έτος για τη στήριξη ανύπανδρων μητέρων και κακοποιημένων γυναικών,
ίδρυσε το Κέντρο Στήριξης Οικογένειας (ΚΕ.Σ.Ο.) για τη μέριμνα για τα θύματα εμπορίας και παράνομης διακίνησης προσώπων,
δημιούργησε αλυσίδα βρεφονηπιακών σταθμών για την στήριξη απόρων και πολύτεκνων οικογενειών
ανέπτυξε το Γραφείο Νεότητας με κατασκηνώσεις, αθλητικές δραστηριότητες, ραδιόφωνο, φοιτητικές συνάξεις, σχολές βυζαντινής μουσικής, συνάξεις και άλλα.
Από το 2002 λειτουργεί η Αλληλεγγύη, μία μη κυβερνητική οργάνωση της Εκκλησίας της Ελλάδος. Μερικές από τις χώρες που δέχθηκαν την ποικιλόμορφη προσφορά ανθρωπιστικής βοήθειας (τρόφιμα, ρούχα, φάρμακα, τεχνολογικό υλικό, βιβλία και άλλα): Αιθιοπία, Αλβανία, Αρμενία, Αφγανιστάν, Βουλγαρία, Γεωργία, Ερυθραία, Ζιμπάμπουε, Ιορδανία, Ινδία, Ιράκ, Καζακστάν, Λίβανος, Μαυροβούνιο, Μπεσλάν (Β. Οσετία), Ν.Α. Ασία, Νότια Αφρική, Ουζμπεκιστάν, Ουκρανία, Πακιστάν, Παλαιστίνη, Πολωνία, Ρουμανία, Σερβία, Συρία, Τουρκία, Τσεχία. Στο πλαίσιο της «Αλληλεγγύης» εγκαινιάστηκε το 2005 ο ξενώνας «Στοργή» με στόχο να «φιλοξενεί, περιθάλπει, ανακουφίζει και επανεντάσσει στην κοινωνία δεκάδες ταλαιπωρημένες και πληγωμένες γυναίκες και να δεχθεί στους κόλπους του κάθε νέα περίπτωση οικογενειακής ή άλλης βίας».
Επίσης καθιερώθηκε η επιδότηση τρίτου παιδιού στα πλαίσια «προγράμματος στήριξης χριστιανικών οικογενειών της Θράκης» με τη μορφή μηνιαίου επιδόματος 35.000-40.000 δραχμών ανά παιδί ανά μήνα, με θετικά αποτελέσματα προς την κατεύθυνση της αύξησης των γεννήσεων με τον αριθμό «των γεννηθέντων ως τρίτων τέκνων...δι' έκαστον των ετών εφαρμογής αυτού, υπερδιπλάσιο των προ της εφαρμογής του Προγράμματος ετών».. Το πρόγραμμα αυτό συνάντησε ορισμένες αντιδράσεις επειδή δεν δίνονταν στους μουσουλμάνους της περιοχής. Η Ιερά Σύνοδος με επιστολή της απάντησε λέγοντας πως καταβάλλει το επίδομα μόνο στις χριστιανικές οικογένειες επειδή σε αυτές μόνο έχει πρόσβαση αφού αυτές είναι μέλη της, ενώ έθιξε και ζήτημα διαρκούς απραξίας των κατηγόρων του προγράμματος. Σύμφωνα με τα στοιχεία των ληξιαρχείων, το μέτρο της Ιεράς Συνόδου βοήθησε να αυξηθεί η γεννητικότητα των χριστιανικών οικογενειών καθώς οι οικογένειες που απέκτησαν τρίτο παιδί έφτασαν μέσα σε τέσσερα χρόνια τις 800 από περίπου 100.
Επίσης επί των ημερών του έγινε διοργάνωση πλήθους συνεδρίων και ημερίδων, είτε με τη συμμετοχή του, είτε υπό την αιγίδα του, για σειρά σύγχρονων θεμάτων της Θεολογίας, όπως οι αιρέσεις, οι ιερατικές κλίσεις και η κατήχηση. Τέλος αναβαθμίστηκε ο ραδιοφωνικός σταθμός της Ελλαδικής Εκκλησίας, που απέκτησε πρόγραμμα, και εκσυγχρονίστηκαν έντυπα όπως ο «Εφημέριος» και η «Εκκλησία», όπως και εκδόθηκε το περιοδικό «Τόλμη». Αρκετές μητροπόλεις επίσης απέκτησαν τη δική τους ιστοσελίδα, ενώ αξιοποιώντας κοινοτικά κονδύλια εκδίδουν ηλεκτρονικά πιστοποιητικά και έγγραφα.

ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ ΚΑΙ ΝΕΟΙ:

Η επικοινωνιακή προσπάθεια ανοίγματος προς την νεολαία του Χριστόδουλου έγινε με διάφορους τρόπους από δημόσιο βήμα, για παράδειγμα απευθυνόμενους στους νέους συνήθιζε να λέει Ελάτε στην Εκκλησία όπως είστε, με το τζην, με το σκουλαρίκι. Αργότερα, ανταπέδωσε την έκφραση Τον Χριστόδουλο τον πάω για την οποία ενημερώθηκε ότι είχε ειπωθεί από νέους σε μία καφετέρια, λέγοντας κι εγώ σας πάω. Τέλος, σε μία από τις επισκέψεις του σε σχολεία παρότρυνε τους μαθητές ότι για να αλλάξουμε τον κόσμο πρέπει να αλλάξουμε πρώτα εμείς.
Στις 19 Δεκεμβρίου 1999 στον Ιερό Ναό Αγίου Κωνσταντίνου Ομόνοιας χειροτόνησε τον πρώτο ιερέα στην Ελλάδα, προερχόμενο από την Αφρική. Το όνομά του είναι Θεότιμος Κασόμπο Τσάλαν υιός του Μοκοσάι Συλβέστρου.
 
Η ΑΣΘΕΝΕΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ:

Toν Ιούνιο του 2007 διαγνώστηκε ότι ο Αρχιεπίσκοπος πάσχει από καρκίνο του παχέος εντέρου και χειρουργήθηκε με επιτυχία για την αφαίρεση του όγκου. Κατά τη διάρκεια της θεραπείας όμως διαγνώστηκε και δεύτερος καρκίνος στο ήπαρ, καθώς και κίρρωση, που ήταν αποτέλεσμα χρόνιας ηπατίτιδας.[25] Τον Αύγουστο της ίδιας χρονιάς μεταφέρθηκε στις ΗΠΑ και τέθηκε σε αναμονή εύρεσης μοσχεύματος, προκειμένου να γίνει μεταμόσχευση ήπατος. Αν και το μόσχευμα βρέθηκε, κατά τη χειρουργική επέμβαση στις 8 Οκτωβρίου δεν έγινε η μεταμόσχευση, καθώς διαπιστώθηκαν πολλαπλές μεταστάσεις [26]. Λίγες εβδομάδες αργότερα επέστρεψε στην Ελλάδα όπου συνέχισε τη θεραπεία του.


Τελευταίος ασπασμός.
Κατά τη διάρκεια της κατ' οίκον νοσηλείας του, τον Αρχιεπίσκοπο επισκέφθηκε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κάρολος Παπούλιας, ο Πρωθυπουργός Κώστας Καραμανλής, αρκετοί ακόμα πολιτικοί καθώς και Συνοδικοί Μητροπολίτες. Η θεραπευτική αγωγή που ακολουθούσε του δημιουργούσε παρενέργειες και σταδιακή επιδείνωση της υγείας του.
Στα τελευταία στάδια της ασθένειας του αρνήθηκε περαιτέρω ιατρική αγωγή, καθώς και να μεταφερθεί σε νοσοκομείο.
Στις 28 Ιανουαρίου του 2008 στις 5:15 το πρωί άφησε τη τελευταία του πνοή σε ηλικία 69 ετών. Απεβίωσε στην οικία του, όπως ο ίδιος ζήτησε, χωρίς να μεταφερθεί σε νοσοκομείο, παρά την επιδείνωσή της υγείας του που τον οδήγησε στο να καταλήξει. Το μεσημέρι της ίδιας ημέρας η σορός του μεταφέρθηκε στον Ιερό Μητροπολιτικό Ναό της Αθήνας για λαϊκό προσκύνημα. Ανήμερα του θανάτου του, η ελληνική κυβέρνηση δια του Υπουργείου Εσωτερικών κήρυξε τετραήμερο εθνικό πένθος.
Στο τελευταίο του δημόσιο μήνυμα, με την ευκαιρία της πρωτοχρονιάς του 2008, νιώθοντας το τέλος του αφήνει την παρακαταθήκη του με τα εξής λόγια:
Σταθήτε όλοι όρθιοι στις επάλξεις σας και μη ξεπουλήσετε τα πρωτοτόκια μας. Διδάξτε στα παιδιά σας την αλήθεια, όπως την εβίωσαν οι αείμνηστοι Πατέρες μας. Ο λαός μας ξέρει να υπερασπίζεται τα ιερά και τα όσιά του. Το έχει κατ' επανάληψιν αποδείξει. Και θα το αποδείξει και πάλι. Αντίσταση και Ανάκαμψη. Για να ξαναβρούμε ο,τι έχουμε χάσει, για να υπερασπισθούμε ο,τι κινδυνεύει.

Η ΕΞΟΔΙΟΣ ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ ΚΑΙ Η ΤΑΦΗ ΤΟΥ ΜΑΚΑΡΙΣΤΟΥ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ:

Η εξόδιος ακολουθία του μακαριστού αρχιεπισκόπου έγινε την Πέμπτη 31 Ιανουαρίου 2008, στον Ιερό Μητροπολιτικό Ναό της Αθήνας, χοροστατούντος του Οικουμενικού Πατριάρχη Βαρθολομαίου. Ξεκίνησε στις 10.00 με την άφιξη το Ναό του Προέδρου της Δημοκρατίας συνοδευόμενου από τη σύζυγό του, ενώ οι επίσημοι και αντιπροσωπείες άρχισαν να φθάνουν από τις 09.00 τους οποίους και υποδεχόταν ο Νομάρχης Αθηνών. Στην ακολουθία παρευρέθηκε εκτός της Ιεράς Συνόδου, σύσσωμη η Κυβέρνηση και οι αρχηγοί των πολιτικών κομμάτων, ο Πρόεδρος της Βουλής, οι τ. Προέδροι της Δημοκρατίας, ο τ. Βασιλεύς και τ. Βασίλισσα, οι Πατριάρχες Αλεξανδρείας, Ιεροσολύμων, και Ρουμανίας, οι Αρχιεπίσκοποι Κύπρου, Αλβανίας, Αμερικής και Κρήτης, Μητροπολίτες - εκπρόσωποι των Πατριαρχών Αντιοχείας και Μόσχας, 4μελή αντιπροσωπεία του Πατριάρχου των Κοπτών Αιγύπτου και Αιθιοπίας, Καρδινάλιος εκπρόσωπος του Πάπα, ο επίσκοπος Λονδίνου ως εκπρόσωπος της Αγγλικανικής Εκκλησίας, ο Μουφτής Ξάνθης καθώς και πολλοί άλλοι εκκλησιαστικοί αντιπρόσωποι άλλων θρησκειών. Επίσης μεγάλος ήταν και ο αριθμός των ξένων διπλωματών ορθοδόξων και μη Χωρών, ενώ έξω από το Ναό πλήθος κόσμου είχε προσέλθει για να απευθύνει το «ύστατο χαίρε».
Ακολούθησαν επικήδειοι λόγοι από τον Οικουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαίο, τον Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Άνθιμο που εκπροσώπησε την Εκκλησία της Ελλάδος, τον Υπουργό Παιδείας και Θρησκευμάτων εκπροσωπώντας τη Κυβέρνηση, τον Πρόεδρο της Βουλής και τον Δήμαρχο Αθηναίων. Στη συνέχεια το φέρετρο τοποθετήθηκε επάνω σε κιλλίβαντα πυροβόλου. Η πομπή κατάληξε στο Α Νεκροταφείο Αθηνών όπου ακολούθησε πατριαρχικό τρισάγιο και στη συνέχεια η ταφή.

 

ΑΙΩΝΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΙΣΤΗ



Πέμπτη 25 Ιανουαρίου 2024

Η ΠΡΟΣΦΟΡΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΣΤΟΝ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟ ΑΓΩΝΑ (ΤΟ ΝΕΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΑΓΓΕΛΙΑΣ ΛΑΠΠΑ)


Τοῦ μοναχοῦ Ἀρσενίου Βλιαγκόφτη, Δρ Θ. καί Πτυχ. Φιλοσοφίας Α.Π.Θ.,μέλους τοῦ Πανελλήνιου Συλλόγου Ἀπογόνων Μακεδονομάχων «Ὁ Παῦλος Μελᾶς».

Δέν εἶναι ἔκπληξη τό νέο βιβλίο τῆς Εὐαγγελίας Λάππα, διότι ἡ νεαρή συγγραφέας ἐδῶ καί τέσσερα χρόνια μᾶς ἔχει συνηθίσει νά μᾶς χαροποιεῖ μέ ἀξιοζήλευτες ἐκδόσεις γιά ἱστορικά θέματα.

Σέ μιά ἐποχή ἀπαξίωσης τῶν ἀξιῶν γενικῶς καί πιό συγκεκριμένα ἐνοχοποίησης τοῦ ὑγιοῦς πατριωτισμοῦ, τό νά βγαίνει μπροστά ἕνα νεαρό κορίτσι, φοιτήτρια στό Τμῆμα Ἱστορίας καί Ἀρχαιολογίας τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν καί νά γράφει ἱστορικά μυθιστορήματα, κυρίως γιά τόν Μακεδονικό Ἀγῶνα, καί τή Βόρειο Ἤπειρο, εἶναι στοιχεῖο πολύ ἐλπιδοφόρο γιά τήν ὑγεία πού χαρακτηρίζει ἕνα κομμάτι τῆς νεολαίας μας, τό ὁποῖο κομμάτι εὐχόμεθα νά αὐξάνει συνεχῶς.

Τό νέο βιβλίο τῆς Εὐαγγελίας Λάππα μέ τίτλο «Ἡ προσφορά τῆς Ἐκκλησίας στόν Μακεδονικό Ἀγῶνα» εἶναι οὐσιαστικά ἕνα βιβλίο – προσκλητήριο κληρικῶν τοῦ Μακεδονικοῦ ἀγώνα, οἱ περισσότεροι τῶν ὁποίων ἔδωσαν τή ζωή τους γιά τήν ἱερή ὑπόθεση τῆς ἐλευθερίας τῆς μιᾶς καί μοναδικῆς Μακεδονίας μας. Ἄλλοι πάλι τραυματίσθηκαν ἤ ἐτελείωσαν τή ζωή τους εἰρηνικά, ἀφοῦ εἶδαν τό «ποθούμενο», τήν ἐλευθερία τῆς Μακεδονίας μας ὡς ἀποτέλεσμα τῶν δικῶν τους ἀγώνων, πού εὐλόγησε ὁ Θεός καί ἀπέδωσαν τό πολυπόθητο ἀποτέλεσμα μέ τούς ἐθνικοαπελευθερωτικούς ἀγῶνες τοῦ 1912-1913.

Στό προσκλητήριο πεσόντων ἐκφωνεῖται τό ὄνομα τοῦ κάθε μαχητοῦ καί ἀκολουθεῖ ἡ στερεότυπη φράση: «Ἀπών. Ἔπεσεν ὑπέρ πίστεως καί πατρίδος» καί ἀκολουθεῖ ἡ τιμητική ὁμοβροντία τῶν πυρῶν ἀπό τό στρατιωτικόν ἄγημα, πού ἀποδίδει τιμές.

Ἀπόντες οἱ πεσόντες ἀλλά καί τόσο ζωντανοί καί παρόντες διά τῆς θυσίας των.

Διασώζεται μιά ὡραία διήγηση γιά τό Μεσολόγγι, σύμβολο τῶν ἀγώνων τοῦ Ἔθνους γιά τήν ἐλευθερία. Μετά, λοιπόν, τήν ἡρωική ἔξοδο μέ τίς πολλές ἀπώλειες σέ ἀνθρώπινες ζωές, ἐκεῖ πού ἀνασυντάχθηκαν καί μετρήθηκαν, ρωτᾶ κάποιος τρίτος: «Πόσοι χάθηκαν;» Καί ἀπαντᾶ ἕνας ἀπό τούς καπεταναίους τοῦ Μεσολογγίου: «Κανείς δέν χάθηκε· ἄλλοι περπατοῦν στή γῆ καί ἄλλοι στόν οὐρανό»!

Ἔτσι καί μέ τούς ἡρωϊκούς Μακεδονομάχους. Κανείς δέν χάθηκε. Εἶναι ὅλοι ἐγγεγραμμένοι μέ χρυσά γράμματα στίς δέλτους τῆς Ἱστορίας μας.

Αὐτούς τούς ἥρωες προσπαθεῖ νά ζωντανέψει στά μάτια τοῦ ἀναγνώστη τό βιβλίο τῆς Εὐαγγελίας Λάππα, ἐντάσσοντάς τους στό Συναξάρι καί στό Εἰκονοστάσι τοῦ Γένους, μέ τό καντήλι νά καίει ἀκοίμητο μπροστά.

Παρελαύνουν στίς 298 σελίδες τοῦ βιβλίου καί κοσμοῦν αὐτό τό Συναξάρι μόνον κληρικοί διαφόρων βαθμίδων, ὅπως καί ἱεροψάλτες καί ἐπίτροποι ἱερῶν ναῶν. Ἐπώνυμοι καί ἀνώνυμοι. Ἀπό τούς ἁπλούς παπάδες οἱ περισσότεροι ἦταν ντόπιοι ἀπό τά ἡρωικά ἐκεῖνα χώματα.

Εὐχόμεθα νά ἀκολουθήσει καί ἄλλο βιβλίο μέ τά ὀνόματα καί τά στοιχεῖα τοῦ συνόλου τῶν Μακεδονομάχων.

Ἐντύπωση κάνει καί ἡ παρουσία –κατ᾽ ἀναλογίαν– ἀρκετῶν μοναχῶν, ἀπό μοναστήρια κυρίως τοῦ Ἁγίου Ὄρους ἀλλά καί ἐκτός. Μήν ξεχνοῦμε καί τόν καπετάν Γιαγκλῆ ἀπό τήν Ἱερισσό τῆς Χαλκιδικῆς, ὁ ὁποῖος ἀντήλλαξε στά τέλη τῆς ζωῆς του τό ντουφέκι μέ τό κομβοσχοίνι, μονάζοντας στό Ἅγιον Ὄρος ὡς Γαβριήλ μοναχός καί ἐκοιμήθη ἐκεῖ τό 1946.

Θά μπορούσαμε νά χαρακτηρίσουμε τίς παρατιθέμενες σύντομες ἤ ἐκτενέστερες βιογραφίες τῶν ἡρωϊκῶν κληρικῶν ὡς μία ἀνθοδέσμη διαφορετικῶν ἀνθέων, πού τά συνδέει ὅμως ἡ ἀγάπη γιά τήν πίστη καί ὁ πόθος γιά τήν ἐλευθερία τῆς Μακεδονίας.

Εἴπαμε γιά ἀγάπη γιά τήν πίστη. Πράγματι, μέχρι τότε, πρίν ἐνσκήψει ἡ λαίλαπα τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, μέ πρωτεργάτη κυρίως τόν τότε Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Μελέτιο Μεταξάκη –ἀποδεδειγμένα μασόνο– ἡ Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἦταν καί προμαχοῦσα στά θέματα τῆς πίστεως καί ἐθναρχοῦσα, ἐλλείψει ἄλλης κεφαλῆς καί ὀργανώσεως στό δοῦλον Γένος.

Ἡ γενιά τῶν ἱεραρχῶν, πού σ᾽ ἐκεῖνα τά δύσκολα χρόνια εἶχε στείλει τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο στή Μακεδονία, σάν τόν Καστορίας Γερμανό Καραβαγγέλη καί τόν Μελενίκου καί μετέπειτα Κασσανδρείας Εἰρηναῖο, ἦταν καί Ὀρθόδοξοι καί πατριῶτες. Μακάρι νά βροῦν καί σήμερα μιμητές!

Πρέπει νά ἀποδοθεῖ στή νεαρή συγγραφέα ὁ δίκαιος ἔπαινος γιά τόν κόπο, πού κατέβαλε. Μελέτησε τίς ἱστορικές πηγές, συνδυάζοντας στοιχεῖα, γιά νά φέρει στό φῶς ὅλον αὐτό τόν ἱστορικό καί ἐθνικό πλοῦτο. Αὐτό πού δέν κάνουν φορεῖς καί «Κέντρα Ἐρευνῶν» ἐξακολουθεῖ νά τό κάνει σ᾽ αὐτόν τόν τόπο, ἡ φιλοτιμία, ἐργατικότητα καί φιλοπατρία κάποιων προσώπων. Ἁπτό παράδειγμα τό παρόν βιβλίο.

Πράγματι ἡ συμβολή τῆς Ἐκκλησίας στόν Μακεδονικόν ἀγῶνα, ἀλλά καί σέ ὅλους τούς ἐθνικούς ἀγῶνες στάθηκε ἀδιαμφισβήτητη.

Ἄς σημειωθεῖ ὅτι τό πόνημα αὐτό ἔρχεται νά θυμίσει τό χρέος τῆς μνήμης καί τῆς συνέχισης τοῦ ἀγῶνα σέ μιά ἐποχή, πού ἡ προδοτική «Συμφωνία τῶν Πρεσπῶν» (2019) τείνει νά γίνει τετελεσμένο, μέ ἀπολογητές τοῦ ἔνοχου «ρεαλισμοῦ» τους τό σύνολο σχεδόν τοῦ συμβιβασμένου πολιτικοῦ κόσμου στήν Ἑλλάδα, ἐκτός κάποιων λαμπρῶν ἐξαιρέσεων.

Τί κάνουμε λοιπόν;

Τόν δρόμο γιά τήν Πίστη μᾶς τόν δείχνουν οἱ ἅγιοι καί γιά τήν Πατρίδα οἱ ἥρωες.

Καί ὅπως λέγει τό ἀρχαῖο ρητό καί καθοδηγητικό σύνθημα, πού ἀποτυπώνεται καί στήν κονκάρδα τοῦ «Πανελληνίου Συλλόγου Ἀπογόνων Μακεδονομάχων» «Εἷς οἰωνός ἄριστος, ἀμύνεσθαι περί πάτρης».

Καί συμπληρώνει τό ἡρωϊκό δημοτικό τραγούδι τῆς Μακεδονίας «Τά παλληκάρια τά καλά, μόν᾽ τόν Θεό φοβοῦνται».

Καί –δόξα τῷ Θεῷ– ἔχει ἀκόμα τέτοια παλληκάρια.

 

https://evaggelialappa.gr/modern-history/the-contribution-of-the-church-to-the-macedonian-struggle#more-898

Δευτέρα 22 Ιανουαρίου 2024

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΣΑΤΣΟΣ : Ο ΣΥΝΤΗΡΗΤΙΣΜΟΣ, Ο ΡΟΜΑΝΤΙΣΜΟΣ, Η ΑΡΙΣΤΕΡΑ (Α' ΜΕΡΟΣ)


Γράφει ο Σπύρος Κουτρούλης

Τυπική περίπτωση «οργανικού διανοούμενου» του συντηρητικού χώρου υπήρξε ο Κ. Τσάτσος. Παρότι διέθετε αξιοζήλευτη και δυσεύρετη παιδεία, η πρωτοτυπία του έργου δεν είναι ανάλογη αυτής, γεγονός που και ο ίδιος δεν το αρνείται. Θιασώτης του γερμανικού ιδεαλισμού, προσπάθησε να ερμηνεύσει με αυτόν την εξέλιξη του νεοελληνισμού.

Στον «Διάλογο για την ποίηση» με τον Γ. Σεφέρη, έθεσε ως κριτήριο της τέχνης την ελληνικότητα. Όμως, η έννοια την οποία επεξεργάστηκε δεν είχε καμία σχέση με τους καθημερινούς νεοέλληνες. Περισσότερο ανταποκρινόταν στην στατική εικόνα που είχε για την Ελλάδα η ιδεοκρατούμενη Δύση. Έτσι, ενώ ο Γ. Σεφέρης αναφερόταν στον «καημό της Ρωμιοσύνης», ο Κ. Τσάτσος κατασκεύασε ένα προκρούστειο σχήμα, ώστε να πείσει ότι η Ελλάδα εκτός από πολιτικά- οικονομικά ανήκει και πνευματικά στην Δύση. Όπως δεικτικά επισήμανε ο Γ. Σεφέρης, ο Τσάτσος παρακάμπτει τον «ελληνικό ελληνισμό», για χάρη του «ευρωπαϊκού ελληνισμού», που αφορά έργα που εμπνεύστηκαν από τον ελληνισμό αλλά οι ομοιότητες με αυτόν σταματούν στην επιφάνεια και δεν θεμελιώνουν κάποια ουσιώδη συνάφεια. Άλλωστε δεν θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά γιατί ο ευρωπαϊκός πολιτισμός δεν αποτελεί αποκλειστικό δημιούργημα του ελληνισμού, που μετανάστευσε σ’ αυτόν, αλλά αποτέλεσμα κατά κύριο λόγο των δικών του εμπειριών και αξιών. Έτσι ο Σεφέρης, αντίθετα από τον Τσάτσο και τον Κοραή παλαιότερα, θεωρούσε ότι η λανθασμένη άποψη που αντιμετώπιζε τον νεώτερο δυτικό πολιτισμό ως δημιούργημα αποκλειστικά του αρχαίου ελληνισμού – και άρα αρκούσε απλά η «μετακένωση» για ταυτιστούμε με την Δύση -, ως υπαίτια για την άκριτη μεταφορά πολλών αλλότριων αξιών: «Εμείς όμως, σπρωγμένοι από πάρα πολύ αξιέπαινες προθέσεις, φλεγόμενοι από τον πόθο να ξαναφέρουμε στην Ελλάδα ό,τι ελληνικό, βλέποντας επιφάνειες ελληνικές, κουβαλούσαμε πίσω, χωρίς καθόλου να πάμε βαθύτερα, χίλιες αλλότριες αξίες που βέβαια δεν είχαν καμιά σχέση με τον τόπο μας»[1] .

Ότι έρχεται από την Ανατολή, για τον Τσάτσο είναι καταδικαστέο, ακόμη και αν πρόκειται για τον Ντοστογιέφσκι.

Υπήρξε αντιμοντερνιστής, διότι μονότροπα αρνείται οποιαδήποτε έστω επαφή με τον υπερρεαλισμό ή τον υπαρξισμό και αντιπαραδοσιακός διότι αντιμετώπισε την παράδοση τελείως εξωτερικά. Έγραψε: «Δεν χρειαζόμαστε ήρωες σαν του Ντοστογιέφσκι ή του Γκόργκι ή του Αντρέιεφ, παρ’ όλη τους την ασύγκριτη ηθική ωραιότητα. Ρωμαίους συγκλητικούς χρειαζόμαστε και Αθηναίους πολίτες σαν εκείνους που εγχάραξε «ες αεί» ο Επιτάφιος του Θουκυδίδη»[2]. Θεωρεί τον κομμουνισμό ότι ξεπήδησε από τον ρομαντισμό των Γερμανών, του Ντοστογιέφσκι ή του Τολστόη. Βεβαίως είναι περίεργο πως χωρά η ανατολική ορθοδοξία μέσα στην ιδεοκρατία και στον ρωμαϊκό νομικισμό του.

Ο Κ. Τσάτσος ταυτίστηκε με το μετεμφυλιακό κράτος και προσπάθησε να το στηρίξει θεωρητικά. Αλησμόνητη υπήρξε η απαγόρευση της παράστασης «Όρνιθες» από τον Κ. Κούν, διότι δεν συμφωνούσε με τα γερμανικά ακαδημαϊκά πρότυπα. Ταύτισε δε την αριστερά με το σλαβικό πνεύμα, αν και τούτο αναπτύχθηκε στα πνευματικά εδάφη της ανατολικής χριστιανοσύνης. Πράγματι, κράτησε κριτικές αποστάσεις από τον καπιταλισμό ως τυπικός συντηρητικός.

Ο Κ. Τσάτσος υπήρξε δυτικό-κεντρικός. Χωρίς μάλιστα να δείξει το ίδιο ενδιαφέρον για όλες τις πλευρές της Ευρώπης. Έρχεται στην Ελλάδα, βλέποντας τους Ρωμιούς με καχυποψία, και γίνεται ίσως ο σημαντικότερος εκπρόσωπος της συντηρητικής ιδεολογίας. Η παράταξή του τον τίμησε πολλαπλώς. Το έργο του, ογκώδες, δεν βρήκε διαδόχους, διότι ο νεοφιλελευθερισμός που διαδέχθηκε τον συντηρητισμό έχει πολύ περισσότερο περιορισμένα ενδιαφέροντα. Όμως, αυτό που απουσίασε από το έργο του είναι το βαθύ άγγιγμα της νεοελληνικής ζωής, το περίσσευμα εμπειρίας που αισθανόμαστε να δονεί τα κείμενα του Παπαδιαμάντη ή του Σεφέρη ή του Ρίτσου ή του Καπετανάκη, ή του Σαραντάρη το οποίο έχει υποκατασταθεί από το αριστοτεχνικά στημένο παιχνίδι των εννοιών.

Το 1933 θα διεξαχθεί ένας έντονος διάλογος ανάμεσα στον Κ. Τσάτσο και τον Δ. Γληνό, ο οποίος υπήρξε δάσκαλος του στα γυμνασιακά του χρόνια[3]. Ο Τσάτσος θα αρθρογραφεί στο περιοδικό του Σ. Μελά «Ιδέα» και ο Δ. Γληνός στο θεωρητικό έντυπο του Κ.Κ.Ε. «Νέοι Πρωτοπόροι». Πρόκειται για τα άρθρα του Δ.Γληνού «Απάντηση σε θεληματικές απορίες» (Νέοι Πρωτοπόροι, φύλλο 3-4, Μάρτης-Απρίλης 1933, σελ.106 – 107) και το «Ο φασιστικός ιδεαλισμός στην Ελλάδα» (Νέοι Πρωτοπόροι, φύλλο 7, Ιούλης 1933, σελ.213 – 215). Το κύριο χαρακτηριστικό του διαλόγου θα είναι ο μεταπρατικός του χαρακτήρας, καθώς ο μεν Τσάτσος μεταφέρει την επιχειρηματολογία του νεοκαντιανισμού, ενώ ο Γληνός αυτή του σοβιετικού μαρξισμού.

Ο Τσάτσος θα διατυπώσει την θέση που θα ακολουθήσει με συνέπεια σε όλη την διαδρομή του, ότι δηλαδή η ιδεοκρατία όχι μόνο δεν είναι σε αρμονία με την κεφαλαιοκρατία, όχι μόνο δεν την εξυμνεί, αλλά βρίσκεται σε βαθιά και ασυμφιλίωτη αντίθεση μαζί της. Ο Γληνός θεωρεί ότι ο αντικαπιταλισμός μπορεί να αντιστοιχηθεί λογικά και να αναπτυχθεί μόνο στα όρια του μαρξισμού. Αντικαπιταλισμός μπορεί να υπάρξει θεωρητικά και πρακτικά μόνο εντός της σοβιετικής – σταλινικής ειδικότερα – ερμηνείας του. Στα πλαίσια αυτά το «πνεύμα» και οι μορφές του αποτελούν υπερδομή των παραγωγικών σχέσεων και εξαρτάται αιτιακά και αποκλειστικά από αυτές. Βέβαια η αντικαπιταλιστική ρητορική του Τσάτσου δεν ενόχλησε και δεν υπήρξε ποτέ απειλή για το καθεστώς, αλλά όμως του αφαίρεσε ένα αξιακό πλαίσιο νομιμοποίησης.

Από την άλλη πλευρά ο Γληνός αναπαρήγαγε άκριτα επιχειρήματα, ερήμην της εμπειρικής πραγματικότητας, η οποία όμως τότε δεν του ήταν γνωστή, όπως «η κομουνιστική βία είναι απαραίτητη προυπόθεση για την τελειωτική κατάλυση της βίας»[4], που θυμίζουν άλλα τα οποία ισχυρίζονται για παράδειγμα, ότι στην δικτατορία του προλεταριάτου το κράτος θα ενισχυθεί στο μέγιστο βαθμό πριν μαραθεί και εξαφανιστεί, που όλα έχουν κοινή έμπνευση και προέλευση, την εγελιανή- μαρξιστική διαλεκτική όπου η θέση περιέχει και την αντίθεσή της. Όμως είναι αυτός που με το αδιάλλακτο κείμενο του «Τι είναι και τι θέλει το ΕΑΜ», που δεν υπολειπόταν σε φλογερό πατριωτισμό τα κείμενα του Τσάτσου, ενέπνευσε ένα ηρωικό λαϊκό εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα[5].

Η κυριότερη κατηγορία που εγείρει ο Γληνός κατά του Τσάτσου με αποτέλεσμα να λήξει άδοξα ο διάλογος, είναι ότι δεν αντιπροσωπεύει την αστικοδημοκρατική ιδεολογία, αλλά την ελληνική εκδοχή του φασισμού, την ελληνική διατύπωση της σύνθεσης που επιχείρησε ο Ιταλός θεωρητικός του φασισμού Τζιοβάνι Τζεντίλε ανάμεσα στην εγελιανή ιδεοκρατία και τον αντικαπιταλισμό, η οποία συγχρόνως ισχυριζόταν ότι αντιπροσώπευε την πραγματική ελευθερία. Ο Γληνός γράφει: «Η ιδεοκρατία του κ. Τσάτσου είναι η ιδεοκρατία του φασισμού. Ο κ. Τσάτσος είναι εθνικιστής αλά Μουσολίνι, είναι αντικεφαλαιοκράτης αλά Χίτλερ, είναι οπαδός των απόλυτων αξιών, είναι λάτρης του “πολιτισμού” και του ανθρώπινου πνεύματος. Να τι λέει ο Τζιοβάνι Τζεντίλε: “Ο φασισμός είναι ιδεοκρατικός: δοξάζει τις ιδανικές αξίες (οικογένεια, πατρίδα, πολιτισμό, ανθρώπινο πνεύμα) σαν ανώτερες από κάθε αξία εφήμερη και τυχαία”(σελ. 59)».[6] Οι κατηγορίες έχουν ένα πρόσθετο βάρος, αν σκεφτούμε ότι εκτοξεύονται από τον δάσκαλο προς τον μαθητή του.

Ο Κ. Τσάτσος εν τω μεταξύ θα υποστηρίξει: «Πιστεύει ο κ. Γληνός πως με τη δικτατορία των αδικημένων, με την άσκηση της βίας των λίγων ή των πολλών, θ’ ανέβει προς την αταξική κοινωνία. Εμείς πιστεύουμε πως κατρακυλάει προς μίαν άλλη ταξική κοινωνία. Ο κ. Γληνός λυπάται γιατί ανήκω στην αντίδραση. Η ιδεοκρατία ανήκει στην αντίδραση των κομμουνιστικών μέσων, όχι στην αντίδραση των σκοπών. Ανήκει και στην αντίδραση της θεωρίας του φυσικού και του ιστορικού υλισμού, όχι στην αντίδραση της αταξικής κοινωνίας …Τολμώ να πω πως τίποτε δεν αντιτίθεται τόσο στη σύγχρονη κεφαλαιοκρατούμενη κοινωνία όσο η ιδεοκρατική “περί πολιτείας” ιδέα. Η κεφαλαιοκρατία δεν μπορεί να γεννήσει κατά την αντικειμενικήν αιτιοκρατία που επικαλείται ο κ. Γληνός, παρά μόνο τον εμπειρισμό, τον θετικισμό, τον ψυχολογισμόν, όλες αυτές τις αποχρώσεις του υλισμού. Ανήκει στη δική του θεωρητική σφαίρα. Η ιδεοκρατία αντιμάχεται στη θεωρία κάθε υλισμό, γιατί κάθε υλισμός, και ο κεφαλαιοκρατικός, χτυπάει την προτεραιότητα της νόησης, αντιμάχεται στην πράξη τον κοινωνικό και τον ατομικό ευδαιμονισμό που είναι το ψυχολογικό υπόβαθρο του κεφαλαιοκράτη. Η ιδεοκρατία δεν είναι προ – είναι μετακομμουνιστική φιλοσοφία. Είναι εκείνη που θα ασπασθεί και ο κ. Γληνός, αν κάποτε νομίσει πως μπορεί να βγει από τη μεταβατική περίοδο, για να μπει στον δίκαιο κοινωνικό κόσμο που είναι κοινός σκοπός μας».[7]

Οι απόψεις αυτές δεν αποτελούν νεανικό ατόπημα του Κ. Τσάτσου, που στην συνέχεια θα εγκαταλείψει. Αντίθετα όπως θα δούμε, στα έργα της ωριμότητας του, παρόμοιες σκέψεις θα διατυπώσει. Ο Γληνός παραλείπει να πει ότι ο βιολογισμός που αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο του φασισμού και του εθνικοσοσιαλισμού δεν συναντάται στο έργο του Κ. Τσάτσου.[8] Για να είμαστε ακριβείς ο Τσάτσος περισσότερο θυμίζει ορισμένους ευρωπαίους συντηρητικούς στοχαστές, που παρά τον ακραίο αντικομουνισμό τους δεν συνεργάστηκαν ποτέ με τον ναζισμό, για πολλούς λόγους, εκ των οποίων ο σημαντικότερος είναι ότι τον θεωρούσαν χυδαία λαϊκό, αλλά όμως παρείχαν την υποστήριξή τους σε «βοναπαρτισμούς» και σε καθεστώτα «έκτακτης ανάγκης». Όμως δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι ο Κ. Τσάτσος δεν αποδέχθηκε την δικτατορία Μεταξά, ούτε την στελέχωσε όπως έκαναν άλλοι σαν τον Α. Τερζάκη, για παράδειγμα, που ανέλαβε την διεύθυνση του Εθνικού Θεάτρου, αλλά εξορίστηκε από αυτή στην Σκύρο και στις Σπέτσες. Επίσης στην διάρκεια της τριπλής κατοχής, παύτηκε για ένα διάστημα από καθηγητής στο Πανεπιστήμιο μετά από πατριωτικό λόγο που εκφώνησε στις 27 Οκτωβρίου 1941 ενώπιον των φοιτητών του.

Ένας από τους οξυδερκέστερους κριτικούς του Κ. Τσάτσου υπήρξε ο Μανόλης Λαμπρίδης (1920-2002). Ψευδώνυμο του Μ. Λεοντάρη υπήρξε από τους βασικούς συντελεστές του περιοδικού Σημειώσεις. Σε τρία δοκίμια που δημοσιεύθηκαν ανάμεσα στα έτη 1962-1963, στα περιοδικά Πανσπουδαστική και Μαρτυρίες με τους τίτλους «Αντινομίες ακαδημαϊκού λόγου. Κριτικές σημειώσεις στον εναρκτήριο λόγο στην Ακαδημία του Κ. Τσάτσου» (περιοδικό Πανσπουδαστική, 1962), «Έννομος τάξις» (περιοδικό Μαρτυρίες 1962) και «Πράξεις «βασιλικαί» (περιοδικό Μαρτυρίες 1963) ξεδιπλώνει μια διεισδυτική κριτική των απόψεων του Κ. Τσάτσου.[9] Αμεσότερα στον Κ. Τσάτσο ουσιαστικά αναφέρονται το πρώτο και το τρίτο κείμενο. Η κύρια κατηγορία που διατυπώνεται είναι το ανυπόστατο της νομοτέλειας και τελεολογίας που ο Τσάτσος ξεδιπλώνει στον λόγο του στην Ακαδημία, σύμφωνα με την οποία υπάρχει ένας ύπατος σκοπός στην ιστορία τον οποίο όλες οι επιμέρους πράξεις υπηρετούν και συντείνουν. Για όποιον έχει μια πρωτογενή επαφή με τα κείμενα του Έγελου, πρόκειται για αυτούσια μεταφορά στα καθ’ ημάς της εγελιανής φιλοσοφίας της ιστορίας, που στην πραγματικότητα είναι μεταμφιεσμένη εσχατολογία, για το τέλος της ιστορίας. Ο Μ. Λαμπρίδης παραβλέπει – ως μαρξιστής αν και αιρετικός – ότι ένα παρόμοιο τελεολογικό σχήμα στο οποίο κατευθύνεται νομοτελειακά η ιστορία για να ολοκληρωθεί, παρά τις αποκλίσεις και τα επιμέρους επεισόδια κατασκεύασε και ο Κ. Μαρξ. Οι απόψεις του Κ. Τσάτσου για τον ύπατο σκοπό της ιστορίας θα αναπτυχθούν αναλυτικότερα στο έργο του «Πολιτική».

Στα πρόσωπα του Κ. Τσάτσου και του Μ. Λαμπρίδη επαναλήφθηκε, στην ελληνική εκδοχή του, και τηρουμένων των αναλογιών ένας διάλογος ανάμεσα στον Έγελο και τον Μαρξ για την φιλοσοφία της ιστορίας. Όμως και οι δύο πλευρές είχαν εξίσου άδικο. Η ιστορία δεν έχει κανένα νόημα και καμία κατεύθυνση. Οι απόψεις του Μαρξ σε αυτό το σημείο συνιστούν, κατά την προσφυή έκφραση του ιδίου, έναν ανεστραμμένο εγελιανισμό. Πρόκειται δηλαδή για μια σκέψη που έχει κληρονομήσει αυτούσια την δομή του εγελιανισμού και έναν ανεδαφικό ιδεαλισμό, που δεν έχει καμία σχέση ή και αντιβαίνει την εμπειρική πραγματικότητα, που αν πάμε ακόμη πιο πίσω θα ανακαλύψουμε την ρίζα του στον χώρο της θρησκευτικής εσχατολογίας.

Ο Μ. Λαμπρίδης θα εφαρμόσει τα κριτήρια που επικαλείται ο Κ. Τσάτσος, στον ίδιο τον λόγο του τελευταίου. Θα τον κατηγορήσει για αγνωστικισμό και αμοραλισμό που τείνει στην «δικαίωση της οργανωμένης βίας και κακουργίας που μετέρχεται μια κυρίαρχη τάξη, θεοποίηση του κράτους, και ιδιαίτερα των συγχρόνων φασιστικών Κρατών, κι αυτών, που τείνουν να φασιστικοποιηθούν».[10] Οι «βασιλικοί άνδρες» που κατά τον Κ. Τσάτσο λύνουν τις αντινομίες στην πολιτική ώστε η ιστορία να βαδίζει, χωρίς κωλύματα, προς τον ύπατο σκοπό είναι μια ελίτ πλατωνικής προέλευσης με αριστοκρατικά χαρακτηριστικά. Προφανώς πρόκειται για ιδεολογική κατασκευή χωρίς κανένα έρμα στην πραγματικότητα και την εμπειρία. Βεβαίως μπορούμε να απαιτούμε από όσους ασχολούνται με την πολιτική να έχουν ηθικές δεσμεύσεις, να είναι αφοσιωμένοι σε ορισμένους σκοπούς, καμιά φορά με διάθεση ασκητική, αλλά δεν μπορούν να χαρακτηριστούν για αυτούς τους λόγους και μόνο ως μέλη μιας αριστοκρατίας ή μιας ελίτ – με νομικά μάλιστα χαρακτηριστικά, δηλαδή μέλη μιας νομοκατεστημένης τάξης. Για όσους έχουν διαβάσει, τον μεγάλο Φλωρεντιανό, τον Μακιαβέλι γνωρίζουν σε τι προβλήματα μπορεί να εγκλωβιστεί μια ευθύγραμμη σχέση ανάμεσα στην πολιτική και την ηθική, όπως και ότι σε ορισμένες περιπτώσεις οι αρετές του ιδιώτη, μπορεί να προξενήσουν ανεπανόρθωτα κακά στον δημόσιο χώρο της πολιτικής.

Περισσότερο προβληματικές είναι οι απόψεις του Λαμπρίδη για την απόρριψη της ισχύος ως πηγής του Δικαίου. Γράφει επικρίνοντας τον Κ. Τσάτσο: «Μα, αν νικήσει η επανάσταση: “Για μας δεν υπάρχει μια αναλλοίωτη αξιολογική σχέση”. Αν νικήσει η επανάσταση και καταλύσει ένα καθεστώς, ενσαρκωτής του νου και του λόγου, του τελικού σκοπού είναι η επαναστατική εξουσία !Οι βασιλικοί άνδρες του καταλυθέντος καθεστώτος – ή έστω οι απογυμνωθέντες από την εξουσία – ήταν ψευτοβασιλικοί.. Δεν έκριναν κατά λόγον και ελευθερίαν (όρα: Φαρούκ, Χίτλερ κλπ.). vae victis! “Φρόνιμα και ταχτικά, πάω με κείνον που νικά”«.[11] Η λογική του Τσάτσου αποδέχεται ότι η επανάσταση – ακόμη και αυτή που εμπνέεται από την αντίθετη σ’ αυτόν κοσμοθεωρία του Μαρξ- όταν κυριαρχεί, δημιουργεί Δίκαιο. Σε αυτό το σημείο η άρνηση του Λαμπρίδη να αναγνωρίσει την ισχύ ως μια από τις πηγές του Δικαίου αποκαλύπτεί ότι η σκέψη του δεσμεύεται τουλάχιστον εξίσου με τον Τσάτσο από ιδεολογικά σχήματα, που δεν του επιτρέπουν να διακρίνει το Είναι από το Δέον και την Ηθική από την Πολιτική. Ο λόγος είναι ότι υποσυνείδητα έχει ταυτίσει την ισχύ με την κυρίαρχη τάξη και το υφιστάμενο καθεστώς και δεν μπορεί να διανοηθεί, αν και μαρξιστής, ότι η επαναστατημένη τάξη όταν αποκτά ισχύ και καταλαμβάνει την εξουσία δημιουργεί Δίκαιο. Βεβαίως σε μια εποχή που η πολιτική διαφωνία δεν περιοριζόταν σε έναν έλλογο διάλογο με ανταλλαγή επιχειρημάτων ανάμεσα στα δύο μέρη, αλλά το ένα μέρος κινδύνευε κάθε στιγμή να εξοστρακιστεί και να βρεθεί ή εξόριστο ή υπόδικο με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας οι απόψεις του Κ. Τσάτσου μπορούσαν πολύ εύκολα να χρησιμοποιηθούν για να δικαιώσουν ως ηθικό και δίκαιο το υφιστάμενο καθεστώς για το λόγο και μόνο ότι υπάρχει και κυριαρχεί. Είναι σημαντικό να ενθυμούμεθα ότι τόσο ο Τσάτσος όσο και ο Μ. Λαμπρίδης αναγκαστικά αναφέρονταν στο καθεστώς που επικρατούσε στην μεταπολεμική Ελλάδα μέχρι το 1974 και στο οποίο η κατάσταση έκτακτης ανάγκης δεν ήταν η εξαίρεση αλλά ο κανόνας.

Εκεί που ευστοχεί ο λόγος του Λαμπρίδη είναι στο σημείο που θεωρεί, ότι η σημασία της ελληνικότητας δεν αναδεικνύεται αποκλειστικά στον λόγο του Τσάτσου. Έχουν προηγηθεί ο Σικελιανός και ο Καζαντζάκης. Μάλιστα όλες οι πλευρές πολιτικού χάρτη κοπιάζουν να συνδέσουν τον ελληνισμό με την πολιτική τους πράξη. Γράφει: «Κι ο Βαλέτας, κι ο Ρώτας, κι ο Ζαχαριάδης, όταν μιλούν για “Ελλάδα”, με ανεπαίσθητες λεκτικές παραλλαγές (λ.χ. “λαός” και “έθνος” κατά προτίμηση, αντί “φυλή” και “γένος”, που αγαπούν οι άλλοι) τα ίδια λένε».[12] Ακριβέστερα η διαφορετική δεσμευτικά ερμηνεία των ίδιων λέξεων και εννοιών παρείχε στις δύο παρατάξεις, την αριστερά και την δεξιά, το απαραίτητο πεδίο για να αναπτύξουν την πολιτική τους αντιπαράθεση και δράση.

Το έργο του Κ. Τσάτσου είναι σύνθετο και εκτενές. Στον πολιτικό του χώρο δεν βρέθηκε κάποιος να τον αναπληρώσει και ότι έγραψαν, κατόπιν, ωχριά μπροστά του. Τούτο είναι ένα δυσάρεστο γεγονός. Διότι όταν η ποιότητα της πολιτικής διαμάχης υποβιβάζεται, υποβιβάζεται συνολικά η πολιτική. Αυτό συμβαίνει σήμερα στον τόπο μας. Επίπεδος και ανόητος πολιτικός λόγος, που είναι δύσκολο να αποκρύψει ένα φτηνό πολιτικό προσωπικό και μια ελεγχόμενη σε μεγάλο βαθμό διανόηση, που λειτουργούν ως συγκοινωνούντα δοχεία και αποσκοπούν στις αποφυγή των συγκρούσεων και την συναινετική, από κοινού, διανομή των λαφύρων της εξουσίας.

Στην συνέχεια θα προσπαθήσουμε να φωτίσουμε την σκέψη του Κ. Τσάτσου αναλύοντας ορισμένα από τα πλέον αντιπροσωπευτικά έργα του.

Πέρα από τον ιστορικό διάλογο με τον Σεφέρη, ο Κ. Τσάτσος ξεκινά την στοχαστική του διαδρομή, με μια μελέτη για τον Κ. Παλαμά [13].Το ίδιο διάστημα για τον ποιητή θα γράψουν:ο Αιμίλιος Χουρμούζιος – που τότε κινείτο στον χώρο του αρχειομαρξισμού – ένα τρίτομο έργο με τον τίτλο « Ο Παλαμάς και η εποχή του», ο Νίκος Ζαχαριάδης ενώ ήταν φυλακισμένος το 1937 την μελέτη με τον τίτλο «Ο αληθινός Παλαμάς» καθώς και ο ακροδεξιός Δ. Βεζανής. Έχει προηγηθεί η μελέτη του πρόωρα χαμένου Ι. Συκουτρή.

Ο Τσάτσος στον πρόλογο του έργου του, αναφέρει ότι γράφτηκε ανάμεσα στο καλοκαίρι του 1930 στην Σκιάθο και το Σεπτέμβρη του 1936 στην Ζαγορά του Πηλίου. Τον χειμώνα του 1935 – 1936 κάθε βδομάδα πήγαινε στο σπίτι του Παλαμά και του διάβαζε αποσπάσματα από το βιβλίο. Όταν ολοκλήρωσε την ανάγνωση το παρέδωσε για να εκδοθεί. Πρόκειται για ένα κείμενο αισθητικό και φιλοσοφικό συγχρόνως, που αποκαλύπτει ότι ο Παλαμάς υπήρξε όχι μόνο για τον Κ. Τσάτσο αλλά για δυο τουλάχιστον γενιές του νεοελληνικού στοχασμού ο ορίζοντας που προσδιόρισε τις συντεταγμένες και τις αξίες του. Όπως επισημαίνει «Ο Παλαμάς, όσο και αν είναι λυρικός, δεν υψώνεται από τη γη, βυθίζεται στη γη, είναι απ’ τη γενιά της πανάρχαιας Γαίας, παιδί των προολύμπιων δυναστειών. Όσο και αν ο ρυθμός του λυρισμού του στηρίζεται στον ψυχικό διχασμό, που γεννιέται από την ταυτόχρονη παράλληλη συνείδηση του ιδανικού και του τραγικού, από τη συνείδηση της απόστασης των, το βάρος της ύπαρξης του γέρνει την πλάστιγγα της ψυχής προς τη γη, προς το πάθος, που απ΄ τη γη φυτρώνει, προς το σκότος, που τη γη σκεπάζει[14]«.

Ο Τσάτσος εντοπίζει στον Παλαμά τον τραγικό χαρακτήρα της ανθρώπινης ύπαρξης από την αισθητική της σύλληψη: «Και ύστερα, ποιοι τάχα θ’ αρρωστήσουν, και μάλιστα με τον παλαμικό τρόπο, από τη βίωση της ανθρώπινης φρίκης;Μονάχα όσοι νοούν αισθητικά τη ζωή. Και τι άλλο σημαίνει παρά αισθητική νόηση της ζωής η συνείδηση της τραγικότητας της, που μόνο στα υλικά και στα καιρικά μπορεί να αναπτυχθεί, από το κοίταγμα του μάταιου αγώνα και της τυφλής θέλησης που σέρνει την ύπαρξή μας».[15]

Στον «Γύφτο» του ποιητή, ανακαλύπτει μια μεταμόρφωση του νιτσεϊκού υπεράνθρωπου. Καθώς σημειώνει «είναι η ιδέα της προσωπικότητας, η ιδέα της δύναμης, της βουλητικής στιγμής της προσωπικότητας. Σε αυτή την ιδέα, που γεννήθηκε με το ρομαντισμό του 19ου αιώνα και έφτασε το κορύφωμά της με τον Ζαρατούστρα, έδωσε σάρκα και ζωή αισθητική ο Παλαμάς»[16]. Σε ένα άλλο σημείο ισχυρίζεται ότι ο Παλαμάς είναι σχετικιστής «όχι γιατί αμφιβάλλει για όλα, αλλά γιατί πιστεύει σε όλα, στην αξία, στην ιερότητά τους. Πιστεύει στην καθολική ενότητα των όλων, στην αξία της ολότητας. Και αυτός είναι ο πρώτος λόγος της θρησκείας. Όλα είναι ιερά, και η φύση καθώς το είπαμε, αλλά και “όλα τ’ ανθρώπου είναι ιερά”«.[17]

Ο Τσάτσος παρουσιάζει ως καθοριστικό για την συγκρότηση του νέου ελληνισμού το δίλημμα ανάμεσα στα στοιχεία του αρχαίου κόσμου και της ορθοδοξίας: «όσοι δεν κλάψαμε τους αρχαίους θεούς και δε μισήσαμε τη χριστιανική μελαγχολία, όσοι οι ίδιοι δεν προσκυνήσαμε το σταυρό και δε λατρέψαμε τις ασκητικές και ασώματες και απόκοσμες εικόνες, δεν είμαστε Έλληνες ολοκληρωμένοι, δεν έχομε το πρώτο που δίνει προσωπικότητα σ’ ένα πνευματικόν άνθρωπο, την ιστορική συνείδηση».[18]

Ο Παλαμάς δίνει ποιητική και φιλοσοφική διάσταση στην σύγκρουση του «εθνικού» με τον χριστιανικό κόσμο: «Πιστεύει ο ποιητής μας πως ο ανταγωνισμός του εθνικού και χριστιανικού στοιχείου μέσα στην ελληνική συνείδηση είναι ο ακρογωνιαίος λίθος όλης της ψυχολογίας και της ιστορίας μας. Απ’ αυτόν τον ανταγωνισμό προκύπτουν τα αγαθά και τα δεινά μας, απ’ αυτόν εξαρτάται η δυνατότητα της διαμόρφωσης μιας νέας εθνικής προσωπικότητας.Τον βρίσκομε στο σύνολο της ιστορίας μας, τον βρίσκομε στις ατομικές ψυχές εκείνων που ζουν ιστορικά και συνειδητά.».[19] Τελικά ο Παλαμάς θα εκφράσει την ενότητα του ελληνισμού στον μύθο της Φλογέρας: «ο χριστιανός, ο βυζαντινός, ο άγριος μακεδονίτης ήρωας λατρεύει την Αθηνά. Απ’ όλες τις Παναγιές, από όλες τις θρησκείες λατρεύει την Παναγία του Παρθενώνα, που είναι μια Αθηνά μετουσιωμένη …». [20] Στην αποκρυσταλλωμένη της μορφή «η ζωή της Ελλάδας δεν χωρίζεται πια από τη χριστιανική πίστη»[21]. Ακριβώς επειδή δεν αποκλείει ένα από τα πνευματικά ρεύματα, που καθόρισαν την φυσιογνωμία του ελληνισμού, τον αρχαίο ελληνισμό και τον ορθόδοξο χριστιανισμό και δεν αναλώνεται σε κατηγορίες ή αναθέματα όπως κάνουν οι φανατικοί της κάθε πλευράς αποδεικνύεται ότι η στάση του Κ. Παλαμά και κατ’ επέκταση του Τσάτσου, που τον ερμηνεύει δεν είναι μόνο μετριοπαθής και ισορροπημένη, αλλά και ρεαλιστική. Διότι η ιστορική εξέλιξη βρήκε τους τρόπους για να εξομαλυνθούν οι διαφορές τους και να αντιμετωπιστούν ως εξίσου αναγκαία θεμέλια του νέου ελληνισμού.

Ο Τσάτσος θα αναδείξει τον Παλαμά ως εθνικό ποιητή, μέτοχο μιας «ατόφιας ελληνικότητας», ο «βαθύτερος διαφεντευτής της ελληνικής ιδέας σε όλες της τις μορφές και στην ενιαία της πάντα ουσία, αφού πριν έζησε όλες τις αντιθέσεις που απαρτίζουν αυτή του τη νέα θέση και αφού ο διαλεκτικός νόμος που ορίζει το πνεύμα του αδιάκοπα τον σπρώχνει στην ταύτιση των αντιθέσεων αυτών. Όσοι αυτή τη διαλεκτική κίνηση και ιδιαίτερα τη σύνθεση και την ταύτιση των αντιθέτων την ονομάζουν αστάθεια προσανατολισμού, αυτοί βρίσκονται έξω από την περιοχή του πνεύματος»[22].

Βέβαια, η πατρίδα για τον Παλαμά, κατά Νιτσεικό τρόπο, είναι η απαραίτητη βαθμίδα για να περάσει σε μια ευρύτερη ενότητα, σε ένα «κόσμο ακομμάτιαστο και απέραντο»[23]. Είναι τόσο Έλληνας για να μπορεί να δηλώνει όπως ο Νίτσε «άπατρις» και να κατανοεί ότι η τραγικότητα του νέου ελληνισμού δεν είναι ξέχωρη από την τραγικότητα του ανθρώπου. Ο Τσάτσος μάλιστα θα ερμηνεύσει την ελληνικότητα του ποιητή και το «γιουχάισμα των πατρίδων», όχι νιτσεϊκά αλλά «διαλεκτικά» και «εγελιανά»: «Δεν είναι εδώ μια όποια πατρίδα η Ελλάδα. Δεν είναι μάλιστα διόλου πατρίδα. Και γι’ αυτό δεν είναι αντίφαση το γιουχάισμα των πατρίδων και η ελλαδολατρεία. Όσο και η αντίφαση είναι θεμιτή, θάλεγα αναγκαία, στου Γύφτου την ψυχή, εδώ δεν υπάρχει. Δεν είναι ανάγκη ν ‘ αγαπάει κανείς τις πατρίδες για ν’ αγαπάει την ελληνικήν ιδέα, που είναι έξω και απάνω από πατρίδες».[24]

Τις σκέψεις αυτές ο Τσάτσος θα εναρμονίσει με την περιφρόνηση προς τα πλήθη, «τα κοπάδια» και με ένα ελιτισμό που ενδεχομένως προέρχεται από μια, από τις πολλές ερμηνείες, του έργου του Νίτσε: «Μάλιστα αντιστέκεται σε ό,τι κοπαδιαστό, και γι’ αυτό ζει στη μόνωσή του, με την αντιπάθεια του πλήθους. Είναι Έλληνας ο Γύφτος, γιατί είναι αριστοκράτης. Ξέρει πως οι ελεύθεροι είναι οι λίγοι, οι παρανοημένοι, μα και οι μόνοι που στέκονται στην αλήθεια και στην ομορφιά».[25]Στα όρια μιας τέτοιου είδους ιδεολογίας το λαϊκό στοιχείο δεν μπορεί να μετέχει της ελληνικότητας. Η μοίρα του, στην καλύτερη περίπτωση, δεν είναι παρά να ακολουθεί τους εκλεκτούς, που βέβαια είναι και λίγοι αν όχι ένας. Ενδιαφέρον επίσης είναι ότι σε αντίθεση με άλλα έργα του, ο Τσάτσος, δεν αποδοκιμάζει τον ρομαντισμό: «Ο Παλαμάς είναι κάθε άλλο παρά ρομαντικός. Μα και αν θέλαμε να τον ονομάσουμε ρομαντικό, στην κατά το δυνατόν σωστήν έννοια αυτής της λέξης, της τόσο κακομεταχειρισμένης, πράγμα που κατ’ αρχήν δεν είναι αμαρτία, γιατί ο ρομαντισμός μένει, όπως και ο κλασικισμός, μια αιώνια στάση της ανθρώπινης ψυχής, η πιο λυρική και η πιο θρησκευτική μάλιστα, η παντοτινή αντίθεση του κλασικού μέτρου, και πάλι ο Παλαμάς θα είχε ένα ρομαντισμό αλλιώτικον από κείνον που βρίσκομε στις βόρειες λογοτεχνίες. Δικαιολογείται τόσο από την ιδιομορφία της ελληνικής φύσης και από την ευκινησία της ελληνικής ψυχής, καθώς ζουν και οι δυο από αντιθέσεις και μέσα στις αντιθέσεις, όσο και από τη διαλεκτική εξέλιξη των δύο τούτων αντιθέτων, που κάνει και τον ενιαίο τους χαρακτήρα. Τα στοιχεία της διαλεκτικής τούτης κίνησης είναι ο απολλωνισμός και ο διονυσιασμός, που λίγο ή πολύ, κυρίως στην ποίηση- στην αρχιτεκτονική ελάχιστα και στην γλυπτική λιγότερο – συγκερνιόνται διαρκώς και κατά διάφορα μέτρα συνυπάρχουν».[26]

Ο Τσάτσος επιχειρεί να συνθέσει στο πρόσωπο του Παλαμά τις σκέψεις του Νίτσε με την εγελιανή φιλοσοφία της ιστορίας. Η προσπάθεια είναι ενδιαφέρουσα διότι θεμελιώνεται σε μια στερεή φιλοσοφική γνώση, αλλά με επισφαλή αποτελέσματα: «Η θεοποίηση της πράξης προϋποθέτει την τοποθέτηση του εγώ που πράττει απάνω από όλες τις αξίες και τις δυνάμεις της ζωής. Οδηγεί σε μιαν άκρατη εγωλατρεία, στη λατρεία όμως ενός εγώ που κλείνει μέσα του όλες τις αξίες της ζωής, την αξία της ελευθερίας, της δύναμης και της θέλησης, της γνώσης και της χαράς. Δεν είναι κατά βάθος παρά μια μετατόπιση των αξιών, σημαντική όμως για την κοσμοθεωρητική και την αισθητική στάθμιση της ζωής».[27] Βεβαίως στα όρια της σκέψης του Νίτσε και ακόμη περισσότερο του προγόνου του Στίρνερ, το Εγώ έχει μια αυταξία, που απομειώνει τις αξίες ακόμη και όταν αποφασίζει να τις μεταξιώσει.

Τελικά ο Παλαμάς θα αξιολογηθεί ως η στιγμή της ποίησης που ενώνει και μετουσιώνει όλη την ελληνική πνευματική εξέλιξη: «Ο Παλαμάς δεν είναι μόνο συνεχιστής της παράδοσης του λαϊκού τραγουδιού. Συνεχίζει το βυζαντινό τροπάρι, την αρχαία ωδή, τον αρχαίο διθύραμβο. Όλη η ιστορία του στίχου, της γλώσσας, του πνεύματος του ελληνικού και των φραστικών του μέσων είναι συμπυκνωμένη μέσα του».[28]

[ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ]

ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ

[1] Γ. Σεφέρης, Διάλογος πάνω στην ποίηση, στο Γ. Σεφέρης – Κ. Τσάτσος, Ένας διάλογος για την ποίηση, επιμέλεια Λ. Κούσουλας, Αθήνα 1975, εκδόσεις Ερμής, σελ. 29.

[2] Κ. Τσάτσος, Ελληνική Πορεία, εκδόσεις Εστία, σελ. 42.

[3] Ο Κ. Τσάτσος στο βιβλίο του Λογοδοσία μιας ζωής, εκδόσεις των Φίλων, Αθήνα 2001, τόμος Α’, σελ. 50, κατατάσσει τον Γληνό ανάμεσα στους εξαίρετους καθηγητές του, μαζί με τον Κουγέα, τον Μπέρτο, και τον Γουδή.

[4] Δ. Γληνός, Εκλεκτές σελίδες, τόμος Δ΄ , εκδόσεις Στοχαστής, Αθήνα 1975 σελ.99.

[5] Δ. Γληνός, Εκλεκτές σελίδες, τόμος Δ΄, εκδόσεις Στοχαστής, σσ. 141-178. Ανάμεσα στα άλλα έγραφε: «Μα ο αγώνας τους και η θυσία τους είχε σημασία συμβολική. Έδειχνε πως οι Έλληνες δεν είναι λαός “ώριμος για σκλαβιά”. Έδειχνε πως οι Έλληνες ξέρουν να πεθαίνουνε για τη λευτεριά, που δεν τους εχάρισε κανένας ποτέ, παρά πάντα, από τον καιρό του Μαραθώνα και της Σαλαμίνας ως το 21 και ως σήμερα, την καταχτήσαμε με το αίμα τους και με τον ηρωισμό… Και ο ελληνικός λαός τη γνώρισε, ή καλλίτερα, την ξαναγνώρισε τη νέα τάξη πραγμάτων, που είναι τόσο παλιά όσο και ο κόσμος, και λέγεται με την αληθινή της λέξη “σκλαβιά”. Μαύρη σκλαβιά και αρπαγή και βαρβαρότητα, και μπασιμπουζουκισμός και λεηλασία και ερήμωση της χώρας. Είναι η τάξη που ήθελαν να φέρουνε σε τούτη τη χώρα οι βάρβαροι της Ασίας, οι Πέρσες, οι Ούννοι, οι Μογγόλοι του Ταμερλάνου και του Τσιγγισχάν, οι Τούρκοι του Μουχαμέτη, με μόνη διαφορά, πως ετούτη τη φορά συνδέεται η τάξη αυτή και με την επιστημονικά ωργανωμένη ληστεία»(σελ.142, 143).

[6] Δ. Γληνός, Εκλεκτές σελίδες…, σελ. 108.

[7] Κ. Τσάτσος: «Η θέση της ιδεοκρατίας στον κοινωνικό αγώνα», στην «Ιδέα», Αθήνα,1933, τεύχος 6, σελ. 360-366. Αναφέρεται στο Δ. Τσάκωνας, Ιδεαλισμός και Μαρξισμός στην Ελλάδα, εκδόσεις Κάκτος, Αθήνα 1988, σσ. 147,148.

[8] Η τελευταία συνάντηση ανάμεσα στον δάσκαλο Γληνό και τον μαθητή Κ. Τσάτσο θα γίνει κάτω από δραματικές συνθήκες στην κατοχή. Όπως γράφει ο Κ. Τσάτσος στο Λογοδοσία μιας ζωής, εκδόσεις των Φίλων, τόμος Α΄, Αθήνα 2001, σελ. 61: «Φίλους μου αγαπημένους όσο και δασκάλους μου ονομάζω τον Κουγέα, που ήταν ύστερα συνάδελφός μου στο Πανεπιστήμιο και στην Ακαδημία, τον Μπέρτο, τον Λαμπράκη, τον Γουδή, τον Τζάρτζανο και τον Γληνό ακόμη με τον οποίο τόσο σκληρά κονταροχτυπηθήκαμε όταν ξεκίνησα τον αντιμαρξιστικό μου αγώνα το 1930. Τον Γληνό, τον τραγικόν αυτόν άνθρωπο, τελευταία φορά τον είδα το 1943, στην Κατοχή, για να συζητήσουμε κάποια δυνατή συνεργασία μας στο τομέα της αντιστάσεως. Κρυμμένο σε κάποιο σπίτι τον αντάμωσα σε ώρες δύσκολες γι’ αυτόν και για μένα. Μερικές στιγμές που μείναμε μόνοι μιλήσαμε για τις ήσυχες εποχές του σχολείου και τότε πειράζοντάς τον, του θύμισα πως τον πρωταντίκρυσα στη Γιορτή της Σημαίας, να κρατάη τη γαλανόλευκη με το ένα χέρι, και να εκφωνή έναν πύρινο πατριωτικό λόγο. Λίγες μέρες αργότερα ο Γληνός αρρώστησε και πέθανε».

[9] M. Λαμπρίδη, Αντι-ιδεολογικά, εκδόσεις Έρασμος 1982, σελ. 72 και περιοδικό Σημειώσεις, «Αφιέρωμα στον Μ. Λαμπρίδη», τεύχος 64, Ιανουάριος 2007. Ο Φ. Τερζάκης σε αφιέρωμα του περιοδικού Σημειώσεις (Ιανουάριος 2007, τεύχος 64) στον Μ. Λαμπρίδη θα σχολιάσει τις απόψεις του για τον Κ. Τσάτσο σημειώνοντας ότι το «ζήτημα της ελευθερίας είναι η πραγματική εμμονή που διαπερνάει ολόκληρο το έργο του Μ. Λαμπρίδη, έργο που επεκτείνεται σε συστηματικό πολιτικό στοχασμό περ’ από το ειδικό πεδίο της αισθητικής» (σελ. 24) και θα προσθέσει «το πραγματικό νόημα όμως όλης της θεωρητικόλογης φλυαρίας του Κ. Τσάτσου είναι η λατρεία της ισχύος – ο θαυμασμός προς εκείνους τους “βασιλικούς άνδρες” που μεταφέρει σε εμβριθή φιλοσοφική γλώσσα τον φθόνο του μικροαστού για τον “επιτυχημένο”, τον “φτασμένο”, τον “δυνατό”, που καταλαμβάνει υψηλές θέσεις και αξιώματα, που έχει “εξουσία”» (σελ. 26).

[10] M. Λαμπρίδη, Αντι-ιδεολογικά, εκδόσεις Έρασμος 1982, σελ. 31.

[11] Όπ.π., σελ. 34.

[12] Όπ.π., σελ. 66.

[13] Κ. Τσάτσος, Παλαμάς, εκδόσεις Εστία σελ. 344, Αθήνα 1977.

[14] Όπ.π., σελ. 4.

[15] Όπ.π., σελ. 33.

[16] Όπ.π., σελ. 225.

[17] Όπ.π., σελ. 307.

[18] Όπ.π., σελ. 180.

[19] Όπ.π., σελ. 155.

[20] Όπ.π., σελ. 210.

[21] Όπ.π., σελ. 156.

[22] Όπ.π., σσ. 140, 141.

[23] Όπ.π., σελ. 235.

[24] Όπ.π., σελ.141.

[25] Όπ.π., σελ.146.

[26] Όπ.π., σελ.176.

[27] Όπ.π., σελ. 225.

[28] Όπ.π., σελ. 332.


ΑΝΤΙΒΑΡΟ

Τετάρτη 17 Ιανουαρίου 2024

[Σβήνοντας ἕνα κομμάτι ἀπὸ τὸ παρελθὸν, εἶναι σὰν νὰ σβήνεις καὶ ἕνα ἀντίστοιχο κομμάτι ἀπὸ τὸ μέλλον. ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ]

Τῆς Ἰωάννας Γ. Καραγκιούλογλου
νομικού και επιστήμων οικονομικής και κοινωνικής διοικήσεως
 
Ἔθνη παραμένουν στάσιμα ἐνῶ ἄλλα προοδεύουν. Εἶναι λοιπόν ἀδύνατον ἡ πολιτικὴ τους θέση καὶ ἰσχὺς νὰ παραμείνει ἀμετάβλητη. Πόσο μᾶλλον ὅταν ἔχουν διαφορετικὴ καταγωγή, διαφορετικὴ θρησκεία, ὁμιλοῦν διαφορετικὴ γλῶσσα καὶ ζοῦν πρεσβεύοντας διαφορετικὸ κώδικα ἀξιῶν.
Ὅταν ἡ Ἑλλάδα ἔπεσε στὰ χέρια τῶν Τούρκων, δὲν συνέβη ὅ,τι καὶ στὰ ὑπόλοιπα ἔθνη μετὰ τὴν εἰσβολὴ τῶν βαρβάρων. Στὴν Εὐρώπη, κατακτητὲς καὶ κατακτημένοι συνυπῆρξαν ὑπὸ κοινὴ θρησκεία καὶ γλῶσσα. Καὶ, μὲ τὸν ἄλφα ἢ βῆτα τρόπο συγκρότησαν ἕνα κράτος. Ὅταν ὅμως ἡ Ἑλλάδα ἔπεσε στὰ χέρια τῶν πρεσβευτῶν τοῦ κορανίου, τὸ βαθὺ ἰσλὰμ βρισκόταν στὴν ἀκμὴ του. Ἡ δὲ εἰδωλολατρία βρισκόταν σὲ κατάσταση παρακμῆς. Ὁ Χριστιανισμὸς στὴν Εὐρώπη γίνεται ὁ συνεκτικὸς κρίκος μεταξὺ κρατούντων καὶ κρατουμένων καὶ ἐπικρατεῖ. Ὀθωμανοὶ καὶ Ἕλληνες ὅμως εἶναι ἀσύμβατοι. Ἀνεπίδεκτοι μαθήσεως, ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ κατέκτησαν τὴν Ἑλλάδα, οἱ Τοῦρκοι παρέμειναν καταφρονητὲς κάθε πολιτιστικῆς βελτιώσεως. Ἡ ἀντικοινωνικότητα θρησκείας καὶ καταβολῶν δὲν ἐπιτρέπει τὴν συμπόρευσή τους μὲ ὁποιοδήποτε ἄλλο ἔθνος.
Στὰ τετρακόσια ἔτη ποὺ κύλησαν ἀπὸ τὴν ἅλωση τῆς Πόλης, καὶ, ἐνῶ ἡ Δύση εἶχε περάσει ἀπὸ τὴν βαρβαρότητα στὸν πολιτισμό, βελτιώνοντας τὰ πολιτικὰ της συστήματα, εἰσάγοντας τέχνη καὶ τακτικὴ σὲ στρατὸ καὶ ναυτικό, γιὰ τοὺς Τούρκους δὲν εἶχε ἀλλάξει τίποτε. Θαρρεῖς καὶ δὲν εἶχαν περάσει τέσσερις αἰῶνες ἀλλὰ τέσσερις ἡμέρες.
Ὡς γνωστόν, ἡ δύναμη τῆς Νόησης ὑπερνικᾶ ἐκείνη τῆς ὕλης. Καὶ οἱ Ἕλληνες, ἂν καὶ ἡττηθέντες, δὲν ὑποδουλώθηκαν. Γνωρίζοντας τὴν ἡρωϊκὴ τους καταγωγή, δὲν ξέχασαν τὸν Τρόπο. Τὰ συγγράμματα καὶ ἔργα τῶν προγόνων, τὰ ἤθη καὶ τὰ ἔθιμα. Δὲν φάνηκαν ἀνάξιοι τῆς Ἀρχέγονης Εὐγένειας. Καί, ὠφελούμενοι ἀπὸ τὴν νωθρότητα, τὴν ἀβελτηρία καὶ τὴν ἀπρονοησία τῶν κρατούντων, σχετίσθηκαν μὲ ἄλλα ἔθνη.
Ἡ ἰδανικὴ γεωγραφικὴ θέση τῆς Ἑλλάδος ἀνέκαθεν εὐνοοῦσε τὴν ἀνάπτυξη τοῦ Ἐμπορίου καὶ τῆς Ναυτιλίας, τὴν Ἀναγέννηση τοῦ ὑλικοῦ καὶ νοητοῦ πλούτου. Παρὰ ταῦτα, οἱ Ἕλληνες δὲν ἔπαψαν ποτὲ νὰ ἐλέγχονται καὶ νὰ κινδυνεύουν. Σοφώτεροι καὶ ἠθικῶς ἀνώτεροι τῶν κρατούντων, εὐέλικτοι καὶ προσεκτικοί, μὲ ἔμφυτη τὴν Ἐλευθερία στὴν καρδιὰ, διατήρησαν ἄσβεστο τὸν Ἱερὸ γιὰ τὴν Πατρίδα Ἔρωτα .
Ὅταν ἡ κοινωνία δὲν παρέχει τὶς ἀπαραίτητες γιὰ τὴν ἀνθρώπινη ζωὴ ἐγγυήσεις, τότε ὁ κοινωνικὸς βίος καταντᾶ ἀβίωτος. Αὐτοπροαιρέτως, ἀπαρνούμενοι κάθε συμβίωση μὲ τοὺς κατακτητές, ὁρισμένοι Ἕλληνες προτιμοῦν τὴν Ἐλευθερία. Καὶ ἐπιλέγουν νὰ πλανῶνται σὲ βουνὰ καὶ ἄγριους τόπους. Μὲ ἰδιαίτερα πολεμικὸ χαρακτῆρα καὶ μόνο μέσο ἐπιβίωσης καὶ ἀσφάλειας τὸ ὅπλο, γεννήθηκε ἡ τάξη τῶν Κλεφτῶν. Τὸ ὄνομα καὶ τὸ ἔργο τοῦ Κλέφτη καὶ τοῦ Ληστὴ, τόσο κατὰ τοὺς ἀρχαίους ὅσο καὶ κατὰ τοὺς νεώτερους χρόνους ὄχι μόνον δὲν ἦταν αἰσχρὸ ἀλλὰ θεωρεῖτο ἔνδοξο. Τὰ ὀνόματα ἐκείνων ποὺ διέπρεψαν στὴν κλεφτουριὰ μεταδίδονταν εὐλαβικὰ ἀπὸ γενιὰ σὲ γενιά. Ἦταν οἱ ἐλπίδες γιὰ τὴν μέλλουσα πολιτικὴ Ἀναγέννηση.
Ἡ τάξη τῶν Κλεφτῶν, τῶν ἐνόπλων δηλαδὴ Χριστιανῶν, προήγαγε καὶ μία ὅμοιά της. Ἐκείνη τῶν Ἀρματωλῶν. Οἱ Ἀρματωλοί ἦταν ἐπίσης ἔνοπλοι Χριστιανοὶ ποὺ εἶχαν ταχθεῖ στὴν ὑπηρεσία τῶν τουρκικῶν ἀρχῶν γιὰ νὰ προφυλάξουν περιοχὲς καὶ κατοίκους ἀπὸ τὶς ἀτασθαλίες τῶν Κλεφτῶν. Καὶ ἔτσι πολλαπλασιάζονταν οἱ ἔνοπλοι Χριστιανοί. Γυμνάζονταν στὸν πόλεμο καὶ ὁ νοῦς τους ἐργαζόταν πάνω καὶ πέρα ἀπὸ τὴν δουλικὴ τους κατάσταση. Ὅμως, χάρη στὴν ἀμάθεια, τὴν ὀκνηρία καὶ τὴν ὑπεροψία τῶν κρατούντων καὶ ἐξαιτίας τοῦ συστήματος τῆς δημογεροντίας, παρέμεινε ἄοκνος καὶ ὁ νοῦς τῶν μὴ ἐνόπλων.
Τὸ σύστημα ποὺ γεννήθηκε ἰσχυροποιοῦσε τοὺς εἰρηνικοὺς παράγοντες τῶν πόλεων καὶ χωριῶν ἐνώπιον τῆς τουρκικῆς ἐξουσίας καὶ ἀναζωογονοῦσε τὸν τόπο ἐν μέσῳ τοῦ πολιτικοῦ θανάτου. Ἀναπόφευκτα ἡ ὑλικὴ καὶ διανοητικὴ βελτίωση τῶν Ἑλλήνων θὰ ὁδηγοῦσε σὲ πολιτικὴ σύγκρουση καὶ στὴν μεταβολὴ τῆς τύχης τοῦ Ἑλληνισμοῦ.
Οὐκ ὀλίγες ἔνοπλες ἀπόπειρες μεσολάβησαν κατὰ τῶν τυράννων. Ὄχι μόνον δὲν εὐδοκίμησαν ἀλλὰ προξένησαν καὶ μύρια δεινά. Ἡ πρόοδος τῶν μὲν καὶ ἡ στασιμότητα τῶν δὲ δὲν ἦταν ἀκόμη στὸ σημεῖο ποὺ ἐπέτρεπε τὴν πολιτικὴ μεταβολή. Ὅταν ἦλθε τὸ πλήρωμα τοῦ χρόνου, κανένας κίνδυνος δὲν μπόρεσε νὰ ἀναστείλει τὴν πρόοδο τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπαναστάσεως. Οὔτε ἡ ἀποτυχία τοῦ Ἐπαναστατικοῦ Κινήματος στὶς Παραδουνάβιες Ἡγεμονίες, οὔτε ἡ ἀποκήρυξη τῆς Ρωσσίας, οὔτε ἡ ἱερὴ συμμαχία, οὔτε οἱ ἀφορισμοί, οὔτε οἱ παντὸς εἴδους στερήσεις.
Ὅταν ὁ Ἕλληνας συναισθανθεῖ τὴν δύναμή του, ἡ ὁρμὴ γιὰ τὴν λύτρωση γίνεται ἀσυγκράτητη. Ὁ Χρόνος καὶ οἱ περιστάσεις προετοιμάζουν τὴν πολιτικὴ μεταβολὴ ἀλλὰ χρειάζεται καὶ μία κάποια ἀφορμὴ γιὰ τὴν πρώτη κίνηση. Τὴν ἀφορμὴ αὐτή, ὡς πρὸς τὴν Πολιτικὴ Μεταβολὴ τῆς Ἑλλάδος, θὰ τὴν δώσει ἡ σύσταση τῆς Φιλικῆς Ἑταιρείας. Ἡ Ἀλήθεια, ἡ Ἁπλότητα καὶ ὁ Τρόπος θὰ φέρουν τὰ γιγάντια ἀποτελέσματα ποὺ ὅλοι γνωρίζουμε.
Μία σπίθα ἀρκεῖ γιὰ νὰ ἀνατρέψει ἐκ θεμελίων τὴν χρόνια κατάσταση ἡ ὁποία ὄχι μόνον δὲν ἔχει ὡς βάση τὴν Δικαιοσύνη ἀλλὰ ἐξουσιάζει ἕνα Ἔθνος ἐξασθενῶντας καὶ συνθλίβοντάς το. Μία πνοὴ ἀρκεῖ γιὰ νὰ θυμηθεῖ ἡ Ἑλληνικὴ Ψυχὴ μὲ ποιὲς ὑπεράνθρωπες θυσίες ἐξαγοράσθηκε ἡ πρώτη σπιθαμὴ Γῆς πάνω στὴν ὁποῖα κυματίζει ἡ Σημαία τῆς Ἐλεύθερης Πατρίδος.
Δύο αἰῶνες ἀπὸ τὴν Ἔναρξη τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπαναστάσεως, ἡ Ἑλλάδα βρίσκεται ὑπὸ κλοιὸ ἀσφυκτικὸ. Ἡ ἀπατηλὴ γοητεία τῆς ἀτομικῆς ἐλευθερίας καιροφυλακτεῖ. Σὲ καιροὺς ὅπου τὸ Ἔθνος κυνηγᾶ μὲ τὸ κερὶ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ τοῦ χρειάζονται, πῶς εἶναι δυνατὸν ἐγγόνια τῶν Ἡρώων νὰ ἀπαρνοῦνται τὰ Ἐθνικὰ τους Πιστεύω; Πῶς εἶναι δυνατὸν ἀπόγονοι τῶν μελῶν τῆς Φιλικῆς Ἑταιρείας νὰ γίνονται σύντροφοι ἀπαρνητῶν τῆς Πατρίδος;
Φίλτατε Ἀναγνώστη.
Εἴμαστε τὸ μόνο Ἔθνος ποὺ γιὰ δεκάδες χιλιετίες ἄντεξε στὰ κτυπήματα τοῦ Χρόνου καὶ κόσμησε τὴν Ἱστορία μὲ τὶς φωτεινότερες σελίδες. Τὸ Ἔθνος ποὺ ἐχθὲς ἀκόμη ρίχτηκε στὴν μάχη τῆς Λευτεριᾶς καὶ στέφθηκε μὲ Νίκη ὅταν ἡ πλούσια καὶ πολιτισμένη Εὐρώπη εἶχε χάσει τὸ ἠθικὸ της καὶ εἶχε σκλαβωθεῖ.
Οἱ Ἕλληνες εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ πάντα μπαίνουν ἐθελοντικὰ στὴν ὑπηρεσία τῆς Ἰδέας.
Ὅταν ὁ Τρόπος παρουσιάζεται γιὰ χιλιάδες χρόνια, ὅσο κι ἂν φέρει τὰ χαρακτηριστικὰ γνωρίσματα μιᾶς ἀντινομίας, μᾶς ὑποχρεώνει νὰ παραδεχθοῦμε ὅτι κάθε ἄλλο παρὰ ἀντινομία εἶναι.
Ἀποτελεῖ τὴν φυσιολογικὴ κατάσταση τοῦ φαινομένου ποὺ ὀνομάζεται Ἑλληνισμός.

Εἰκ.: Τὰ ἐμβλήματα καὶ οἱ συμβολισμοὶ τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους, ὅπως τὰ ἀποτύπωσε Φιλέλλην σὲ ἐπιστολὴ του πρὸς Φίλο στὴν Βαλτιμόρη, τὸν Ἰανουάριο τοῦ 1824. Ἴσως καὶ νὰ πρόκειται γιὰ τὸ πρῶτο ἐπὶ χάρτου σχέδιο τῆς Ἑλληνικῆς Σημαίας.
(Συλλογή ΕΕΦ)
 

ΠΡΙΝ 200 ΧΡΟΝΙΑ : Ο ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΩΔΗΣ ΚΑΤΑΠΛΟΥΣ ΤΟΥ ΛΟΡΔΟΥ ΒΥΡΩΝΑ ΣΤΗΝ ΕΜΠΟΛΕΜΗ ΕΛΛΑΔΑ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ



Του 
Ιωάννου Δ. Παπακωνσταντίνου (John DPappas)

 

Ο Λόρδος Βύρων κατέπλευσε στην Αγγλοκρατούμενη Κεφαλληνία στις 4 Αυγούστου 1823. Εκεί παρέμεινε επί τεσσεράμισι μήνες (4 Αυγούστου - 15 Δεκεμβρίου 1823) προσπαθώντας να κατευνάσει τα εμφύλια πάθη των Ελλήνων πριν μεταβεί στο Μεσολόγγι. Συνόψισε δε ως εξής τη δυσκολία τής εθνοενωτικής αποστολής του στην Ελλάδα:[1]


«Ήλθα εδώ για να ενταχθώ όχι σε μία φατρία αλλά σε μία εθνότητα, και για να συνεργήσω με έντιμους ανθρώπουςόχι κερδοσκόπους και καταχραστές, όπως οι Έλληνες αλληλοαποκαλούνται καθημερινά μεταξύ τους. Πρέπει να είμαι επιφυλακτικός.»

 

Στο πρώτο δεκαήμερο του Δεκεμβρίου 1823, ο Λόρδος Βύρων, ως Αρχιεπίτροπος  (High Commissioner) της 5μελούς επιτροπής[2] που θα επέβλεπε αυτοπροσώπως επί του πεδίου την αποτελεσματική διάθεση του επικείμενου τότε α΄ Δανείου τής Ανεξαρτησίας προς χρηματοδότηση του Ελληνικού Στόλου και των ελληνικών στρατευμάτων, έλαβε επιστολές με καλά νέα από την Ελληνική Επιτροπή τού Λονδίνου: Η προεργασία για την έκδοση του πρώτου διεθνούς ομολογιακού δανείου τής Ελλάδος είχε ολοκληρωθεί, πριν καν φθάσουν οι Έλληνες αντιπρόσωποι στην Αγγλία, και η επιτυχία τής έκδοσης των ελληνικών ομολόγων θεωρείτο βεβαία λόγω του ενθουσιασμού ή και της κερδοσκοπικής μανίας που επικρατούσε υπέρ τής Ελλάδος στη χρηματαγορά τού Λονδίνου.

 

Κατά συνέπεια, ο Λόρδος Βύρων έκρινε τότε ότι είχε επέλθει το πλήρωμα του χρόνου για τη μετάβασή του στην πρώτη γραμμή του πυρός, στο Μεσολόγγι. Ο Μαυροκορδάτος απέστειλε από το Μεσολόγγι το δικάταρτο Λεωνίδας για να παραλάβει τον Λόρδο Βύρωνα και τη συνοδεία του από το Αργοστόλι και να τους διαμετακομίσει στο Μεσολόγγι. Ο Λόρδος Βύρων όμως προτίμησε να μισθώσει ο ίδιος δύο επτανησιακά πλοία προς αυτόν τον σκοπό.

 

Κατά συνέπεια, το δικάταρτο Λεωνίδας τού Ελληνικού Στόλου επέστρεψε στο Μεσολόγγι χωρίς τον Λόρδο Βύρωνα. Και εδώ έγινε μία επικίνδυνη παρεξήγηση, διότι οι Έλληνες θεώρησαν ότι ο Λόρδος Βύρων δεν τους εχρειάζετο για τη μετάβασή του στο Μεσολόγγι. Απεναντίας όμως ο Λόρδος Βύρων θεωρούσε ως αυτονόητο ότι θα μετέβαινε μεν με δικά του πλοία στο Μεσολόγγι αλλά σε κάθε περίπτωση υπό την κάλυψη του πολεμικού στόλου τής Ελλάδος, που κατά τις επόμενες μέρες και νύχτες υπετίθετο ότι θα περιπολούσε προς τούτο στην είσοδο του Κορινθιακού κόλπου, μεταξύ Μεσολογγίου και ακρωτηρίου τού Αράξου, ώστε να απαγορεύσει κάθε έξοδο πολεμικών πλοίων των Τούρκων, που παρέμεναν ελλιμενισμένα στη Ναύπακτο.

 

Ο Λόρδος Βύρων εξέπλευσε με δύο πλοία από το Αργοστόλι την 16 Δεκεμβρίου 1823 και κατέπλευσε στη Ζάκυνθο προκειμένου να παραλάβει 33.000 ισπανικά δολλάρια (£ 6.500) από τον τραπεζίτη του για να διαθέσει, αμέσως κατά την άφιξή του στο Μεσολόγγι, τα χρήματα που είχε δεσμευθεί να δανείσει στην Ελληνική κυβέρνηση υπέρ του Ελληνικού Στόλου (£ 4.000 ή 20.000 ισπανικά δολλάρια ή 200.000 γρόσια).

 

Αμέσως στη συνέχεια, το απόγευμα της 17 Δεκεμβρίου (6 μ.μ.) τα δύο πλοία εξέπλευσαν από το λιμάνι τής Ζακύνθου και κατευθύνθηκαν πρόσω ολοταχώς με ευνοϊκό άνεμο προς το Μεσολόγγι.

 

Ο Λόρδος Βύρων επέβαινε στο ταχύπλοο πλοίο Μυστικό με 25.000 ισπανικά δολλάρια (£ 5.000), ενώ στο άλλο, σχετικά αργόπλοο, επέβαινε ο στενός του συνεργάτης κόμης Peter Gamba με 8.000 ισπανικά δολλάρια (£ 1.500). Όταν όμως πλησίασαν στα ρηχά νερά έμπροσθεν της λιμνοθάλασσας του Μεσολογγίου, δύο ώρες πριν τα χαράματα της επομένης, 18 Δεκεμβρίου, 3 π.μ., συνάντησαν μία τουρκική φρεγάτα, η οποία εμφανίσθηκε μέσα στο σκοτάδι από το πουθενά.

 

Ακόμη χειρότερα, πλοίαρχος της τουρκικής φρεγάτας ήταν ο μπέης Ζαχαριάς, εκτουρκισθείς ελληνογενής με καταγωγή από την Κέρκυρα, και πρώην καπετάνιος τής οθωμανικής ναυαρχίδας την οποία είχε ανατινάξει ο Κανάρης στη Χίο τον προηγούμενο χρόνο (1822). Ο μπέης Ζαχαριάς επιζητούσε να εκδικηθεί τους Έλληνες με ένα αντίστοιχο καίριο πλήγμα εναντίον τους, ώστε να εξιλεωθεί και αναβαθμισθεί ενώπιον του Σουλτάνου για την αποτυχία του να προστατέψει τη ναυαρχίδα τού στόλου τότε. Ένα τέτοιο πλήγμα, με αντίστοιχη στρατηγική σημασία, σε βάρος τής Ελλάδος αυτή τη φορά, θα ήταν η σύλληψη και παραδειγματική εκτέλεση του Λόρδου Βύρωνα, ή έστω η προσαγωγή του ως σιδηροδέσμιου αιμαλώτου-ομήρου στην Υψηλή Πύλη.

 

Εντούτοις, το ταχύπλοο πλοίο όπου επέβαινε ο Λόρδος Βύρων κατόρθωσε να διαφύγει μέσα στη νύχταλόγω της ταχύτητάς του, σε συνδυασμό με την αδράνεια προς στιγμή τού Τούρκου πλοιάρχου, διότι αρχικά εξέλαβε το πλοίο τού Λόρδου Βύρωνα ως πυρπολικόκαι κατέφυγε στο νοτιοδυτικό άκρο τής Αιτωλίας, στους βράχους Σκρόφες, όπου λόγω ρηχών νερών δεν μπορούσε να τα προσεγγίσει η τουρκική φρεγάτα. Από εκεί την επαύριο το πλοίο του Λόρδου Βύρωνα ανέπλευσε βορειότερα στο νησί Πεταλά και εντέλει στο Δραγομέστρι (Αστακό) ακόμα πιο βόρεια, στην Ακαρνανία.

 

Το άλλο πλοίο όμως, με τον κόμη Gamba, συνελήφθη αύτανδρο από την τουρκική φρεγάτα κατά την ανατολή τού ηλίου (6:30 π.μ.) έμπροσθεν της λιμνοθάλασσας του Μεσολογγίου και προσήχθη βιαίως στην Πάτρα. Κατά τη σύλληψη του κόμητα Gamba και του πληρώματός του, κατεδείχθη ο τεράστιος κίνδυνος που διέτρεχε ο Λόρδος Βύρων, οι συνεργάτες του και τα πληρώματα των δύο πλοίων: Όταν ο Σπύρος Βαλδαμάκης, καπετάνιος τού πλοίου όπου επέβαινε ο Gamba, επιβιβάσθηκε στην τουρκική φρεγάτα κατόπιν διαταγής των Τούρκων, τον υποδέχθηκε ξιφήρης ο μπέης Ζαχαριάς, μαζί με άλλους γιαταγανοφόρους  σωματοφύλακές του. Τότε ο Βαλσαμάκης άκουσε τη διαταγή αποκεφάλισέ τον και βύθισε το πλοίο. Κατά θεϊκή όμως σύμπτωση, ο μπέης Ζαχαριάς αναγνώρισε στο παρ ολίγο θύμα του τον σωτήρα τής ζωής του: Πριν από πολλά χρόνια ο Βαλσαμάκης με κίνδυνο της δικής του ζωής είχε περισυλλέξει και διασώσει στο πλοίο του τον μπέη Ζαχαριά, τον αδελφό του και άλλους 8 ναυτικούς, που χαροπάλευαν ως ναυαγοί στη Μαύρη Θάλασσα εν μέσω τρικυμίας. Κατά συνέπεια, ο μπέης Ζαχαριάς αποφάσισε να αυτοπεριοριστεί προς το παρόν στο να αιχμαλωτίσει τον κόμη Gamba και το πλήρωμά του προσάγοντάς τους στην Πάτρα.

 

Αλλά και για τον Λόρδο Βύρωνα ο κίνδυνος δεν είχε παρέλθει: Το πλοίο του αποπειράθηκε να επαναπλεύσει από τον Αστακό νότια προς το Μεσολόγγι, αλλά ενεπλάκη σε τρικυμία με αποτέλεσμα να θαλασσοδέρνεται επί τρία μερόνυχτα (20-23 Δεκεμβρίου) μεταξύ Αστακού και Ιθάκης, ωσάν να το είχε καταραστεί κάποια Ομηρική θεότητα της Ελληνικής Μυθολογίας.

 

Ο Λόρδος Βύρων κράτησε την ψυχραιμία του, αλλά είχε αρχίσει να περιέρχεται σε απελπιστική κατάσταση. Ενδεικτική τής φλεγματικότητας και της γενναιότητας του Λόρδου Βύρωνα είναι η κατεπείγουσα επιστολή την οποία απέστειλε (δια ξηράς) από τις μικροχερσονήσους Σκρόφες στον συνεργάτη και συνεπίτροπό του Stanhope (που ήδη ευρίσκετο στο Μεσολόγγι από την 30 Νοεμβρίου 1823) αμέσως μετά την απώλεια του ενός από τα δύο του πλοία:[3]

«Σκρόφερ [Σκρόφες] (ή κάποιο τέτοιο όνομα)

επί του Κεφαλλονίτικου πλοίου Μυστικό

19 Δεκεμβρίου 1823 [παλαιό ημερολόγιο]

 

Αγαπητέ μου Stanhope,

 

Μόλις φθάσαμε εδώ, δηλαδή ένα μέρος των ανδρών μου και εγώ, με μερικά από τα πράγματά μου κ.τ.λ […].

     Αλλά ο Gamba, και τα άλογά μου, ο νέγρος, ο οικονόμος, το (τυπογραφικό) πιεστήριο, και όλα τα πράγματα [έγγραφα] της Επιτροπής [Ελληνικής Επιτροπής τού Λονδίνου], και επίσης περί τα 8.000 δολλάρια από τα χρήματά μουαλλά δεν πειράζει, μας έχουν απομείνει περισσότερα, καταλαβαίνεις;τα πήραν οι Τουρκικές φρεγάτες, ενώ η δική μου ομάδα και εγώ ο ίδιος, σε ένα άλλο πλοίο, καταφέραμε να διαφύγουμε με πολύ δυσκολία χθες βράδυ, όπως επίσης και αυτό το πρωΐ. [...]

     Μάλλον θα έπρεπε να μου στείλεις τον φίλο μου George Drake [Σουλιώτη οπλαρχηγό Γιώργο Δράκο] και ένα σώμα Σουλιωτών να μας συνοδεύσουν διά ξηράς μέσω των καναλιών, το ταχύτερο δυνατόν.

    Υποθέτω ότι ο Gamba και η βομβάρδα [το αργόπλοο πλοίο] μας προσήχθησαν στην Πάτρα. Και πρέπει να μεθοδεύσουμε την απελευθέρωσή τους. Αλλά που στο διάολο πήγε ο στόλος;εννοώ, ο Ελληνικός στόλος, που μας άφησε να προσπλεύσουμε χωρίς την παραμικρή επιμέλεια [προς κάλυψή μας], ώστε  οι Μουσουλμάνοι εξέπλευσαν και πάλι [στο Ιόνιο].

    Υπόβαλε τα σέβη μου στον Μαυροκορδάτο, και πες του ότι βρίσκομαι εδώ στη διάθεσή του. […] Είμαστε όλοι πολύ καλά.

 

Νόελ Βύρων»

Προφανώς, ο Λόρδος Βύρων στην προσπάθειά του να προσπλεύσει στο Μεσολόγγι διέτρεχε μέγιστο κίνδυνο αφού είχε εισέλθει σε εμπόλεμη ζώνη χωρίς στοιχειώδη κάλυψη από τον Ελληνικό Στόλο.[4] Εάν τον συνελάμβαναν οι Οθωμανοί, τότε κανείς και τίποτα δεν μπορούσε να του εγγυηθεί ότι δεν θα τον αποκεφάλιζαν αμέσως (όπως παρ ολίγο να συμβεί στον καπετάνιο τού συλληφθέντος πλοίου όπου επέβαινε ο κόμης Gamba) ή ότι δεν θα τον ανασκολόπιζαν ζωντανό (όπως συνέβη σε Φιλέλληνες στην Άρτα και κυρίως στην Πρέβεζα το 1822), και μάλιστα αμέσως, πριν η  Βρετανική Κυβέρνηση  προλάβει να   παρέμβει   προς   σωτηρία  τού Άγγλου λόρδου.  

 

Το πιο πιθανό όμως ήταν ότι ο Λόρδος Βύρων θα αφαιρούσε ο ίδιος τη ζωή του λίγο πριν συλληφθεί, αφού είχε δηλώσει εγγράφως στον Stanhope (στην παραπάνω επιστολή του) ότι προτιμώ να  κατακόψω αμέσως τον εαυτό μου σε κομμάτια παρά να φονευθώ από αυτούς τους βαρβάρους” 

 (I would sooner cut myself in pieces than have [metaken out by those barbarians).

 

Αυτός μάλιστα ο κίνδυνος ήταν ακόμα μεγαλύτερος τότε, όπως αποδείχθηκε εκ των υστέρων: Όπως διαπίστωσαν οι συλληφθέντες υπό τον κόμη Gamba καθώς εισέπλεαν αναγκαστικώς στο λιμάνι τής Πάτρας υπό τη διαρκή απειλή των κανονιών τής τουρκικής φρεγάτας, εκεί ευρίσκετο σε ετοιμότητα και ο υπόλοιπη τουρκική μοίρα τού Οθωμανικού Στόλου, με 14 πολεμικά πλοία, η οποία προφανώς είχε εκπλεύσει από τη Ναύπακτο προς άμεση κάλυψη της φρεγάτας σε περίπτωση που αυτή ενεπλέκετο σε ναυμαχία με τον Ελληνικό Στόλο. Δηλαδή επρόκειτο περί συντονισμένης ναυτικής επιχειρήσεως των Τούρκων, η οποία επεσυνέβη συμπτωματικά κατά τη νύχτα ακριβώς (17-18 Δεκεμβρίου) που προσέπλεαν στο Μεσολόγγι τα δύο πλοία τού Λόρδου Βύρωνα. Προφανώς, ο απόπλους τού Λόρδου Βύρωνα από τη Ζάκυνθο προς το Μεσολόγγι είχε προδοθεί.

Επιταγή £4.000 Λόρδου Βύρωνα για χρηματοδότηση
του Ελληνικού Στόλου

Όταν ο Stanhope ενημέρωσε τον Μαυροκορδάτο την 21  Δεκεμβρίου για τα τεκταιθέντα έμπροσθεν της λιμνοθάλασσας του Μεσολογγίου και του επέδειξε την επιστολή τού Λόρδου Βύρωνααφού η επιστολή προορίζετο προδήλως να διαβαστεί από τον Μαυροκορδάτοο Μαυροκορδάτος μόνον που δεν υπέστη αποπληξία: Το μέλλον τής Ελλάδος εκρέμετο από μία κλωστή! Εάν οι Τούρκοι συνελάμβαναν, κακοποιούσαν και εκτελούσαν τον Φιλέλληνα Άγγλο λόρδο, τότε πιθανόν το α΄ Δάνειο τής Ανεξαρτησίας δεν θα εξεδίδετο, διότι θα είχε προαποδειχθεί εκ των πραγμάτων ότι ήταν ιδιαιτέρως επισφαλές, αφού ο Ελληνικός Στόλος θα εφαίνετο τότε διεθνώς ως ανίκανος να προστατέψει τον Αρχιεπίτροπο του αγγλικού δανείου στην Ελλάδα. Κατά συνέπεια, ο Ελληνικός Στόλος θα παρέλυε μετέπειτα ελλείψει χρηματοδότησης. Επί πλέον, χωρίς τον εθνοενωτικόχρυσοφόρο και ευρωπαϊστή Λόρδο Βύρωνα, ο εθνικός στρατός τής Ελλάδος ήταν πρακτικά αδύνατον να συγκροτηθεί από την εμφυλιακώς παραπαίουσα και οικονομικώς χρεωκοπημένη Ελληνική Πολιτεία, η οποία μάλλον συνεθλίβετο κάτω από το βάρος τής εμφυλιακής εντοπιότητας πολλών οπλαρχηγών.

Υπό το βάρος εκείνων των εφιαλτικών σκέψεων, ο Μαυροκορδάτος σήμανε συναγερμό στο Μεσολόγγι. Αμέσως εξέπλευσε στολίσκος πέντε (5) Σπετσιωτικών πλοίων, ηγουμένου τού δικάταρτου Λεωνίδας υπό τον Γεώργιο Πραΐδη, εις αναζήτηση του πλοίου τού Λόρδου Βύρωνα στο τότε τρικυμιώδες Ιόνιο πέλαγος. Τα υπόλοιπα (9) πλοία τής Ελληνικής μοίρας έλαβαν θέσεις μάχης στην είσοδο του Κορινθιακού κόλπου, εν μέσω θαλασσοταραχής.

 

Ταυτόχρονα, στρατιωτικά αποσπάσματα Σουλιωτών έσπευδαν από το Μεσολόγγι προς τις ανατολικές παραλίες τής Ακαρνανίας και στις νοτιοανατολικές παραλίες τής Αιτωλίας, εις αναζήτηση του (χρηματοφόρου) Λόρδου Βύρωνα, για την προστασία του τόσον από Τούρκους καταδρομείς ή τουρκίζοντες Έλληνες, όσον και από Έλληνες ληστές. Επιτέλους οι ελληνικές ένοπλες δυνάμεις υπό τον Μαυροκορδάτο ενεργοποιούντο κατά ξηρά και κατά θάλασσα. Και το Μεσολόγγι και η Ελλάδα κρατούσαν την αναπνοή τους.

 

Μετά από τρεις μέρες εναγώνιας προσμονής, που πρέπει να φάνηκε αιώνας στους Μεσολογγίτες, ένα πλοίο τού Ελληνικού Στόλου προσέπλευσε στο Μεσολόγγι την παραμονή των Χριστουγέννων, 24 Δεκεμβρίου 1823, και ανήγγειλε τα χαρμόσυνα νέα: Οι Σπετσιώτες είχαν καταφέρει να εντοπίσουν το πελαγοδρομούν πλοίο τού Λόρδου Βύρωνα, το οποίο θα προσέπλεε εντός ολίγου στο Μεσολόγγι με τη συνοδεία τού Λεωνίδα, και και των άλλων τεσσάρων Σπετσιωτικών πλοίων. Το Μεσολόγγι και η Ελλάδα μπορούσαν να αναπνέουν και πάλι.

 

H Yποδοχή του Λόρδου Βύρωνα στο Μεσολόγγι - ελαιογραφία Θοδώρου Βρυζάκη


Η υποδοχή τού Λόρδου Βύρωνα στο Μεσολόγγι ξεπέρασε κάθε προηγούμενο στο Πόλεμο τής Ελληνικής Ανεξαρτησίας, όπως έχει απαθανατίσει ο Θεόδωρος Βρυζάκης στον ομότιτλο πίνακά του: Ένα τεράστιο πλήθος Ελλήνων για τα δεδομένα τής εποχής, 5.000 ένοπλοι και 4.500 άμαχοι, υποδέχοντο τον Άγγλο λόρδο, ως πλέον τον δικό τους πρίγκιπα, τον εθνοενωτικό απελευθερωτή όλης τής Ελλάδος.

 

Εκ μέρους όλου τού Ελληνισμού, οι Μεσολογγίτες καλωσόριζαν τον Λόρδο Βύρωνα στην ελεύθερη Ελλάδα, αλλά και στην πρώτη γραμμή τού πυρός, μέσα σε μία πρωτοφανή ατμόσφαιρα[5] που επάλλετο από τον ενθουσιασμό πραγματικών ηρώων και τη μέθεξη των επίσης ηρωϊκών αμάχων τού Μεσολογγίου: Καθώς ο Λόρδος Βύρων αποβιβάζετο στο Μεσολόγγι, χιλιάδες τουφεκισμοί, δεκάδες κανονιοβολισμοί, φωνές, μουσικές, ψαλμωδίες, δάκρυα χαράς και βλέμματα αγαλλίασης,[6] γιόρταζαν την αναβάθμιση του Μεσολογγίου σε πολεμική πρωτεύουσα της Ελλάδος και επίσης σε γεωστρατηγικό προμαχώνα τής Ευρώπης, που τον σηματοδοτούσε η άφιξη και μόνιμη εγκατάσταση του στρατηγείου τού Φιλέλληνα Άγγλου λόρδου στην πόλη τους.


ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

 

[1] I come not here, to join a faction, but a nation; and to act with honest men—not speculators or peculators, as the Greeks daily call each other. Ι must be circumspect.

 

[2] Για τη ρευστοποίηση του α΄ Δανείου τής Ανεξαρτησίας, η δανειακή σύμβαση προέβλεπε συναίνεση (5) ατόμων, ήτοι του Λόρδου Βύρωνα, του αντισυνταγματάρχη Leicester Stanhope, του Λάζαρου Κουντουριώτη, και δύο Ζακύνθιων που θα παρελάμβαναν αρχικώς τα χρήματα του δανείου: του Καίσαρα Λογοθέτη, και του Σαμουήλ Βάρφου.

 

[3] Scrofer (or some such name),

on board a Cephaloniote Mistico,

December  31, 1823.

 

My dear Stanhope,

 

We are just arrived here, that is, part of my people and I, with some things, &c. […], but Gamba, and my horses, negro, steward, and the press, and all the committee things, also some eight thousand dollars of minebut never mind, we have more left, do you understand?are taken by the Turkish frigates, and my party and myself, in another boat, have had a narrow escape last night [being close under their stern and hailed, but we would not answer, and bore away], as well as this morning. [...]

…You had better send my friend George Drake (Draco), and a body of Suliotes, to escort us by land or by the canals, with all convenient speed.

     Gamba and our bombard are taken into Patras, I suppose; and we must take a turn at the Turks to get them out: but where the devil is the fleet gone? —the Greek, I mean; leaving us to get in without the least intimation to take heed that the Moslems were out again.

     Make my respects to Mavrocordato, and say, that I am here at his disposal. […] We are all very well.

 

Noel Byron

   

[4] Με κοινή χρηματοδότηση των Λάζαρου Κουντουριώτη (100.000 γρόσια) και Λόρδου Βύρωνα (200.000 γρόσια), Ελληνική μοίρα από 14 πολεμικά πλοία, 9 Υδραϊκά και 5 Σπετσιωτικά, είχε καταπλεύσει στο Μεσολόγγι από τις 30 Νοεμβρίου 1823. Στη θέα τής Ελληνικής μοίρας, η Οθωμανική πολεμική μοίρα εκ 15 πλοίων που είχε αποκλείσει το Μεσολόγγι, έλυσε τον ναυτικό αποκλεισμό τής πόλεως και κατέφυγε στο λιμάνι τής Ναυπάκτου. Στον Ελληνική μοίρα επέβαινε ο Μαυροκορδάτος, ο οποίος αποβιβάσθηκε εν χορδαίς και οργάνοις στο Μεσολόγγι.

     Κατά την πρόσπλευση όμως της Ελληνικής μοίρας προς το Μεσολόγγι, οι Έλληνες είχαν μία αξιοσημείωτη επιτυχία, όταν συνάντησαν μία τουρκική κορβέτα που έπλεε από την Πρέβεζα στην Πάτρα. Επί του τουρκικού πολεμικού πλοίου επέβαινε ο ανηψιός τού Γιουσούφ Πασά τής Πάτρας, φέρων μετ αυτού ένα μεγάλο χρηματικό ποσό (περισσότερα από 1.000.000 γρόσια) για πληρωμή καθυστερούμενων μισθών δεκαέξι (16) μηνών στους στρατιώτες τού Γουσούφ Πασά στην Πάτρα, Ρίο, Αντίρριο και Ναύπακτο. Υδραϊκά πολεμικά πλοία αποσπάσθηκαν τότε από τον ελληνικό στολίσκο και κατεδίωξαν την τουρκική κορβέτα, η οποία κατέφυγε κανονιοβολούμενη στη Ζάκυνθο, όπου τελικά προσάραξε ημικατεστραμμένη. Οι Τούρκοι ναυτικοί αποβιβάσθηκαν στην ξηρά προκειμένου να διασώσουν εαυτούς και τον θησαυρό τους. Οι Έλληνες παραβίασαν την Αγγλική ουδετερότητα και αποβιβάσθηκαν και αυτοί στη στεριά, προκειμένου να καταδιώξουν και κυρίως να λεηλατήσουν τους Τούρκους: Οι έμπειροι Υδραίοι ναυτικοί είχαν υποψιασθεί ότι οι Τούρκοι μετέφεραν κάποιο θησαυρό επί της τουρκικής κορβέτας διότι η αντίσταση που προέβαλε κατά των ελληνικών πλοίων, η πεισματώδης άρνησή της να παραδοθεί, και οι απέλπιδες ελιγμοί της ήσαν ασυνήθεις.

     Ουδείς γνωρίζει πόσος από εκείνον τον θησαυρό κατέληξε στα θυλάκια των Υδραίων. Σε κάθε περίπτωση, Υδραίοι αρνήθηκαν να συζητήσουν το θέμα με τους Σπετσιώτες, και μάλιστα μετά από ελάχιστες μέρες τα Υδραϊκά πλοία αποσπάσθηκαν από την ελληνική μοίρα, με διάφορα προσχήματα, και επέστρεψαν στην Ύδρα αμέσως μόλις διασφαλίσθηκε η άφιξη του Λόρδου Βύρωνα στο Μεσολόγγι.

     Η υφαρπαγή εκείνης τής λείας από τους Υδραίουςενώ ευρίσκοντο σε κοινή εθνική αποστολή με τους Σπετσιώτεςπροκάλεσε εύλογες πικρίες και εντάσεις μεταξύ Υδραίων και Σπετσιωτών, και επομένως μία συνακόλουθη προσωρινή αποδιοργάνωση του Ελληνικού Στόλου, με συνέπεια την πλημμελή κάλυψη της καταπλεύσεως του Λόρδου Βύρωνα στο Μεσολόγγι. Η επιτυχία δηλαδή των Υδραίων στη Ζάκυνθο παρ ολίγο να επιφέρει μείζονα εθνική καταστροφή σε βάρος των Ελλήνων, σε περίπτωση που Λόρδος Βύρων είχε απωλέσει την ζωή του κατ' εκείνο τον περιπετειώδη κατάπλου του από τη Ζάκυνθο στο Μεσολόγγι.

 

[5] Προς έκπληξη του Λόρδου Βύρωνα, στη μεσσιανική υποδοχή του στο Μεσολόγγι παραβρέθηκε και ο κόμης Gamba, τον οποίο ο Γιουσούφ Πασάς των Πατρών είχε απελευθερώσει την προηγούμενη μέρα (23 Δεκεμβρίου) αφού δεν κατόρθωσε να βρεί ενοχοποιητικά στοιχεία σε βάρος του: Λίγο πριν συλληφθεί, ο Gamba προσάρτησε την αλληλογραφία τού Λόρδου Βύρωνα και της Ελληνικής Επιτροπής τού Λονδίνου σε μία οβίδα κανονιού, που ένας ναύτης του πρόλαβε και την έρριξε απαρατήρητος στη θάλασσα. Στο δε πλοίο τού κόμητος Gamba επέβαιναν μόνον Επτανήσιοι υπό την προστασία τής Βρετανίας, σε αντίθεση με το πλήρωμα του πλοίου τού Λόρδου Βύρωνα όπου επέβαιναν και μη Επτανήσιοι Έλληνες (μη απολαύοντες της προστασίας τής Βρετανίας). Η χαρά τού Λόρδου Βύρωνα και του Gamba για το ανέλπιστο αντάμωμά τους ήταν απερίγραπτη όπως δηλώνει ο Gamba στα απομνημονεύματά του.  

 

[6] Παρά το πρωτοφανές κλίμα χαράς κατά την υποδοχή τού Λόρδου Βύρωνα στο Μεσολόγγι, οι ανάγκες του τόπου ήσαν τόσο μεγάλες και πιεστικές, που οι πρόκριτοι του Μεσολογγίου και πολλοί οπλαρχηγοί δεν συνειδητοποίησαν ότι μετά από 8 συνεχείς ημέρες περιπέτειας, εκ των οποίων οι 6 τελευταίες μέρες αποτέλεσαν την πρώτη πολεμική περιπέτεια (και μάλιστα χειμερινή) του ασθενούντος Λόρδου Βύρωνα, ο Άγγλος λόρδος είχε άμεση ανάγκη ξεκούρασης, αν όχι ημερών, τουλάχιστον λίγων ωρών: Δεν πρόλαβε ο Λόρδος Βύρων καλά-καλά να καταλύσει στο σπίτι όπου διέμενε ο συνεργάτης του αντισυνταγματάρχης Stanhope, και εμφανίζονται εκεί αμέσως δεκάδες ένοπλοι πρόκριτοι και οπλαρχηγοί, όλοι μαζί, συνοδευόμενοι από τους επίσης ένοπλους σωματοφύλακές τους, για να διατυπώσουν τα δίκαια… αιτήματά τους.

     Οι συνεργάτες τού Άγγλου λόρδου τρόμαξαν να πείσουν εκείνα τα ημιάγρια μπουλούκια μπαρουτοκαπνισμένων πολεμιστών ότι οι ακροάσεις θα άρχιζαν την επαύριο σε προκαθορισμένες ώρες, από την 7η πρωϊνή των Χριστουγέννων, προκειμένου ο Λόρδος Βύρων να ξεκουραστεί και κυρίως να έχει τον χρόνο όχι απλώς να ακούσει εκτενώς αλλά και να συνομιλήσει διεξοδικά με καθένα Έλληνα αρχηγό ξεχωριστά, με άνεση και ηρεμία, και κυρίως χωρίς την παρουσία εκατέρωθεν ενόπλων σωματοφυλάκων.

     Για τους εμπόλεμους Έλληνες, εκείνα ήσαν Χριστούγεννα εμφυλιακών προβλημάτων αλλά επίσης μεγάλων προσδοκιών πλέονπροσδοκίες που σηματοδοτούντο από την παρουσία τού λόρδου Βύρωνα στο εμπόλεμο Μεσολόγγι.

ΘΕΜΑΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ

ΤΙ ΕΣΤΙ ΕΘΝΟΣ

Το ΕΘΝΟΣ σχηματιζεται απο δυο βασικους παραγοντες,την ΦΥΛΗ και την ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ.Λεγοντας <φυλη>,εννοουμε την<καταγωγη>-οτι πρεπει δηλ.τα ατομα του Εθνους να εχουν κοινη καταγωγη.Δεν αρκει να εχουν αυτα<συνειδηση>
περι κοινης καταγωγης.Δεν αρκει δηλ.να πιστευουν στην κοινη τους καταγωγη,αλλα να εχουν πραγματι κοινη καταγωγη.Διοτι ΜΟΝΟΝ η κοινη καταγωγη-η κοινη<φυλετικη υπαγωγη>-συνεπαγεται ΚΟΙΝΟΥΣ κληρονομικους χαρακτηρες,αρα κοινα πνευματικα στοιχεια.Οταν υπαρχει κοινη καταγωγη,τοτε υπαρχουν κατα το μαλλον η ηττον κοινη γλωσσα,κοινος πολιτισμος,κοινη θρησκεια,κοινα ηθη,κοινη ιστορια.Αυτα τα δευτερογενη στοιχεια δεν αποτελουν,το καθενα ξεχωριστα,απαραιτητο στοιχειο συγκροτησεως Εθνους.Εν τουτοις ολα αυτα,οταν συνυπαρχουν,συντελουν στην συνοχη της κοινοτητος,στην δημιουργια δηλ.ΕΝΙΑΙΑΣ ΣΥΝΕΙΔΗΣΕΩΣ-του δευτερου παραγοντος συγκροτησεως του ΕΘΝΟΥΣ.ΕΘΝΟΣ ειναι επομενως ο ομοειδης φυλετικως λαος,που εχει συνειδηση της υπαρξεως του.
''Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ''

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΔΗΜΟΠΟΥΛΟΣ

Η ΣΗΜΑΙΑ ΜΑΣ

Αυτή η σημαία στα μάτια τα δικά μας συμβολίζει τους Αγώνες όσων πολέμησαν, εργάστηκαν,θυσιάστηκαν, δολοφονήθηκαν, σκοτώθηκαν και έζησαν με πρώτιστες αξίες εκείνες της Ελευθερίας, της Δικαιοσύνης και της Πατρίδας. Αυτούς που έβαλαν το δικό τους λιθαράκι στην αιώνιο πανύψηλο φρούριο του Ελληνικού Πολιτισμού. Δεν είναι ικανή καμία βουλή, κανένα κράτος και κανένας πολιτικός ή κεφάλαιο να την ξεφτιλίζει και να την ξεπουλάει καθημερινά. Οι δειλοί τη βλέπουν με φόβο. Οι προδότες σαν πανί. Οι αστοί σαν ύφασμα. Οι άνανδροι την καίνε. Μα εμείς τη βλέπουμε σαν τη Μάνα που καρτερεί να μας δεί να εκπληρώνουμε τα όνειρα μας. Τα δικά μας,τα δικά της, του Γένους.

ΛΟΓΙΑ ΙΩΝΟΣ ΔΡΑΓΟΥΜΗ




















"Από στενός πατριώτης, γίνομαι εθνικιστής, με τη συνείδηση του έθνους μου και όλων των άλλων εθνών, γιατί οι διαφορές των εθνών πάντα θα υπάρχουν, και έχω τη συνείδησή τους και χαίρομαι που υπάρχουν αυτές οι διαφορές, που με τις αντιθέσεις τους, με τις αντιλήψεις τους, υψώνουν την ανθρώπινη συνείδηση και ενέργεια. Από άτομο γίνομαι άνθρωπος." (ΙΩΝ ΔΡΑΓΟΥΜΗΣ. ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ 18-3-1919)

ΕΘΝΙΚΟ ΠΕΙΣΜΑ

ΙΩΝ ΔΡΑΓΟΥΜΗΣ

''Δεν θελω να πεθανει το Εθνος μου,το Εθνος αυτο, που τοσα εκαμε στην ζωη του, το εξυπνο,το τοσο ανθρωπινο. Για να το φυλαξω απο τον θανατο πρεπει τωρα να το καμω πεισματαρικο στην ΕΘΝΙΚΗ ΠΙΣΤΗ,στον ΕΘΝΙΣΜΟ, ας ειναι και υπερβολικο το αισθημα που θελω να δωσω στους Ελληνες. Μονον ετσι θα ζησει το ΕΘΝΟΣ.''

''Σε οποιους με κατηγορουν η με περιγελουν, γιατι τους κεντρω το Εθνικο τους αισθημα και τους μιλω αποκλειστικα,θα λεγω:Λοιπον θελετε να πεθανει το Εθνος σας;Αν το θελετε,πεστε το καθαρα,μην κρυβοσαστε''

ΙΩΝ ΔΡΑΓΟΥΜΗΣ

Η ΡΗΣΗ ΠΟΥ ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΔΕΝ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΞΕΧΝΑΜΕ



πισταμνους πρς εδτας τι δκαια μν ν τ
νθρωπείῳ λγ π τς σης νγκης κρνεται, δυνατ δ
ο
προχοντες πρσσουσι κα ο σθενες ξυγχωροσιν.

κατά την συζήτησιν των ανθρωπίνων πραγμάτων το επιχείρημα του δικαίου αξίαν έχει, όπου ίση υπάρχει δύναμις προς επιβολήν αυτού, ότι όμως ο ισχυρός επιβάλλει ό,τι του επιτρέπει η δύναμίς του και ο ασθενής παραχωρεί ό,τι του επιβάλλει η αδυναμία του"

ΘΟΥΚΥΔΙΔΟΥ ΙΣΤΟΡΙΑΙ Ε89

Μετάφραση Ελ. Βενιζέλου


28η ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1940 - ΔΙΑΓΓΕΛΜΑ Ι. ΜΕΤΑΞΑ

https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEi9AYAjQboFh1_5M3bFMvoiwdv6qY5bDyiuBuwvPV3Yjtp1ZG3BAXNnY5CWdpxeWu7FvNRIyWEpe_RHBqBZHx93XDCYKW4LJe3j_4jgmwduvaKGVqaTsCSNu7bWjJSewd6rxVoBPh5kloo/s400/%CE%99%CE%A9%CE%91%CE%9D%CE%9D%CE%97%CE%A3+%CE%9C%CE%95%CE%A4%CE%91%CE%9E%CE%91%CE%A3.jpg

“Η στιγμή επέστη που θα αγωνισθώμεν διά την ανεξαρτησίαν της Ελλάδος, την ακεραιότητα και την τιμήν της.
Μολονότι ετηρήσαμεν την πλέον αυστηράν ουδετερότητα και ίσην προς όλους, η Ιταλία μη αναγνωρίζουσα εις ημάς να ζήσωμεν ως ελεύθεροι Έλληνες, μου εζήτησε σήμερον την 3ην πρωινήν ώραν την παράδοσιν τμημάτων του Εθνικού εδάφους κατά την ιδίαν αυτής βούλησιν και ότι προς κατάληψιν αυτών η κίνησις των στρατευμάτων της θα ήρχιζε την 6ην πρωινήν. Απήντησα εις τον Ιταλόν Πρεσβευτήν ότι θεωρώ και το αίτημα αυτό καθ’ εαυτό και τον τρόπον με τον οποίον γίνεται τούτο ως κήρυξιν πολέμου της Ιταλίας κατά της Ελλάδος.
Έλληνες
Τώρα θα αποδείξωμεν εάν πράγματι είμεθα άξιοι των προγόνων μας και της ελευθερίας την οποίαν μας εξησφάλισαν οι προπάτορές μας. Όλον το Έθνος θα εγερθή σύσσωμον. Αγωνισθήτε διά την Πατρίδα, τας γυναίκας, τα παιδιά μας και τας ιεράς μας παραδόσεις. Νυν υπέρ πάντων ο αγών.


Η ΕΞΟΝΤΩΣΗ ΕΝΟΣ ΕΘΝΟΥΣ

Το πρώτο βήμα για να εξοντώσεις ένα έθνος
είναι να διαγράψεις τη μνήμη του.
Να καταστρέψεις τα βιβλία του,
την κουλτούρα του, την ιστορία του.
Μετά να βάλεις κάποιον να γράψει νέα βιβλία,
να κατασκευάσει μια νέα παιδεία,
να επινοήσει μια νέα ιστορία.
Δεν θα χρειαστεί πολύς καιρός
για να αρχίσει αυτό το έθνος
να ξεχνά ποιο είναι και ποιο ήταν.
Ο υπόλοιπος κόσμος γύρω του
θα το ξεχάσει ακόμα πιο γρήγορα.


Μ. Κούντερα

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΣΕ 10 ΛΕΠΤΑ

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΕΛΑΣΓΟΣ: 26 ΧΡΟΝΙΑ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗΣ ΣΥΝΕΙΣΦΟΡΑΣ ΣΤΗΝ ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ.

free counters