Αντίθετα μέ τήν Ανατολική Ρούμελη, πού ξεσηκώθηκε ταυτόχρονα μέ τόν Μοριά, η Δυτική Ρούμελη κτύπησε τόν κατακτητή δύο μήνες αργότερα, περί τά μέσα Μαΐου τού 1821. Η αργοπορία αυτή οφειλόταν στήν διστακτικότητα τών σπουδαιοτέρων αρματολών τής περιοχής Γεωργίου Βαρνακιώτη καί Ανδρέα Ίσκου. Ο Βαρνακιώτης μάλιστα συνδεόταν μέ μεγάλη φιλία μέ τόν Ομέρ Βρυώνη καί πίστευε ότι ο ξεσηκωμός τών Ρωμιών, θά είχε τήν ίδια τύχη μέ εκείνον τού 1770 (Ορλωφικά). Ο καπετάνιος όμως τού Ζυγού Δημήτριος Μακρής ήταν ασυγκράτητος. Στίς 5 Μαΐου 1821 κτύπησε στή Σκάλα τού Μαυρομματίου, τό απόσπασμα πού πήγαινε από τό Μεσολόγγι στόν Έπαχτο (Ναύπακτο), μεταφέροντας τούς φόρους τών Χριστιανών. Αφού σκότωσε τούς συνοδούς στρατιώτες, άρπαξε τά χρήματα καί εξαφανίστηκε. Ο Μακρής δέν είχε υπηρετήσει ποτέ στήν αυλή τού Αλή πασά καί είχε περάσει όλη του τή ζωή στά βουνά. Ήταν αγνός καί απονήρευτος σάν τόν Νικηταρά.
O Τούρκος μπέης τού Μεσολογγίου απαίτησε από τούς προκρίτους τά λεφτά πού πήρε ο Κλέφτης τού Ζυγού. Όταν όμως ακούστηκαν φήμες ότι αφενός κατεβαίνουν από τά βουνά Έλληνες γιά νά καταλάβουν τήν πόλη, αφετέρου σπετσιώτικα πλοία πλέουν μέσα στόν Κορινθιακό κόλπο, οι Τούρκοι κατελήφθησαν από πανικό καί έφυγαν γιά τό Βραχώρι (Αγρίνιο). Στίς 20 Μαΐου 1821, ο Δημήτριος Μακρής μπήκε στό Μεσολόγγι καί μαζί μέ τούς προκρίτους τής πόλεως Πάνο Παπαλουκά, Αλέξη Τσιμπουράκη, Στάμο Σιδέρη, Αναστάσιο Παλαμά, Απόστολο Καψάλη, Δημήτριο Πλατύκα, Ιωάννη Τρικούπη, Αθανάσιο καί Ιωάννη Ραζηκότσικα, Γουλιμή, Δεληγιώργη καί Στάικο, ύψωσαν τήν σημαία τού σταυρού στό διοικητήριο τής πόλης. Έτσι κοβόταν η θαλάσσια επικοινωνία τών Τούρκων τής Ρούμελης καί τού Μοριά, αφού τό Μεσολόγγι μέ τίς σκούνες του, ήταν η κύρια αρτηρία επικοινωνίας τους. Τό Μεσολόγγι στό παρελθόν είχε πανίσχυρο εμπορικό στόλο, εφάμιλλο μέ αυτόν τών Σπετσών, αλλά μετά τήν αποτυχημένη επανάσταση τού 1770, η πόλις υπέστη τρομερή δήωση, οι κάτοικοι κατεσφάγησαν καί ο στόλος καταστράφηκε ολοσχερώς. Ίσως αυτός ήταν ο σημαντικότερος λόγος γιά τόν οποίο οι Μεσολογγίτες δίσταζαν νά ξεσηκωθούν.
Στίς 21 Μαΐου, οι Τούρκοι τού Ανατολικού (Αιτωλικού) παρέδωσαν τά όπλα τους στόν Μακρή, εγκατέλειψαν τήν πόλη τους καί κατέφυγαν επίσης στό Βραχώρι. Η εύκολη κατάληψη τού Μεσολογγίου καί τού Αιτωλικού έπεισε καί τόν διστακτικό Βαρνακιώτη νά σηκώσει τή σημαία τής ελευθερίας. Ο Γεώργιος Βαρνακιώτης ήταν ο σημαντικώτερος οπλαρχηγός τής Δυτικής Ρούμελης καί η απόφασή του ήταν τό σύνθημα γιά τόν γενικό ξεσηκωμό τών Ρωμιών τής περιοχής. Καταγόταν από παλιά οικογένεια αρματολών. Ήταν εγγονός τού αρματολού Γιάννου Βαρνακιώτη, πού μετά τήν αποτυχία τής επανάστασης τού Ορλώφ είχε καταφύγει στή Ρωσία, καί γιός τού Νικολού Βαρνακιώτη. Είχε γεννηθεί στό Βάρνακα Ξηρομέρου τό 1780, ενώ τό 1800 διαδέχτηκε τόν πατέρα του στό αρματολίκι τού Ξηρομέρου σέ ηλικία μόλις είκοσι ετών. Από τό αρματολίκι τού Ξηρομέρου, πού ανήκε στήν περιοχή τής δικαιοδοσίας τού Αλή πασά τών Ιωαννίνων, ο Γεώργιος Βαρνακιώτης από πολύ νωρίς βρισκόταν σέ επικοινωνία μέ τούς άλλους οπλαρχηγούς (Γιολδασαίους, Βλαχόπουλο, Μπακόλα, Τσόγκα, Μακρή, Ίσκο) καθώς καί μέ τούς Σουλιώτες γιά θέματα πού αφορούσαν τήν αποτίναξη τού οθωμανικού ζυγού.
Ο Βαρνακιώτης είχε παρευρεθεί στή σύσκεψη τής Λευκάδας, όπου συμμετείχαν οι οπλαρχηγοί τής Στερεάς Ανδρούτσος, Καραϊσκάκης, Μακρής, Τσόγκας, Στουρνάρης, Κοντογιάννης, Πανουργιάς καί στήν οποία είχε αποφασισθεί νά ανατεθεί η επανάσταση τής Ανατολικής Ρούμελης στόν Οδυσσέα Ανδρούτσο καί τόν Πανουργιά καί τής Δυτικής Ρούμελης στό Βαρνακιώτη καί τόν Τσόγκα.
Αφού ο Βαρνακιώτης σήκωσε τό μπαϊράκι τής λευτεριάς στίς 25 Μαΐου 1821, εξέδωσε τήν παρακάτω ανακοίνωση, όπου φαίνονται ξεκάθαρα οι συνθήκες τής ζωής τών Χριστιανών κατά τήν περίοδο τής τουρκοκρατίας καί οι λόγοι πού τούς οδήγησαν στήν επανάσταση.
«Τιμιώτατοι αδελφοί μου προεστώτες καί λοιποί πάντες μεγάλοι καί μικροί συμπατριώτες Ξερομερίται, σάς ασπάζομαι αδελφικώς.
Σάς φανερόνω, ότι έως σήμερον επροσπάθησα καθ' όλους τούς τρόπους, διά νά φυλάξω από κάθε
ενόχλησιν καί κίνδυνον τήν πατρίδα μας, καί δέν άφησα
πράγμα, όπου δέν επιχειρίστηκα, καθώς νομίζω νά σάς ήναι γνωστόν.
Πλήν οι εχθροί μας βιασμένοι από τήν καταστροφήν τής τύχης των καί από τήν φυσικήν
λύσσαν τής πρός ημάς κακίας των, απεφάσισαν νά ξεθυμάνουν τά πείσματα πρός
ημάς καί νά χορτάσουν από τό αίμα μας. Από γράμματα σημερινά, όπου μάς έπεσαν εις τά χέρια,
εβεβαιώθην, ότι έστειλαν διά πέντε χιλιάδας ασκέρι νά έλθη
καί ημάς νά κατακόψη καί τάς φαμελίας μας νά σκλαβώση καί τό τίποτέ μας νά διαρπάση.
Τούτο τό εβεβαιώθην σωστότατα καί τό χρέος τής πίστεως καί ο
πατριωτισμός δέν μέ αφίνουν πλέον νά τό υποφέρω καί απεφάσισα μέ τήν
χύσιν τού αίματός μου
νά βεβαιώσω τήν πρός τήν πατρίδαν αγάπην καί ελευθερίαν τού γένους μας,
αγροικήθηκα μέ όλους τούς άλλους Ναχαελίδας καί όλοι, μεγάλοι καί
μικροί,
προθυμότατοι νά χύσουν τό αίμα των διά τήν ελευθερίαν τής πατρίδος
αναμένουν τό εδικό μας φέρσιμο.
Σάς ειδοποιώ λοιπόν ότι έφθασεν η στιγμή νά αποτινάξωμεν τόν τόσο
βαρύ ζυγόν, νά λείψετε όλοι σας από τά δυσβάστακτα δοσίματα, από ταίς
ανυπόφοραις αγγαρίαις,
από τήν καταφρόνησιν τής τιμής καί θρησκείας μας καί από αυτόν τόν
επικείμενον κίνδυνον τής ζωής μας. Όλη η Τουρκιά κατατρομασμένη καί κατατροπωμένη από τά
άρματα τού Γένους μας, εντός όλίγου κλίνουν τόν αυχένα πρός ημάς, Θεία βουλήσει.
Δόσατε πίστιν εις τά αδελφικά μου λόγια καί όσοι πιστεύετε τήν Αγίαν Τριάδα καί τόν τίμιον Σταυρόν, εις τόν οποίον εξαπλώθη ο Ιησούς Χριστός δι' ημάς,
ετοιμασθήτε
πάραυτα, όπως ημπορέση καθείς μέ άρματα, μέ μπαρούταις καί άλλας
προβλέψεις καί εις τήν παραμικράν φωνήν, όπου σάς κάμω, αμέσως νά
τρέξετε οι άξιοι καί πιστοί
νά μέ ευρήτε διά νά ανταμωθώμεν όλοι καί νά κάμωμεν καθώς έκαμαν καί
κάμουν όλοι οι άλλοι αδελφοί μας,
νά ελευθερώσωμεν τήν πατρίδα, νά ζήσωμεν εις τό εξής
πάντη ελεύθεροι καί νά τιμηθώμεν παρά Θεού καί παρά τού Γένους όλου.
Ο αρχηγός τού Γένους μας πρίγκιψ Υψηλάντης εκυρίευσε τήν Αδριανούπολιν μέ τό πύρ καί τήν
μάχαιραν καί εντός ολίγου εμβαίνει καί εις αυτήν τήν Κωνσταντινούπολιν.
Ελευθερία ή Θάνατος!
Τό 1ον έτος τής ελευθερίας 25 Μαΐου, Ξηρόμερο.
Ο αδελφός σας Γεώργιος Βαρνακιώτης»
Στό Βραχώρι (Αγρίνιο) κατοικούσαν πλούσιοι Τούρκοι γαιοκτήμονες. Οι ραγιάδες δούλευαν στά χωράφια τους καί οι αγάδες εισέπρατταν τά έσοδα μέσα στήν πόλη καί στίς μεγαλοπρεπείς οικίες πού διέμεναν. Η εξουσία πού ασκούσαν στούς Ρωμιούς ήταν σκληρή καί απάνθρωπη καί γι' αυτό τά σπίτια πού έμεναν οι μπέηδες ήταν κανονικά φρούρια κλεισμένα μέ πανύψηλα διπλά ή τριπλά τείχη. Σύντομα όμως οι σκελετωμένοι χωρικοί θά έπαιρναν τήν εκδίκησή τους.
Τίς παραμονές τής σύγκρουσης, ο στρατιωτικός διοικητής τού Βραχωρίου Νούρκας Σέβρανης γνωρίζοντας τίς κινήσεις τών Ελλήνων, κάλεσε τόν Ταχήρ Παπούλια δερβέναγα τών Κραββάρων καί τού Αποκούρου, γιά νά ενισχύσει τή φρουρά του. Αρματολός τής επαρχίας Βλοχού καί Βραχωρίου ήταν ο Αλεξάκης Βλαχόπουλος, ο οποίος σάν τόν Μακρή, ήταν από τούς ένθερμους υποστηρικτές τής επανάστασης. Χωρίς νά χάσει καιρό οργάνωσε μέ τούς άλλους καπετάνιους τήν επίθεση κατά τού Βραχωρίου. Στίς 27 Μαΐου 1821, ο Δημήτριος Μακρής καί ο Αθανάσιος Ραζηκότσικας μέ 700 άνδρες έπιασαν τά "Γεφύρια τού Αλάημπεη", πού ήταν στόν δρόμο μεταξύ Βραχωρίου καί Μεσολογγίου. Ο Σιαδήμας, αρματολός τού Αποκούρου, μέ 500 άνδρες στρατοπέδευσε στό Δογρί Τριχωνίδας. Μαζί του ενώθηκαν καί 200 άνδρες τού Γρίβα. Ο Βλαχόπουλος μέ τόν Τσόγκα, οπλαρχηγό τής Βόνιτσας, έπιασαν τό παλαιό φρούριο πάνω από τήν πόλη.
Τό βράδυ τής 28ης Μαΐου 1821, ο Μακρής καί ο Βλαχόπουλος συννενοήθηκαν μέ φωτιές καί κινήθηκαν ταυτόχρονα κατά τής πόλης. Οι μωαμεθανοί γιόρταζαν τό Ραμαζάνι καί είχαν στήσει τραπέζια στίς πλατείες γεμάτα φαγητά. Μόλις άκουσαν τούς πυροβολισμούς, πήραν τίς οικογένειές τους καί κλείστηκαν στά σπίτια τους. Μετά τήν εκδήλωση τής επίθεσης ενώθηκαν μέ τούς επιτιθέμενους καί αρκετοί Χριστιανοί τής πόλης, μέ επικεφαλής τόν Γεώργιο Στάϊκο. Τά πρώτα τουρκικά αρχοντόσπιτα παραδόθηκαν στίς φλόγες καί άρχισε η μάχη μέσα στούς δρόμους τής πόλης τού Αγρινίου.
«Η δέ οθωμανική εξουσία βλέπουσα προφανώς τήν
επανάστασιν εκκρηγνυομένην καί εις τήν Δυτικήν Ελλάδα, έσπευσε νά
συγκεντρώση τάς
δυνάμεις της εις Άρταν, διά νά εισβάλλουν εις τό μέρος τούτο καί τούς
μέν επαναστατήσαντας Έλληνας νά καταβάλλουν, εις δέ τούς κινδυνεύοντας
Τούρκους νά δώσουν
βοήθειαν καί ει δυνατόν νά διαβώσι καί τόν κορινθιακόν, διά νά προλάβουν
από τόν κίνδυνον καί τούς πάσχοντας Τούρκους καί φρούρια εν
Πελοποννήσω.
Ο Βαρνακιώτης λοιπόν εις τοιαύτην κρίσιμον περίστασιν εσπευσμένως έπεμψε τόν αδελφόν του Γιώτην μέ τετρακόσιους Ξηρομερίτας, όστις
ενωθείς καί μέ τούς λοιπούς οπλαρχηγούς τής Αιτωλίας καί Ακαρνανίας, εκτύπησαν τούς Τούρκους καί επολιόρκησαν αυτούς εις τό Βραχώρι, εις ό ήτο
η κεντρικωτέρα δύναμις αυτών, αυτός δέ έδραμε μετά σπουδής καί καταλαβών τό Μακρυνόρος,
διέκοψε τήν συγκοινωνίαν τών Τούρκων μετά τής εν
Άρτη εξουσίας αυτών, φονεύσας δέ επαναληπτικώς τούς ταταραίους
(ταχυδρόμους) αυτών, ερχομένους από Άρταν εις Αγρίνιον, καί τ'
ανάπαλιν, κατέλαβε
τά έγγραφα αυτών, εξ ών αυτός μέν εγίνωσκε τά επιχειρήματα καί τούς
σκοπούς τών Τούρκων.»
«- Ορέ καπεταναίοι, τ' είν' τούτα πού κάματε καί πήρατε
τό φακήρ φουκαρά'ς τό λαιμό σας; Πώς θά τά βγάλετε πέρα μέ τό σουλτάνο;
Πού είναι ο Βαρνακιώτης;
- Ο Βαρνακιώτης κρατεί τό Μακρυνόρος.
- Τό θέλημα τού Νούρκα καί τών βέγιδων είναι νά τραβήσετε απεδώ,
νά πάτε στά σπήτια σας καί νά βάλετε'ς τό εξής ένα καράρι (απόφαση).
- Εδώ ήλθαμεν νά διώξωμεν τούς εντόπιους Τούρκους, επειδή μέ τούς Αρβανίταις δέν έχομεν πόλεμον.»
Εκείνες τίς ημέρες ήρθε από τό λιμάνι τών Πατρών στό Μεσολόγγι ένα αγγλικό εμπορικό πλοίο φορτωμένο μέ μολύβι καί πυρίτιδα καί οι πολιορκητές αγόρασαν ένα ελαφρύ κανόνι από τόν Άγγλο πλοίαρχο Χούντερσον. Μάλιστα ο ίδιος ο Άγγλος πλοίαρχος συνόδεψε τό κανόνι από τό Μεσολόγγι μέχρι τό Αγρίνιο καί δέχτηκε στήν αγγλική γλώσσα τίς ευχαριστίες τού Βλαχόπουλου. Οι κανονιοβολισμοί τού κανονιού αυτού έπεισαν τόν Αλβανό Νούρκα νά διαπραγματευθεί μέ τούς Έλληνες γιά τήν ασφαλή έξοδο τών Αλβανών από τό Βραχώρι. Μάλιστα λήστεψε τούς πλούσιους Τούρκους καί Εβραίους τής πόλης καί μέ τά κλοπιμαία έφυγε καί κινήθηκε πρός τό Καρπενήσι. Οι πολιορκημένοι Τούρκοι πού δέν περίμεναν πλέον καμμία βοήθεια ήρθαν σέ συμφωνία μέ τούς Έλληνες νά παραδοθούν, υπό τόν όρο νά γίνει σεβαστή η ζωή καί η τιμή τους. Έτσι, στίς 11 Ιουνίου 1821, έπεσε τό Βραχώρι, πού αποτελούσε γιά τήν Δυτική Ελλάδα. ότι η Τριπολιτσά γιά τήν Πελοπόννησο. Γιά τήν τύχη τών Εβραίων καί Τούρκων αιχμαλώτων τού Αγρινίου παραθέτω τήν παρακάτω πηγή:
«Παρασκευή 10 Ιουνίου 1821 καί οι Τούρκοι τού
Βραχωρίου δέχονται πιά νά παραδοθούν. Οι Έλληνες οπλαρχηγοί συμφωνούν.
Δίνονται διαβεβαιώσεις γιά προστασία τής ζωής όσων από τούς Τούρκους καί τούς Εβραίους παραδοθούν.
Όμως άτακτοι ένοπλοι Έλληνες πού δεν ελέγχονται πιά από
τούς οπλαρχηγούς τού αγώνα επιδίδονται σέ σφαγές φτωχών αιχμάλωτων Τούρκων καί ιδιαίτερα
Εβραίων, πού είχαν πάρει τό μέρος τών
κατακτητών καί γιά νά τούς τό δείξουν είχαν βασανίσει μέχρι θανάτου,
αφού πρώτα τόν τύφλωσαν μέ αγκαθιές, τόν Παπαλέξη Δηματά, ιερέα τού Βραχωριού.
Ο Αλεξάκης Βλαχόπουλος αντέδρασε επίσης στις πρωτοβουλίες τού
Γεωργίου Βαρνακιώτη γιά αναίμακτη παράδοση τών Τουρκοβραχωριτών καί
Εβραίων.
Διακατεχόμενος από μένος κατά τών Τούρκων πού κρατούσαν αιχμάλωτη τήν
οικογένειά του στήν Άρτα διέταξε τούς άντρες του τό βράδυ τής Κυριακής
νά
αφήσουν τις πιστόλες τους καί τά καριοφίλια τους καί νά ζωστούν τά
γιαταγάνια τους καί τά μαχαίρια τους. Περικύκλωσαν εκατοντάδες άοπλους
αιχμάλωτους φτωχούς
Τούρκους καί Εβραίους πού βρίσκονταν εγκλωβισμένοι στήν περιοχή τής
σημερινής οδού Παναγοπούλου καί τής ομώνυμης πλατείας καί κατέσφαξαν
πολλούς.
Σκηνές "νύκτας τού Αγίου Βαρθολομαίου" διαδραματίστηκαν. Οι
άντρες τού Αλεξάκη Βλαχόπουλου άρπαξαν πολλά από τά κινητά υπάρχοντά
τους καί αποχώρησαν.
Κάποιοι προχώρησαν καί σέ βεβηλώσεις νεκρών. Οι ελληνικές παραδόσεις
περί
σεβασμού τών αιχμαλώτων πολέμου καί τών νεκρών, δυστυχώς, ξεχάστηκαν.
Οι Τούρκοι αιχμάλωτοι ηγεμόνες Αλλάμπεης καί Ταχήρ - Παπούλιας Πασσάς, ο
Μαχμούτ Μπέης καί η Ντζέκω Πασόνυφη (νύφη τού Μεχμέτ Αγά Πασόπουλου) μέ
τίς οικογένειες τους παρελήφθησαν από τόν Αλεξάκη Βλαχόπουλο.
Ανταλλάχτηκαν μέ τήν οικογένεια του πού κρατούνταν από τούς Οθωμανούς
αιχμάλωτη στήν
Πρέβεζα. Οι αγάδες Χαλίλ Μπέης καί Βείζ εφέντης μαζί μέ τίς οικογένειες
τους καί λίγες φαμίλιες αγαδομπέηδων οδηγηθήκαν γιά προσωρινή προστασία
στό σπίτι
τού Γιαννάκη Στάικου στήν Βελάουστα (Πυργί). Ο Γεώργιος Βαρνακιώτης μετέφερε
μέ ασφάλεια 300 Τούρκους αιχμαλώτους μέ τίς οικογένειες τους
στόν Αστακό. Οι περισσότερες αιχμάλωτες φτωχές τουρκικές οικογένειες
μαζί μέ τούς επιζήσαντες Τούρκους πολεμιστές πού υπολογίζονται κατ'
εκτίμηση σέ
2000 συνολικά ψυχές παραδόθηκαν στόν καπετάνιο
τού Ζυγού Δημήτριο Μάκρη γιά νά οδηγηθούν από τίς δυνάμεις του στήν περιοχή τής Μακρυνείας.
Η μοίρα όμως γι' αυτές τίς ψυχές είχε γράψει απρόβλεπτο καί σκληρό τέλος.
Εκτιμάται βάσιμα πώς σκοτωθήκαν "διά λιθοβολισμού" από τόν όχλο τής περιοχής
καθώς οι δυνάμεις τού "πετρίτη τού Ζυγού" δεν μπόρεσαν ή δεν θέλησαν νά τούς προστατέψουν.»
Μετά τήν πρώτη πολιορκία τού Αλή στά Ιωάννινα από τά σουλτανικά στρατεύματα, είχαν καταφύγει στούς Καλαρρύτες καί στό Συρράκο πολλοί ευκατάστατοι Γιαννιώτες μέ αξιόλογη κινητή περιουσία. Η παρουσία αλβανικής φρουράς δέν εμπόδισε τήν κήρυξη τής επανάστασης (30 Ιουνίου 1821) στούς Καλαρρύτες από τόν Γεώργιο Τουρτούρη καί στό γειτονικό Συρράκο από τόν Ιωάννη Κωλέτη. Οι Αλβανοί στρατιώτες συνέλαβαν τούς προκρίτους ως ομήρους καί οχυρώθηκαν σέ σπίτια, αναμένοντας ενισχύσεις από τά Ιωάννινα. Ακολούθησε μάχη μέ τούς Έλληνες, η οποία είχε ως αποτέλεσμα τή συνθηκολόγηση τής αλβανικής φρουράς. Ο αρχηγός τών μουσουλμάνων στρατιωτών Ιμπραήμ Πρεμετή εγκατέλειψε τήν πόλη μέ όλους τούς άνδρες του.
Ο αρχιστράτηγος Χουρσίτ πασάς έστειλε ισχυρή δύναμη γιά τήν καταστολή τής επανάστασης στά δύο πλούσια βλαχοχώρια. Οι απόλεμοι κάτοικοι, χωρίς νά λάβουν καμμία βοήθεια από τούς οπλαρχηγούς τών Αγράφων καί τής Ρούμελης, δέν προέβαλαν αντίσταση καί εγκατέλειψαν τά χωριά τους. Οι Τούρκοι έμειναν έκθαμβοι πρό τού πλούτου, τών ωραίων σπιτιών μέ τά ανεπανάληπτα μάλλινα κεντητά είδη, τά έπιπλα καί τά ασημένια καί χρυσά σκεύη, τά οποία λαφυραγώγησαν δίνοντας έτσι χρόνο στούς πρόσφυγες τών δύο χωριών νά σώσουν τίς ζωές τους φεύγοντας μέσα από τά δάση καί τά φαράγγια τής Πίνδου. Τά χωριά κατεστράφησαν ολοσχερώς αλλά οι κάτοικοι σώθηκαν καί κατέφυγαν στό Μεσολόγγι, τή Ζάκυνθο καί τήν Κέρκυρα.
«Καλαρρύται καί Συράκου
Εν τή Ηπείρω εκτός τών Σουλιωτών επανέστησαν κατά τάς τυραννίας καί αι
περί τήν σειράν τού Πίνδου κωμοπόλεις Καλαρρύταις καί Συράκου,
αποκλείσαντες εντός
τινων οικιών τόν Οθωμανόν φρουραρχούντα εκεί Ιμπραχήμ Περματήν μετά 300
Αλβανών. Ο επί κεφαλής τών Ελλήνων Ιωάννης Ράγκος τόν επολιόρκησεν
επί 10 ημέρας, μετά τάς οποίας διά συνθήκης τόν αφήκε καί ανεχώρησεν,
εξερχόμενος δέ τής πόλεως ο Αλβανός εύρεν ερχόμενα στρατεύματα εξ
Ιωαννίνων,
σταλέντα παρά τού Χουρσίτ Πασσά, συνωδεύοντο δέ από χριστιανούς
Γοστιτσάνους.
Εισελθώντας δέ αναιμωτί εκυρίευσαν τάς κωμοπόλεις, τών οποίων οι
δυστυχείς κάτοικοι μόλις προέλαβον νά φύγωσιν μετά τών οικογενειών των,
ομοίως
ανεχώρησε καί ο αρχηγός Ράγκος άνευ ουδεμιάς αντιστάσεως, αι δέ κωμοπόλεις λεηλατηθείσαι επυρπολήθησαν.»
Ούτε δύο κανόνια πού έφεραν οι Έλληνες από τό Μεσολόγγι, ούτε τά λαγούμια πού άνοιξαν κάτω από τούς πύργους τών αμυνομένων έφεραν αποτέλεσμα. Οι Τουρκαλβανοί τού Ζαπαντίου επιχείρησαν ακόμα καί έξοδο γιά νά αιφνιδιάσουν μέ τά γιαταγάνια τούς πολιορκητές. Ο Βλαχόπουλος τότε διέκρινε από τή χρυσή στολή τόν αρχηγό Γιουσούφ Ζουλφικάραγα τήν ώρα πού σκότωνε έναν Έλληνα χειριστή κανονιού, τόν σημάδεψε καί τόν ξάπλωσε νεκρό. Έγινε μεγάλη μάχη γύρω από τή σωρό τού νεκρού καί οι Τούρκοι έχασαν δεκαοκτώ άνδρες στήν αποτυχημένη προσπάθεια νά πάρουν τόν νεκρό αρχηγό τους. Αργότερα, ο Βλαχόπουλος έκοψε τό κεφάλι τού νεκρού καί τό κρέμασε απέναντι από τόν πύργο πού πολεμούσαν οι συγγενείς του. Στίς 19 Ιουλίου 1821, οι μουσουλμάνοι αφού είχαν χάσει τό θαρραλέο αρχηγό τους παραδόθηκαν καί σύμφωνα μέ τόν Τρικούπη καί τόν Φιλήμονα, οι Ελληνες άφησαν ελεύθερους τούς γενναίους πολεμιστές νά φύγουν καί νά πάνε όπου επιθυμούν.
«Οργανισμός τής Γερουσίας τής Δυτικής Ελλάδος (4 Νοεμβρίου 1821)
Εν ονόματι τής Παναγίας καί Αδιαιρέτου Τριάδος.
Η παντελής απελπισία, αποτέλεσμα τού σκληροτάτου ζυγού τής οθωμανικής τυραννίας, έβαλον εις τάς χείρας τών Ελλήνων τά όπλα. Ησθάνθηκαν ότι δέν ημπορούσαν πλέον νά ζήσουν εις τήν πατρίδα των, αλλ' ή αυτή έπρεπε ν' αφήσουν, ή υπό τήν μάστιγα τής τυραννίας καί εις τόν ζόφον τών δεσμωτηρίων ν' αποθάνουν, μή δυνάμενοι νά εκπληρώσουν τά υπέρ τήν δύναμίν των ζητήματα τών τυράννων των, ή μέ μέρος τού αίματός των νά εξαγοράσουν εκείνο τών επιλείπων αδελφών των, τών γυναικών καί τέκνων των. Απεφάσισαν τό τρίτον καί έλαβον τά όπλα.
Τ' αποτελέσματα αυτού τού κινήματος τής απελπισίας των εστάθησαν ευτυχή παρ' ελπίδα, αλλ' αυτό τό ίδιον είχε καί άφευκτον επόμενον τήν αναρχίαν κακόν, τοσούτον φοβερώτερον, όσον ο πολυχρόνιος βαρβαρικός ζυγός είχε βλάψει τήν ηθικήν κατάστασιν τών Ελλήνων.
Μετά μακρούς τέλος πάντων αγώνας καί μετά μεγάλας θυσίας, οι κάτοικοι τής Δυτικής Ελλάδος υπερίσχυσαν ευτυχώς τών εχθρών των καί ελευθερώσαντες τήν πατρίδα των, έδειξαν πάλιν σταθεράν τήν επιθυμίας τού νά εισαχθή Διοίκησις φρόνιμος υπό τήν οποίαν νά ίδωσι τήν απαλλαγήν των από τά πολυχρόνια δεινά των.
Οι κύριοι Αλεξάκης Βλαχόπουλος, Πάνος Γαλάνου καί Χρηστάκης Στάϊκου εκ Βλοχού καί Βραχωρίου.
Οι κύριοι Δημήτριος Μακρύς, Αναστάσιος Τζιμπουράκης, Αντωνάκης Γαβαλιώτης καί Γρηγόριος Κερασοβίτης εκ Ζυγού.
Οι κύριοι Νικολάκης Θάνου επίτροπος καπετάνιου Γεωργάκη Νικολού (Βαρνακιώτη), Επαμεινώνδας Μαυρομμάτης, Γεώργιος Φαράντος, Πέτρος Μπαμπίνης, Πάνος Γουλιμής εκ Ξηρομερίου.
Ο κύριος Φώτος Μπόμπορης επίτροπος τών Καπιτάνων τού Σουλίου.
Οι κύριοι Ιωάννης Τρικούπης, Δημήτριος Πλατίκας, Βενδραμής Οικονόμου καί Ιωάννης Βαλτινός εκ Μεσολογγίου
Μετά τήν προκαταρκτικήν ταύτην πράξιν, διά νά ακολουθήσουν τακτικώς εις όλα των τά κινήματα, εδιόρισαν έναν Πρόεδρον (τόν Εκλαμπρότατον Πρίγκιπα Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο).»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου