1. Davies, Roger P., Deputy
Assistant Secretary of State for Near Eastern and South Asian Affairs
(later Ambassador to Cyprus, May 2 - August 18, 1974).
2. Eagleburger, Lawrence S., Member of NSC Staff (from June 1973); Executive Assistant to the Secretary of State (from October 1973).
3. Hartman, Arthur A., Assistant Secretary of State for European Affairs.
4. Hyland, William, Director, Bureau of Intelligence and Research, Department of State.
5. Kissinger, Henry A., President’s Assistant for National Security Affairs; Secretary of State.
6. Lord, Winston, Director of Policy Planning Staff.
7. McCloskey, Robert, Ambassador at Large (former Ambassador to Cyprus, May 1973 - Jan 1974).
8. Rush, Kenneth, Deputy Secretary of State.
9. Sisco, Joseph J., Under Secretary of State for Political Affairs.
10. Sonnenfeldt, Helmut, Senior NSC Staff member until 1974; Counselor, Department of State from 1974.
11. Springsteen, George S., Jr., Deputy
Assistant Secretary of State for European Affairs ( Aug 1973 - Jan
1974); Special Assistant to the Secretary of State and Executive
Secretary of the Department (Jan 1974 - July 1976).
12. Tasca, Henry, U.S. Ambassador in Greece.
13. Thornton, Thomas P., Member of Policy Planning Staff, Department of State.
14. Vest, George, Director, Bureau of Politico-Military Affairs, Department of State (from April 1974).
15. Weiss, Chief of the Congressional Relations Section of DEA.
Άλλοι συμμετασχόντες: Churchill (George), Donaldson,
(5) Η πρώτη έκδοση τού Προσαρτήματος (Attachment) τού «Υπομνήματος Δράσεως» είχε εκπονηθεί από τίς 9
Ιανουαρίου 1974. Τό Προσάρτημα τροποποιήθηκε μετά από μόλις τρεις
εβδομάδες (30 Ιανουαρίου 1974), καθώς νέα δεδομένα έφθαναν στην
Ουάσινγκτον από Αμερικανικές Υπηρεσίες Πληροφοριών στην Αθήνα. Μετά όμως
τήν «παρέμβαση Tasca» στις
8 Φεβρουαρίου 1974, αναθεωρήθηκε και πάλι, αφού επεβάλλετο να
επικαιροποιηθεί υπό τό πρίσμα τών επισημάνεων τής Αμερικανικής Πρεσβείας
στην Αθήνα. Τό Προσάρτημα προσέλαβε τήν τελική του μορφή μετά από
ενάμισυ επιπρόσθετο μήνα, κατά τήν προτεραία (19 Μαρτίου 1974) τής περί
Ελλάδος διάσκεψης Εθνικής Ασφαλείας στο Υπουργείο Εξωτερικών τών Η.Π.Α.
(6) Τό Υπόμνημα Δράσεως τού
Υπουργείου Εξωτερικών τών Η.Π.Α. επέχει σημαίνουσα θέση στην ιστορία
τών Ελληνο-Αμερικανικών σχέσεων: Μεταξύ άλλων, αποτελεί τό πρώτο επίσημο έγγραφο τού εκτελεστικού βραχίονα τής Αμερικανικής Κυβερνήσεως—και μάλιστα έγγραφο με βαρύνουσα σημασία, σε επίπεδο τού Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας (NSC)—στο
οποίο συνομολογείται ρητώς (από 19 Μαρτίου 1974) ότι η ανοχή ή και
ενεργός υποστήριξη τών Η.Π.Α. στην αποσταθεροποίηση τής Ελληνικής
Δημοκρατίας τό 1965 και στην επακόλουθη κατάλυσή της από τήν χούντα τών
συνταγματαρχών τό 1967, απετέλεσε μεγάλο λάθος τής εξωτερικής πολιτικής
τών Η.Π.Α., διότι η ανάδειξη τής Κυβερνήσεως τής Ενώσεως Κέντρου υπό τόν
Γεώργιο Παπανδρέου με ευρεία απόλυτη πλειοψηφία τό 1965, ήταν ένα μετεμφυλιακό “κατόρθωμα” τών Ελλήνων (The Greeks had finally managed to elect
a majority party) αφού κατεδείκνυε ότι η “κοινοβουλευτική δημοκρατία” τους στη μετεμφυλιακή εποχή, “εξελίσσετο αρμονικά-ταιριαστά” (was fitfully evolving) όπως δηλαδή συνάδει με “μακροπρόσθεσμα συμφέροντα” τών Η.Π.Α.
(7) Στο
από 19 Μαρτίου 1974 Υπόμνημα Δράσεως τών Η.Π.Α. σχετικά με τήν Ελλάδα, η
διατυπωθείσα εισήγηση, περί ενεργού παρεμβάσεως τών Η.Π.Α. προς
αποκατάσταση τής δημοκρατίας στην Ελλάδα, ευθυγραμμίζετο με προηγούμενη
εισήγηση τής Αμερικανικής Πρεσβείας στην Αθήνα προς τό Υπουργείο
Εξωτερικών τών Η.Π.Α. στην Ουάσινγκτον. Συγκεκριμένα, σε απόρρητο
τηλέγραμμα (υπ’ αριθμ. 8297/26-11-1973), μόλις
τήν επαύριο τού πραξικοπήματος Ιωαννίδη-Μπονάνου και 11 ημέρες μετά τήν
αιματηρή καταστολή τής φοιτητικής Εξεγέρσεως τού Πολυτεχνείου, ο
Αμερικανός Πρέσβυς Henry J. Tasca διετύπωσε με παρρησία εγγράφως τήν άποψη, ενώπιον τού προϊσταμένου του Henry Kissinger, ότι “αυτό που η χώρα χρειάζεται τώρα δεν είναι περισσότερη καταπίεση και περισσότερος έλεγχος, αλλά περισσότερη ελευθερία και περισσότερη ελευθερία λόγου, πολιτικώς οργανωμένες” (What the country needs is not
morerepression and more
control, but more freedom and more self-expression, politically organized).
(8) Κατ’ εκείνη τήν ψυχροπολεμική εποχή, και ειδικά στις δεκαετίες 1960 και 1970 επί εποχής Henry Kissinger,
υπό τό βάρος μάλιστα τών εθνικών και γεωπολιτικών πιέσεων στο εσωτερικό
και εξωτερικό τών Η.Π.Α. από τήν στρατιωτική τους ήττα στο Vietnam, είχε καθιερωθεί στην Αμερικανική Κυβέρνηση μια πραγματιστική προσέγγιση (pragmatic approach) στην εξωτερική της πολιτική: H Ομοσπονδιακή
Κυβέρνηση τών Η.Π.Α. υπεστήριζε τότε, έμμεσα (παθητικά) ή και ενίοτε
άμεσα (ενεργητικά), αντικομμουνιστικά ή ακόμη και αντισοσιαλιστικά
πραξικοπήματα ανά τόν κόσμο, μέσω παρεμβατικών αλλά συγκεκαλυμμένων
επιχειρήσεων (covert operations). Παράλληλα όμως σε διπλωματικό επίπεδο, οι Η.Π.Α. εφήρμοζαν πολιτική επιφαινομένης αποστασιοποίησης (hands-off approach), όπως π.χ. έναντι τού αιμοσταγούς πραξικοπήματος τού Augusto Pinochet κατά τού νομίμου και δημοκρατικά εκλεγμένου Προέδρου Salvador Allende στη Χιλή στις 11 Σεπτεμβρίου 1973, ή στην περίπτωση τού πραξικοπήματος τών Ιωαννίδη-Μπονάνου στην Ελλάδα μετά από διόμισυ μήνες, στις 25 Νοεμβρίου 1973. Τότε η Κυβέρνηση τών Η.Π.Α. δεν προέβη σε οποιαδήποτε δημόσια δήλωση
ούτε υπέρ αποκαταστάσεως τής δημοκρατίας ούτε κατά εκείνων τών
δικτατορικών καθεστώτων σε εκατέρα χώρα, ενώ παράλληλα υπεστήριζε εμπράκτως αμφότερα τά χουντικά καθεστώτα. Στην περίπτωση τής Ελλάδος, η έμπρακτηυποστήριξη τών Η.Π.Α. στη χούντα Ιωαννίδη-Μπονάνου έλαβε
τήν μορφή, μεταξύ άλλων, τής απρόσκοπτης εκτέλεσης τού προγράμματος
εξοπλισμού τής Ελληνικής Αεροπορίας με (36) προηγμένα αεροσκάφη Phantom II F-4E, εκ τών οποίων τά πρώτα έξι (6) προσγειώθηκαν στην Ελλάδα στις 5 Απριλίου 1974, ήτοι τρισήμισυ μήνες πριν τό Ελλαδικό πραξικόπημα στην Κύπρο (15 Ιουλίου 1974).
(9) Η “εχθρότητα τής κοινής γνώμης” έναντι
τού χουντικού καθεστώτος από τό 1973, επαναλαμβάνεται ως κάτι δεδομένο,
χωρίς να αναλύεται (ποσοτικοποιείται), σε απόρρητα έγγραφα τής
Κυβερνήσεως τών Η.Π.Α. τό 1974. Ήταν ακόμη νωπές οι μνήμες από τήν
φοιτητική εξέγερση στο Πολυτεχνείο (17 Νοεμβρίου 1973) και τήν αιματηρή
στρατιωτική καταστολή της, που είχαν προκαλέσει τέτοιο παγκόσμιο σάλο σε
Μ.Μ.Ε. ανά τόν Κόσμο τότε, ώστε η έλλειψη “λαϊκού ερείσματος” τής
χούντας Ιωαννίδη εθεωρείτο σε ηγετικούς κύκλους τών Η.Π.Α. και τών
άλλων χωρών-μελών τού ΝΑΤΟ ως κάτι αυτονόητο και αυταπόδεικτο, που δεν
έχρηζε περαιτέρω ανάλυσης.
(10) Τό από 18 Απριλίου 1974 Διυπηρεσιακό Πληροφοριακό Υπόμνημα τών Η.Π.Α. αναφέρεται έξι (6) φορές στον Κ. Καραμανλή, ως ενδεικνυόμενο πρωθυπουργό μετά τήν κατάλυση τής χούντας Ιωαννίδη, ενώ δεν αναφέρεται ούτε μια φορά σε
άλλους κοινοβουλευτικούς πολιτικούς που ευρίσκοντο τότε στην Ελλάδα
(Κανελλόπουλος, Στεφανόπουλος, Μαύρος, Μητσοτάκης κ.ο.κ.), και επίσης ούτε μια φορά στον Βασιλέα Κωνσταντίνο. Εντούτοις αναφέρεται μία (1) και μόνον φορά στον Α. Παπανδρέου ως
μελλοντικό πολιτικό ηγέτη (στο απώτερο μέλλον), που ίσως
κεφαλαιοποιούσε πολιτικώς τόν προβλεπόμενο αντι-Αμερικανισμό στη
μεταχουντική εποχή στην Ελλάδα.
(11) Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής είχε προβεί κατ’ επανάληψη σε δημόσια καταγγελία κατά τού δικτατορικού καθεστώτος Παπαδόπουλου (στις 23 Απριλίου 1967, στις 30 Σεπτεμβρίου 1969 και στις 23 Απριλίου 1973). Εντούτοις ο Καραμανλής—όπως και οι Η.Π.Α. κατά τήν ίδια περίοδο (ως άνω Επισημείωση 8)—δεν κατήγγειλε δημοσίως τό διάδοχο χουντικό καθεστώς τών Ιωαννίδη-Μπονάνου καθ’ όλη τήν περίοδο από τό πραξικόπημα τής 25ης Νοεμβρίου 1973 στην Ελλάδα μέχρι και τό Ελλαδικό πραξικόπημα τής 15ης Ιουλίου 1974 στην Κύπρο. Η πρώτη δημόσια καταγγελία τού χουντικού Καθεστώτος από τόν Καραμανλή τό 1974, έγινε δύο ημέρες μετά τό
Ελλαδικό πραξικόπημα στην Κύπρο, ήτοι στις 17 Ιουλίου 1974, όταν είχε
πλέον επιβεβαιωθεί ότι τό πραξικόπημα στην Κύπρο είχε αποτύχει, αφού ο
Μακάριος είχε κατορθώσει να επιβιώσει και επομένως παρέμενε τότε—από απόψεως εθνικού και διεθνούς δικαίου—ο μοναδικός νόμιμος (δημοκρατικώς και συνταγματικώς εκλεγμένος) Πρόεδρος τής Κύπρου.
(12) Από
ιστορικής απόψεως, έχει σημασία ο αξιολογικός χαρακτηρισμός μιας
παρέμβασης τότε τών Η.Π.Α. προς αποκλιμάκωση μιας Ελληνο-Τουρκικής
αντιπαράθεσης στην Κύπρο απλώς ως ένα “δύσκολο έργο” (difficult task) —που εντούτοις ήταν εφικτό (έστω και “δύσκολα”) να επιτύχει τόν περιορισμό τών εχθροπραξιών σε τοπικό (Κυπριακό) επίπεδο—στο πλαίσιο μάλιστα “τής απουσίας αποφασιστικής ηγεσίας” (absence of decisive leadership) στην Ελλάδα κατά τήν περίοδο τής Ιωαννιδικής χούντας.
(13) Μετά τήν κατάλυση τής χούντας Ιωαννίδη, προέκυψαν διάφοροι «μνηστήρες» που διεκδίκησαν—έκαστος δι’ εαυτόν και δι’ ίδιον όφελος (νομικό ή πολιτικό)—τήν πατρότητα τής “ιδέας” για παράδοση τής εξουσίας από τήν χούντα στον Καραμανλή, όπως π.χ. ο τότε Αρχηγός Ενόπλων Δυνάμεων Στρατηγός Γ. Μπονάνος, ο Αρχηγός Ναυτικού Αντιναύαρχος Π. Αραπάκης, ο Αρχηγός Αεροπορίας Αντιπτέραρχος Α. Παπανικολάου (υποτίθεται σε κατ’ ιδίαν συνεννοήσεις τους στις 21 Ιουλίου 1974), όπως επίσης και ο κοινοβουλευτικός Ε. Αβέρωφ-Τοσίτσας (υποτίθεται σε κατ’ ιδίαν εισήγησή του προς τόν τότε «Πρόεδρο τής Δημοκρατίας» Στρατηγό Φ. Γκιζίκη στις 23 Ιουλίου 1974), κ.τ.λ., όπως προκύπτει από σχετικές καταθέσεις τους στον «ΦΑΚΕΛΟ ΚΥΠΡΟΥ». Εν τούτοις όλοι εκείνοι οι ισχυρισμοί είναι αβάσιμοι (ή και φαιδροί), αφού δεν επρόκειτο περί προσωπικής “ιδέας” οποιουδήποτε εν Ελλάδι στις 21-23 Ιουλίου 1974, αλλά περί προειλημμένης αποφάσεως τών Η.Π.Α., κατ’ εφαρμογή τής από τίς 18 Απριλίου 1974 προδιαγραφείσης λύσεως Μπονάνου-Καραμανλή, καταγραφείσης στο ως άνω Διυπηρεσιακό Πληροφοριακό Υπόμνημα τών Η.Π.Α.
Σημειωτέον δε, ότι πέραν τών Ταξιάρχου Ιωαννίδη (ως πρόβλημα) και Στρατηγού Μπονάνου (ως μέρος τής λύσεως), τό Διυπηρεσιακό Πληροφοριακό Υπόμνημα τών
Η.Π.Α. δεν αναφέρεται σε κανέναν άλλο αξιωματικό τής χούντας, όπως
γενικά και σε κανέναν πολιτικό από εκείνους που διεκδίκησαν ιδιοτελώς
τήν “ιδέα” περί τής διά συνεργείας Μπονάνου Καραμανλικής Μεταπολίτευσης.
(14) Όσον αφορά στο στρατιωτικό σκέλος τής λύσεως Μπονάνου-Καραμανλή, μια εθνική κρίση, και δη ένοπλη αντιπαράθεση Ελλάδος-Τουρκίας, έστω και περιορισμένη χωροχρονικά και ελεγχομένη δυναμικά (contained), τίς μεν εξουσίες τού Αρχηγού Ενόπλων Δυνάμεων Στρατηγού Μπονάνου θα τίς επηύξανε, και μάλιστα δραστικά, εκείνες δε τού Ταξιάρχου Ιωαννίδη θα τίς απομείωνε στην εν πολέμω Στρατιωτική Ιεραρχία, ώστε ο πρώτος να ανατρέψει τόν δεύτερο εύκολα και αναίμακτα (χωρίς
δηλαδή νέο εμφύλιο πόλεμο στην Ελλάδα). Επί πλέον μια τέτοια κρίση θα
συνέβαλε καταλυτικά στο να καμφθούν οι αντιδράσεις “όλων τών στρατιωτικών φατριών” κατά “τής επιστροφής σε μια εντελώς ελεύθερη πολιτική σκηνή” (ώστε ο Καραμανλής να αποδεχθεί τήν—άνευ όρων—πολιτική ευθύνη τής μετάβασης τής Ελλάδος από τήν δικτατορία στη δημοκρατία). Επομένως, σε περίπτωση μιας τέτοιας κρίσεως, ο (φιλοΝΑΤΟϊκός) Στρατηγός Μπονάνος θα ανελάμβανε τό επιπρόσθετο “δύσκολο” έργο
ελεγχομένου περιορισμού της σε τοπικό επίπεδο (π.χ. στην Κύπρο) και
εγκαίρου αποκλιμακώσεώς της, ώστε να διατηρηθεί η συνοχή τής Ν.Α.
πτέρυγος τού ΝΑΤΟ.
Παρότι δε τό Διυπηρεσιακό Πληροφοριακό Υπόμνημα τών Η.Π.Α. (18 Απριλίου 1974) δεν
πρότεινε ρητώς μια τέτοια κρίση στις Ελληνο-Τουρκικές σχέσεις, εν
τούτοις υπονοούσε τήν καταλυτική δυναμική της, δεδομένου ότι (α) πιθανολογούσε μια τέτοια κρίση, αφού ο Ιωαννίδης “θα μπορούσε ίσως σε κάποιο μετέπειτα στάδιο να αποπειραθεί να εκδιώξει τόν Μακάριο” ούτως ή άλλως, (β) αξιολογούσε τήν διαχείριση μιας τέτοιας κρίσεως από τίς Η.Π.Α. ως έργο που θα ήταν “δύσκολο” αλλά όχι αδύνατο να επιτύχει τούς στόχους του (χωροχρονικό περιορισμό τής αντιπαραθέσεως), και (γ) ανεφέρετο, με έμφαση και κατ’ επανάληψη (τετράκις), στη διελκυστίνδα, ήτοι ασυμβατότητα, μεταξύ τών προθέσεων σχεδόν “όλων” τών αξιωματικών (παράδοση τής εξουσίας σε πολιτικούς υπό όρους) και ασυμβιβάστου στάσεως τού Καραμανλή (αποδοχή εξουσίας άνευ όρων). Κατά τά επιφαινόμενα, εκείνη η ασυμβατότητα συνιστούσε ένα πρόβλημα μη-επιλύσιμο (intractable) εν καιρώ ειρήνης.
(15) Μεταξύ
άλλων, μία από τίς μείζονες αποτυχίες τού σχεδίου τών Η.Π.Α. για τήν
Αμερικανική Μεταπολίτευση στην Ελλάδα, ήταν η αποτυχία τών Τούρκων να
επιτύχουν τούς στρατιωτικούς τους στόχους στην Κύπρο εντός τριών ημερών--ΑΤΤΙΛΑΣ Ι, στις 20-23 Ιουλίου 1974, κατ΄ επίκληση τών Συμφωνιών Ζυρίχης-Λονδίνου, ήτοι σύμφωνα με τό Διεθνές Δίκαιο--λόγω (μη προβλεφθείσης και μη αναμενομένης) σθεναρής αντιστάσεως τών
επιτοπίων Ελλαδικών και Ελληνοκυπριακών στρατιωτικών δυνάμεων, παρότι
αυτές ήσαν τότε εμφυλιακώς αποδιοργανωμένες, αποδεκατισμένες ή και εν
πολλοίς διαλελυμένες. Κατά συνέπεια, οι μεν Τούρκοι εξαναγκάσθηκαν να
επιδιώξουν τήν σταθεροποίηση τών θέσεών τους και τήν ολοκλήρωση τών
αντικειμενικών στρατιωτικών τους στόχων στην Κύπρο σε δεύτερη φάση
απροσχηματίστως--ΑΤΤΙΛΑΣ ΙΙ, στίς 14-16 Αυγούστου 1974, κατά κατάφωρη
παράβαση τού Διεθνούς Δικαίου--επί κυβερνήσεως εθνικής ενότητος τού
Κωνσταντίνου Καραμανλή, ήτοι η Αμερικανική Μεταπολίτευση στην Ελλάδα
"χρεώθηκε" και αυτή εν μέρει (δηλαδή όχι μόνον η ανατραπείσα χούντα τών
Ιωαννίδη/Μπονάνου) τήν στρατιωτική ήττα τών Ελλήνων στην Κύπρο. Ως
επακόλουθες δε συνέπειες εκείνης τής αποτυχίας τών Τούρκων και τού
Αμερικανικού σχεδίου ήταν η έξοδος τής Ελλάδος από τό στρατιωτικό σκέλος
τού ΝΑΤΟ τότε (με απόφαση Κ. Καραμανλή), η σαρωτική ισχυροποίηση τών
Αριστερών δυνάμεων στην Ελλάδα, η αναπόδραστη πλέον και θεαματική
πολιτική ισχυροποίηση τού Ανδρέα Παπανδρέου (ΠΑΣΟΚ), τό μαζικό κίνημα
Αντιαμερικανισμού τών Ελλήνων (σε όλες τίς πολιτικές παρατάξεις τότε), η
παρέμβαση τού Αμερικανικού Κονγκρέσσου υπέρ τής Ελλάδος (embargo όπλων
τών Η.Π.Α. κατά τής Τουρκίας 1975-1978), κ.τ.λ., δηλαδή χαοτικές
συνέπειες που δεν ήσαν επιθυμητές ούτε από τό Αμερικανικό Πεντάγωνο ούτε
και από τόν εκτελεστικό βραχίονα τής πολιτικής ηγεσίας τών Η.Π.Α. τότε
(πρωτοστατούντος τού Henry Kissinger). Συγκεφαλαιωτικά, ενώ τό
Αμερικανικό σχέδιο προέβλεπε μια "ξεκάθαρη" (clean-cut) λύση στο
Ελληνικό Πρόβλημα, με παράλληλη μάλιστα ΝΑΤΟποίηση τής Κύπρου (de facto ή
και de jure), τελικά προκάλεσε πραγματικό χάος ("a mess") όχι μόνον
στις Ελληνο-Τουρκικές σχέσεις αλλά και στην Ν.Α. πτέρυγα τού ΝΑΤΟ, ενώ
έπληξε καίρια τό ηθικό κύρος (moral standing) τών Η.Π.Α. ως
Υπερδυνάμεως, αφού για πρώτη φορά οι Η.Π.Α. έπληξαν στρατιωτικά
(δια τών Τουρκικών Ενόπλων Δυνάμεων με ενεργό Αμερικανική υποστήριξη)
όχι μια οποιαδήποτε χώρα (εκτός ΝΑΤΟ) αλλά μία ΣΥΜΜΑΧΟ χώρα (μέλος τού
ΝΑΤΟ)...
(16) ΠΗΓΗ: Foreign Relations of the United States, 1969-1976 (U.S. Department of State: Washington 2007), v. XXX (“Greece; Cyprus; Turkey, 1973-1976,” ed.: Laurie Van Hook; gen. ed.: Edward C. Keefer),
pp. 24-29 (declassified Document #9), 29-45 (Partially declassified
Document #10), 46-47 (declassified Document #11), pp. 47-60
(declassified Document #12), 60-68 (Partially declassified Document #13
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου