Από τό καλοκαίρι τού 1825, ο Κολοκοτρώνης γνώριζε από πληροφορίες τών αιχμαλώτων, ότι ο Ιμπραήμ σχεδίαζε νά κινηθεί μέσω τής επαρχίας τής Γαστούνης πρός τήν Πάτρα καί από εκεί νά καταλήξει στό Μεσολόγγι γιά νά ενισχύσει τά στρατεύματα τού Κιουταχή πού τό πολιορκούσαν. Ο αρχιστράτηγος ζήτησε ενισχύσεις γιά τή δυτική Πελοπόννησο καί τήν άδεια νά μεταφέρει όλες τίς σοδειές τής Γαστούνης στό Μεσολόγγι. O κάμπος τής Ηλείας δέν θά μπορούσε νά κρατηθεί από τούς Έλληνες, οι οποίοι θά έπρεπε νά αντιμετωπίσουν τό πανίσχυρο αιγυπτιακό ιππικό. Ένα ιππικό πού ανανέωνε διαρκώς τίς δυνάμεις του μέ ενισχύσεις πού έρχονταν στήν Μεθώνη από τήν Αλεξάνδρεια. Τά κράτη τής βόρειας Αφρικής (Αίγυπτος, Αλγερία, Τυνησία) σέ συνεργασία μέ τήν Τουρκία είχαν ετοιμάσει 145 πλοία, από τά οποία τά 79 ήταν πολεμικά. Είχαν ήδη μπαρκάρει από τήν Αλεξάνδρεια έχοντας στά αμπάρια τους περισσότερους από 10000 μουσουλμάνους στρατιώτες. Τά μεγάλα πλοία είχαν κατασκευαστεί από τούς Γάλλους στή Μασσαλία, οι οποίοι είχαν χαρίσει στόν Ιμπραήμ καί ένα μικρό ατμόπλοιο πού έφερε πάνω του τρία πυροβόλα. Πώς μπορούσε η Πελοπόννησος μόνη της νά τά βγάλει πέρα μέ τίς βαρβαρικές ορδές από τήν Αφρική, τήν Ασία καί τήν Αλβανία, πού διψούσαν γιά αίμα καί γιά γυναικεία σάρκα; Ήταν θαύμα τό ότι η επανάσταση ακόμα κρατούσε, όταν οι Γάλλοι αξιωματικοί τού Μωχάμετ Άλυ τής είχαν δώσει ζωή μόνο δύο μήνες από τήν έλευση τού υιού του.
Η κυβέρνηση δέν εισάκουσε τίς εισηγήσεις τού αρχιστράτηγου καί έπραξε εντελώς τό αντίθετο, φοβούμενη τήν προέλαση τού Ιμπραήμ πρός τό Ναύπλιο. Ενίσχυσε τίς φρουρές στήν ανατολική Πελοπόννησο, αφήνοντας τή δυτική στό έλεος τού Αιγύπτιου πασά. Οι Τουρκοαιγύπτιοι, στά τέλη Αυγούστου τού 1825, διενήργησαν επιδρομές στά χωριά τής Τριφυλίας καί τής Ηλείας, τρομοκρατώντας τόν πληθυσμό καί αρπάζοντας γυναίκες καί ζώα. Ο Αναστάσιος Κατσαρός, σέ μία προσπάθεια αναχαίτισής τους συνελήφθη αιχμάλωτος. Ο Κατσαρός ήταν ένας από εκείνους τούς οπλαρχηγούς, πού είχαν φυλακιστεί μαζί μέ τόν Κολοκοτρώνη στό Μοναστήρι τού Προφήτη Ηλία στήν Ύδρα. Ο Χρύσανθος Σισίνης, προεστός τής Γαστούνης καί ο Αλέξιος Μοσχούλας, οπλαρχηγός τής Αγουλινίτσας (Επιτάλιο), έστειλαν τούς πληθυσμούς είτε πρός τή Δίβρη, είτε πρός τά μπουγάζια (νησίδες) τής λίμνης Αγουλινίτσας, είτε πρός τίς πλαγιές τού όρους Ωλονός (Ερύμανθος), ενώ δέν σταμάτησαν νά ζητούν από τόν Κολοκοτρώνη καί τόν Πλαπούτα ενισχύσεις. Ο Κολοκοτρώνης μέ τή σειρά του έστελνε γράμματα στό Ναύπλιο ζητώντας από τήν κυβέρνηση στρατιώτες καί πολεμοφόδια πού δέν έφταναν ποτέ. Τά χρήματα τού δευτέρου αγγλικού δανείου δέν τροφοδοτούσαν τίς στρατιωτικές ανάγκες τής Πελοποννήσου πού καιγόταν από άκρη σέ άκρη αλλά τίς τσέπες τών μεσαζόντων καί τών Εβραίων τραπεζιτών.
Μία φορά έλαβα ένα γράμμα από τόν Ρώμαν (Διονύσιος Γεωργίου Ρώμας, Κόντες τής Ζακύνθου) καί μού έλεγε, ότι ωμίλησε μέ τόν Αδάμ (General Sir Frederick Adam Αρμοστής Ιονίων Νήσων). Ο Αδάμ τού είπε: "Δέν ήτο δυνατόν νά αποσπάσωμεν τόν Κολοκοτρώνην από τό αρχοντικόν κόμμα;" Τό κόμμα αυτό ενομίζετο αγγλοδιωκτικό καί ρωσολατρικό καί αυτό τό διέδιδαν οι Μαυροκορδατισταί. Μού έγραψε ο Ρώμας καί μού έλεγε τά όσα τού είπε, καί νά τού γράψω ιδιοχείρως τό φρόνημά μου. Εγώ τού αποκρίθηκα ότι: "Δέν είμαι αγγλοδιωκτικός καί ρωσολάτρης, αλλά είμαι φίλους εκείνου οπού θέλει νά κάμη τό καλόν τής πατρίδος μου καί γίνου εγγυητής εις τήν εξοχότητά του τόν Αδάμ καί ο Αδάμ ας γίνη εις τήν αυλήν του διά τά φρονήματά μου." Ο Αδάμ έστειλε είδησιν εις τήν Αγγλίαν καί μέ μερικόν καιρόν έκραξε τόν Ρώμα, εκλείσθηκε δύο ημέραις, έκαμε τό σχέδιον τών αναφορών, καί τήν έστειλε τήν μίαν νά τήν υπογράψω εγώ, καί τήν άλλην ο Μιαούλης, τήν υπογράψαμεν.
Ημείς επολεμούσαμεν εκεί, αλλά εις όλα τά μέρη, εις όλας τάς επαρχίας εκτυπούντο οι Τούρκοι καί δέν έλειπε ημέρα οπού νά μήν σκοτώνονται Τούρκοι. Γράφω εγώ όμως εδώ όσας μάχας ήμουν παρών καί ωδηγούσα εγώ. Πολλοί εφώναζαν τότε καί η ίδια η κυβέρνησις μέ έγραφε νά συστήσω γενικόν στρατόπεδον, καί νά κάμω ένα γενικόν πόλεμον. Αυτοί όμως δέν ήξευραν τήν κατάστασίν μας, διότι οι Τούρκοι είχαν πιάσει τό κέντρον (Τριπολιτσά) καί δέν μάς άφηκαν ποτέ νά συγκεντρωθούμε δέκα καί δεκαπέντε χιλιάδες νά αντιπαραταχθούμεν εις τόν εχθρόν. Έπειτα ο τόπος είχε ερημωθή, ο πόλεμος δέν άφηνε νά καλλιεργήται, ψωμί δέν ευρίσκαμεν, η κυβέρνησις ήτον μόνο διά τό όνομα, διότι δέν είχε καί εκείνη καί δέν μάς έστελνε, μόνον μέ αστάχυα, ψάνη καί μέ κρέας εζούσαμεν είκοσι καί τριάντα ημέραις. Καί άν εκάμναμεν καί ένα γενικόν πόλεμον καί εχάνοντο τέσσερες ή πέντε χιλιάδες, ήτον αδύνατον νά ματαμαζεύσω στράτευμα, ενώ εάν εχάνοντο καί δέκα, δεκαπέντε χιλιάδες παλιαραπάδες έφερνεν άλλους ο Ιμπραΐμης.
Αφού έμαθα από ζωντανούς αράπηδες, πού έπιαναν οι Έλληνες, ότι ο Ιμπραΐμης ετοιμάζεται διά νά περάση από τήν Γαστούνην καί νά υπάγη εις τό Μεσολόγγι, έγραψα εις τήν κυβέρνησιν καί τούς έδιδα γνώμην μέ δύο γράμματά μου, ότι νά μού δώσουν τήν άδειαν νά υπάγω εις τήν Γαστούνην ή άλλον νά στείλουν διά νά σηκώσουν όλαις ταίς ζωοτροφίαις οπού ευρίσκοντο εις τήν Γαστούνην καί νά τάς εμβάσουν εις τό Μεσολόγγι, καί άν ήθελαν μέ ακούσει, ο Θεός ηξεύρει πώς ήθελε γυρίσουν τά πράγματα, διατί τό Μεσολόγγι δέν ήθελε πέσει έχοντας ζωοτροφίας. Ο Ιμπραΐμης εφοδίασε τά τρία φρούρια (Μεθώνη, Κορώνη, Νεόκαστρο) μέ στρατεύματα καί ζωοτροφίας καί εκίνησε διά τήν Γαστούνην. Οι Γαστουναίοι άλλοι επήραν τά βουνά καί άλλοι εκλείσθηκαν εις τό Χλεμούτσι, από ταίς ζωοτροφίαις άλλαις έκαψε καί άλλαις εβάσταξε καί ταίς επήρε στό Μεσολόγγι.»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου