Οι ελληνικές μοίρες, εν αναμονή τού Καρά Αλή, συγκεντρώθηκαν στά Ψαρά. Αποτελούνταν από 20 υδραίϊκα, 15 σπετσιώτικα καί άλλα τόσα ψαριανά, μέ αρχηγούς αντίστοιχα τούς Γιακουμάκη Τομπάζη, Γεώργιο Ανδρούτσο καί Νικολή Αποστόλη. Ο Τομπάζης ασκούσε ένα είδος γενικής αρχηγίας. Η αρχική πρόθεση τών Ελλήνων ήταν νά αποκλείσουν τόν Ελλήσποντο, αλλά κάτι τέτοιο θά μπορούσε νά οδηγήσει σέ ναυμαχία μέ τόν τουρκικό στόλο κάτι πού δέν επιθυμούσαν οι Έλληνες. Τά ελληνικά μπρίκια δέν ήταν σέ θέση νά αντιμετωπίσουν τά πανίσχυρα ντελίνια καί τίς φρεγάτες τής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Έτσι αποφεύχθηκε η απευθείας αναμέτρηση καί περιορίσθηκαν σέ κατοπτεύσεις τών κινήσεων τού τουρκικού στόλου, ενεργώντας επιδρομές εναντίον του. Τέτοιες άλλωστε ήταν καί οι οδηγίες πού είχαν έλθει από τήν Ύδρα.
«Στίς 23 τού Μάη στά 1821 ο ελληνικός στόλος βρισκόταν συναγμένος στά Ψαρά. Πενηντατρία καράβια υδραίϊκα, σπετσιώτικα, ψαριανά.
Ναύαρχος ο Γιακουμάκης Τομπάζης. Σκοπό είχαν νά μήν αφήσουν τήν
αρμάδα νά σαλπάρει απ' τό Μπουγάζι τής
Πόλης (Δαρδανέλλια) πού ετοιμαζόταν νά
κτυπήσει τά νησιά τής Άσπρης Θάλασσας. Τά ξημερώματα αυτής τής μέρας,
ειδοποιήθηκαν οι Έλληνες ότι φάνηκε ο εχθρικός στόλος. Ένα ψηλόθωρο
βασέλο - ντελίνι
τρικούβερτο μ' ογδονταπέντε κανόνια, μέ γεμάτα πανιά, αρμένιζε ολομόναχο
κατά τή Μυτιλήνη. Τό όνομά
του "Μπέτ τάς κοπάν" (κινούμενος βράχος).
Ρεΐζης (πλοίαρχος) ο Οσμάν Αρναούτ Γκέκας. Η απανεμιά τό ανάγκασε ν' αράξει στό λιμανάκι τής Ερεσού.
Άναψαν οι Γραικοί. Μέ τό λιγοστό αέρα θέλησαν νά τό ζυγώσουν. Πρώτος ο Ζάκας μέ τόν
γρήγορο "Αχιλλέα" του. Μόλις τόν είδαν οι Τούρκοι νά σιμώνει,
τού ρίχνουν μερικές κανονιές καί ο Ζάκας κάνει πίσω. Κι ο ναύαρχος Τομπάζης
πού στήν κουβέρτα τού "Θεμιστοκλή" είχε τά πιό μεγάλα κανόνια, έριξε
στό βασέλο δυό τρείς κανονιές. Πήγανε χαμένες οι μπάλλες στό νερό.»
Ολόκληρος ο ελληνικός στόλος δέν μπορούσε νά αντιμετωπίσει ένα καί μόνο τουρκικό πλοίο,
τό οποίο είχε τόση δύναμη πυρός όση δύναμη πυρός διέθετε ολόκληρος
ο ελληνικός στόλος. Οι στιγμές ήταν δύσκολες γιά τούς έμπειρους ναυτικούς, οι οποίοι
σέ σύσκεψη πού ακολούθησε αποφάσισαν τή χρήση του μόνου δυνατού
όπλου πού θα μπορούσε νά εξουδετερώσει τό τουρκικό δίκροτο καί δέν ήταν άλλο από τό πυρπολικό.
Σέ εκείνη τή δύσκολη νύχτα οι καπετάνιοι του ελληνικού στόλου δέν
μπορούσαν νά φανταστούν τήν αποτελεσματικότητα πού θά είχαν αργότερα
στίς επιχειρήσεις
τά πυρπολικά. Μπουρλοτιέρηδες πού έμελλε αργότερα νά οδηγούν τά μπουρλότα
τους στήν πρύμνη τών τουρκικών φρεγατών καί μέ τή δάδα
τους νά τίς αναγκάζουν νά αλλάζουν ρότα ήταν οι
Λάζαρος Μουσός, Λέκας Ματρόζος, Γουδής, Κοσμάς Μπαρμπάτσης, Τσατσαρώνης,
Γιώργος Λάμπρου, Καστελιώτης από τίς Σπέτσες,
Κωνσταντής Κανάρης, Δημητρός Παπανικολής, Γιώργης Βρατσάνος, Κωνσταντής Νικοδήμος,
Καλαρίτης, Σαρηγιάννης, Φιλίνης, Τσαπαρλής,
Γιωργής Γιάνναρης, Πλημμές, Καρύδας, Κασσέτας από τά Ψαρά, Αντρέας Πιπίνος, Γιώργος Πολίτης,
Αναγνώστης Δημαμάς, Δημητρός Τσαπελής,
Αντώνης Βώκος, Γιάννης Ματρόζος, Βατικιώτης, Καλογιάννης, Μανώλης Μπούτης, Γιώργος
Θεοχάρης, Στίπας,
Δημητρός Ραφαλιάς, Μπουδούρης,
Φωτιάς, Πινότσης, Βοβολίνης από τήν Ύδρα, Γιάννης Θεοφιλόπουλος (Καραβόγιαννος) από τά Λαγκάδια
καί Γιάννης Δημολίτσας (Πατατούκος) από τήν Πάργα.
«- "Απ΄τήν Πάργα είσαι";
- "Ναί καπετάνιε. Είμαι ο Γιάννης Δημολίτσας, μά οι Ψαριανοί μέ φωνάζουν Πατατούκο".
- "Καί πώς βρέθηκες σέ τούτα τά μέρη;"
- "Όταν οι Εγγλέζοι, καπετάν Γιακουμάκη, πούλησαν τήν πατρίδα μου τήν Πάργα στόν Αλή πασά, ξενιτεύτηκα. Μπήκα σ' ένα καράβι νά δουλέψω.
Ήταν τού γιού τού καπετάν Νικολή τού Αποστόλη".
- "Θά μπορέσεις νά φτιάξεις ένα μπουρλότο;"
- "Θά μπορέσω. Νά πάρω καί τόν Ρώσο τόν
Ιβάν Αφανάσιεφ πού είναι γεμιτζής στό καράβι τού καπετάν Λάζαρου Λαλεχού;"
- "Καί τό ρωτάς;"
Δούλεψαν ασταμάτητα νύχτα μέρα καί μπόρεσαν νά
ετοιμάσουν τό μπουρλότο. Έλειπε τώρα ο καπετάνιος του, ο μπουρλοτιέρης. Ο καθένας δίσταζε. Ποιός νάμπει σέ τούτο
τό καράβι πού τόσο βιαστικά τό κάνανε μπουρλότο.»
Πριν ξημερώσει η 25η Μαΐου 1821, ο Υδραίος Γιώργος Θεοχάρης οδήγησε
εναντίον τού δίκροτου τό πυρπολικό, πού είχε κατασκευαστεί από τόν Πατατούκο.
Πλήρωμα του είχε τόν Αντώνη Γκίκα Ζερβό, τόν Κωνσταντή Αμοργιανό
καί άλλους ναυτικούς από διάφορα αιγαιοπελαγίτικα νησιά.
Ο τιμονιέρης του Ζερβός τό έφερε από τήν ξηρά, αλλά οι
Τούρκοι πού τόν έβλεπαν από τήν παραλία άρχισαν νά τόν πυροβολούν.
Αλλά καί οι Τούρκοι από τό ντελίνι (navire de ligne = πολεμικό τής γραμμής) άρχισαν
νά κανονιοβολούν τό πυρπολικό. Ο Ζερβός όμως κατόρθωσε μέσα από καταιγισμό πυρών
νά κολλήσει τό πυρπολικό στό τούρκικο καράβι.
Ο Θεοχάρης έβαλε τή φωτιά καί όλοι μαζί πήδησαν
στή βάρκα γιά νά φύγουν. Έμεινε μόνο ο τιμονιέρης Γκίκας Ζερβός, τόν οποίον σκότωσαν οι Τούρκοι αφού κατάφεραν νά ξεκολλήσουν τό
μπουρλότο από τή φρεγάτα τους.
Οι Έλληνες ναυτικοί δέν τά παράτησαν.
Κατασκεύασαν δύο ακόμα πυρπολικά, τά οποία θά τά οδηγούσε
τό ένα ο Δημήτρης Παπανικολής καί τό άλλο ο
Γιώργης Καλαφάτης. Ο Καλαφάτης, ένα μήνα πρίν, όταν
οι Ψαριανοί προεστοί είχαν απορρίψει τό καράβι του από τόν στόλο του νησιού τους, είχε
προσφερθεί νά τό κάνει πυρπολικό καί νά τό οδηγήσει ο ίδιος σέ όποια επιχείρηση θά τού ανέθεταν.
Τά χαράματα τής 27ης Μαΐου 1821, ξεκίνησαν ο Καλαφάτης καί ο Παπανικολής μέ
τά πυρπολικά τους γιά τό παράτολμο εγχείρημα.
Ο ελληνικός στόλος κανονιοβολούσε διαρκώς τό τουρκικό ντελίνι γιά νά καλύψει τούς μπουρλοτιέρηδες.
«Ήταν η ώρα έξι τό πρωΐ, όταν τά μπουρλότα ζύγωσαν τό εχθρικό καράβι. Πρώτος κολλάει στό ντελίνι ο Καλαφάτης. Βάζει φωτιά στό
μπουρλότο του καί μέ τούς συντρόφους του ξεμακραίνει μέ τή φελούκα του.
Τό μπουρλότο τού Καλαφάτη φουντώνει. Οι Τούρκοι όμως στά σύντομα
καταφέρνουν νά τό ξεκολλήσουν καί προκάνουν τό ντελίνι νά μήν αρπάξει φωτιά.
Τό μπουρλότο καίγεται παράμερα. Ο Καλαφάτης μπορεί νά μήν πέτυχε,
μά έκανε μεγάλο καλό. Γιατί η φωτιά τού μπουρλότου ξεσήκωσε μεγάλη αναταραχή στό
ντελίνι. Βρίσκει τότε τήν περίσταση ο Καραβόγιαννος
(Ιωάννης Θεοφιλόπουλος) καί μέ τεχνική μανούβρα τρακάρει καί χώνει τό μπομπρέσσο τού μπουρλότου
στήν πλώρη τού βασέλου.
Ψύχραιμα, μά στά γρήγορα, οι ναύτες πετάνε τούς γάντζους καί δένουν κολλητά τό μπουρλότο στό ντελίνι.
Ύστερα πηδάνε στή βάρκα τους. Ο Παπανικολής μέ τό
μπαρουτοφάγο, βάζει φωτιά στίς μίνες τής μπαρούτης καί πηδάει κι αυτός στή βάρκα πού τόν
πρόσμεναν οι συντρόφοι του. Στά γρήγορα λάμνουν τά κουπιά νά
ξεμακρύνουν καί νά γλυτώσουν. Φωτιά ξεπετάγεται απ' τή μπουκαπόρτα τής πλώρης τού βασέλου.
Σάν τήν είδανε οι Έλληνες, ξεσπάνε σέ χαρμόσυνα ξεφωνητά.
Στίς επτά άρχισε νά φυσάει στεριανός αέρας. Αυτός ο αέρας δυναμώνει τή
φωτιά κι οι φλόγες τριγυρίζουν τό ντελίνι. Φτάνουν καί μέσα στά σωθικά
του. Καπνός
ξεπετιέται απ' τίς μπουκαπόρτες τών κανονιών. Οι αξιωματικοί τρέχουν
νάμπουν στίς βάρκες νά γλυτώσουν.
Ο ρεΐζης Οσμάν Γκέκας κατακρατάει τή βάρκα
γιά τήν αφεντιά του. Έρχεται στά λόγια μέ κάποιον αξιωματικό του καί
αυτός τόν λαβώνει στό λαιμό.
Κατά τίς δέκα, καπνός φτάνει μεσούρανα καί τρομερός κρότος, λές καί
πέσανε πενήντα αστροπελέκια αντάμα. Η φωτιά είχε φτάσει στό τζεπχανέ,
μπαρουταποθήκη,
καί τό ντελίνι τινάχτηκε στόν αέρα. Γέμισε η θάλασσα κουφάρια, ξύλα,
σίδερα, άρμενα. Γιά πολλά χρόνια, ως τό 1854, τά λείψανα τού καραβιού
φαίνονταν στό βυθό.
Απ΄τούς χίλιους εκατό τσούρμο καί ασκέρια, πού είχε η φρεγάτα, ούτε
εκατό δέν προκάνανε νά φύγουν. Στό σουλτάνο Μαχμούτ δέ θά ομολογήσουν τήν αλήθεια.
Θά τού πούν πώς τάχα η θάλασσα σέ άγρια φουρτούνα αφάνισε τό καράβι του.»
Ο Παπανικολής, ο πρώτος μπουρλοτιέρης τού Αγώνα, κατέκαψε τό
τουρκικό δίκροτο τό οποίο βούλιαξε αύτανδρο, παρασύροντας μαζί του στόν
υπόγειο τάφο
χίλιους μουσουλμάνους καί μερικούς σκλάβους Χριστιανούς πού δούλευαν στά
αμπάρια του. Τό μπουρλότο τού Παπανικολή σκόρπισε τόν τρόμο
στόν τουρκικό στόλο, ο οποίος θά έσπευδε νά εξαφανισθεί μέσα στά στενά τού Ελλησπόντου.
Οι Ρωμιοί ναυτικοί θά κυριαρχούσαν στό Αρχιπέλαγος μέ
τά μικρά σιτοκάραβά τους καί θά μπορούσαν στή συνέχεια νά βοηθήσουν στήν πολιορκία τών
παραθαλάσσιων πόλεων τού Μοριά καί τής Ρούμελης.
Ο Δημήτριος Παπανικολής καταγόταν από τά Ψαρά καί ήταν
γιός τού Γεωργίου Παπανικολή,
ο οποίος ήταν ξακουστός γιά τίς συγκρούσεις
του μέ τούς Αλγερινούς πειρατές. Ο μικρός Δημήτρης
σέ ηλικία μόλις δεκαπέντε ετών, κατά τή διάρκεια μίας τρικυμίας,
είχε καταφέρει μόνος του ανάμεσα στούς υπόλοιπους ναύτες,
νά ανέβει στό πιό ψηλό κατάρτι καί νά δέσει τό πανί πού είχε λυθεί
σώζοντας τό καράβι τού πατέρα του από πιθανό ναυάγιο. Σέ ηλικία
δεκαεννέα ετών ήταν ήδη πλοίαρχος,
ενώ υπάρχουν πολλές μαρτυρίες τής εποχής γιά τήν παλληκαριά καί τό
θάρρος του.
Οι πυρπολητές πού ακολούθησαν τόν Παπανικολή στό τολμηρό εγχείρημά του ήταν οι
Ιωάννης Θεοφιλόπουλος, Πλημμές, Καμπούρης, Κασσέτας, Σταματάρας,
Γιαννάρας, Διασσάκης, Κονδήλος, Χατζή Ζαχαριάς, Κομνηνός, Ζεύλης, Μικέ
Ντεληγιάννης,
Χατζή Μανιάτης, Χωριάτης, Πιππίνος, Γεωργίου, Βρουλιώτης, Παργιανός,
Αθανάσιεφ, Κεφαλής καί Λέλες.
Τή μανία τών Τούρκων πού έχασαν τό ντελίνι τους θά τήν πλήρωνε τό Αϊβαλί (Κυδωνιές).
Εκεί ξέσπασαν οι ζεϊμπέκηδες καί οι γιουρούκηδες σκορπίζοντας τό θάνατο στούς
δρόμους τής πόλης πού μέχρι τότε τήν κατοικούσαν τριάντα χιλιάδες Ρωμιοί. Ο
λαός έτρεξε νά σωθεί στίς φελούκες καί τίς σκαμπαβίες τού στόλου τού Τομπάζη,
οι οποίες φορτωμένες ώς τά μπούνια, κουβαλήσαν χιλιάδες ψυχές μέχρι τά ελληνικά καράβια.
Όσοι άνδρες δέν πρόλαβαν ν' ανεβούν σφάχτηκαν, ενώ οι γυναίκες
καί τά παιδιά πουλήθηκαν στά παζάρια καί κατέληξαν στά χαρέμια τών μουσουλμάνων αγάδων.
«But no place suffered like Aivali, or Cydonia.
This flourishing and most interesting spot, was inhabited solely by
Greeks; who enjoyed the rare
privilege of living under their own town rulers. There were 30,000
inhabitants in the town previous to the revolution, many of whom however
had fled. It had a college,
and its population was one of the most enhghtened of any Greek town.
Situated as they were in the heart of the Turkish empire, the thought of
revolt could never
have entered their minds;
But the Pasha of the province was determined that it should; he
therefore, upon pretence of the discovery of a conspiracy, sent a
thousand soldiers to be quartered
among them. The next day a larger number arriving, began to commit every
outrage upon the inhabitants, and wanted only an excuse, to fall upon
and massacre them.
The third day, the Greek fleet appeared off the harbour, but merely by accident, not having had any communcation with it.
This however was the signal for the Turks, who began to
massacre all that fell in their way, and set fire to the houses.
All the men, the young and aged, were murdered in cold blood; the
women and boys, whose beauty made them valuable prizes, were carried
off, to sell in the markets of
Constantinople, and serve the brutal lusts of the rich. The buildings
were all burnt, and of the flourishing Aivali, there remained but the
ashes of its houses and the
bones of its inhabitants.»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου