Του Αρχιμ. Κύριλλου Κεφαλόπουλου
Ιστορικού
Πρόλογος
Η παρούσα εργασία, όπως
δηλώνει και ο τίτλος της, σκοπόν έχει να αναδείξει την επίδραση που άσκησαν οι
αρχαίοι κλασσικοί ιστορικοί (ιδίως οι Ηρόδοτος, Θουκυδίδης, Ξενοφών, Πολύβιος,
Πλούταρχος) στην βυζαντινή ιστοριογραφία, για την οποία αποτέλεσαν πρότυπα προς
μίμησιν ως προς το ύφος και την μεθοδολογία. Δεν κομίζουμε κάτι νέο, εφ’ όσον
οι βυζαντινολόγοι έχουν αποδείξει πέραν πάσης αμφιβολίας τον ισχυρό πνευματικό
σύνδεσμο μεταξύ αρχαίας κλασσικής γραμματείας και βυζαντινής ιστοριογραφίας.
Επομένως, η εργασία μας έχει περισσότερον χαρακτήρα συνθετικό παρά πρωτοποριακό
ή καινοτόμο. Το ενδιαφέρον μας στην παρούσα εργασία θα επικεντρωθεί στο έργο
της Άννης Κομνηνής, κόρης του αυτοκράτορος Αλεξίου Α΄Κομνηνού, «Αλεξιάς». Μέσα
από μία σύντομη εισαγωγική περιδιάβαση γενικά στην βυζαντινή ιστοριογραφία, θα
επικεντρωθούμε στο πρόσωπο της Άννης Κομνηνής, και στο ιστορικό της έργο, μέσα
από το οποίο θα προσπαθήσουμε να ανιχνεύσουμε επιδράσεις της αρχαίας κλασσικής
γραμματείας.
Γενικά για την βυζαντινή ιστοριογραφία.
Οι βυζαντινοί ιστορικοί μας
κατέλειπαν αξιόλογα έργα από απόψεως ιστοριογραφίας και λογοτεχνίας. Πολλοί εξ
αυτών υπήρξαν σπουδαίοι ιστορικοί, αν και δεν εκτιμήθηκαν δεόντως από τους
συγχρόνους τους, οι οποίοι προτιμούσαν να διαβάζουν τους αρχαίους κλασσικούς
ιστορικούς (Θουκυδίδη, Ηρόδοτο, Ξενοφώντα, Πολύβιο, Πλούταρχο) και να θαυμάζουν
με προγονική υπερηφάνεια τους αρχαίους Έλληνες, των οποίων οι Βυζαντινοί
αποτελούσαν φυσικούς και πνευματικούς κληρονόμους.
Είναι γνωστή η σχέση των
Βυζαντινών με τον ελληνικό πολιτισμό και η αγάπη και ο σεβασμός που έτρεφαν για
την προγονική τους πολιτιστική κληρονομιά. Δικαίως αισθάνονταν υπερήφανοι για
το ένδοξο ελληνικό τους παρελθόν και για τα ιστορικά και πνευματικά επιτεύγματα
των προγόνων τους. Σε αυτό λοιπόν το πλαίσιο ήταν αναμενόμενο να αναπτυχθεί
έντονο ενδιαφέρον για την μελέτη της αρχαίας κλασσικής γραμματείας, αλλά και
μία τάση μιμήσεως των προγενεστέρων ως πρότυπα λογοτεχνικά, φιλολογικά,
γλωσσικά και ιστορικά.
Γράφει πολύ χαρακτηριστικά ο
άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος σε μίαν επιστολή του προς κάποιον σοφιστή Αβλάβιον:
«πυνθάνομαί σε σοφιστικής εράν, και το
χρήμα είναι θαυμάσιον, οίον σοβαρόν φθέγγεσθαι, μέγα βλέπειν, βαδίζειν υψηλόν
καιμετέωρον, το λήμμα σοι φέρειν εκείσε εις Μαραθώνα και Σαλαμίνα, ταύτα δη τα
ημέτερα καλλωπίσματα, και μηδέν εννοείν, ότι μη Μιλτιάδας και Κυναιγέρους και
Καλλιμάχους τε και Τηλεμάχους, και πάντα εσκεύασθαι σοφιστικώς».
Μέσα από την μελέτη των
αρχαίων ιστορικών οι Βυζαντινοί εύρισκαν παραδείγματα γενναίων και ηθικών
ανδρών αξίων να λειτουργήσουν ως πρότυπα. Για παράδειγμα, ο Θεόδωρος Μετοχίτης,
Μέγας Λογοθέτης του κράτους, αναφέρει προσωπικότητες της κλασσικής αρχαιότητος
ως πρότυπα προς μίμησιν, όπως οι Επαμεινώνδας και Πελοπίδας, αλλά και προς
αποφυγήν, όπως ο Αλκιβιάδης.
Οι βυζαντινοί των Μέσων Χρόνων ενδιαφέρονταν για την μελέτη της αρχαίας ελληνικής
ιστορίας, αφού άλλωστε η ιστορία ήταν ενταγμένη στα μαθήματα της εγκυκλίου
παιδείας, αλλά και πολλοί λόγιοι ασχολήθηκαν με την συγγραφή της ιστορίας,
επιδεικνύοντας την άριστη γνώση που διέθεταν περί των κλασσικών ιστορικών
συγγραφέων, αλλά και την μίμηση του γλωσσικού τους ύφους και της αττικής
διαλέκτου κατά την ιστορική αφήγηση, που συχνά θύμιζαν Ηρόδοτο, Θουκυδίδη,
Ξενοφώντα, Πολύβιο, Πλούταρχο.
Πράγματι, η βυζαντινή
ιστοριογραφία γνώρισε μεγάλη άνθιση κατά την υπερχιλιετή διάρκεια
ζωής της Ρωμαϊκής
βυζαντινής αυτοκρατορίας, και ανεδείχθησαν αξιόλογοι ιστορικοί και
χρονικογράφοι. Χαρακτηριστικό της βυζαντινής ιστοριογραφίας είναι ότι τόσον οι
ιστορικοί όσο και οι χρονικογράφοι δεν περιορίζονται στην εξιστόρηση των
σύγχρονων προς αυτούς γεγονότων, αλλά επιχειρούν να συγγράψουν γενικές ιστορίες
(«από κτίσεως κόσμου») θέλοντας να φανερώσουν ότι πίσω από την ιστορική πορεία
των λαών και την δράση των ιστορικών προσώπων εκδηλώνεται η πρόνοια του Θεού,
δημιουργού του σύμπαντος κόσμου, ο Οποίος με την θεϊκή Του βούληση κατευθύνει
την πορεία των ιστορικών πραγμάτων, προνοεί για τα χριστιανικά έθνη και
ενδιαφέρεται για τα πράγματα της χριστιανικής βυζαντινής αυτοκρατορίας.
Όπως σημειώνει ο Κ. Κrumbacher,
«δεν υπάρχει καμμία αμφιβολία ότι οι
ιστορικοί αποτελούν την υπέροχον τάξιν των πεζογράφων. Εις ουδένα άλλον κλάδον
της λογοτεχνίας-πλην της εκκλησιαστικής υμνογραφίας- το βυζαντινόνπνεύμα
παρήγαγε τόσον αφθόνους και αγαθούς καρπούς. Οι ιστοριογράφοι, όσον και αν ήσαν
μιμηταί ξένων τύπων, ευρίσκοντο όμως εις την ανάγκην να δημιουργήσουν και τι
νέον, διότι το υλικόν των ήτο όλως νέον, και δη νέον ουχί διόλου ασήμαντον
μέχρι του 13ου αιώνος. Αι μεγάλαι προσωπικότητες του Ιουστινιανού,
Βελισσαρίου, Ναρσή, είτα του Ηρακλείου, της Μακεδονικής δυναστείας η κολοσσιαία
ανάπτυξις, η πολιτική και πνευματική ανακαίνισις επί Κομνηνών και η
καταπλημμύρησις της Ανατολής υπό των Φράγκων κατακτητών ανήκουν εις τα
εξαισιώτερα αντικείμενα της παγκοσμίου ιστορίας».
Τα σωζόμενα ιστορικά κείμενα
της βυζαντινής περιόδου διακρίνονται σε δύο βασικές κατηγορίες, σε ιστορίες και
χρονικά ή χρονογραφίες. Οι χρονογράφοι, συνήθως άνθρωποι του κλήρου ή της
μεσαίας τάξεως, δεν φιλοδοξούσαν να γράψουν ιστορία με αυστηρό έλεγχο των πηγών
τους ή επιστημονική μεθοδολογία. Ειλκύοντο από πάσης φύσεως εξαιρετικά
φαινόμενα, όπως θαύματα, πλημμύρες, φυσικές καταστροφές, ηθικές διηγήσεις που
αποσκοπούσαν στον εντυπωσιασμό και την ηθικολογία των απλών ανθρώπων. Οι
περισσότεροι χρονογράφοι, επειδή ακριβώς απευθύνονταν στον πολύ λαό, συνέγραψαν
σε γλώσσα απλή, δημώδη, ωστόσο μέσα από τα έργα τους διασώζονται πολύτιμα
ιστορικά στοιχεία, πηγές και πληροφορίες που δεν τις αντλούμε από αλλού.
Συνήθως οι χρονογράφοι επιχειρούσαν να συντάξουν χρονικά «από κτίσεως κόσμου»,
και να περιτρέξουν εν συντομία τις προγενέστερες περιόδους (εποχή της Βίβλου,
αρχαία Ελλάδα) ώσπου να φθάσουν σε πιο κοντινά και σύγχρονα προς αυτούς
γεγονότα.
Εν αντιθέσει προς την απλή
και χωρίς ιδιαίτερη κριτική επεξεργασία του υλικού των χρονογράφων, οι
βυζαντινοί ιστορικοί διαπραγματεύονται πιο λεπτομερώς και με ακριβολογία τις περιόδους και τα γεγονότα που εξιστορούν.
Οι περισσότεροι εξ αυτών ήσαν λαϊκοί, μέλη των ανωτέρων κοινωνικών τάξεων, με
αξιόλογη μόρφωση και κλασσική παιδεία, πολλοί εξ αυτών ανήκαν στους μεγάλους
οίκους της βυζαντινής αριστοκρατίας, και κατείχαν υψηλά αξιώματα στην
αυτοκρατορική διοίκηση, ως στρατηγοί, πρεσβευτές, γραμματικοί, υπουργοί και
Λογοθέτες του κράτους, μέλη της αυτοκρατορικής αυλής. Η μόρφωσή και η θέση τους
παρείχε την δυνατότητα να έχουν πρόσβαση σε σημαντικές πηγές και αρχειακό
υλικό: επιστολές, κείμενα και μαρτυρίες των πρωταγωνιστικών μορφών. Πολλές
φορές και οι ίδιοι ιστοριογράφοι ήσαν αυτόπτες μάρτυρες ή συμμετείχαν ενεργώς
στα εξιστορούμενα γεγονότα. Υπερήφανοι για την κλασσική τους παιδεία επιχειρούν
ενσυνειδήτως να μιμηθούν το ύφος, την γλώσσα, και την μεθοδολογία των αρχαίων
ιστορικών , τους οποίους είχαν ως πρότυπα. Έτσι, πολλές φορές χρησιμοποιούν
φράσεις από την κλασσική γραμματεία και έχουν την τάση να αποδίδουν στους
σύγχρονους λαούς αρχαίες ονομασίες, π.χ. αποκαλούν τους Ρώσους ως Σκύθες, τους
Νορμανδούς ως Κέλτες (όπως κάνει η Άννα Κομνηνή).
Μεταξύ
των πολλών αξιόλογων βυζαντινών ιστορικών θα αναφέρουμε ενδεικτικώς μερικούς
από τους πιο εξέχοντες. Ο Ευσέβιος Καισαρείας (4ος αι.) συνέγραψε «Εκκλησιαστική
Ιστορία», από την Γέννηση του Ιησού Χριστού έως του Μεγ. Κων/νου, του οποίου
επίσης συνέθεσε και βιογραφία. Τον 5ο αι. σπουδαίοι εκκλησιαστικοί
ιστορικοί υπήρξαν οι Σωκράτης, Σωζομενός,
και Θεοδώρητος Κύρου, ενώ και τον 6ο αι. ο Ευάγριος ο σχολαστικός
έγραψε και αυτός «Εκκλησιαστική Ιστορία». Ο Προκόπιος (6ος αι.), από
τους σημαντικότερους βυζαντινούς ιστορικούς, απετέλεσε πρότυπο ιστοριογραφίας
για πολλούς μεταγενεστέρους. Συνέγραψε τους πολέμους που διεξήγαν οι στρατηγοί
του Ιουστινιανού, Βελισσάριος και Ναρσής εναντίον των Περσών, Γότθων και
Βανδάλων. Πρότυπό του είχε και αυτός τον Θουκυδίδη. Ο Ιωάννης Μαλάλας συγγράφει
την «Χρονογραφία» του στα τέλη του 6ου αι. διαπραγματευόμενος μία μεγάλη ιστορική περίοδο, από την αρχαία
Αίγυπτο, έως των ημερών του Ιουστινιανού (563 μ.Χ.). Θα περάσουν περίπου δύο
αιώνες μέχρι να φανεί κάποιος νέος αξιόλογος ιστοριογράφος. Τον 9ο
αι. ο Θεοφάνης ο Ομολογητής γράφει το
«Χρονικόν» του σε δημώδη γλώσσα (όχι αρχαϊζουσα η αττικίζουσα), όπου εξιστορεί
τα γεγονότα από την εποχή του Διοκλητιανού μέχρι και τις ημέρες των εικονομάχων
αυτοκρατόρων Θεοφίλου και Μιχαήλ. Το
έργο του αποτελεί πολύτιμη ιστορική πηγή για τους χρόνους της εικονομαχικής
κρίσεως που συνετάραξε την αυτοκρατορία. Την εποχή γράφει και ο χρονογράφος
Γεώργιος Μοναχός.
Κατά τους ακόλουθους αιώνες
έχουμε συγγραφείς όπως ο αυτοκράτωρ
Κων/νος Ζ’ Πορφυρογέννητος (10ος αι.), το «Χρονικόν» του Ιωάννου
Σκυλίτζη (11ος αι.) που περιλαμβάνει τα έτη 811-1081 μ.Χ., και την
«Χρονογραφία» του Μιχαήλ Ψελλού, που διαπραγματεύεται την περίοδο 976-1077 μ.Χ.
ο Γεώργιος Κεδρηνός χρησιμοποίησε ως πηγές τους προγενεστέρους ιστοριογράφους
και συνέγραψε το έργο «Σύνοψις Ιστοριών» αφηγούμενος τα από Αδάμ και κτίσεως
κόσμου έως τους χρόνους της βασιλείας του Ισαακίου Α’ Κομνηνού (1057 μ.Χ.). Τον
12ο αι. επίσης γράφει και η Άννα Κομνηνή την «Αλεξιάδα» της, έργο
υψηλής ιστορικής στάθμης, στο οποίο θα αναφερθούμε εκτενέστερα εν συνεχεία. Ο
Νικηφόρος Βρυέννιος, σύζυγος της Άννης Κομνηνής, γράφει και αυτός ιστορία ως
συνεχιστής της «Αλεξιάδας». Κύριο πρότυπό του είναι ο Ξενοφών. Το ύφος του
Βρυεννίου δεν έχει όμως την κομψότητα και την χάρη της «Αλεξιάδας».
Ο Ιωάννης Κίνναμος
(1143-1202) συνέχισε το έργο της Άννης Κομνηνής. Διετέλεσε βασιλικός γραμματέας
του Μανουήλ Α΄Κομνηνού, Ανδρονίκου Α΄ Κομνηνού και Ισαακίου Αγγέλου. Το έργο
του καλύπτει τα γεγονότα των χρόνων 1143-1176. ο Ιωάννης Κίνναμος έχει ως
πρότυπά του τους Ηρόδοτο, Ξενοφώντα και Προκόπιο. Η ιστορική του αφήγηση
διακρίνεται για την απλή της γλώσσα, το ανεπιτήδευτο ύφος και την μεγάλη του
αγάπη προς την πατρίδα.
Τον 12ο αι. ο
Νικήτας Ακομινάτος (Χωνιάτης) καταγράφει τα γεγονότα μεταξύ των ετών
|
Νικήτας Χωνιάτης |
1118-1206
μ.Χ., δηλ. από την βασιλεία του Ιωάννου Κομνηνού, υιού του Αλεξίου Α΄ Κομνηνού
έως την άλωση της Πόλεως από τους Φράγκους σταυροφόρους του Βαλδουίνου.
Αποτελεί αξιόπιστη και πολύτιμη ιστορική πηγή, διότι καταγράφει τα γεγονότα με
ακρίβεια και ιδιαίτερη γνώση, καθώς υπήρξε
διετέλεσε γραμματέας του αυτοκράτορος και Μέγας Λογοθέτης του κράτους,
υπήρξε δε αυτόπτης στην άλωση της Κων/πολεως
το 1204, όπου και περιγράφει τις ασχημοσύνες και τις φρικαλεότητες που
διέπραξαν οι βάρβαροι σταυροφόροι.
Κατά τον 12ο αι.
ξεχωρίζει η «Σύνοψις Ιστοριών» που συνέγραψε ο Ιωάννης Ζωναράς, ανώτερος
κρατικός αξιωματούχος στην αυτοκρατορική αυλή, και μετέπειτα μοναχός. Το έργο
του ξεκινάει από κτίσεως κόσμου και φθάνει μέχρι τους χρόνους του Αλεξίου Α’
Κομνηνού (1118 μ.Χ.). Το έργο του έχει αξία, καθώς χρησιμοποιεί προγενέστερες
πηγές, τις οποίες σήμερα εμείς δεν διαθέτουμε, και αντλεί το υλικό του από τους
Ευσέβιο Καισαρείας, Θεοδώρητο Κύρου, Προκόπιο, Θεοφάνη, Ιω. Σκυλίτζη και Μιχαήλ
Ψελλό, χωρίς όμως να περιορίζεται σε απλή αντιγραφή, αλλά κάνει επεξεργασία των
πηγών που διαθέτει.
Τον 13ον αι.
έχουμε δύο πολύ αξιόλογους ιστορικούς, τον Γεώργιο Ακροπολίτη (1220-1282 μ.Χ.),
ο οποίος στο έργο του «Χρονική Συγγραφή» διαλαμβάνει τα γεγονότα μεταξύ του
1204 – έτος αλώσεως της Πόλεως από τους Φράγκους- μέχρι την ανακατάληψη αυτής
από τον αυτοκράτορα της Νικαίας Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγο (1261 μ.Χ.), και ο
Γεώργιος Παχυμέρης (1242-1310 μ.Χ.), που συνεχίζει την εξιστόρηση από το 1261
μ.Χ. έως το 1308 μ.Χ.
Αμφότεροι υπήρξαν αυτόπτες μάρτυρες και σύγχρονοι των γεγονότων, η δε ιδιότητά
τους ως ανωτέρων κρατικών λειτουργών τους εξασφάλισε άμεση πρόσβαση και πληροφόρηση
στα γεγονότα.
Τον 14ον αι.
δεσπόζει η μορφή του Νικηφόρου Γρηγορά (1295-1359 μ.Χ.), ο οποίος συνέγραψε,
μεταξύ των πολλών άλλων του συγγραμμάτων , και «Ρωμαϊκή Ιστορία» για την
περίοδο 1204-1359 μ.Χ. καταλήγοντας φθάνουμε και στους γνωστούς «ιστορικούς της
Αλώσεως», τους Γεώργιο Σφραντζή, Δούκα, Λαόνικο Χαλκοκονδύλη (γράφει σε γλώσσα
αρχαϊζουσα επιχειρώντας να μιμηθεί τον Θουκυδίδη) και Κριτόβουλο
(ο τελευταίος συνειδητά προσπαθεί να μιμηθεί το ύφος και τις τεχνικές του
Θουκυδίδου, αν και δυστυχώς πλέκει το εγκώμιο του Μωάμεθ), που ως αυτόπτες
μάρτυρες περιγράφουν με ακρίβεια, αν και με κάποιες μεταξύ των διαφοροποιήσεις,
τα τραγικά γεγονότα που οδήγησαν στην κατάλυση της αυτοκρατορίας και το τέλος
του Βυζαντίου, την πολιορκία και Άλωση της Κων/πολεως το 1453 από τον Μωάμεθ
τον Πορθητή.
Ολοκληρώνοντας αυτήν την
σύντομη γενική και εισαγωγική αναφορά στους βυζαντινούς ιστοριογράφους και
χρονικογράφους, και πριν να εισέλθουμε στην αναφορά μας στον βίο και το
ιστορικό έργο της Άννης Κομνηνής, θα παραθέσουμε την θέση του μεγάλου
βυζαντινολόγου Sir Steven Runciman
για την σημασία της ιστορικής γνώσεως αλλά και την βαθιά συναίσθηση της εθνικής
και πνευματικής συνέχειας της αρχαίας κληρονομιάς στην βυζαντινή κοινωνία: «αν κρίνει κανείς από τον αριθμό των ιστορικών
και, ακόμα περισσότερο, των λαϊκών χρονογράφων, και από τις συχνές εκδόσεις των
χρονικών, φαίνεται ότι ο πολύς κόσμος ενδιαφερόταν πάρα πολύ για την ιστορία.
Άρεσε πολύ στους Βυζαντινούς να διαβάζουν για τις παλιές δόξες της
Αυτοκρατορίας. Και τα χρονικά που τους άρεσαν περισσότερο ήσαν εκείνα που
άρχιζαν με την δημιουργία του Αδάμ και της Εύας και μιλούσαν και για τον Τρωικό
πόλεμο. Οι αυτοκράτορες και οι άγιοι του παλιού καιρού ήταν ζωντανοί μπρος στα
μάτια τους».
Ο βίος της Άννης Κομνηνής.
Κυρίαρχη μορφή στα βυζαντινά
γράμματα του α’ μισού του 12ου αι. για την μόρφωσή της και το
συγγραφικό της έργο είναι η Άννα Κομνηνή.
Γεννήθηκε την 1Η Δεκεμβρίου 1083, ως πρωτότοκος και
«πορφυρογέννητος» κόρη του βασιλέως Αλεξίου Α’ Κομνηνού και της Ειρήνης Δούκα.
Ως η αγαπημένη κόρη του πατέρα της, έλαβε μία εξαιρετική παιδεία και απέκτησε
εκπληκτική ευρυμάθεια στην κλασσική γραμματεία, μελέτησε τους αρχαίους
συγγραφείς, ιστορικούς, φιλοσόφους. Επιπλέον, συμπλήρωσε την εγκύκλιο μόρφωσή
της με σπουδές στα μαθηματικά, μουσική, αστρονομία, ιατρική, όπως συνηθιζόταν
τότε να λαμβάνουν αυτήν την πολύπλευρη κλασσική παιδεία οι Ρωμαίοι πολίτες της
Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Για ένα διάστημα εθεωρείτο ως διάδοχος του πατέρα της
στον αυτοκρατορικό θρόνο, μέχρι την γέννηση άρρενος διαδόχου, του Ιωάννου
Κομνηνού.
Η Άννα Κομνηνή καταγόταν από
μία από τις μεγαλύτερες οικογένειες της βυζαντινής αριστοκρατίας, από αυτούς
τους μεγάλους οίκους που μέλη τους είχαν ανέλθει στον αυτοκρατορικό θρόνο, όπως
είχε συμβεί άλλωστε και με τους οίκους των Δούκα, Αγγέλων, Παλαιολόγων, ή άλλες
λιγότερο ισχυρές οικογένειες, όπως οι Δαλασηνοί, Βρυέννιοι κ.α. που διατηρούσαν
μεγάλες εκτάσεις γης, ιδιωτικούς στρατούς, και είχαν κατορθώσει με επιγαμίες να
συνάψουν συγγενικούς δεσμούς με τις αυτοκρατορικές δυναστείες.
Όμως, ανάμεσα στα μέλη αυτών
των οίκων υπήρχαν βεβαίως άνθρωποι δυνατοί, μέλη της
ανωτάτης κρατικής
διοικήσεως και της αυτοκρατορικής αυλής, που, πέραν των κρατικών του
ενασχολήσεων, εύρισκαν χρόνο και για μελέτη και συγγραφή. Οι εξέχουσες
οικογένειες της βυζαντινής αυτοκρατορίας φρόντιζαν να στηρίζουν τον πολιτισμό
και να παρέχουν στα μέλη τους ευρεία πνευματική μόρφωση και καλλιέργεια.
Άλλωστε, η εποχή αυτή των Κομνηνών και αργότερα των Παλαιολόγων χαρακτηρίζεται
τόσο από έντονα ιστορικά γεγονότα, όσο και από μία ιδιαίτερη άνθηση των
γραμμάτων που χαρακτηρίστηκε ως «ύστερη βυζαντινή αναγέννηση». (η καλλιέργεια
των γραμμάτων και των επιστημών ποτέ δεν έπαυσε καθ’ όλην την βυζαντινή
περίοδο). Η ρητορική, η φιλοσοφία, η ιστοριογραφία γνωρίζουν μεγάλη άνθιση. Ας
μην λησμονούμε ότι στους χρόνους εκείνους που γεννήθηκε η Άννα Κομνηνή δέσποζε
η μορφή του Μιχαήλ Ψελλού, του «υπάτου των φιλοσόφων», όπως χαρακτηρίσθηκε, ο
οποίος δίδασκε στο Πανδιδακτήριο (=Πανεπιστήμιο) της Κων/πόλεως. Σε αυτό λοιπόν
το πνευματικό περιβάλλον γεννήθηκε και μεγάλωσε η Άννα Κομνηνή, και από μικρή
έλαβε επιμελημένη μόρφωση.
Όταν ενηλικιώθηκε, το έτος
1097 σύναψε γάμο με τον Νικηφόρο
Βρυέννιο, έναν εξέχοντα λόγιο άνδρα και μέλος μιας ισχυρής αριστοκρατικής
οικογενείας. Αξίζει να σημειώσουμε ότι ο Νικηφόρος Βρυέννιος συνέγραψε Ιστορία αναφερόμενη στα γεγονότα
των χρόνων της βασιλείας του Ισαακίου Α’ Κομνηνού (1057 μ.Χ.) έως της ενάρξεως
της βασιλείας του πενθερού του Αλεξίου Α’ Κομνηνού (1081 μ.Χ.). Μάλιστα, καθώς
ο αυτοκράτωρ Αλέξιος Α’ ήταν μεγάλος σε ηλικία και ασθενής, ο Νικηφόρος
Βρυέννιος με την στήριξη της αυτοκράτειρας Ειρήνης Δούκα, ήλπιζε να αναγορευθεί
καίσαρ και συμβασιλεύς του ασθενούντος Αλεξίου. Τελικώς, ο Αλέξιος Α’ Κομνηνός
απεβίωσε το 1118 μ.Χ. και στον θρόνο τον διαδέχθηκε ο γιος του Ιωάννης Β΄ Κομνηνός,
αδελφός της Άννης Κομνηνής, παρά τις προσπάθειες της βασιλίσσης Ειρήνης Δούκα
που συνεννοήθηκε με την κόρη της Άννα Κομνηνή ώστε να αναβιβάσουν στον θρόνο
τον σύζυγο της τελευταίας Νικηφόρο Βρυέννιο. Η κίνηση απέτυχε Έτσι, έσβησε κάθε
πιθανή πολιτική φιλοδοξία της Άννης Κομνηνής να γίνει αυτοκράτειρα. Έκτοτε,
αποσύρθηκε στην Μονή της Κεχαριτωμένης, όπου μόνασε μέχρι τον θάνατό της το
1148 μ.Χ. Εκεί, στην Μονή συνέλαβε την ιδέα να συγγράψει ιστορία, εξιστορώντας
τα γεγονότα της εποχής της.
Το ιστορικό της έργο,
διαιρούμενο σε 15 βιβλία, καλύπτει την χρονική περίοδο 1069-1118, τιτλοφορείται
«Αλεξιάς» και είναι αφιερωμένο στην βασιλεία του πατέρα της Αλεξίου Α’
Κομνηνού. Καταγράφει τα ιστορικά γεγονότα και την δράση του Αλεξίου Α’, τις
επιδρομές των Νορμανδών στα Βαλκάνια και των Τούρκων στην Μικρά Ασία. Κεντρική
μορφή της «Αλεξιάδας» είναι ο Αλέξιος Α’, για τον οποίον εκφράζεται με μεγάλο
θαυμασμό.
Από το έργο της
διαπιστώνουμε την πνευματική συγκρότηση της Άννης Κομνηνής, την βαθιά
αρχαιομάθεια, την γνώση των Γραφών, αλλά και την ανθρωπιστική της και ηθική
καλλιέργεια. Μέσα από την «Αλεξιάδα» αναδεικνύεται η Άννα Κομνηνή ως βαθύτατη
γνώστρια «των Γραφών και των αρχαίων
συγγραφέων, θαυμάστρια του ηρωισμού αλλά και της ειρήνης, εκτιμώσα την
γενναιότητα, την αγχίνοιαν, την πνευματικήν καλλιέργειαν, την ελευθερίαν του
ανθρώπου, την σύνεσιν της προκεχωρημένης ηλικίας, ευρίσκει συλλήβδην τας αρετάς
ταύτας κοσμούσας τον επιφανή πατέρα της», όπως σημειώνει ο Ν.Β. Τωμαδάκης.
Κύριες πηγές για την
συγγραφή της ιστορίας της η Άννα Κομνηνή χρησιμοποίησε τις προσωπικές της
μνήμες, πληροφορίες διαφόρων προσώπων πρωταγωνιστικών και ιστορικά αρχεία. Τα
πρότυπά της είναι ο Θουκυδίδης, ο Πολύβιος, άλλοι κλασσικοί συγγραφείς, αλλά
και προγενέστεροι βυζαντινοί συγγραφείς, όπως ο ιστορικός Προκόπιος. Το κείμενό
της διακρίνεται για την αντικειμενικότητα, την σαφήνεια και την χάρη της
εξιστορήσεως. Περιγράφει
με ζωντάνια τις μάχες, τα όπλα και τις τακτικές των μαχών, όπως και την δράση
των πρωταγωνιστών των ιστορικών γεγονότων, χωρίς ωστόσο να μπορεί να μετριάσει
τον θαυμασμό της για τον πατέρα της Αλέξιο Α’. η γλώσσα της είναι η αρχαϊζουσα,
στην οποία συνήθιζαν να γράφουν οι λόγιοι βυζαντινοί της εποχής μιμούμενοι τους
κλασσικούς συγγραφείς. Τέλος, η ευρεία της εγκύκλιος και κλασσική παιδεία
επιτρέπει στην Άννα Κομνηνή να προσθέτει στο έργο της αναφορές και παρατηρήσεις
ιατρικής και αστρονομικής φύσεως, στοιχεία που καθιστούν την «Αλεξιάδα» της ένα
αξιοπρόσεκτο κείμενο υψηλού επιπέδου και αξίας, όχι μόνον ιστορικής αλλά και
φιλολογικής.
Οι επιδράσεις της αρχαίας κλασσικής γραμματείας
στο έργο
της Άννης Κομνηνής «Αλεξιάς».
Στο τρίτο μέρος της παρούσης
εργασίας θα εξετάσουμε τις σχέσεις και τις επιδράσεις που δέχθηκε η Άννα Κομνηνή
στο ιστορικό της έργο «Αλεξιάς» κυρίως από τους μεγάλους κλασσικούς Έλληνες
ιστοριογράφους, Ηρόδοτο, Θουκυδίδη, Ξενοφώντα, αλλά και άλλους κλασσικούς
συγγραφείς. Ξεκινούμε από την αρχική διαπίστωση ότι η «Αλεξιάς» έχει δεχθεί
επιδράσεις από τους αρχαίους κλασσικούς συγγραφείς, και αυτή είναι μία γενική
παραδοχή των σπουδαιοτέρων βυζαντινολόγων και ιστορικών της βυζαντινής
λογοτεχνίας. Π.χ. ο M.E.Colonna, K. Krumbacher, Ε.Θ. Τσολάκης.
Μέσα από μία παράλληλη
ανάγνωση των έργων του Θουκυδίδου και της Άννης Κομνηνής μπορούμε να
ανιχνεύσουμε κάποιες ομοιότητες, όπως παραδέχονται οι επιφανέστεροι των
βυζαντινολόγων, παρ’ ό,τι η Άννα Κομνηνή σε κανένα σημείο της «Αλεξιάδας» δεν
αναφέρει ονομαστικώς τον Θουκυδίδη. Αντιθέτως, η Άννα Κομνηνή επιδεικνύει την
βαθιά αρχαιομάθεία της παραπέμποντας στον Όμηρο,
στους αρχαίους τραγικούς,
στον Αριστοφάνη.
Ωστόσο, παρά την παντελή έλλειψη αναφοράς στον Θουκυδίδη, είναι εμφανής η
επίδραση του μεγάλου αυτού ιστορικού της αρχαιότητος στο έργο της Άννης
Κομνηνής. Και σε άλλα σημεία του έργου της μπορούμε να ανιχνεύσουμε επιρροές
πιο εμφανείς από αρχαίους ιστορικούς,
όπως οι Ηρόδοτος, Πολύβιος, Πλούταρχος. «Δεν
τίθεται υπό αμφισβήτηση ούτε ο βαθμός ούτε η φυσιολογικότητα της επιδράσεως του
αρχαίου κόσμου στην βυζαντινή κουλτούρα, ή η συνέχεια είτε η ασυνέχεια μεταξύ
αρχαιότητας και Βυζαντίου, αλλά το ρεαλιστικό (πραγματικό, υπαρκτό) αποτέλεσμα
αυτής ( της επιδράσεως) ούτως ώστε να κατανοήσουμε τον γνήσιο και πρωτότυπο
χαρακτήρα αυτής».
Ας εξετάσουμε λοιπόν τις επιστημονικές απόψεις των
επιφανέστερων μελετητών του έργου της Άννης Κομνηνής προκείμενου να
τεκμηριώσουμε την ύπαρξη επιδράσεως του Θουκυδίδου στην Αλεξιάδα. Για
παράδειγμα, η Georgina Buckler στην ογκώδη εργασία της για
την Άννα Κομνηνή παραθέτει άπειρα χωρία από τον Θουκυδίδη εν σχέσει με την
«Αλεξιάδα» προκείμενου να τεκμηριώσει
παράλληλα αφηγηματικά μοτίβα ή παράλληλες εξιστορήσεις γεγονότων. Σύμφωνα με
την Georgina Buckler,
η επίδραση του Θουκυδίδου στην Άννα Κομνηνή καθίσταται περισσότερο εμφανής στα επαναλαμβανόμενα αφηγηματικά μοτίβα, στην
απαρίθμηση των αιτίων και στην ενδελεχή περιγραφή των πολεμικών γεγονότων, των
στρατιωτικών κινήσεων, των λαών και των τοποθεσιών στις οποίες λαμβάνουν χώρα
τα ιστορικά γεγονότα.
Η Georgina Buckler
προσθέτει επίσης ότι η Άννα Κομνηνή επιδεικνύει ενδιαφέρον στο να βάζει τα
δρώντα πρόσωπα να εκφράζονται όπως ταιριάζει σε κάθε περίσταση (δηλ. κάτι
ανάλογο με τις περίφημες δημηγορίες του Θουκυδίδου). Για παράδειγμα, όταν η
Άννα Κομνηνή περιγράφει την απόφαση του πατέρα της Αλεξίου Α’ να δημεύσει την περιουσία των εκκλησιών προκειμένου να
χρηματοδοτηθούν οι στρατιωτικές του εκστρατείες, υπάρχουν τα αφηγηματικά
παράλληλα στην απόφαση του Περικλέους να πείσει τους Αθηναίους να χρησιμοποιήσουν
τους θησαυρούς που είχαν αποταμιευθεί στο ιερόν της Ακροπόλεως και τα άλλα ιερά
ώστε να χρηματοδοτηθεί ο πόλεμος με την Σπάρτη.
Έχει
παρατηρηθεί ότι, ενώ ο Θουκυδίδης στις δημηγορίες του τοποθετεί στο στόμα των
ιστορικών προσώπων όσα περίπου είπαν ή θα έλεγαν αναλόγως των περιστάσεων (βλ.
Θουκυδίδου Ιστορία, Α’, 22), η Άννα Κομνηνή παρουσιάζει τους ήρωες της ιστορίας
να «δημηγορούν» με τέτοιον τρόπο σαν να ήσαν αυτά τα πραγματικά τους λόγια. Σε
κάποια σημεία ο τρόπος που ομιλούν δημοσίως οι ιστορικοί πρωταγωνιστές της
«Αλεξιάδος» θυμίζουν περισσότερον τον τρόπο που ομιλούν οι ήρωες στον Όμηρο
παρά οι άνδρες στον Θουκυδίδη.
Η ίδια ερευνήτρια του έργου της Άννης Κομνηνής
διαπιστώνει ομοιότητες μεταξύ του προοιμίου της «Αλεξιάδος» και των προοιμίων
στις ιστορίες του Ηροδότου και του Θουκυδίδου. Π.χ. τόσο ο Θουκυδίδης (Α’, 1 και 22) όσο και
η Άννα Κομνηνή στο προοίμιο της «Αλεξιάδος» δηλώνουν ότι θα αναζητήσουν πίσω
από τις πράξεις των προσώπων (των ιστορικών υποκειμένων δηλ.) τα αίτια και τις
αντικειμενικές τους επιδιώξεις πέρα από τους λόγους («προφάσεις»). Έτσι, ο
Θουκυδίδης εκθέτει τις πράξεις των Αθηναίων και των Σπαρτιατών (οι δύο αυτές
πόλεις αποτελούν τα συλλογικά δρώντα ιστορικά υποκείμενα) γύρω από το μέγα ιστορικό θέμα που είναι ο
Πελοποννησιακός Πόλεμος, με αντικειμενικό σκοπό να δείξει πως, ό, τι συνέβη
στον Πελοποννησιακό Πόλεμο, αποτελεί πράξεις ανθρώπινες σταθερώς
επαναλαμβανόμενες σύμφωνα με την ανθρώπινη φύση (άρα προβλέψιμες συμπεριφορές
που λειτουργούν ως αιώνιοι ιστορικοί
νόμοι), ώστε και στις μελλοντικές γενεές να χρησιμεύσει η Ιστορία του ως
οδηγός του να προβλέπει κανείς τις
ιστορικές εξελίξεις. Με αυτήν την οπτική, ο Θουκυδίδης παραδίδει στην
ανθρωπότητα ένα έργο για να αποτελέσει «κτήμα ες αεί». Για την Άννα Κομνηνή
το δρων ιστορικό υποκείμενο είναι ο πατέρας της Αλέξιος Α’ Κομνηνός, του οποίου
τις πράξεις καταγράφει με αντικειμενικό σκοπό να διατηρηθούν, να μην
λησμονηθούν και να περάσουν στις επόμενες γενεές. « Βούλομαι διά τήσδε μου της γραφής τας πράξεις αφηγήσασθαι του εμού
πατρός ουκ αξίας σιγή παραδοθήναι ουδέ τω ρεύματι του χρόνου παρασυρήναι
καθάπερ εις πέλαγος αμνημοσύνης όσας τε των σκήπτρων επειλημμένος κατεπράξατο
και όσας προ του διαδήματος έδρασεν ετέροις βασιλεύσιν υπηρετούμενος»
(«Αλεξιάς», Προοίμιον, Ι, 2).
Αυτή η διαφοροποίηση είναι
αναμενόμενη εάν λάβουμε υπ’ όψιν μας τις διαφορετικές εποχές και συνθήκες που
έζησαν οι δύο ιστορικοί. Ο Θουκυδίδης αναλαμβάνει να καταγράψει την άνοδο του
αθηναϊκού ιμπεριαλισμού και την πτώση του μέσα από τον Πελοποννησιακό Πόλεμο,
ενώ η Άννα Κομνηνή φυσιολογικώς επικεντρώνεται στο πρόσωπο που αποτελεί το
κέντρο της βυζαντινής αυτοκρατορίας, δηλ. τον αυτοκράτορα, που αποτελεί την
πηγή ισχύος της αυτοκρατορίας, τον εκλεκτό του Θεού, τον υπερασπιστή της
Χριστιανοσύνης. Φυσικώ τω λόγω η Άννα Κομνηνή να αναπτύσσει την «Αλεξιάδα» της
γύρω από το πρόσωπο του κεντρικού ήρωα, του Αλεξίου Α’ Κομνηνού, στον οποίον
αποδίδει όλες τις αρετές της ανδρείας και της σωφροσύνης. Φθάνει μάλιστα μέχρι
του σημείου να τον παρομοιάζει με τους ομηρικούς ήρωες, και μάλιστα τον Αχιλλέα
(βλ. ανωτέρω την αναφορά μας στην επίδραση του Ομήρου στην Άννα Κομνηνή).
Ένας άλλος βυζαντινολόγος, ο
Roger Scott, αναγνωρίζει στην
«Αλεξιάδα» περισσότερες
επιδράσεις του Πλουτάρχου παρά του Θουκυδίδου.
Σχολιάζει ότι η Άννα Κομνηνή έχει αναφορές στους κλασσικούς ιστορικούς της
αρχαιότητος περισσότερο με σκοπόν να επιδείξει την ευρεία της αρχαιομάθεια και
λιγότερο για να ακολουθήσει την μεθοδολογία τους. Δηλ. Η αναφορά στους
συγγραφείς της κλασσικής αρχαιότητος θεωρείται ότι γίνεται από τους βυζαντινούς
συγγραφείς περισσότερο για να προσδώσει στα έργα τους μία αρχαϊζουσα λάμψη και
το κύρος του κλασσικού, περιορίζεται μάλλον σε μίμηση του λεξιλογίου, των
εκφράσεων και των αφηγηματικών μοτίβων των αρχαίων ιστοριογράφων.
Όσον αφορά την γλώσσα που χρησιμοποιεί η Άννα Κομνηνή αυτή είναι μάλλον
αρχαϊζουσα παρά αττικίζουσα, και θυμίζιε περισσότερο την γλώσσα του Ξενοφώντος.
Ωστόσο, η ακτινοβολία του έργου του Θουκυδίδου είναι ανυπέρβλητη και είναι
αναμενόμενο η Άννα Κομνηνή, θέλοντας να συγγράψει μία ιστορία με ακρίβεια και
με κάποιες αξιώσεις, να προσπαθήσει να μιμηθεί τον μεγάλο Αθηναίο ιστορικό.
Άλλωστε, αποτελεί κοινό τόπο στην βυζαντινή λογοτεχνία το φαινόμενο της
μιμήσεως των αρχαίων συγγραφέων.
Γεγονός αναμφισβήτητο πάντως αποτελεί ότι
υπάρχει μία πολιτιστική πνευματική συνέχεια μεταξύ κλασσικής αρχαιότητος και
Βυζαντίου, που περνά μέσα από τον ελληνιστικό και ύστατο ελληνορωμαϊκό
κόσμο για να καταλήξει ως φυσική διαδοχή
στον βυζαντινό πολιτισμό. Σε αυτό συμβάλλει τα μέγιστα η αδιάρρηκτος
πολιτιστική και γλωσσική συνέχεια μεταξύ αρχαιότητος και Βυζαντίου, που καθιστά
οικεία την κλασσική γραμματεία στους βυζαντινούς συγγραφείς, με αποτέλεσμα οι
τελευταίοι να αισθάνονται άνετα να μιμούνται τα κλασσικά πρότυπα ως προς την
γλώσσα, το ύφος, το λογοτεχνικό ή ιστοριογραφικό είδος.
Εν γένει, η επίδραση της αρχαίας κλασσικής γραμματείας και εν προκειμένω, της
αρχαίας κλασσικής ιστοριογραφίας ( Ηρόδοτος, Θουκυδίδης, Ξενοφών) όσο και της
μεταγενεστέρας ελληνιστικής (Πολύβιος, Πλούταρχος) είναι υπαρκτή και αναγνωρίζεται
πανταχόθεν.
Μία ομοιότητα μεταξύ
Θουκυδίδου και Άννης Κομνηνής είναι, ότι λόγω καταγωγής και κοινωνικής θέσεως,
έχουν αμφότεροι άμεση και προσωπική εμπλοκή στα εξιστορούμενα γεγονότα. Ο μεν
Θουκυδίδης ανήκε σε μία ευκατάστατη αθηναϊκή αστική οικογένεια, η οποία
διατηρούσε φιλικές σχέσεις με τον Περικλή και είχε επαφές με τους σοφιστές και
τους πνευματικούς ανθρώπους της εποχής. Ο Θουκυδίδης διετέλεσε μάλιστα και
στρατηγός των Αθηναίων, αλλά λόγω αποτυχίας στην στρατιωτική του αποστολή,
κατηγορήθηκε από τους Αθηναίους και αυτοεξορίστηκε στα οικογενειακά του
κτήματα, στην Σκαπτή Ύλη. Η απόσυρση του
Θουκυδίδου από την ενεργό δράση του προσέφερε τον απαραίτητο χρόνο για την
συγγραφή της ιστορίας του, και επιπλέον του εξασφάλισε μία αποστασιοποιημένη
ματιά των γεγονότων. Η προσωπική απεμπλοκή από
τα γεγονότα του εξασφάλισε την δυνατότητα να εξετάσει αντικειμενικά το
υλικό που συγκέντρωσε από αυτόπτες μάρτυρες, επισκέψεις στους χώρους και τα
πεδία των μαχών. Η δε Άννα Κομνηνή ομοίως, μετά την απόσυρσή της από τα
εγκόσμια και την απόφασή της να μονάσει στην Μονή της Κεχαριτωμένης, συνέλαβε
ομοίως την ιδέα να συγγράψει ιστορία, και είχε τον χρόνο και την δυνατότητα να
επεξεργαστεί το υλικό που συγκέντρωσε από μαρτυρίες, επίσημα έγγραφα, αρχειακό
υλικό. Η διαφορά είναι ότι ο Θουκυδίδης ελάχιστα μας αναφέρει για το πρόσωπόν
του (πρβλ. Ε’, 26, 4-5), ενώ η Άννα Κομνηνή έχει περισσότερες προσωπικές
αναφορές σχετικά με την ίδια στο έργο της (λ.χ. στο Προοίμιο, στα βιβλία VI και XIV).
Γνωρίζουμε πολλά περισσότερα για την Άννα Κομνηνή μέσα από την «Αλεξιάδα» εν
σχέσει με τις ελάχιστες προσωπικές αναφορές στην Ιστορία του Θουκυδίδου.
Ένα άλλο κοινό σημείο
ανάμεσα στον Θουκυδίδη και την Άννα Κομνηνή είναι η έμφαση που δίδουν στις
πολιτικές πράξεις οι οποίες οδηγούν και εν μέρει ερμηνεύουν τις πολεμικές
πράξεις. Στον Θουκυδίδη έχει σημασία η διατήρηση του πολιτεύματος κάθε πόλεως ή
η ανατροπή αυτού με βάση τις εξελίξεις στο πολιτικό και πολεμικό πεδίο. Για την
Άννα Κομνηνή σημασία έχει η εξωτερική πολιτική του Αλεξίου Α’, το πώς δηλ.
πολιτεύεται διπλωματικά και στρατιωτικά έναντι των Νορμανδών και των Τούρκων,
αλλά και η εσωτερική πολιτική κατάσταση της αυτοκρατορίας, δηλ. η διατήρηση της
τάξεως, οι εσωτερικές δυσχέρειες, ο θρησκευτικός παράγων, οι σχέσεις με την
Εκκλησία, η διασφάλιση της Ορθοδοξίας έναντι κάθε είδους απειλής.
Ωστόσο, μέγας κοινός
παρανομαστής στις ιστορίες του Θουκυδίδου και της Άννης Κομνηνής αποτελεί το
κατ’ εξοχήν ενδιαφέρον τους για την
εξέλιξη των πολεμικών πραγμάτων, και η σημασία που αποδίδουν στην περιγραφή των
μαχών. H ΄Αννα Κομνηνή δείχνει μία τάση να αποδώσει ηρωικές διαστάσεις στις
μάχες του πατέρα της μέχρι του σημείου να τον παρομοιάζει με τον Αχιλλέα,
προσπαθεί να έχει αυτόν τον ηρωικό επικό τόνο στις περιγραφές των μαχών
(προσπαθώντας να μιμηθεί τον Όμηρο). Όσον όμως αφορά τις πολεμικές
επιχειρήσεις, τις τακτικές κινήσεις των αντιπάλων, την απαρίθμηση των
στρατιωτικών δυνάμεων κάθε παρατάξεως, τις διατάξεις των στρατιωτικών
σχηματισμών και την ανάπτυξή τους στο πεδίο των μαχών, η ακριβολογία και η
λεπτομερής καταγραφή θυμίζουν περισσότερον το ύφος του Θουκυδίδου.
Για παράδειγμα, όταν η Άννα
Κομνηνή περιγράφει την πολιορκία και την κατάληψη του Δυρραχίου από τους
Νορμανδούς του Βοημούνδου, επικεντρώνεται περισσότερο στην δράση των προσώπων,
ενώ στην ανάλογη περίπτωση της πολιορκίας των Πλαταιών ο Θουκυδίδης
ενδιαφέρεται περισσότερο για τα κίνητρα και την ανάλυση των πολεμικών
γεγονότων. Ωστόσο, παρά την διαφορετικήν διαχείρηση του ιστορικού υλικού σε
ανάλογα περιστατικά (πολιορκία πόλεως) υπάρχει ένα κοινό αφηγηματικό μοτίβο
μεταξύ Θουκυδίδου και Άννης Κομνηνής.
Και στους δύο ιστορικούς ο
πόλεμος ως φαινόμενο αποτελεί το βασικό στοιχείο ενδιαφέροντος και τον άξονα
αναπτύξεως του ιστοριογραφικού τους έργου. Και οι δύο ιστορικοί εκφράζουν την
επιθυμία τους να καταγράψουν τα έργα και τις πράξεις των δρώντων ιστορικών
υποκείμενων, όσων βεβαίως κρίνουν ως αξιόλογα και αξιομνημόνευτα. Ο Θουκυδίδης
παρουσιάζεται ως ουδέτερος καταγραφέας, ως το τρίτο πρόσωπο ενός παρατηρητού,
ενώ η Άννα Κομνηνή εμπλέκει περισσότερον
τον εαυτό της στην ιστορική αφήγηση, και συχνά εμφανίζεται να
απευθύνεται προσωπικώς στους αναγνώστες της. Αμφότεροι οι ιστορικοί φροντίζουν
να τονίζουν την τραγικότητα του πολέμου και την απαισιοδοξία πίσω από τις
πράξεις των ιστορικών προσώπων. Και αυτό το μήνυμα επιχειρούν να το διασώσουν
μέσα από την ιστορική καταγραφή και να το μεταβιβάσουν ως κάτι αξιόλογο και
αξιομνημόνευτο για τις μεταγενέστερες γενεές.
Άλλο κοινό στοιχείο στους
δύο ιστορικούς είναι το γεγονός ότι περιγράφουν γεγονότα σύγχρονα προς αυτούς,
για τα οποία, είτε οι ίδιοι ήσαν αυτόπτες μάρτυρες ή πρωταγωνιστές είτε είχαν
την δυνατότητα μέσα από προσωπική έρευνα και συλλογή πληροφοριών. Η Άννα
Κομνηνή ακολουθεί την θουκιδίδειο μεθοδολογία ως προς την συλλογή πληροφοριών και
την εξακρίβωση των πηγών.
Ο τελικός σκοπός είναι «η ζήτησις της αληθείας» (Θουκ. Α’, 20, 3). Αλλά και η
Άννα Κομνηνή ενδιαφέρεται για την «ζήτησιν της αληθείας»
και γι’ αυτό προτιμά την πληροφόρηση από
αυτόπτες μάρτυρες των γεγονότων, ακόμη και την χρήση γραπτών πηγών (λ.χ.
επιστολές, αναφορές) γραμμένων επίσης από ανθρώπους αυτόπτες μάρτυρες και
παρόντες στα γεγονότα («Αλεξιάς», βιβλίο XIV, κεφ.VII, 3,
7). Ως προς την διακρίβωση της ιστορικής αλήθειας («ακρίβεια») αξιοποιούν εκτός
από προφορικές μαρτυρίες, και κάθε είδους γραπτό αρχειακό υλικό (κείμενα,
επιστολές, αναφορές επίσημες, διατάγματα αυτοκρατορικά, ψηφίσματα πόλεων).
Ένα άλλο κοινό σημείο των
δύο ιστορικών είναι το γεγονός ότι, ενώ αναφέρουν υπερφυσικά φαινόμενα και
θεοσημίες, εν τούτοις στέκονται με κριτικό βλέμμα έναντι αυτών. Για παράδειγμα,
ο Θουκυδίδης μπορεί να αναφέρει χρησμούς μαντικούς και θεοσημίες, αλλά δεν
αποδίδει σε αυτά καθοριστικό ρόλο στην πρόβλεψη ή την διαμόρφωση των γεγονότων,
θεωρεί ωστόσο ότι αυτά μπορούν να επηρεάσουν τις αποφάσεις των ανθρώπων.
Ομοίως και η Άννα Κομνηνή στέκεται επικριτικά έναντι κάθε είδους προβλέψεως των
μελλόντων λ.χ. με την χρήση της αστρολογίας (θυμίζουμε ότι η Άννα Κομνηνή είχε
γνώσεις αστρονομίας και στο έργο της περιέχονται οξυδερκείς αστρονομικές
παρατηρήσεις), αν και αφήνει κάποια ανοικτά περιθώρια στην εκδήλωση του θεϊκού
θελήματος μέσω θείων οπτασιών και οράσεων, λ.χ. όταν ο άγιος Ιωάννης εμφανίσθηκε
στον πατέρα της Αλέξιο για να του φανερώσει την άνοδό του στον αυτοκρατορικό
θρόνο («Αλεξιάς», II, VII, 5). Ως προς το τελευταίο,
μάλλον η Άννα Κομνηνή στέκεται πλησιέστερα στον Όμηρο παρά στον Θουκυδίδη.
Αξιοσημείωτη είναι επίσης η
παρουσία της ιατρικής στα έργα των δύο ιστορικών. Τόσον η περιγραφή της
λοιμώδους επιδημίας που ενέσκηψε στην
Αθήνα και θανάτωσε πολλούς (Θουκ. Β’, 48-54), όσον και η περιγραφή της Άννης
Κομνηνής της ασθενείας και του θανάτου του πατρός της Αλεξίου Α’ («Αλεξιάς», XV,XI,1)
φανερώνουν το σχετικό βάρος που αποδίδουν στον ιατρικό παράγοντα που επιδρά
στην ιστορική πορεία, αλλά και αποκαλύπτουν ότι αμφότεροι κατέχουν κάποιου
είδους ιατρικές γνώσεις (για την Άννα Κομνηνή γνωρίζουμε ότι είχε σπουδάσει και
την ιατρική επιστήμη).
Συμπερασματικά, θα λέγαμε
ότι η βαριά ιστοριογραφική κληρονομιά του Θουκυδίδου σκιάζει όλους τους μεταγενέστερους
ιστορικούς και επιδρά κατά το μάλλον ή ήττον.
Η ιστορική του ανάλυση των ιστορικών αιτίων, η ακριβής περιγραφή των
πολιτικών και πολεμικών γεγονότων, η σκιαγράφηση του ρόλου των πρωταγωνιστών
(μέσω των δημηγοριών), η αυστηρή μεθοδολογία στην ανεύρεση ιστορικών μαρτυριών,
ο έλεγχος και η κριτική αξιοποίηση των
πηγών, έχουν σφραγίσει καθοριστικά την ιστορική μεθοδολογία. Η Άννα Κομνηνή,
στην συγγραφή της δικής της ιστορίας, ακολουθεί σε πολλά το ιστοριογραφικό
μοντέλο του Θουκυδίδου και σε πολλά σημεία, όπως είδαμε ανωτέρω, μιμείται
συνειδητά το ύφος, την θεματολογία και την αφήγηση/ εξιστόρηση των γεγονότων
κατά τον τρόπο που μας θυμίζει έντονα τον Θουκυδίδη. Μέσα από την μίμηση της
θουκιδίδειας ιστορικής μεθοδολογίας, η Άννα Κομνηνή κατορθώνει να μας δώσει ένα
υψηλής φιλολογικής και ιστορικής στάθμης ιστοριογραφικό έργο των Μέσων Χρόνων
του Βυζαντινού Ελληνισμού, ένα έργο υψηλών επιστημονικών αξιώσεων, μία πολύτιμη
πηγή για την ιστορία του μεσαιωνικού ελληνισμού.
Βιβλιογραφία.
·
Αντωνιάδης, Σ., «Η περιγραφή στην ‘Αλεξιάδα’. Πως η Άννα Κομνηνή βλέπει
και ζωγραφίζει πρόσωπα και χαρακτήρες», ΕΛΛΗΝΙΚΑ 5, (1932) σελ. 255-256.
·
Βασιλικοπούλου-Ιωαννίδου, Α., Εισαγωγή στη Βυζαντινή Λογοτεχνία, Αθήνα,
1984.
·
Buckler, Georgina, Anna
Comnena: A Study, Oxford
University Press, 1929/1963.
·
Colonna, M.E., Gli storici bizantini dal IV al
XV secolo, Napoli, 1956.
·
Dyck, Andrew, “Iliad and
Alexiad: Anna Comnena’s Homeric Reminiscensces”, Greek, roman and Byzantine
Studies 27 (1986), pp. 113-120.
·
Gouma-Petersen, Thalia, ed.,
Anna Komnene and Her Times, New York,
2000.
·
Hunger, H., “On the
Imitation(Μίμησις) of Antiquity in Byzantine Literature”,
Dumbarton Oaks Papers, 23-24 (1969-70), pp. 15-38.
·
Ιστορία του Ελληνικού Έθνους (Ι.Ε.Ε.), Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1979, τομ.
Ζ΄, Η΄,Θ΄.
·
Katicic, R., «Άννα η Κομνηνή και ο
Όμηρος», Επετηρίς Εταιρείας Βυζαντινών Σπουδών, 27 (1957), σελ. 213-233.
·
Krumbacher, K., Ιστορία της Βυζαντινής
Λογοτεχνίας, τόμοι 3, Αθήναι 1917 (σε μτφρ. Γ. Σωτηριάδου).
·
Rolando, E. Diaz, Las
Fuentes clasicas de la Alexiada de Ana Comnena.
Ph.D. Dissertation, Seville,
1994.
·
Rolando, E. Diaz, “Ana
Comnena y la historiografia del
periodo clasico: aproximacion a un debate”, Erytjeia 13 (1992), Sevilla, pp.
29- 44.
·
Scott, Roger, “The Classical
tradition in Byzantine Historiography”, Byzantium and the Classical Tradition, Birmingham, 1979.
·
Τσαμπής Γεώργιος, Η παιδεία στο
χριστιανικό Βυζάντιο, εκδ. Γρηγόρη, Αθήνα 1999.
·
Τσολάκης, Ε.Θ., Βυζαντινοί ιστορικοί και χρονογράφοι 11ου
και 12ου αιώνα, Θεσσαλονίκη, 1984.
·
Τωμαδάκης, Ν.Β., «Οι Βυζαντινοί Ιστορικοί εν σχέσει προς την αρχαίαν
ιστοριογραφικήν παράδοσιν και η σημασία αυτών», Επιστημονική Επετηρίς της
Φιλοσοφικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών, 5 (1954-55), σελ. 82-96.
·
Χαριτωνίδης, Χ., «Παρατηρήσεις κριτικαί εις Άνναν Κομνηνήν»,
Παραγματείαι της Ακαδημίας Αθηνών, 15.1 (1949), σελ. 1-46.
Σημειώσεις
ΘΕΜΑΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ
ΑΙΩΝΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΙΣΤΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου