Οι Τούρκοι κατακτητές είχαν αποδώσει εξαιρετική σημασία στήν Εύβοια λόγω τής γεωγραφικής της θέσης. Διατηρούσαν πανίσχυρη στρατιωτική δύναμη καί μέ τά οχυρά τής Χαλκίδος καί τού Καραμπαμπά, είχαν αποκτήσει τόν έλεγχο τής Ανατολικής Στερεάς. Η οθωμανική εξουσία στήν Εύβοια ήταν ιδιαιτέρως σκληρή, η γή ανήκε εξ ολοκλήρου στούς Τούρκους καί οι Ρωμιοί δούλευαν στά κτήματα σάν σκλάβοι. Οι Χριστιανοί τής Καρυστίας υπόφεραν τά πάνδεινα καί δέν τολμούσαν ούτε κάν νά έχουν ιερείς γιά νά λειτουργούν τίς εκκλησίες τους. Η σφαγή ενός ραγιά από μουσουλμάνο δέν θεωρείτο αδίκημα. Ο Διονύσιος Κόκκινος στό έργο του, αναφέρει περιστατικά στά οποία οι μουσουλμάνοι τής Χαλκίδας σκότωναν Χριστιανούς είτε γιατί τό πεπόνι πού τούς πούλησαν δέν ήταν νόστιμο, είτε γιατί δέν τούς άρεσε τό ρακί κτλ. Κλέφτικα καπετανάτα δέν υπήρχαν καί ο Τούρκος πασάς είχε σίγουρο τό πασαλίκι του. Ποτέ του δεν πίστευε ότι οι σκλάβοι πού τόν προσκυνούσαν στό διάβα του θά σήκωναν ποτέ κεφάλι.
Τήν εποχή αυτή διοικούσε τήν Εύβοια ο μουσελίμης Αχμέτ Μπέης αντί τού Γιουσούφ πασά, πού υπηρετούσε στό στρατόπεδο τού Χουρσίτ πασά στήν Ήπειρο. Τή Δευτέρα τού Πάσχα (11 Απριλίου 1821), οι αγάδες έχοντας γνώση γιά τά επαναστατικά κινήματα τών γκιαούρηδων, έκαναν σύσκεψη περί τού πρακτέου. Στό συμβούλιο πήρε μέρος καί ο διοικητής τής Καρυστίας Ομέρ Μπέης. Άλλοι πρότειναν γενική σφαγή καί δήμευσητών περιουσιών τών Χριστιανών, άλλοι πρότειναν νά εκτελεστούν μόνο οι πρόκριτοι καί κάποιοι ζήτησαν νά μή γίνει τίποτα. Τελικά οι αγάδες αποφάσισαν νά συλλάβουν όλους τούς πρόκριτους, τούς οποίους αργότερα τούς κατέσφαξαν μέχρι ενός.
«Η επανάστασις τής Ευβοίας εκρίνετο προβληματική,
ως επεχούσης τά δευτερεία, άν ουχί τά ίσα, τής Κρήτης κατά τήν
τυραννίαν τών Τούρκων, ών ένεκα οι Χριστιανοί κάτοικοι
κατήντησαν κατά μέγα μέρος φέροντες μορφήν μόνην ανθρώπου.
Ως τοιούτοι οι Ευβοείς ανεπίδεκτοι εθεωρούντο οργανώσεως επαναστατικής,
μή φέροντες πρόσωπα οπωσδήποτε διακεκριμένα. Σποράδην τό μυστήριον εγνωρίζετο
παρά τισι διά τών εν Αθήναις καί Λεβαδεία εταίρων, εκ τού ανωτέρου δέ ιερατικού κλήρου τής
νήσου ο μέν εν Χαλκίδι εδρεύων αρχιεπίσκοπος Γρηγόριος.
Επί τής εποχής αυτής εδιοίκει τήν Εύβοιαν επιτροπικώς, αντί τού πρσφάτως
διορισθέντος Ιουσούφ πασσά, μουτεσελίμης τις εκ Βιτωλίων Αχμέτ βεγής. Ούτος,
ως καί οι λοιποί τών βέγιδων καί αγάδων τής Χαλκίδος, ανησυχούντες επί
τοίς διαφόροις ακούσμασι, συνεσκέπτοντο ιδία περί τού ποιητέου ως πρός τούς ραγιάδας
τής Ευβοίας. Άλλων δέ άλλα προτεινόντων, τών μέν σφαγήν γενικήν καί δήμευσιν,
τών δέ σφαγήν μερικήν τών προκριτέρων, τών δέ περιφρόνησιν καί τά τοιαύτα.
Απεφασίσθη ούτως, όπως ομηρεύσωσιν εν τώ φρουρίω οι δημογέροντες τής νήσου,
εφαρμοσθέντος δέ τού μέτρου αυτού, οι όμηροι ούτοι, τή μέν νυκτί εφυλακίζεντο,
τή δέ ημέρα ηγγαρεύοντο εν τή χειρομύλη, οι πλείστοι δ' αλληλοδιαδόχως,
ως ο Δημήτριος Αποστολίδης, Ιωάννης Αστέρης, Ιωάννης τής Ζαχαρούς, Σταμάτιος
Νικολάκης καί άλλοι, εσφάγησαν υπό τών Τούρκων, ο μέν διά ταύτην, ο δέ δι' εκείνην τήν πρόφασιν.»
Παρόλη τήν τρομοκρατία τών μπέηδων καί τίς συλλήψεις, οι Ευβοείς σήκωσαν τό λάβαρο τής επαναστάσεως. Κατά τά μέσα τού Μαϊου τού 1821 οι κάτοικοι τής Λίμνης, γενέτειρας τού Αγγελή Γοβγίνα, ήταν οι πρώτοι στό Γριπονήσι πού πήραν τά όπλα. Απέναντι στή Λαμία βρισκόταν παλουκωμένος ο Διάκος καί τούς καλούσε νά κτυπήσουν τούς τυράννους. Οι Λιμναίοι σέ συνεννόηση μέ τούς Τρικκεριώτες αρμάτωσαν τέσσερεις σκούνες καί μέσα σέ μικρό χρονικό διάστημα οργάνωσαν στολίσκο. Ο Τομαράς σχημάτισε τό πρώτο επαναστατικό στρατόπεδο στήν οχυρή θέση Άγιος, έξι ώρες μακρυά από τό Νεγρεπόντε (Χαλκίδα) καί οι Λιμνιώτες ανέλαβαν τήν τροφοδοσία τού στρατοπέδου παρέχοντας ψωμί, κρέας, κρασί, μπαρούτι καί βόλια.
Αποφασίστηκε νά κτυπηθούν πρώτα οι Τουρκαλβανοί τού Αλή Πασά στό Ξηροχώρι. Στό μεταξύ, ο Τομαράς καί ο Βαλτινός ή Κλωτσοτύρης, οχύρωσαν τό Ντερβένι, πού είναι ένα στενό πέρασμα σέ μία ορεινή θέση, έξη ώρες μακρυά από τή Χαλκίδα. Στό χωριό Άγιος, εκείνες τίς ημέρες έφτασε ο πρωτοσύγκελος Μακάριος Βαρλαάμ Σκυριανός. Αυτός είχε σταλεί από τούς Τούρκους τής Χαλκίδας μέ συνοδό του τόν Αμούς Αγά νά αφοπλίσει καί νά μαζέψει τά όπλα τών επαναστατών. Αλλά στό χωριό Κοντοδεσπότι, μερικοί τσοπάνηδες σκότωσαν όλους τούς Τούρκους συνοδούς. Κατόπιν μέ τούς τσοπάνηδες εκείνους ο Βαρλαάμ κατευθύνθηκε πρός τόν Άγιο, όπου ενώθηκε μέ τούς Κλέφτες τού Τομαρά. Γιά αρχηγό τους, οι επαναστάτες τής Εύβοιας καθότι δέν ήταν εμπειροπόλεμοι, κάλεσαν τόν πρώτο ξάδελφο τού Οδυσσέα Ανδρούτσου, Βερούση Μουτσανά, πού καταγόταν από τίς Λιβανάτες τής Λοκρίδας.
«Υπερμεσούντος δέ τού Μαΐου, πρώτοι τών
Ευβοέων οι Λίμνιοι ησπάσθησαν τόν υπέρ τής Πατρίδος τόν ιερόν αγώνα,
συννενοηθέντες καί μετά τών
Τρικεριωτών, οίτινες εξώπλισαν εκείθεν δύο ιμπρίκια, ών τό μέν
επλοιαρχείτο υπό τού Ευσταθίου Κουτμάνη, τό δέ υπό τού καπετάν
Κωνσταντίνου, αλλά καί οι
Λίμνιοι εξώπλισαν ωσαύτως τέσσαρας σκούνας, μή έχοντες μεγαλείτερα
τούτων, πρός θαλάσσιον αποκλεισμόν.
Τά δέ Τρικεριώτικα παρέλαβον από τά αντίπερα μέρη τόν καπετάν Βερούση, συγγενή τού Οδυσσέως, έχοντα μεθ' αυτού καί τινας στρατιώτας, ήγαγον αυτόν καί
απεβίβασαν επί τής γής τού Ξηροχωρίου, όςτις ηνώθη μετά τών εκεί Νικολάου Τομαρά, Γεωργίου Βαλτινού Ιατρού (Κλωτσοτύρην ύστερον)
καί Γιαννιώ Χαλκιά Ξηροχωρίτου.
Καί πρώτον μέν έπεσον κατά τών ολίγων Τούρκων τού Ξηροχωρίου, καί τούς
μέν εφόνευσαν, τούς δέ εδίωξαν εκείθεν φεύγοντες δέ εσώθησαν εις
Χαλκίδα.
Τούτου δέ γενομένου, ο Νικόλαος Τομαράς καί Γεώργιος Ιατρός
στρατολογήσαντες παραχρήμα τούς εγχωρίους καί ως εμπροσθοφυλακή ώδευσαν
εις τόν Άϊον καί κατέλαβαν τήν θέσιν αυτήν αναμένοντες εν αυτή τόν
καπετάν Βερούση.
Μετά δύο δέ ημέρας (27 Μαΐου Παρασκευή) έφθασε καί ο καπετάν Βερούσης έχων τόν Χαλκιάν,
τόν Τουρκοστάθην καί τρείς ιερείς, ο εις τούτων ήτο Ξηρομερίτης.
Τούτου αφιχθέντος εξεκίνησαν πρός τά Πολιτικά, εν οίς καί τήν εσπέραν εκείνην κατέλυσεν.
Κατ' εκείνην τήν στιγμήν λαθραίως εκφυγών τις από Χαλκίδος έφθασεν εν Πολιτικοίς,
όπου καί ο στρατός διέμενεν εισέτι, απαγγέλων τάδε:
"Οι Τούρκοι είναι πολύ εξηγριωμένοι, αλλά καί πανικός φόβος κατέχει αυτούς,
όθεν καλόν είναι νά γράψητε εις τούς μπέηδας καί τόν μουτεσελίμην
νά μή πειράξουν τούς εν Χαλκίδι Χριστιανούς."
Η γνώμη αύτη ήρεσε τώ καπετάν Βερούση καί τοίς άλλοις καί παραχρήμα έγραψαν ως εφεξής:
"Γνωρίζετε αγάδες, από τά κιτάπια σας, ότι ο από Θεού ωρισμένος καιρός τής εξουσίας σας επέρασε,
δέν θέλει νά μάς έχετε ραγιάδες πλέον, νά προσκυνήσετε καί νά πάρητε,
όσα πράγματα σηκώνετε καί νά πάτε, όπου θέλετε.
Σάς υποσχόμεθα νά φυλάξωμεν τήν ζωήν καί τήν τιμήν σας,
αφού αφήσετε τά άρματά σας, εμείς τήν γή πού μάς πήρατε, ζητούμεν νά πάρωμεν πίσω."
Τού γράμματος δέ προσταλέντος, κόψαντες σημαίας περίπου τεσσαράκοντα, καί γευματίσαντες
άπαντες οι εν τώ στρατώ, περί μεσημβρίαν εξεκίνησαν πρός τήν
Χαλκίδα μετά τυμπάνων καί άλλων οργάνων. Αλλά καί τά πλοία τά τε
Τρικεριώτικα καί τά Λιμναϊκά άραντα τάς άγκυρας των τάς έρριψαν παρά τήν Λιανήν άμμον.
Άμα δέ ο στρατός εν τή πεδιάδι τής Καστέλας ήρξατο οδεύειν,
ηρίθμησεν ο αρχικαπετάνιος καί εύρε τουφέκια πεντακόσια πεντήκοντα μόνον, οι δέ άλλοι, οι μέν
είχον ρόπαλα, οι δέ άλλα.»
«Ήρχισε νά αλλάζη ο καιρός μπάτης καί εις τάς 3 Μαϊου 1821
εφθάσαμεν εις Σκίαθον, εις τάς 4 εις Τρίκερι αγκυροβολήσαμε.
Εβγήκα έξω μέ τήν μεγάλην λέμβον μέ 70 ναύτας μου.
Ήλθον οι προύχοντες τού τόπου μέ τούς εμποροπλοιάρχους καί μέ υποδέχθησαν μέ εσυντρόφευσαν εις
τήν Κατζελαρίαν τους,
τούς ωμίλησα πολλά διά τήν ανεξαρτησίαν καί δεν ηθέλησαν νά μέ ακούσουν,
εις τό ύστερον ήρχισα καί μέ φοβέραις καί άλλα. Ευθύς τούς υποχρέωσα
καί έρραψαν καί
σημαίας μέ σταυρούς καί ύψωσαν εις τήν Κατζελαρίαν τους καί τά πλοία των καί μέ κανονιοβολισμούς καθώς εγώ τούς έρριψα. Τούς ώρκισα.
Εκεί όπου είμαστε βλέπω καί παρουσιάζεται εμπρός αρχηγός μέ 15 οπλοφόρους,
μέ φωνάζει άν έχη τήν άδειαν νά έμβη νά μέ ιδή. Εσηκώθην μόνος μου καί τόν έπιασα από
τό χέρι καί τόν εκάθησα σιμά μου, τόν ερωτώ τίς είναι καί τί ζητεί,
μέ λέγει άν έχη τό ελεύθερον νά ομιλήση, τού έδωσα τήν άδεια, μέ λέγει:
- "Κύριε αρχηγέ Κριεζή, εγώ έχω δέκα ημέραις, όπου ζητώ ν' αναχωρίσω διά τό πέρα
μέρος τού Ευρίπου, εις τό Ξηροχώρι διά νά βαρέσωμε
τούς εχθρούς κι' οι κύριοι ούτοι μέ έχουν έως σήμερον εμποδισμένον καί μήτε καΐκι μου δίδουν ν' αναχωρήσω."
Καί οι κύριοι Τρικεριώτες μέ είπον τό εναντίον, καί εκατάλαβα ότι είχε δίκαιον ο στρατιώτης,
τόν ηρώτησα από τί μέρος ήτον, καί μέ είπεν ότι:
- "Είμαι εξάδελφος τού Οδυσσέως, ονομάζομαι Βερούσης Μουτσανάς." .
Ευθύς τού έδωσα τήν άδειαν νά τζουρμάρη, είπον καί μέ έφεραν καί τόν πρωτόγερόν τους, τόν επρόσταξα καί εφώναξεν:
- "Όποιος θέλη νά γραφθή στρατιώτης, ελευθέρως! " .
Καί σέ μίαν ώραν εγράφησαν 30. Τούς έπιασα δύο τρεχαντήρια συμφωνώντας καί τόν ναύλον από
40 γρόσια τόν καθένα καί τούς τά επλήρωσα εξ ιδίων μου, τούς έδωσα
καί τάς ζωοτροφίας καί διακοσίους ντεστέδες φυσέκια υπό τήν οδηγίαν τού
Βερούση Μουτσανά. Τούς έβγαλα εμπρός, τούς επροβόδωσα εως τό ιμβάρκον τους, τούς
έρριψα καί πέντε κανοβιοβολισμούς διά νά τούς ενθαρρύνω καί ανεχώρησαν
πρός τό βράδυ διά τούς Ωρεούς καί Ξηροχώρι.»
Οι Ευβοείς ηττήθηκαν εύκολα από τούς Τούρκους, τόσο στή θέση Τροχός, όσο καί στή θέση Βρωμούσες. Μόνο μέ τήν εμφάνισή του τό τουρκικό ιππικό τούς έτρεψε σέ φυγή. Τά τουρκικά σπαθιά έκοψαν δεκάδες κεφάλια καί μόνο όσοι έτρεξαν πρός τή θάλασσα σώθηκαν από τούς κανονιοβολισμούς τών καραβιών τού Κριεζή. Μετά από αυτές τίς ήττες οι τουρκόφρονες άρχισαν νά προδίδουν τούς συμπατριώτες τους στόν Ομέρ μπέη τής Καρύστου ο οποίος τούς έκαψε τά σπίτια. Ο Κριεζής μπροστά στό αδιέξοδο, αποφάσισε νά καλέσει στό νησί έναν εμπειροπόλεμο συμπατριώτη τους, τόν Αγγελή Γοβιό ή Γοβγίνα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου