Άρθρο-παρέμβαση του καθηγητή Οικονομικής Γεωγραφίας και Γεωπολιτικής Θεωρίας του ΕΚΠΑ, Ιωάννη Θ. Μάζη – Συμφωνία Τουρκίας, Πακιστάν και Μαλαισίας για την εξάπλωση του Ισλάμ
Συνεπληρώθησαν ήδη δεκατρείς μήνες από την σημαντική σημειολογικώς, όσον και ουσιαστικώς, τριμερή συνάντηση των ηγετών Τουρκίας[1], Πακιστάν[2] και Μαλαισίας[3] (25/09/2019), εις το περιθώριον της εναρκτηρίου ετησίας πανηγυρικής 74ης Συνόδου της Γενικής Συνελεύσεως του ΟΗΕ στη Νέα Υόρκη. Εκεί ελήφθη απόφασις μεταξύ των τριών κρατών να προχωρήσουν εις ενεργόν συνεργασίαν, επικεντρουμένη εις την εξάπλωση του σουνιτικού Ισλάμ εις περιοχάς στρατηγικού ενδιαφέροντος μιας εκάστης εκ των τριών αυτών χωρών. Το αποτέλεσμα, μάλιστα, της συμφωνίας αυτής ετονίσθη, διά της εξαγγελίας δημιουργίας ενός ειδησεογραφικού μέσου αυξημένης επιρροής (εκπομπής τηλεοπτικού, μάλιστα, προγράμματος) διά την προώθηση αυτής της προοπτικής. Η κίνησις αυτή θα στοχεύει εις την ευρυτέρα και αποτελεσματική αντίκρουση των αντανακλαστικών ανησυχίας και προβληματισμού των εγειρομένων από τη συστηματικώς πλέον προωθουμένην αύξησιν του αποτυπώματος του σουνιτικού Ισλάμ στη Δύση. Την καταγγελίαν, δηλαδή, των ευλόγων δυτικών αντιδράσεων των ευρωπαϊκών κυρίως χωρών ως «ισλαμοφοβικών». Εκρίθη δε σκόπιμον, για λόγους μεγαλυτέρας επιρροής εις το δυτικόν κοινόν, το τηλεοπτικόν τούτο μέσον να είναι αγγλόφωνον.[4] Σύμφωνα δε προς την γλαφυροτάτην σχετικήν ανάρτησιν εις τον προσωπικόν λογαριασμόν του ιδίου του Πακιστανού πρωθυπουργού, κυρίου Ιμράν Χάν, ο σκοπός του είναι καθαρά ισλαμοκεντρικός:
«President Erdogan, PM Mahatir and myself had a meeting today in which we decided our 3 countries would jointly start an English language channel dedicated to confronting the challenges posed by Islamophobia and setting the record straight on our great religion – Islam.»
Imran Khan (@ImranKhanPTI) September 25, 2019
Ολον τούτο το ανησυχητικόν κρεσέντο δηλώσεων και αντιδράσεων (βλέπε την προτροπήν προς όλους του μουσουλμάνους όπου γης περί παγκοσμίου μποϊκοτάζ των γαλλικών προϊόντων) κατά του Γάλλου ηγέτου Εμανουέλ Μακρόν, της ίδιας της Γαλλίας αλλά και εναντίον εις ό,τι το γαλλικό πνεύμα του Διαφωτισμού και η πολιτιστική παράδοσίς του πρεσβεύει φωτοδοτούσα την ευρωπαϊκήν Δύσιν επί τουλάχιστον τέσσερις αιώνες, κάθε άλλο παρά τυχαίον θα πρέπει να θεωρείται. Η επίθεσις, αν και υβριδική, είναι ήδη διαυγής και κρυστάλλινη, έχουσα μάλιστα ήδη επισήμως αρχίσει από τους διαδρόμους του ΟΗΕ. Πρωτοπόροι δε εις αυτήν την ισλαμιστικήν αδελφομουσουλμανικήν Drang nach… Westen (εφόρμηση προς Δυσμάς) είναι η ερντογανική ισλαμοφασιστική Τουρκία με τα χρησιμότατα ισλαμιστικά αδελφομουσουλμανικά παρακολουθήματά της, το Πακιστάν και τη Μαλαισία. Ο π. πρωθυπουργός δε της Μαλαισίας, Μαχάτιρ Μοχάμαντ, θρασύτατα εδήλωσε[5] αμέσως μετά τη φονική, τυφλή επίθεση στη Νίκαια της Γαλλίας ότι οι μουσουλμάνοι έχουν το δικαίωμα «να σκοτώσουν εκατομμύρια Γάλλους» και συνεπλήρωσε ότι «οι μουσουλμάνοι έχουν το δικαίωμα να είναι θυμωμένοι και να σκοτώνουν εκατομμύρια Γάλλους για τις σφαγές του παρελθόντος»!
Προφανώς, περίπου έτσι αντιλαμβάνονται οι τρεις συμφωνούντες μάλλον τα «ανθρώπινα δικαιώματα των Ευρωπαίων μουσουλμάνων» και αυτά μάλλον επιθυμούν να προωθήσουν διά της προαναφερθείσης συμφωνίας. Στην δυναμικήν αυτής της σουνιτικής αδελφομουσουλμανικής ισλαμιστικής προσηλώσεως (représentation), οι τουρκικές επεκτατικές βλέψεις συμβάλλονται με ακόμη δύο, εξίσου κρίσιμες ιδεολογικο-πολιτικές προσηλώσεις: την νεοοθωμανικήν και την νεοτουρανικήν ως πρόταγμα. Αν σε αυτή την αξιοσημείωτη ετερογενή μεν, αλλά εν προκειμένω εντυπωσιακά λειτουργικά αλληλένδετη τριάδα προστεθεί και η ατομική ωφελιμιστική διάσταση των προσώπων της τουρκο-ισλαμιστικής ελίτ που νέμεται την εξουσία στην Τουρκία, έχει κανείς όλη την παλέτα ιδεοληπτικών προσηλωσικών δυναμικών, την τροφοδοτούσα τον προκλητικώς επιθετικογενή χαρακτήρα της γείτονος κατά την παρούσα γεωπολιτική συγκυρία.
Η επιθετικογενής ιδιοσυστασία του τουρκικού παράγοντος έχει παύσει προ πολλού να αναλύεται περιοριστικά, επί τη βάσει μόνον της ελληνοτουρκικής διαφοράς, η οποία συνιστά πλέον αφορμή της υλοποιήσεως του επεκτατικού γεωστρατηγικού σχεδιασμού -και όχι τον τελικό στόχο- της συνολικότερης αναθεωρητικής στρατηγικής της Αγκύρας.
Η τουρκική γεωστρατηγική έχει ανακύψει ως αίτιο προκλήσεως μιας συστάδας διλημμάτων ασφαλείας εις την ευρυτέρα Μέση Ανατολή, ενώ η «αποκατάσταση» των συνόρων του εθνικού όρκου (Mîsâk-ı Millî)[6] καθορίζει την βασικήν προϋπόθεσιν αναβαθμίσεως της Τουρκίας εις την πλανητική κλίμακα ισχύος και συμπληρώνει την θεώρησιν του «μεγαλεπήβολου απωτέρου νεο-οθωμανικού αδελφομουσουλμανικού και, εν κατακλείδι, ισλαμιστικού οράματος».
Α. Οι συλλειτουργούντες παράγοντες
Προς αυτή την κατεύθυνση συλλειτουργούν συγκεκριμένοι παράγοντες:
Πρώτον, ο πολλαπλασιασμός των συντελεστών ισχύος και η βελτίωσις της θέσεως της Τουρκίας εις την περιφερειακήν κατανομήν ισχύος έχουν οδηγήσει εις την εδραίωσιν της πεποιθήσεως των τουρκικών ισλαμο-εθνικιστικών ελίτ, ότι η γεωστρατηγική συγκυρία ευνοεί την Αγκυραν. Ενδεικτικώς, παρετήρουν, απλουστεύοντες αφελώς, το τουρκικόν ΑΕΠ έχει αυξηθεί εις τα 744 δισ. δολάρια το 2019 εν σχέσει με τα 108 δισ. του 1990, τον πληθυσμό εις τα 82.000.000 εν συγκρίσει με τα 58.000.000 και οι τουρκικές εξοπλιστικές δαπάνες ανήλθον το 2019 εις τα 8,1 δισ., αντί των 3,5 δισ. του 1990.[7]
Δεύτερον, κατ’ αντιστοιχίαν, το γεωπολιτικόν σύμπλοκον (geopolitical complex) της Ευρυτέρας Μέσης Ανατολής (Wider Middle East) ευρίσκεται σε γεωστρατηγικήν περιδίνησιν ανακατανομών ισχύος (redistributions of power), κατά την επαύριον της ψευδεπιγράφου Αραβικής Ανοίξεως, της εχούσης ως αποτέλεσμα την δραματικήν εξουθένωσιν -έως και εκμηδένισιν- των κύριων στρατηγικών δρώντων (geostrategic actors), όπως η Συρία και η Λιβύη, και την πρόκλησιν των τεραστίων -εν αρχή προσφυγικών- και κατόπιν μεταναστευτικών ρευμάτων προς την Ε.Ε., μέσω Ελλάδος, Ιταλίας και Ισπανίας. Η Ιταλία και η Ισπανία διευθέτησαν αθορύβως και ορθολογιστικώς το πρόβλημα τούτο, αλλά άλλοι δρώντες, όπως η Ελλάδα, υπέστησαν, εξ αυτού του λόγου και της εθελουσίας (ναι, εθελουσίας!) ανυπαρξίας εθνικού στρατηγικού σχεδιασμού αλλά και επιβιώσεων παλαιολιθικών ιδεοληπτικών συνδρόμων, σημαντικήν συρρίκνωσιν των δυνατοτήτων τους και έθεσαν και συνεχίζουν να θέτουν σε κίνδυνον την εθνικήν των υπόστασιν.
Τρίτον, μετά την ατυχεστάτη και επιπόλαιον επιχείρησιν της Αραβικής Ανοίξεως, η οποία εξελίχθη σε «ισλαμιστικόν Χειμώνα», όπως ηδύναντο να διακρίνουν οι προσεκτικοί παρατηρητές, ο Ερντογάν και η -συνεργαζόμενη στενώς με την κυβέρνησίν του- Μουσουλμανική Αδελφότης, σε συνδυασμόν με την οικονομιστικήν στάσιν της Δύσεως, έδωσαν την δυνατότητα εις το τουρκικόν παρακράτος να δημιουργήσει πολυάριθμους αποσταθεροποιητικούς πυρήνες στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ, ώστε σήμερα να δύναται να τους ενεργοποιεί και να τις αποσταθεροποιεί διά τρομοκρατικών πρακτικών.
Τέταρτον, εις το υπερσυστημικόν επίπεδον (hyper-systemic level), οι ΗΠΑ μετεκίνησαν το επιχειρησιακόν κέντρον βάρους των προς τον Ειρηνικόν (the geortrategic Shift to Asia), λόγω της εξισορροπήσεως της σινικής ανόδου, απελευθερώνουσες χώρον προς εκμετάλλευσιν από περιφερειακούς «επιτηδείους». Την ιδίαν αυτήν περίοδον διεθνείς δρώντες, όπως η Γερμανία, υπηρετούν σχολαστικώς την ιδική των στοχοθεσία σαφώς εθνοκεντρικών ιεραρχήσεων και, πάντως, μακράν της ευρωπαϊκής στρατηγικής θεάσεως της καταστάσεως. Το Βερολίνον στοχεύει εις οικονομιστικήν ανακατανομήν ισχύος, εξικνουμένην μέχρι τις μεσανατολικές αγορές εντός του πλαισίου μιας παρηκμασμένης Ε.Ε. και με «ξενιστή» των επιδιώξεών του την ισλαμοφασιστική Τουρκία των Αδελφών Μουσουλμάνων του Τούρκου ηγέτου κυρίου Τ. Ερντογάν.
Πέμπτον, κατά λογικήν συνέπειαν των προαναφερθέντων, παρατηρείται η δεδομένη αναθεωρητική πρόθεσις της Τουρκίας με κυρίαρχον ιδεολογίαν τον ισλαμιστικόν αδελφομουσουλμανικό νεο-οσμανισμόν, ένα διαχρονικόν θεωρητικόν όσο και πολυμορφικόν εθνικόν πρόταγμα της Αγκύρας. Ο κλειδόλιθος όμως της αναλύσεώς μας σαφώς εντοπίζεται εις το ότι η τουρκο-ισλαμιστική ιθύνουσα τάξις εκτιμά πλέον ότι η γεωστρατηγική συγκυρία (geostrategic momentum) είναι η καταλληλοτέρα διά την υλοποίησίν του, με «φινλανδοποιουμένην» οσημέραι την ελληνικήν πλευράν και μάλιστα υπό τον ήχον των χειροκροτημάτων μιας μερίδος «οθωμανιζούσης εγχωρίου διανοήσεως».
Εκτον, εντός του ως άνω περιγραφόμενου πλαισίου και όπως έχει τονισθεί προσφάτως, «η Τουρκία έχει ως δεδομένον ότι η πολιτική κατευνασμού του Ελληνισμού τα τελευταία σαράντα έξι χρόνια, μετά την παράνομον εισβολήν και κατοχή του 32% του κυπριακού εδάφους, την οσημέραι αυξανόμενη παρουσία τουρκικών στρατευμάτων κατοχής και την πρόσφατον ενεργοποίησιν κατεχομένων αεροπορικών υποδομών (Λευκόνοικο), λειτούργησε ως ο καλύτερος “στρατηγικός της σύμμαχος” διά την υλοποίησιν των κελευσμάτων του κ. Νταβούτογλου αλλά και του Νιχάτ Ερίμ».[8]
Εβδομον, η τουρκική επιθετικότης κατά της κυριαρχίας της Κυπριακής Δημοκρατίας ακολουθείται από τις αντιστοίχους προκλήσεις εις τον αιγαιακόν χώρον και ιδιαίτατα εις το σύμπλεγμα της Μεγίστης, το οποίο εγκαίρως (ήδη από το 2017 και εν μέσω ετερόκλητων «εκτιμήσεων») είχαμε επισημάνει ως κεντρικόν θέατρον κλιμακώσεως.[9]
Ογδοον, παρατηρείται η «οπλοποίησις» συγκεκριμένων χιλιάδων παρανόμων μεταναστών εις τον Εβρον αλλά και πολυαρίθμων ΜΚΟ, λειτουργουσών εις το ελληνικόν νησιωτικόν έδαφος του ανατολικού Αιγαίου ως πρακτόρων των τουρκικών μυστικών υπηρεσιών και στοχευουσών την δημιουργίαν θυλάκων εσωτερικής ισλαμιστικής αποσταθεροποιήσεως.
Τα συγκεκριμένα δεδομένα αποκαλύπτουν την κατάφορον παραβίασιν των υψηλών αρχών του Διεθνούς Δικαίου και του Καταστατικού Χάρτου των Η.Ε. (Αρθρο 2. παρ. 3[10] και 4[11]), περί «μη επεμβάσεως εις τα εσωτερικά άλλων κρατών» και «μη απειλής χρήσεως βίας».
Β. Η τουρκική ισλαμοφασιστική αναθεωρητική πολιτική
Εκτός της Ελλάδος και της Κύπρου, η τουρκική επεκτατική και αναθεωρητική ισλαμιστική πρακτική επεκτείνεται εις τις κατωτέρω, επιλεχθείσες ενδεικτικώς, περιπτώσεις:
i) Της Κυπριακής Δημοκρατίας, όπου η Τουρκία έχει διαπράξει το εισέτι ισχύον έγκλημα της εισβολής και της κατοχής, όπως και ακόμη έξι διεθνή εγκλήματα: α) πολέμου και β) κατά της ανθρωπότητος, τα οποία η ελληνική πλευρά, παρά την ιδιότητάν της ως εγγυητρίας δυνάμεως έναντι της Κυπριακής Δημοκρατίας, δεν συζητά και σιωπά αιδημόνως.
ii) Του βορείου Ιράκ, όπου τα τουρκικά στρατεύματα εισβάλουν, καταλαμβάνουν εδάφη και εγκαθίστανται κατά το δοκούν.
iii) Της Συρίας, η οποία υπόκειται εις έκνομον εισβολήν και κατοχήν εδάφους της, παρά τις τελευταίες -οδυνηρές και δυσοίωνες για την Αγκυρα- εξελίξεις
iv) Της Λιβύης, όπου παραβιάζεται το εμπάργκο διακινήσεως όπλων και η Τουρκία έχει φτάσει έως την απειλή χρήσεως βίας κατά γαλλικής φρεγάτας ασκούσα νηοψίες, όπου και εκεί η Αγκυρα αποτυγχάνει να επιβάλει την βούλησίν της.
v) Της Αρμενίας, η οποία βιώνει την επίθεσιν του Αζερμπαϊτζάν εις το Αρτσάχ ως «proxy» της Αγκύρας, δυσαρεστούσα τα μάλα τη Ρωσία.
vi) Αλλά και χωρών της Υποσαχάριας Αφρικής, δεχομένων επεμβάσεις εις τα εσωτερικά τους από την Τουρκία και ούσες πεδία στρατολογήσεως τζιχαντιστών, υπό την καθοδήγησιν των τουρκικών μυστικών υπηρεσιών και της συσταθείσας τουρκικής Εταιρίας Μισθοφόρων Ισλαμιστών SADAT, δυσαρεστούσα τα μέγιστα τη Γαλλία.
Τοιουτοτρόπως συντίθεται και τεκμηριώνεται η γενικοτέρα τουρκική αναθεωρητική τάσις, η οποία αποσταθεροποιεί μείζονος σημασίας γεωγραφικές ζώνες, αλλά πάντως με αμφίβολα διά την Αγκυραν αποτελέσματα. Αναμφιβόλως, η Ελλάς ευρίσκεται εις το επίκεντρον της εν λόγω στρατηγικής και, ως εκ τούτου, κομπορρημονούσα και θεωρούσα εαυτόν «πυλώνα σταθερότητος και ασφαλείας», θα όφειλε να ενεργήσει αναλόγως, στοχεύουσα την επαναφοράν του διακρατικού συστήματος εις το ενδεδειγμένον σημείον ισορροπίας. Ιδιαιτέρως δε, κατά την παρούσα συγκυρία, αξιοποιούσα την προαναφερθείσα διεθνή δυσφορία που προκαλούν οι αναθεωρητικές και ισλαμο-ανατρεπτικές δραστηριότητες της Αγκύρας. Τούτο, όμως, δεν είναι εφικτόν διά λεκτικών κορδακισμών, αλλά μέσω:
i) Της καταγγελίας δι’ όλων των αποτελεσματικών διπλωματικών και πληροφοριακών μέσων της αποσταθεροποιητικής στρατηγικής της Τουρκίας εις τα διεθνή fora και ΜΜΕ. Ειδικώς εις το πλαίσιον καταλλήλων διεθνών (οικουμενικών ή και περιφερειακών) οργανισμών εξειδικευομένων σε ζητήματα σεβασμού – παραβιάσεων του Διεθνούς Δικαίου και δη του Δικαίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, όπως επίσης και Ανθρωπιστικού Δικαίου, όπως ενδεικτικώς ο ΟΗΕ, το Συμβούλιο της Ευρώπης (CoΕ), ο Οργανισμός για την Ασφάλεια και Συνεργασία στην Ευρώπη (ΟΑΣΕ), των οποίων η Τουρκία (όπως άλλωστε και η Ελλάδα) τυγχάνει μέλος και δεσμεύεται ειδικώς, καθόσον καταστατικώς.
ii) Της αναβαθμίσεως των ελληνικών και κυπριακών (Δόγμα Ενιαίου Αμυντικού Χώρου) συντελεστών ισχύος, στοχεύουσα την αποτελεσματικοτέρα ανάσχεση και τελικώς εξισορρόπηση της Τουρκίας.,
iii) Και εν τέλει της ευθυγραμμίσεως μετά δρώντων, οι οποίοι είναι εκ των πραγμάτων ανταγωνιστικοί και δυνάμενοι να λειτουργήσουν ανασχετικώς και αποτρεπτικώς προς την Τουρκίαν, εχόντων ήδη πρακτικώς εκπεφρασμένην δυσφορίαν προς την έκνομον και αποσταθεροποιητικήν ισλαμοφασιστικήν τουρκικήν συμπεριφορά, την πλήττουσα ευθέως το κύρος της Ε.Ε. και του ΝΑΤΟ, όπως και το μεσογειακό πλέγμα Ειρήνης και Σταθερότητος.
Αναλόγου βεληνεκούς -και χαρακτηριστικών- δύναμις απεδείχθη πως είναι η Γαλλία, εξαιτίας της ισλαμοτρομοκρατικής φρίκης την οποίαν βιώνει ως έθνος και η οποία ανεζωπυρώθη από την Αγκυρα και τα αντίστοιχα κυκλώματα των Αδελφών Μουσουλμάνων, τα οποία επιχειρούν στα γαλλικά και τα ευρωπαϊκά εδάφη, τηλεκατευθυνόμενα από την Τουρκία και τα εκεί εδρεύοντα δίκτυα των Αδελφών Μουσουλμάνων.
Ετέρα δύναμις, θιγομένη επίσης από τις ισλαμιστικές παρεμβάσεις της Αγκύρας εις το «εγγύς εξωτερικό/near abroad» της, είναι η Ρωσία, της οποίας απειλείται το «μαλακόν υπογάστριον», δηλαδή ο Καύκασος.
Η κινητοποίηση αυτών των δρώντων είναι δυνατή, εφόσον η Ελλάδα αποφασίσει την εγκόλπωση του ορθολογικού κριτηρίου εις το σύστημα λήψεως αποφάσεων και την οριστικήν και αμετάκλητoν απόρριψιν του αφελούς και ανεπιτυχούς άχρι σήμερον κατευνασμού, ο οποίος την οδηγεί σε μαθηματικώς προβλεπτή απώλεια κυριαρχίας της (εδαφική επικράτεια, αιγιαλίτις ζώνη), ενώ την έχει ήδη οδηγήσει εις αντίστοιχον περιστολήν αναφορικώς με τα κυριαρχικά δικαιώματά της (υφαλοκρηπίδα, ΑΟΖ).
Ενόσω η Τουρκία αποκρυπτογραφείται ως μείζων απειλή διά το ευρύτερον διεθνές σύστημα ασφαλείας, οφείλει να ενεργοποιήσει τους μοχλούς διπλωματικής ανασχέσεώς της και κατόπιν της εξισορροπήσεώς της, εκ μέρους του συνόλου των υπερσυστημικών δυνάμεων, οι οποίες διατηρούν και προστατεύουν το καθεστώς ασφαλείας εντός των ζωνών της εμφανούς πλέον ισλαμιστικής νεοοσμανικής επιθετικότητος.
Δυνάμεις, όπως το Ηνωμένον Βασίλειον, η Ιταλία και η Ισπανία, δεν δύνανται πλέον να «σιωπούν», μετακυλούσες το στρατηγικό βάρος της τηρήσεως της διεθνούς νομιμότητος και ασφαλείας εις μόνην την Γαλλίαν.
Διεθνείς οργανισμοί με ιστορικόν αποτύπωμα εις την πορείαν της δυτικής ασφαλείας και σταθερότητος, όπως το ΝΑΤΟ ή και η Ε.Ε., υποχρεούνται αμελλητί -αποφεύγοντες τον αυτοχειριασμό διά της ακυρώσεως της εσωτερικής συνοχής τους- να αναχαιτίσουν τον οδηγούντα εις την πολιτικο-οικονομικήν ποδηγέτησίν των, τουρκο-ισλαμιστικόν εκβιασμόν.
Προτάσεις πολιτικής διά την Αθήνα
Εις το πρακτικόν επίπεδον η Ελλάδα οφείλει κατά σειράν:
α) Να συνάψει -τελικώς- την προταθείσαν εκ μέρους της Γαλλίας σχετικήν αμυντικήν συμφωνίαν, την οποίαν κάκιστα περιεφρόνησε η Αθήνα, με αποτέλεσμα να απωλέσει αξιοπιστία εις τα όμματα των Παρισίων. Συμφωνίαν εξασφαλίζουσα ταυτοχρόνως την απόκτησιν του στρατηγικού όπλου των φρεγατών Βelh@ra, των γαλλικών αεροσκαφών Rafales, αλλά των ευνοϊκών ρυθμίσεων για το Follow on Support (FoS) των εν λόγω γαλλικών οπλικών συστημάτων, που προτίθεται να αποκτήσει, όπως και όσων -γαλλικής προελεύσεως- διαθέτει ήδη, μέσω σχετικών αραγών προβλέψεων και ρητρών, ενσωματωθησομένων δεόντως εντός του κειμένου της συμφωνίας. Τοιουτοτρόπως θα επωφεληθεί παραλλήλως εκ των ευνοϊκών όρων των προκυπτόντων εκ της συμπεριλαμβανομένης ρήτρας Στρατιωτικής Συνδρομής, την προταθείσαν ήδη από την Γαλλίαν, ως σύνδρομος όρος της προμηθείας των νέων οπλικών συστημάτων.
β) Να προβεί εις άμεσον διεύρυνσιν της αιγιαλίτιδος ζώνης και καθ’ άπασαν την επικράτειαν, των 6 ν.μ. εις τα 12 ν.μ. και της συνορευούσης ζώνης στα 24 ν.μ., όπως έχει η εκάστοτε παράκτιος χώρα δικαίωμα μονομερές και αναφέρετον (εκ του άρθρου 3/Τμήμα Β και του άρθρου 33/Υποτμήμα Δ, αντιστοίχως, του Δικαίου της Θαλάσσης), ώστε το παίγνιον αποδόσεως ενοχών (blame game) της Τουρκίας, το βασιζόμενο επί της επίσης παρανόμως διακηρυχθείσης εκ της Τουρκίας αιτίας πολέμου (casus belli) βάσει του Αρθρου 2, παρ. 3 και 4 του Χάρτη του ΟΗΕ, να απωλέσει έστω και το ελάχιστο έρεισμα νομιμοφανείας.
γ) Να ολοκληρώσει εντός ελαχίστου χρονικού διαστήματος τον αυστηρόν έλεγχον των εν Ελλάδι ευρισκομένων και λειτουργουσών ΜΚΟ.
δ) Διά του τρόπου αυτού δύναται να υλοποιήσει εκ νέου το Δόγμα του Ενιαίου Αμυντικού Χώρου Ελλάδος – Κύπρου και να δημιουργήσει αξιόπιστο διεθνώς μηχανισμόν ανασχέσεως και αποτροπής της τουρκικής επιθετικότητος.
δ.1) Να παύσει, συνεπώς, να αποκλείει, αυτοκτονικώ τω τρόπω, την Κυπριακήν Δημοκρατίαν από την εξίσωσιν της ελληνοτουρκικής διαφοράς, ικανοποιούσα το πάγιον τουρκικόν αίτημα,.
δ.2) Να λάβει υπ’ όψιν δύο θεμελιώδη στοιχεία σχέσεών μας με την Κυπριακήν Δημοκρατίαν: 1) Οτι είμεθα εγγυήτρια δύναμις για την Κυπριακή Δημοκρατία και 2) ότι οι δύο χώρες αποτελούμε τους δύο σημαντικοτέρους πόλους του ελληνισμού της Μεσογείου και δη της στρατηγικώς σπουδαιοτάτης ανατολικής Μεσογείου.
ε) Να καταγγείλει διά διαγγέλματος του πρωθυπουργού προς τον ελληνικό λαό τις τεράστιες ευθύνες της γερμανικής προεδρίας περί αποφυγής αμέσου επιβολής κυρώσεων στην ιμπεριαλιστική ισλαμοφασιστική Τουρκία.
στ) Να δημιουργήσει με την Κυπριακήν Δημοκρατίαν -υπό την συντονιστικήν αιγίδα της Γαλλίας- θεσμικόν θύλακον ασφαλείας ευρωπαϊκών χωρών της ανατολικής Μεσογείου, ως επίσημον συλλογικόν υποσύστημα παροχής ασφαλείας και διατηρήσεως της ειρήνης στην περιοχή και συγκαλώντας αμέσως μετά την δημιουργία του, για θεσμικώς κατοχυρομένην ή και κατ’ επιλογήν συνεργασίαν το Ισραήλ και την Αίγυπτον εις δύο διπλωματικώς και οργανωτικώς διακριτά fora: 1) Το της Ελλάδος – Κύπρου – Ισραήλ και 2) το της Ελλάδος – Κύπρου – Αιγύπτου, με θεραπευόμενα αντικείμενα την στρατηγικήν, αναπτυξιακήν και στρατιωτικήν συνεργασίαν εις την ανατολικήν Μεσόγειον έναντι τρομοκρατικών και στρατιωτικών απειλών από τρίτες χώρες του γεωπολιτικού αυτού συμπλόκου της ανατολικής Μεσογείου.
ζ) Λειτουργούσα ως εθνικόν δίπολον με την Κυπριακήν Δημοκρατίαν και διά του νομικού ερείσματος της εγγυητρίας δυνάμεως, όπως λειτουργεί -προσχηματικώς, αλλά εκνόμως- και η Τουρκία και στοιχιζομένων των δύο εθνικών πόλων του Ελληνισμού (και χωρών-μελών της Ε.Ε.) με την Γαλλίαν, να απαιτήσουν άμεσον, εντός του Νοεμβρίου, έκτακτον σύγκλησιν Συνόδου Κορυφής, βασιζόμεναι εις την απόφασιν του Gymnich (28/08/2020) με ένα και μόνον αίτημα: την ψήφισιν σοβαρών -και ουχί πομφολυγωδών- οικονομικών κυρώσεων εναντίον της Τουρκίας και την δημιουργίαν αυτομάτου μηχανισμού επιβολής των, μετά από διαπιστωθησομένη (από τις εν λόγω τρεις χώρες) υποτροπής της Τουρκίας εις την ιδίαν έκνομον και επικίνδυνον για την διεθνή ειρήνην και την ασφάλειαν συμπεριφοράν. Κυρώσεων οι οποίες θα πλήξουν ευθέως την ήδη απολύτως εύθραυστον τουρκικήν οικονομίαν.
η) Εις περίπτωσιν αρνήσεως της γερμανικής προεδρίας να συγκατατεθεί προς το τοιούτον, να δηλώσουν προς όλα τα αρμόδια διεθνή θεσμικά όργανα την τεραστία ευθύνη για την έκρηξη πολέμου στην Ν/Α πτέρυγα του ΝΑΤΟ, την οποίαν επωμίζεται το Βερολίνο.
Διότι είναι πλέον σαφές: η ακολουθουμένη πολιτική από πλευράς Αθηνών είναι απολύτως ανεπαρκής, υπερκερασθείσα εκ των καταστάσεων και μη δυναμένη να εξυπηρετήσει τα εθνικά συμφέροντα, τα απειλούμενα από γεωστρατηγικούς συντελεστές της τρεχούσης γεωπολιτικής συγκυρίας, άνευ στρατηγικής βάσεως και τελικώς, εθνικώς επικίνδυνη.
Παραπομπές:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου